Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ. ΤΑ ΑΝΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ  


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ

(26 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2023)


ΕΩΘΙΝΟΝ Δ΄

Τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων, ὄρθρου βαθέος ἦλθον ἐπὶ τὸ μνῆμα, φέρουσαι ἃ ἡτοίμασαν ἀρώματα, καί τινες σὺν αὐταῖς. Εὗρον δὲ τὸν λίθον ἀποκεκυλισμένον ἀπὸ τοῦ μνημείου, καὶ εἰσελθοῦσαι οὐχ εὗρον τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ διαπορεῖσθαι αὐτὰς περὶ τούτου, καὶ Ἰδού, δύο ἄνδρες ἐπέστησαν αὐταῖς ἐν ἐσθήσεσιν ἀστραπτούσαις. ἐμφόβων δὲ γενομένων αὐτῶν καὶ κλινουσῶν τὰ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν, εἶπον πρὸς αὐτάς, Τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν; οὐκ ἔστιν ᾧδε, ἀλλ' ἠγέρθη. μνήσθητε ὡς ἐλάλησεν ὑμῖν, ἔτι ὢν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ, λέγων, ὅτι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδοθῆναι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν, καὶ σταυρωθῆναι, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστῆναι. καὶ ἐμνήσθησαν τῶν ῥημάτων αὐτοῦ, καὶ ὑποστρέψασαι ἀπὸ τοῦ μνημείου, ἀπήγγειλαν ταῦτα πάντα τοῖς ἕνδεκα καὶ πᾶσι τοῖς λοιποῖς. ἦσαν δὲ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ Ἰωάννα καὶ Μαρία Ἰακώβου, καὶ αἱ λοιπαὶ σὺν αὐταῖς, αἳ ἔλεγον πρὸς τοὺς ἀποστόλους ταῦτα. καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος τὰ ῥήματα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς. ὁ δὲ Πέτρος ἀναστὰς ἒδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα, καὶ ἀπῆλθε, πρὸς ἑαυτόν θαυμάζων τὸ γεγονός.

(Λουκ. κδ΄[24] 1 – 12)

 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

1 Τὴν πρώτη ὅμως ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος ἀπὸ τὰ βαθιὰ χαράματα ἦλθαν οἱ γυναῖκες στὸ μνῆμα φέρνοντας τὰ ἀρώματα ποὺ εἶχαν ἑτοιμάσει. Μαζί τους ἦλθαν καὶ μερικὲς ἄλλες.  2 Βρῆκαν τότε τὴν πέτρα ποὺ ἔφραζε τὸ μνημεῖο νὰ εἶναι κυλισμένη μακριὰ ἀπ᾿ αὐτό.  3 Κι ὅταν μπῆκαν στὸ μνημεῖο, δὲν βρῆκαν τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.   4 Κι ἐνῶ βρίσκονταν σὲ μεγάλη ἀπορία γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτό,  ξαφνικά, δύο ἄγγελοι παρουσιάσθηκαν μπροστά τους ὡς ἄνδρες μὲ στολὲς ποὺ ἄστραφταν ἀπὸ λαμπρότητα.  5 Κι ἐνῶ αὐτὲς κατατρομαγμένες ἔγερναν τὸ πρόσωπό τους στὴ γῆ ἀπὸ εὐλάβεια κι ἐπειδὴ δὲν ἄντεχαν τὴ λάμψη τῶν ἀγγέλων, εἶπαν οἱ ἄγγελοι σ᾿ αὐτές: Γιατί ζητᾶτε ἀνάμεσα στοὺς νεκροὺς αὐτὸν ποὺ τώρα πλέον εἶναι ζωντανός;  6 Δὲν εἶναι ἐδῶ, ἀλλὰ ἀναστήθηκε. Θυμηθεῖτε πῶς σᾶς μίλησε καὶ τί σᾶς εἶχε πεῖ ὅταν ἀκόμη ἦταν στὴ Γαλιλαία,  7 λέγοντας ὅτι σύμφωνα μὲ τὸ προκαθορισμένο σχέδιο τοῦ Θεοῦ πρέπει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου νὰ παραδοθεῖ σὲ χέρια ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν καὶ νὰ σταυρωθεῖ, καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα ἀπὸ τὸ θάνατό του νὰ ἀναστηθεῖ.  8 Τότε οἱ μυροφόρες γυναῖκες θυμήθηκαν τὰ λόγια τοῦ Κυρίου.  9 Κι ἀφοῦ ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὸ μνημεῖο, τὰ ἀνήγγειλαν ὅλα αὐτὰ στοὺς ἕνδεκα μαθητὲς καὶ σ᾿ ὅλους τοὺς ἄλλους ποὺ ἦταν μαζὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους.  10 Οἱ γυναῖκες ποὺ τὰ ἔλεγαν αὐτὰ στοὺς ἀποστόλους ἦταν ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ ἡ Ἰωάννα καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καὶ οἱ ὑπόλοιπες ποὺ ἦταν μαζί τους.  11 Τὰ λόγια τους ὅμως αὐτὰ φάνηκαν στοὺς μαθητὲς σὰν φλυαρία καὶ ἐπινόηση τῆς φαντασίας τους. Καὶ δὲν τὶς πίστευαν.  12 Παρόλα αὐτά ὅμως ὁ Πέτρος σηκώθηκε κι ἔτρεξε στό μνημεῖο. Κι ἀφοῦ ἔσκυψε ἀπό τή θύρα, βλέπει μόνο τούς νεκρικούς ἐπιδέσμους νά εἶναι κάτω στό μνημεῖο, χωρίς τό σῶμα. Τότε ἐπέστρεψε στό σπίτι πού ἔμενε γεμάτος ἀπορία κι ἔκπληξη γι᾿ αὐτό πού εἶχε γίνει.

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (Τῆς Τυρινῆς)

Ἀδελφοί, νν ἐγ­γύ­τε­ρον ἡ­μῶν ἡ σω­τη­ρί­α ὅ­τε ἐ­πι­στε­ύ­σα­μεν.  νξ προ­έ­κο­ψεν, δ ἡ­μέ­ρα ἤγ­γι­κεν. ἀ­πο­θώ­με­θα ον τ ἔρ­γα το σκό­τους κα ἐν­δυ­σώ­με­θα τ ὅ­πλα το φω­τός. ὡς ν ἡ­μέ­ρᾳ εὐ­σχη­μό­νως πε­ρι­πα­τή­σω­μεν, μ κώ­μοις κα μέ­θαις, μ κο­ί­ταις κα ἀ­σελ­γε­ί­αις, μ ἔ­ρι­δι κα ζή­λῳ, ἀλ­λ' ἐν­δύ­σα­σθε τν Κριον Ἰ­η­σοῦν Χρι­στόν, κα τς σαρ­κὸς πρό­νοι­αν μ ποι­εῖ­σθε ες ἐ­πι­θυ­μί­ας. Τν δ ἀ­σθε­νοῦν­τα τ πί­στει προσ­λαμ­βά­νε­σθε, μ ες δι­α­κρί­σεις δι­α­λο­γι­σμῶν. ς μν πι­στε­ύ­ει φα­γεῖν πάν­τα, δ ἀ­σθε­νῶν λά­χα­να ἐ­σθί­ει. ἐ­σθί­ων τν μ ἐ­σθί­ον­τα  μ ἐ­ξου­θε­νεί­τω, κα μ ἐ­σθί­ων τν ἐ­σθί­ον­τα μ κρι­νέ­τω· Θε­ὸς γρ αὐ­τὸν προ­σε­λά­βε­το. σ τς ε κρί­νων ἀλ­λό­τριον οἰ­κέ­την; τ ἰ­δί­ῳ Κυ­ρί­ῳ στή­κει πί­πτει· στα­θή­σε­ται δ· δυ­να­τὸς γρ ἐ­στιν ὁ Θε­ὸς στῆ­σαι αὐ­τόν.

                              (Ρωμ. ιγ΄[13] 11 – ιδ΄[14] 4)

 

Η ΝΥΧΤΑ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΗΜΕΡΑ

ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟ: «Ἡ νύξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικε»

Καθὼς ἡ νύχτα προχωρεῖ πρὸς τὸ τέλος της καὶ ἡ πλάση εἶναι βυθισμένη στὸ σκοτάδι τὸ πιὸ βαθὺ τῆς νύχτας, ἡ ἀνθρωπότητα με προσμονή καρτερεῖ τὴν ἀνατολὴ μιᾶς νέας ἡμέρας φωτεινῆς καὶ χαρούμενης. Αὐτὴν τὴν παραστατικὴ εἰκόνα χρησιμοποιεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸ σημερινὸ Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, γιὰ νὰ μᾶς παρακινήσει σὲ μετάνοια. 

Ἂς ἐμβαθύνουμε λοιπὸν κι ἐμεῖς τώρα στὶς δύο αὐτὲς ἔννοιες κι ἂς δοῦμε: τί ἐννοεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος μὲ τοὺς ὅρους «νύχτα» καὶ «ἡμέρα» καὶ ποιὰ σημασία ἔχουν γιὰ τὴ ζωή μας. 

1. Η ΝΥΧΤΑ ΕΧΕΙ ΠΡΟΧΩΡΗΣΕΙ

Ἡ νύχτα ἔχει προχωρήσει, μᾶς λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, καὶ πλησιάζει να φανεῖ ἡ ἡμέρα. Τί ἐννοεῖ ὅμως μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ θεῖος Ἀπόστολος; Οἱ ἱεροὶ ἑρμηνευτὲς μᾶς ἐξηγοῦν τὸ παραβολικὸ νόημα τῆς εἰκόνας αὐτῆς. Νύχτα ἀπέραντη καὶ σκοτεινὴ εἶναι ἡ περίοδος αὐτῆς τῆς ζωῆς. Διότι εἶναι ἁπλωμένο γύρω μας τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας, τὸ ὁποῖο συγκαλύπτει τὰ ἔργα τῆς ντροπῆς. Νύχτα εἶναι αὐτὴ ἡ ζωή. Καὶ ὅπως τὸν καιρὸ τῆς νύχτας ἐργάζονται οἱ κακοποιοί καὶ οἱ κλέφτες, που κάνουν τόσα ἐγκλήματα, ἔτσι καὶ κατὰ τὸ διάστημα τῆς ἐπιγείου ζωῆς μας, οἱ ἀόρατοι ἐχθροί μας, οἱ δαίμονες, μὲ κάθε τρόπο ζητοῦν νὰ μᾶς κακοποιήσουν, νὰ ληστέψουν τὸν θησαυρὸ τῆς ψυχῆς μας καὶ νὰ μᾶς σύρουν πρὸς τὸν ἀτελεύτητο ὕπνο, τὸν πνευματικὸ αἰώνιο θάνατο. 

Νύχτα ὀνομάζεται ἀκόμη ἡ παροῦσα ζωή, διότι σ᾿ αὐτὴ τὴ γῆ ἡ ζωή μας εἶναι προσωρινὴ καὶ ἐγκλωβισμένη στους περιορισμούς τῆς ὑλικῆς πραγματικότητος, τὸν κόπο καὶ τὸν ἱδρῶτα, τὴ θλίψη καὶ τὶς δοκιμασίες, τὴν φθορὰ τοῦ χρόνου, τὶς ἀρρώστιες καὶ τὸν θάνατο. 

Ένα θάνατο πρὸς τὸν ὁποῖο καθημερινά πλησιάζουμε, ἀλλὰ δυστυχῶς δὲν τὸ καταλαβαίνουμε. Καὶ ἀπορροφημένοι ἀπό τίς βιοτικές μέριμνες, πορευόμαστε σὰν νὰ πρόκειται νὰ ζήσουμε ἐδῶ αἰωνίως. Γι᾿ αὐτὸ καὶ συχνὰ ἀδιαφοροῦμε γιὰ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ μᾶς συνδέουν μὲ τὴν αἰωνιότητα. Κοιμόμαστε. Κοιμόμαστε σὰν ὑπνοβάτες. Πόσες φορές συλλαμβάνουμε τὸν ἑαυτό μας νὰ κοιμᾶται, δηλαδὴ νὰ μὴν προσέχει στις μεγάλες καὶ ἱερὲς ὧρες τῆς ζωῆς μας, στὶς ὧρες τῆς προσευχῆς, τῆς μελέτης, τοῦ κηρύγματος, τῆς λατρείας! Παρόντες στὸ σῶμα ἀλλὰ ἀπόντες στὸ πνεῦμα. Ξύπνιοι σωματικῶς, κοιμισμένοι πνευματικῶς. 

Και πόσες ἄλλες φορές ξεχνιόμαστε μέσα στὰ ἀπατηλὰ ὄνειρα, τὶς φευγαλέες ἀπολαύσεις τῆς νύχτας τοῦ κόσμου αὐτοῦ! Ξεχνοῦμε ὅτι «ὁ κόσμος παράγεται καὶ ἡ ἐπιθυμία αὐτοῦ» (Α' Ιω. β'[2] 17). Οἱ ἡδονὲς καὶ οἱ ἀπολαύσεις εἶναι παροδικές, ψεύτικες, καὶ χάνονται. Καὶ αὐτὸ ποὺ ἀφήνουν πίσω τους εἶναι μιὰ μεγάλη πικρία ἀναμεμιγμένη μὲ δυσβάστακτες τύψεις καὶ ἐνοχές, ἀλλὰ καὶ τὶς προϋποθέσεις ἐκεῖνες γιὰ νὰ ἔχουμε σίγουρη γιὰ τὸν ἑαυτό μας τὴν αἰώνια κόλαση. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς λέγει: Ξυπνῆστε, ἄνθρωποι. Μὴ κοιμᾶσθε. Εἶναι ὥρα νὰ σηκωθεῖτε ἀπὸ τὸν βαρύ ὕπνο τῆς ραθυμίας, τῆς ἀδιαφορίας, τῆς ἁμαρτίας, τῆς πλάνης, τοῦ θανάτου, διότι: 

2. Η ΗΜΕΡΑ ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ

«Ἡ ἡμέρα ἤγγικεν». Ἡ ἡμέρα πλησιάζει, μᾶς λέγει. Ὅπως ἡ νύχτα προχωρεῖ καὶ παρέρχεται, καὶ ἀνατέλλει χαρούμενη καὶ ἡλιοφώτιστη ἡ νέα ἡμέρα, ἔτσι καὶ ἡ νύχτα τῆς παρούσης ζωῆς παρέρχεται γιὰ τὸν καθένα μας καθὼς εἰσερχόμαστε μὲ τὸν θάνατο στὴ ζωὴ τῆς αἰωνιότητος. «Ἡ ἡμέρα» λοιπὸν «ἤγγικεν». Εἶναι ἡ μέρα τῆς κρίσεως, κατὰ τὴν ὁποία θὰ ἔλθει ὁ Κύριος ὡς κριτὴς ὅλων μας ἀπαστράπτων μὲ ὅλη τὴ θεία του μεγαλειότητα. Καὶ ὀνομάζεται ἡμέρα γιὰ τὴν λαμπρότητά της, ἀλλὰ καὶ διότι τότε θὰ φανερωθοῦν ὅλα τὰ κρυπτὰ τοῦ σκότους. Ἡ ἡμέρα λοιπὸν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ πλησιάζει καὶ περιμένει νὰ μᾶς ἀνοίξει διάπλατα τὶς πύλες της. Περνοῦν τὰ χρόνια μας χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουμε. Πότε ἤμασταν παιδιὰ και πότε φθάσαμε στην ἡλικία ποὺ τώρα βρισκόμαστε; Ὅσο περνᾶ ἡ ἡλικία μας, τόσο πλησιάζουμε πρὸς τὴν χαραυγὴ τῆς νέας ἡμέρας. 

Μη ξεχνιόμαστε λοιπὸν σ᾿ αὐτὴν τὴ νυχτερινή ζωή τοῦ κόσμου. Ἀλλὰ νὰ στρέφουμε καθημερινὰ τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά μας στὸ ξημέρωμα τῆς αἰωνίου ἡμέρας. Αὐτὴ τὴ μέρα νὰ ἐπιθυμοῦμε περισσότερο ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο στὸν κόσμο. Νὰ τὴν σκεπτόμαστε. Αὐτὴ νὰ εἶναι ἡ γλυκειά μας προσδοκία. Πρὶν ξημερώσει, νὰ ἑτοιμαζόμαστε γιὰ τὴν καινούργια μέρα. Νὰ κρατᾶμε ἀναμμένη τὴ λαμπάδα τῆς ψυχῆς μας καὶ νὰ ἀγρυπνοῦμε, ὥστε ν᾿ ἀκούσουμε κι ἐμεῖς τὴ φωνὴ ἐκείνη: «Ἰδοὺ ὁ νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός», «εἰσέλθετε μετ᾿ αὐτοῦ εἰς τοὺς γάμους», «ἔνθα ὁ τῶν ἑορταζόντων ἦχος ὁ ἀκατάπαυστος καί ἡ ἀπέραντος ἡδονὴ τῶν καθορώντων τοῦ θείου προσώπου το κάλλος τὸ ἄρρητον».

Αδελφοί, ἁγία μας Ἐκκλησία σήμερα μᾶς ἀνοίγει τις νοητὲς πύλες τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Καὶ μᾶς δείχνει τον δρόμο πρὸς τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Μὴ χάνουμε λοιπὸν τὶς εὐκαιρίες μετανοίας, ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεὸς σ' αὐτὴ τὴ ζωή. Μὲ τὴν Ἁγία καὶ Μ. Τεσσαρακοστὴ μᾶς χαρίζεται ἐξαιρετικὴ εὐκαιρία μετανοίας, σωτηρίας μας δηλαδή. Ἂς τὴν ἁρπάξουμε. Εἶναι ἀπίθανο νὰ εἶναι ἡ τελευταία; Μὴ τὴν χάσουμε, ἀγαπητοί. 

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀπὸ παλαιὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Εἶπεν Κύριος· ­ν ­φ­τε τος ν­θρ­ποις τ πα­ρα­πτ­μα­τα α­τν, ­φ­σει κα ­μν πα­τρ ­μν ο­ρ­νι­ος· ­ν δ μ ­φ­τε τος ν­θρ­ποις τ πα­ρα­πτ­μα­τα α­τν, ο­δ πα­τρ ­μν ­φ­σει τ πα­ρα­πτ­μα­τα ­μν. ­ταν δ νη­στε­­η­τε, μ γ­νε­σθε ­σπερ ο ­πο­κρι­τα σκυ­θρω­πο, ­φα­ν­ζου­σι γρ τ πρ­σω­πα α­τν ­πως φα­ν­σι τος ν­θρ­ποις νη­στε­­ον­τες· ­μν λ­γω ­μν, ­τι ­π­χου­σιν τν μι­σθν α­τν.  σ δ νη­στε­­ων ­λει­ψα σου τν  κε­φα­λν κα τ πρ­σω­πν σου ν­ψαι,  ­πως μ φα­νς τος ν­θρ­ποις νη­στε­­ων  λ­λ  τ  πα­τρ  σου  τ  ν τ κρυ­πτ· κα πα­τρ σου βλ­πων ν τ κρυ­πτ ­πο­δώ­σει σοι ν τ φα­νε­ρ.  Μ θη­σαυ­ρ­ζε­τε ­μν θη­σαυ­ρος ­π τς γς, ­που σς κα βρ­σις ­φα­ν­ζει, κα ­που κλ­πται δι­ο­ρσ­σου­σιν κα κλ­πτου­σιν·  θη­σαυ­ρ­ζε­τε δ ­μν θη­σαυ­ρος ν ο­ρα­ν, ­που ο­τε σς ο­τε βρ­σις ἀ­φα­νί­ζει, κα ὅ­που κλέ­πται ο δι­ο­ρύσ­σου­σιν οὐ­δὲ κλέ­πτου­σιν· ὅ­που γρ ἐ­στιν ὁ θη­σαυ­ρός ὑ­μῶν, ἐ­κεῖ ἔ­σται κα καρ­δί­α ὑ­μῶν.   

                             (Ματθ. Ϛ΄ [6] 14 -21)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Εἶ­πεν ὁ Κύ­ριος· «Ὅ­ταν ζη­τᾶ­τε τὴ συγ­χώ­ρη­ση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν σας, πρέ­πει νὰ συγ­χω­ρεῖ­τε κι ἐ­σεῖς τούς ἄλ­λους. Δι­ό­τι ἐ­ὰν συγ­χω­ρή­σε­τε τὰ ἁ­μαρ­τή­μα­τα πού σᾶς ἔ­κα­ναν οἱ ἄν­θρω­ποι, καὶ ὁ Πα­τέ­ρας σας ὁ οὐ­ρά­νιος θὰ συγ­χω­ρή­σει καὶ τὰ δι­κά σας ἁ­μαρ­τή­μα­τα. Ἐ­ὰν ὅ­μως δὲν συγ­χω­ρή­σε­τε τοὺς ἀν­θρώ­πους πού ἁ­μάρ­τη­σαν ἀ­πέ­ναν­τί σας, οὔ­τε ὁ Πα­τέ­ρας σας θὰ συγ­χω­ρή­σει τὶς δι­κές σας ἁ­μαρ­τί­ες πρὸς αὐ­τόν. Κι ὅ­ταν νη­στεύ­ε­τε, μὴ γί­νε­στε σκυ­θρω­ποὶ καὶ πε­ρί­λυ­ποι σὰν τοὺς ὑ­πο­κρι­τές. Δι­ό­τι αὐ­τοὶ ἀλ­λοι­ώ­νουν τὰ πρό­σω­πά τους καὶ παίρ­νουν τὴν ὄ­ψη καὶ τὴν ἔκ­φρα­ση ἀν­θρώ­που κα­τα­βε­βλη­μέ­νου ἀ­πὸ τὶς στε­ρή­σεις, γι­ὰ νὰ φα­νοῦν στοὺς ἀν­θρώ­πους ὅ­τι νη­στεύ­ουν. Ἀ­λη­θι­νά σᾶς λέ­ω ὅ­τι πῆ­ραν ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὰ τὴν ἀ­μοι­βή τους ἀ­πό τούς ἐ­παί­νους τῶν ἀν­θρώ­πων. Ἐ­σὺ ὅ­μως ὅ­ταν νη­στεύ­εις, ἄ­λει­ψε τὸ κε­φά­λι σου καὶ νί­ψε τὸ πρό­σω­πό σου, ὥ­στε νὰ φαί­νε­σαι χα­ρού­με­νος, καὶ νὰ μὴ φα­νεῖς στοὺς ἀν­θρώ­πους ὅ­τι νη­στεύ­εις. Ἀλ­λά ἡ νη­στεί­α σου νὰ φα­νεῖ μό­νο στὸν Πα­τέ­ρα σου, πού εἶ­ναι βέ­βαι­α ἀ­ό­ρα­τος, ἀλ­λά βρί­σκε­ται πα­ρὼν καὶ στὰ πι­ὸ ἀ­πό­κρυ­φα μέ­ρη. Κι ὁ Πα­τέ­ρας σου πού βλέ­πει στὰ κρυ­φά, θὰ σοῦ ἀ­πο­δώ­σει τὴν ἀ­μοι­βή σου στὰ φα­νε­ρά. Μὴ μα­ζεύ­ε­τε γι­ὰ τὸν ἑ­αυ­τὸ σας θη­σαυ­ροὺς πά­νω στὴ γῆ, ὅ­που ὁ σκό­ρος καὶ ἡ φθο­ρὰ τῆς σα­πί­λας ἢ τῆς σκου­ριᾶς ἀ­φα­νί­ζουν τὰ ἀ­πο­θη­κευ­μέ­να εἴ­δη τοῦ πλού­του κι ὅ­που οἱ κλέ­φτες τρυ­ποῦν τοὺς τοί­χους τῶν θη­σαυ­ρο­φυ­λα­κί­ων καὶ τὰ κλέ­βουν. Μα­ζεύ­ε­τε γι­ὰ τὸν ἑ­αυ­τὸ σας θη­σαυ­ροὺς στὸν οὐ­ρα­νό, ὅ­που οὔ­τε ὁ σκό­ρος οὔ­τε ἡ σα­πί­λα καί ἡ σκου­ριὰ ἀ­φα­νί­ζουν τοὺς ἀ­πο­θη­κευ­μέ­νους θη­σαυ­ρούς σας κι ὅ­που οἱ κλέ­φτες δὲν τρυ­ποῦν τοὺς τοί­χους τῶν θη­σαυ­ρο­φυ­λα­κί­ων σας οὔ­τε κλέ­βουν. Πρέ­πει λοι­πὸν νὰ θη­σαυ­ρί­ζε­τε θη­σαυ­ροὺς στὸν οὐ­ρα­νό, γι­ὰ νὰ εἶ­ναι καὶ ἡ καρ­διὰ σας προ­σκολ­λη­μέ­νη στὸ Θε­ὸ καὶ στὰ οὐ­ρά­νια. Δι­ό­τι ἐ­κεῖ ὅ­που εἶ­ναι ὁ θη­σαυ­ρός σας, ἐ­κεῖ θά εἶ­ναι καί ἡ καρ­διά σας.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου