Πέμπτη 10 Μαρτίου 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΟΦΑΓΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ
(13 ΜΑΡΤΙΟΥ 2016)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (Τῆς Τυρινῆς)
Ἀδελφοί, νν ἐγ­γύ­τε­ρον ἡ­μῶν ἡ σω­τη­ρί­α ὅ­τε ἐ­πι­στε­ύ­σα­μεν νξ προ­έ­κο­ψεν, δ ἡ­μέ­ρα ἤγ­γι­κεν. ἀ­πο­θώ­με­θα ον τ ἔρ­γα το σκό­τους κα ἐν­δυ­σώ­με­θα τ ὅ­πλα το φω­τός. ὡς ν ἡ­μέ­ρᾳ εὐ­σχη­μό­νως πε­ρι­πα­τή­σω­μεν, μ κώ­μοις κα μέ­θαις, μ κο­ί­ταις κα ἀ­σελ­γε­ί­αις, μ ἔ­ρι­δι κα ζή­λῳ, ἀλ­λ' ἐν­δύ­σα­σθε τν Κριον Ἰ­η­σοῦν Χρι­στόν, κα τς σαρ­κὸς πρό­νοι­αν μ ποι­εῖ­σθε ες ἐ­πι­θυ­μί­ας. Τν δ ἀ­σθε­νοῦν­τα τ πί­στει προσ­λαμ­βά­νε­σθε, μ ες δι­α­κρί­σεις δι­α­λο­γι­σμῶν. ς μν πι­στε­ύ­ει φα­γεῖν πάν­τα, δ ἀ­σθε­νῶν λά­χα­να ἐ­σθί­ει. ἐ­σθί­ων τν μ ἐ­σθί­ον­τα  μ ἐ­ξου­θε­νε­ί­τω, κα μ ἐ­σθί­ων τν ἐ­σθί­ον­τα μ κρι­νέ­τω· Θε­ὸς γρ αὐ­τὸν προ­σε­λά­βε­το. σ τς ε κρί­νων ἀλ­λό­τριον οἰ­κέ­την; τ ἰ­δί­ῳ Κυ­ρί­ῳ στή­κει πί­πτει· στα­θή­σε­ται δ· δυ­να­τὸς γρ ἐ­στιν ὁ Θε­ὸς στῆ­σαι αὐ­τόν.
                                       (Ρωμ. ιγ΄[13] 11 – ιδ΄[14] 4)

Η ΝΥΧΤΑ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΗΜΕΡΑ
ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ: «Ἡ νύξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικε»
Καθὼς ἡ νύχτα προχωρεῖ πρὸς τὸ τέλος της καὶ ἡ πλάση εἶναι βυθισμένη στὸ σκοτάδι τὸ πιο βαθύ τῆς νύχτας, ἡ ἀνθρωπότητα μὲ προσμονὴ καρτερεῖ τὴν ἀνατολὴ μιᾶς νέας ἡμέρας φωτεινῆς καὶ χαρούμενης. Αὐτὴν τὴν παραστατικὴ εἰκόνα χρησιμοποιεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸ σημερινὸ Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, γιὰ νὰ μᾶς παρακινήσει σὲ μετάνοια.
Ἂς ἐμβαθύνουμε λοιπὸν κι ἐμεῖς τώρα στὶς δύο αὐτὲς ἔννοιες κι ἂς δοῦμε: τί ἐννοεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος μὲ τοὺς ὅρους «νύκτα» καὶ «ἡμέρα» καὶ ποιὰ σημασία ἔχουν για τὴ ζωή μας.
1. Η ΝΥΧΤΑ ΕΧΕΙ ΠΡΟΧΩΡΗΣΕΙ
Ἡ νύχτα ἔχει προχωρήσει, μᾶς λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, καὶ πλησιάζει νὰ φανεῖ ἡ ἡμέρα. Τί ἐννοεῖ ὅμως μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ θεῖος Ἀπόστολος; Οἱ ἱεροὶ ἑρμηνευτές μᾶς ἐξηγοῦν τὸ παραβολικὸ νόημα τῆς εἰκόνας αὐτῆς. Νύχτα ἀπέραντη καὶ σκοτεινὴ εἶναι ἡ περίοδος αὐτῆς τῆς ζωῆς. Διότι εἶναι ἁπλωμένο γύρω μας τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας, τὸ ὁποῖο συγκαλύπτει τὰ ἔργα τῆς ντροπῆς. Νύχτα εἶναι αὐτὴ ἡ ζωή. Καὶ ὅπως τὸν καιρὸ τῆς νύχτας ἐργάζονται οἱ κακοποιοὶ καὶ οἱ κλέφτες, ποὺ κάνουν τόσα ἐγκλήματα, ἔτσι καὶ κατὰ τὸ διάστημα τῆς ἐπιγείου ζωῆς μας, οἱ ἀόρατοι ἐχθροί μας, οἱ δαίμονες, μὲ κάθε τρόπο ζητοῦν νὰ μᾶς κακοποιήσουν, νὰ ληστέψουν τὸν θησαυρὸ τῆς ψυχῆς μας καὶ νὰ μᾶς σύρουν πρὸς τὸν ἀτελεύτητο ὕπνο, τὸν πνευματικὸ αἰώνιο θάνατο.
Νύχτα ὀνομάζεται ἀκόμη ἡ παροῦσα ζωή, διότι σ' αὐτὴ τὴ γῆ ἡ ζωὴ μας εἶναι προσωρινὴ καὶ ἐγκλωβισμένη στοὺς περιορισμοὺς τῆς ὑλικῆς πραγματικότητας, τὸν κόπο καὶ τὸν ἱδρῶτα, τὴν θλίψη καὶ τὶς δοκιμασίες, τὴν φθορὰ τοῦ χρόνου, τὶς ἀρρώστιες καὶ τὸν θάνατο.
Ἕνα θάνατο πρὸς τὸν ὁποῖο καθημερινὰ πλησιάζουμε, ἀλλὰ δυστυχῶς δὲν τὸ καταλαβαίνουμε. Καὶ ἀπορροφημένοι ἀπὸ τὶς βιοτικὲς μέριμνες, πορευόμαστε σὰν νὰ πρόκειται νὰ ζήσουμε ἐδῶ αἰωνίως. Γι' αὐτὸ καὶ συχνὰ ἀδιαφοροῦμε για ὅλα ἐκεῖνα ποὺ μᾶς συνδέουν μὲ τὴν αἰωνιότητα. Κοιμόμαστε. Κοιμόμαστε σὰν ὑπνοβάτες. Πόσες φορὲς συλλαμβάνουμε τὸν ἑαυτό μας νὰ κοιμᾶται, δηλαδὴ νὰ μὴν προσέχει στὶς μεγάλες καὶ ἱερὲς ὧρες τῆς ζωῆς μας, στὶς ὧρες τῆς προσευχῆς, τῆς μελέτης, τοῦ κηρύγματος, τῆς λατρείας! Παρόντες στὸ σῶμα ἀλλὰ ἀπόντες στὸ πνεῦμα. Ξύπνιοι σωματικῶς, κοιμισμένοι πνευματικῶς.
Καὶ πόσες ἄλλες φορὲς ξεχνιόμαστε μέσα στὰ ἀπατηλὰ ὄνειρα, τὶς φευγαλέες ἀπολαύσεις τῆς νύχτας τοῦ κόσμου αὐτοῦ! Ξεχνοῦμε ὅτι «ὁ κόσμος παράγεται καὶ ἡ ἐπιθυμία αὐτοῦ» (Α' Ιω. β'[2] 17). Οἱ ἡδονὲς καὶ οἱ ἀπολαύσεις εἶναι παροδικές, ψεύτικες, καὶ χάνονται. Καὶ αὐτὸ ποὺ ἀφήνουν πίσω τους εἶναι μιὰ μεγάλη πικρία ἀναμεμιγμένη μὲ δυσβάστακτες τύψεις καὶ ἐνοχές, ἀλλὰ καὶ τὶς προϋποθέσεις ἐκεῖνες γιὰ νὰ ἔχουμε σίγουρη γιὰ τὸν ἑαυτό μας τὴν αἰώνια κόλαση. Γι' αὐτὸ ἀκριβῶς ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς λέγει: Ξυπνῆστε, ἄνθρωποι. Μὴ κοιμᾶσθε. Εἶναι ὥρα νὰ σηκωθεῖτε ἀπὸ τὸν βαρὺ ὕπνο τῆς ραθυμίας, τῆς ἀδιαφορίας, τῆς ἁμαρτίας, τῆς πλάνης, τοῦ θανάτου, διότι:
2. Η ΗΜΕΡΑ ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ
«Ἡ ἡμέρα ἤγγικεν». Ἡ ἡμέρα πλησιάζει, μᾶς λέγει. Ὅπως ἡ νύχτα προχωρεῖ καὶ παρέρχεται, καὶ ἀνατέλλει χαρούμενη καὶ ἡλιοφώτιστη ἡ νέα ἡμέρα, ἔτσι καὶ ἡ νύχτα τῆς παρούσης ζωῆς παρέρχεται γιὰ τὸν καθένα μας καθὼς εἰσερχόμαστε μὲ τὸν θάνατο στὴ ζωὴ τῆς αἰωνιότητος. «Ἡ ἡμέρα» λοιπὸν «ἤγγικεν». Εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς κρίσεως, κατὰ τὴν ὁποία θὰ ἔλθει ὁ Κύριος ὡς κριτὴς ὅλων μας ἀπαστράπτων μὲ ὅλη τὴν θεία του μεγαλειότητα. Καὶ ὀνομάζεται ἡμέρα γιὰ τὴν λαμπρότητά της, ἀλλὰ καὶ διότι τότε θὰ φανερωθοῦν ὅλα τὰ κρυπτὰ τοῦ σκότους. Ἡ ἡμέρα λοιπὸν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ πλησιάζει καὶ περιμένει νὰ μᾶς ἀνοίξει διάπλατα τὶς πύλες της. Περνοῦν τὰ χρόνια μας χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουμε. Πότε ἤμασταν παιδιὰ καὶ πότε φθάσαμε στὴν ἠλικία ποὺ τώρα βρισκόμαστε; Ὅσο περνᾶ ἡ ἡλικία μας, τόσο πλησιάζουμε πρὸς τὴν χαραυγὴ τῆς νέας ἡμέρας.
Μὴ ξεχνιόμαστε λοιπὸν σ' αὐτὴν τὴν νυχτερινὴ ζωὴ τοῦ κόσμου. Ἀλλὰ νὰ στρέφουμε καθημερινὰ τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά μας στὸ ξημέρωμα τῆς αἰωνίου ἡμέρας. Αὐτὴ τὴν ἡμέρα νὰ ἐπιθυμοῦμε περισσότερο ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο στὸν κόσμο. Νὰ τὴν σκεπτόμαστε. Αὐτὴ νὰ εἶναι ἡ γλυκειὰ μας προσδοκία. Πρὶν ξημερώσει, νὰ ἑτοιμαζόμαστε γιὰ τὴν καινούργια ἡμέρα. Νὰ κρατᾶμε ἀναμμένη τὴν λαμπάδα τῆς ψυχῆς μας καὶ νὰ ἀγρυπνοῦμε, ὥστε ν' ἀκούσουμε κι ἐμεῖς τὴν φωνὴ ἐκείνη: «Ἰδοὺ ὁ νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός», «εἰσέλθετε μετ' αὐτοῦ εἰς τοὺς γάμους», «ἔνθα ὁ τῶν ἑορταζόντων ἦχος ὁ ἀκατάπαυστος καὶ ἡ ἀπέραντος ἡδονὴ τῶν καθορώντων τοῦ θείου προσώπου τὸ κάλλος τὸ ἄρρητον».
Ἀδελφοί. Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία σήμερα μᾶς ἀνοίγει τὶς νοητὲς πύλες τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Καὶ μᾶς δείχνει τὸ δρόμο πρὸς τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Μὴ χάνουμε λοιπὸν τὶς εὐκαιρίες μετανοίας, πού μᾶς δίνει ὁ Θεὸς σ' αὐτὴ τὴ ζωή. Μὲ τὴν Ἁγία καὶ Μ. Τεσσαρακοστή μᾶς χαρίζεται ἑξαιρετικὴ εὐκαιρία μετανοίας, σωτηρίας μας δηλαδή. Ἂς τὴν ἁρπάξουμε. Εἶναι ἀπίθανο νὰ εἶναι ἡ τελευταία; Μὴ τὴν χάσουμε, ἀγαπητοί.
 (Δι­α­σκευ­ή ἀ­πό πα­λαι­ό τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶπεν Κύριος· ­ν ­φ­τε τος ν­θρ­ποις τ πα­ρα­πτ­μα­τα α­τν, ­φ­σει κα ­μν πα­τρ ­μν ο­ρ­νι­ος· ­ν δ μ ­φ­τε τος ν­θρ­ποις τ πα­ρα­πτ­μα­τα α­τν, ο­δ πα­τρ ­μν ­φ­σει τ πα­ρα­πτ­μα­τα ­μν. ­ταν δ νη­στε­­η­τε, μ γ­νε­σθε ­σπερ ο ­πο­κρι­τα σκυ­θρω­πο, ­φα­ν­ζου­σι γρ τ πρ­σω­πα α­τν ­πως φα­ν­σι τος ν­θρ­ποις νη­στε­­ον­τες· ­μν λ­γω ­μν, ­τι ­π­χου­σιν τν μι­σθν α­τν.  σ δ νη­στε­­ων ­λει­ψα σου τν  κε­φα­λν κα τ πρ­σω­πν σου ν­ψαι,  ­πως μ φα­νς τος ν­θρ­ποις νη­στε­­ων λ­λ τ πα­τρ σου τ ν τ κρυ­πτ· κα πα­τρ σου βλ­πων ν τ κρυ­πτ ­πο­δώ­σει σοι ν τ φα­νε­ρ.  Μ θη­σαυ­ρ­ζε­τε ­μν θη­σαυ­ρος ­π τς γς, ­που σς κα βρ­σις ­φα­ν­ζει, κα ­που κλ­πται δι­ο­ρσ­σου­σιν κα κλ­πτου­σιν·  θη­σαυ­ρ­ζε­τε δ ­μν θη­σαυ­ρος ν ο­ρα­ν, ­που ο­τε σς ο­τε βρ­σις ἀ­φα­νί­ζει, κα ὅ­που κλέ­πται ο δι­ο­ρύσ­σου­σιν οὐ­δὲ κλέ­πτου­σιν· ὅ­που γρ ἐ­στιν ὁ θη­σαυ­ρός ὑ­μῶν, ἐ­κεῖ ἔ­σται κα καρ­δί­α ὑ­μῶν 
                                   (Ματθ. στ΄[6] 14 -21)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Εἶ­πεν ὁ Κύ­ριος· «Ὅ­ταν ζη­τᾶ­τε τὴ συγ­χώ­ρη­ση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν σας, πρέ­πει νὰ συγ­χω­ρεῖ­τε κι ἐ­σεῖς τούς ἄλ­λους. Δι­ό­τι ἐ­ὰν συγ­χω­ρή­σε­τε τὰ ἁ­μαρ­τή­μα­τα πού σᾶς ἔ­κα­ναν οἱ ἄν­θρω­ποι, καὶ ὁ Πα­τέ­ρας σας ὁ οὐ­ρά­νιος θὰ συγ­χω­ρή­σει καὶ τὰ δι­κά σας ἁ­μαρ­τή­μα­τα. Ἐ­ὰν ὅ­μως δὲν συγ­χω­ρή­σε­τε τοὺς ἀν­θρώ­πους πού ἁ­μάρ­τη­σαν ἀ­πέ­ναν­τί σας, οὔ­τε ὁ Πα­τέ­ρας σας θὰ συγ­χω­ρή­σει τὶς δι­κές σας ἁ­μαρ­τί­ες πρὸς αὐ­τόν. Κι ὅ­ταν νη­στεύ­ε­τε, μὴ γί­νε­στε σκυ­θρω­ποὶ καὶ πε­ρί­λυ­ποι σὰν τοὺς ὑ­πο­κρι­τές. Δι­ό­τι αὐ­τοὶ ἀλ­λοι­ώ­νουν τὰ πρό­σω­πά τους καὶ παίρ­νουν τὴν ὄ­ψη καὶ τὴν ἔκ­φρα­ση ἀν­θρώ­που κα­τα­βε­βλη­μέ­νου ἀ­πὸ τὶς στε­ρή­σεις, γι­ὰ νὰ φα­νοῦν στοὺς ἀν­θρώ­πους ὅ­τι νη­στεύ­ουν. Ἀ­λη­θι­νά σᾶς λέ­ω ὅ­τι πῆ­ραν ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὰ τὴν ἀ­μοι­βή τους ἀ­πό τούς ἐ­παί­νους τῶν ἀν­θρώ­πων. Ἐ­σὺ ὅ­μως ὅ­ταν νη­στεύ­εις, ἄ­λει­ψε τὸ κε­φά­λι σου καὶ νί­ψε τὸ πρό­σω­πό σου, ὥ­στε νὰ φαί­νε­σαι χα­ρού­με­νος, καὶ νὰ μὴ φα­νεῖς στοὺς ἀν­θρώ­πους ὅ­τι νη­στεύ­εις. Ἀλ­λά ἡ νη­στεί­α σου νὰ φα­νεῖ μό­νο στὸν Πα­τέ­ρα σου, πού εἶ­ναι βέ­βαι­α ἀ­ό­ρα­τος, ἀλ­λά βρί­σκε­ται πα­ρὼν καὶ στὰ πι­ὸ ἀ­πό­κρυ­φα μέ­ρη. Κι ὁ Πα­τέ­ρας σου πού βλέ­πει στὰ κρυ­φά, θὰ σοῦ ἀ­πο­δώ­σει τὴν ἀ­μοι­βή σου στὰ φα­νε­ρά. Μὴ μα­ζεύ­ε­τε γι­ὰ τὸν ἑ­αυ­τὸ σας θη­σαυ­ροὺς πά­νω στὴ γῆ, ὅ­που ὁ σκό­ρος καὶ ἡ φθο­ρὰ τῆς σα­πί­λας ἢ τῆς σκου­ριᾶς ἀ­φα­νί­ζουν τὰ ἀ­πο­θη­κευ­μέ­να εἴ­δη τοῦ πλού­του κι ὅ­που οἱ κλέ­φτες τρυ­ποῦν τοὺς τοί­χους τῶν θη­σαυ­ρο­φυ­λα­κί­ων καὶ τὰ κλέ­βουν. Μα­ζεύ­ε­τε γι­ὰ τὸν ἑ­αυ­τὸ σας θη­σαυ­ροὺς στὸν οὐ­ρα­νό, ὅ­που οὔ­τε ὁ σκό­ρος οὔ­τε ἡ σα­πί­λα καί ἡ σκου­ριὰ ἀ­φα­νί­ζουν τοὺς ἀ­πο­θη­κευ­μέ­νους θη­σαυ­ρούς σας κι ὅ­που οἱ κλέ­φτες δὲν τρυ­ποῦν τοὺς τοί­χους τῶν θη­σαυ­ρο­φυ­λα­κί­ων σας οὔ­τε κλέ­βουν. Πρέ­πει λοι­πὸν νὰ θη­σαυ­ρί­ζε­τε θη­σαυ­ροὺς στὸν οὐ­ρα­νό, γι­ὰ νὰ εἶ­ναι καὶ ἡ καρ­διὰ σας προ­σκολ­λη­μέ­νη στὸ Θε­ὸ καὶ στὰ οὐ­ρά­νια. Δι­ό­τι ἐ­κεῖ ὅ­που εἶ­ναι ὁ θη­σαυ­ρός σας, ἐ­κεῖ θά εἶ­ναι καί ἡ καρ­διά σας.


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου