Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2022

Κ­Υ­Ρ­Ι­Α­ΚΗ Η΄ Λ­Ο­Υ­ΚΑ (ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

Ι­Ε­ΡΑ Μ­Η­Τ­Ρ­Ο­Π­Ο­Λ­ΙΣ Π­Α­Φ­ΟΥ

Ι­Ε­Ρ­ΟΣ Ν­Α­ΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ 

                  

Κ­Υ­Ρ­Ι­Α­ΚΗ Η΄ Λ­Ο­Υ­ΚΑ

(ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ)

(13 Ν­Ο­Ε­Μ­Β­Ρ­Ι­ΟΥ 2022)

 


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΟΥ ΙΕΡΑΡΧΟΥ)

Ἀδελφοί, τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπεν ἀρχιερεύς, ὅσιος, ἄκακος, ἀμίαντος, κεχωρισμένος ἀπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ὑψηλότερος τῶν οὐρανῶν γενόμενος, ὃς οὐκ ἔχει καθ᾿ ἡμέραν ἀνάγκην, ὥσπερ οἱ ἀρχιερεῖς, πρότερον ὑπὲρ τῶν ἰδίων ἁμαρτιῶν θυσίας ἀναφέρειν, ἔπειτα τῶν τοῦ λαοῦ· τοῦτο γὰρ ἐποίησεν ἐφάπαξ ἑαυτὸν ἀνενέγκας. Ὁ νόμος γὰρ ἀνθρώπους καθίστησιν ἀρχιερεῖς ἔχοντας ἀσθένειαν, ὁ λόγος δὲ τῆς ὁρκωμοσίας τῆς μετὰ τὸν νόμον υἱὸν εἰς τὸν αἰῶνα τετελειωμένον. Κεφάλαιον δὲ ἐπὶ τοῖς λεγομένοις, τοιοῦτον ἔχομεν ἀρχιερέα, ὃς ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ τοῦ θρόνου τῆς μεγαλωσύνης ἐν τοῖς οὐρανοῖς, τῶν ῾Αγίων λειτουργὸς καὶ τῆς σκηνῆς τῆς ἀληθινῆς, ἣν ἔπηξεν ὁ Κύριος, καὶ οὐκ ἄνθρωπος.

(Ἑβρ. ζ[7] 26-28, η΄[8] 1-2)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἀδελφοί, τέτοιος καί μέ τέτοια προσόντα ἀρχιερεύς μᾶς χρειαζόταν: εὐσεβής καί ἅγιος, ἀπαλλαγμένος ἀπό κακία καί πονηρία, ἀμόλυντος, χωρισμένος ἀπό τούς ἁμαρτωλούς καί ἀνέγγιχτος ἀπό τήν ἁμαρτία. Κι ὅσο ζοῦσε στή γῆ, ἦταν τελείως χωρισμένος κι ἀνέγγιχτος ἀπό τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων, ἐπειδή ἦταν ἀπόλυτα ἀναμάρτητος· ἐπιπλέον ὅμως τώρα καί ἐπειδή ἀνυψώθηκε πάνω ἀπό τούς οὐρανούς καί κάθεται στά δεξιά τοῦ Θεοῦ. Αὐτός ὁ νέος ἀρχιερέας δέν ἔχει ἀνάγκη, ὅπως οἱ ἀρχιερεῖς τοῦ νόμου, νά προσφέρει κάθε μέρα θυσίες πρῶτα γιά τίς δικές του ἁμαρτίες κι ἔπειτα γιά τίς ἁμαρτίες τοῦ λαοῦ. Δέν ἔχει ἀνάγκη νά προσφέρει θυσίες γιά τόν ἑαυτό του, διότι ἦταν ἀναμάρτητος. Δέν ἔχει ἀνάγκη νά προσφέρει κάθε μέρα θυσίες καί γιά τόν λαό του, διότι αὐτό τό ἔκανε μιά γιά πάντα θυσιάζοντας τόν ἑαυτό του γιά χάρη τοῦ λαοῦ του. Ὁ ἀρχιερέας μας ἄλλωστε διαφέρει πάρα πολύ ἀπό τούς ἀρχιερεῖς τοῦ νόμου. Διότι ὁ νόμος ἐγκαθιστᾶ ὡς ἀρχιερεῖς ἀνθρώπους πού ἔχουν ἠθική ἀσθένεια καί εἶναι θνητοί. Ὁ λόγος ὅμως καί ἡ ἔνορκη ὑπόσχεση πού δόθηκε ὕστερα ἀπό τόν νόμο καί συνεπῶς τόν ἀντικατέστησε, ἐγκαθιστᾶ ἀρχιερέα τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀναδείχθηκε στήν ἐπίγεια ζωή του ἀναμάρτητος καί τέλειος, καί μένει ἀναμάρτητος καί τέλειος αἰωνίως. Τό σπουδαιότερο λοιπόν ἀπ’ ὅσα εἴπαμε εἶναι αὐτό: ὅτι ἔχουμε τέτοιον ἀρχιερέα, ὁ ὁποῖος κάθισε στά δεξιά τοῦ θρόνου τῆς μεγαλειότητος τοῦ Θεοῦ στούς οὐρανούς καί ἔγινε λειτουργός τῶν Ἁγίων πού βρίσκονται στούς οὐρανούς, καί τῆς ἀληθινῆς σκηνῆς, πού δέν τήν κατασκεύασε κάποιος ἄνθρωπος, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ Κύριος.

 

ΤΟ Ι­Ε­ΡΟ Ε­Υ­Α­Γ­Γ­Ε­Λ­ΙΟ

Τῷ κ­α­ι­ρῷ ἐ­κ­ε­ί­νῳ, ν­ο­μ­ι­κ­ός τ­ις π­ρ­ο­σ­ῆ­λ­θε τῷ ᾿Ι­η­σ­οῦ, π­ε­ι­ρ­ά­ζ­ων α­ὐ­τ­ὸν, καὶ λ­έ­γ­ων· Δ­ι­δ­ά­σ­κ­α­λε, τί π­ο­ι­ή­σ­ας ζ­ω­ὴν α­ἰ­ώ­ν­ι­ον κ­λ­η­ρ­ο­ν­ο­μ­ή­σω; Ὁ δὲ ε­ἶ­πε π­ρ­ὸς α­ὐ­τ­όν· ἐν τῷ ν­ό­μῳ τί γ­έ­γ­ρ­α­π­τ­αι; π­ῶς ἀ­ν­α­γ­ι­ν­ώ­σ­κ­ε­ις; Ὁ δὲ ἀ­π­ο­κ­ρ­ι­θεὶς ε­ἶ­π­εν· Ἀ­γ­α­π­ή­σ­ε­ις Κ­ύ­ρ­ι­ον τ­ὸν Θ­ε­όν σ­ου ἐξ ὅ­λ­ης τ­ῆς κ­α­ρ­δ­ί­ας σ­ου, κ­αὶ ἐξ ὅ­λ­ης τ­ῆς ψ­υ­χ­ῆς σ­ου, κ­αὶ ἐξ ὅ­λ­ης τ­ῆς ἰ­σ­χ­ύ­ος σ­ου, κ­αὶ ἐξ ὅ­λ­ης τ­ῆς δ­ι­α­νο­ί­ας σ­ου, κ­αὶ τ­ὸν π­λ­η­σ­ί­ον σ­ου ὡς ἑ­α­υ­τ­όν. Ε­ἶ­πε δὲ α­ὐ­τῷ· Ὀ­ρ­θ­ῶς ἀ­π­ε­κ­ρ­ί­θ­ης· τ­ο­ῦ­το π­ο­ί­ει κ­αὶ ζ­ή­σῃ. Ὁ δὲ θ­έ­λ­ων δ­ι­κ­α­ι­ο­ῦν ἑ­α­υ­τ­ὸν, ε­ἶ­πε π­ρ­ὸς τ­ὸν ᾿Ι­η­σ­ο­ῦν· Κ­αί τ­ίς ἐ­σ­τί μ­ου π­λ­η­σ­ί­ον; Ὑ­π­ο­λ­α­β­ὼν δὲ ὁ ᾿Ι­η­σ­ο­ῦς ε­ἶ­π­εν· Ἄ­ν­θ­ρ­ω­π­ός τ­ις κ­α­τ­έ­β­α­ι­ν­εν ἀ­πὸ ῾Ι­ε­ρ­ο­υ­σ­α­λ­ὴμ ε­ἰς ῾Ι­ε­ρ­ι­χώ, κ­αὶ λ­η­σ­τ­α­ῖς π­ε­ρ­ι­έ­π­ε­σ­εν· οἳ καὶ ἐ­κ­δ­ύ­σ­α­ν­τ­ες α­ὐ­τ­ὸν, κ­αὶ π­λ­η­γ­ὰς ἐ­π­ι­θ­έ­ν­τ­ες ἀ­π­ῆ­λ­θ­ον, ἀ­φ­έ­ν­τ­ες ἡ­μ­ι­θ­α­νῆ τ­υ­γ­χ­ά­ν­ο­ν­τα. Κ­α­τὰ σ­υ­γ­κ­υ­ρ­ί­αν δὲ ἱ­ε­ρ­ε­ύς τ­ις κ­α­τ­έ­β­α­ι­ν­εν ἐν τῇ ὁ­δῷ ἐ­κ­ε­ί­νῃ, κ­αὶ ἰ­δ­ὼν α­ὐ­τ­ὸν ἀ­ν­τ­ι­π­α­ρ­ῆ­λ­θ­εν. Ὁ­μ­ο­ί­ως δὲ κ­αὶ Λ­ε­υ­ΐ­τ­ης, γ­ε­ν­ό­μ­ε­ν­ος κ­α­τὰ τ­ὸν τ­ό­π­ον, ἐ­λ­θ­ὼν κ­αὶ ἰ­δ­ὼν, ἀ­ν­τ­ι­π­α­ρ­ῆ­λ­θε. Σ­α­μ­α­ρ­ε­ί­τ­ης δέ τ­ις ὁ­δ­ε­ύ­ων ἦ­λ­θε κ­ατ᾿ α­ὐ­τ­όν, κ­αὶ ἰ­δ­ὼν α­ὐ­τ­ὸν ἐ­σ­π­λ­α­γ­χ­ν­ί­σ­θη, κ­αὶ π­ρ­ο­σ­ε­λ­θ­ὼν κ­α­τ­έ­δ­η­σε τὰ τ­ρ­α­ύ­μ­α­τα α­ὐ­τ­οῦ, ἐ­π­ι­χ­έ­ων ἔ­λ­α­ι­ον κ­αὶ ο­ἶ­ν­ον, ἐ­π­ι­β­ι­β­ά­σ­ας δὲ α­ὐ­τ­ὸν ἐ­πὶ τὸ ἴ­δ­ι­ον κ­τ­ῆ­ν­ος, ἤ­γ­α­γ­εν α­ὐ­τ­ὸν ε­ἰς π­α­ν­δ­ο­χ­ε­ῖ­ον, κ­αὶ ἐ­π­ε­μ­ε­λ­ή­θη α­ὐ­τ­οῦ· κ­αὶ ἐ­πὶ τ­ὴν α­ὔ­ρ­ι­ον ἐ­ξ­ελ­θ­ών, ἐ­κ­β­α­λ­ὼν δ­ύο δ­η­ν­ά­ρ­ια ἔ­δ­ω­κε τῷ π­α­ν­δ­ο­χ­εῖ κ­αὶ εἶ­π­εν α­ὐ­τῷ· Ἐ­π­ι­μ­ε­λή­θ­η­τι α­ὐ­τ­οῦ, κ­αὶ ὅ,τι ἂν π­ρ­ο­σ­δ­α­π­α­ν­ή­σ­ῃς, ἐ­γὼ ἐν τῷ ἐ­π­α­ν­έ­ρ­χ­ε­σ­θ­αί με ἀ­πο­δ­ώ­σω σ­οι. Τ­ίς ο­ὖν τ­ο­ύ­τ­ων τ­ῶν τ­ρ­ι­ῶν π­λ­η­σ­ί­ον δ­ο­κ­εῖ σ­οι γ­ε­γ­ο­ν­έ­ν­αι τ­οῦ ἐ­μ­π­ε­σ­ό­ν­τ­ος ε­ἰς τ­ο­ὺς λ­ῃ­σ­τ­άς;  Ὁ δὲ ε­ἶ­π­εν· Ὁ π­ο­ι­ή­σ­ας τὸ ἔ­λ­ε­ος μ­ετ᾿ α­ὐ­τ­οῦ. Ε­ἶ­π­εν ο­ὖν α­ὐ­τῷ ὁ ᾿Ι­η­σ­ο­ῦς· Π­ο­ρ­ε­ύ­ου κ­αὶ σὺ π­ο­ί­ει ὁ­μ­ο­ί­ως.

                                                  

  (Λ­ο­υκ. ι΄[10] 25 – 37)

Ο ΚΑΛΟΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΗΣ

1. ΟΙ «ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ»

-Διδάσκαλε, τί πρέπει νὰ κάνω για νὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνια ζωή; ρώτησε κάποτε ἕνας νομοδιδάσκαλος τὸν Κύριο θέλοντας νὰ Τὸν παγιδεύσει. Κι Ἐκεῖνος τὸν παρέπεμψε στὶς ἐντολὲς τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου. Τότε ὁ νομοδιδάσκαλος ἀνέφερε τὶς δύο βασικότερες ἐντολὲς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον. Θέλοντας ὅμως νὰ δικαιολογηθεῖ, ἐπειδὴ ἔθεσε ἕνα ἐρώτημα στὸ ὁποῖο τοῦ ἦταν γνωστὴ ἡ ἀπάντηση, ἔθεσε κι ἕνα δεύτερο: Ποιὸν πρέπει νὰ θεωρῶ πλησίον μου; Αὐτὸ τὸ ἐρώτημα στάθηκε ἡ ἀφορμὴ νὰ διηγηθεῖ ὁ Κύριος μία ὑπέροχη παραβολή, τὴν παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου.

Κάποιος ἄνθρωπος, εἶπε, κατέβαινε ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα στὴν Ἱεριχὼ καὶ ἔπεσε σὲ ἐνέδρα ληστῶν, οἱ ὁποῖοι τὸν λήστεψαν, τὸν ἔγδυσαν, τὸν καταπλήγωσαν καὶ τὸν ἐγκατέλειψαν μισοπεθαμένο. Κάποια στιγμὴ ἕνας ἱερεὺς ποὺ κατέβαινε στὸ δρόμο ἐκεῖνο, ἐνῶ τὸν εἶδε ἀπὸ μακριά, πέρασε ἀπὸ τὸ ἀπέναντι μέρος χωρὶς νὰ τοῦ δώσει καμία βοήθεια. Παρόμοια καὶ κάποιος Λευΐτης, ὑπηρέτης τοῦ ναοῦ, ἔφθασε στὸ μέρος ἐκεῖνο. Αὐτὸς φάνηκε ἀκόμη πιὸ ἄσπλαχνος. Ἦλθε πολὺ κοντά, εἶδε τὴν ἄθλια κατάσταση τοῦ πληγωμένου ἀνθρώπου κι ἔφυγε. Ὁ ἱερεὺς ἔφυγε ἀπὸ ἐνστικτώδη φιλαυτία, ἐνῶ ὁ Λευΐτης ἔπειτα ἀπὸ ὑπολογισμό.

Καὶ τὰ δύο ὅμως πρόσωπα, ὁ ἱερέας καὶ ὁ Λευΐτης εἶχαν κάτι κοινό: Ἦταν δύο πρόσωπα ποὺ εἶχαν ἀξίωμα καὶ ἔργο ἱερό. Αὐτοὶ ἐξαιτίας τῆς ἰδιότητός τους θὰ ἔπρεπε περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς ἐκείνης νὰ εἶναι συμπονετικοὶ καὶ σπλαχνικοί, νὰ δείξουν ἀγάπη στὸν ἑτοιμοθάνατο διαβάτη. Αὐτοὶ λόγω τῆς θέσεώς τους δίδασκαν καὶ τοὺς ἄλλους τὸ καθῆκον τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον. Κι ὅμως ἀθέτησαν τὸ καθῆκον τους αὐτό. Εἶναι θλιβερό, ἐκεῖνοι ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ δίνουν τὸ παράδειγμα τῆς ἀγάπης, νὰ γίνονται παραδείγματα σκληρότητος. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ νὰ δυσφημοῦν τόσο πολὺ τὸν Θεό.

Κάτι τέτοιο δυστυχῶς ἐπαναλαμβάνεται πολλὲς φορὲς μέσα στὴν ἱστορία σὲ «ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ». Καὶ εἶναι φοβερὸ νὰ συμβαίνει κάποτε καὶ σέ μᾶς. Σὲ μᾶς ποὺ θέλουμε νὰ εἴμαστε ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας, νὰ ἀποδεικνυόμαστε στὴν πράξη ἄσπλαχνοι, σκληροί, ἀδιάφοροι στὸν ἀνθρώπινο πόνο. Εἶναι τραγικὸ νὰ ἰσχύει κάτι τέτοιο καὶ γιὰ μᾶς. Ἐὰν δὲν δείξουμε ἐμεῖς οἱ πιστοὶ χριστιανοὶ ἀγάπη, ποιὸς ἄλλος θὰ δείξει; Ὁ Κύριός μας τὰ ξεκαθάρισε ὅτι χωρὶς τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν συνάνθρωπό μας, Βασιλεία οὐρανῶν δὲν πρόκειται νὰ κληρονομήσουμε. Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον εἶναι ἡ σφραγίδα τῆς γνησιότητάς μας, ἡ βασικὴ προϋπόθεση τῆς σωτηρίας μας.

2. Ο ΧΡΙΣΤΟΣ, ΚΑΛΟΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΗΣ

Ἡ συνέχεια τῆς παραβολῆς εἶναι γνωστή. Κάποια στιγμὴ ἕνας Σαμαρείτης ποὺ διάβαινε ἀπὸ τὸ δρόμο ἐκεῖνο εἶδε τὸν καταπληγωμένο ἄνθρωπο, πλησίασε κοντά του καὶ τὸν σπλαχνίστηκε. Δὲν φοβήθηκε μὴν πάθει τὰ ἴδια, ἔμεινε κοντά του, ἔπλυνε τὰ τραύματά του, τὰ ἄλειψε μὲ λάδι καὶ κρασί, τὰ ἔδεσε μὲ ἐπιδέσμους. Καὶ ἀφοῦ μὲ πολὺ κόπο ἀνέβασε τὸν ἄνθρωπο αὐτὸν στὸ ζῶο του, τὸν μετέφερε σὲ κάποιο πανδοχεῖο καὶ τὸν περιποιήθηκε ὅλη τὴ νύχτα. Καὶ τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ ἔδωσε δύο δηνάρια στὸν ξενοδόχο καὶ τοῦ εἶπε: Περιποιήσου τον για νὰ γίνει καλά. Καὶ ὅ,τι ἄλλο ξοδέψεις, καθὼς θὰ ἐπιστρέφω στὴν πατρίδα μου καὶ θὰ περάσω πάλι ἀπὸ ἐδῶ, θὰ σοῦ τὸ ἐξοφλήσω.

Λοιπόν, ρώτησε ὁ Κύριος τὸν νομοδιδάσκαλο, ποιὸς ἀπὸ τοὺς τρεῖς αὐτούς ἐπιτέλεσε τὸ καθῆκον του πρὸς τὸν πλησίον; Κι ἐκεῖνος ἀπάντησε: Αὐτὸς ποὺ τὸν συμπόνεσε καὶ τὸν ἐλέησε. Ὁ Κύριος τότε τοῦ εἶπε: Πήγαινε καὶ κάνε κι ἐσὺ τὸ ἴδιο.

Αὐτὴ τὴν προσταγὴ δίνει καὶ σὲ μᾶς ὁ Κύριος. Μᾶς ζητᾶ δηλαδὴ νὰ δείχνουμε ἀγάπη σὲ κάθε ἄνθρωπο ποὺ πάσχει, χωρὶς νὰ ἐξετάζουμε ἂν αὐτὸς εἶναι δικός μας, ξένος ἢ ἐχθρός μας, καὶ χωρὶς νὰ ὑπολογίζουμε θυσίες καὶ κόπους καὶ δαπάνες. Αὐτὸ μᾶς τὸ δίδαξε ὁ Κύριος ὄχι μόνο μέσα ἀπὸ τὴν παραβολὴ αὐτὴ ἀλλὰ πολὺ περισσότερο μέσα ἀπὸ τὴ ζωή του. Διότι ὁ Ἴδιος ἔγινε ὁ καλὸς Σαμαρείτης γιὰ μᾶς. Ἀγάπησε τοὺς ἀνθρώπους μέχρι θανάτου. Ἡ ἀγάπη του κορυφώθηκε καὶ ἔλαμψε σὲ ὅλο της τὸ μεγαλεῖο ἐπάνω στὸ Σταυρό. Καὶ μᾶς ζητᾶ νὰ μάθουμε κι ἐμεῖς νὰ ἀγαπᾶμε, νὰ γινόμαστε καλοὶ Σαμαρεῖτες στοὺς γύρω μας.

Δυστυχῶς ὅμως στὴν ἐποχή μας, ἐνὼ ὅλοι μιλοῦμε γιὰ ἀγάπη, πραγματικὴ ἀγάπη δὲν ἔχουμε. Κι αὐτὸ φαίνεται περισσότερο στὶς σχέσεις μας μὲ τὰ δικά μας πρόσωπα. Πῶς τοὺς μιλᾶμε, πῶς τοὺς φερόμαστε; Ἀλλὰ ἂν δυσκολευόμαστε νὰ ἀγαπήσουμε τοὺς δικούς μας, πόσο μᾶλλον τοὺς ξένους; Γι᾿ αὐτὸ ὑποφέρουμε. Διότι ἀγάπη σημαίνει θυσία, σημαίνει νὰ δίνουμε κι ὄχι νὰ ἀπαιτοῦμε νὰ γίνουν οἱ ἄλλοι καλοὶ γιὰ νὰ τοὺς ἀγαπήσουμε. Ἀγάπη σημαίνει νὰ γίνει πλατιὰ ἡ καρδιά μας ὅπως τῶν ἁγίων γιὰ νὰ χωράει ὅλους. Ἀκόμη κι αὐτοὺς ποὺ μᾶς δυσκολεύουν. Νὰ τοὺς προσφέρουμε τὴν ἀγάπη μας μὲ ἁπαλὸ τρόπο, χωρὶς νὰ ἔχουν τὴν αἴσθηση ὅτι κάνουμε προσπάθεια γιὰ νὰ τοὺς ἀγαπήσουμε. Νὰ ἀκοῦμε μὲ πόνο τὸν πόνο τους, νὰ τοὺς ἀνακουφίζουμε στὸ πρόβλημά τους. Κατανοώντας τὸν χαρακτήρα τους, νὰ διαισθανόμαστε τὴν κούρασή τους, τὶς δυσκολίες τους, τὶς ἐπιθυμίες τους. Καὶ νὰ τοὺς προσφέρουμε τὴν ἀγάπη μας ἄλλοτε μ᾿ ἕνα στοργικὸ λόγο κι ἄλλοτε μὲ τὴ σιωπή μας· ἄλλοτε μὲ τὴ διακονία μας κι ἄλλοτε μὲ θυσίες ποὺ κοστίζουν ἴσως πολύ. Ἔτσι θὰ γίνουμε καλοὶ Σαμαρεῖτες. Ἔτσι θὰ δοῦμε πρόσωπο Θεοῦ.

(Δ­ι­α­σ­κ­ε­υὴ ἀ­πὸ π­α­λ­α­ιὸ τ­ό­μο τ­οῦ Π­ε­ρ­ι­ο­δ­ι­κ­οῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου