Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΛΟΥΚΑ
(23 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2018)
(Η ΣΥΛΛΗΨΙΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ)
Ἀ­δελ­φοί, ᾿Α­βρα­ὰμ δύ­ο υἱ­οὺς ἔ­σχεν, ἕ­να ἐκ τῆς παι­δί­σκης καὶ ἕ­να ἐκ τῆς ἐ­λευ­θέ­ρας. Ἀλλ᾿ ὁ μὲν ἐκ τῆς παι­δί­σκης κα­τὰ σάρ­κα γε­γέν­νη­ται, ὁ δὲ ἐκ τῆς ἐ­λευ­θέ­ρας διὰ τῆς ἐ­παγ­γε­λί­ας. Ἅ­τι­νά ἐ­στιν ἀλ­λη­γο­ρο­ύ­με­να. Αὗ­ται γάρ εἰ­σι δύ­ο δι­α­θῆ­και, μί­α μὲν ἀ­πὸ ὄ­ρους Σι­νᾶ, εἰς δου­λε­ί­αν γεν­νῶ­σα, ἥ­τις ἐ­στὶν ῎Α­γαρ. Τὸ γὰρ ῎Α­γαρ Σι­νᾶ ὄ­ρος ἐ­στὶν ἐν τῇ ᾿Α­ρα­βί­ᾳ, συ­στοι­χεῖ δὲ τῇ νῦν ῾Ι­ε­ρου­σα­λήμ, δου­λε­ύ­ει δὲ με­τὰ τῶν τέ­κνων αὐ­τῆς· ἡ δὲ ἄ­νω ῾Ι­ε­ρου­σα­λὴμ ἐ­λευ­θέ­ρα ἐ­στίν, ἥ­τις ἐ­στὶ μή­τηρ πάν­των ἡ­μῶν. Γέγραπται γάρ· «Εὐ­φράν­θη­τι στεῖ­ρα ἡ οὐ τί­κτου­σα, ῥῆ­ξον καὶ βό­η­σον οὐκ ὠ­δί­νου­σα· ὅ­τι πολ­λὰ τὰ τέ­κνα τῆς ἐ­ρή­μου μᾶλ­λον ἢ τῆς ἐ­χο­ύ­σης τὸν ἄν­δρα». 
                                 (Γαλ. δ΄ [4] 22 – 27)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἀ­δελ­φοί, Ἀ­βρα­άμ ἀ­πέ­κτη­σε δύ­ο γιούς, ἕ­να γιό ἀ­πό τή δού­λη Ἄ­γαρ κι ἕ­ναν ἀ­πό τήν ἐ­λεύ­θε­ρη Σάρ­ρα. Ἀλ­λά ὁ γιός πού γεν­νή­θη­κε ἀ­πό τή δού­λη, γεν­νή­θη­κε μέ φυ­σι­κό τρό­πο, σύμ­φω­να μέ τό νό­μο τς σάρ­κας, ἐ­νῶ ὁ γιός πού γεν­νή­θη­κε ἀ­πό τήν ἐ­λεύ­θε­ρη, γεν­νή­θη­κε μέ τή δύ­να­μη τς ὑ­πο­σχέ­σε­ως πού ἔ­δω­σε ὁ Θε­ός στόν Ἀ­βρα­άμ. Αὐ­τά ὅ­μως ἔ­χουν ἀλ­λη­γο­ρι­κή ση­μα­σί­α. Εἶ­ναι βέ­βαι­α δύ­ο ἱ­στο­ρι­κά γε­γο­νό­τα, ἀλ­λά συγ­χρό­νως προ­τυ­πώ­νουν καί προ­ει­κο­νί­ζουν γε­γο­νό­τα καί ἀ­λή­θει­ες τς Και­νῆς Δι­α­θή­κης. Δι­ό­τι ο δύ­ο αὐ­τές γυ­ναῖ­κες, Ἄ­γαρ καί Σάρ­ρα, εἶ­ναι τύ­ποι τν δύ­ο δι­α­θη­κῶν. μί­α δι­α­θή­κη εἶ­ναι ἐ­κεί­νη πού δό­θη­κε ἀ­πό τό ὄ­ρος Σι­νᾶ, ὁ­ποί­α γεν­νᾶ παι­διά γιά νά βρί­σκον­ται στή δου­λεί­α. Καί αὐ­τή προ­τυ­πώ­νε­ται ἀ­πό τήν Ἄ­γαρ. Δι­ό­τι τό Σι­νᾶ, πού ὀ­νο­μά­ζε­ται καί Ἄ­γαρ, εἶ­ναι βου­νό στήν Ἀ­ρα­βί­α ὅ­που κα­τοι­κοῦν ο ἀ­πό­γο­νοι τς Ἄ­γαρ. Καί ἀν­τι­στοι­χεῖ καί προ­τυ­πώ­νει τήν ἐ­πί­γεια Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, στήν ὁ­ποί­α δό­θη­κε νό­μος το Σι­νᾶ. Καί ἐ­πί­γεια Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ εἶ­ναι δού­λη μα­ζί μέ τούς κα­τοί­κους της, ὅ­πως δού­λη ἦ­ταν καί Ἄ­γαρἘ­νῶ ἡ ἐ­που­ρά­νια Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρη· εἶ­ναι θρι­αμ­βεύ­ου­σα Ἐκ­κλη­σί­α, πού βρί­σκε­ται στούς οὐ­ρα­νούς, καί στρα­τευ­ο­μέ­νη, πού εἶ­ναι βέ­βαι­α ἐ­πί­γεια ἀλ­λά κα­τα­λή­γει στούς οὐ­ρα­νούς. Αὐ­τή εἶ­ναι μη­τέ­ρα ὅ­λων μας, ὅ­λων τν Χρι­στια­νῶν. Καί εἶ­ναι μη­τέ­ρα ὅ­λων μας, δι­ό­τι ἔ­χει γρα­φεῖ ἀ­πό τόν Ἡ­σα­ΐ­α: Νά εὐ­φραί­νε­σαι ἐ­σύ, Ἐκ­κλη­σί­α, ὁ­ποί­α πρίν ἔλ­θει ὁ Χρι­στός καί πρίν δο­θεῖ τό Ἅ­γιον Πνεῦ­μα ἤ­σουν στεί­ρα καί δέν γεν­νοῦ­σες παι­διά. Βγά­λε τώ­ρα φω­νή καί κραύ­γα­σε μέ πολ­λή χα­ρά, ἐ­σύ πού δέν κοι­λο­πο­νοῦ­σες. Δι­ό­τι ἐ­νῶ ἤ­σουν ἔ­ρη­μη ἀ­πό παι­διά, τώ­ρα τά παι­διά σου εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρα π᾿ τά παι­διά τς ἐ­πί­γειας Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, ὁ­ποί­α γνώ­ρι­ζε τόν ἀ­λη­θι­νό Θε­ό καί σχε­τι­ζό­ταν μ’ αὐ­τόν, καί πα­ρου­σι­α­ζό­ταν ἔ­τσι ὅ­τι ἔ­χει ἄν­δρα.
ΤΟ ΙΕΡΟΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἑ­στὼς ὁ Ἰησοῦς πα­ρὰ τν λί­μνην Γεν­νη­σα­ρέτ, εἶ­δε δύ­ο πλοῖ­α ἑ­στῶ­τα πα­ρὰ τν λί­μνην· ο δ ἁ­λι­εῖς ἀ­πο­βάν­τες ἀ­π’ αὐ­τῶν ἀ­πέ­πλυ­νον τ δί­κτυ­α. ἐμ­βὰς δ ες ν τν πλο­ί­ων, ν τοῦ Σμωνος, ἠ­ρώ­τη­σεν αὐ­τὸν ἀ­πὸ τς γς ἐ­πα­να­γα­γεῖν ὀ­λί­γον· κα κα­θί­σας ἐ­δί­δα­σκεν ἐκ το πλο­ί­ου τος ὄ­χλους. ς δ ἐ­πα­ύ­σα­το λα­λῶν, εἶ­πε πρς τν Σμωνα· Ἐ­πα­νά­γα­γε ες τ βά­θος κα χα­λά­σα­τε τ δί­κτυ­α ὑ­μῶν ες ἄ­γραν. κα ἀ­πο­κρι­θεὶς Σμων εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἐ­πι­στά­τα, δι' ὅ­λης τῆς νυκ­τὸς κο­πι­ά­σαν­τες οὐ­δὲν ἐ­λά­βο­μεν· ἐ­πὶ δ τ ῥή­μα­τί σου χα­λά­σω τ δί­κτυ­ον. κα τοῦ­το ποι­ή­σαν­τες συ­νέ­κλει­σαν πλῆ­θος ἰ­χθύ­ων πο­λύ· δι­ερ­ρή­γνυ­το δ τ δί­κτυ­ον αὐ­τῶν. κα κα­τέ­νευ­σαν τος με­τό­χοις τος ν τ ἑ­τέ­ρῳ πλο­ί­ῳ το ἐλ­θόν­τας συλ­λα­βέ­σθαι αὐ­τοῖς· κα ἦλ­θον, κα ἔ­πλη­σαν ἀμ­φό­τε­ρα τ πλοῖ­α, ὥ­στε βυ­θί­ζε­σθαι αὐ­τά. ἰ­δὼν δ Σμων Πτρος προ­σέ­πε­σε τος γό­να­σιν Ἰ­η­σοῦ λέ­γων· Ἔ­ξελ­θε ἀ­π' ἐ­μοῦ, ὅ­τι ἀ­νὴρ ἁ­μαρ­τω­λός εἰ­μι, Κριε· θάμ­βος γρ πε­ρι­έ­σχεν αὐ­τὸν κα πάν­τας τος σν αὐτῷ ἐ­πὶ τ ἄ­γρᾳ τν ἰ­χθύ­ων ᾗ συ­νέ­λα­βον, ὁ­μο­ί­ως δ κα Ἰάκωβον κα Ἰ­ω­άν­νην, υἱ­οὺς Ζε­βε­δα­ί­ου, ο ἦ­σαν κοι­νω­νοὶ τ Σμωνι. κα εἶ­πε πρς τν Σμωνα Ἰ­η­σοῦς· Μ φο­βοῦ· ἀ­πὸ το νν ἀν­θρώ­πους ἔ­σῃ ζω­γρῶν. κα κα­τα­γα­γόν­τες τ πλοῖ­α ἐ­πὶ τν γν, ἀ­φέντες ἅ­παν­τα ἠ­κο­λο­ύ­θη­σαν αὐ­τῷ.
                             (Λουκ. ε΄[5] 1 – 11)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Κά­πο­τε, ἐ­νῶ ὁ Ἰ­η­σοῦς στε­κό­ταν στὴν ὄ­χθη τῆς λί­μνης Γεν­νη­σα­ρέτ, τὰ πλή­θη τοῦ λαοῦ ἄρ­χι­σαν νὰ συ­νω­στί­ζον­ται γύ­ρω του καὶ νὰ τὸν στρι­μώ­χνουν, ἐ­πει­δὴ ἤ­θε­λαν ν' ἀκοῦν τὸν λό­γο τοῦ Θεοῦ. Τό­τε εἶ­δε δύ­ο μι­κρὰ πλοῖ­α ἀ­ραγ­μέ­να στὴν ἄ­κρη τῆς λί­μνης· οἱ  ψα­ρά­δες μά­λι­στα εἶχαν βγεῖ ἀπ’ αὐ­τὰ στὴν πα­ρα­λί­α καὶ ἔ­πλε­ναν τὰ δί­χτυ­α. Κι ἀφοῦ μπῆ­κε σ' ἕ­να ἀ­πὸ τὰ πλοῖ­α αὐ­τά, σ' αὐ­τὸ πού ἦ­ταν τοῦ Σί­μω­να, τὸν πα­ρα­κά­λε­σε νὰ τὸ τρα­βή­ξει λί­γο πιὸ μέ­σα, σὲ μι­κρὴ ἀπό­στα­ση ἀ­πὸ τὴ στε­ριά. Καί τότε κάθισε μέ­σα στὸ πλοῖ­ο καὶ δί­δα­σκε ἀ­πὸ ἐκεῖ τά πλήθη τοῦ λαοῦ πού βρί­σκον­ταν στὴν πα­ρα­λί­α. Κι ὅ­ταν τε­λεί­ω­σε τὴν ὁ­μι­λί­α του, εἶ­πε στὸ Σί­μω­να: Πά­ρε πά­λι τὸ πλοῖ­ο στὰ βαθιὰ νε­ρὰ τῆς λί­μνης καὶ ρίξ­τε τὰ δί­χτυ­ά σας γιὰ νὰ πιά­σε­τε ψά­ρια. Ὁ Σί­μων τό­τε τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κε: Δι­δά­σκα­λε, ὅ­λη τὴ νύ­χτα κο­πι­ά­σα­με ρί­χνον­ταις τὰ δί­χτυ­α καὶ δὲν πι­ά­σα­με τί­πο­τε. Ἀ­φοῦ ὅ­μως τὸ δι­ατά­ζεις ἐσύ, θὰ ρί­ξω τὸ δί­χτυ ἔ­χον­τας τέ­λεια πε­ποί­θη­ση, καὶ ὑ­πα­κο­ὴ στὸ λό­γο σου. Κι ἀφοῦ τὸ ἔ­κα­ναν αὐ­τό, ἔπιασαν μέ­σα στὸ δί­χτυ πά­ρα πολ­λὰ ψά­ρια. Τό­σα πολ­λά, πού τὸ δί­χτυ τους ἄρ­χι­σε νὰ σπά­ζει, ἐπειδή δὲν ἄν­τε­χε στὸ βά­ρος τοῦ πλή­θους τῶν ψα­ρι­ῶν. Καὶ μὲ νεύ­μα­τα εἰδοποίησαν τούς συ­νε­ταί­ρους τους πού ἦ­ταν στὸ ἄλ­λο πλοῖ­ο νὰ ἔλ­θουν καὶ νὰ πιά­σουν μα­ζὶ μ' αὐ­τοὺς τὰ δί­χτυ­α καὶ νὰ τοὺς βο­η­θή­σουν νὰ τὰ σύ­ρουν ἐ­πά­νω. Ἐ­κεῖ­νοι ἦλθαν καὶ γέ­μι­σαν καὶ τὰ δύ­ο πλοῖα τό­σο πο­λύ, πού κιν­δύ­νευ­αν νὰ βυ­θι­σθοῦν ἀ­πὸ τὸ βά­ρος τῶν ψα­ρι­ῶν. Ὅ­ταν λοι­πὸν εἶ­δε ὁ Σί­μων Πέ­τρος τὸ πρω­το­φα­νὲς αὐ­τὸ καὶ ἀ­νέλ­πι­στο πλῆ­θος τῶν ψα­ρι­ῶν, ἔ­πε­σε κά­τω στὰ γόνα­τα τοῦ Ἰησοῦ καί τοῦ εἶ­πε: Βγὲς ἀ­πὸ τὸ πλοῖ­ο μου καὶ φύ­γε ἀ­πὸ μέ­να, Κύ­ρι­ε, διότι εἶμαι ἄν­θρω­πος ἁ­μαρ­τω­λός, καὶ δὲν εἶ­μαι ἄ­ξιος νὰ σ' ἔ­χω στὸ πλοῖ­ο μου. Καὶ εἶ­πε αὐ­τὰ τὰ λό­για ὁ Πέ­τρος, δι­ό­τι κι αὐ­τὸς κι ὅ­λοι ἐ­κεῖ­νοι πού ἦ­ταν μαζί του κυριεύθηκαν ἀ­πὸ με­γά­λη ἔκ­πλη­ξη καὶ δέ­ος γιὰ τήν πρωτοφανή ἁ­λι­εί­α τό­σων ψα­ρι­ῶν πού εἶ­χαν πιά­σει, καὶ ἡ ὁποία μό­νο ἀ­πὸ πα­ρέμ­βα­ση τῆς θεί­ας δυ­νά­με­ως μπο­ροῦ­σε νὰ ἐ­ξη­γη­θεῖ. Πα­ρό­μοι­α μά­λι­στα κυ­ρεύ­θη­καν ἀ­πὸ ἔκ­πλη­ξη καὶ ὁ Ἰ­ά­κω­βος καὶ ὁ Ἰ­ω­άν­νης, οἱ γιοί τοῦ Ζε­βε­δαί­ου, οἱ ὁ­ποῖοι ἦ­ταν συ­νέ­ται­ροι τοῦ Σί­μωνος. Τό­τε ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πε στὸ Σί­μω­να: Μὴ φο­βᾶ­σαι. Ἀ­πὸ τώ­ρα πού σὲ κα­λῶ νὰ γίνεις ἀ­πό­στο­λός μου καὶ στὸ ἑξῆς, θὰ συ­νε­χί­σεις νὰ ψαρεύεις, ἀλλά δὲν θὰ πιά­νεις ψά­ρια ἀλλά ἀν­θρώ­πους ζων­τα­νούς, πού μὲ τὸ κή­ρυγ­μά σου θὰ τοὺς ὁ­δη­γεῖς στὴ σω­τη­ρί­α. Κι ἀφοῦ ἐ­πα­νέ­φε­ραν τὰ πλοῖ­α στὴ στε­ριά, ἄ­φη­σαν τά πάν­τα, καὶ τὰ ψά­ρια δη­λα­δὴ καὶ τὰ δί­χτυ­α καὶ τὰ πλοῖα τους, καὶ τὸν ἀ­κο­λού­θη­σαν.
Η ΣΥΛΛΗΨΙΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ
Ὁ Τί­μιος Πρό­δρο­μος εἶ­ναι ὁ τε­λευ­ταῖ­ος καὶ με­γα­λύ­τε­ρος προ­φή­της τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ καὶ προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὴ φυ­λὴ τοῦ ἀρ­χι­ε­ρέ­α Ἀ­α­ρὼν καὶ ἀ­πὸ τὴν πα­τριὰ τοῦ Δαυ­ίδ. Εἶ­ναι δὲ συγ­γε­νής του Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Ἡ συγ­γέ­νεια ποὺ ὑ­πάρ­χει με­τα­ξύ τους εἶ­ναι ἐξ αἵ­μα­τος ἕ­κτου βαθ­μοῦ, δηλ. β‘ ξα­δέρ­φια.
Ὁ Ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Πρό­δρο­μος ἀ­πο­τε­λεῖ ὁ­ρό­ση­μο καὶ ταυ­τό­χρο­να γέ­φυ­ρα με­τα­ξύ της Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης καὶ τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης. Ἦ­ταν ὁ τε­λευ­ταῖ­ος προ­φή­της ποὺ ἀ­νήγ­γει­λε τὴν ἔ­λευ­ση τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Ὑ­πῆρ­ξε δὲ ὁ μό­νος ἀ­πὸ τοὺς προ­φῆ­τες ποὺ ἀ­ξι­ώ­θη­κε νὰ συ­ναν­τή­σει τὸν Χρι­στὸ ἀ­φοῦ ἔ­ζη­σε στὰ χρό­νια Του.
Οἱ γο­νεῖς τοῦ Ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νη τοῦ Προ­δρό­μου ἦ­ταν ὁ Ἅγιος καὶ Προ­φή­της Ζα­χα­ρί­ας καὶ ἡ μη­τέ­ρα του ἡ Ἁ­γί­α Ἐ­λι­σά­βετ καὶ ἡ γέν­νη­σή του ἦ­ταν ἕ­να θαυ­μα­τουρ­γι­κὸ γε­γο­νός.
Ἡ Ἐ­λι­σά­βετ μὲ τὸν Ζα­χα­ρί­α δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ κά­νουν παι­δὶ δι­ό­τι ἡ Ἐ­λι­σά­βετ ἦ­ταν στεί­ρα. Θαυ­μα­στὰ γε­γο­νό­τα, ὅ­μως, ὁ­δή­γη­σαν στὴν σύλ­λη­ψη καὶ τὴ γέν­νη­ση τοῦ Ἰ­ω­άν­νη.
Σύμ­φω­να μὲ τὰ στοι­χεῖ­α ποὺ ὑ­πάρ­χουν στὴν Και­νὴ Δι­α­θή­κη (Λου­κᾶ 1, 5-25 καὶ 57-80) κα­τὰ τὴν ἡ­μέ­ρα τῆς ἑ­ορ­τῆς τοῦ Ἐ­ξι­λα­σμοῦ ὁ προ­φή­της Ζα­χα­ρί­ας, ποὺ ἦ­ταν ἀρ­χι­ε­ρέ­ας, εἰ­σῆλ­θε στὸ Να­ὸ μὲ σκο­πὸ νὰ προ­σφέ­ρει θυ­μί­α­μα καὶ τό­τε ἐμ­φα­νί­στη­κε στὰ δε­ξιὰ τοῦ θυ­σι­α­στη­ρί­ου ὁ Ἀρ­χάγ­γε­λος Γα­βρι­ήλ. Ὁ Ἀρ­χάγ­γε­λος ἀ­να­κοί­νω­σε στὸν Ζα­χα­ρί­α ὅ­τι ὁ Θε­ὸς ἄ­κου­σε τὶς προ­σευ­χές του καὶ ἡ γυ­ναί­κα του θὰ γεν­νή­σει υἱ­ὸ καὶ μά­λι­στα θὰ ὀ­νο­μα­στεῖ Ἰ­ω­άν­νης. Στὸ ἄ­κου­σμα αὐ­τὸ ὁ Ζα­χα­ρί­ας δὲν πεί­στη­κε, λό­γῳ τοῦ πε­ρα­σμέ­νου τῆς ἡ­λι­κί­ας τους ἀλ­λὰ καὶ για­τί ἡ Ἐ­λι­σά­βετ ἦ­ταν στεί­ρα· τό­τε ὁ Ἀρ­χάγ­γε­λος τοῦ εἶ­πε ὅ­τι γιὰ νὰ τι­μω­ρη­θεῖ ἡ δυ­σπι­στί­α του, μέ­χρι νὰ πραγ­μα­το­ποι­η­θοῦν οἱ ὑ­πο­σχέ­σεις τοῦ Κυ­ρί­ου, θὰ ἔ­με­νε ἄ­λα­λος.
Τὴν ὀ­γδό­η ἡ­μέ­ρα τῆς γέν­νη­σης τοῦ Προ­δρό­μου, ὅ­ταν ἐ­πρό­κει­το νὰ γί­νει ἡ πε­ρι­το­μή του, ρώ­τη­σαν οἱ συγ­γε­νεῖς πὼς θὰ ὀ­νο­μα­στεῖ τὸ παι­δὶ καὶ ὁ Ζα­χα­ρί­ας ἔ­γρα­ψε ἐ­πά­νω σὲ πλά­κα: «Ἰ­ω­άν­νης ἐ­στὶ τὸ ὄ­νο­μα αὐ­τοῦ». Τό­τε ἀ­κρι­βῶς ξα­να­βρῆ­κε τὴ φω­νή του, δο­ξο­λό­γη­σε τὸν Θε­ὸ καὶ ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος στὸ βρέ­φος εἶ­πε: «Καὶ σύ, παι­δί­ον, προ­φή­της Ὑ­ψί­στου κλη­θή­ση· προ­πο­ρεύ­σῃ γὰρ πρὸ προ­σώ­που Κυ­ρί­ου ἑ­τοι­μᾶ­σαι ὁ­δοὺς Αὐ­τοῦ, τοῦ δοῦ­ναι γνῶ­σιν σω­τη­ρί­ας τῷ λα­ῷ Αὐ­τοῦ, ἐν ἀ­φέ­σει ἁ­μαρ­τι­ῶν αὐ­τῶν διὰ σπλάγ­χνα ἐ­λέ­ους Θε­οῦ ἡ­μῶν, ἐν οἶς ἐ­πε­σκέ­ψα­το ἡ­μᾶς ἀ­να­το­λὴ ἐξ ὕ­ψους, ἐ­πι­φά­ναι τοῖς ἐν σκό­τει καὶ σκιὰ θα­νά­του κα­θη­μέ­νοις, τοῦ κα­τευ­θύ­ναι τοὺς πό­δας ἡ­μῶν εἰς ὁ­δὸν εἰ­ρή­νη­ς» (Λου­κᾶ α΄[1], 76-79).
(Τὸ γεγονὸς ὅτι τιμᾶται ἡ Σύλληψη, δηλ. ἡ ἀρχὴ τῆς ἐνδομήτριας ζωῆς, εἶναι ἕνα ἀκόμα στοιχεῖο ποὺ ἀποδεικνύει τὴν ἀξία τοῦ ἐμβρύου ἀπὸ τὴ στιγμὴ τῆς σύλληψης, καὶ ἑπομένως  τὸ πόσο μεγάλο κακὸ εἶναι ὁ τερματισμὸς τῆς ζωῆς τῶν ἐμβρύων μὲ τὴ λεγόμενη διακοπὴ κυήσεως. Ἔκτρωση-ἄμβλωση…)
ΠΗΓΗ: http://www.imconstantias.org.cy/i-syllipsis-tou-timiou-prodromou-ke-vaptistou-ioannou-23-septemvriou/



Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου