Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

    ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ

(24 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2024)

 



ΕΩΘΙΝΟΝ ΙΑ΄

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν, καὶ λέγει τῷ Σίμωνι Πέτρῳ, Σίμων Ἰωνᾶ, ἀγαπᾶς με πλεῖον τούτων; λέγει αὐτῷ, Ναὶ Κύριε, σὺ οἶδας ὅτι φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ, Βόσκε τὰ ἀρνία μου. λέγει αὐτῷ πάλιν δεύτερον, Σίμων Ἰωνᾶ ἀγαπᾶς με; Λέγει αὐτῷ, Ναί, Κύριε, σὺ οἶδας ὅτι φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ, Ποίμαινε τὰ πρόβατά μου. λέγει αὐτῷ τὸ τρίτον, Σίμων Ἰωνᾶ, φιλεῖς με; ἐλυπήθη ὁ Πέτρος, ὅτι εἶπεν αὐτῷ τὸ τρίτον, φιλεῖς με; καὶ εἶπεν αὐτῷ, Κύριε, σὺ πάντα οἶδας, σὺ γινώσκεις ὅτι φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, Βόσκε τὰ πρόβατά μου. ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι, ὅτε ἦς νεώτερος, ἐζώννυες σεαυτόν, καὶ περιεπάτεις ὅπου ἤθελες, ὅταν δὲ γηράσῃς, ἐκτενεῖς τὰς χεῖράς σου, καὶ ἄλλος σε ζώσει, καὶ οἴσει ὅπου οὐ θέλεις. Τοῦτο δὲ εἶπε, σημαίνων ποίῳ θανάτῳ δοξάσει τὸν Θεόν. Καὶ τοῦτο εἰπών, λέγει αὐτῷ, Ἀκολούθει μοι. Ἐπιστραφεὶς δὲ ὁ Πέτρος βλέπει τὸν μαθητὴν ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς, ἀκολουθοῦντα, ὃς καὶ ἀνέπεσεν ἐν τῷ δείπνῳ ἐπὶ τὸ στῆθος αὐτοῦ καὶ εἶπε, Κύριε, τὶς ἐστιν ὁ παραδιδοὺς σε; τοῦτον ἰδὼν ὁ Πέτρος λέγει τῷ Ἰησοῦ, Κύριε, οὗτος δὲ τὶ; λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς. Ἐὰν αὐτὸν θέλω μένειν ἕως ἔρχομαι, τὶ πρὸς σὲ; σὺ  ἀκολούθει μοι. Ἐξῆλθεν οὖν ὁ λόγος οὗτος εἰς τοὺς ἀδελφούς. Ὃτι ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος οὐκ ἀποθνήσκει, καὶ οὐκ εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, ὅτι οὐκ ἀποθνήσκει· ἀλλ᾿ ἐὰν αὐτὸν θέλω μένειν ἕως ἔρχομαι, τὶ πρὸς σέ; Οὗτός ἐστιν ὁ μαθητὴς ὁ μαρτυρῶν περὶ τούτων, καὶ γράψας ταῦτα, καὶ οἴδαμεν ὅτι ἀληθὴς ἐστὶν ἡ μαρτυρία αὐτοῦ. Ἔστι δὲ καὶ ἄλλα πολλὰ ὅσα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ᾿ ἕν, οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία. Ἀμήν.

(Ἰωάν. κα΄[21] 14 – 25)


ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

 

14 Αὐτή ἦταν ἡ τρίτη μέχρι τότε φορά πού φανερώθηκε ὁ Ἰησοῦς στούς μαθητές του συγκεντρωμένους, μετά τήν Ἀνάστασή του ἀπό τούς νεκρούς.  15 Ὅταν λοιπόν πῆραν τό πρωινό τους, εἶπε ὁ Ἰησοῦς στό Σίμωνα Πέτρο: Σίμων, γιέ τοῦ Ἰωνᾶ, μέ ἀγαπᾶς περισσότερο ἀπ᾿ αὐτούς, τούς ἄλλους μαθητές, ὅπως μοῦ ἔλεγες μέ καύχηση τή νύχτα τῆς συλλήψεώς μου; Ὁ Πέτρος τώρα, διδαγμένος ἀπό τό πάθημά του, μέ λόγια ταπεινοφροσύνης τοῦ λέει: Ναί, Κύριε, ἐσύ γνωρίζεις ὅτι σέ ἀγαπῶ. Τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς: Βόσκε τά λογικά ἀρνιά τῆς πνευματικῆς μου ποίμνης καί φρόντιζε νά τρέφονται καί νά οἰκοδομοῦνται μέ τή διδασκαλία τῆς ἀλήθειας καί μέ κάθε μέσο πνευματικῆς παιδαγωγίας.  16 Τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς πάλι, γιά δεύτερη φορά: Σίμων, γιέ τοῦ Ἰωνᾶ, μέ ἀγαπᾶς; Κι ἐκεῖνος τοῦ ἀπαντᾶ: Ναί, Κύριε, ἐσύ γνωρίζεις ὅτι σέ ἀγαπῶ. Τοῦ λέει τότε ὁ Ἰησοῦς: Ποίμαινε τά λογικά πρόβατά μου, ἐπιστατώντας καί ἀγρυπνώντας γιά τήν ἀσφάλεια καί τή σωτηρία τους.  17 Τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς γιά τρίτη φορά: Σίμων, γιέ τοῦ Ἰωνᾶ, μέ ἀγαπᾶς; Κι ἐπειδή φαινόταν μέ τή νέα αὐτή ἐρώτηση ὅτι ὁ Διδάσκαλος ἀμφέβαλλε ἀκόμη γιά τήν ἀγάπη τοῦ Πέτρου, λυπήθηκε ὁ Πέτρος πού τόν ρώτησε ὁ Κύριος γιά Τρίτη φορά «μέ ἀγαπᾶς;». Κι ἐπειδή ἡ τριπλή ἄρνηση τόν εἶχε διδάξει νά μήν ἔχει πλέον ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτό του, τοῦ εἶπε: Κύριε, ἐσύ ὅλα τά γνωρίζεις, ἐσύ ξέρεις ὅτι σέ ἀγαπῶ. Τοῦ λέει τότε ὁ Ἰησοῦς: Βόσκε τά πρόβατά μου. Κι ἀφοῦ μέ τήν τριπλή αὐτή βεβαίωσή του ὁ Πέτρος ἐπανόρθωσε τό ἁμάρτημα τῆς τριπλῆς ἀρνήσεώς του καί ἀποκαταστάθηκε στό ἀποστολικό ἀξίωμα, ὁ Κύριος, πληροφορώντας τον ὅτι δέν θά τόν ἀρνοῦνταν πλέον, τοῦ προσθέτει:  18 Ἀληθινά, ἀληθινά σοῦ λέω, ὅταν ἤσουν πιό νέος, ἔδενες μόνος σου τή ζώνη στή μέση σου καί βάδιζες ὅπου ἤθελες. Ὅταν ὅμως γεράσεις, θά ἁπλώσεις τά χέρια σου καί κάποιος ἄλλος θά σέ ζώσει καί θά σέ πάει ἐκεῖ πού δέν θέλεις. Δηλαδή θά σέ ὁδηγήσει στό μαρτύριο, τό ὁποῖο, ἄν καί ἐνδόμυχα θά ἀποδέχεσαι, ἐξαιτίας ὅμως τῆς φυσικῆς ἀποστροφῆς τῶν ἀνθρώπων πρός τόν θάνατο φυσικά κι ἐσύ θά τό ἀποστρέφεσαι.  19 Ὁ Κύριος λοιπόν τό εἶπε αὐτό δηλώνοντας μέ ποιό εἶδος θανάτου θά δόξαζε ὁ Πέτρος τόν Θεό. Κι ἀφοῦ τό εἶπε αὐτό, τοῦ λέει: Ἀκολούθησέ με.  20 Κι ἐνῶ βάδιζαν, στράφηκε πίσω ὁ Πέτρος καί εἶδε τόν μαθητή πού ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς νά ἀκολουθεῖ κι αὐτός. Ὁ μαθητής αὐτός ἦταν ἐκεῖνος πού στό δεῖπνο εἶχε γείρει πάνω στό στῆθος τοῦ Ἰησοῦ καί εἶχε πεῖ: Κύριε, ποιός εἶναι αὐτός πού πρόκειται νά σέ παραδώσει;  21 Αὐτόν τόν μαθητή λοιπόν ὅταν τόν εἶδε ὁ Πέτρος, λέει στόν Ἰησοῦ: Κύριε, αὐτός τί θά γίνει καί τί πρόκειται νά τοῦ συμβεῖ στό μέλλον;  22 Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε στόν Πέτρο: Ὑπόθεσε ὅτι θέλω νά μείνει ζωντανός μέχρι νά ἔλθω κατά τή δευτέρα μου παρουσία. Τί σέ ἐνδιαφέρει αὐτό καί τί ἔχεις νά κερδίσεις ἐσύ, ἐάν μάθεις τί θά ἀπογίνει αὐτός; Σύ ἀκολούθα με καί φρόντιζε γιά τή δική σου σωτηρία.  23 Ἀπό παρανόηση λοιπόν τῶν λόγων αὐτῶν τοῦ Ἰησοῦ διαδόθηκε μεταξύ τῶν ἀδελφῶν Χριστιανῶν ἡ φήμη αὐτή, ὅτι δηλαδή ὁ μαθητής ἐκεῖνος δέν θά πεθάνει. Ὅμως ὁ Ἰησοῦς δέν εἶπε στόν Πέτρο ὅτι ὁ μαθητής αὐτός δέν θά πεθάνει, ἀλλά εἶπε ὑποθετικά: Ἐάν αὐτός θέλω νά μείνει ζωντανός μέχρι νά ξαναέλθω, ἐσένα τί σέ νοιάζει;   24 Ὁ μαθητής ἐκεῖνος εἶναι αὐτός πού ἐξακολουθεῖ καί τώρα  νά δίνει μαρτυρία γιά τά γεγονότα πού ἱστοροῦνται στό Εὐαγγέλιο αὐτό, καί αὐτός τά κατέγραψε. Καί γνωρίζουμε ὅτι ἡ μαρτυρία του εἶναι ἀληθινή.  25 Ὑπάρχουν ὅμως καί πολλά ἄλλα πού ἔκανε ὁ Ἰησοῦς, τά ὁποῖα, ἄν γράφονταν λεπτομερειακά, ἕνα-ἕνα, νομίζω ὅτι οὔτε ὁλόκληρος ὁ κόσμος μέ ὅλες τίς βιβλιοθῆκες του δέν θά χωροῦσε τά βιβλία πού θά ἔπρεπε νά γραφοῦν. Πραγματικά.

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ  (ΚΒ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)  

Ἀδελφοί, ἴδετε πηλίκοις ὑμῖν γράμμασιν ἔγραψα τῇ ἐμῇ χειρί. Ὅσοι θέλουσιν εὐπροσωπῆσαι ἐν σαρκί, οὗτοι ἀναγκάζουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι, μόνον ἵνα μὴ τῷ σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ διώκωνται· οὐδὲ γὰρ οἱ περιτεμνόμενοι αὐτοὶ νόμον φυλάσσουσιν, ἀλλὰ θέλουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι ἵνα ἐν τῇ ὑμετέρᾳ σαρκὶ καυχήσωνται. Ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, δι᾽ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ. Ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλὰ καινὴ κτίσις. Καὶ ὅσοι τῷ κανόνι τούτῳ στοιχήσουσιν, εἰρήνη ἐπ᾽ αὐτοὺς καὶ ἔλεος, καὶ ἐπὶ τὸν ᾽Ισραὴλ τοῦ Θεοῦ. Τοῦ λοιποῦ κόπους μοι μηδεὶς παρεχέτω· ἐγὼ γὰρ τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ ἐν τῷ σώματί μου βαστάζω. ῾Η χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ μετὰ τοῦ πνεύματος ὑμῶν, ἀδελφοί· ἀμήν.        

      Γαλ. Ϛτ΄[6] 11-18)

 

ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ

1. ΜΕ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ!

«Ἴδετε πηλίκοις ὑμῖν γράμμασιν ἔγραψα τῇ ἐμῇ χειρί». Κυττάξτε μὲ πόσο μεγάλα γράμματα σᾶς ἔγραψα μὲ τὸ ἴδιο μου τὸ χέρι! Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου πρὸς τοὺς Χριστιανούς τῆς Γαλατίας ἀρχίζει τὸ σημερινὸ  ̓Αποστολικὸ ἀνάγνωσμα. Ἕνα ἀνάγνωσμα συγκλονιστικό, ποὺ τὸ ἀκούσαμε καὶ πρὶν ἀπὸ δύο μῆνες στοὺς ναούς μας, την Κυριακὴ πρὸ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυρο.

Συνήθως ὁ  ̓Απόστολος ὑπαγόρευε τίς ἐπιστολές του καὶ τὶς ἔγραφαν οἱ συνεργάτες του. Σ᾿ αὐτὴν ἐδῶ ὅμως, τὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολή του, βλέπουμε να τονίζει μὲ ἔμφαση ὅτι τὴν γράφει ὁ ἴδιος καὶ μάλιστα μέ μεγάλα γράμματα. Γιατί ἆραγε; Ἡ ἀπάντηση δὲν εἶναι δύσκολη. Γράφει μὲ μεγάλα γράμματα, και μάλιστα μὲ τὸ ἴδιο του τό χέρι, γιά νά ὑπογραμμίσει ἕνα μεγάλο κίνδυνο, ποὺ ἀπειλοῦσε τούς Χριστιανούς τῆς Γαλατίας, Ποιὸς ἦταν αὐτὸς ὁ κίνδυνος; ταν ἡ αἱρετική διδασκαλία ὁρισμένων ψευδαποστόλων, ποὺ δίδασκαν πώς, γιὰ νὰ σωθοῦν οἱ Χριστιανοί, ἦταν ἀπαραίτητο νά κάνουν καὶ τὴν βραϊκή περιτομή. Καὶ οἱ ἀνόητοι Γαλάτες τοὺς πίστεψαν. 

Ἔφριξε ὁ  ̓Απόστολος, ὅταν τὸ ἔμαθε. Γι᾿ αὐτὸ καὶ μὲ δύναμη καὶ αὐστηρότητα τούς γράφει: "ν κάνετε περιτομή, χαθήκατε! ν νομίζετε πὼς ἡ Σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ δὲν φτάνει γιὰ νὰ σωθεῖτε, καὶ ὅτι χρειάζεται νὰ συμμορφώνεσθε μέ τυπικές διατάξεις τοῦ Μωσαϊκο νόμου, εἶστε ξένοι γιὰ τὸν Χριστό. Εἶστε ἔκπτωτοι ἀπὸ τὴ Χάρι Του. Ὁ Χριστὸς δὲν σᾶς σώζει πλέον. 

Ἂς τὰ ἀκούσουμε αὐτὰ καὶ ἐμεῖς οἱ σημερινοὶ Χριστιανοί, ποὺ μερικὲς φορὲς φερόμαστε σάν τούς Χριστιανοὺς τῆς Γαλατίας. Δὲν κάνουμε βέβαια ἀκριβῶς τὸ ἴδιο, ἀλλὰ κάτι ἀνάλογο. Ἐπὶ παραδείγματι, σὰν νὰ μὴ μπορε ὁ Χριστὸς νὰ μᾶς προστατεύσει, καταφεύγουν ὁρισμένοι ἀνόητοι στὰ μέντιουμ καὶ τοὺς μάγους. Ἄλλοι κρεμοῦν στὸ σπίτι τους ἢ στὸ αὐτοκίνητό τους και σταυρούς, ἀλλά καί... σκόρδα! Ἐνῷ οἱ πιὸ μοντέρνοι τρέχουν νὰ βροῦν εἰρήνη καὶ λύτρωση στὰ ψυχοτεχνικά συστήματα τῆς πω νατολῆς, στή γιόγκα ἢ στὸν διαλογισμὸ τῶν διαφόρων γκουρο.

ς κούσουμε λοιπόν, καὶ ἂς συγκλονιστοῦμε ἀπὸ τὴν θερμή παραγγελία το μεγάλου ποστόλου, ποὺ τὴν γράφει, πως θα λέγαμε σήμερα, μέ κεφαλαα γράμματα, καί φωνάζει: ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ! ΑΝ ΨΑΧΝΕΤΕ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥ ΝΑ ΒΡΕΙΤΕ ΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ, ΕΙΣΤΕ ΞΕΝΟΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ! ΑΝ ΝΟΜΙΖΕΤΕ ΠΩΣ Η ΣΩΤΗΡΙΑ, ΠΟΥ ΧΑΡΙΖΕΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ, ΕΙΝΑΙ ΑΝΕΠΑΡΚΗΣ, ΚΑΙ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ ΚΑΙ ΜΕ ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ, ΠΛΑΝΑΣΘΕ! ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΤΕ! ΠΡΟΣΕΞΤΕ!

2. ΤΟ ΟΜΟΡΦΟΤΕΡΟ ΠΡΟΣΩΠΟ

Στὸν ἑπόμενο ἀκριβῶς στίχο τοῦ ἀναγνώσματος σημειώνει ὁ  ̓Απόστολος πώς οι ψευδοδιδάσκαλοι ἐκεῖνοι «θέλουσιν εὐπροσωπῆσαι ἐν σαρκί». Θέλουν νὰ ἔχουν λκυστικό πρόσωπο – νὰ ἀρέσουν δηλαδή στούς ἄλλους – μέ σαρκικά πράγματα. ν προκειμένῳ βέβαια μὲ τὴν περιτομή. 

Μήπως ὅμως καὶ πολλοὶ ἀπὸ μᾶς τὸ ἴδιο δὲν κάνουμε; Θέλουμε νὰ εὐπροσωπομε, νὰ ἔχουμε ἑλκυστικό πρόσωπο, νὰ ἀρέσουμε δηλαδὴ στοὺς ἄλλους μὲ τέτοια κοσμικά πράγματα. λλοι μὲ τὴν ἐξυπνάδα, ἄλλοι μέ τήν ὀμορφιά, ἄλλοι μὲ τὰ πλούτη, ἄλλοι μὲ τὸ ἐπάγγελμα, ἄλλοι μὲ τὰ πολλὰ πτυχία, ἄλλοι μὲ τὴ μελέτη τῆς φιλοσοφίας καὶ τῶν θεωρούμενων προοδευτικῶν συγγραφέων καὶ τόσα ἄλλα. 

Τί λέγει λοιπὸν γιὰ ὅλα αὐτὰ ὁ φλογερός τοῦ Χριστοῦ  ̓Απόστολος; Λέγει ὅτι ὁ ἴδιος τὰ κοσμικὰ αὐτὰ καυχήματα τῶν ἀνθρώπων τὰ ἔχει ἀρνηθε. Ἕνα μόνο καύχημα ἔχει: τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ! Τόν Σταυρό, ὁ ὁποῖος δημιουργεῖ καὶ τὴν ἐκπληκτικότερη εὐπροσώπηση: κάνει τὸν ἄνθρωπο καινούργιο, τὸν ὀμορφαίνει μὲ μιὰ ὀμορφιά ἀμάραντη, ἐκθαμβωτική. μορφιά ποθητή σὰν τὴν αὐγή, γλυκειὰ σὰν τὸ φεγγάρι, λαμπερή σὰν τὸν ἥλιο. νίκητη. 

Τὴν ἐκθαμβωτικότερη μορφιά στὸ νθρώπινο πρόσωπο, τή μόνη καί μόνιμη ὡραιότητα, τήν χαρίζει τὸ Αἷμα τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Κυρίου. Μακάριοι καὶ εὐτυχισμένοι σοι λούζονται μέ αὐτό! Τό κάλλος τους θὰ εἶναι αἰώνιο! 

3. ΟΙ ΚΟΠΟΙ ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ

Τὸν κούρασαν τὸν μέγα  ̓Απόστολο οἱ ἐπιπόλαιοι Χριστιανοὶ τῆς Γαλατίας. Γι' αὐτὸ καὶ κλείνοντας τὴν ἐπιστολή του γράφει τοῦτα τὰ λόγια: «το λοιπο κόπους μοι μηδείς παρεχέτω».  ̓Απὸ δῶ καί πέρα κανένας σας νὰ μὴ μὲ κουράζει μὲ παρόμοια θέματα. 

γιε πόστολε τοῦ Κυρίου, ἐσὺ δὲν κουράστηκες νά περπατς στὰ βουνὰ καὶ στὰ γρια δάση, ἐσὺ δὲν κουράστηκες νά ταξιδεύεις στὶς ἀγριεμένες θάλασσες, νὰ σὲ ἁλυσοδένουν στίς φυλακές, νὰ σὲ λιθοβολον, νὰ σὲ μαστιγώνουν, νὰ σὲ ὑβρίζουν, νὰ σὲ ποδοπατον, καί κουράστηκες τόσο πολύ ἀπὸ τὶς ἀταξίες τν πνευματικν σου παιδιν; 

Ναί, θὰ μᾶς ἀπαντοῦσε ὁ καρτερικότατος πόστολος. λήθεια, ἔτσι εἶναι. Θὰ ὑπέμενα μὲ χαρὰ σαδήποτε μαρτύρια γιὰ τὸν Κύριό μου. Τίποτε ἀπό αὐτὰ δὲν θὰ μὲ κούραζε. Μὲ κουράζει μως μέχρις ἐξαντλήσεως ἡ ἄσχημη πορεία τν πνευματικν μου παιδιν. Γιὰ τὸ καθένα ἀπὸ αὐτὰ ὑποφέρω πόνους, ὡσὰν τοὺς πόνους τοῦ τοκετο.

Μὲ παρόμοιο τρόπο ἐκφράζονται συχνά καὶ οἱ σημερινοί ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ Ἐπίσκοποι, οἱ ἱερεῖς, οἱ πνευματικοί περισσότερο, οἱ κήρυκες τοῦ λόγου τοῦ Θεο. Τί λέγουν; 

Δὲν κουραζόμαστε, βεβαιώνουν, ἀπὸ τὶς ὕβρεις, τὶς εἰρωνεῖες, τίς συκοφαντίες τῶν ἀπίστων καὶ κοσμικῶν ἀνθρώπων. Δὲν μᾶς πικραίνουν οἱ δολοπλοκίες τῶν αἱρετικῶν.  ̓Αντέχουμε σὲ αὐτά. Αὐτό, ποὺ μᾶς κουρά- ζει καὶ μᾶς ἐξαντλεί, εἶναι τὸ νὰ κάνουν ἀβαρίες καὶ συμβιβασμοὺς στὴ ζωή τους τὰ πνευματικά μας παιδιά, οἱ πιστοὶ Χριστιανοί μας. Τὸ νὰ προσέχουν καὶ ἐπηρεάζονται ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, νὰ ἑλκύονται ἀπὸ τὸν ἁμαρτωλό κόσμο. Νά... 

Ὤ, ἀδελφοί! Μήπως και κάποιοι ἀπὸ μᾶς προσθέτουμε κόπους μεγάλους στοὺς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἰδιαιτέρως στοὺς πνευματικούς μας; Μήπως μὲ τὸ πεῖσμα μας, τὶς ἀμφιταλαντεύσεις μας, τὶς ὑποχωρήσεις καὶ τοὺς συμβιβασμούς μας τοὺς ἐξαντλοῦμε; 

Ἂς μὴ τὸ κάνουμε αὐτό! ντίθετα ἂς τοὺς δώσουμε τὴ μεγάλη χαρὰ νὰ μᾶς βλέπουν νὰ προοδεύουμε σταθερὰ στὴν πνευματική μας ζωή. Νὰ ἀγαποῦμε τὸν Χριστό μας θερμότερα. Νὰ ζοῦμε γιὰ τὴν αἰωνιότητα! Αμήν.

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἄν­θρω­πός τις προ­σῆλ­θε τῷ ᾿Ι­η­σοῦ, πει­ρά­ζων αὐ­τὸν, καὶ λέ­γων· Δι­δά­σκα­λε ἀ­γα­θέ, τί ποι­ή­σας ζω­ὴν αἰ­ώ­νιον κληρονο­μή­σω; Εἶ­πε δὲ αὐ­τῷ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς· Τί με λέ­γεις ἀ­γα­θόν; οὐ­δεὶς ἀ­γα­θὸς εἰ μὴ εἷς, ὁ Θε­ός. Τὰς ἐν­το­λὰς οἶ­δας· Μὴ μοι­χε­ύ­σῃς· μὴ φο­νε­ύ­σῃς· μὴ κλέ­ψῃς· μὴ ψευ­δο­μαρ­τυ­ρή­σῃς· τί­μα τὸν πα­τέ­ρα σου καὶ τὴν μη­τέ­ρα σου. Ὁ δὲ εἶ­πε· Ταῦ­τα πάν­τα ἐ­φυ­λα­ξά­μην ἐκ νε­ό­τη­τός μου. Ἀ­κο­ύ­σας δὲ ταῦ­τα ὁ ᾿Ι­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἔ­τι ἕν σοι λε­ί­πει· πάν­τα ὅ­σα ἔ­χεις πώ­λη­σον καὶ δι­ά­δος πτω­χοῖς, καὶ ἕ­ξεις θη­σαυ­ρὸν ἐν οὐ­ρα­νῷ, καὶ δεῦ­ρο ἀ­κο­λο­ύ­θει μοι. Ὁ δὲ ἀ­κο­ύ­σας ταῦ­τα πε­ρί­λυ­πος ἐ­γέ­νε­το· ἦν γὰρ πλούσιος σφό­δρα. Ἰ­δὼν δὲ αὐ­τὸν ὁ ᾿Ι­η­σοῦς πε­ρί­λυ­πον γε­νό­με­νον εἶ­πε· πῶς δυ­σκό­λως οἱ τὰ χρή­μα­τα ἔ­χον­τες εἰ­σε­λε­ύ­σον­ται εἰς τὴν βα­σι­λε­ί­αν τοῦ Θε­οῦ! Εὐ­κο­πώ­τε­ρον γάρ ἐ­στι κά­μη­λον δι­ὰ τρυ­μα­λιᾶς ῥα­φί­δος εἰ­σελ­θεῖν ἢ πλο­ύ­σιον εἰς τὴν βα­σι­λε­ί­αν τοῦ Θε­οῦ εἰ­σελ­θεῖν. Εἶ­πον δὲ οἱ ἀ­κο­ύ­σαν­τες· Καὶ τίς δύ­να­ται σω­θῆ­ναι; Ὁ δὲ εἶ­πε· Τὰ ἀ­δύ­να­τα πα­ρὰ ἀν­θρώ­ποις, δυ­να­τὰ πα­ρὰ τῷ Θε­ῷ ἐ­στιν.     

 (Λουκ. ι­η΄[18] 18 – 27)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό κά­ποι­ος ἄρ­χον­τας τῆς συ­να­γω­γῆς ρώ­τη­σε τόν Ἰ­η­σοῦ τὸ ἑ­ξῆς: Δι­δά­σκα­λε ἀ­γα­θέ, τί νὰ κά­νω γιὰ νὰ κλη­ρο­νο­μή­σω τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή; Τοῦ εἶ­πε τό­τε ὁ Ἰ­η­σοῦς: Ἀ­φοῦ ἀ­πευ­θύ­νε­σαι σὲ μέ­να νο­μί­ζον­τας ὅ­τι εἶ­μαι ἕ­νας ἁ­πλὸς ἄν­θρω­πος, για­τί μὲ ὀ­νο­μά­ζεις ἀ­γα­θό; Κα­νεὶς δὲν εἶ­ναι ἀ­πὸ μό­νος του ἀ­πο­λύ­τως ἀ­γα­θὸς πα­ρὰ μό­νο ἕ­νας, ὁ Θε­ός. Γνω­ρί­ζεις τὶς ἐν­το­λές: Νὰ μὴ μοι­χεύ­σεις, νὰ μὴ σκο­τώ­σεις, νὰ μὴν κλέ­ψεις, νὰ μὴν ψευ­δο­μαρ­τυ­ρή­σεις, νὰ τι­μᾶς τὸν πα­τέ­ρα σου καὶ τὴ μη­τέ­ρα σου. Κι ἐ­κεῖ­νος εἶ­πε: Ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ φύ­λα­ξα ἀ­πὸ τὴν παι­δι­κή μου ἡ­λι­κί­α. Ὅ­ταν λοι­πὸν ἄ­κου­σε τὰ λό­για αὐ­τὰ ὁ Ἰ­η­σοῦς, τοῦ εἶ­πε: Ἕ­να ἀ­κό­μη σοῦ­ λεί­πει. Πού­λη­σε ὅ­λα ὅ­σα ἔ­χεις καὶ μοί­ρα­σέ τα στοὺς φτω­χούς, καὶ θὰ ἔ­χεις θη­σαυ­ρὸ στὸν οὐ­ρα­νό, καὶ ἔ­λα νὰ μὲ ἀ­κο­λου­θή­σεις ὡς μα­θη­τής μου, ὑ­πα­κού­ον­τας πάν­το­τε σὲ ὅ­σα θὰ σὲ δι­δά­σκει τὸ πα­ρά­δειγ­μά μου καὶ ἡ δι­δα­σκα­λί­α μου. Αὐ­τὸς ὅ­μως ὅ­ταν ἄ­κου­σε τὰ λό­για αὐ­τά, λυ­πή­θη­κε πά­ρα πο­λὺ· δι­ό­τι ἦ­ταν πάμ­πλου­τος καὶ δὲν ἤ­θε­λε νὰ ἀ­πο­χω­ρι­σθεῖ τὰ πλού­τη του. Ὅ­ταν λοι­πὸν ὁ Ἰ­η­σοῦς τὸν εἶ­δε τό­σο πο­λὺ στε­νο­χω­ρη­μέ­νο, εἶ­πε: Πό­σο δύ­σκο­λα θὰ μποῦν στὴ βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ αὐ­τοὶ πού ἔ­χουν τὰ χρή­μα­τα! Πράγ­μα­τι, πο­λὺ δύ­σκο­λα. Δι­ό­τι εἶ­ναι εὐ­κο­λό­τε­ρο μί­α κα­μή­λα νὰ πε­ρά­σει ἀ­πὸ τὴ μι­κρὴ τρύ­πα πού ἀ­νοί­γει ἡ βε­λό­να, πα­ρὰ νὰ μπεῖ ἕ­νας πλού­σιος στὴ βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. Ἐ­κεῖ­νοι πού τὰ ἄ­κου­σαν αὐ­τὰ εἶ­παν τό­τε: Καὶ ποι­ὸς μπο­ρεῖ νὰ σω­θεῖ, ἀ­φοῦ εἶ­ναι τό­σο πο­λὺ δύ­σκο­λο, σχε­δὸν ἀ­δύ­να­το, νὰ σω­θοῦν οἱ πλού­σιοι, στοὺς ὁ­ποί­ους ὁ Θε­ὸς ἔ­δω­σε τὰ ἐ­πί­γεια ἀ­γα­θά του; Τό­τε ὁ Κύ­ριος τούς ἀ­πάν­τη­σε: Ἐ­κεῖ­να πού εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το νὰ γί­νουν μὲ τὴν ἀ­σθε­νι­κὴ δύ­να­μη τοῦ ἀν­θρώ­που, εἶ­ναι κα­τορ­θω­τὰ καὶ δυ­να­τὰ μὲ τὴ χά­ρη καὶ τὴ δύ­να­μη τοῦ Θε­οῦ. Δι­ό­τι μό­νον ὁ Θε­ὸς μπο­ρεῖ νὰ λύ­σει τὰ δε­σμὰ τῆς καρ­διᾶς κά­θε κα­λο­προ­αί­ρε­του πλου­σί­ου πρὸς τὸ χρῆ­μα καὶ νὰ τὸν κα­τα­στή­σει ἄ­ξιο τῆς σω­τη­ρί­ας.

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

 


ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις Πάφου καὶ

ὁ Ἱερὸς Ναὸς Ἁγίου Νεκταρίου στὴν Χλώρακα

σᾶς προσκαλοῦν στὴν Ὁμιλία  γιὰ τὴν ἐξωτερική Ἱεραποστολη, ποὺ θὰ γίνει

στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου στὴν Χλώρακα

τὴν ἐρχόμενη Δευτέρα 25/11 

στὶς 5 ἡ ὥρα.

Ὁμιλητὴς ὁ Θεοφιλέστατος

Έπίσκοπος Μπουκόμπα κος Χρυσόστομος (Μαϊδόνης).

Καλό εἶναι νὰ τὴν παρακολουθήσουμε

καὶ νὰ βοηθήσουμε ὅσο μποροῦμε στὸ ἔργο τῆς Ἱεραποστολῆς στὴν Μπουκόμπα, Β. Τανζανία.

                     

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

   ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ

(17 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2024)



ΕΩΘΙΝΟΝ Ι΄

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν, ἐπὶ τῆς θαλάσσης τῆς Τιβεριάδος, ἐφανέρωσε δὲ οὕτως. ἦσαν ὁμοῦ Σίμων Πέτρος, καὶ Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος, καὶ Ναθαναὴλ ὁ ἀπὸ Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οἱ τοῦ Ζεβεδαίου, καὶ ἄλλοι ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ δύο. λέγει αὐτοῖς Σίμων Πέτρος, Ὑπάγω ἁλιεύειν. λέγουσιν αὐτῷ, Ἐρχόμεθα καὶ ἡμεῖς σὺν σοί. ἐξῆλθον καὶ ἀνέβησαν εἰς τὸ πλοῖον εὐθύς, καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ νυκτὶ ἐπίασαν οὐδέν. πρωΐας δὲ ἤδη γενομένης ἔστη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν αἰγιαλόν, οὐ μέντοι ᾔδεισαν οἱ μαθηταὶ ὅτι Ἰησοῦς ἐστι. λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Παιδία, μὴ τι προσφάγιον ἔχετε; ἀπεκρίθησαν αὐτῷ, Οὒ, ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς, Βάλετε εἰς τὰ δεξιὰ μέρη τοῦ πλοίου τὸ δίκτυον, καὶ εὑρήσετε. ἔβαλον οὖν, καὶ οὐκέτι αὐτὸ ἑλκύσαι ἴσχυσαν ἀπὸ τοῦ πλήθους τῶν ἰχθύων. λέγει οὖν ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς τῷ Πέτρῳ, Ὁ Κύριός ἐστι. Σίμων οὖν Πέτρος, ἀκούσας ὅτι ὁ Κύριός ἐστι , τὸν ἐπενδύτην διεζώσατο· ἦν γὰρ γυμνὸς· καὶ ἔβαλεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλασσαν. οἱ δὲ ἄλλοι μαθηταὶ τῷ πλοιαρίῳ ἦλθον· οὐ γὰρ ἦσαν μακρὰν ἀπὸ τῆς γῆς, ἀλλ᾿ ὡς ἀπὸ πηχῶν διακοσίων· σύροντες τὸ δίκτυον τῶν ἰχθύων. ὡς οὖν ἀπέβησαν εἰς τὴν γῆν, βλέπουσιν ἀνθρακιὰν κειμένην καὶ ὀψάριον ἐπικείμενον, καὶ ἄρτον. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Ἐνέγκατε ἀπὸ τῶν ὀψαρίων ὧν ἐπιάσατε νῦν. ἀνέβη οὖν Σίμων Πέτρος, καὶ εἵλκυσε τὸ δίκτυον ἐπὶ τῆς γῆς, μεστὸν ἰχθύων μεγάλων ἑκατὸν πεντηκοντατριῶν, καὶ τοσούτων ὄντων, οὐκ ἐσχίσθη τὸ δίκτυον. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Δεῦτε ἀριστήσατε. οὐδεὶς δὲ ἐτόλμα τῶν μαθητῶν ἐξετάσαι αὐτόν, Σὺ τὶς εἶ; εἰδότες ὅτι ὁ Κύριός ἐστιν. ἔρχεται οὖν ὁ Ἰησοῦς, καὶ λαμβάνει τὸν ἄρτον, καὶ δίδωσιν αὐτοῖς, καὶ τὸ ὀψάριον ὁμοίως. τοῦτο ἤδη τρίτον ἐφανερώθη ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν.

 (Ἰωάν. κα΄[21]  1 – 14)

 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

1 Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες ὁ Ἰησοῦς ἐμφανίστηκε πάλι στοὺς μαθητές του στὴ λίμνη τῆς Τιβεριάδος. Καὶ ἐμφανίστηκε μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο:  2 Ἦταν μαζὶ ὁ Σίμων Πέτρος καὶ ὁ Θωμᾶς ποὺ λεγόταν Δίδυμος, καὶ ὁ Ναθαναὴλ ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οἱ γιοὶ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ ἄλλοι δύο ἀπὸ τοὺς μαθητές του.  3 Τοὺς λέει ὁ Σίμων Πέτρος: Πηγαίνω νὰ ψαρέψω. Κι ἐκεῖνοι τοῦ ἀποκρίνονται: Ἐρχόμαστε κι ἐμεῖς μαζί σου. Βγῆκαν λοιπὸν ἀπὸ τὸ κατάλυμά τους πρὸς τὴ θάλασσα, μπῆκαν ἀμέσως στὸ πλοῖο καὶ ἄρχισαν νὰ ψαρεύουν. Ὅμως ἐκείνη τὴ νύχτα δὲν ἔπιασαν τίποτε.  4 Ὅταν πιὰ ξημέρωσε, στάθηκε ὁ Ἰησοῦς στὴν ἀκρογιαλιά. Οἱ μαθητὲς ὅμως δὲν ἀντιλήφθηκαν ὅτι αὐτὸς ποὺ στεκόταν ἐκεῖ ἦταν ὁ Ἰησοῦς.  5 Σὰν νὰ ἦταν λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς κάποιος ξένος καὶ ἄγνωστος διαβάτης, τοὺς λέει: Παιδιά, μήπως ἔχετε κανένα ψάρι γιὰ προσφάι; Ὄχι, τοῦ ἀποκρίθηκαν.  6 Κι ἐκεῖνος τότε τοὺς εἶπε: Ρίξτε τὸ δίχτυ στὰ δεξιὰ τοῦ πλοίου καὶ θὰ βρεῖτε. Ἔριξαν λοιπὸν τὸ δίχτυ ὅπως τοὺς εἶπε ὁ Κύριος, καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸ τραβήξουν ἐπάνω ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ψαριῶν ποὺ εἶχε πιάσει.  7 Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὴν πρωτοφανὴ αὐτὴ ἐπιτυχία λέει στὸν Πέτρο ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος τὸν ὁποῖο ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς: Αὐτὸς ποὺ τὸν νομίσαμε γιὰ ξένο εἶναι ὁ Κύριος. Ὁ Σίμων Πέτρος λοιπόν, ὅταν ἄκουσε ὅτι ἦταν ὁ Κύριος, φόρεσε βιαστικὰ καὶ ζώσθηκε τὸ ἐργατικὸ ἔνδυμά του, διότι μέχρι τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἦταν σχεδὸν γυμνός, καὶ ὁρμητικὸς ὅπως ἦταν, ρίχθηκε στὴ θάλασσα γιὰ νὰ συναντήσει τὸ συντομότερο τὸν Διδάσκαλο.   8 Οἱ ἄλλοι μαθητὲς ὅμως ἦλθαν μὲ τὸ πλοιάριο σέρνοντας  τὸ δίχτυ ποὺ ἦταν γεμάτο μὲ ψάρια, διότι δὲν ἦταν μακριὰ ἀπὸ τὴ στεριά, ἀλλὰ ἀπεῖχαν περίπου ἑκατὸν τριάντα μέτρα.  9 Ἀμέσως λοιπὸν μόλις ἀποβιβάσθηκαν στὴ στεριὰ μουσκεμένοι καὶ κατάκοποι καὶ πεινασμένοι, βλέπουν ἕτοιμα κάτω στὴ γῆ ἕνα σωρὸ κάρβουνα ἀναμμένα καὶ πάνω σ᾿ αὐτὰ ἕνα ψάρι καὶ παραδίπλα χωριστὰ ἕνα ψωμί. Βρῆκαν δηλαδὴ φωτιὰ γιὰ νὰ θερμανθοῦν καὶ νὰ στεγνώσουν τὰ ροῦχα τους, καὶ φαγητὸ γιὰ τὸ πρωινό τους.  10 Καὶ γιὰ νὰ συμπληρωθεῖ τὸ πρωινὸ αὐτὸ καὶ ἀπό τὸ προϊὸν τοῦ κόπου τους, τοὺς λέει ὁ Ἰησοῦς: Φέρτε καὶ ἀπὸ τὰ ψάρια ποὺ πιάσατε τώρα.  11 Ὅμως τὸ δίχτυ μὲ τὰ ψάρια ἦταν ἀκόμη μέσα στὴ λίμνη καὶ ἐξαιτίας τοῦ βάρους του ἦταν δύσκολο νὰ τραβηχθεῖ. Ἀνέβηκε τότε στὸ πλοιάριο ὁ Σίμων Πέτρος, ποὺ ἦταν ἐμπειρότερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους, καὶ τράβηξε τὸ δίχτυ στὴ στεριά, γεμάτο ἀπὸ ἑκατὸν πενῆντα τρία μεγάλα ψάρια. Κι ἐνῶ ἦταν τόσο πολλὰ τὰ ψὰρια, δὲν σκίστηκε τὸ δίχτυ.  12 Τοὺς λέει ὁ Ἰησοῦς: Ἐλᾶτε τώρα νὰ πάρετε τὸ πρωινό σας. Στὸ μεταξὺ ὅμως κανένας ἀπὸ τοὺς μαθητὲς δὲν τολμοῦσε νὰ τὸν ρωτήσει διερευνητικὰ «ποιὸς εἶσαι ἐσύ», διότι ἤξεραν ὅτι εἶναι ὁ Κύριος, καὶ συνεπῶς αἰσθάνονταν ἀπέναντί του φόβο καὶ βαθὺ σεβασμό.  13 Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὴν πρόσκληση τοῦ Ἰησοῦ ἦλθαν οἱ μαθητὲς νὰ φᾶνε. Ἔρχεται τότε καὶ ὁ Ἰησοῦς καὶ παίρνει στὰ χέρια του τὸν ἄρτο καὶ τοὺς τὸν μοίρασε. Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ μὲ τὸ ψάρι.  14 Αὐτή ἦταν ἡ τρίτη μέχρι τότε φορά πού φανερώθηκε ὁ Ἰησοῦς στούς μαθητές του συγκεντρωμένους, μετά τήν Ἀνάστασή του ἀπό τούς νεκρούς.

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ  (ΚΑ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)  

Ἀ­δελ­φοί, εἰ­δό­τες ὅ­τι οὐ δι­και­οῦ­ται ἄν­θρω­πος ἐξ ἔρ­γων νό­μου ἐ­ὰν μὴ διὰ πί­στε­ως ᾿Ι­η­σοῦ Χρι­στοῦ, καὶ ἡ­μεῖς εἰς Χρι­στὸν ᾿Ι­η­σοῦν ἐ­πι­στε­ύ­σα­μεν, ἵ­να δι­και­ω­θῶ­μεν ἐκ πί­στε­ως Χρι­στοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔρ­γων νό­μου, δι­ό­τι οὐ δι­και­ω­θή­σε­ται ἐξ ἔρ­γων νό­μου πᾶ­σα σάρξ. Εἰ δὲ ζη­τοῦν­τες δι­και­ω­θῆ­ναι ἐν Χρι­στῷ εὑ­ρέ­θη­μεν καὶ αὐ­τοὶ ἁ­μαρ­τω­λοί, ἄ­ρα Χρι­στὸς ἁ­μαρ­τί­ας δι­ά­κο­νος; Μὴ γέ­νοι­το. Εἰ γὰρ ἃ κα­τέ­λυ­σα ταῦ­τα πά­λιν οἰ­κο­δο­μῶ, πα­ρα­βά­την ἐ­μαυ­τὸν συ­νί­στη­μι. Ἐ­γὼ γὰρ διὰ νό­μου νό­μῳ ἀ­πέ­θα­νον, ἵ­να Θε­ῷ ζή­σω. Χρι­στῷ συ­νε­στα­ύ­ρω­μαι· ζῶ δὲ οὐ­κέ­τι ἐ­γώ, ζῇ δὲ ἐν ἐ­μοὶ Χρι­στός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πί­στει ζῶ τῇ τοῦ υἱ­οῦ τοῦ Θε­οῦ τοῦ ἀ­γα­πή­σαν­τός με καὶ πα­ρα­δόν­τος ἑ­αυ­τὸν ὑ­πὲρ ἐ­μοῦ.   

    (Γαλ. β΄[2] 16-20)

 

ΛΟΓΟΣ ΣΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ

ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΝΑ ΖΗ ΜΕΣΑ ΜΑΣ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ

«Ζῇ ἐν ἐμοί Χριστός»

Δὲν εἶναι λόγια κενά τά ὅσα γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Εἶχε νεκρωθεῖ πράγματι ὡς πρὸς τὸν Ἰουδαϊσμό καί ζοῦσε γιά τὸν Χριστὸ καί τήν Ἐκκλησία, ποὺ ὥς τότε καταδίωκε. Ἀφότου τόν φώτισε τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, εἶχε παραδώσει σ’ Ἐκεῖνον τὰ ἠνία τῆς ζωῆς του καὶ πήγαινε καί φερόταν ὅπου καί ὅπως ἤθελε ὁ Χριστός. Διαπίστωνε ὁ ἴδιος τὴν ἀλλαγή στή ζωή του. Ἔβλεπε ὅτι δέ ζοῦσε ὅπως μέχρι τότε, ἀλλ' ἐντελῶς διαφορετικά. Αὐτὴ δὲ ἡ διαπίστωση καί βεβαιότητα τὸν ἔκαμνε νὰ ὁμολογεῖ ὅτι δέ ζοῦσε ὁ ἴδιος, ἀλλ’ ὅτι ζοῦσε μέσα του ὁ Χριστός. Ἡ ὁμολογία του αὐτὴ μᾶς δίδει τὴν εὐκαιρία νά δοῦμε τί σημαίνει νὰ ζεῖ μέσα μας ὁ Χριστός καί πῶς εἶναι δυνατὸ νά γίνει τοῦτο πραγματικότης καί γιά μᾶς.  

1. Νὰ ζῆ μέσα μας ὁ Χριστὸς σημαίνει νά σκεφτόμαστε, νά θέλουμε καί νά συμπεριφερόμαστε ὅπως ὁ Χριστός. Δὲν εἶναι δηλαδὴ κάτι ἀόριστο καὶ ἀφηρημένο. Οὔτε εἶναι μόνο ἐσωτερικὴ ἐμπειρία, ποὺ μένει κρυφὴ καὶ μυστικὴ καὶ γεμίζει τὴν ψυχὴ μὲ συναισθηματικὴ ἁπλῶς συγκίνηση. Εἶναι ζωή. Ζωὴ συγκεκριμένη μὲ δραστηριότητα καί ἔργα ἅγια. Ζωὴ ποὺ διαρκεῖ, ὅσο καί ἡ ζωή μας στόν κόσμο αὐτό καί ἐκτείνεται καί στήν ἀπέραντη αἰωνιότητα. Ζωὴ ποὺ τὴν ζεῖ ὁ ἄνθρωπος μέ ὅλες του τίς δυνάμεις· καὶ μὲ τὸ συναίσθημα δηλαδὴ καὶ μὲ τὸ λογικό καί μέ τή θέληση καί μέ κάθε του ἐνέργεια.

Ἕνα σημεῖο, πού φανερώνει ὅτι ζεῖ μέσα μας ὁ Χριστός, εἶναι τὸ νὰ ἔχουμε ἀποκτήσει «νοῦν Χριστοῦ» (Α' Κορ. β'[2] 16). Ὅταν ἀντιμετωπίζουμε δηλαδὴ τὸ κάθε τί στή ζωή μας, ὅπως θά τό ἀντιμετώπιζε ὁ Κύριος, ἄν βρισκόταν στή θέση μας. Ὅταν σκεφτόμαστε καὶ ἀποφασίζουμε γιά ὅλα τὰ θέματά μας, ἀπό τὰ ὑλικὰ ὥς τὰ πνευματικά, ὅπως θά σκεφτόταν καί θά ἀποφάσιζε Ἐκεῖνος. Ὅταν ἔχουμε ὡς κανόνα καὶ πυξίδα μας γιά κάθε ἀπόφασή μας τὸν Νόμο Του τὸν ἅγιο καὶ τὸ παράδειγμά Του τό παντέλειο. 

Ἄλλο δεῖγμα, ποὺ φανερώνει ὅτι ζεῖ μέσα μας ὁ Χριστός, εἶναι τό ποῦ στρέφεται ἡ θέλησή μας. Ἄν θέλουμε πάντοτε τό ἀγαθό καί ἀποστρεφόμαστε τό πονηρό ἄν ἔχομε ζωηρό πόθο νά ἔλθει «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ» ἐπί τῆς γῆς (Ματθ. στ'[6] 10)· ἄν θέλουμε τή σωτηρία καί τῆς δικῆς μας ψυχῆς καὶ τῶν συνανθρώπων μας· ἄν ἐπιθυμοῦμε νά δοξάζεται τὸ Ὄνομα τοῦ Θεοῦ καί νά διαδίδεται ὁ λόγος Του ὁ ἅγιος καὶ νὰ μεγαλύνεται ἡ Ἐκκλησία, ὑπάρχουν οἱ ἐνδείξεις ὅτι ζεῖ μέσα μας ὁ Χριστός.

Ἕνα τρίτο τέλος σημεῖο, πού φανερώνει ὅτι ζεῖ μέσα μας Ἐκεῖνος, εἶναι τὸ πῶς φερόμαστε στό περιβάλλον μας. Ἄν δείχνουμε ἀγάπη, ὅπως ὁ Χριστὸς καὶ εἴμαστε εὐεργετικοὶ πρὸς ὅλους· ἄν ἡ γλώσσα μας εἶναι καθαρή ἀπό ἁμαρτίες, ὅπως δὲν «εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι» Ἐκείνου (Α' Πέτρ. β'[2] 22)· ἄν θυσιάζουμε καὶ τὰ δικαιώματα μας χάρη τῶν ἄλλων, τότε ὑπάρχει ὁπωσδήποτε ἡ βεβαίωση, πού δείχνει ὅτι εἶναι παρών μέσα μας ὁ Χριστός.

2. Πῶς ὅμως εἶναι δυνατὸ νά γίνει πραγματικότητα καί γιά μᾶς ἡ σπουδαιότατη αυτή ὁμολογία τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου; Εἶναι ἄραγε κάτι ἀπλησίαστο καὶ ἀκατόρθωτο; Ποιοί δὲ εἶναι ἐκεῖνοι πού μποροῦν καὶ τὸ ἐπιτυγχάνουν;

Ἡ ἀπάντηση δὲν εἶναι ὁπωσδήποτε εὔκολη. Δύσκολο ἄλλως τε εἶναι καὶ τὸ κατόρθωμα. Ἐξ ἄλλου οὔτε καί ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὸ πέτυχε μὲ μόνες τίς δικές του δυνάμεις. Ἄν μάλιστα σκεφτοῦμε τή δική του περίπτωση, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι τό νά ζεῖ μέσα μας ὁ Χριστὸς εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ προσωπικοῦ μας ἀγῶνα. Χρειάζεται ἄνωθεν βοήθεια καί πολύς ἀγῶνας ἀπό μέρους μας.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔγινε αὐτὸς ποὺ ἔγινε καί ἔζησε αὐτὰ ποὺ ἔζησε, διότι ἀπό τή στιγμή ποὺ ἄνοιξαν οἱ οὐρανοὶ καὶ τὸν ἐπισκέφτηκε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἔδειξε τὸν δρόμο τῆς πίστης στόν Χριστό, ἀγωνιζόταν διαρκῶς μέρα καί νύκτα. Πάλευε  καί κτυποῦσε διαρκῶς τὸν παλαιὸ ἑαυτό του. «Ὑποπιάζω μου τὸ σῶμα καί δουλαγωγῶ», ἔγραφε σέ μιά του ἐπιστολὴ (Α' Κορ. θ'[9] 27). Δὲν ἄφηνε χαλαρὸ τὸν ἑαυτὸ του οὐδέποτε. Δὲν συμβιβαζόταν ποτὲ μὲ τὴν ἁμαρτία. Δέν ὑποχωροῦσε οὔτε γιά μιά στιγμή στά θελήματα τοῦ κατώτερου ἑαυτοῦ του. Φρονοῦσε διαρκῶς «τὰ ἄνω» καί ποτὲ «τὰ ἐπί τῆς γῆς» (Κολασ. γ'[3] 2).

Τί σημαίνουν αὐτά; Ὅτι ἄν θέλουμε πράγματι νὰ ζήσει μέσα μας ὁ Χριστός, δὲν πρέπει νὰ μείνουμε μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα. Χρειάζεται νὰ ἀγωνιστοῦμε καὶ νὰ ἐκμεταλλευτοῦμε τή βοήθεια, πού μᾶς δίδεται γι’ αὐτό τό σκοπό ἀπό τή θεία Χάρη. Ἄν γίνει αὐτό, δὲν θὰ εἶναι κάτι ἀπλησίαστο γιά μᾶς αὐτό, ποὺ ἔζησε ὁ μέγας Ἀπόστολος.

Ὑπάρχει καί τώρα ὁ τρόπος, γιά νά τό ἐπιτύχουμε. Εἶναι ἡ ἐνσυνείδητη ἔνταξή μας καί συνεπὴς παραμονὴ μας στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ τακτικὴ μετοχὴ μας στἀ ἱερά της μυστήρια καί μάλιστα ἡ θεάρεστη συμμετοχή στό μέγα Μυστήριο τῆς θείας Κοινωνίας. «Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοί μένει, κἀγώ ἐν αὐτῷ», μᾶς εἶπεν ὁ Κύριος (Ἰωάν. στ'[6] 56). Μένει ὅμως ὁ Κύριος καὶ ζεῖ μέσα στίς ψυχές ὄχι ὅλων ὅσοι κοινωνοῦν, ἀλλά στίς ψυχές ἐκείνων πού ἀγωνίζονται νά Τὸν δεχθοῦν μέσα τους μέ καθαρή τήν καρδιά καὶ προσπαθοῦν νὰ διατηρήσουν τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος καί μετά τή θεία Κοινωνία. Ἡ παραμονὴ τοῦ Χριστοῦ μέσα μας καί ἡ ἐκδήλωση τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ στή ζωὴν μας ἔρχεται σάν βραβεῖο τοῦ οὐρανοῦ γιά τήν καλή μας διάθεση καί γιά τόν σταθερό ἀγώνα μας ἐναντίον ὁποιασδήποτε ἁμαρτίας.

Δὲν εἶναι ὀνειροπολήματα, ἀγαπητοί, καί φαντασιώσεις ὅλα τά πιό πάνω. Τὰ ἒζησαν μαζί μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο καί ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, πού ἔζησαν καί πέθαναν γιά τόν Κύριο. Τὰ ζοῦν ὅμως καί σήμερα πλήθη ἀνδρῶν καί γυναικῶν, νέων καὶ ἡλικιωμένων, πού ἔχουν δεχτεῖ μὲ σοβαρότητα τό αἰώνιο μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου καί ἔχουν ρυθμίσει τή ζωή τους μὲ τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ αἰσθάνονται εὐτυχισμένοι. Ἂς ἀντιμετωπίσουμε λοιπὸν καί ἐμεῖς μὲ τὴν πρέπουσα σοβαρότητα τὰ σωτήρια λόγια τοῦ Θεοῦ καί ἂς συμμορφωνόμαστε πρὸς αὐτά, ποὺ κρατεῖ καί διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας, καί τότε θά ἔχουμε μόνιμα «τὸν Χριστὸν κατοικοῦντα ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν»..

  (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Εἶ­πεν ὁ Κύριος τήν πα­ρα­βο­λὴν ταύτην.· Ἀν­θρώ­που τι­νὸς πλου­σί­ου εὐ­φό­ρη­σεν ἡ χώ­ρα· καὶ δι­ε­λο­γί­ζε­το ἐν ἑ­αυ­τῷ λέ­γων· τί ποι­ή­σω, ὅ­τι οὐκ ἔ­χω ποῦ συ­νά­ξω τοὺς καρ­πο­ύς μου; καὶ εἶ­πε· τοῦ­το ποι­ή­σω· κα­θε­λῶ μου τὰς ἀ­πο­θή­κας καὶ με­ί­ζο­νας οἰ­κο­δο­μή­σω, καὶ συ­νά­ξω ἐ­κεῖ πάντα τὰ γεν­νή­μα­τά μου καὶ τὰ ἀ­γα­θά μου, καὶ ἐ­ρῶ τῇ ψυ­χῇ μου· ψυ­χή, ἔ­χεις πολ­λὰ ἀ­γα­θὰ κε­ί­με­να εἰς ἔ­τη πολ­λά· ἀ­να­πα­ύ­ου, φά­γε, πί­ε, εὐ­φρα­ί­νου. εἶ­πε δὲ αὐ­τῷ ὁ Θε­ός· ἄ­φρον, τα­ύ­τῃ τῇ νυ­κτὶ τὴν ψυ­χήν σου ἀ­παι­τοῦ­σιν ἀ­πὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡ­το­ί­μα­σας τί­νι ἔ­σται; οὕ­τως ὁ θη­σαυ­ρί­ζων ἑ­αυ­τῷ καὶ μὴ εἰς Θε­ὸν πλου­τῶν. Ταῦτα λέγων ἐφώνει· Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω.

                            (Λουκ. ιβ΄[12] 16 – 21)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Εἶ­πε ὁ Κύ­ριος την πιο κά­τω πα­ρα­βο­λὴ: Κά­ποι­ου πλου­σί­ου ἀν­θρώ­που τὰ ἐ­κτε­τα­μέ­να του χω­ρά­φια ἀ­πέ­δω­σαν ἄ­φθο­νη σο­δειὰ καὶ με­γά­λη πα­ρα­γω­γή. Ἀν­τὶ ὅ­μως νὰ εὐ­χα­ρι­στή­σει τὸν Θε­ὸ καὶ νὰ εὐ­χα­ρι­στη­θεῖ κι ὁ ἴ­διος γιὰ τὴν εὐ­φο­ρί­α αὐ­τή, συλ­λο­γι­ζό­ταν μέ­σα του, ἀ­γω­νι­οῦ­σε κι ἀ­να­στα­τω­νό­ταν λέ­γον­τας: Τί νὰ κά­νω, δι­ό­τι δὲν ἔ­χω ποῦ νὰ μα­ζέ­ψω τοὺς καρ­ποὺς τῶν χω­ρα­φι­ῶν μου πού μοῦ πε­ρισ­σεύ­ουν; Θέ­λω νά γί­νουν ὅ­λοι δι­κοί μου, γιὰ νὰ τοὺς ἀ­πο­λαύ­σω μό­νος μου. Τε­λι­κά, ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ με­γά­λη σκέ­ψη εἶ­πε: Αὐ­τὸ θὰ κά­νω: Θὰ γκρε­μί­σω τὶς ἀ­πο­θῆ­κες μου καὶ θὰ κτί­σω με­γα­λύ­τε­ρες καὶ πιὸ εὐ­ρύ­χω­ρες. Καὶ θὰ μα­ζέ­ψω ἐ­κεῖ ὅ­λη τὴ σο­δειά μου καὶ τὰ ἀ­γα­θά μου, καὶ σὰν ἄν­θρω­πος πού μό­νο τίς ἀ­πο­λαύ­σεις τῆς κοι­λιᾶς γνώ­ρι­σα θὰ πῶ στὴν ψυ­χή μου. Ψυ­χή, ἔ­χεις πολ­λά ἀ­γα­θά, πού εἶ­ναι ἀ­πο­θη­κευ­μέ­να καὶ σοῦ φτά­νουν γιά πολ­λά χρό­νια. Μὴ σκο­τί­ζε­σαι πλέ­ον γιὰ τί­πο­τε, ἀλ­λά ἀ­πό­λαυ­σε μιά ζω­ή ἀ­να­παυ­τι­κή· φά­ε, πι­ές, γέ­μι­σε χα­ρά. Ἀ­φοῦ ὅ­μως τὰ ἑ­τοί­μα­σε ὅ­λα, πρὶν ἀ­κό­μη προ­φθά­σει νὰ πεῖ στὴν ψυ­χὴ του τὰ ὅ­σα σχε­δί­α­ζε, τοῦ εἶ­πε ὁ Θε­ός εἴ­τε μέ­σα ἀ­πὸ τὴ συ­νεί­δη­σή του εἴ­τε στὸν ὕ­πνο του: Ἄ­μυα­λε καὶ ἀ­νό­η­τε ἄν­θρω­πε πού στή­ρι­ξες τήν εὐ­τυ­χί­α σου μό­νο στίς ἀ­πο­λαύ­σεις τῆς κοι­λιᾶς καὶ νό­μι­σες ὅ­τι ἡ μα­κρο­ζω­ί­α σου ἐ­ξαρ­τι­ό­ταν ἀ­πό τά πλού­τη σου καί ὄ­χι ἀ­πό μέ­να· τή νύ­χτα αὐ­τή, πού ἐ­δῶ καί πο­λύ και­ρό ὀ­νει­ρευ­ό­σουν ὡς νύ­χτα εὐ­τυ­χί­ας καί νό­μι­ζες ὅ­τι θά ἄρ­χι­ζε ἀ­πό δῶ καί πέ­ρα ἡ ἀ­να­παυ­τι­κή καί ἀ­πο­λαυ­στι­κή ζω­ή σου, οἱ φο­βε­ροί δαί­μο­νες ἀ­παι­τοῦν νά πά­ρουν τήν ψυ­χή σου. Σέ λί­γο θά πε­θά­νεις. Αὐ­τά λοι­πόν πού ἑ­τοί­μα­σες καί ἀ­πο­θή­κευ­σες σέ ποι­όν θά ἀ­νή­κουν καί σέ ποι­ούς κλη­ρο­νό­μους θά πε­ρι­έλ­θουν; Ἔ­τσι θά τήν πά­θει καί τέ­τοι­ο τέ­λος θά ἔ­χει ἐ­κεῖ­νος πού θη­σαυ­ρί­ζει γιά τόν ἑ­αυ­τό του, γιά νά ἀ­πο­λαμ­βά­νει ἐ­γω­ι­στι­κά αὐ­τός καί μό­νο τά ἀ­γα­θά τῆς γῆς, καί δέν ἀ­πο­τα­μι­εύ­ει μέ τά ἔρ­γα τῆς ἀ­γά­πης στόν οὐ­ρα­νό θη­σαυ­ρούς πνευ­μα­τι­κούς. Μό­νο σ’ αὐ­τούς τούς θη­σαυ­ρούς εὐ­χα­ρι­στεῖ­ται ὁ Θε­ός.