ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ
ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ
(3 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2024)
Τῷ καιρῷ
ἐκείνῳ, Μαρία εἱστήκει πρὸς τὸ μνημεῖον κλαίουσα ἔξω,
ὡς οὖν ἔκλαιε, παρέκυψεν εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ θεωρεῖ δύο ἀγγέλους ἐν λευκοῖς
καθεζομένους, ἕνα πρὸς τῇ κεφαλῇ, καὶ ἕνα πρὸς τοῖς ποσίν, ὅπου ἔκειτο τὸ σῶμα
τοῦ Ἰησοῦ, καὶ λέγουσιν αὐτῇ ἐκεῖνοι, Γύναι, τὶ κλαίεις; λέγει αὐτοῖς, Ὅτι ἦραν
τὸν Κύριόν μου, καὶ οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν, καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἐστράφη εἰς τὰ
ὀπίσω, καὶ θεωρεῖ τὸν Ἰησοῦν ἐστῶτα, καὶ οὐκ ᾒδει ὅτι Ἰησοῦς ἐστι. Λέγει αὐτῇ ὁ
Ἰησοῦς, Γύναι, τὶ κλαίεις; τίνα ζητεῖς; ἐκείνη δοκοῦσα ὅτι ὁ κηπουρὸς ἐστι, λέγει
αὐτῷ, Κύριε, εἰ σὺ ἐβάστασας αὐτόν, εἰπὲ μοι ποῦ αὐτὸν ἔθηκας, κἀγὼ αὐτὸν ἀρῶ,
λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς, Μαρία, στραφεῖσα ἐκείνη λέγει αὐτῷ, Ῥαββουνί, ὃ λέγεται
Διδάσκαλε, λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς, Μή μου ἃπτου, οὔπω γὰρ ἀναβέβηκα πρὸς τὸν πατέρα
μου, πορεύου δὲ πρὸς τοὺς ἀδελφούς μου, καὶ εἰπὲ αὐτοῖς, Ἀναβαίνω πρὸς τὸν πατέρα
μου καὶ πατέρα ὑμῶν, καὶ Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν, ἔρχεται Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἀπαγγέλλουσα
τοῖς μαθηταῖς ὅτι ἑώρακε τὸν Κύριον, καὶ ταῦτα εἶπεν αὐτῇ.
Ἰωάν. κ΄[20] 11 – 18)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
11 Ἡ Μαρία ὅμως στὸ μεταξὺ στεκόταν κοντὰ στὸ μνημεῖο κι ἔκλαιγε ἔξω
ἀπ᾿ αὐτό, χωρὶς νὰ φαντάζεται ποτὲ ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀναστήθηκε. 12 Ἐνῶ λοιπὸν ἑξακολουθοῦσε νὰ κλαίει,
ἔσκυψε μιὰ στιγμὴ στὸ μνημεῖο ἀναζητώντας καὶ πάλι τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Βλέπει
τότε δύο ἀγγέλους μὲ λευκὰ ἐνδύματα, ἔνδοξους καὶ ἀκαταγώνιστους φρουροὺς τοῦ
τάφου. Αὐτοὶ κάθονταν ὡς ὑπηρέτες τοῦ ἀναστημένου Κυρίου, ὁ ἕνας πρὸς τὸ μέρος
τοῦ κεφαλιοῦ καὶ ὁ ἄλλος πρὸς τὸ μέρος τῶν ποδιῶν, ὅπου πιὸ πρὶν ἦταν
τοποθετημένο κάτω στὴ γῆ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. 13 Τῆς λένε τότε ἐκεῖνοι: Γυναίκα,
γιατί κλαῖς; Κι αὐτὴ τοὺς ἀπαντᾶ: Διότι πῆραν τὸν Κύριό μου ἀπὸ τὸν τάφο καὶ δὲν
ξέρω ποῦ τὸν ἔβαλαν. 14 Καὶ
ἀφοῦ τὰ εἶπε αὐτά, στράφηκε πίσω καὶ βλέπει τὸν Ἰησοῦ νὰ στέκεται ὄρθιος, ἀλλὰ
δὲν κατάλαβε ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ Ἰησοῦς, εἴτε διότι τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου εἶχε ὑποστεῖ
μεταβολὴ μὲ τὴν Ἀνάσταση, εἴτε διότι ἡ Μαρία δὲν ὑποπτευόταν κἂν ὅτι ὁ
Διδάσκαλος ἀναστήθηκε. 15
Τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς: Γυναίκα, γιατί κλαῖς; Ποιὸν ζητᾶς; Ἐκείνη νόμισε ὅτι ἦταν ὁ
κηπουρὸς καὶ γι᾿ αὐτὸ τοῦ εἶπε: Κύριε, ἐὰν τὸν πῆρες ἐσύ, πές μου ποῦ τὸν ἔβαλες,
κι ἐγὼ θὰ τὸν πάρω ἀπὸ τὸν κῆπο σου καὶ θὰ τὸν τοποθετήσω σὲ ἄλλον τάφο. 16 Τῆς λέει τότε ὁ Ἰησοῦς μὲ τὸν γνωστὸ
σ᾿ ἐκείνη τόνο τῆς φωνῆς του: Μαρία! Ἐκείνη τότε ἀναγνώρισε ἀμέσως τὴ φωνὴ τοῦ Ἰησοῦ,
στράφηκε πίσω καὶ τοῦ εἶπε: Ραββουνί, ποὺ σημαίνει· διδάσκαλέ μου. 17 Τότε ἡ Μαρία ἔτρεξε νὰ περιπτυχθεῖ
μὲ σεβασμὸ τὰ πόδια του, νομίζοντας ὅτι ὁ Κύριος θὰ ἑξακολουθεῖ καὶ τώρα νὰ ζεῖ
σωματικῶς ὅπως καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος του μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του. Γι᾿ αὐτὸ τῆς
λέει ὁ Ἰησοῦς: Μὴ μ᾿ ἀγγίζεις. Μὴ συμπεριφέρεσαι πλέον σὲ μένα σὰν νὰ πρόκειται
νὰ εἶμαι καὶ πάλι ἀνάμεσά σας μ᾿ αὐτὴ τὴ μορφή, μὲ τὴ μορφὴ τῆς ταπεινώσεως καὶ
τῆς ἀσθενείας, ὅπως ζοῦσα μαζί σας πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος. Μὴ μ᾿ ἀγγίζεις, διότι δὲν
ἀνέβηκα ἀκόμη πρὸς τὸν Πατέρα μου. Συνεπῶς δὲν ἐγκαινιάσθηκε ἀκόμη ἡ νέα σχέση
τῆς εὐλαβικῆς καὶ λατρευτικὴς οἰκειότητος ποὺ θὰ συνάψω μὲ τοὺς ἀνθρώπους μετὰ
τὴν Ἀνάληψή μου ὡς αἰώνιος καὶ οὐράνιος πλέον ἀρχιερεὺς καὶ ὡς κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας,
μὲ τὴν ὁποία θὰ εἶμαι ἑνωμένος. Πήγαινε ὅμως στοὺς ἀδελφούς μου καὶ πές τους: Ἀνεβαίνω
πρὸς τὸν Πατέρα μου, τὸν ὁποῖο δι᾿ ἐμοῦ καὶ σεῖς ἔχετε κατὰ χάριν Πατέρα. Αὐτὸς
ἔγινε καὶ Θεός μου ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινα ἄνθρωπος, ὅπως εἶναι Θεὸς δικός σας. 18 Ἔρχεται ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἀναγγέλλει
στοὺς μαθητὲς ὅτι εἶδε τὸν Κύριο καὶ ὅτι τῆς εἶπε τὰ λόγια αὐτά.
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΙΘ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί, ὁ
Θεὸς καὶ Πατὴρ τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ οἶδεν, ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς
τοὺς αἰῶνας, ὅτι οὐ ψεύδομαι. Ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης ῾Αρέτα τοῦ βασιλέως
ἐφρούρει τὴν πόλιν Δαμασκηνῶν πιάσαι με θέλων, καὶ διὰ θυρίδος ἐν
σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ.
Καυχᾶσθαι δὴ οὐ συμφέρει μοι· ἐλεύσομαι δὲ εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις
Κυρίου. Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι
οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν
τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ. Καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον· εἴτε ἐν
σώματι εἴτε χωρὶς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ὅτι ἡρπάγη εἰς
τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ῥήματα ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι.
Ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι, ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν
ταῖς ἀσθενείαις μου. Ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων·
ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ· φείδομαι δέ, μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει
με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ. Καὶ
τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων, ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί,
ἄγγελος Σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ, ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι. Ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον
παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾽ ἐμοῦ· καὶ εἴρηκέν μοι· ᾽Αρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ
δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται· ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς
ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾽ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.
(Β΄ Κορ. ια΄[11]31-33, ιβ΄[12] 1-9)
ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ –
ΕΦΑΡΜΟΓΑΙ
1. «ΠΡΟ ΕΤΩΝ ΔΕΚΑΤΕΣΣΑΡΩΝ»
Γιὰ ὀπτασίες καὶ ἀποκαλύψεις, πού
τοῦ
ἔδειξε
ὁ
Θεός, ὁμιλεῖ σήμερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Μέ
δυσκολία τίς
φανερώνει, δὲν
εἶχε
καμμιὰ
τέτοια διάθεση,
ἀναγκάζεται
ὅμως
νὰ
τὸ
κάνει, διότι στήν
Κόρινθο μερικοί ψευτοδιδάσκαλοι κλόνιζαν τὴν
ἐμπιστοσύνη
τῶν
πιστῶν
στὴ
διδασκαλία τοῦ
̓Αποστόλου, λέγοντας πὼς δὲν ἦταν Ἀπόστολος
ἀληθινὸς τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ νὰ ἀποστομώσει αὐτοὺς τοὺς ἐλεεινοὺς ἀπατεῶνες, ἀναγκάζεται ὁ μέγας ̓Απόστολος νὰ
φανερώσει κάτι ἀπὸ τὰ ὑπέροχα καὶ θαυμαστά, ποὺ τοῦ εἶχε ἀποκαλύψει ὁ Θεός.
Ἕνα τέτοιο μεγάλο καὶ θαυμαστό γεγονὸς εἶναι ἡ ἁρπαγὴ τοῦ ̓Αποστόλου στὸν Παράδεισο. Καθώς λοιπὸν ἑτοιμάζεται νὰ τὸ διηγηθεῖ,
μᾶς
πληροφορεί πὼς
αὐτὸ τὸ γεγονὸς συνέβει «πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων». Σ᾿
αὐτὴ τὴν ἐκ πρώτης ὄψεως
λεπτομέρεια θὰ
ἐμβαθύνουμε
γιά
λίγο στή
συνέχεια.
Τί
ἄξιο
ἐμβαθύνσεως
ἔχει
μια τέτοια ἀσήμαντη
πληροφορία; Ἔχει
καὶ
πολὺ
μάλιστα. Τοῦτο:
Τὸ
ὅτι
τὸ
γεγονὸς
αὐτό,
τῆς
ἁρπαγῆς τοῦ Ἀποστόλου στὸν Παράδεισο, ἐνῷ συνέβει πρὶν ἀπὸ 14 χρόνια, ὁ ταπεινὸς τοῦ Κυρίου Ἀπόστολος
δὲν
τὸ
εἶχε
φανερώσει σὲ
κανένα. Τὸ
κρατοῦσε
μυστικό! 14 χρόνια σιωπῆς,
γιὰ
ἕνα
τόσο συγκλονιστικὸ
γεγονός! Μοιάζει ἀπίστευτο!
Θὰ
μποροῦσε
αὐτὸ τὸ θαῦμα νά τό χρησιμοποιεῖ
στὰ
κηρύγματά του, γιὰ
νὰ
ἐντυπωσιάζει
τοὺς
ἀκροατές
του καὶ
νὰ
ἀσκεῖ ἐπιρροὴ ἐπάνω τους. Δὲν τὸ κάνει όμως. Ἀναγκάζεται
νὰ
τὸ
φανερώσει, μετὰ
ἀπὸ 14 χρόνια, γιὰ νὰ στηρίξει τὶς ἀδύνατες ψυχές, ποὺ κινδύνευαν νὰ χάσουν τὴν πίστη
τους ἀπὸ τίς
συκοφαντίες τῶν
ψευτοδιδασκάλων.
Πόσο
τιποτένιοι εἴμαστε
ἐμεῖς, ποὺ καμαρώνουμε καί
κάνουμε τὸν
σπουδαῖο
γιὰ
ἀνύπαρκτες
ἀρετές,
καί γιά μικρές καὶ
ἀσήμαντες
σταλαγματιές χάριτος, ποὺ
ὁ
Θεὸς
μὲς
στὴν
εὐσπλαγχνία
του χαρίζει στις ψυχές μας, γιὰ
νὰ
μᾶς νά
στηρίξει σὲ
κάποιες δύσκολες στιγμές τῆς
ζωῆς
μας! Τιποτένιοι καὶ
ὑπερήφανοι!
Οἱ ἀληθινοὶ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ μιμοῦνται τὸν ἀπόστολο Παῦλο, μοιάζουν τῆς Παναγίας μας: ζοῦν μέσα στὴ
σιωπή. Εἶναι ταπεινοί καὶ ἀφανεῖς. Δέν
κάνουν θόρυβο γύρω ἀπὸ τὸ ὄνομά
τους.
Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί εἶναι μεγάλοι, διότι εἶναι ταπεινοί. Εἶναι ἀξιοζήλευτοι. Εἶναι εὐλογημένοι!
2.
«APPHTA PHMATA»
Τί
λοιπὸν
ἀντίκρυσε
ὁ
ἅγιος
τοῦ
Χριστοῦ
̓Απόστολος, ὅταν ὁδηγήθηκε ξαφνικά στον
Παράδεισο;
Τὸ λέγει ὁ ἴδιος στή
συνέχεια. Ακουσε, μᾶς
βεβαιώνει, «ἄρρητα
ρήματα, ἃ
οὐκ
ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι».
Λόγια δηλαδή, ποὺ
γλῶσσα
ἀνθρώπινη
δὲν
μπορεῖ
νὰ
τὰ
ἐκφράσει,
καὶ
ποὺ
εἶναι
τόσο ἱερὰ καὶ ἅγια, ὥστε δὲν ἐπιτρέπεται ὁ ἄνθρωπος νὰ τὰ φανερώσει.
Οὐσιαστικὰ μᾶς λέγει ἐδῶ ὁ ̓Απόστολος ὅτι: Αὐτὰ ποὺ ἄκουσα καὶ εἶδα, ὅταν ὁ Θεὸς μὲ πῆγε στόν
Παράδεισο, δὲν
βρίσκω λόγια νὰ
τὰ
περιγράψω. Εἶναι
τόσο ὑπέροχα
καὶ
θαυμαστά, ὥστε
ἀνθρώπινη
γλῶσσα
εἶναι
ἀδύνατο
νὰ
τὰ
διατυπώσει. Ταυτόχρονα εἶναι
τόσο ἱερὰ καὶ ἅγια, ὥστε δὲν ἐπιτρέπεται νὰ τὰ φανερώσω. Γιατί; Διότι ἀφοροῦν Αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸν Θεό, ἀφοῦ Παράδεισος πρωτίστως αὐτὸ εἶναι, ὁ τόπος, ὅπου
ὁ
Θεὸς
ἀποκαλύπτει
στά
πλάσματά Του τὸν
ἑαυτό
Του,
τη Δόξα Του, τὸ
Φῶς,
τὴν
Ὡραιότητα
καὶ
τὸ
ἄπειρο
μεγαλεῖο
καὶ
κάλλος Του.
«Ἄρρητα
ρήματα». Το βρέφος, ὅταν
βρίσκεται μέσα στήν
κοιλιά τῆς
μητέρας του, εἶναι
ἀδύνατο
νά
φαντασθῇ
τὴν
ὀμορφιὰ καὶ τὴν ποικιλία τοῦ κόσμου μας. Ακόμη κι ἂν βρίσκαμε κάποιον τρόπο νὰ ἐπικοινωνήσουμε μαζί του και
νὰ
τοῦ
μιλήσουμε γιὰ
τὴν
ὀμορφιὰ τῆς γῆς καὶ τοῦ οὐρανοῦ, γιὰ τὸν ἥλιο, τὸ φεγγάρι, τὰ ἀστέρια, τίς
θάλασσες, τὰ
βουνά, τὰ
ποτάμια, τίς
λίμνες, τὰ
ζῶα,
τὰ
πουλιά, τὰ
ψάρια, τά
δένδρα καὶ
τὰ
φυτά, καὶ
τόσα ἄλλα,
καί
πάλι τίποτε ἀπολύτως
δὲν
θὰ
καταλάβαινε.
Κάτι
παρόμοιο συμβαίνει καὶ
μὲ
μᾶς.
Βρισκόμαστε μέσα στὰ
σπλάγχνα τῆς
μητέρας μας, τῆς
ἁγίας
μας Ἐκκλησίας.
Καὶ
δὲν
γνωρίζουμε, κανεὶς
δὲν
εἶναι
δυνατὸν
νὰ
μᾶς
περιγράψει, οὔτε
ἐμεῖς μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε τὴν ἄπειρη ὡραιότητα, τὴν ἀσύλληπτη ὀμορφιά, τὸ ὑπέρκαλο κάλλος, τίς
ἀτέλειωτες
ἐκπλήξεις,
ποὺ
μᾶς
περιμένουν στὸν
Παράδεισο, ἂν
ζήσουμε μὲ
μετάνοια καὶ
ἀξιωθοῦμε νὰ βρεθοῦμε σ᾿
αὐτόν.
Καὶ μακάρι νὰ βρεθοῦμε! Ἐκεῖ, στὴ μόνιμη, τὴν ἀληθινὴ καὶ αἰώνια Πατρίδα μας. Ἐκεῖ, στό
Πατρικό Παλάτι, ὅπου
ὁ
Ουράνιος Βασιλιάς μᾶς
ἔχει
ἑτοιμάσει
ἕνα
βασίλειο ὑπέροχο
καί
μοναδικό «πρὸ
καταβολῆς
κόσμου». Ἐκεῖ, ποὺ θὰ μᾶς ἀναδείξει συμβασιλεῖς Του, καὶ θὰ βασιλεύει Ἐκεῖνος
αἰωνίως,
«Θεὸς
ἐν
μέσῳ
θεῶν»,
τῶν
ἁγίων
καὶ
σεσωσμένων πιστῶν
Του. Ἐκεῖ, ποὺ Αὐτός, ὁ ἐν Τριάδι Θεός, θὰ εἶναι «τά πάντα ἐν πᾶσι»
καὶ
τὸ
πλήρωμα ὅλων
τῶν
ἀπείρων
πόθων μας. «Εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας»!
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ
ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶπεν ὁ
Κύριος. Ἄνθρωπος τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν
καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ' ἡμέραν λαμπρῶς. πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον Ἀβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη. καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ τόν Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν
καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ. καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ. εἶπε δὲ Ἀβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι· καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν. εἶπε δέ· ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου· ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου. λέγει αὐτῷ Ἀβραάμ· ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. ὁ δὲ εἶπεν· οὐχί, πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλ' ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτοὺς, μετανοήσουσιν. εἶπε
δὲ αὐτῷ· εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται.
(Λουκ. ιστ΄ [16] 19 – 31)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Εἶπε
ὁ Κύριος τήν πιο κάτω παραβολὴ: Ὑπῆρχε
κάποιος πλούσιος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος φοροῦσε βασιλικὰ ἐνδύματα. Ἀπ'
ἔξω φοροῦσε ἕνα μάλλινο κόκκινο καὶ πανάκριβο ροῦχο, κι ἀπὸ μέσα
φοροῦσε λευκὸ χιτώνα πολυτελῆ ἀπὸ λεπτὸ αἰγυπτιακὸ λινάρι. Καὶ
διασκέδαζε σὲ πλούσια συμπόσια κάθε μέρα μὲ μεγαλοπρέπεια. Ἦταν ὅμως
καὶ κάποιος φτωχὸς πού λεγό ταν Λάζαρος, ὁ ὁποῖος ἦταν γεμάτος πληγὲς
καὶ παραπεταμένος κοντὰ στὴν ἐξώπορτα τοῦ πλουσίου. Καὶ προσπαθοῦσε
νὰ χορτάσει ἀπὸ τὰ ψίχουλα πού ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου.
Ἀλλά σάν νὰ μὴν τοῦ ἔφτανε ἡ στέρηση του αὐτή, καθὼς ἦταν καὶ σχεδὸν γυμνός,
ἔρχονταν καὶ οἱ σκύλοι καὶ ἔγλειφαν τὶς πληγές του. Παρόλα αὐτὰ ὅμως
ὁ Λάζαρος δὲν ἔβγαζε ἀπὸ τὸ στόμα του οὔτε τὴν παραμικρὴ λέξη παραπόνου
ἐναντίον τοῦ πλουσίου ἢ κάποιο γογγυσμὸ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Κάποτε
λοιπὸν πέθανε ὁ φτωχός, καὶ οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ τὸν μετέφεραν στὴν ἀγκαλιὰ
τοῦ Ἀβραάμ, γιὰ νὰ βρεῖ ἀνάπαυση ἐκεῖ μέσα στὸν παράδεισο. Πέθανε κάποτε
καὶ ὁ πλούσιος, καὶ οἱ ἄνθρωποι τὸν ἔθαψαν μὲ μεγαλοπρέπεια. Πουθενὰ
ὅμως δὲν φάνηκαν γι' αὐτὸν οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ. Καὶ στὸν τόπο τοῦ Ἅδη, καθὼς
βασανιζόταν, σήκωσε τὰ μάτια του καὶ εἶδε ἀπὸ μακριὰ τὸν Ἀβραὰμ καὶ
τὸν Λάζαρο νὰ εἶναι στὴν ἀγκαλιά του. Αὐτὸς λοιπὸν πού στὴ γῆ τὰ εἶχε ὅλα
καὶ δὲν παρακαλοῦσε κανένα νὰ τὸν βοηθήσει, φώναξε τώρα καὶ εἶπε·
Πατέρα μου Ἀβραάμ, σπλαχνίσου με. Λυπήσου με καὶ στεῖλε τὸν Λάζαρο
νὰ βρέξει μὲ νερὸ τὴν ἄκρη τοῦ δακτύλου του καὶ νὰ δροσίσει τὴ γλώσσα
μου, διότι βασανίζομαι καὶ ὑποφέρω μέσα σ’ αὐτή τή φωτιά. Ὁ Ἀβραὰμ
ὅμως τοῦ ἀπάντησε: Παιδί μου, θυμήσου ὅτι ἐσύ ἀπόλαυσες μὲ τὸ παραπάνω
τὰ ἀγαθά σου ὅταν ζοῦσες στὴ γῆ. Ἐνῶ ὁ Λάζαρος ἀπόλαυσε τὰ κακά τῆς δυστυχίας
καὶ τῆς ἀσθένειάς του. Τώρα ὅμως ἐδῶ ὁ Λάζαρος παρηγορεῖται γι' αὐτὰ
πού ὑπέφερε τότε συνεχῶς, ἐνῶ ἐσύ ὑποφέρεις καὶ βασανίζεσαι χωρὶς
διακοπή, ὅπως ἀδιάκοπη καὶ συνεχής ἦταν ἡ εὐτυχία σου πάνω στὴ γῆ.
Κι ἐκτός ἀπ’ ὅλα αὐτὰ ὑπάρχει ἀνάμεσά μας χάσμα, ὥστε αὐτοὶ πού θέλουν
νὰ διαβοῦν ἀπὸ ἐδῶ πρός ἐσᾶς νὰ μὴν μποροῦν, ἀλλά οὔτε κι ὅσοι εἶναι ἀπὸ
ἐκεῖ νὰ μποροῦν νὰ περάσουν ἀπέναντι σέ μᾶς. Εἶπε πάλι ὁ πλούσιος: Ἀφοῦ
κάθε ἄνθρωπος πού ἔμεινε ἀμετανόητος στὴν ἐπίγεια ζωή του, μετὰ
τὸ θάνατό του δὲν ἔχει πλέον καμία ἐλπίδα, σὲ παρακαλῶ λοιπόν, πάτερ,
στεῖλε τὸν Λάζαρο στὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου. Διότι ἔχω πέντε ἀδελφούς.
Στεῖλε τον νὰ τοὺς βεβαιώσει ὡς αὐτόπτης
μάρτυρας γιὰ ὅσα συμβαίνουν ἐδώ γιὰ νὰ μὴν ἔλθουν κι αὐτοὶ στὸν τόπο αὐτὸ
τῆς τιμωρίας καί τῶν βασάνων πού βρίσκομαι ἐγώ. Τοῦ λέει ὁ Ἀβραάμ: Ἔχουν
τὸν Μωυσῆ καὶ τούς προφῆτες πού τοὺς βεβαιώνουν γι' αὐτά. Ἂς ἀκούσουν ἐκείνους.
Ἐκεῖνος τότε τοῦ εἶπε: Ὄχι, πάτερ Ἀβραάμ, δὲν θὰ ὑπακούσουν στὸ Μωυσῆ
καὶ στοὺς προφῆτες. Ἐὰν ὅμως πάει σ' αὐτοὺς κάποιος ἀπό τους νεκρούς,
θὰ μετανοήσουν. Τοῦ εἶπε τότε ὁ Ἀβραάμ: Ἐὰν δὲν ἔχουν τὴν καλὴ διάθεση
νὰ ὑπακούσουν στὸ Μωυσῆ καὶ στοὺς προφῆτες, δὲν θὰ πεισθοῦν, ἀκόμη κι
ἂν ἀναστηθεῖ κάποιος ἀπό τους νεκρούς. Διότι, ὅταν ἀτονήσει ἡ πρώτη
τους ἐντύπωση ἀπὸ τὴν ἀνάσταση, θὰ ἐπανέλθουν πάλι στὴν προηγούμενή
τους σκληρότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου