Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΙΝ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΙΝ
(16 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2018)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ  
Ἀ­δελ­φοί εἰ­δό­τες ὅ­τι ο δι­και­οῦ­ται ἄν­θρω­πος ἐξ ἔρ­γων νό­μου ἐ­ὰν μ δι­ὰ πί­στε­ως Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, κα ἡ­μεῖς ες Χρι­στὸν Ἰ­η­σοῦν ἐ­πι­στε­ύ­σα­μεν, ἵ­να δι­και­ω­θῶ­μεν κ πί­στε­ως Χρι­στοῦ κα οκ ξ ἔρ­γων νό­μου, δι­ό­τι ο δι­και­ω­θή­σε­ται ξ ἔρ­γων νό­μου πᾶ­σα σρξ. Ε δ ζη­τοῦν­τες δι­και­ω­θῆ­ναι ν Χρι­στῷ εὑ­ρέ­θη­μεν κα αὐ­τοὶ ἁ­μαρ­τω­λοί, ἆ­ρα Χρι­στὸς ἁ­μαρ­τί­ας δι­ά­κο­νος; μ γέ­νοι­το. ε γρ κα­τέ­λυ­σα ταῦ­τα πά­λιν οἰ­κο­δο­μῶ, πα­ρα­βά­την ἐ­μαυ­τὸν συ­νί­στη­μι. ἐ­γὼ γρ δι­ὰ νό­μου νό­μῳ ἀ­πέ­θα­νον, ἵ­να Θε­ῷ ζή­σω. Χρι­στῷ συ­νε­στα­ύ­ρω­μαι· ζ δ οὐ­κέ­τι ἐ­γώ, ζ δ ν ἐ­μοὶ Χρι­στός· δ νν ζ ν σαρκ, ν πί­στει ζ τ το υἱ­οῦ το Θε­οῦ το ἀ­γα­πή­σαν­τός με κα πα­ρα­δόν­τος ἑ­αυ­τὸν ὑ­πὲρ ἐ­μοῦ.
                                                    (Γαλ. β΄[2] 16 – 20)

«ΖΗ ΕΝ ΕΜΟΙ ΧΡΙΣΤΟΣ»
1. Η ΙΣΧΥΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ
Στὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα τῆς Κυ­ρια­κῆς με­τὰ τὴν ἑ­ορ­τὴ τῆς Ὑ­ψώ­σε­ως τοῦ Τι­μί­ου Σταυ­ροῦ, ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἀ­πο­λο­γεῖ­ται ἀ­πέ­ναν­τι σὲ πολ­λοὺς Ἰ­ου­δαί­ους ἐ­πι­κρι­τές του, οἱ ὁ­ποῖ­οι τὸν κα­τη­γο­ροῦ­σαν ὅ­τι ἐγ­κα­τέ­λει­ψε τὸν ἰ­ου­δα­ϊ­κὸ νό­μο. Καὶ λέ­ει:
Ἐ­πει­δὴ μά­θα­με ἀ­πὸ τὴν προ­σω­πι­κή μας πεί­ρα ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος δὲν μπο­ρεῖ νὰ σω­θεῖ μὲ τὴν τή­ρη­ση τῶν δι­α­τά­ξε­ων τοῦ μω­σα­ϊ­κοῦ νό­μου ἀλ­λὰ μό­νο μὲ τὴν πί­στη στόν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, κι ἐ­μεῖς πι­στεύ­σα­με σ᾿ Αὐ­τὸν γιὰ νὰ σω­θοῦ­με ἀ­πὸ τὴν πί­στη στὸν Χρι­στὸ καὶ ὄ­χι ἀ­πὸ τὰ ἔρ­γα τοῦ νό­μου. Δι­ό­τι, ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρε­ται στοὺς Ψαλ­μούς, μὲ τὰ ἔρ­γα τοῦ νό­μου δὲν θὰ σω­θεῖ κα­νέ­νας ἄν­θρω­πος. Ἀλ­λὰ ἐ­ὰν ὑ­πο­θέ­σου­με ὅ­τι ἡ τή­ρη­ση τοῦ μω­σα­ϊ­κοῦ νό­μου εἶ­ναι ἐ­πι­βε­βλη­μέ­νη καὶ συ­νε­πῶς ἐ­μεῖς ποὺ τὸν ἀ­φή­σα­με ἁ­μαρ­τή­σα­με, τό­τε γεν­νι­έ­ται τὸ ἄ­το­πο ἐ­ρώ­τη­μα: Ἄ­ρα ὁ Χρι­στὸς μᾶς ὁ­δη­γεῖ στὴν ἁ­μαρ­τί­α, ἀ­φοῦ μᾶς ὤ­θη­σε νὰ ἀ­φή­σου­με τὸν νό­μο; Μὴ συμ­βεῖ νὰ ποῦ­με μιὰ τέ­τοι­α βλα­σφη­μί­α. Δι­ό­τι, ἂν ἐ­κεῖ­να ποὺ κα­τάρ­γη­σα ὡς ἀ­νώ­φε­λα, αὐ­τὰ πά­λι τὰ τη­ρῶ ὡς ἀ­ναγ­καῖ­α, ἀ­πο­δει­κνύ­ω τὸν ἑ­αυ­τό μου πα­ρα­βά­τη· δι­ό­τι βε­βαι­ώ­νω ἔμ­πρα­κτα ὅ­τι ἔ­κα­να λά­θος ποὺ ἄ­φη­σα τὸν νό­μο· καὶ ἁ­μάρ­τη­σα ὅ­ταν προ­τί­μη­σα τὴ σω­τη­ρί­α ποὺ δί­νει ὁ Χρι­στός. Ὅ­μως δὲν ἁ­μάρ­τη­σα. «Ἐ­γὼ γὰρ διὰ νό­μου νό­μῳ ἀ­πέ­θα­νον, ἵ­να Θε­ῷ ζή­σω». Ἐ­γὼ μὲ κρι­τή­ριο τὸν μω­σα­ϊ­κὸ νό­μο, ποὺ τι­μω­ρεῖ μὲ θά­να­το κά­θε πα­ρα­βά­τη του, πέ­θα­να ὡς πρὸς τὸν νό­μο, γιὰ νὰ ζή­σω γιὰ τὴ δό­ξα τοῦ Θε­οῦ.
Βέ­βαι­α ἐ­μεῖς σή­με­ρα δὲν μπο­ροῦ­με νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με τί σή­μαι­νε γιὰ τὸν ἀ­πό­στο­λο Παῦ­λο αὐ­τὴ ἡ ἐ­πι­λο­γή του. Ἦ­ταν ἕ­νας Ἰ­ου­δαῖ­ος, ξα­κου­στὸς νο­μο­δι­δά­σκα­λος καὶ τη­ρη­τὴς τῶν ἰ­ου­δα­ϊ­κῶν πα­ρα­δό­σε­ων. Καὶ τὰ ἐγ­κα­τέ­λει­ψε ὅ­λα αὐ­τά, ἀ­παρ­νή­θη­κε μιὰ πα­ρά­δο­ση αἰ­ώ­νων καὶ μιὰ νο­ο­τρο­πί­α συ­νυ­φα­σμέ­νη μὲ τὴ ζω­ὴ τοῦ ἔ­θνους του. Αὐ­τὸ ὅ­μως ἦ­ταν ἐ­πα­νά­στα­ση γιὰ τὴν ἐ­πο­χὴ ἐ­κεί­νη. Καὶ τοῦ στοί­χι­σε τὴν ἴ­διά του τὴ ζω­ή.
Καὶ στὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ αὐ­τὸ ἀ­νά­γνω­σμα τεκ­μη­ρι­ώ­νει τὴν ἐ­πι­λο­γή του αὐ­τὴ βα­σι­σμέ­νος στὸν ἴ­διο τὸν νό­μο καὶ κά­νον­τας κυ­ρί­ως τὸν ἑ­ξῆς συλ­λο­γι­σμό: Ὁ νό­μος τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης ἦ­ταν κα­λός, ἀλ­λὰ δὲν ἔ­δι­νε στοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ τὴ χά­ρη καὶ τὴ δύ­να­μη νὰ τὸν τη­ρή­σουν. Κι ἐ­πι­πλέ­ον τι­μω­ροῦ­σε μὲ θά­να­το κά­θε πα­ρα­βά­τη τῶν ἐν­το­λῶν του. Ποι­ὸς ὅ­μως Ἰ­ου­δαῖ­ος θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ τη­ρή­σει ὅ­λες τὶς δι­α­τά­ξεις τοῦ μω­σα­ϊ­κοῦ νό­μου; Κα­νείς. Ἄ­ρα λοι­πόν, κα­νεὶς δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ σω­θεῖ τη­ρών­τας τὶς δι­α­τά­ξεις αὐ­τές, καὶ μά­λι­στα ὅ­πως τὶς ἑρ­μή­νευ­αν οἱ νο­μο­δι­δά­σκα­λοι. Σύμ­φω­να δὲ μὲ τὶς δι­α­τά­ξεις τοῦ νό­μου ἔ­πρε­πε νὰ θα­να­τω­θεῖ κά­θε πα­ρα­βά­της του. Ἀ­φοῦ λοι­πόν, λέ­ει ὁ θεῖ­ος Παῦ­λος, οὕ­τως ἢ ἄλ­λως ἦ­ταν χα­μέ­νος καὶ κα­τα­δι­κα­σμέ­νος σὲ θά­να­το ὡς πρὸς τὸν νό­μο, για­τί νὰ τὸν ἀ­κο­λου­θεῖ; Για­τί νὰ τη­ρεῖ τὶς δι­α­τά­ξεις του, ἀ­φοῦ δὲν θὰ τὸν ὁ­δη­γοῦ­σαν στὴ σω­τη­ρί­α; Αὐ­τὸς ἤ­θε­λε πά­νω ἀπ᾿ ὅ­λα τὴ σω­τη­ρί­α του, γιὰ νὰ ζεῖ μὲ τὸν Θε­ὸ αἰ­ω­νί­ως.
2. Η ΝΕΑ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩι ΖΩΗ
Ὁ ἅ­γιος Ἀ­πό­στο­λος στὴ συ­νέ­χεια μᾶς πε­ρι­γρά­φει μέ­σα ἀ­πὸ τὴν προ­σω­πι­κή του ἐμ­πει­ρί­α τὸ μυ­στή­ριο τῆς νέ­ας ἐν Χρι­στῷ ἐ­σταυ­ρω­μέ­νης καὶ ἀ­να­στη­μέ­νης ζω­ῆς. Λέ­ει λοι­πόν: Μὲ τὸ Βά­πτι­σμα ἔ­χω σταυ­ρω­θεῖ κι ἔ­χω πε­θά­νει μα­ζὶ μὲ τὸν Χρι­στό. Κι ἀ­φοῦ εἶ­μαι πε­θα­μέ­νος, δὲν ἔ­χει πλέ­ον κα­μί­α ἰ­σχὺ γιὰ μέ­να ὁ νό­μος. Ἔ­γι­να κοι­νω­νὸς τοῦ σταυ­ρι­κοῦ θα­νά­του τοῦ Χρι­στοῦ. «Ζῶ δὲ οὐ­κέ­τι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐ­μοὶ Χρι­στός». Δὲν ζῶ πλέ­ον ἐ­γώ, ἀλ­λὰ ζεῖ μέ­σα μου ὁ Χρι­στός. Καὶ τὴ ζω­ὴ ποὺ ζῶ, τὴ ζῶ ἐμ­πνε­ό­με­νος ἀ­πὸ τὴν πί­στη στὸν Υἱ­ὸ τοῦ Θε­οῦ, ὁ Ὁ­ποῖ­ος μὲ ἀ­γά­πη­σε καὶ πα­ρέ­δω­σε τὸν Ἑ­αυ­τό του σὲ θά­να­το γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α μου.
Βέ­βαι­α εἶ­ναι πο­λὺ δύ­σκο­λο νὰ ἐ­ξη­γή­σει κα­νεὶς μέ­σα σὲ λί­γες γραμ­μὲς τὸ μυ­στή­ριο τῆς νέ­ας ἐν Χρι­στῷ ζω­ῆς ποῦ ζοῦ­σε ὁ ἀπ. Παῦ­λος. Ἂς πε­ρι­γρά­ψου­με ἐ­δῶ σὲ γε­νι­κὲς γραμ­μὲς κά­ποι­α βα­σι­κὰ στοι­χεῖ­α της. Γιὰ νὰ ζή­σει ὁ ἄν­θρω­πος τὴ νέ­α αὐ­τὴ ζω­ή, πρέ­πει πρῶ­τα νὰ πε­θά­νει. Αὐ­τὸς ὁ θά­να­τος πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται μυ­στη­ρια­κῶς μὲ τὸ ἅ­γιο Βά­πτι­σμα. Νε­κρώ­νε­ται ὁ πα­λιὸς ἄν­θρω­πος τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καὶ παίρ­νει ὁ πι­στὸς τὴν ἀ­πό­φα­ση νὰ ζεῖ μό­νο γιὰ τὸν Χρι­στὸ καὶ μὲ τὸν Χρι­στό. Ἀ­πο­τάσ­σε­ται τὸν σα­τα­νᾶ καὶ τὰ ἔρ­γα του καὶ συν­τάσ­σε­ται μὲ τὸν Χρι­στὸ καὶ τὶς ἅ­γι­ες ἐν­το­λές του. Μὲ τὸ ἱ­ε­ρὸ Χρί­σμα ἐ­φο­δι­ά­ζε­ται μὲ τὰ χα­ρί­σμα­τα καὶ τὶς δω­ρε­ὲς τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Καὶ εἰ­σέρ­χε­ται σὲ μιὰ νέ­α ζω­ή. Τώ­ρα πλέ­ον ἀ­γω­νι­ζό­με­νος κα­θη­με­ρι­νὰ νὰ ζεῖ κα­τὰ τὸ ἅ­γιο θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, ἀ­να­νε­ώ­νε­ται καὶ με­τα­μορ­φώ­νε­ται δια­ρκῶς καὶ ζεῖ ἐμ­πει­ρί­ες πνευ­μα­τι­κὲς καὶ ἅ­γι­ες. Κι ἐ­πει­δὴ ὡς ἄν­θρω­πος ρέ­πει πρὸς τὴν ἁ­μαρ­τί­α, ἀ­γω­νί­ζε­ται κα­θη­με­ρι­νὰ νὰ τη­ρεῖ τὶς ὑ­πο­σχέ­σεις ποὺ ἔ­δω­σε πρὶν ἀ­πὸ τὸ ἅ­γιο Βά­πτι­σμά του. Ἀ­γω­νί­ζε­ται δη­λα­δὴ κα­θη­με­ρι­νὰ μὲ τὴ χά­ρη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος καὶ τῶν ἱ­ε­ρῶν Μυ­στη­ρί­ων νὰ νε­κρώ­νει μέ­σα του τὴν ἁ­μαρ­τί­α καὶ νὰ ζεῖ μιὰ ζω­ὴ πλή­ρους ἀ­φο­σι­ώ­σε­ως στὸν Θε­ό. Σταυ­ρώ­νε­ται ὡς πρὸς τὸν κό­σμο, ἀλ­λὰ ζεῖ γιὰ τὸν Χρι­στό. Τώ­ρα πιὰ μέ­σα στὴν ψυ­χή του δὲν ἐ­νερ­γεῖ ὁ πα­λαι­ὸς ἄν­θρω­πος ἀλ­λὰ ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός. Αὐ­τὸς κυ­ρια­ρχεῖ στὶς σκέ­ψεις του, στὶς ἐ­πι­θυ­μί­ες του, στὶς ἀ­πο­φά­σεις του, στὰ λό­για του, στὶς ἐ­νέρ­γει­ές του. Αὐ­τὸς ἀ­κτι­νο­βο­λεῖ τὸ φῶς του. Καὶ ὁ ἄν­θρω­πος προ­γεύ­ε­ται ἀ­πὸ αὐ­τὴ τὴ ζω­ὴ τὸν Πα­ρά­δει­σο. Αὐ­τὴν τὴν ἐμ­πει­ρί­α εἶ­χαν ὅ­λοι οἱ ἅ­γιοι. Αὐ­τὸ τὸ ἅ­γιο βί­ω­μα κα­λού­μα­στε νὰ ἀ­πο­κτή­σου­με καὶ μεῖς  Ἂς ξε­κι­νή­σου­με λοι­πὸν ἕ­ναν κα­θη­με­ρι­νὸ ἀ­γώ­να θα­νά­του καὶ ζω­ῆς, νε­κρώ­σε­ως καὶ ἀ­να­στά­σε­ως.  
 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶ­πεν ὁ Κύ­ρι­ος, Ὅ­στις θέ­λει ὀ­πί­σω μου ἀ­κο­λου­θεῖν, ἀ­παρ­νη­σά­σθω ἑ­αυ­τὸν κα ἀ­ρά­τω τν σταυ­ρὸν αὐ­τοῦ, κα ἀ­κο­λου­θε­ί­τω μοι. ς γρ ν θέ­λῃ τν ψυ­χὴν αὐ­τοῦ σῶ­σαι, ἀ­πο­λέ­σει αὐ­τήν· ς δ' ν ἀ­πο­λέ­σῃ τν ἑ­αυ­τοῦ ψυ­χὴν ἕ­νε­κεν ἐ­μοῦ κα το εὐ­αγ­γε­λί­ου, οὗ­τος σώ­σει αὐ­τήν. τ γρ ὠ­φε­λήσει ἄν­θρω­πον ἐ­ὰν κερ­δή­σῃ τν κό­σμον ὅ­λον, κα ζη­μι­ω­θῇ τν ψυ­χὴν αὐ­τοῦ; τ δώ­σει ἄν­θρω­πος ἀν­τάλ­λαγ­μα τς ψυ­χῆς αὐ­τοῦ; ς γρ ἐ­ὰν ἐ­παι­σχυν­θῇ με κα τος ἐ­μοὺς λό­γους ν τ γε­νε­ᾷ τα­ύ­τῃ τ μοι­χα­λί­δι κα ἁ­μαρ­τω­λῷ, κα υἱ­ὸς το ἀν­θρώ­που ἐ­παι­σχυν­θή­σε­ται αὐ­τὸν ὅ­ταν ἔλ­θῃ ἐν τ δό­ξῃ το πα­τρὸς αὐ­τοῦ με­τὰ τν ἀγ­γέ­λων τν ἁ­γί­ων. Κα ἔ­λε­γεν αὐ­τοῖς· Ἀ­μὴν λέ­γω ὑ­μῖν ὅ­τι εἰ­σί τι­νες τν ὧ­δε ἑ­στη­κό­των, οἵ­τι­νες ο μ γε­ύ­σων­ται θα­νά­του ἕ­ως ἂν ἴ­δω­σι τν βα­σι­λε­ί­αν το Θε­οῦ ἐ­λη­λυ­θυῖ­αν ἐν δυ­νά­μει. 
                                      (Μάρκ. η΄[8] 34 – θ΄[9] 1)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ὁ Ἰ­η­σοῦς κά­λε­σε τὰ πλή­θη τοῦ λα­οῦ μα­ζὶ μὲ τοὺς μα­θη­τές του καὶ τοὺς εἶ­πε: Ἐ­κεῖ­νος πού θέ­λει νὰ γί­νει δι­κός μου καὶ νὰ μὲ ἀ­κο­λου­θεῖ ὡς μα­θη­τής μου, ἂς δι­α­κό­ψει κά­θε φι­λί­α καὶ σχέ­ση μὲ τὸν δι­ε­φθαρ­μέ­νο ἀ­π' τὴν ἁ­μαρ­τί­α ἑ­αυ­τό του κι ἂς πά­ρει τὴ στα­θε­ρὴ ἀ­πό­φα­ση νὰ ὑ­πο­στεῖ γιὰ μέ­να ὄ­χι μό­νο κά­θε θλί­ψη καὶ δο­κι­μα­σί­α, ἀλλά ἀ­κό­μα καὶ θά­να­το σταυ­ρι­κό, καὶ τό­τε ἂς μὲ ἀ­κο­λου­θεῖ μι­μού­με­νος τὸ πα­ρά­δειγ­μά μου. Καὶ μὴ δι­στά­σει κα­νεὶς νὰ κά­νει τὶς θυ­σί­ες αὐ­τές. Δι­ό­τι ὅ­ποι­ος θέ­λει νὰ σώ­σει τὴ ζω­ή του, θὰ χά­σει τὴν πνευ­μα­τι­κή, εὐ­τυ­χι­σμέ­νη καὶ αἰ­ώ­νια ζω­ή. Ὅ­ποι­ος ὅ­μως χά­σει καὶ θυ­σιά­σει τὴ ζω­ή του γιὰ τὴν ὁ­μο­λο­γί­α καὶ τὴν ὑ­πα­κο­ή του σὲ μέ­να καὶ τὸ εὐ­αγ­γέ­λιό μου, αὐ­τὸς θὰ σώ­σει τὴν ψυ­χή του στὴ μέλ­λου­σα ζω­ή, ὅ­που θὰ κερ­δί­σει τὴν αἰ­ώ­νια εὐ­τυ­χί­α. Κι ἐ­κεί­νη ἡ σω­τη­ρί­α εἶ­ναι τὸ πᾶν. Δι­ό­τι τί θὰ ὠ­φε­λή­σει τὸν ἄν­θρω­πο, ἐ­ὰν κερ­δί­σει ὅ­λον αὐ­τὸν τὸν ὑ­λι­κὸ κό­σμο, καὶ στὸ τέ­λος χά­σει τὴν ψυ­χή του; Δι­ό­τι ἡ ψυ­χή του, πού εἶ­ναι πνευ­μα­τι­κὴ καὶ αἰ­ώ­νια, δὲν συγ­κρί­νε­ται μὲ κα­νέ­να ἀ­π' τὰ ὑ­λι­κὰ ἀ­γα­θὰ τοῦ φθαρ­τοῦ κό­σμου. Ἤ, ἐ­ὰν ἕ­νας ἄν­θρω­πος χά­σει τὴν ψυ­χή του, τί μπο­ρεῖ νὰ δώ­σει ὡς ἀν­τάλ­λαγ­μα γιὰ νὰ τὴν ἐ­ξα­γο­ρά­σει ἀ­π' τὴν αἰ­ώ­νια ἀ­πώ­λεια; Κι ἀ­σφα­λῶς θὰ χά­σει τὴν ψυ­χὴ του ἐ­κεῖ­νος πού δὲν θὰ ὑ­πο­στεῖ γιὰ μέ­να τὶς θυ­σί­ες αὐ­τές. Δι­ό­τι ὁ­ποι­οσ­δή­πο­τε ντρα­πεῖ ἐμένα καὶ τὰ λό­γιά μου ἐ­πη­ρε­α­σμέ­νος ἀ­π' τὶς πε­ρι­φρο­νή­σεις καὶ τοὺς χλευα­σμοὺς τῶν ἀν­θρώ­πων τῆς γε­νιᾶς αὐ­τῆς πού ἀ­πο­στά­τη­σε ἀπ' τὸν πνευ­μα­τι­κό της νυμ­φί­ο καὶ εἶ­ναι ἁ­μαρ­τω­λή, αὐ­τὸν θὰ τὸν ντρα­πεῖ καὶ ὁ υἱ­ὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ θὰ τὸν ἀ­πο­κη­ρύ­ξει ὡς ξέ­νο, ὅ­ταν θὰ ἔλ­θει μὲ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους περιβε­βλη­μέ­νος μὲ τὴ δό­ξα τοῦ Πα­τρός του. Τοὺς ἔ­λε­γε ἀ­κό­μη: Σᾶς λέ­ω ἀ­λη­θι­νὰ ὅτι ὑπάρχουν με­ρι­κοὶ ἀ­π' αὐ­τοὺς πού στέ­κον­ται ἐδῶ, οἱ ὁποῖοι δέν θά γευθοῦν θάνατο προτοῦ νά δοῦν μετά τήν κά­θο­δο τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος νὰ κα­τα­λύ­ε­ται ἡ παλαιά θεί­α τά­ξη καὶ δι­α­θή­κη μὲ τὴν κα­τα­στρο­φὴ τῆς Ἱερουσαλήμ καί τοῦ ναοῦ της καὶ μὲ τὸν δι­α­σκορ­πισμό τοῦ Ἰσραήλ· γιὰ νὰ θε­με­λι­ω­θεῖ μὲ δύ­να­μη ἀκαταγώνιστη καί ὑ­περ­φυ­σι­κὴ ἡ νέ­α θεί­α τά­ξη στὸν κό­σμο, τήν ὁποία θά ἐκ­προ­σω­πεῖ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ὡς ἄλ­λη βα­σι­λεία τοῦ Θεοῦ πάνω στή γῆ.
­


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου