ΙΕΡΑ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ
ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ
Η΄ ΛΟΥΚΑ
(10 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2024)
Οὔσης ὀψίας
τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ
μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων , ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ
μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς, Εἰρήνη ὑμῖν. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας
καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ. ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τόν Κύριον. εἶπεν οὖν
αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς πάλιν , Εἰρήνη ὑμῖν, καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω
ὑμᾶς. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς, Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον. ἄν τινων
ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφιένται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται. Θωμᾶς δέ,
εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ' αὐτῶν ὅτε ἦλθεν Ἰησοῦς,
ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί, Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς, Ἐὰν
μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἤλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς
τὸν τύπον τῶν ἤλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρα μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ
πιστεύσω. Καὶ μεθ' ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ Θωμᾶς μετ'
αὐτῶν. ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ
εἶπεν, Εἰρήνη ὑμῖν. εἶτα λέγει τῷ Θωμᾶ, φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὦδε, καὶ ἴδε τὰς
χεῖράς μου. καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου
ἄπιστος ἀλλὰ πιστός. καὶ ἀπεκρίθη ὁ Θωμᾶς, καὶ εἶπεν αὐτῷ, Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ
Θεός μου. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, Ὅτι ἑώρακάς με πεπίστευκας, μακάριοι οἱ μὴ
ἰδόντες, καὶ πιστεύσαντες. Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς
ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστιν γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ΄ ταῦτα δὲ
γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα
πιστεύοντες, ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ.
( Ἰωάν. κ΄[20] 19 – 31)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
19 Καί ἡ μαρτυρία αὐτή τῆς Μαρίας ἐπιβεβαιώθηκε τήν ἴδια ἡμέρα. Διότι ὅταν
βράδιασε τήν ἡμέρα ἐκείνη, τήν πρώτη τῆς ἑβδομάδος, κι ἐνῶ οἱ μαθητές ἦταν
μαζεμένοι σ’ ἕνα σπίτι καί εἶχαν τίς θύρες κλειστές ἐπειδή φοβοῦνταν τούς
ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων, ἦλθε ὁ Ἰησοῦς καί στάθηκε στή μέση καί τούς εἶπε: Ἄς
ἔλθει εἰρήνη σέ σᾶς. 20 Κι ἀφοῦ τό εἶπε αὐτό, τούς ἔδειξε τά χέρια
του καί τήν πλευρά του, γιά νά δοῦν τά σημάδια τῶν πληγῶν καί νά πεισθοῦν ὅτι
αὐτός ἦταν ὁ Διδάσκαλός τους πού σταυρώθηκε. Ἀφοῦ λοιπόν βεβαιώθηκαν γι’ αὐτό
μέ τήν ἐπίδειξη τῶν οὐλῶν του, χάρηκαν οἱ μαθητές πού εἶδαν τόν
Κύριο. 21 Ὅταν λοιπόν οἱ μαθητές ἠρέμησαν κάπως ἀπό τήν πρώτη σφοδρή
συγκίνηση πού αἰσθάνθηκαν ἐξαιτίας τῆς μεγάλης τους χαρᾶς, τούς εἶπε πάλι ὁ
Ἰησοῦς σέ σχέση μέ τή μελλοντική τους τώρα κλήση καί ἀποστολή: Ἄς ἔλθει εἰρήνη
σέ σᾶς. Ὅπως μέ ἀπέστειλε ὁ Πατέρας μου γιά τό ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων,
ἔτσι κι ἐγώ σᾶς στέλνω νά συνεχίσετε τό ἴδιο ἔργο. 22 Κι ἀφοῦ τό
εἶπε αὐτό, προκειμένου νά τούς μεταδώσει τήν πνοή τῆς νέας οὐράνιας ζωῆς
ἐμφύσησε στά πρόσωπά τους, ὅπως κάποτε ὁ Θεός στό πρόσωπο τοῦ Ἀδάμ, καί τούς
εἶπε: Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον. 23 Σ’ ὅποιους συγχωρήσετε τίς ἁμαρτίες,
θά τούς εἶναι συγχωρημένες κι ἀπό τόν Θεό. Σ’ ὅποιους ὅμως τίς κρατᾶτε
ἀσυγχώρητες, θά μείνουν γιά πάντα κρατημένες. 24 Ὁ Θωμᾶς ὅμως, πού
ἦταν ἕνας ἀπό τούς δώδεκα ἀποστόλους καί τόν ὁποῖο ὀνόμαζαν Δίδυμο ὅσοι Ἑβραῖοι
μιλοῦσαν τήν ἑλληνική γλώσσα, δέν ἦταν μαζί τους ὅταν ἦλθε ὁ
Ἰησοῦς. 25 Ὅταν λοιπόν τόν εἶδαν, τοῦ ἔλεγαν οἱ ἄλλοι μαθητές:
Εἴδαμε τόν Κύριο. Αὐτός ὅμως τούς ἀπάντησε: Ἐάν δέν δῶ μέ τά μάτια μου στά
χέρια του τό σημάδι τῶν καρφιῶν καί δέν βάλω τό δάχτυλό μου στό σημάδι τῶν
καρφιῶν καί δέν βάλω τό χέρι μου στήν πλευρά του, ὥστε ὄχι μόνο μέ τά μάτια μου
ἀλλά καί μέ τά δάχτυλά μου νά βεβαιωθῶ, δέν θά πιστέψω. 26 Πράγματι
λοιπόν, ὕστερα ἀπό ὀκτώ ἡμέρες ἦταν πάλι μέσα στό σπίτι οἱ μαθητές, καί μαζί μ’
αὐτούς ἦταν κι ὁ Θωμᾶς. Ἔρχεται λοιπόν ὁ Ἰησοῦς, ἐνῶ ἦταν κλειστές οἱ θύρες,
καί στάθηκε ἀνάμεσα στούς μαθητές καί εἶπε: Ἄς ἔλθει εἰρήνη σέ
σᾶς. 27 Ἔπειτα λέει στόν Θωμᾶ: Φέρε τό δάχτυλό σου ἐδῶ. Ψηλάφησε καί
ἐξέτασε τά σημάδια τῶν πληγῶν μου, καί δές συγχρόνως μέ τά μάτια σου τά χέρια
μου. Φέρε τό χέρι σου κάτω ἀπό τά ἐνδύματά μου καί βάλ’ το στήν πλευρά μου πού
χτυπήθηκε ἀπό τή λόγχη. Καί μήν ἀφήνεις τόν ἑαυτό σου νά κυριευθεῖ ἀπό τήν
ἀπιστία, ὥστε νά γίνεις μόνιμα καί ἀνεπανόρθωτα ἄπιστος, ἀλλά νά προοδεύεις καί
νά στηρίζεσαι στήν πίστη, ὥστε νά γίνεις ἀμετακίνητος καί ἀδιάσειστος σ’
αὐτή. 28 Ὁ Θωμᾶς τότε τοῦ ἀποκρίθηκε: Πιστεύω καί ὁμολογῶ ὅτι εἶσαι
ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου. 29 Τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς: Πίστεψες ἐπειδή
μέ εἶδες. Μακάριοι καί πιό εὐτυχισμένοι εἶναι ἐκεῖνοι πού πιστεύουν χωρίς νά μέ
ἔχουν δεῖ μέ τά μάτια τους, ὅπως μέ εἶδες ἐσύ. Καί θά πιστέψουν ἔτσι ὅλα τά
μέλη τῆς Ἐκκλησίας μου στίς γενιές πού θά ἔλθουν. 30 Σύμφωνα λοιπόν
μέ ὅσα ἐξιστορήσαμε, ἐκτός ἀπό τό θαῦμα τῆς Ἀναστάσεώς του, ὁ Ἰησοῦς μπροστά
στά μάτια τῶν μαθητῶν του ἔκανε καί πολλά ἄλλα θαύματα πού ἀποδείκνυαν τή
θεότητά του καί τά ὁποῖα δέν εἶναι γραμμένα στό βιβλίο αὐτό. 31 Αὐτά
πού ἐκθέσαμε, γράφηκαν γιά νά πιστέψετε ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός πού
προκηρύχθηκε ἀπό τούς προφῆτες, ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ· κι ἔτσι πιστεύοντας
νά ἔχετε ὡς ἀναφαίρετο κτῆμα σας τή νέα, θεία καί αἰώνια ζωή, τήν ὁποία
μεταδίδει ὁ ἴδιος στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων πού ἐπικαλοῦνται τό ὄνομά του.
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (Κ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί, γνωρίζω ὑμῖν τὸ Εὐαγγέλιον
τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ᾽ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστιν κατὰ ἄνθρωπον· οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ
ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτό, οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι᾽ ἀποκαλύψεως ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ.
᾽Ηκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ ᾽Ιουδαϊσμῷ, ὅτι καθ᾽ ὑπερβολὴν
ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, καὶ προέκοπτον ἐν τῷ
᾽Ιουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς
ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων. Ὅτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς, ὁ ἀφορίσας με ἐκ
κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ
ἐν ἐμοὶ, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ
καὶ αἵματι, οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ
ἀπῆλθον εἰς ᾽Αραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν. ῎Επειτα μετὰ τρία ἔτη
ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας
δεκαπέντε· ἕτερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον, εἰ μὴ ᾽Ιάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ
Κυρίου.
(Γαλ. α΄[1] 11-19).
ΤΟ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ
«Τὸ εὐαγγέλιον... οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον»
Στό σημερινό Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπευθύνεται
στούς Χριστιανούς μιᾶς εὐρύτερης περιοχῆς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας,
τῆς Γαλατίας, καὶ τοὺς λέγει: Τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ σᾶς κήρυξα «οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον»,
δὲν ἀποτελεῖ ἀνθρώπινη ἐπινόηση. Διότι ὅπως οἱ ὑπόλοιποι Ἀπόστολοι ἔτσι κι ἐγὼ
δὲν τὸ παρέλαβα οὔτε τὸ διδάχθηκα ἀπὸ κάποιον ἄνθρωπο ἀλλὰ τὸ παρέλαβα μὲ ἀποκάλυψη
ἀπευθείας ἀπὸ τὸν Θεό.
Δὲν εἶναι ἀνθρώπινο
δημιούργημα τὸ Εὐαγγέλιο. Εἶναι θεόπνευστο, καί γι᾿ αὐτὸ ἐπιτελεῖ θαύματα συγκλονιστικά.
1. Είναι θεόπνευστο
Αὐτὸ ποὺ συντελεῖ ὥστε
τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο νά ξεχωρίζει ἀπὸ ὁποιοδήποτε
ἄλλο βιβλίο εἶναι ἡ θεοπνευστία του. Τὸ εἶπε ὁ Ἀπόστολος: «Ούκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον»!
Τὸ ἔγραψαν βέβαια ἄνθρωποι, ἀλλὰ τὸ ἔγραψαν μὲ θεία ἔμπνευση, μὲ τὸν ἄμεσο
φωτισμὸ καὶ τὴν καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὸ ἀκριβῶς τονίζει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος
καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο, ὅπου γράφει ὅτι «πᾶσα γραφὴ θεόπνευστος» (Β ́ Τιμ. γ
́ [3]16), δηλαδὴ ὅλη ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι θεόπνευστη.
Ἡ θεοπνευστία τοῦ Εὐαγγελίου
γίνεται ὁλοφάνερη μέσα ἀπὸ πλῆθος
ἀποδείξεων. Μία ἀπὸ αὐτὲς εἶναι ἡ συγγραφή του. Διαφορετικοί ἄνθρωποι, ἀγράμματοι μερικοί, σέ διαφορετικό τόπο και χρόνο, ἔγραψαν τά βιβλία πού περιέχονται στήν Καινή
Διαθήκη, κι ὅμως ὅλα
παρουσιάζουν θαυμαστὴ ἑνότητα καί καταπλήσσουν μὲ τὸ ὕψος
τῆς θεολογίας τους.
Ἔπειτα ἀξιοθαύμαστο εἶναι
τὸ περιεχόμενο τοῦ Εὐαγγελίου. Ἡ διδασκαλία του γιὰ τὴν
ἀγάπη πρὸς τοὺς ἐχθρούς, τὴν ταπείνωση, τή συγχωρητικότητα καὶ ἄλλες ἀρετὲς πρωτάκουστες καί ἄγνωστες ἕως τότε, ἀναγεννᾶ πνευματικά τίς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων.
Χειροπιαστὴ ἀπόδειξη
τῆς θεοπνευστίας τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι καί ἡ ἐκπληκτική διάδοσή του σὲ ὅλο τὸν κόσμο. Παρά τίς λυσσαλέες ἐπιθέσεις,
που κατὰ καιροὺς δέχθηκε καί δέχεται, αἰῶνες τώρα
βρίσκεται σταθερά στήν πρώτη θέση κυκλοφορίας τῶν βιβλίων, μὲ τόση μάλιστα
διαφορά, ὥστε ἐπίσημες στατιστικὲς νὰ λένε ὅτι ὅλα μαζί τά βιβλία τοῦ κόσμου δὲν
μποροῦν νὰ φθάσουν, οὔτε κἄν νά πλησιάσουν τὸν ἀριθμὸ
τῶν ἀντιτύπων τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
2. Ἐπιτελεῖ θαύματα
Εἶναι θεόπνευστο λοιπὸν
τὸ Εὐαγγέλιο. Λόγος Θεοῦ! Αὐτό σημαίνει ὅτι πίσω ἀπὸ τίς λέξεις καί τὰ γράμματα κρύβεται
δύναμη θεϊκή, ἡ πνοὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο
ἐπιτελεῖ θαύματα!
Πόσοι ἄνθρωποι μετανόησαν χάρη σ᾿ ἕνα λόγο ποὺ ἄκουσαν ἤ διάβασαν στὸ Εὐαγγέλιο! Ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος, ὅταν
διάβασε ἕνα στίχο ἀπὸ τὴν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολή,
συγκλονίστηκε, μετανόησε ὁριστικά κι ἄρχισε νὰ
βαδίζει σταθερά τόν δρόμο τῆς ἁγιότητας.
Ἀλλὰ καὶ πόσοι ἄλλοι δέχθηκαν κάποιον λόγο τοῦ Εὐαγγελίου ὡς φωνὴ
τοῦ Θεοῦ ποὺ τοὺς ἄνοιγε νέους δρόμους στή ζωή τους! Ἕνας σύγχρονος ἅγιος, ὁ ἅγιος Λουκᾶς ἀρχιεπίσκοπος
Κριμαίας, καθώς διάβαζε κάποτε τὸ Εὐαγγέλιο στάθηκε στὸν λόγο τοῦ Κυρίου «ό
μὲν θερισμός πολύς, οἱ δὲ ἐργάται ολίγοι». Σκέφθηκε: «Ώστε λοιπόν,
Κύριε, σοῦ λείπουν ἐργάτες;»... Αὐτό ἔγινε ἀφορμὴ ὥστε ἀργότερα νά πάρει τὴν ἀπόφαση ν᾿ ἀφιερώσει τή ζωή του στην Ἐκκλησία!
Ἀλλὰ μήπως κι ἐμεῖς δὲν
ἔχουμε αἰσθανθεῖ πολλὲς φορὲς τὸν διεισδυτικό λόγο τοῦ Εὐαγγελίου νὰ
ἀγγίζει τὸ ἐσωτερικό τῆς καρδιᾶς μας; Συχνὰ ὁμολογοῦμε: «Γιά μένα τό λέει αὐτό». Εἶναι ζωντανὸς καί δραστικὸς ὁ λόγος τοῦ
Θεοῦ καὶ κοφτερός περισσότερο ἀπὸ κάθε δίκοπο μαχαίρι. Εἰσχωρεῖ στὰ βάθη τῆς
ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἀναμοχλεύει και με τις
απαραίτητες τομές ἐπιφέρει τήν κάθαρση, τή θεραπεία, τὴν ἀνακαίνιση!
Τό Εὐαγγέλιο, ἡ Καινή Διαθήκη, ποὺ ὅλοι ἔχουμε στό σπίτι μας, δέν γράφτηκε γιὰ νὰ
προστεθεῖ ἕνα ἀκόμη βιβλίο στίς μυριάδες τῶν
βιβλίων. Γράφτηκε γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. Γιὰ νὰ γνωρίσουμε οἱ άνθρωποι τί εἶναι ὁ Θεός, πόσο μεγάλος εἶναι ὁ πλοῦτος
τῶν δωρεῶν του, ἡ ἀγάπη, τὸ ἔλεος, ἡ χάρις, ποιὰ εἶναι τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἑτοίμασε
για νὰ τὰ κληρονομήσουμε στην αιωνιότητα. Μακάρι όλοι μας νὰ ἀγαπήσουμε τὸ Εὐαγγέλιο,
νὰ τὸ μελετοῦμε καὶ νὰ τό ἐφαρμόζουμε. Νὰ τὸ ἔχουμε
πάντοτε ὡς φῶς καὶ ὁδηγό μας στή ζωή μας!
(Διασκευὴ ἀπὸ
παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, Νομικός τις προσῆλθε
τῷ ᾿Ιησοῦ, πειράζων αὐτὸν, καὶ λέγων· Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον
κληρονομήσω; Ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις;
Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας
σου, καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου, καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου, καὶ ἐξ ὅλης
τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν. Εἶπε δὲ αὐτῷ· Ὀρθῶς
ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ. Ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν, εἶπε
πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν· Καί τίς ἐστί μου πλησίον; Ὑπολαβὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν·
Ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ ῾Ιερουσαλὴμ εἰς ῾Ιεριχώ, καὶ λησταῖς
περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν, καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον,
ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα. Κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν
ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν. Ὁμοίως δὲ καὶ Λευΐτης,
γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν, ἀντιπαρῆλθε. Σαμαρείτης
δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ᾿ αὐτόν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη, καὶ προσελθὼν
κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ, ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας
δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος, ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον, καὶ ἐπεμελήθη
αὐτοῦ· καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθών, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ
καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅ,τι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ
ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι. Τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον
δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς; Ὁ δὲ εἶπεν·
Ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾿ αὐτοῦ. Εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· Πορεύου
καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.
(Λουκ.
ι΄[10] 25 – 37)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνον τόν καιρό, σηκώθηκε
κάποιος νομοδιδάσκαλος γιὰ νὰ δοκιμάσει τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ἀποδείξει
ὅτι δὲν γνώριζε τὸ νόμο, καί τοῦ εἶπε: Διδάσκαλε, ποιὸ ἔργο ἀρετῆς
ἢ ποιὰ θυσία πρέπει νὰ κάνω γιὰ νά κληρονομήσω τὴ μακάρια καὶ αἰώνια
ζωή; Καὶ ὁ Κύριος τοῦ εἶπε: Στὸν νόμο τί ἔχει γραφεῖ; Ἐσὺ πού σπουδάζεις
καὶ ἐρευνᾶς τὸν νόμο, τί διαβάζεις ἐκεῖ γιὰ τὸ ζήτημα αὐτό; Καὶ πῶς
τὸ ἀντιλαμβάνεσαι; Ὁ νομικὸς τότε τοῦ ἀποκρίθηκε: Στὸν νόμο εἶναι
γραμμένο τὸ ἑξῆς: Νὰ ἀγαπᾶς τὸν Κύριο καὶ Θεό σου μὲ ὅλη σου τὴν καρδιά,
ὥστε σ' αὐτὸν νὰ εἶσαι ὁλοκληρωτικὰ παραδομένος, μὲ ὅλα τὰ βάθη
τῆς ἐσωτερικῆς καὶ πνευματικῆς ὑπάρξεώς σου· καὶ μὲ ὅλη σου τὴν ψυχή,
ὥστε αὐτὸν νὰ ποθεῖς μὲ ὅλο τὸ συναίσθημά σου· καὶ μὲ ὅλη τὴ θέληση
καὶ τὴ δύναμή σου, ὥστε κάθετί
πού θὰ κάνεις νὰ εἶναι σύμφωνο μὲ τὸ θέλημά Του. Καὶ μὲ ὅλη σου τὴ δύναμη
καὶ μὲ δραστηριότητα ἀκούραστη νὰ ἐργάζεσαι γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ
θελήματός Του. Νὰ τὸν ἀγαπᾶς καὶ μὲ τὸν νοῦ σου ὁλόκληρο, ὥστε αὐτὸν
πάντοτε νὰ σκέφτεσαι. Νὰ ἀγαπᾶς ἐπίσης καὶ τὸν πλησίον σου, τὸν συνάνθρωπό
σου, ὅσο καὶ ὅπως ἀγαπᾶς τὸν ἑαυτό σου. Τοῦ εἶπε τότε ὁ Κύριος: Σωστὴ
ἀπάντηση ἔδωσες. Νὰ κάνεις πάντοτε αὐτὸ πού εἶπες, καὶ θὰ κληρονομήσεις
τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ ζήσεις σ' αὐτή. Ὁ νομοδιδάσκαλος ὅμως
θέλοντας νὰ δικαιολογήσει τὸν ἑαυτό του, ἐπειδή, ὅπως ἀποδείχθηκε,
ἔθεσε στὸν Ἰησοῦ ἕνα ἐρώτημα πάνω στὸ ὁποῖο τοῦ ἦταν γνωστὴ ἡ ἀπάντηση,
εἶπε στὸν Ἰησοῦ: Καὶ ποιὸν πρέπει νὰ θεωρῶ «πλησίον» μου σύμφωνα μὲ τὴν Ἁγία Γραφή;
Τότε ὁ Ἰησοῦς μὲ τὴν
ἀφορμὴ αὐτὴ πῆρε τὸν λόγο καὶ εἶπε: Κάποιος ἄνθρωπος κατέβαινε ἀπὸ
τὰ Ἱεροσόλυμα στὴν Ἱεριχώ κι ἔπεσε σὲ ἐνέδρα ληστῶν. Αὐτοὶ δὲν ἀρκέστηκαν
μόνο νὰ τοῦ πάρουν τὰ χρήματά του, ἀλλά καὶ τὸν ἔγδυσαν, τὸν τραυμάτισαν,
τὸν γέμισαν μὲ πληγὲς καὶ ἔφυγαν, ἀφοῦ τὸν ἄφησαν μισοπεθαμένο. Κατὰ
σύμπτωση τότε κατέβαινε στὸν δρόμο ἐκεῖνο κάποιος ἱερεύς, κι ἐνῶ
τὸν εἶδε, τὸν προσπέρασε ἀπὸ τὸ ἀπέναντι μέρος τοῦ δρόμου χωρὶς νὰ
τοῦ δώσει σημασία ἢ κάποια βοήθεια. Τὸ ἴδιο καὶ κάποιος Λευΐτης
πού περνοῦσε ἀπὸ τὸ μέρος ἐκεῖνο, ἐνῶ πλησίασε καὶ εἶδε τὸν πληγωμένο,
ἀπομακρύνθηκε ἀμέσως καὶ τὸν προσπέρασε κι αὐτὸς ἀπὸ τὸ ἀπέναντι
μέρος τοῦ δρόμου. Ἕνας Σαμαρείτης ὅμως πού περνοῦσε ἀπὸ τὸν δρόμο ἐκεῖνο,
ἦλθε στὸ μέρος ὅπου ἦταν ξαπλωμένος, καὶ ὅταν τὸν εἶδε τὸν σπλαχνίστηκε
καὶ τὸν πόνεσε. Τὸν πλησίασε τότε καὶ τοῦ ἔδεσε μὲ ἐπιδέσμους τὰ
τραύματά του, ἀφοῦ προηγουμένως τὰ ἔπλυνε καὶ τὰ ἄλειψε μὲ λάδι καὶ
μὲ κρασί. Κι ἔπειτα τὸν ἀνέβασε στὸ ζῶο του, τὸν πῆγε σὲ κάποιο πανδοχεῖο
καὶ τὸν περιποιήθηκε, διακόπτοντας ἔτσι τὸ ταξίδι του. Τὴν ἄλλη μέρα
τὸ πρωί, φεύγοντας ἀπὸ τὸ πανδοχεῖο πού εἶχε διανυκτερεύσει, ἔβγαλε
δύο δηνάρια, τὰ ἔδωσε στὸν ξενοδόχο καὶ τοῦ εἶπε: Περιποιήσου τον
γιὰ νὰ γίνει καλά. Καὶ ὅ,τι παραπάνω ξοδέψεις, ἐγώ καθώς θά ἐπιστρέφω
στὴν πατρίδα μου καὶ θὰ ξαναπεράσω ἀπὸ ἐδῶ, θὰ σοῦ τὰ πληρώσω. Λοιπόν,
ρώτησε συμπερασματικὰ ὁ Ἰησοῦς, ποιός ἀπό τους τρεῖς αὐτούς σοῦ φαίνεται
ὅτι ἔκανε τὸ καθῆκον του πρὸς τὸν συνάνθρωπο καὶ ἀποδείχθηκε στὴν
πράξη «πλησίον» καὶ ἀδελφὸς ἐκείνου πού ἔπεσε στά χέρια τῶν ληστῶν;
Κι αὐτὸς εἶπε: «Πλησίον» του ἀποδείχθηκε
αὐτός πού τὸν σπλαχνίστηκε καὶ τὸν ἐλέησε. Τοῦ εἶπε λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς:
Πήγαινε καὶ κάνε κι ἐσύ τὸ ἴδιο. Δεῖχνε δηλαδή συμπάθεια σὲ κάθε ἄνθρωπο
πού πάσχει, χωρίς νὰ ἐξετάζεις ἂν αὐτὸς εἶναι συγγενής σου ἢ συμπατριώτης
σου, καὶ χωρὶς νὰ λογαριάζεις τὶς θυσίες καὶ τούς κόπους καὶ τὶς δαπάνες
πού θὰ ὑποστεῖς γιὰ νὰ βοηθήσεις καὶ νὰ συντρέξεις αὐτὸν πού πάσχει, ἔστω
κι ἂν αὐτὸς εἶναι ἐχθρός σου. Ἔτσι κι ὁ Χριστός, πού οἱ ἐχθροί του τὸν ἔβριζαν
«Σαμαρείτη», στὴν καταπληγωμένη
καὶ μισοπεθαμένη ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες ἀνθρωπότητα ἔγινε ὁ καλὸς καὶ
ἀγαθὸς Σαμαρείτης. Καὶ γιὰ νὰ τὴν θεραπεύσει ἀπ' τὶς πληγές της, ὄχι
μόνο ὑπέστη κόπους, ἀλλά ὑποβλήθηκε καὶ σὲ θάνατο σταυρικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου