Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


­ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ
(9 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2018)



Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀδελφοί, ἲ­δε­τε πη­λί­κοις ὑ­μῖν γράμ­μα­σιν ἔ­γρα­ψα τ ἐ­μῇ χει­ρί.  ὅ­σοι θέ­λου­σιν εὐ­προ­σω­πῆ­σαι ν σαρκ, οὗ­τοι ἀ­ναγ­κά­ζου­σιν ὑ­μᾶς πε­ρι­τέ­μνε­σθαι, μό­νον ἵ­να μ τ σταυ­ρῷ το Χρι­στοῦ δι­ώ­κων­ται. οὐ­δὲ γρ ο πε­ρι­τε­τμη­μέ­νοι αὐ­τοὶ νό­μον φυ­λάσ­σου­σιν, ἀλ­λὰ θέ­λου­σιν ὑ­μᾶς πε­ρι­τέ­μνε­σθαι, ἵ­να ἐν τ ὑ­με­τέ­ρᾳ σαρ­κὶ καυ­χή­σων­ται. Ἐ­μοὶ δ μ γέ­νοι­το καυ­χᾶ­σθαι ε μ ν τ σταυ­ρῷ το Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, δι' ο ἐ­μοὶ κό­σμος ἐ­στα­ύ­ρω­ται κἀ­γὼ τ κό­σμῳ. ν γρ Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ οὔ­τε πε­ρι­το­μή τι ἰ­σχύ­ει οὔ­τε ἀ­κρο­βυ­στί­α, ἀλ­λὰ και­νὴ κτί­σις. κα ὅ­σοι τ κα­νό­νι το­ύ­τῳ στοι­χή­σου­σιν, εἰ­ρή­νη ἐ­π' αὐ­τοὺς κα ἔ­λε­ος, κα ἐ­πὶ τν Ἰσ­ρα­ὴλ το Θε­οῦ. Το λοι­ποῦ κό­πους μοι μη­δεὶς πα­ρε­χέ­τω· ἐ­γὼ γρ τ στίγ­μα­τα το Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ ἐν τ σώ­μα­τί μου βα­στά­ζω. χά­ρις το Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ με­τὰ το πνε­ύ­μα­τος ὑ­μῶν, ἀ­δελ­φοί· ἀ­μήν.
                                      (Γαλ. στ΄[6] 11 – 18 )

ΛΟ­ΓΟΣ ΣΤΟΝ Α­ΠΟ­ΣΤΟ­ΛΟ
«Τὰ στίγ­μα­τα τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώ­μα­τί μου βα­στά­ζω».
Οἱ κα­κώ­σεις, οἱ δι­ωγ­μοὶ κι οἱ πλη­γὲς τοῦ κο­ρυ­φαί­ου ἀ­πο­στό­λου, εἶ­ναι τὰ δι­α­μαν­το­κά­μω­τα πα­ρά­ση­μά του. Μα­τω­μέ­να πα­ρά­ση­μα, ἔν­δο­ξα καὶ ἱ­ε­ρά. Μα­τω­μέ­νες πλη­γὲς πού τὶς δέ­χτη­κε γιὰ χά­ρη τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου. Ἀ­νε­ξί­τη­λα στίγ­μα­τα, πού τὰ πε­ρι­φέ­ρει παντοῦ σὰν δο­ξα­σμέ­νος στρα­τη­λά­της. Πονεῖ, ἀλλά χαί­ρει. Ὑ­πο­φέ­ρει ἀλ­λὰ δέ­χε­ται τὰ πα­θή­μα­τα δί­χως γογ­γυ­σμούς. Μοιά­ζει μὲ στρα­τι­ώ­τη πού τραυ­μα­τι­σμέ­νος γυ­ρί­ζει ἀ­π' τὴ μά­χη νι­κη­τὴς καὶ τροπαιοῦχος. Τὰ τραύ­μα­τά του γιὰ τὴν ἀ­γά­πη τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ καύ­χη­σή του. Τὰ ὀ­δυ­νη­ρὰ αὐ­τὰ «στίγ­μα­τα», τώ­ρα, στὴ δύ­ση τῆς ζω­ῆς του, τοῦ θυ­μί­ζουν ἀ­γῶ­νες καὶ μά­χες καὶ νί­κες.
Πολ­λὰ τοῦ με­γά­λου ἀ­πο­στό­λου τὰ «στίγ­μα­τα» πού ὑ­πό­φε­ρε γιὰ τὸν Ἰησοῦ. Ποι­ὰ τὰ δι­κά μας πα­θή­μα­τα;
α) Ε­ΚΕΙ­ΝΟΥ
Ὅ­πως οἱ κύ­ριοι τὴν πα­λη­ὰ ἐ­πο­χὴ ση­μεί­ω­ναν ἀ­νε­ξί­τη­λα στὸ μέ­τω­πο ἢ στὰ χέ­ρια τῶν δού­λων μὲ πυ­ρα­κτω­μέ­νο σί­δε­ρο τ' ὄ­νο­μά τους, ἔ­τσι κι ὁ με­γά­λος ἀ­πό­στο­λος εἶ­χε κά­ποι­α ἄλ­λα «στίγ­μα­τα» στὸ σῶ­μα του. «Στίγ­μα­τα» ὀ­δυ­νη­ρὰ πού τοῦ προ­κά­λε­σαν οἱ ἐ­χθροὶ τοῦ Χριστοῦ. Πλη­γὲς καὶ τραύ­μα­τα πού δέ­χτη­κε στὸν ἀ­γώ­να του γιὰ τὴ δι­ά­δο­ση τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου. Κό­ποι καὶ μό­χθοι πο­λυ­χρό­νιοι. Πεῖνα καὶ δί­ψα καὶ πα­γω­νιὰ καὶ κα­κου­χί­ες, καὶ ρα­βδι­σμοὶ καί μα­στι­γώ­σεις, ναυά­για κι ὁ­δοι­πο­ρί­ες κι ἀ­γρυ­πνί­ες καὶ πό­νοι καὶ θλί­ψεις καὶ κίν­δυ­νοι καὶ δι­ωγ­μοί. Καὶ μα­ζὶ μ' αὐ­τὰ κι ὁ «σκό­λοψ τῆς σαρ­κός». Ὅ­λα τους ἄ­φη­σαν μιὰ ἱ­ε­ρὴ σφρα­γί­δα στὸ πο­νε­μέ­νο του σῶ­μα. Ὁ ἴ­διος δι­η­γεῖ­ται καὶ μὲ θεί­α καύ­χη­ση πε­ρι­γρά­φει τὰ «στίγ­μα­τά» του στὴ δεύ­τε­ρη πρὸς Κο­ριν­θί­ους ἐ­πι­στο­λή του: «Ἐν κό­ποις πε­ρισ­σο­τέ­ρως, ἐν πληγαῖς ὑ­περ­βαλ­λόν­τως, ἐν φυλακαῖς πε­ρισ­σο­τέ­ρως, ἐν θανάτοις πολ­λά­κις· ὑ­πὸ Ἰ­ου­δαί­ων πεν­τά­κις τεσ­σα­ρά­κον­τα πα­ρὰ μί­αν ἔ­λα­βον, τρὶς ἐρ­ρα­βδίσθην, ἅ­παξ ἐλιθάσθην, τρίς ἐναυάγησα, νυ­χθη­με­ρὸν ἐν τῷ βυθῷ πε­ποί­η­κα, ὁδοιπορίαις πολ­λά­κις, κιν­δύ­νοις ἐν πό­λει, κιν­δύ­νοις ἐν ἐρημίᾳ, κιν­δύ­νοις ἐν θαλάσσῃ, κιν­δύ­νοις ἐν ψευ­δα­δέλ­φοις· ἐν κόπῳ καί μόχθῳ, ἐν ἀγρυπνίαις πολ­λά­κις, ἐν λιμῷ καὶ δί­ψει, ἐν νη­στεί­αις πολ­λά­κις, ἐν ψύ­χει καὶ γυ­μνό­τη­τι».
Ποι­ὸς δὲν ὑ­πο­κλί­νε­ται μπρο­στὰ στοῦ Παύ­λου τ' ἀ­τί­μη­τα «στίγ­μα­τα»; Ποι­ὸς δὲ θαυ­μά­ζει τὰ ση­μεῖ­α τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς του προ­σφο­ρᾶς; Ποι­ὸς δὲν εἶν’ ἕ­τοι­μος νὰ φι­λή­σει τὰ τραύ­μα­τά του; Στ' ἀ­λή­θεια, «οἵους δι­ωγ­μοὺς ὑπήνεγκε καί οἷα πα­θή­μα­τα» γιὰ τὴν ἀ­γά­πη τοῦ Κυ­ρί­ου! Αὐ­τὴ ἡ ἀ­γά­πη ἦ­ταν τὸ μυ­στι­κό της ἰ­σχυ­ρῆς του ἀν­το­χῆς. Ἀ­π' τὴ στιγ­μὴ πού δέ­χτη­κε τὴν οὐ­ρά­νια πρό­σκλη­ση στὸ δρό­μο τῆς Δαμασκοῦ, δό­θη­κε ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὰ στὴν ὑ­πη­ρε­σί­α τοῦ Ἰησοῦ. «Ὁ ἐμ­πνέ­ων ἀ­πει­λῆς καὶ φό­βου εἰς τούς μαθητάς τοῦ Κυ­ρί­ου», με­τα­βάλ­λε­ται σὲ μάρ­τυ­ρα πα­θη­μά­των. Ὑ­πο­βὰλλε­ται σὲ δι­ωγ­μούς, ἐ­κεῖ­νος πού πο­λε­μοῦ­σε τοὺς χρι­στια­νούς. Δέ­χε­ται πο­λυ­χρό­νι­ες φυ­λα­κί­σεις, ἐ­κεῖ­νος πού ζη­τοῦ­σε νὰ συλ­λά­βει τοὺς μα­θη­τὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ τοὺς ρί­ξει στὴ φυ­λα­κή. Ἁ­λυ­σο­δέ­νουν τὸν δι­ώ­χτη πού, ζή­τη­σε ἀ­πὸ τὸν ἀρ­χι­ε­ρέ­α «ὅ­πως ἐ­άν τινας εὕρῃ τῆς ὁδοῦ ὄν­τας, ἄν­δρας τε καὶ γυ­ναῖ­κας, δε­δε­μέ­νους ἀγάγῃ εἰς Ἱ­ε­ρου­σα­λὴμ» (Πραξ. θ΄[9] 2). «Κα­θ' ἡμέραν ἀ­πο­θνή­σκει», ἐ­κεῖ­νος πού ποθοῦσε τὸν θά­να­το τῶν πι­στῶν τοῦ Χριστοῦ ὀ­πα­δῶν.
Τί θαυ­μα­στὴ με­τα­βο­λή! Ὁ χρι­στι­α­νι­ο­μά­χος γί­νε­ται ὁ κυ­νη­γη­μέ­νος ἔ­νο­χος Ἰ­ου­δαί­ων καὶ ἐ­θνι­κῶν. Γί­νε­ται «στιγ­μα­τι­σμέ­νος» καὶ πε­ρι­φρο­νη­μέ­νος ὅ­λου τοῦ κό­σμου. Γί­νε­ται «μω­ρὸς διὰ Χρι­στὸν» καὶ «θέ­α­τρον» καὶ «πάν­των πε­ρίψημα καί περικάθαρμα τοῦ κό­σμου». Μὲ ἀ­νε­κλά­λη­τη χα­ρὰ τὰ δέ­χε­ται ὅ­λα, δι­ό­τι «ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ συ­νέ­χει», τὴν καρ­διά του. Ὁ­λό­κλη­ρος ἀ­νή­κει στὸν Ἰησοῦ.
Πλῆ­θος λοι­πόν, τὰ «στίγ­μα­τα» ἐ­κεί­νου. Ἀλλά,
β) ΤΑ ΔΙ­ΚΑ ΜΑΣ;
Ποι­ὰ τὰ δι­κά μας τὰ «στίγ­μα­τα»; Ποι­ὲς οἱ δι­κές μας πλη­γές; Πό­σο πο­νέ­σα­με γιὰ τὴν ἀ­γά­πη τοῦ Χριστοῦ; Πό­τε καὶ πό­σο ὑ­πο­φέ­ρα­με; Πολ­λοὶ «ὑ­πο­θέ­τουν» πώς ἀγαποῦνε τό Θεό! Ἀλλά ἡ «ὑ­πό­θε­ση» τού­τη πο­λὺ ἀ­πέ­χει ἀ­πὸ τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Οἱ ἅγιοι τῆς ἀρ­χαί­ας καὶ νε­ώ­τε­ρης ἀ­κό­μα ἐ­πο­χῆς, δὲν ἔ­λε­γαν «ὑ­πο­θέ­τω», «νο­μί­ζω», ἀλλά μιλοῦσαν θε­τι­κὰ καὶ κα­θα­ρά. «Οἶδα γάρ ᾧ πε­πί­στευ­κα», λέ­ει ὁ Ἀπ. Παῦ­λος. ­Ἀγαποῦσε τὸν Κύ­ριο, για­τί Τὸν πί­στευ­ε βα­θιά, καὶ Τὸν πί­στευ­ε, για­υτὸ καὶ Τὸν ἀγαποῦσε. Τὸ με­γα­λεῖ­ο Του, ἡ ἀ­γα­θό­τη­τά Του, ἡ ὡ­ραι­ό­τη­τά Του, ἑ­νώ­νον­ται γιὰ νὰ γο­η­τέ­ψου­νε τὴν ψυ­χή, ὡς ὅ­του γε­μά­τη ἀ­πὸ χα­ρὰ ἀ­να­φω­νή­σει: Εἶ­ναι «ὁ ὡραῖος κάλ­λει».
Τί θαυ­μά­σιο πρᾶγμα νὰ στη­ρί­ζεται κανείς στόν Ἰησοῦ! Νὰ στη­ρί­ζε­ται ὅ­μως μὲ βε­βαι­ό­τη­τα κι ὄ­χι μὲ ἀμ­φι­βο­λί­α. Οἱ ἀμ­φι­βο­λί­ες κεντοῦν τὴν ψυ­χὴ σὰν τὶς σφῆ­κες. Πολ­λοὶ γνω­ρί­ζουν τὸν Ἰησοῦ, ἀλλά δὲν Τὸν ἀ­πο­λαμ­βά­νουν. Εἶ­ναι κον­τὰ στὸ χρυ­σά­φι, ἀλλ’ οἱ ἴδιοι φτω­χοί. Τί μᾶς ὠ­φε­λεῖ τὸ χρυ­σά­φι σὰν δὲν τὸ κα­τέ­χου­με; Ὑ­πάρ­χουν ζη­τιά­νοι στὸ χρυ­σο­φό­ρο Πε­ροῦ καὶ τὴ Νό­τια Ἀ­φρι­κή, καὶ πει­να­σμέ­νοι στοὺς πλού­σιους σι­το­βο­λῶ­νες τῆς Κα­λι­φόρ­νιας. Πό­σο καὶ μεῖς εἴ­μα­στε φτω­χοὶ ἀ­πὸ ἀ­γά­πη! Ἐ­κεῖ­νος «ἐκένωσεν ἑ­αυ­τὸν μορ­φὴν δού­λου λαβών», «γε­νό­με­νος ὑ­πή­κο­ος μέ­χρι θα­νά­του», καὶ μεῖς ἀ­δι­ά­φο­ροι καὶ πα­γω­μέ­νοι ἀ­πὸ ἀ­γά­πη στε­κό­μα­στε μα­κρυ­ά. Ψυ­χὴ πού ἀγαπᾶ τὸν Θεό, δὲ μπο­ρεῖ νὰ μέ­νει ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νη μὲ τοὺς ἁ­πλοὺς ἐ­ξω­τε­ρι­κοὺς θρη­σκευ­τι­κοὺς τύ­πους. Ψυ­χὴ πού ἀ­γα­πᾶ ἀ­λη­θι­νά, δὲν ἀρ­κεῖ­ται σὲ με­ρι­κὰ τυ­πι­κὰ προ­σκυ­νή­μα­τα εἰ­κό­νων.
Ὅποιος γιά τόν Ἰησοῦ ὑ­πο­φέ­ρει «στίγ­μα­τα», δὲν εἶ­ναι μα­κρυ­ὰ ἀπ' τὴ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν. «Οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χρι­στῷ Ἰησοῦ δι­ω­χθή­σον­ται» (Β' Τιμ. γ'[3] 12). Οἱ δι­ωγ­μοὶ εἶ­ναι τὰ «στίγ­μα­τα» τῶν ὀ­πα­δῶν Του· ἀλλά τὰ «στίγ­μα­τα» αὐ­τὰ εἶ­ναι τὸ εἰ­σι­τή­ριο τῆς βα­σι­λεί­ας Του. «Ὁ ὑ­πο­μεί­νας εἰς τέ­λος οὗ­τος σω­θή­σε­ται». Ἐ­κεῖ­νος πού θὰ ὑ­πο­φέ­ρει τοὺς χλευα­σμούς, τὶς βλα­στή­μι­ες, τὶς εἰ­ρω­νεῖ­ες, τοὺς δι­ωγ­μούς, τὶς κα­κο­πά­θει­ες, τὶς τα­λαι­πω­ρί­ες, τὰ βα­σα­νι­στή­ρια, κι ἴ­σως κι αὐ­τὸ τὸ θά­να­το, θἆναι μα­κά­ριος καὶ θὰ βα­σι­λέ­ψει μα­ζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦ στοὺς αἰ­ῶ­νες τῶν αἰ­ώ­νων. Τό­τε θἆναι «ὁ μι­σθὸς πο­λὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Τέ­τοι­α «στίγμα­τα» ὑ­πό­φε­ραν ὅλοι τοῦ Θεοῦ οἱ ἅ­γιοι ἄν­θρω­ποι. «Οὕ­τω γὰρ ἐ­δί­ω­ξαν τοὺς προ­φή­τας τοὺς πρὸ ὑ­μῶν», λέ­ει ὁ Κύ­ριος.
Αὐ­τοὺς θὰ πρέ­πει νὰ μι­μη­θοῦ­με. Νὰ τοὺς μιμηθοῦμε στὴν αὐ­τα­πάρ­νη­ση καὶ τὴ θυ­σί­α. Φτη­νὴ θρη­σκεί­α, ση­μαί­νει καὶ φτη­νὰ στε­φά­νια. Χρι­στι­α­νι­σμὸς δί­χως σταυ­ρό, εἶ­ναι μιὰ ὄ­μορ­φη σκιά. Χρι­στια­νὸς δί­χως «στίγ­μα­τα», εἶ­ναι στρα­τι­ώ­της τῶν «με­τό­πι­σθεν». Καὶ τέ­τοι­ους χρι­στια­νούς, χλια­ροὺς καὶ ἀ­δι­ά­φο­ρους, δει­λοὺς καὶ ὑ­πο­χω­ρη­τι­κούς, ἔ­χει τό­σους πολ­λοὺς ἡ ἐ­πο­χή μας· ἡ ἐ­πο­χὴ τῶν ἀ­νέ­σε­ων καὶ τῆς κα­λο­πέ­ρα­σης.
Ἀ­δελ­φοί μου,
Ἂν θέ­λου­με νἄ­μα­στε ἀ­λη­θι­νοὶ μα­θη­τὲς Ἐ­κεί­νου πού ἀ­νέ­βη­κε στὸν Γολγοθᾶ βα­στά­ζον­τας τὸν βα­ρὺ σταυ­ρὸ μὲ τὶς πλη­γὲς καὶ τὰ στίγ­μα­τα σ᾿ ὅλό Του τὸ σῶ­μα, τό­τε δὲν πρέ­πει ν᾿ ἀ­πο­φεύ­γου­με καὶ μεῖς τοῦ πό­νου τὰ ση­μά­δια. Ἂς πε­ρά­σει ὅ­σο θέ­λει τῆς θλί­ψης τὸ ἄ­ρο­τρο. Ἀρκεῖ ὅ­τι ἀ­νή­κου­με στὸν Ἰησοῦ.
Τὰ «στίγ­μα­τα» πού δε­χό­μα­στε γιὰ τὴν ἀ­γά­πη Του εἶ­ναι χι­λι­ά­κρι­βα.
(Θε­ο­λό­γου Μιχ. Μι­χα­η­λί­δη, «Ἀ­πὸ τὸν Ἄμ­βω­να»)

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Εἶπεν ὁ Κύριος. οὐ­δεὶς ἀ­να­βέ­βη­κεν ες τν οὐ­ρα­νὸν ε μ κ το οὐ­ρα­νοῦ κα­τα­βάς, υἱ­ὸς το ἀν­θρώ­που ὁ ν ν τ οὐ­ρα­νῷ. κα κα­θὼς Μω­ϋ­σῆς ὕ­ψω­σε τν ὄ­φιν ἐν τ ἐ­ρή­μῳ, οὕ­τως ὑ­ψω­θῆ­ναι δε τν υἱ­ὸν το ἀν­θρώ­που, ἵ­να πς πι­στε­ύ­ων ες αὐ­τὸν μ ἀ­πό­λη­ται ἀλ­λ' ἔ­χῃ ζω­ὴν αἰ­ώ­νι­ον. Οὕ­τω γρ ἠ­γά­πη­σεν ὁ Θε­ὸς τν κό­σμον, ὥ­στε τν υἱ­ὸν αὐ­τοῦ τν μο­νο­γε­νῆ ἔ­δω­κεν, ἵ­να πς πι­στε­ύ­ων ες αὐ­τὸν μ ἀ­πό­λη­ται ἀλ­λ' ἔ­χῃ ζω­ὴν αἰ­ώ­νι­ον.  ο γρ ἀ­πέ­στει­λεν ὁ Θε­ὸς τν υἱ­ὸν αὐ­τοῦ ες τν κό­σμον ἵ­να κρί­νῃ τν κό­σμον, ἀλλ' ἵ­να σω­θῇ κό­σμος δι' αὐ­τοῦ. 
                                        (Ἰωάν. γ΄[3] 13 – 17)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Εἶ­πεν ὁ Κύ­ριος στὸν Νι­κό­δη­μο ποὺ τὸν ἐ­πι­σκέ­φτη­κε νύ­χτα, αὐ­τά: κα­νεὶς ἀ­πὸ τοὺς ἀν­θρώ­πους δέν ἔ­χει ἀ­νε­βεῖ στὸν οὐ­ρα­νὸ γιὰ νὰ μά­θει τὰ ἐ­που­ρὰ­νια καί νά σᾶς τά δι­δά­ξει, πα­ρὰ μό­νο ἐ­κεῖ­νος πού κα­τέ­βη­κε ἀ­π᾿ τὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ ἔ­γι­νε μὲ τὴν ἐ­ναν­θρώ­πη­σή του υἱ­ός τοῦ ἀν­θρώ­που. Αὐ­τός, ἐ­νῶ τώ­ρα εἶ­ναι στή γῆ, ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νά εἶ­ναι καί στόν οὐ­ρα­νό ὡς Θε­ὸς παν­τα­χοῦ πα­ρών. Ἄ­κου­σε τώ­ρα καὶ μιὰν ἄλ­λη ἄ­γνω­στη καί ψυ­χο­σω­τή­ρια ἀ­λή­θεια, πού θά σοῦ ἀ­πο­κα­λύ­ψω: ὅ­πως κά­πο­τε ὁ Μω­υ­σῆς στὴν ἔ­ρη­μο κρέ­μα­σε ψη­λὰ τό χάλ­κι­νο φί­δι γιὰ νὰ σώ­ζον­ται μ' αὐ­τὸ οἱ Ἰσ­ρα­η­λί­τες ἀ­πό τά θα­να­τη­φό­ρα δαγ­κώ­μα­τα τῶν φι­δι­ῶν, ἔ­τσι σύμ­φω­να μέ τό μυ­στη­ρι­ῶ­δες σχέ­διο τοῦ Θε­οῦ πρέ­πει νὰ κρε­μα­σθεῖ ψη­λά πά­νω στό σταυ­ρό ὁ υἱ­ός τοῦ ἀν­θρώ­που καί νά προσ­λά­βει ἔ­τσι τό ὁ­μοί­ω­μα τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, χω­ρίς ὅ­μως νά ἔ­χει κα­μί­α πραγ­μα­τι­κὴ σχέ­ση μ' αὐ­τή. Καὶ θὰ ὑ­ψω­θεῖ πά­νω στὸ σταυ­ρό, γιὰ νὰ μὴ χα­θεῖ στόν αἰ­ώ­νιο θά­να­το κα­νέ­νας ἀ­π' ὅ­σους πι­στεύ­ουν σ’ αὐ­τόν, ἀλ­λά νὰ ἔ­χει ζω­ὴ αἰ­ώ­νια. Καὶ μὴ σοῦ φαί­νε­ται πα­ρά­δο­ξο ὅ­τι ὁ υἱ­ὸς τοῦ ἀν­θρώ­που πρό­κει­ται νὰ ὑ­ψω­θεῖ πά­νω στὸ σταυ­ρό γιά τή σω­τη­ρί­α σας. Δι­ό­τι τό­σο πο­λύ ἀ­γά­πη­σε ὁ Θε­ός τόν κό­σμο τῶν ἀν­θρώ­πων πού ζοῦ­σε στὴν ἁ­μαρ­τί­α, ὥστε πα­ρέ­δω­σε σὲ θά­να­το τὸν μο­νά­κρι­βο Υἱ­ό του, γιὰ νά μή χα­θεῖ σὲ αἰ­ώ­νιο θά­να­το κά­θε ἄν­θρω­πος πού πι­στεύ­ει σ’ αὐ­τόν, ἀλ­λά νά ἔ­χει ζω­ή αἰ­ώ­νια. Δι­ό­τι δὲν ἀ­πέ­στει­λε ὁ Θε­ὸς τὸν Υἱ­ό του στό ἁ­μαρ­τω­λό γέ­νος τῶν ἀν­θρώ­πων γιά νά κα­τα­κρί­νει καί νά κα­τα­δι­κά­σει τό γέ­νος αὐ­τό. Ἐ­σεῖς βέ­βαι­α οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι αὐ­τὸ πι­στεύ­ε­τε γιὰ τὸν Μεσ­σί­α, ὅ­τι θὰ σώ­σει μό­νο τοὺς Ἰ­ου­δαί­ους καί θά κα­τα­κρί­νει ὅ­λα τὰ ὑ­πό­λοι­πα ἔ­θνη. Ὅ­μως ὁ Θε­ός ἀ­πέ­στει­λε τὸν Υἱ­ό του γιὰ νὰ σω­θεῖ ὁ­λό­κλη­ρος ὁ κό­σμος τῶν ἀν­θρώ­πων δι­α­μέ­σου αὐ­τοῦ.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου