Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

   ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ

(3 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2024)

 


ΕΩΘΙΝΟΝ Η΄

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, Μαρία εἱστήκει πρὸς τὸ μνημεῖον κλαίουσα ἔξω, ὡς οὖν ἔκλαιε, παρέκυψεν εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ θεωρεῖ δύο ἀγγέλους ἐν λευκοῖς καθεζομένους, ἕνα πρὸς τῇ κεφαλῇ, καὶ ἕνα πρὸς τοῖς ποσίν, ὅπου ἔκειτο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, καὶ λέγουσιν αὐτῇ ἐκεῖνοι, Γύναι, τὶ κλαίεις; λέγει αὐτοῖς, Ὅτι ἦραν τὸν Κύριόν μου, καὶ οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν, καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω, καὶ θεωρεῖ τὸν Ἰησοῦν ἐστῶτα, καὶ οὐκ ᾒδει ὅτι Ἰησοῦς ἐστι. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς, Γύναι, τὶ κλαίεις; τίνα ζητεῖς; ἐκείνη δοκοῦσα ὅτι ὁ κηπουρὸς ἐστι, λέγει αὐτῷ, Κύριε, εἰ σὺ ἐβάστασας αὐτόν, εἰπὲ μοι ποῦ αὐτὸν ἔθηκας, κἀγὼ αὐτὸν ἀρῶ, λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς, Μαρία, στραφεῖσα ἐκείνη λέγει αὐτῷ, Ῥαββουνί, ὃ λέγεται Διδάσκαλε, λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς, Μή μου ἃπτου, οὔπω γὰρ ἀναβέβηκα πρὸς τὸν πατέρα μου, πορεύου δὲ πρὸς τοὺς ἀδελφούς μου, καὶ εἰπὲ αὐτοῖς, Ἀναβαίνω πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ πατέρα ὑμῶν, καὶ Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν, ἔρχεται Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἀπαγγέλλουσα τοῖς μαθηταῖς ὅτι ἑώρακε τὸν Κύριον, καὶ ταῦτα εἶπεν αὐτῇ.

Ἰωάν. κ΄[20] 11 – 18)


ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

11 Ἡ Μαρία ὅμως στὸ μεταξὺ στεκόταν κοντὰ στὸ μνημεῖο κι ἔκλαιγε ἔξω ἀπ᾿ αὐτό, χωρὶς νὰ φαντάζεται ποτὲ ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀναστήθηκε.  12 Ἐνῶ λοιπὸν ἑξακολουθοῦσε νὰ κλαίει, ἔσκυψε μιὰ στιγμὴ στὸ μνημεῖο ἀναζητώντας καὶ πάλι τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Βλέπει τότε δύο ἀγγέλους μὲ λευκὰ ἐνδύματα, ἔνδοξους καὶ ἀκαταγώνιστους φρουροὺς τοῦ τάφου. Αὐτοὶ κάθονταν ὡς ὑπηρέτες τοῦ ἀναστημένου Κυρίου, ὁ ἕνας πρὸς τὸ μέρος τοῦ κεφαλιοῦ καὶ ὁ ἄλλος πρὸς τὸ μέρος τῶν ποδιῶν, ὅπου πιὸ πρὶν ἦταν τοποθετημένο κάτω στὴ γῆ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.  13 Τῆς λένε τότε ἐκεῖνοι: Γυναίκα, γιατί κλαῖς; Κι αὐτὴ τοὺς ἀπαντᾶ: Διότι πῆραν τὸν Κύριό μου ἀπὸ τὸν τάφο καὶ δὲν ξέρω ποῦ τὸν ἔβαλαν.  14 Καὶ ἀφοῦ τὰ εἶπε αὐτά, στράφηκε πίσω καὶ βλέπει τὸν Ἰησοῦ νὰ στέκεται ὄρθιος, ἀλλὰ δὲν κατάλαβε ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ Ἰησοῦς, εἴτε διότι τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου εἶχε ὑποστεῖ μεταβολὴ μὲ τὴν Ἀνάσταση, εἴτε διότι ἡ Μαρία δὲν ὑποπτευόταν κἂν ὅτι ὁ Διδάσκαλος ἀναστήθηκε.  15 Τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς: Γυναίκα, γιατί κλαῖς; Ποιὸν ζητᾶς; Ἐκείνη νόμισε ὅτι ἦταν ὁ κηπουρὸς καὶ γι᾿ αὐτὸ τοῦ εἶπε: Κύριε, ἐὰν τὸν πῆρες ἐσύ, πές μου ποῦ τὸν ἔβαλες, κι ἐγὼ θὰ τὸν πάρω ἀπὸ τὸν κῆπο σου καὶ θὰ τὸν τοποθετήσω σὲ ἄλλον τάφο.  16 Τῆς λέει τότε ὁ Ἰησοῦς μὲ τὸν γνωστὸ σ᾿ ἐκείνη τόνο τῆς φωνῆς του: Μαρία! Ἐκείνη τότε ἀναγνώρισε ἀμέσως τὴ φωνὴ τοῦ Ἰησοῦ, στράφηκε πίσω καὶ τοῦ εἶπε: Ραββουνί, ποὺ σημαίνει· διδάσκαλέ μου.  17 Τότε ἡ Μαρία ἔτρεξε νὰ περιπτυχθεῖ μὲ σεβασμὸ τὰ πόδια του, νομίζοντας ὅτι ὁ Κύριος θὰ ἑξακολουθεῖ καὶ τώρα νὰ ζεῖ σωματικῶς ὅπως καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος του μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του. Γι᾿ αὐτὸ τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς: Μὴ μ᾿ ἀγγίζεις. Μὴ συμπεριφέρεσαι πλέον σὲ μένα σὰν νὰ πρόκειται νὰ εἶμαι καὶ πάλι ἀνάμεσά σας μ᾿ αὐτὴ τὴ μορφή, μὲ τὴ μορφὴ τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς ἀσθενείας, ὅπως ζοῦσα μαζί σας πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος. Μὴ μ᾿ ἀγγίζεις, διότι δὲν ἀνέβηκα ἀκόμη πρὸς τὸν Πατέρα μου. Συνεπῶς δὲν ἐγκαινιάσθηκε ἀκόμη ἡ νέα σχέση τῆς εὐλαβικῆς καὶ λατρευτικὴς οἰκειότητος ποὺ θὰ συνάψω μὲ τοὺς ἀνθρώπους μετὰ τὴν Ἀνάληψή μου ὡς αἰώνιος καὶ οὐράνιος πλέον ἀρχιερεὺς καὶ ὡς κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὴν ὁποία θὰ εἶμαι ἑνωμένος. Πήγαινε ὅμως στοὺς ἀδελφούς μου καὶ πές τους: Ἀνεβαίνω πρὸς τὸν Πατέρα μου, τὸν ὁποῖο δι᾿ ἐμοῦ καὶ σεῖς ἔχετε κατὰ χάριν Πατέρα. Αὐτὸς ἔγινε καὶ Θεός μου ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινα ἄνθρωπος, ὅπως εἶναι Θεὸς δικός σας.  18 Ἔρχεται ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἀναγγέλλει στοὺς μαθητὲς ὅτι εἶδε τὸν Κύριο καὶ ὅτι τῆς εἶπε τὰ λόγια αὐτά.

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ  (ΙΘ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)  

Ἀ­δελ­φοί, ὁ Θε­ὸς καὶ Πα­τὴρ τοῦ Κυ­ρί­ου ᾽Ι­η­σοῦ Χρι­στοῦ οἶ­δεν, ὁ ὢν εὐ­λο­γη­τὸς εἰς τοὺς αἰ­ῶ­νας, ὅ­τι οὐ ψε­ύ­δο­μαι. Ἐν Δα­μα­σκῷ ὁ ἐ­θνάρ­χης ῾Α­ρέ­τα τοῦ βα­σι­λέ­ως ἐ­φρο­ύ­ρει τὴν πό­λιν Δα­μα­σκη­νῶν πι­ά­σαι με θέλων, καὶ διὰ θυ­ρί­δος ἐν σαρ­γά­νῃ ἐ­χα­λά­σθην διὰ τοῦ τε­ί­χους καὶ ἐ­ξέ­φυ­γον τὰς χεῖ­ρας αὐ­τοῦ. Καυ­χᾶ­σθαι δὴ οὐ συμ­φέ­ρει μοι· ἐ­λε­ύ­σο­μαι δὲ εἰς ὀ­πτα­σί­ας καὶ ἀ­πο­κα­λύ­ψεις Κυ­ρί­ου. Οἶ­δα ἄν­θρω­πον ἐν Χρι­στῷ πρὸ ἐ­τῶν δε­κα­τεσ­σά­ρων· εἴ­τε ἐν σώ­μα­τι οὐκ οἶ­δα, εἴ­τε ἐ­κτὸς τοῦ σώ­μα­τος οὐκ οἶ­δα, ὁ Θε­ὸς οἶ­δεν· ἁρ­πα­γέν­τα τὸν τοι­οῦ­τον ἕ­ως τρί­του οὐ­ρα­νοῦ. Καὶ οἶ­δα τὸν τοι­οῦ­τον ἄν­θρω­πον· εἴ­τε ἐν σώ­μα­τι εἴ­τε χω­ρὶς τοῦ σώ­μα­τος οὐκ οἶ­δα, ὁ Θε­ὸς οἶ­δεν· ὅ­τι ἡρ­πά­γη εἰς τὸν πα­ρά­δει­σον καὶ ἤ­κου­σεν ἄρ­ρη­τα ῥή­μα­τα ἃ οὐκ ἐ­ξὸν ἀν­θρώ­πῳ λα­λῆ­σαι. Ὑ­πὲρ τοῦ τοι­ο­ύ­του καυ­χή­σο­μαι, ὑ­πὲρ δὲ ἐ­μαυ­τοῦ οὐ καυ­χή­σο­μαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀ­σθε­νε­ί­αις μου. Ἐ­ὰν γὰρ θε­λή­σω καυ­χή­σα­σθαι, οὐκ ἔ­σο­μαι ἄ­φρων· ἀ­λή­θειαν γὰρ ἐ­ρῶ· φε­ί­δο­μαι δέ, μή τις εἰς ἐ­μὲ λο­γί­ση­ται ὑ­πὲρ ὃ βλέ­πει με ἢ ἀ­κο­ύ­ει τι ἐξ ἐ­μοῦ. Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων, ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος Σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ, ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι. Ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾽ ἐμοῦ· καὶ εἴρηκέν μοι· ᾽Αρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται· ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾽ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.

    (Β΄ Κορ. ια΄[11]31-33, ιβ΄[12] 1-9)

 

ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΑΙ

1. «ΠΡΟ ΕΤΩΝ ΔΕΚΑΤΕΣΣΑΡΩΝ»

Γι πτασίες κα ποκαλύψεις, πού το δειξε Θεός, μιλε σήμερα πόστολος Παλος. Μέ δυσκολία τίς φανερώνει, δν εχε καμμι τέτοια διάθεση, ναγκάζεται μως ν τ κάνει, διότι στήν Κόρινθο μερικοί ψευτοδιδάσκαλοι κλόνιζαν τν μπιστοσύνη τν πιστν στ διδασκαλία το  ̓Αποστόλου, λέγοντας πς δν ταν πόστολος ληθινς το Χριστο. Γι ν ποστομώσει ατος τος λεεινος πατενες, ναγκάζεται μέγας  ̓Απόστολος ν φανερώσει κάτι π τ πέροχα κα θαυμαστά, πο το εχε ποκαλύψει Θεός. 

να τέτοιο μεγάλο κα θαυμαστό γεγονς εναι ρπαγ το  ̓Αποστόλου στν Παράδεισο. Καθώς λοιπν τοιμάζεται ν τ διηγηθε, μς πληροφορεί πς ατ τ γεγονς συνέβει «πρ τν δεκατεσσάρων». Σ᾿ ατ τν κ πρώτης ψεως λεπτομέρεια θ μβαθύνουμε γιά λίγο στή συνέχεια. 

Τί ξιο μβαθύνσεως χει μια τέτοια σήμαντη πληροφορία; χει κα πολ μάλιστα. Τοτο: Τ τι τ γεγονς ατό, τς ρπαγς το ποστόλου στν Παράδεισο, ν συνέβει πρν π 14 χρόνια, ταπεινς το Κυρίου πόστολος δν τ εχε φανερώσει σ κανένα. Τ κρατοσε μυστικό! 14 χρόνια σιωπς, γι να τόσο συγκλονιστικ γεγονός! Μοιάζει πίστευτο! Θ μποροσε ατ τ θαμα νά τό χρησιμοποιε στ κηρύγματά του, γι ν ντυπωσιάζει τος κροατές του κα ν σκε πιρρο πάνω τους. Δν τ κάνει όμως. ναγκάζεται ν τ φανερώσει, μετ π 14 χρόνια, γι ν στηρίξει τς δύνατες ψυχές, πο κινδύνευαν ν χάσουν τν πίστη τους π τίς συκοφαντίες τν ψευτοδιδασκάλων.

Πόσο τιποτένιοι εμαστε μες, πο καμαρώνουμε καί κάνουμε τν σπουδαο γι νύπαρκτες ρετές, καί γιά μικρές κα σήμαντες σταλαγματιές χάριτος, πο Θες μς στν εσπλαγχνία του χαρίζει στις ψυχές μας, γι ν μς νά στηρίξει σ κάποιες δύσκολες στιγμές τς ζως μας! Τιποτένιοι κα περήφανοι! 

Ο ληθινο νθρωποι το Θεο μιμονται τν πόστολο Παλο, μοιάζουν τς Παναγίας μας: ζον μέσα στ σιωπή. Εναι ταπεινοί καὶ ἀφανες. Δέν κάνουν θόρυβο γύρω π τ νομά τους. 

Ο νθρωποι ατοί εναι μεγάλοι, διότι εναι ταπεινοί. Εναι ξιοζήλευτοι. Εναι ελογημένοι! 

2. «APPHTA PHMATA» 

Τί λοιπν ντίκρυσε γιος το Χριστο  ̓Απόστολος, ταν δηγήθηκε ξαφνικά στον Παράδεισο; 

Τ λέγει διος στή συνέχεια. Ακουσε, μς βεβαιώνει, «ρρητα ρήματα, οκ ξν νθρώπ λαλσαι». Λόγια δηλαδή, πο γλσσα νθρώπινη δν μπορε ν τ κφράσει, κα πο εναι τόσο ερ κα για, στε δν πιτρέπεται νθρωπος ν τ φανερώσει. 

Οσιαστικ μς λέγει δ  ̓Απόστολος τι: Ατ πο κουσα κα εδα, ταν Θες μ πγε στόν Παράδεισο, δν βρίσκω λόγια ν τ περιγράψω. Εναι τόσο πέροχα κα θαυμαστά, στε νθρώπινη γλσσα εναι δύνατο ν τ διατυπώσει. Ταυτόχρονα εναι τόσο ερ κα για, στε δν πιτρέπεται ν τ φανερώσω. Γιατί; Διότι φορον Ατν τν διο τν Θεό, φο Παράδεισος πρωτίστως ατ εναι, τόπος, που Θες ποκαλύπτει στά πλάσματά Του τν αυτό Του, τη Δόξα Του, τ Φς, τν ραιότητα κα τ πειρο μεγαλεο κα κάλλος Του.

«ρρητα ρήματα». Το βρέφος, ταν βρίσκεται μέσα στήν κοιλιά τς μητέρας του, εναι δύνατο νά φαντασθ τν μορφι κα τν ποικιλία το κόσμου μας. Ακόμη κι ν βρίσκαμε κάποιον τρόπο ν πικοινωνήσουμε μαζί του και ν το μιλήσουμε γι τν μορφι τς γς κα το ορανο, γι τν λιο, τ φεγγάρι, τ στέρια, τίς θάλασσες, τ βουνά, τ ποτάμια, τίς λίμνες, τ ζα, τ πουλιά, τ ψάρια, τά δένδρα κα τ φυτά, κα τόσα λλα, καί πάλι τίποτε πολύτως δν θ καταλάβαινε. 

Κάτι παρόμοιο συμβαίνει κα μ μς. Βρισκόμαστε μέσα στ σπλάγχνα τς μητέρας μας, τς γίας μας κκλησίας. Κα δν γνωρίζουμε, κανες δν εναι δυνατν ν μς περιγράψει, οτε μες μπορομε ν κατανοήσουμε τν πειρη ραιότητα, τν σύλληπτη μορφιά, τ πέρκαλο κάλλος, τίς τέλειωτες κπλήξεις, πο μς περιμένουν στν Παράδεισο, ν ζήσουμε μ μετάνοια κα ξιωθομε ν βρεθομε σ᾿ ατόν. 

Κα μακάρι ν βρεθομε! κε, στ μόνιμη, τν ληθιν κα αώνια Πατρίδα μας. κε, στό Πατρικό Παλάτι, που Ουράνιος Βασιλιάς μς χει τοιμάσει να βασίλειο πέροχο καί μοναδικό «πρ καταβολς κόσμου». κε, πο θ μς ναδείξει συμβασιλες Του, κα θ βασιλεύει κενος αωνίως, «Θες ν μέσ θεν», τν γίων κα σεσωσμένων πιστν Του. κε, πο Ατός, ν Τριάδι Θεός, θ εναι «τά πάντα ν πσι» κα τ πλήρωμα λων τν πείρων πόθων μας. «Ελογητς ες τος αἰῶνας»!

  (Δι­α­σκευ­ ­πὸ πα­λαι­ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Εἶπεν ὁ Κύριος. Ἄν­θρω­πος τις ν πλο­ύ­σι­ος, κα ἐ­νε­δι­δύ­σκε­το πορ­φύ­ραν κα βύσ­σον εὐ­φραι­νό­με­νος κα­θ' ἡ­μέ­ραν λαμ­πρῶς. πτω­χὸς δ τις ν ὀ­νό­μα­τι Λζαρος, ς ἐ­βέ­βλη­το πρς τν πυ­λῶ­να αὐ­τοῦ ἡλ­κω­μέ­νος κα ἐ­πι­θυ­μῶν χορ­τα­σθῆ­ναι ἀ­πὸ τν ψι­χί­ων τν πι­πτόν­των ἀ­πὸ τς τρα­πέ­ζης το πλου­σί­ου· ἀλ­λὰ κα ο κύ­νες ἐρχό­με­νοι ἀ­πέ­λει­χον τ ἕλ­κη αὐ­τοῦ. ἐ­γέ­νε­το δ ἀ­πο­θα­νεῖν τν πτω­χὸν κα ἀ­πε­νε­χθῆ­ναι αὐ­τὸν ὑ­πὸ τν ἀγ­γέ­λων ες τν κόλ­πον Ἀ­βρα­άμ· ἀ­πέ­θα­νε δ κα πλο­ύ­σι­ος κα ἐ­τά­φη. κα ν τ ᾅ­δῃ ἐ­πά­ρας τος ὀ­φθαλ­μοὺς αὐ­τοῦ, ὑ­πάρ­χων ἐν βα­σά­νοις, ὁ­ρᾷ τόν Ἀ­βρα­ὰμ ἀ­πὸ μα­κρό­θεν κα Λζαρον ν τος κόλ­ποις αὐ­τοῦ. κα αὐ­τὸς φω­νή­σας εἶ­πε· πά­τερ Ἀ­βρα­άμ, ἐ­λέ­η­σόν με κα πέμ­ψον Λζαρον ἵ­να βά­ψῃ τ ἄ­κρον το δα­κτύ­λου αὐ­τοῦ ὕ­δα­τος κα κα­τα­ψύ­ξῃ τν γλῶσ­σάν μου, ὅ­τι ὀ­δυ­νῶ­μαι ἐν τ φλο­γὶ τα­ύ­τῃ. εἶ­πε δ Ἀ­βρα­άμ· τέ­κνον, μνή­σθη­τι ὅ­τι ἀ­πέ­λα­βες σ τ ἀ­γα­θά σου ν τ ζω­ῇ σου, κα Λζαρος ὁ­μο­ί­ως τ κα­κά· νν δ ὧ­δε πα­ρα­κα­λεῖ­ται, σ δ ὀ­δυ­νᾶ­σαι· κα ἐ­πὶ πᾶ­σι το­ύ­τοις με­τα­ξὺ ἡ­μῶν κα ὑ­μῶν χά­σμα μέ­γα ἐ­στή­ρι­κται, ὅ­πως ο θέ­λον­τες δι­α­βῆ­ναι ἔν­θεν πρς ὑ­μᾶς μ δύ­νων­ται, μη­δὲ ο ἐ­κεῖ­θεν πρς ἡ­μᾶς δι­α­πε­ρῶ­σιν. εἶ­πε δ· ἐ­ρω­τῶ ον σε, πά­τερ, ἵ­να πέμ­ψῃς αὐ­τὸν ες τν οἶ­κον το πα­τρός μου· ἔ­χω γρ πέν­τε ἀ­δελ­φο­ύς· ὅ­πως δι­α­μαρ­τύ­ρη­ται αὐ­τοῖς, ἵ­να μ κα αὐ­τοὶ ἔλ­θω­σιν ες τν τό­πον τοῦ­τον τς βα­σά­νου. λέ­γει αὐ­τῷ Ἀ­βρα­άμ· ἔ­χου­σι Μω­ϋ­σέ­α κα τος προ­φή­τας· ἀ­κου­σά­τω­σαν αὐ­τῶν. δ εἶ­πεν· οὐ­χί, πά­τερ Ἀ­βρα­άμ, ἀλλ' ἐ­άν τις ἀ­πὸ νε­κρῶν πο­ρευ­θῇ πρς αὐ­τοὺς, με­τα­νο­ή­σου­σιν. εἶ­πε δ αὐ­τῷ· ε Μω­ϋ­σέ­ως κα τν προ­φη­τῶν οκ ἀ­κο­ύ­ου­σιν, οὐ­δὲ ἐ­άν τις κ νε­κρῶν ἀ­να­στῇ πει­σθή­σον­ται.

                                               (Λουκ. ιστ΄ [16] 19 – 31)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Εἶπε ὁ Κύριος τήν πιο κάτω παραβολ: Ὑ­πῆρ­χε κά­ποι­ος πλού­σιος ἄν­θρω­πος, ὁ ὁποῖος φο­ροῦ­σε βα­σι­λι­κὰ ἐν­δύ­μα­τα. Ἀ­π' ἔ­ξω φο­ροῦ­σε ἕ­να μάλ­λι­νο κόκ­κι­νο καὶ πα­νά­κρι­βο ροῦ­χο, κι ἀ­πὸ μέ­σα φο­ροῦ­σε λευ­κὸ χι­τώ­να πο­λυ­τε­λῆ ἀ­πὸ λε­πτὸ αἰ­γυ­πτια­κὸ λι­νά­ρι. Καὶ δι­α­σκέ­δα­ζε σὲ πλού­σια συμ­πό­σια κά­θε μέ­ρα μὲ με­γα­λο­πρέ­πεια. Ἦ­ταν ὅ­μως καὶ κά­ποι­ος φτω­χὸς πού λε­γό ταν Λά­ζα­ρος, ὁ ὁποῖος ἦ­ταν γε­μά­τος πλη­γὲς καὶ πα­ρα­πε­τα­μέ­νος κον­τὰ στὴν ἐ­ξώ­πορ­τα τοῦ πλου­σί­ου. Καὶ προ­σπα­θοῦ­σε νὰ χορ­τά­σει ἀ­πὸ τὰ ψί­χου­λα πού ἔ­πε­φταν ἀ­πὸ τὸ τρα­πέ­ζι τοῦ πλου­σί­ου. Ἀλλά σάν νὰ μὴν τοῦ ἔφτανε ἡ στέ­ρη­ση του αὐ­τή, κα­θὼς ἦ­ταν καὶ σχε­δὸν γυ­μνός, ἔρ­χον­ταν καὶ οἱ σκύ­λοι καὶ ἔ­γλει­φαν τὶς πλη­γές του. Πα­ρό­λα αὐ­τὰ ὅ­μως ὁ Λά­ζα­ρος δὲν ἔ­βγα­ζε ἀ­πὸ τὸ στό­μα του οὔτε τὴν πα­ρα­μι­κρὴ λέ­ξη πα­ρα­πό­νου ἐ­ναν­τί­ον τοῦ πλου­σί­ου ἢ κά­ποι­ο γογ­γυ­σμὸ ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Θεοῦ. Κά­πο­τε λοι­πὸν πέ­θα­νε ὁ φτω­χός, καὶ οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ τὸν με­τέ­φε­ραν στὴν ἀγ­κα­λιὰ τοῦ Ἀ­βρα­άμ, γιὰ νὰ βρεῖ ἀ­νά­παυ­ση ἐκεῖ μέ­σα στὸν πα­ρά­δει­σο. Πέ­θα­νε κά­πο­τε καὶ ὁ πλού­σιος, καὶ οἱ ἄν­θρω­ποι τὸν ἔ­θα­ψαν μὲ με­γα­λο­πρέ­πεια. Που­θε­νὰ ὅ­μως δὲν φά­νη­καν γι' αὐ­τὸν οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ. Καὶ στὸν τό­πο τοῦ Ἅ­δη, κα­θὼς βα­σα­νι­ζό­ταν, σή­κω­σε τὰ μά­τια του καὶ εἶ­δε ἀ­πὸ μα­κριὰ τὸν Ἀ­βρα­ὰμ καὶ τὸν Λά­ζα­ρο νὰ εἶ­ναι στὴν ἀγ­κα­λιά του. Αὐ­τὸς λοι­πὸν πού στὴ γῆ τὰ εἶ­χε ὅ­λα καὶ δὲν πα­ρα­κα­λοῦ­σε κα­νέ­να νὰ τὸν βο­η­θή­σει, φώ­να­ξε τώ­ρα καὶ εἶ­πε· Πα­τέ­ρα μου Ἀ­βρα­άμ, σπλα­χνί­σου με. Λυ­πή­σου με καὶ στεῖ­λε τὸν Λά­ζα­ρο νὰ βρέ­ξει μὲ νε­ρὸ τὴν ἄ­κρη τοῦ δακτύλου του καὶ νὰ δρο­σί­σει τὴ γλώσ­σα μου, δι­ό­τι βα­σα­νί­ζο­μαι καὶ ὑ­πο­φέ­ρω μέ­σα σ’ αὐτή τή φωτιά. Ὁ Ἀ­βρα­ὰμ ὅ­μως τοῦ ἀ­πάν­τη­σε: Παι­δί μου, θυμήσου ὅτι ἐσύ ἀ­πό­λαυ­σες μὲ τὸ πα­ρα­πά­νω τὰ ἀγαθά σου ὅ­ταν ζοῦ­σες στὴ γῆ. Ἐ­νῶ ὁ Λά­ζα­ρος ἀ­πό­λαυ­σε τὰ κα­κά τῆς δυ­στυ­χί­ας καὶ τῆς ἀσθένειάς του. Τώ­ρα ὅ­μως ἐ­δῶ ὁ Λά­ζα­ρος πα­ρη­γο­ρεῖ­ται γι' αὐ­τὰ πού ὑ­πέ­φε­ρε τό­τε συ­νε­χῶς, ἐ­νῶ ἐσύ ὑ­πο­φέ­ρεις καὶ βασανί­ζε­σαι χω­ρὶς δι­α­κο­πή, ὅ­πως ἀ­δι­ά­κο­πη καὶ συνεχής ἦ­ταν ἡ εὐ­τυ­χί­α σου πά­νω στὴ γῆ. Κι ἐκτός ἀπ’ ὅ­λα αὐ­τὰ ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σά μας χά­σμα, ὥ­στε αὐ­τοὶ πού θέ­λουν νὰ δια­βοῦν ἀ­πὸ ἐ­δῶ πρός ἐσᾶς νὰ μὴν μπο­ροῦν, ἀλλά οὔ­τε κι ὅ­σοι εἶ­ναι ἀ­πὸ ἐκεῖ νὰ μπο­ροῦν νὰ πε­ρά­σουν ἀ­πέ­ναν­τι σέ μᾶς. Εἶ­πε πά­λι ὁ πλού­σιος: Ἀ­φοῦ κά­θε ἄν­θρω­πος πού ἔ­μει­νε ἀ­με­τα­νό­η­τος στὴν ἐ­πί­γεια ζω­ή του, με­τὰ τὸ θάνατό του δὲν ἔ­χει πλέ­ον κα­μί­α ἐλ­πί­δα, σὲ πα­ρα­κα­λῶ λοι­πόν, πά­τερ, στεῖ­λε τὸν Λά­ζα­ρο στὸ σπί­τι τοῦ πατέρα μου. Δι­ό­τι ἔ­χω πέν­τε ἀ­δελ­φούς. Στεῖ­λε τον νὰ τοὺς βε­βαιώσει  ὡς αὐ­τό­πτης μάρ­τυ­ρας γιὰ ὅ­σα συμ­βαί­νουν ἐδώ γιὰ νὰ μὴν ἔλ­θουν κι αὐ­τοὶ στὸν τό­πο αὐ­τὸ τῆς τι­μωρίας καί τῶν βα­σά­νων πού βρίσκομαι ἐγώ. Τοῦ λέει ὁ Ἀ­βρα­άμ: Ἔ­χουν τὸν Μω­υ­σῆ καὶ τούς προφῆτες πού τοὺς βε­βαι­ώ­νουν γι' αὐ­τά. Ἂς ἀκούσουν ἐ­κεί­νους. Ἐ­κεῖ­νος τό­τε τοῦ εἶ­πε: Ὄ­χι, πά­τερ Ἀ­βρα­άμ, δὲν θὰ ὑ­πα­κού­σουν στὸ Μω­υ­σῆ καὶ στοὺς προ­φῆ­τες. Ἐ­ὰν ὅ­μως πά­ει σ' αὐ­τοὺς κά­ποι­ος ἀ­πό τους νε­κρούς, θὰ με­τα­νο­ή­σουν. Τοῦ εἶ­πε τό­τε ὁ Ἀ­βρα­άμ: Ἐ­ὰν δὲν ἔ­χουν τὴν κα­λὴ δι­ά­θε­ση νὰ ὑ­πα­κού­σουν στὸ Μω­υ­σῆ καὶ στοὺς προ­φῆ­τες, δὲν θὰ πεισθοῦν, ἀ­κό­μη κι ἂν ἀ­να­στη­θεῖ κά­ποι­ος ἀ­πό τους νε­κρούς. Δι­ό­τι, ὅ­ταν ἀ­το­νή­σει ἡ πρώ­τη τους ἐν­τύ­πω­ση ἀ­πὸ τὴν ἀ­νά­στα­ση, θὰ ἐ­πα­νέλ­θουν πά­λι στὴν προ­η­γού­μενή τους σκλη­ρό­τη­τα.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου