Παρασκευή 10 Μαρτίου 2023

Β΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

Β΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

(12 ΜΑΡΤΙΟΥ 2023)

(ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ)



ΕΩΘΙΝΟΝ Ϛ΄

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἀναστὰς ὁ Ἰησοῦς ἐκ νεκρῶν ἔστη ἐν μέσῳ τῶν Μαθητῶν, καὶ λέγει αὐτοῖς΄ Εἰρήνη ὑμῖν. Πτοηθέντες δὲ καὶ ἔμφοβοι γενόμενοι, ἐδόκουν πνεῦμα θεωρεῖν. Καὶ εἶπεν αὐτοῖς΄ Τὶ τεταραγμένοι ἐστέ, καὶ διατὶ διαλογισμοὶ ἀναβαίνουσιν ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; ἴδετε τὰς χεῖράς μου καὶ τοὺς πόδας μου, ὅτι αὐτὸς ἐγὼ εἰμι, ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε΄ ὅτι πνεῦμα σάρκα καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει, καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα. Καὶ τοῦτο εἰπών, ἐπέδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας. Ἒτι δὲ ἀπιστούντων αὐτῶν ἀπὸ τῆς χαρᾶς, καὶ θαυμαζόντων, εἶπεν αὐτοῖς΄ Ἔχετέ τι βρώσιμον ἐνθάδε; Οἱ δὲ ἐπέδωκαν αὐτῷ ἰχθύος ὀπτοῦ μέρος, καὶ ἀπὸ μελισσίου κηρίου. Καὶ λαβὼν, ἐνώπιον αὐτῶν ἔφαγεν. Εἶπε δὲ αὐτοῖς· Οὗτοι οἱ λόγοι, οὓς ἐλάλησα πρὸς ὑμᾶς ἔτι ὢν σὺν ὑμῖν, ὅτι δεῖ πληρωθῆναι πάντα τὰ γεγραμμένα ἐν τῷ νόμῳ Μωσέως καὶ Προφήταις καὶ Ψαλμοῖς περὶ ἐμοῦ. Τότε διήνοιξεν αὐτῶν τὸν νοῦν, τοῦ συνιέναι τὰς Γραφάς΄ καὶ εἶπεν αὐτοῖς΄ Ὃτι οὕτω γέγραπται, καὶ οὕτως εἴδει παθεῖν τὸν Χριστόν, καὶ ἀναστῆναι ἐκ νεκρῶν τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, καὶ κηρυχθῆναι ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ μετάνοιαν καὶ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν εἰς πάντα τὰ ἔθνη, ἀρξάμενον ἀπὸ Ἱερουσαλήμ. Ὑμεῖς δὲ ἐστε μάρτυρες τούτων. Καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρός μου ἐφ' ὑμᾶς΄ ὑμεῖς δὲ καθίσατε ἐν τῇ πόλει Ἱερουσαλήμ, ἕως οὗ ἐνδύσησθε δύναμιν ἐξ ὕψους. Ἐξήγαγε δὲ αὐτοὺς ἔξω εἰς Βηθανίαν, καὶ ἐπάρας τὰς χεῖρας αὐτοῦ, εὐλόγησεν αὐτούς. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτόν αὐτούς, διέστη ἀπ' αὐτῶν, καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν. Καὶ αὐτοὶ, προσκυνήσαντες αὐτόν, ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλὴμ μετὰ χαρᾶς μεγάλης. Καὶ ἦσαν διαπαντός ἐν τῷ Ἱερῷ, αἰνοῦντες καὶ εὐλογοῦντες τὸν Θεόν. Ἀμήν.

(Λουκ. κδ΄[24] 36 – 53]

 ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

36 Κι ἐνῶ μιλοῦσαν γι᾿ αὐτά, ξαφνικά ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς στάθηκε ἀνάμεσά τους καί τούς λέει: Νά εἶναι μαζί σας εἰρήνη. Εἰρήνη  μέ τόν Θεό καί μεταξύ σας. Εἰρήνη καί στίς ψυχές σας.  37 Ἡ αἰφνιδιαστική ὅμως ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου τούς κατατρόμαξε. Κι ἐπειδή κυριεύθηκαν ἀπό φόβο, νόμιζαν ὅτι ἔβλεπαν φάντασμα, δηλαδή ψυχή πεθαμένου πού ἦλθε ἀπό τόν Ἅδη χωρίς νά ἔχει σῶμα.  38 Ὁ Κύριος ὅμως τούς εἶπε: Γιατί εἶστε ταραγμένοι; Καί γιατί γεννιοῦνται στίς σκέψεις σας λογισμοί ἀμφιβολίας γιά τό ἄν πράγματι εἶμαι ὁ ἀναστημένος Διδάσκαλός σας;  39 Δεῖτε τά χέρια μου καί τά πόδια μου ὅτι ἔχουν τά σημάδια τῶν καρφιῶν, καί βεβαιωθεῖτε ὅτι εἶμαι ἐγώ ὁ ἴδιος ὁ Διδάσκαλός σας πού σταυρώθηκε. Ψηλαφῆστε με μέ τά χέρια σας καί βεβαιωθεῖτε ὅτι δέν εἶμαι ἄσαρκο πνεῦμα. Διότι ἡ ψυχή καί τό φάντασμα ἑνός νεκροῦ δέν ἔχει σῶμα καί ὀστά, ὅπως βλέπετε καί πείθεσθε ὅτι ἔχω ἐγώ.  40 Κι ἀφοῦ εἶπε αὐτό, τούς ἔδειξε τά χέρια του καί τά πόδια του.  41 Ἐπειδή ὅμως αὐτοί ἀπό τή χαρά τους δέν πίστευαν στά μάτια τους καί νόμιζαν ἀκόμη ὅτι ἔβλεπαν ὄνειρο, καί θαύμαζαν γιά τά πρωτοφανή αὐτά καί ἀνέλπιστα γεγονότα, τούς εἶπε ὁ Κύριος: Ἔχετε ἐδῶ τίποτε φαγώσιμο γιά νά φάω κι ἔτσι νά πεισθεῖτε ἀκόμη περισσότερο ὅτι δέν εἶμαι φάντασμα;  42 Κι αὐτοί τοῦ ἔδωσαν ἕνα κομμάτι ψάρι ψημένο καί λίγη κηρήθρα.  43 Τότε τά πῆρε κι ἔφαγε μπροστά τους. Καί τό ἔκανε αὐτό ὄχι γιατί τό σῶμα του εἶχε ἀνάγκη τροφῆς, ἀλλά γιά νά τούς βεβαιώσει ὅτι πραγματικά ἀναστήθηκε.  44 Τούς εἶπε ἐπίσης: Αὐτά τά γεγονότα πού βλέπετε καί σᾶς προκαλοῦν θαυμασμό εἶναι ἡ πραγματοποίηση τῶν λόγων πού σᾶς εἶχα πεῖ προφητικῶς, ὅταν ἤμουν ἀκόμη μαζί σας πρίν σταυρωθῶ. Σᾶς ἔλεγα δηλαδή ὅτι σύμφωνα μέ τό προκαθορισμένο σχέδιο τοῦ Θεοῦ πρέπει νά ἐκπληρωθοῦν καί νά πραγματοποιηθοῦν ὅλα ὅσα ἔχουν γραφεῖ γιά μένα στό νόμο τοῦ Μωυσῆ καί στούς προφῆτες καί στούς ψαλμούς.  45 Τότε τούς μετέδωσε θεῖο φωτισμό καί τούς ἄνοιξε τόν νοῦ γιά νά κατανοοῦν τίς Γραφές.  46 Κι ἀφοῦ τούς ἀνέπτυξε τίς κυριότερες προφητεῖες, τούς εἶπε ὅτι ἔτσι ἔχει γραφεῖ προφητικά στίς Γραφές, κι ἔτσι ἔπρεπε σύμφωνα μέ τίς προφητεῖες αὐτές νά πάθει ὁ Χριστός καί τήν τρίτη ἡμέρα ἀπό τό θάνατό του ν’ ἀναστηθεῖ ἀπό τούς νεκρούς,  47 καθώς καί ὅτι πρέπει νά κηρυχθεῖ σ᾿ ὅλα τά ἔθνη μετάνοια καί ἄφεση ἁμαρτιῶν στό ὄνομά μου (σύμφωνα δηλαδή μέ ὅσα διδαχθήκατε καί μάθατε γιά τό ὄνομά μου, ὅτι εἶμαι ὁ μόνος   Σωτήρας καί Λυτρωτής τῶν ἀνθρώπων). Καί τό κήρυγμα αὐτό πρέπει ν᾿ ἀρχίσει ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ.   48 Ἐσεῖς εἶστε μάρτυρες ὅλων αὐτῶν, δηλαδή τοῦ κηρύγματός μου, τῆς ζωῆς μου, τοῦ Πάθους μου καί τῆς Ἀναστάσεώς μου. Καί μέ τή μαρτυρία πού θά δώσετε γιά μένα θά συντελεσθεῖ τό μεγάλο αὐτό ἔργο τοῦ κηρύγματος τῆς μετανοίας καί τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν σ᾿ ὅλα τά ἔθνη.  49 Κι ἐγώ σᾶς ὑπόσχομαι νά σᾶς βοηθήσω ἀποτελεσματικά στό ἔργο αὐτό. Ἰδού ἐγώ, πού ἀπό τώρα εἶμαι καί ὡς ἄνθρωπος ὁ βασιλεύς τοῦ κόσμου καί ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, θά σᾶς στείλω σέ λίγο ἀπό τόν οὐρανό ἐπάνω σας αὐτό πού σᾶς ὑποσχέθηκε ὁ Πατέρας μου, δηλαδή τό Πνεῦμα τό Ἅγιον. Αὐτό τό Πνεῦμα προανήγγειλαν οἱ προφῆτες ὅτι θά δοθεῖ σέ κάθε ἄνθρωπο. Ἐσεῖς λοιπόν καθίστε στήν πόλη Ἱερουσαλήμ καί μήν ἀπομακρυνθεῖτε ἀπ᾿  αὐτήν, μέχρι νά φορέσετε ὡς πνευματικό ἔνδυμα τή δύναμη καί τήν ἐνίσχυση πού θά σᾶς ἔλθει ἀπό τόν οὐρανό μέ τήν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.  50 Ὅταν ὁ Κύριος τελείωσε τίς διδασκαλίες αὐτές, τούς ὁδήγησε ἔξω ἀπό τά Ἱεροσόλυμα, μέχρι πού πλησίασαν στή Βηθανία. Κι ἐκεῖ ὕψωσε τά χέρια του καί τούς εὐλόγησε. 51 Καί καθώς τούς εὐλογοῦσε, ἄρχισε νά ἀπομακρύνεται ἀπ᾿ αὐτούς καί ν᾿ ἀνεβαίνει ἐπάνω, πρός τόν οὐρανό.  52 Κι αὐτοί, ἀφοῦ τόν προσκύνησαν, ἐπέστρεψαν στήν Ἱερουσαλήμ μέ μεγάλη χαρά γιά τήν ἔνδοξη ἀνάληψη τοῦ Διδασκάλου τους καί γιά τήν ἐπαγγελία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιά τήν ὁποία τούς βεβαίωσε.  53 Καί ἦταν πάντοτε στό ἱερό τίς ὧρες τῆς προσευχῆς καί τῆς λατρείας, ὑμνώντας καί δοξολογώντας τόν Θεό. Ἀμήν.


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Κα­τ' ἀρ­χάς σύ, Κριε, τν γν ἐ­θε­με­λί­ω­σας, κα ἔρ­γα τν χει­ρῶν σο εἰ­σιν ο οὐ­ρα­νοί· αὐ­τοὶ ἀ­πο­λοῦν­ται, σ δ δι­α­μέ­νεις· κα πάν­τες ς ἱ­μά­τιον πα­λαι­ω­θή­σον­ται, κα ὡ­σεὶ πε­ρι­βό­λαι­ον ἑ­λί­ξεις αὐ­το­ύς, κα ἀλ­λα­γή­σον­ται· σ δ αὐ­τὸς ε, κα τ ἔ­τη σου οκ ἐ­κλε­ί­ψου­σι. πρς τί­να δ τν ἀγ­γέ­λων εἴ­ρη­κέ πο­τε· κά­θου κ δε­ξι­ῶν μου ἕ­ως ἂν θ τος ἐχ­θρο­ύς σου ὑ­πο­πό­διον τν πο­δῶν σου; Οὐ­χὶ πάν­τες εἰ­σὶ λει­τουρ­γι­κὰ πνε­ύ­μα­τα ες δι­α­κο­νί­αν ἀ­πο­στελ­λό­με­να δι τος μέλ­λον­τας κλη­ρο­νο­μεῖν σω­τη­ρί­αν; Δι τοῦ­το δε πε­ρισ­σο­τέ­ρως ἡ­μᾶς προ­σέ­χειν τος ἀ­κου­σθεῖ­σι, μή­πο­τε πα­ραρ­ρυ­ῶ­μεν. Εγρ δι' ἀγ­γέ­λων λα­λη­θεὶς λό­γος ἐ­γέ­νε­το βέ­βαι­ος, κα πᾶ­σα πα­ρά­βα­σις κα πα­ρα­κο­ὴ ἔ­λα­βεν ἔν­δι­κον μι­σθα­πο­δο­σί­αν, πς ἡ­μεῖς ἐκ­φευ­ξό­με­θα τη­λι­κα­ύ­της ἀ­με­λή­σαν­τες σω­τη­ρί­ας; ἥ­τις ἀρ­χὴν λα­βοῦ­σα λα­λεῖ­σθαι δι το Κυ­ρί­ου, ὑ­πὸ τν ἀ­κου­σάν­των ες ἡ­μᾶς ἐ­βε­βαι­ώ­θη.

                              (Ἑβρ. α΄[1]10 – β΄[2] 3)

 ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΑΣ

ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ: «Πῶς ἡμεῖς ἐκφευξόμεθα τηλικαύτης ἀμελήσαντες σωτηρίας;»

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στο σημερινὸ ἀνάγνωσμα δεικνύει το σπουδαιότερο μέλημα τῆς ζωῆς μας: τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ ἐρωτᾶ: Πῶς θὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὴν αἰώνια ἀπώλεια, ἂν ἀμελήσουμε μία τόσο μεγάλη καὶ σπουδαία σωτηρία; Ἂς δοῦμε λοιπὸν γιατί εἶναι τόσο μεγάλη ἡ σωτηρία μας, καὶ ὅτι πρέπει νὰ δείξουμε ἐξαιρετική επιμέλεια γιὰ τὴ σωτηρία μας αὐτή. 

1. ΤΟΣΟ ΜΕΓΑΛΗ ΣΩΤΗΡΙΑ

Γιατί ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας εἶναι τόσο μεγάλη ὑπόθεσις; Μᾶς τὸ ἐξηγεῖ ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Μᾶς λέγει ὅτι ἡ σωτηρία μας αὐτὴ δὲν μᾶς προσφέρθηκε ἀπό ἀγγέλους ὅπως ὁ Νόμος στην Παλαιά Διαθήκη, ἀλλὰ κηρύχθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο. Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ τὴν ἐργάσθηκε καὶ μᾶς τὴν ἐξασφάλισε δὲν εἶναι ἄνθρωπος ἢ ἄγγελος ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Θεός, πού γι᾿ αὐτὴν ἔγινε ἄνθρωπος. Γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου γίνεται ἄνθρωπος ὁ ἴδιος ὁ Θεός! Ὁ δεσπότης και δημιουργὸς τοῦ σύμπαντος κόσμου! Ἐκεῖνος ποὺ μᾶς ἔπλασε ἔρχεται στὴ γῆ μας καὶ ἁπλώνει τὰ πανάχραντα και πανάμωμα χέρια του στὸν σταυρὸ τοῦ Γολγοθᾶ καὶ ὡς Μέγας Ἀρχιερεὺς χύνει τὸ αἷμα του γιὰ μᾶς. Καὶ μᾶς δίνει πλέον ὅλες τὶς προϋποθέσεις καὶ τὶς δυνατότητες καὶ τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, γιὰ νὰ ἐπιτύχουμε ἐμεῖς αὐτὴν τὴ σωτηρία. Κάνει τὸ κάθε τι, γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸν οὐρανό. Επις τρατεύει ὅλη τὴν κτίση, ἀνθρώπους καὶ ἀγγέλους γιὰ μᾶς. Πανηγυρίζει καὶ συγκλονίζεται ὅλος ὁ οὐράνιος κόσμος κάθε φορά ποὺ καὶ μόνο μία ψυχή μετανοεῖ καὶ σώζεται. 

Εἶναι τόσο μεγάλη ἡ σωτηρία μας ἀκόμη, διότι, ὅπως λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὁ ἅγιος Θεὸς δὲν μᾶς διασώζει ἁπλῶς ἀπὸ τοὺς κινδύνους ἑνὸς πολέμου οὔτε μᾶς παρέχει γήϊνα ἀγαθά, ἀλλὰ μᾶς χαρίζει την κατάλυση τοῦ θανάτου, την κληρονομία τῆς οὐρανίου βασιλείας, τὴν αἰώνια ζωή και δόξα, τὴ θέωσή μας! Ἡ σωτηρία μας λοιπόν δὲν εἶναι μόνον ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ διαβόλου καὶ τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ εἶναι κάτι ἀσυγκρίτως ἀνώτερο. Σωτηρία γιὰ τὸν καθένα μας σημαίνει: νὰ φθάσω στὸ καθ᾿ ὁμοίωση, νὰ ἀπολαμβάνω τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀγάπη του, τη σοφία του, τὴ δόξα του, νὰ γίνω ἅγιος, νὰ γίνω κατὰ χάριν Θεός. Τὸ θέμα λοιπὸν τῆς σωτηρίας μας δὲν εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ καὶ συνήθη θέματα τῆς ζωῆς μας. Εἶναι θέμα ζωῆς αἰωνίου καὶ θανάτου ἀθανάτου. Διότι ἐὰν χάσουμε την σωτηρία μας, ἐχάσαμε τὰ πάντα. Μᾶς ἀπασχολεῖ λοιπὸν τὸ θέμα αὐτό; Τὸ ζοῦμε ὡς τὸ σπουδαιότερο θέμα τῆς ὑπάρξεώς μας; 

2. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΑΣ

Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς, τονίζει ὁ θεῖος Παῦλος, «δεῖ περισσοτέρως ἡμᾶς προσέχειν τοῖς ἀκουσθεῖσι», πρέπει περισσότερο να προσέχουμε ἐκεῖνα ποὺ ἀκούσαμε. Διότι ὑπάρχει μεγάλος κίνδυνος νὰ παρασυρθοῦμε. Καὶ ἐὰν συμβεῖ αὐτό, «πῶς ἡμεῖς ἐκφευξόμεθα τηλικαύτης ἀμελήσαντες σωτηρίας;», πῶς ἐμεῖς θὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὴν τιμωρία, ἐὰν ἀμελήσουμε μία τόσο μεγάλη καὶ σπουδαία σωτηρία; Εἶναι φοβερὸ πρᾶγμα λοιπὸν ἡ ἀμέλεια γιὰ τὴ σωτηρία μας. Εἶναι ὀλέθριο νὰ ἔχου με, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Ἡσαΐου (ε΄[5'] 10), βεβαρυμμένους τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ τὰ ὦτα μας, ὥστε νὰ μὴν ἀκοῦμε, νὰ μὴ βλέπουμε, νὰ μὴ καταλαβαίνουμε, νὰ ἀδιαφοροῦμε γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας. Διότι δυστυχῶς πολλὲς φορὲς μᾶς ἀπορροφοῦν οἱ εἰδήσεις τοῦ κόσμου αὐτοῦ καὶ ἀδιαφοροῦμε γιὰ τὶς εἰδήσεις τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ ὁ Κύριος ἐκφράζει μὲ πόνο τὸ μεγάλο του παράπονο γιὰ τὴν ἀδιαφορία μας καὶ τὴν σκληρὴ καρδιά μας. «Οὐ θέλετε ἐλθεῖν πρός με ἵνα ζωὴν ἔχητε» (Ἰω. ε'[5] 40). 

Ἐκεῖνος κάνει τὰ πάντα γιὰ μᾶς, καὶ μεῖς τίποτε. Ἐκεῖνος ἀγρυπνεῖ καὶ μεῖς κοιμόμαστε. Ἐκεῖνος θλίβεται καὶ μεῖς ἀδιαφοροῦμε. Ἐκεῖνος μᾶς καλεῖ γιὰ τὰ οὐράνια και μεῖς βουλιάζουμε στὰ βαλτόνερα. 

Θὰ πρέπει λοιπὸν νὰ ξυπνήσουμε ἀπὸ τὸν λήθαργο τῆς ἀμέλειας καὶ νὰ δείξουμε ἰσχυρὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ σωτηρία μας. Νὰ ἀνοίξουμε τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς μας στὸν Κύριο, γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει «εἰς νομὰς σωτηρίους». Μη σκεφθοῦμε ποτὲ πὼς ἡ ἐπιμέλεια γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας εἶναι ἔργο γιὰ τοὺς λίγους, τοὺς μοναχοὺς ἢ τοὺς ἱερεῖς. Εἶναι ἔργο κάθε ἀνθρώπου. Νὰ ἀγωνιστοῦμε λοιπὸν συστηματικά. Νὰ μισήσουμε τὴν ἁμαρτία καὶ ὅ,τι μᾶς κρατᾶ σκλάβους σ᾿ αὐτήν. Νὰ ζοῦμε δυνατὰ καὶ ἅγια ὅλες ἐκεῖνες τὶς ἱερὲς στιγμὲς ποὺ μᾶς συνδέουν μὲ τὸν οὐρανό. Νὰ ζοῦμε τὴν προσευχή, τὴ μελέτη, τὴν Ἐξομολόγηση, τὴ θεία Κοινωνία ὡς ἀνάγκη τῆς ψυχῆς μας. Μήν ἀφήνουμε τὸν χρόνο τῆς ζωῆς μας να περνᾷ ἀνώφελα και χάνουμε τὶς εὐκαιρίες ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεὸς γιὰ τὴν ψυχική μας ἀνόρθωση καὶ σωτηρία. 

Αδελφοί, δὲν εἴμαστε μόνοι μας στὸ σημαντικότερο αὐτὸ ἔργο τῆς ζωῆς μας. Ἐργάζεται μαζί μας ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Συναντιλαμβάνεται ταῖς ἀσθενείαις ἡμῶν», μᾶς βοηθεῖ καὶ μᾶς στηρίζει στις ἀδυναμίες μας (Ρωμ. η΄[8] 26. Αὐτὸ ποὺ χρειάζεται ὅμως ἀπὸ ἐμᾶς εἶναι νὰ ἔχουμε διάθεση σωτηρίας, νὰ μὴ θέτουμε ἐμπόδια στὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ὁ ἅγιος Θεὸς θὰ μᾶς δώσει τὴ Χάρη του, ὥστε νὰ γίνει ἡ σωτηρία μας ἀπὸ ἐπιθυμία πραγματικότητα. Και σωσμένοι ἀπὸ τὸν μόνο Σωτῆρα Χριστὸ νὰ τὸν εὐγνωμονοῦμε καὶ τὸν δοξάζουμε αιωνίως. 

 (Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)

 ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ   

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ εἰ­σῆλ­θεν ὁ Ἰ­η­σοῦς ες Κα­περ­να­οὺμ κα ἠ­κο­ύ­σθη ὅ­τι ες οἶ­κόν ἐ­στι. Κα εὐ­θέ­ως συ­νή­χθη­σαν πολ­λοὶ, ὥ­στε μη­κέ­τι χω­ρεῖν μη­δὲ τ πρς τν θύ­ραν· κα ἐ­λά­λει αὐ­τοῖς τν λό­γον. κα ἔρ­χον­ται πρς αὐ­τὸν πα­ρα­λυ­τι­κὸν φέ­ρον­τες, αἰ­ρό­με­νον ὑ­πὸ τεσ­σά­ρων. Κα μ δυ­νά­με­νοι προ­σεγ­γί­σαι αὐ­τῷ δι τν ὄ­χλον, ἀ­πε­στέ­γα­σαν τν στέ­γην ὅ­που ἦν, κα ἐ­ξο­ρύ­ξαν­τες χα­λῶ­σι τν κρά­βατ­τον ἐφ' ᾧ πα­ρα­λυ­τι­κὸς κα­τέ­κει­το. Ἰ­δὼν δ Ἰ­η­σοῦς τν πί­στιν αὐ­τῶν λέ­γει τ πα­ρα­λυ­τι­κῷ· Τκνον, ἀ­φέ­ων­ταί σοι α ἁ­μαρ­τί­αι σου. Ἦ­σαν δ τι­νες τν γραμ­μα­τέ­ων ἐ­κεῖ κα­θή­με­νοι κα δι­α­λο­γι­ζό­με­νοι ν τας καρ­δί­αις αὐ­τῶν· Τ οὗ­τος οὕ­τως λα­λεῖ βλα­σφη­μί­ας; τς δύ­να­ται ἀ­φι­έ­ναι ἁ­μαρ­τί­ας ε μ ες Θε­ός; Κα εὐ­θέ­ως ἐ­πι­γνοὺς ὁ Ἰ­η­σοῦς τ πνε­ύ­μα­τι αὐ­τοῦ ὅ­τι οὕ­τως αὐ­τοὶ δι­α­λο­γί­ζον­ται ν ἑ­αυ­τοῖς εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Τ ταῦ­τα δι­α­λο­γί­ζε­σθε ν τας καρ­δί­αις ὑ­μῶν; Τ ἐ­στιν εὐ­κο­πώ­τε­ρον, εἰ­πεῖν τ πα­ρα­λυ­τι­κῷ, ἀ­φέ­ων­ταί σου α ἁ­μαρ­τί­αι, εἰ­πεῖν, ἔ­γει­ρε κα ἆ­ρον τν κρά­ββατόν σου κα πε­ρι­πά­τει; Ἵ­να δ εἰ­δῆ­τε ὅ­τι ἐ­ξου­σί­αν ἔ­χει ὁ υἱ­ὸς το ἀν­θρώ­που ἀ­φι­έ­ναι ἐ­πὶ τς γς ἁ­μαρ­τί­α ς (λέ­γει τ πα­ρα­λυ­τι­κῷ). Σο λέ­γω, ἔ­γει­ρε κα ἆ­ρον τν κρά­βατ­τόν σου κα ὕ­πα­γε ες τν οἶ­κόν σου. Κα ἠ­γέρ­θη εὐ­θέ­ως, κα ἄ­ρας τν κράβατ­τον ἐ­ξῆλ­θεν ἐ­ναν­τί­ον πάν­των, ὥ­στε ἐ­ξί­στα­σθαι πάν­τας κα δο­ξά­ζειν τν Θε­ὸν λέ­γον­τας ὅ­τι οὐ­δέ­πο­τε οὕ­τως εἴ­δο­μεν.

                       (Μᾶρκ. β΄[2] 1 - 12)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἐκεῖνο τόν καιρόν μπῆ­κε πά­λι ὁ Ἰ­η­σοῦς στὴν Κα­περ­να­ούμ· κι ἔ­γι­νε γνω­στὸ ὅ­τι βρί­σκε­ται σὲ κά­ποι­ο σπί­τι. Ἀ­μέ­σως λοι­πὸν μα­ζεύ­τη­καν τό­σο πολ­λοί, ὥ­στε νὰ γε­μί­σει τὸ σπί­τι καὶ νὰ μὴν ὑ­πάρ­χει χῶ­ρος πλέ­ον οὔτε δί­πλα στὴ θύ­ρα. Καὶ τοὺς δί­δα­σκε τὸ λό­γο τοῦ Θε­οῦ. Ἔρ­χον­ται τό­τε καὶ τοῦ φέρ­νουν ἕ­ναν πα­ρά­λυ­το, ποὺ τὸν σή­κω­ναν πά­νω σ' ἕ­να κρε­βά­τι τέσ­σε­ρις. Κι ἐ­πει­δὴ δὲν μπο­ροῦ­σαν ἐ­ξαι­τί­ας τοῦ πλή­θους νὰ τὸν πλη­σιά­σουν, ξε­σκέ­πα­σαν τὴ σκε­πὴ στὸ μέ­ρος ὅ­που βρι­σκό­ταν ὁ Κύ­ριος, κι ἀ­φοῦ ἔ­κα­ναν ἕ­να ἄ­νοιγ­μα, ἔ­ρι­ξαν ἀ­πὸ κεῖ κά­τω σι­γὰ-σι­γὰ τὸ κρε­βά­τι, πά­νω στὸ ὁποῖο ἦ­ταν ξα­πλω­μέ­νος ὁ πα­ρά­λυ­τος. Ὅ­ταν ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­δε τὴν πί­στη ποὺ εἶχαν ὅ­λοι αὐ­τοί, καὶ ὁ πα­ρά­λυ­τος καὶ ἐ­κεῖ­νοι ποὺ τὸν ἔ­φε­ραν, λέ­ει στὸν πα­ρά­λυ­το, ποὺ ἀ­γω­νι­οῦ­σε μή­πως οἱ ἁ­μαρ­τί­ες του γί­νουν ἐμ­πό­διο στὴ θε­ρα­πεί­α του: «Παι­δί μου, σοῦ ἔ­χουν συγ­χω­ρη­θεῖ οἱ ἁ­μαρ­τί­ες σου, οἱ ὁποῖες εἶ­ναι καὶ ἡ αἰ­τί­α τῆς σω­μα­τι­κῆς σου πα­ρα­λυ­σί­ας.» Ἦ­ταν ὅ­μως με­ρι­κοὶ ἀ­πὸ τοὺς γραμ­μα­τεῖς ποὺ κά­θον­ταν ἐκεῖ καὶ συλ­λο­γί­ζον­ταν μέ­σα τους: «Για­τί ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τὸς μι­λά­ει ἔ­τσι καὶ ξε­στο­μί­ζει βλα­σφη­μί­ες; Ποι­ὸς ἄλ­λος μπο­ρεῖ νὰ συγ­χω­ρεῖ ἁ­μαρ­τί­ες πα­ρὰ μό­νον ἕ­νας, ὁ Θε­ός;» Ἀ­μέ­σως ὅ­μως ὁ Ἰησοῦς, μὲ ὑ­περ­φυ­σι­κὴ πλη­ρο­φο­ρί­α ποὺ ἔ­δι­νε στὸ πνεῦμα του ἡ θε­ό­τη­τά του, ἀν­τι­λή­φθη­κε ὅ­τι ἔ­τσι σκέ­φτον­ται αὐ­τοὶ μέ­σα τους, καὶ τοὺς εἶ­πε: «Για­τί δέ­χε­στε καὶ κυ­κλο­φο­ρεῖ­τε τέ­τοι­ους λο­γι­σμοὺς μέ­σα στὶς καρ­δι­ές σας; Τί εἶ­ναι εὐ­κο­λό­τε­ρο· νὰ πῶ στὸν πα­ρα­λυ­τι­κό, εἶ­ναι συγ­χω­ρη­μέ­νες οἱ ἁ­μαρ­τί­ες σου, ἤ νὰ τοῦ πῶ, σή­κω καὶ πά­ρε στὸν ὦ­μο σου τὸ κρε­βά­τι σου καὶ περπάτα; Ἐσεῖς θε­ω­ρεῖ­τε δυ­σκο­λό­τε­ρο αὐ­τὸ τὸ τε­λευ­ταῖ­ο. Γιὰ νὰ μά­θε­τε λοι­πὸν ὅ­τι ὁ υἱ­ὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Μεσ­σί­ας, ὁ μο­να­δι­κὸς ἐκ­πρό­σω­πος τῆς ἀν­θρω­πό­τητος, ὁ ὁποῖος θὰ ἔλ­θει καὶ πά­λι πά­νω στὶς νε­φέ­λες ὡς Κρι­τὴς ἔν­δο­ξος, ἔ­χει ἐ­ξου­σί­α νὰ συγ­χω­ρεῖ πά­νω στὴ γῆ ἁ­μαρ­τί­ες· λέ­ει στὸν πα­ρά­λυ­το: Σὲ σέ­να ποὺ πι­στεύ­εις μι­λῶ. Σή­κω καὶ πά­ρε στὸν ὦ­μο σου τὸ κρε­βά­τι σου καὶ πή­γαι­νε στὸ σπί­τι σου.» Κι ἐ­κεῖ­νος ση­κώ­θη­κε ἀ­μέ­σως, πῆ­ρε τὸ κρε­βά­τι του καὶ βγῆ­κε ἀ­π' τὸ σπί­τι ἐ­κεῖ­νο μπρο­στὰ σ' ὅ­λους. Κι ἔ­τσι τὸν εἶ­δαν ὅ­λοι μὲ τὰ μά­τια τους καὶ γέ­μι­σαν μὲ ἔκ­πλη­ξη. Καὶ δό­ξα­σαν τὸν Θε­ὸ λέ­γον­τας ὅ­τι πο­τὲ μέ­χρι τώ­ρα δὲν εἴ­δα­με κά­τι τέ­τοι­ο, ἕ­νας πα­ρά­λυ­τος μὲ μί­α προ­στα­γὴ νὰ ση­κώ­νε­ται ἀ­μέ­σως ὑ­γι­ὴς καὶ νὰ περ­πα­τᾶ.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου