ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
Β΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
(16 ΜΑΡΤΙΟΥ 2025)
(ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ)
ΕΩΘΙΝΟΝ Ε΄
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ὁ Πέτρος ἀναστὰς ἔδραμεν
ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα΄ καὶ ἀπῆλθε, πρὸς ἑαυτὸν
θαυμάζων τὸ γεγονός. Καὶ ἰδοὺ δύο ἐξ αὐτῶν ἦσαν πορευόμενοι ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ εἰς
κώμην ἀπέχουσαν σταδίους ἑξήκοντα ἀπὸ Ἱερουσαλήμ, ᾗ ὄνομα Ἐμμαούς΄ καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν
πρὸς ἀλλήλους περὶ πάντων τῶν συμβεβηκότων τούτων. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὁμιλεῖν αὐτοὺς
καὶ συζητεῖν, καί αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς ἐγγίσας συνεπορεύετο αὐτοῖς΄ οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν
ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν. Εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς΄ Τίνες οἱ λόγοι οὗτοι οὓς
ἀντιβάλλετε πρὸς ἀλλήλους περιπατοῦντες, καὶ ἐστὲ σκυθρωποὶ; Ἀποκριθείς δὲ ὁ εἷς,
ᾧ ὄνομα Κλεόπας, εἶπε πρὸς αὐτόν ΄ Σὺ μόνος παροικεῖς ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ οὐκ ἔγνως
τὰ γενόμενα ἐν αὐτῇ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις; καὶ εἶπεν αὐτοῖς, Ποῖα; Οἱ δὲ εἶπον
αὐτῷ, Τὰ περὶ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου, ὃς ἐγένετο ἀνὴρ προφήτης δυνατὸς ἐν ἔργῳ καὶ
λόγῳ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ παντὸς τοῦ λαοῦ΄ ὅπως τε παρέδωκαν αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς
καὶ οἱ ἄρχοντες ἡμῶν εἰς κρῖμα θανάτου, καὶ ἐσταύρωσαν αὐτόν΄ ἡμεῖς δὲ ἠλπίζομεν
ὅτι αὐτὸς ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν Ἰσραήλ. Ἀλλὰ γε οὖν σὺν πᾶσι τούτοις τρίτην
ταύτην ἡμέραν ἄγει σήμερον, ἀφ' οὗ ταῦτα ἐγένετο. ἀλλὰ καὶ γυναῖκές τινες ἐξ ἡμῶν
ἐξέστησαν ἡμᾶς, γενόμεναι ὂρθριαι ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ μὴ εὑροῦσαι τὸ σῶμα αὐτοῦ,
ἦλθον λέγουσαι καὶ ὀπτασίαν ἀγγέλων ἑωρακέναι, οἳ λέγουσιν αὐτὸν ζῆν. Καὶ ἀπῆλθόν
τινες τῶν σὺν ἡμῖν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ εὗρον οὕτω καθὼς καὶ αἱ γυναῖκες εἶπον΄
αὐτὸν δὲ οὐκ εἶδον. Καὶ αὐτὸς εἶπε πρὸς αὐτούς΄ Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ
τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ Προφῆται. Οὐχὶ ταῦτα ἔδει παθεῖν τὸν
Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ; Καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ Μωσέως καὶ ἀπὸ πάντων
τῶν προφητῶν, διηρμήνευεν αὐτοῖς ἐν πάσαις ταῖς Γραφαῖς τὰ περὶ ἑαυτοῦ. Καὶ ἤγγισαν
εἰς τὴν κώμην οὗ ἐπορεύοντο, καὶ αὐτὸς προσεποιεῖτο ποῤῥωτέρω πορεύεσθαι. Καὶ
παρεβιάσαντο αὐτόν , λέγοντες΄ Μεῖνον μεθ' ἡμῶν, ὅτι πρὸς ἑσπέραν ἐστὶ καὶ κέκλικεν
ἡ ἡμέρα. Καὶ εἰσῆλθε τοῦ μεῖναι σὺν αὐτοῖς. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κατακλιθῆναι αὐτὸν
μετ' αὐτῶν, λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἐπεδίδου αὐτοῖς. Αὐτῶν δὲ
διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί, καὶ ἐπέγνωσαν αὐτόν΄ καὶ αὐτὸς ἄφαντος ἐγένετο ἀπ’ αὐτῶν.
Καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους΄ Οὐχὶ ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν, ὡς ἐλάλει ἡμῖν
ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ ὡς διήνοιγεν ἡμῖν τὰς Γραφάς; Καὶ ἀναστάντες αὐτῇ τῇ ὥρᾳ, ὑπέστρεψαν
εἰς Ἱερουσαλήμ, καὶ εὗρον συνηθροισμένους τοὺς ἕνδεκα καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς, λέγοντας,
ὅτι ἠγέρθη ὁ Κύριος ὄντως, καὶ ὤφθη Σίμωνι. Καὶ αὐτοὶ ἐξηγοῦντο τὰ ἐν τῇ ὁδῷ,
καὶ ὡς ἐγνώσθη αὐτοῖς ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου.
(Λουκ. κδ΄[24] 12 – 35)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
12 Παρόλα αὐτά ὅμως ὁ Πέτρος σηκώθηκε κι ἔτρεξε στό
μνημεῖο. Κι ἀφοῦ ἔσκυψε ἀπό τή θύρα, βλέπει μόνο τούς νεκρικούς ἐπιδέσμους νά εἶναι
κάτω στό μνημεῖο, χωρίς τό σῶμα. Τότε ἐπέστρεψε στό σπίτι πού ἔμενε γεμάτος ἀπορία
κι ἔκπληξη γι’ αὐτό πού εἶχε γίνει. 13 Καί ἰδού, τήν ἴδια ἡμέρα δύο ἀπό
τούς μαθητές τοῦ Ἰησοῦ πήγαιναν σέ κάποιο χωριό πού ἀπεῖχε ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ ἑξήντα
στάδια, ἕντεκα περίπου χιλιόμετρα. Καί τό χωριό αὐτό ὀνομαζόταν Ἐμμαούς. 14 Αὐτοί μιλοῦσαν μεταξύ τους γιά ὅλα
αὐτά πού εἶχαν συμβεῖ· δηλαδή γιά τά περιστατικά τοῦ θανάτου καί τῆς ταφῆς τοῦ Ἰησοῦ,
καθώς καί γιά τά ὅσα ἀνήγγειλαν οἱ μυροφόρες στούς μαθητές. 15 Καθώς ὅμως αὐτοί μιλοῦσαν καί
συζητοῦσαν, τούς πλησίασε ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς καί προχωροῦσε μαζί τους. 16 Τά μάτια τους ὅμως ἦταν κρατημένα
γιά νά μήν τόν ἀναγνωρίσουν. Κι αὐτό συνέβαινε εἴτε διότι ἡ μορφή τοῦ ἀναστημένου
Κυρίου εἶχε τήν ὥρα ἐκείνη ἀλλάξει, εἴτε διότι ὁ Θεός μέ ὑπερφυσική δύναμη ἐμπόδιζε
τίς αἰσθήσεις τους νά τόν ἀναγνωρίσουν. 17 Καί ὁ Ἰησοῦς τούς ρώτησε: Γιά ποιό
ζήτημα συζητᾶτε μεταξύ σας καί ἀνταλλάσσετε τίς σκέψεις σας καθώς περπατᾶτε,
καί εἶστε σκυθρωποί; 18
Τότε ὁ ἕνας ἀπ’ αὐτούς, πού ὀνομαζόταν Κλεόπας, τοῦ ἀποκρίθηκε: Ἐσύ μόνο ἀπ’
τούς ξένους πού ἦλθαν τό Πάσχα νά προσκυνήσουν διαμένεις στήν Ἱερουσαλήμ καί
δέν ἔμαθες ὅσα ἔγιναν στήν πόλη αὐτή τίς ἡμέρες αὐτές; 19 Ποιά; τούς ρώτησε. Κι αὐτοί τοῦ ἀπάντησαν:
Αὐτά πού ἔγιναν μέ τόν Ἰησοῦ τόν Ναζωραῖο, πού ἦταν προφήτης καί ἀποδείχθηκε
δυνατός καί σέ ὑπερφυσικά ἔργα καί σέ διδασκαλία θεόπνευστη καί τέλεια· δυνατός
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ὅλου τοῦ λαοῦ. 20 Δέν ἔμαθες ἀκόμη καί μέ ποιό τρόπο
τόν παρέδωσαν οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ ἄρχοντές μας σέ καταδίκη θανάτου καί τόν
σταύρωσαν; 21 Ἐμεῖς ὅμως ἐλπίζαμε
ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ ὁποῖος πρόκειται νά ἐλευθερώσει τόν Ἰσραήλ καί νά ἀποκαταστήσει
τό βασίλειό του. Ἀλλά ἡ ἐλπίδα μας αὐτή κλονίστηκε, διότι ἐκτός ἀπό τή σταύρωσή
του κι ἀπ’ ὅλα τά ἄλλα πού ἔγιναν, εἶναι ἡ τρίτη ἡμέρα σήμερα ἀπό τότε πού ἔγιναν
αὐτά, καί δέν εἴδαμε ἀκόμη τίποτε πού νά στηρίξει τίς ἐλπίδες μας. 22 Ἀλλά καί κάτι ἄλλο πού στό μεταξύ ἔγινε,
αὔξησε τήν ἀπορία μας. Μερικές δηλαδή γυναῖκες ἀπό τόν κύκλο μας, τόν κύκλο
δηλαδή τῶν πιστῶν μαθητῶν του, μᾶς γέμισαν μέ ἔκπληξη. Διότι πῆγαν πολύ πρωί
στό μνημεῖο 23 καί δέν βρῆκαν
ἐκεῖ τό σῶμα του. Ἦλθαν λοιπόν καί μᾶς εἶπαν ὅτι εἶδαν καί ὀπτασία ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι
τούς ἀνήγγειλαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ζεῖ. 24
Τότε μερικοί ἀπό τούς δικούς μας πῆγαν στό μνημεῖο καί βρῆκαν τά πράγματα ἔτσι ὅπως
τά εἶπαν καί οἱ γυναῖκες· δηλαδή βρῆκαν ἀνοιχτό τό μνημεῖο, τόν ἴδιο ὅμως τόν Ἰησοῦ
δέν τόν εἶδαν. 25 Τότε ὁ Ἰησοῦς
εἶπε στούς δύο μαθητές: Ὤ ἄνθρωποι πού δέν ἔχετε φωτισμένο νοῦ γιά νά κατανοεῖ
τίς Γραφές, καί ἡ καρδιά σας εἶναι βραδυκίνητη καί δύσκολη νά πιστέψει σ’ ὅλα ὅσα
εἶπαν οἱ προφῆτες! 26
Σύμφωνα μέ τή βουλή καί τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, πού προκήρυξαν οἱ προφῆτες, αὐτά
δέν ἔπρεπε νά πάθει ὁ Χριστός καί μέσα ἀπ’ τά παθήματα αὐτά νά εἰσέλθει στή
δόξα του; Ἡ δόξα του αὐτή ἄρχισε μέ τήν ἀνάστασή του καί θά τελειωθεῖ μέ τήν ἀνάληψή
του. 27 Κι ἀφοῦ ἄρχισε ἀπό
τίς προφητεῖες καί τίς προεικονίσεις πού περιέχονται στά βιβλία τοῦ Μωυσῆ,
κατόπιν τούς ἀνέφερε ἀπ’ ὅλους τούς προφῆτες τά χωρία πού μιλοῦν γιά τόν
Μεσσία. Καί στή συνέχεια τούς ἐξηγοῦσε τίς προφητεῖες πού ἀναφέρονταν στόν ἑαυτό
του. 28 Κάποτε πλησίασαν
στό χωριό πού σκόπευαν νά πᾶνε οἱ δύο μαθητές. Τότε αὐτός προσποιήθηκε ὅτι θά
πήγαινε πιό μακριά. Καί πραγματικά θά τούς ἀποχωριζόταν, ἐάν αὐτοί δέν ἐπέμεναν
νά τόν κρατήσουν. 29 Ἀλλά
αὐτοί τόν πίεζαν καί τόν παρακαλοῦσαν λέγοντας: Μεῖνε μαζί μας, διότι κοντεύει
νά βραδιάσει, καί ἡ ἡμέρα ἔχει προχωρήσει πολύ πρός τή δύση τοῦ ἥλιου. Τότε ὁ Ἰησοῦς
μπῆκε στό χωριό τους κι ἔπειτα στό σπίτι γιά νά μείνει μαζί τους. 30 Καί τότε συνέβη αὐτό: Ὅταν αὐτός ἔγειρε
μαζί τους στήν τράπεζα τοῦ φαγητοῦ, ἀφοῦ πῆρε στά χέρια του τόν ἄρτο, τόν εὐλόγησε
εὐχαριστώντας τόν Θεό, ὅπως συνήθιζε νά κάνει πρίν ἀπό τό φαγητό, κι ἀφοῦ τόν ἔκοψε
σέ κομμάτια, τούς ἔδινε. 31
Ὅταν ὅμως αὐτοί εἶδαν τήν εὐλογία καί τόν τεμαχισμό τοῦ ἄρτου νά γίνεται μέ τόν
τρόπο πού συνήθιζε ὁ Διδάσκαλός τους, τότε καί μέ θεϊκή ἐπενέργεια ἄνοιξαν τά
μάτια τους καί τόν ἀναγνώρισαν ξεκάθαρα. Ἀλλά τή στιγμή ἐκείνη κι αὐτός ἔγινε ἄφαντος
ἀπό μπροστά τους. 32 Εἶπαν
τότε ὁ ἕνας στόν ἄλλο: Ἡ καρδιά μας δέν αἰσθανόταν μέσα μας τήν πνευματική
φλόγα τοῦ θείου ζήλου καί τῆς ἀγάπης πρός τόν Χριστό καί δέν ζεσταινόταν ἀπό τή
θερμότητα τοῦ φωτός τῆς θείας ἀλήθειας, ὅταν μᾶς μιλοῦσε στό δρόμο καί μᾶς ἐξηγοῦσε
τίς Γραφές; Πῶς δέν μπορέσαμε λοιπόν νά τόν ἀναγνωρίσουμε ἀμέσως; 33 Κι ἀφοῦ σηκώθηκαν τήν ἴδια αὐτή
περασμένη ὥρα, ἐπέστρεψαν στήν Ἱερουσαλήμ. Ἐκεῖ βρῆκαν συναθροισμένους τούς ἕνδεκα
ἀποστόλους καί τούς ἄλλους πού ἦταν μαζί τους, 34 κι ὅλοι αὐτοί ἔλεγαν ὅτι πραγματικά
ἀναστήθηκε ὁ Κύριος καί ἐμφανίσθηκε στό Σίμωνα Πέτρο. 35 Τότε κι αὐτοί οἱ δύο ἄρχισαν νά
τούς διηγοῦνται τά ὅσα τούς εἶχαν συμβεῖ στό δρόμο καί πῶς τόν ἀναγνώρισαν ὅταν
ἔκοβε σέ κομμάτια τόν ἄρτο.
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Κατ᾿ ἀρχάς σύ, Κύριε, τὴν γῆν ἐθεμελίωσας, καὶ ἔργα τῶν χειρῶν σού εἰσιν οἱ οὐρανοί· αὐτοὶ ἀπολοῦνται, σὺ δὲ διαμένεις· καὶ πάντες ὡς ἱμάτιον παλαιωθήσονται, καὶ ὡσεὶ περιβόλαιον ἑλίξεις αὐτούς, καὶ ἀλλαγήσονται· σὺ δὲ ὁ αὐτὸς εἶ, καὶ τὰ ἔτη σου οὐκ ἐκλείψουσι. πρὸς τίνα δὲ τῶν ἀγγέλων εἴρηκέ ποτε· κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου; Οὐχὶ πάντες εἰσὶ
λειτουργικὰ πνεύματα εἰς διακονίαν
ἀποστελλόμενα διὰ τοὺς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν;
Διὰ τοῦτο δεῖ περισσοτέρως ἡμᾶς προσέχειν τοῖς ἀκουσθεῖσι, μήποτε παραρρυῶμεν. Εἰ γὰρ ὁ δι' ἀγγέλων λαληθεὶς λόγος ἐγένετο βέβαιος, καὶ πᾶσα παράβασις καὶ παρακοὴ ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν,
πῶς ἡμεῖς ἐκφευξόμεθα τηλικαύτης
ἀμελήσαντες σωτηρίας;
ἥτις ἀρχὴν λαβοῦσα λαλεῖσθαι διὰ τοῦ Κυρίου, ὑπὸ τῶν ἀκουσάντων εἰς ἡμᾶς ἐβεβαιώθη.
(Ἑβρ. α΄[1]10 – β΄[2] 3)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐσύ, Κύριε, στὴν ἀρχή τῆς δημιουργίας
στήριξες τὴ γῆ καὶ τὴν ἑδραίωσες μέσα στὸ οὐράνιο στερέωμα, καὶ ἔργα
τῶν χειρῶν σου εἶναι οἱ οὐρανοί. Αὐτοὶ θὰ
χάσουν τὸ σημερινό τους σχῆμα καὶ θὰ ἐξαφανισθοῦν. Ἐσὺ ὅμως παραμένεις
ἀναλλοίωτος καὶ ἀμετάβλητος. Κι ὅλος ὁ κόσμος θὰ παλιώσει σὰν ἕνα
ἔνδυμα, κι ἐσύ θὰ τὸν περιστρέψεις καὶ θὰ τὸν περιτυλίξεις σὰν ἐξωτερικὸ
ροῦχο πού φοροῦν οἱ ἄνθρωποι· θὰ ἀλλάξει λοιπὸν καὶ θὰ γίνει καινούργιος.
Ἐσύ ὅμως εἶσαι πάντοτε ὁ ἴδιος, καὶ τὰ ἔτη σου θὰ εἶναι ἀτελείωτα.
Σὲ ποιὸν ἄλλωστε ἀπό τους ἀγγέλους ἔχει πεῖ ποτὲ ὁ ἐπουράνιος Πατέρας·
κάθισε τώρα μετά τὴν Ἀνάληψή σου στὰ δεξιά μου, ὡσότου ὑποτάξω
τους ἐχθρούς σου βάζοντάς τους κάτω ἀπὸ τὰ πόδια σου ὡς ὑποπόδιο πάνω
στὸ ὁποῖο θὰ πατᾶς, γιὰ νὰ ἔχεις αἰωνίως ἀδιαφιλονίκητη τὴν ἐξουσία;
Σὲ κανέναν. Δὲν εἶναι ὅλοι οἱ ἄγγελοι ὑπηρετικὰ πνεύματα, πού ἐνεργοῦν
ὄχι ἀπὸ δική τους πρωτοβουλία, ἀλλά ἀποστέλλονται ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ
νὰ ὑπηρετοῦν ἐκείνους πού πρόκειται νὰ κληρονομήσουν τὴν αἰώνια ζωή;
Ὁ Υἱός λοιπὸν εἶναι ἀσυγκρίτως ἀνώτερος ἀπό τοὺς ἀγγέλους. Γι' αὐτὸ
κι ἐμεῖς πρέπει νὰ προσέχουμε πολὺ περισσότερο σ' ἐκεῖνα πού ἀκούσαμε
μέ τὸ κήρυγμα, διότι ὅλα αὐτὰ εἶναι λόγοι τοῦ Υἱοῦ καί τῶν Ἀποστόλων
του. Εἶναι ἐπείγουσα ἀνάγκη νὰ προσέχουμε, μήπως ἀπὸ ἀπροσεξία μᾶς
συμβεῖ νὰ παρασυρθοῦμε καὶ πέσουμε ἔξω. Κι ἀλίμονό μας ἂν πέσουμε ἔξω.
Διότι, ἐὰν ὁ νόμος πού ἀνήγγειλε ὁ Θεὸς στὸ Μωυσῆ διαμέσου ἀγγέλων
ἀποδείχθηκε ἔγκυρος καὶ ἰσχυρός, καὶ κάθε παράβασή του καί παρακοή
τιμωρήθηκε δίκαια μὲ τὴν ἀνάλογη τιμωρία, πῶς ἐμεῖς θὰ ξεφύγουμε
τὴν τιμωρία, ἐὰν ἀμελήσουμε μιὰ τόσο μεγάλη καὶ σπουδαία σωτηρία;
Τὴ σωτηρία αὐτὴ δὲν μᾶς τὴν γνωστοποίησαν κάποιοι ἄγγελοι, ὅπως ἔγινε
στὸ νόμο, ἀλλά ἀφοῦ ἄρχισε νὰ τὴν κηρύττει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, μᾶς τὴν
παρέδωσαν ὡς ἀληθινή καὶ ἀξιόπιστη οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι πού τὴν ἄκουσαν
κατευθείαν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Κυρίου.
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ
ἐκείνῳ εἰσῆλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς Καπερναοὺμ
καὶ ἠκούσθη ὅτι εἰς οἶκόν ἐστι. Καὶ εὐθέως συνήχθησαν πολλοὶ, ὥστε μηκέτι χωρεῖν μηδὲ τὰ πρὸς τὴν θύραν· καὶ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον. καὶ ἔρχονται πρὸς αὐτὸν παραλυτικὸν φέροντες,
αἰρόμενον ὑπὸ τεσσάρων.
Καὶ μὴ δυνάμενοι προσεγγίσαι αὐτῷ
διὰ τὸν ὄχλον, ἀπεστέγασαν τὴν στέγην ὅπου ἦν, καὶ ἐξορύξαντες χαλῶσι
τὸν κράβαττον ἐφ' ᾧ ὁ παραλυτικὸς κατέκειτο. Ἰδὼν
δὲ ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν λέγει τῷ παραλυτικῷ· Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου. Ἦσαν δέ τινες τῶν γραμματέων ἐκεῖ καθήμενοι καὶ διαλογιζόμενοι ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν· Τί οὗτος οὕτως λαλεῖ βλασφημίας;
τίς δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός; Καὶ εὐθέως ἐπιγνοὺς ὁ Ἰησοῦς τῷ πνεύματι αὐτοῦ ὅτι οὕτως αὐτοὶ διαλογίζονται ἐν ἑαυτοῖς εἶπεν αὐτοῖς· Τί ταῦτα διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; Τί ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν τῷ παραλυτικῷ, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράββατόν σου καὶ περιπάτει; Ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς
τοῦ ἀνθρώπου ἀφιέναι ἐπὶ τῆς γῆς ἁμαρτίας (λέγει τῷ παραλυτικῷ). Σοὶ λέγω, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου. Καὶ ἠγέρθη εὐθέως, καὶ ἄρας τὸν κράβαττον ἐξῆλθεν ἐναντίον πάντων,
ὥστε ἐξίστασθαι πάντας
καὶ δοξάζειν τὸν Θεὸν λέγοντας ὅτι οὐδέποτε οὕτως εἴδομεν.
(Μᾶρκ. β΄[2] 1 - 12)
Η ΚΟΙΝΗ ΕΥΘΥΝΗ
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
ΤΟ ΘΑΥΜΑ μᾶς
εἶναι γνωστό. Εἶναι ἄλλωστε ἀπό τὰ πλέον παράδοξα θαύματα τοῦ Κυρίου μας. Ἕνας
παράλυτος ἄνθρωπος βρίσκει τὴ θεραπεία του. Ἀλλὰ πῶς τὴν βρίσκει;
Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ
Μᾶρκος μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὁ Κύριος βρέθηκε σέ ἕνα σπίτι τῆς Καπερναούμ. Ἡ
εἴδηση τῆς παρουσίας Του ἐκεῖ διέτρεξε ἀμέσως τὴν πόλη. Καὶ πολὺ σύντομα ὁ
χῶρος γέμισε ἀσφυκτικὰ ἀπό ἀνθρώπους μέχρι τὴν ἐξώθυρα καὶ ἔξω ἀκόμη ἀπ' αὐτήν.
Θαυμαστό τὸ γεγονός. Δείχνει μὲ πολὺ χαρακτηριστικὸ τρόπο τὴ μεγάλη προθυμία
τῶν ἀνθρώπων νὰ βρεθοῦν κοντά στὸν Κύριο καὶ νὰ ἀκούσουν τὴ διδασκαλία Του.
Ἄφησαν τὶς ἐργασίες τους, τὶς ποικίλες ὑποχρεώσεις τους, καί ἔτρεξαν κοντά στόν
θελκτικό Διδάσκαλο, παρ' ὅλον ὅτι Ἐκεῖνος δὲν βρισκόταν στὸν καθιερωμένο χῶρο
τοῦ κηρύγματος, τὴν Συναγωγή, ἀλλὰ σὲ ἕνα συνηθισμένο σπίτι. Καὶ ὅμως ἡ
προθυμία τῶν ἀνθρώπων μετέτρεψε τὸ σπίτι σὲ Συναγωγή. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος «ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον»· τοὺς δίδασκε
τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ.
Τοὺς δίδασκε!
Ὅταν ὑπάρχει προθυμία ψυχῆς, κάθε τόπος — καὶ τὸ σπίτι, καὶ τὸ κατάστημα, καὶ
κάθε χῶρος ἐργασίας καὶ ἀπασχόλησης — μπορεῖ νὰ γίνει ἄμβωνας τοῦ λόγου τοῦ
Θεοῦ. Ἀλλὰ βέβαια εἶναι ἀναγκαῖο νά ὑπάρχει αὐτὸ ποὺ ἤδη σημειώσαμε: Προθυμία
ψυχῆς! Διότι καὶ ὁ Κύριος δὲν ἐπρόκειτο νὰ κηρύξει, ἄν δὲν εἶχαν τρέξει στὸ
σπίτι ἐκεῖνο μὲ τόσο πόθο τόσοι ἄνθρωποι.
ΤΟ ΘΑΥΜΑΣΤΟ
ΓΕΓΟΝΟΣ ἔγινε σ' αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν χῶρο. Ἐνῷ ὁ Κύριος ὁμιλεῖ, περίεργοι θόρυβοι
ἀκούονται στὴ σκεπὴ τοῦ σπιτιοῦ. Ξαφνικὰ ἕνα κομμάτι τῆς σκεπῆς ἀνοίγει καὶ ἀπό
ἐκεῖ ἕνα πρόχειρο κρεββάτι μὲ κάποιον ἄρρωστο — παράλυτο — ἀρχίζει νὰ
κατεβαίνει μέ σχοινιὰ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. Ἦταν ἀποτέλεσμα θαυμαστῆς πίστεως καὶ
ἐφευρετικῆς ἀγάπης αὐτὴ ἡ ἐνέργεια. Πίστεως καὶ ἀγάπης τῶν τεσσάρων ἐκείνων
ἀνθρώπων πού μετέφεραν τὸν παράλυτο. Τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι, ὅταν συνάντησαν
τὸ ἀδιαπέραστο τεῖχος τῶν ἀκροατῶν τοῦ Κυρίου, σοφίστηκαν αὐτὸ τὸ παράτολμο
σχέδιο, προκειμένου νά ὁδηγήσουν τὸν ἀνθρωπὸ τους πλησίον τοῦ Χριστοῦ, γιά νά
τὸν θεραπεύσει.
ΑΝ ΗΤΑΝ ΜΕΓΑΛΗ
ἔκπληξη ὁ τρόπος μεταφορᾶς τοῦ παράλυτου ἀνθρώπου ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, πολὺ
περισσότερο ἐκπληκτικὴ καὶ ἀπρόσμενη ὑπῆρξε ἡ ἀντίδραση τοῦ Κυρίου. Ἀντί νά
θεραπεύσει τὸν ἄρρωστο, τοῦ εἶπε μέ στοργή: «τέκνον,
ἄφεωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου»· παιδί μου, σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες σου.
Τοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες του; Ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος τήν ὑγεία του ζητοῦσε, ὄχι τὴ
συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν του!
Αὐτὰ σκέφτηκαν
καὶ κάποιοι κακόψυχοι Γραμματεῖς τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, ποὺ ἦσαν ἐκεῖ. Νόμισαν ὅτι
ὁ Κύριος δὲν μποροῦσε νὰ θεραπεύσει τὸν παράλυτο καὶ γι' αὐτὸ τοῦ εἶπε ὅτι τοῦ
συγχωρεῖ τὶς ἁμαρτίες. Θεώρησαν μάλιστα τὰ λόγια Του βλάσφημα, διότι κατὰ τὴ
γνώμη τους σφετεριζόταν ἕνα δικαίωμα ποὺ ἀνῆκε μόνο στὸν Θεό. Δὲν εἶχαν
καταλάβει ὅτι εἶχαν τόν ἴδιο τὸν Θεὸ μπροστά τους.
Τὶς σκέψεις τους
αὐτὲς βέβαια δὲν τὶς ἐξέφρασαν σὲ κανένα. Ὁ Κύριος ὅμως ἔβλεπε μέσα τους. Καί
ὡς παντογνώστης Θεός, ξεσκέπασε τούς πονηροὺς διαλογισμούς τους. «Τί ταῦτα διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις
ὑμῶν;», τοὺς εἶπε. Τί νομίζετε ὅτι εἶναι εὐκολότερο: νὰ πῶ στὸν παραλυτικὸ
σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες, ἢ νά τοῦ πῶ σήκω καὶ πάρε τὸ κρεββάτι σου καὶ
βάδιζε; Καὶ γιὰ νὰ μή τοὺς μείνει καμμία ἀμφιβολία γιὰ τὴ δύναμη καί τήν
ἐξουσία του, στράφηκε στὸν παραλυτικὸ καὶ τὸν πρόσταξε νὰ σηκωθεῖ, νὰ πάρει τὸ
κρεββάτι του καὶ νὰ πάει στὸ σπίτι του. Ἀμέσως ὁ ἄνθρωπος σηκώθηκε καὶ
παίρνοντας τὸ κρεββάτι του προχώρησε πρὸς τὸ σπίτι του ἀνάμεσα ἀπό τά πλήθη,
πού ἔκθαμβα δόξαζαν τόν Θεὸ γιὰ τὸ πρωτοφανὲς αὐτὸ θαῦμα.
Η
ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΘΑΥΜΑΤΟΣ
Τὸ θαῦμα ὑπῆρξε
ἐκπληκτικό, ἀλλά τῶν Γραμματέων τὶς καρδιὲς δὲν γνωρίζουμε ἄν ἔστω στὸ τέλος
τὶς συγκλόνισε. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι παράδοξος. Τὸ θαῦμα μπορεῖ νὰ γίνει μπροστὰ
στὰ μάτια του, ὁ ἴδιος ὅμως εἶναι δυνατό νά μείνει ἀσυγκίνητος, ἄπιστος.
Ἄπιστος! Ἀκόμη
καὶ ἄν ἀντικρύσει πλῆθος θαυμάτων. Διότι σπανίως γεννᾶ τό θαῦμα τήν πίστη.
Συνήθως συμβαίνει τὸ ἀντίθετο: Ἡ πίστη γεννᾶ τό θαῦμα! Ὅπως ἔγινε καί μὲ τὸν
παραλυτικὸ καὶ τοὺς φίλους του. Ἡ πίστη τους, ἡ δικὴ τους ἀκλόνητη πίστη, τούς
ὁδήγησε στή στέγη τοῦ σπιτιοῦ καὶ ἐπέτυχε τὸ μεγάλο θαῦμα. Ὁ Κύριος χάρισε στὸν
παραλυτικὸ διπλὴ θεραπεία, θεραπεία καί τοῦ σώματος ἀλλά καὶ τῆς ψυχῆς. Κάτι
πολὺ περισσότερο ἀπό ὅσα εἶχε φαντασθεῖ καὶ ἐπιθυμήσει ὁ δοκιμασμένος αὐτὸς
ἄνθρωπος.
Πολὺ
περισσότερο, πράγματι! Ὅπως κάμνει καὶ πάντοτε μὲ ὅλους μας. Μᾶς ἀφήνει νὰ
περνᾶμε ὧρες δύσκολες καὶ στὸ τέλος — ἄν μείνουμε μέχρι τέλους πιστοὶ — μᾶς
πλημμυρίζει μὲ ἐκπλήξεις, πού ξεπερνοῦν καὶ τοὺς πόθους ἀλλά καὶ τὴν φαντασία
μας ἀκόμη.
Ἂς εἶναι τὸ
ὄνομα Του εὐλογημένο! Πάντοτε!
(Διασκευὴ
ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου