Παρασκευή 14 Ιουνίου 2019

­ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ
(16 ΙΟΥΝΙΟΥ 2019)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἐν τ συμ­πλη­ροῦ­σθαι τν ἡ­μέ­ραν τς πεν­τη­κο­στῆς ἦ­σαν ἅ­παν­τες οἱ ἀπόστολοι ὁ­μο­θυ­μα­δὸν ἐ­πὶ τ αὐ­τό. κα ἐ­γέ­νε­το ἄφ­νω ἐκ το οὐ­ρα­νοῦ ἦ­χος ὥ­σπερ φε­ρο­μέ­νης πνο­ῆς βι­α­ί­ας, κα ἐ­πλή­ρω­σεν ὅ­λον τν οἶ­κον ο ἦ­σαν κα­θή­με­νοι· κα ὤ­φθη­σαν αὐ­τοῖς δι­α­με­ρι­ζό­με­ναι γλῶσ­σαι ὡ­σεὶ πυ­ρός, ἐ­κά­θι­σέ τε ἐ­φ' ἕ­να ἕ­κα­στον αὐ­τῶν, κα ἐ­πλή­σθη­σαν ἅ­παν­τες Πνε­ύ­μα­τος ἁ­γί­ου, κα ἤρ­ξαν­το λα­λεῖν ἑ­τέ­ραις γλώσ­σαις κα­θὼς τ Πνεῦ­μα ἐ­δί­δου αὐ­τοῖς ἀ­πο­φθέγ­γε­σθαι. Ἦ­σαν δ ν Ἱ­ε­ρου­σα­λὴμ κα­τοι­κοῦν­τες Ἰ­ου­δαῖ­οι, ἄν­δρες εὐ­λα­βεῖς ἀ­πὸ παν­τὸς ἔ­θνους τν ὑ­πὸ τν οὐ­ρα­νόν· γε­νο­μέ­νης δ τς φω­νῆς τα­ύ­της συ­νῆλ­θε τ πλῆ­θος κα συ­νε­χύ­θη, ὅ­τι ἤ­κου­ον ες ἕ­κα­στος τ ἰ­δί­ᾳ δι­α­λέ­κτῳ λα­λο­ύν­των αὐ­τῶν. ἐ­ξί­σταν­το δ πάν­τες κα ἐ­θα­ύ­μα­ζον λέ­γον­τες πρς ἀλ­λή­λους· Οκ ἰ­δοὺ πάν­τες οὗ­τοί εἰ­σιν ο λα­λοῦν­τες Γα­λι­λαῖ­οι; κα πς ἡ­μεῖς ἀ­κο­ύ­ο­μεν ἕ­κα­στος τ ἰ­δί­ᾳ δι­α­λέ­κτῳ ἡ­μῶν ἐν ἐ­γεν­νή­θη­μεν, Πρθοι κα Μῆ­δοι κα Ἐ­λα­μῖ­ται, κα ο κα­τοι­κοῦν­τες τν Με­σο­πο­τα­μί­αν, Ἰ­ου­δα­ί­αν τε κα Καπ­πα­δο­κί­αν, Πντον κα τν Ἀ­σί­αν, Φρυ­γί­αν τε κα Παμ­φυ­λί­αν, Αἴ­γυ­πτον κα τ μέ­ρη τς Λι­βύ­ης τς κα­τὰ Κυ­ρή­νην, κα ο ἐ­πι­δη­μοῦν­τες Ρω­μαῖ­οι, Ἰ­ου­δαῖ­οί τε κα προ­σή­λυ­τοι, Κρῆ­τες κα Ἄ­ρα­βες, ἀ­κο­ύ­ο­μεν λα­λο­ύν­των αὐ­τῶν τας ἡ­με­τέ­ραις γλώσ­σαις τ με­γα­λεῖ­α το Θε­οῦ;  
                                     (Πράξ. Ἀποστ. β΄[2]1 – 11)                                                               
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Τό πρωΐ τῆς ἡμέρας τῆς Πεντηκοστῆς (καθώς ὁλοκληρωνόταν ἡ ἡμέρα αὐτή ἡ ὁποία ἄρχισε ἀπό τό ἀπόγευμα τῆς παραμονῆς της) ὅλοι οἱ πιστοί μέ μιά καρδιά ἦταν συναγμένοι στό ἴδιο μέρος. Καί ξαφνικά, χωρίς νά τό περιμένει κανείς, ἦλθε ἀπό τόν οὐρανό μιά βοή σάν φύσημα σφοδροῦ ἀνέμου, πού κι­νεῖ­ται μὲ ὀρμή καὶ βι­αι­ό­τη­τα. Καὶ ἡ βο­ὴ αὐ­τὴ γέμισε ὅ­λο τὸ σπί­τι ὅ­που κά­θον­ταν οἱ ἀ­πό­στο­λοι καὶ ὅ­λοι οἱ μαθητές. Καὶ εἶδαν μέ τά μάτια τους νὰ δι­α­μοι­ρά­ζον­ται σ’ αὐ­τοὺς γλῶσ­σες σὰν τὶς φλό­γες τῆς φω­τιᾶς, καὶ στὸν κα­θέ­να ἀ­π' αὐ­τοὺς κά­θι­σε ἀ­πὸ μί­α γλώσ­σα. Ὅ­λοι τους τό­τε πλημ­μύ­ρι­σαν ἐ­σω­τε­ρι­κὰ μὲ Πνεῦ­μα Ἅ­γιον, κι ἄρ­χι­σαν νὰ μι­λοῦν ξέ­νες γλῶσ­σες, ὅ­πως τὸ Πνεῦ­μα τοὺς ἐ­νέ­πνε­ε καὶ τοὺς ἔ­δι­νε τὴν ἱ­κα­νό­τη­τα νὰ μι­λοῦν καὶ νὰ λέ­νε θε­ϊ­κὰ καὶ οὐ­ρά­νια λό­για καὶ δι­δα­σκα­λί­ες ὑ­ψη­λὲς καὶ θε­ό­πνευ­στες. Στὴν Ἱ­ε­ρου­σα­λὴμ ὑ­πῆρ­χαν τό­τε Ἰ­ου­δαῖ­οι ἀ­π' ὅ­λα τὰ μέ­ρη τοῦ κό­σμου καὶ ἀ­π' ὅ­λα τὰ ἔ­θνη πού βρί­σκον­ται κά­τω ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νό. Αὐ­τοὶ εἶ­χαν ἐγ­κα­τα­στα­θεῖ ἐκεῖ μό­νι­μα, ἦ­ταν εὐ­λα­βεῖς καὶ σέ­βον­ταν τὸν Θε­ό. Ὅ­ταν λοι­πὸν ἔ­γι­νε ἡ βο­ὴ αὐ­τὴ τοῦ ἀνέμου, συγ­κεν­τρώ­θη­κε πλῆ­θος ἀ­π' αὐ­τοὺς κι ὅ­λοι κυ­ρι­εύ­θη­καν ἀ­πὸ σύγ­χυ­ση καὶ κα­τά­πλη­ξη· δι­ό­τι ὁ κα­θέ­νας τους ἄ­κου­γε τοὺς μα­θη­τὲς τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ νὰ μι­λοῦν στὴ δι­κή του γλώσ­σα. Ἔ­με­ναν ὅ­λοι ἐκ­στα­τι­κοὶ καὶ μὲ θαυ­μα­σμὸ ἔ­λε­γαν ὁ ἕ­νας στὸν ἄλ­λο: Μά, ὅ­λοι αὐτοί πού μι­λοῦν δὲν εἶ­ναι Γα­λι­λαῖ­οι; Πῶς λοι­πὸν ἐμεῖς τούς ἀ­κοῦ­με ὁ κα­θέ­νας μας νὰ μι­λοῦν στὴ δι­κή μας μη­τρι­κὴ γλώσ­σα, τὴν ὁ­ποί­α μά­θα­με καὶ μι­λοῦ­με ἀ­πὸ τό­τε πού γεν­νη­θή­κα­με; Ὅ­σοι εἴ­μα­στε Πάρ­θοι καὶ Μῆ­δοι καὶ Ἐλαμίτες, κι ὅ­σοι κα­τοι­κοῦ­με στὴ Με­σο­πο­τα­μί­α καὶ στὴν Ἰ­ου­δαί­α καὶ στὴν Καπ­πα­δο­κί­α, στὸν Πόν­το καὶ στὴ Μι­κρὰ Ἀ­σί­α, στὴ Φρυ­γί­α καὶ στὴν Παμ­φυ­λί­α, στὴν Αἴ­γυ­πτο καὶ στὰ μέ­ρη τῆς Λι­βύ­ης πού εἶ­ναι κον­τὰ στὴν Κυ­ρή­νη, καὶ οἱ Ρω­μαῖ­οι πού δι­α­μέ­νου­με ἐ­δῶ, τό­σο αὐτοί πού λόγῳ τῆς κα­τα­γω­γῆς μας εἴ­μα­στε Ἰ­ου­δαῖ­οι, ὅ­σο καὶ οἱ ἐ­θνι­κοὶ πού προ­σελ­κυ­σθή­κα­με στὴν ἰ­ου­δα­ϊ­κὴ πί­στη καὶ γί­να­με προ­σή­λυ­τοι, κα­θὼς καὶ ὅ­σοι κα­τα­γό­μα­στε ἀ­πὸ τὴν Κρή­τη καὶ οἱ Ἄ­ρα­βες, ὅ­λοι ἐμεῖς πού κα­τα­γό­μα­στε ἀ­πὸ τὰ δι­ά­φο­ρα αὐ­τὰ μέ­ρη πῶς συμ­βαί­νει νὰ ἀ­κοῦ­με αὐ­τοὺς νὰ μιλοῦν καί νά δι­α­κη­ρύτ­τουν στὶς γλῶσ­σες μας τὰ μεγάλα καί θαυ­μα­στὰ ἔρ­γα τοῦ Θε­οῦ;
 
ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῇ ἐ­σχά­τῃ ἡ­μέ­ρᾳ τ με­γά­λῃ τς ἑ­ορ­τῆς εἱ­στή­κει Ἰ­η­σοῦς κα ἔ­κρα­ξε λέ­γων· Ἐάν τις δι­ψᾷ, ἐρ­χέ­σθω πρς με κα πι­νέ­τω. πι­στε­ύ­ων ες ἐ­μέ, κα­θὼς εἶ­πεν γρα­φή, πο­τα­μοὶ κ τς κοι­λί­ας αὐ­τοῦ ῥε­ύ­σου­σιν ὕ­δα­τος ζῶν­τος. τοῦ­το δ εἶ­πε πε­ρὶ το Πνε­ύ­μα­τος ο ἔ­μελ­λον λαμ­βά­νειν ο πι­στε­ύ­ον­τες ες αὐ­τόν· οὔ­πω γρ ν Πνεῦ­μα Ἅ­γι­ον, ὅ­τι Ἰ­η­σοῦς οὐ­δέ­πω ἐ­δο­ξά­σθη. πολ­λοὶ ον κ το ὄ­χλου ἀ­κο­ύ­σαν­τες τν λό­γον ἔ­λε­γον· Οὗ­τός ἐ­στιν ἀ­λη­θῶς ὁ προ­φή­της· ἄλ­λοι ἔ­λε­γον· Οὗ­τός ἐ­στιν ὁ Χρι­στός· ο δ ἔ­λε­γον· Μ γρ κ τς Γα­λι­λα­ί­ας Χρι­στὸς ἔρ­χε­ται; οὐ­χὶ γρα­φὴ εἶ­πεν ὅ­τι ἐκ το σπέρ­μα­τος Δαυ­ῒδ κα ἀ­πὸ Βη­θλέ­εμ τς κώ­μης, ὅ­που ἦν Δαυ­ῒδ, Χρι­στὸς ἔρ­χε­ται; σχί­σμα ον ν τ ὄ­χλῳ ἐ­γέ­νε­το δι' αὐ­τόν. τι­νὲς δ ἤ­θε­λον ἐξ αὐ­τῶν πι­ά­σαι αὐ­τόν, ἀλ­λ' οὐ­δεὶς ἐ­πέ­βα­λεν ἐ­π' αὐ­τὸν τς χεῖ­ρας. Ἦλ­θον ον ο ὑ­πη­ρέ­ται πρς τος ἀρ­χι­ε­ρεῖς κα Φα­ρι­σα­ί­ους, κα εἶ­πον αὐ­τοῖς ἐ­κεῖ­νοι· Δι­α­τί οκ ἠ­γά­γε­τε αὐ­τόν;  ἀ­πε­κρί­θη­σαν ο ὑ­πη­ρέ­ται· Οὐ­δέ­πο­τε οὕ­τως ἐ­λά­λη­σεν ἄν­θρω­πος, ς οὗ­τος ἄν­θρω­πος. ἀ­πε­κρί­θη­σαν ον αὐ­τοῖς ο Φα­ρι­σαῖ­οι· Μ κα ὑ­μεῖς πε­πλά­νη­σθε; μ τις κ τν ἀρ­χόν­των ἐ­πί­στευ­σεν ες αὐ­τὸν κ τν Φα­ρι­σα­ί­ων; ἀλ­λ’ ὁ ὄ­χλος οὗ­τος μ γι­νώ­σκων τν νό­μον ἐ­πι­κα­τά­ρα­τοί εἰ­σι! λέ­γει Νι­κό­δη­μος πρς αὐ­το­ύς, ἐλ­θὼν νυ­κτὸς πρς αὐ­τὸν, ες ν ξ αὐ­τῶν· Μ νό­μος ἡ­μῶν κρί­νει τν ἄν­θρω­πον, ἐ­ὰν μ ἀ­κο­ύ­σῃ πα­ρ' αὐ­τοῦ πρό­τε­ρον κα γν τ ποι­εῖ; ἀ­πε­κρί­θη­σαν κα εἶ­πον αὐ­τῷ· Μ κα σ κ τς Γα­λι­λα­ί­ας ε; ἐ­ρε­ύ­νη­σον κα ἴ­δε ὅ­τι προ­φή­της κ τς Γα­λι­λα­ί­ας οκ ἐ­γή­γερ­ται. Πλιν ον αὐ­τοῖς Ἰ­η­σοῦς ἐ­λά­λη­σε λέ­γων· Ἐ­γώ εἰ­μι τ φς το κό­σμου· ἀ­κο­λου­θῶν ἐ­μοὶ ο μ πε­ρι­πα­τή­σῃ ν τ σκο­τί­ᾳ, ἀλ­λ' ἕ­ξει τ φς τς ζω­ῆς.                         
       (Ἰωάν. ζ΄[7] 37 – 52, η΄[8] 12)

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Ἡ Σκη­νο­πη­γί­α ἦ­ταν ἡ τρί­τη με­γά­λη ἑ­ορ­τὴ τῶν Ἑ­βραί­ων με­τὰ τὸ Πά­σχα καὶ τὴν Πεν­τη­κο­στή τους. Μί­α ἑ­ορ­τὴ ποὺ τοὺς θύ­μι­ζε τὴν πο­ρεί­α τους στὴν ἔ­ρη­μο ἀ­πὸ τὴν Αἴ­γυ­πτο πρὸς τὴ Γῆ τῆς Ἐ­παγ­γε­λί­ας. Ἑ­πτὰ μέ­ρες ἄ­φη­ναν ὅ­λοι τὰ σπί­τια τους καὶ ἔ­με­ναν σὲ σκη­νὲς φτι­αγ­μέ­νες ἀ­πὸ πρά­σι­να κλω­νά­ρια καὶ στη­μέ­νες στοὺς δρό­μους, τὶς πλα­τεῖ­ες καὶ τὶς αὐ­λὲς τῶν σπι­τι­ῶν, γιὰ νὰ θυ­μοῦν­ται τὶς τα­λαι­πω­ρί­ες τους στὴν ἔ­ρη­μο. Οἱ ἱ­ε­ρεῖς ράν­τι­ζαν μὲ νε­ρὸ τὸν Να­ὸ καὶ τὰ πλή­θη, γιὰ νὰ θυ­μοῦν­ται τὸ θαῦ­μα τοῦ νε­ροῦ ποὺ ἀ­νέ­βλυ­σε, ὅ­ταν ὁ Μω­υ­σῆς χτύ­πη­σε τὸν βρά­χο μὲ τὸ ρα­βδί του. Καὶ δύ­ο πο­λύ­φω­τα λυ­χνά­ρια ἄ­να­βαν κά­θε βρά­δυ στὴν εἴ­σο­δο τοῦ Να­οῦ, γιὰ νὰ θυ­μί­ζουν τὴ φω­τει­νὴ νε­φέ­λη ποὺ τοὺς φώ­τι­ζε τὶς νύ­χτες στὴν ἔ­ρη­μο. Ἡ ὄ­γδο­η μέ­ρα ἦ­ταν πα­νη­γυ­ρι­κὴ καὶ συμ­βό­λι­ζε τὴν εἴ­σο­δό τους στὴ Γῆ τῆς Ἐ­παγ­γε­λί­ας. Μὲ σαλ­πί­σμα­τα καὶ πα­νη­γυ­ρι­σμοὺς με­τέ­φε­ραν νε­ρὸ ἀ­πὸ τὴν κο­λυμ­βή­θρα τοῦ Σι­λω­ὰμ στὸν Να­ὸ καὶ οἱ ἱ­ε­ρεῖς ράν­τι­ζαν μὲ αὐ­τὸ τὸ θυ­σι­α­στή­ριο καὶ τὸν λα­ό.
1. ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΠΟΤΑΜΙΑ
Σ' αὐ­τὴν ἀ­κρι­βῶς τὴν τε­λευ­ταί­α μέ­ρα τῆς ἑ­ορ­τῆς τῆς Σκη­νο­πη­γί­ας μᾶς με­τα­φέ­ρει τὸ Εὐ­αγ­γε­λι­κό μας ἀ­νά­γνω­σμα. Ὁ Κύ­ριος, παίρ­νον­τας ἀ­φορ­μὴ ἀ­πὸ τὰ ὅ­σα γί­νον­ταν καὶ βλέ­πον­τας τὴ λα­χτά­ρα τῶν ἀν­θρώ­πων νὰ δε­χθοῦν τὸ εὐ­λο­γη­μέ­νο νε­ρὸ ἀ­πό τοὺς ἱ­ε­ρεῖς, φώ­να­ξε δυ­να­τά: Ὅ­ποι­ος δι­ψᾶ, ἂς ἔρ­θει σὲ Μέ­να γιὰ  νὰ  πι­εῖ.   Πο­τά­μια ὁ­λό­κλη­ρα θὰ τρέ­ξουν μέ­σα ἀ­πὸ τὴν καρ­διὰ τοῦ ἀν­θρώ­που ποὺ πι­στεύ­ει σὲ Μέ­να. Τὰ λό­για αὐ­τά, ση­μει­ώ­νει ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής, ὁ Κύ­ριος τὰ εἶ­πε γιὰ τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα, ποὺ σὲ λί­γο, με­τὰ τὴν Ἀ­νά­στα­ση καὶ Ἀ­νά­λη­ψή Του, θὰ ξε­χυ­νό­ταν στοὺς πι­στούς. Δι­ό­τι αὐ­τὴ ἡ πλού­σια πα­ρου­σί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος δὲν ὑ­πῆρ­χε μέ­χρι τό­τε, ἀ­φοῦ ἀ­κό­μη ὁ Κύ­ριος δὲν εἶ­χε δο­ξα­σθεῖ μὲ τὸ Πά­θος καὶ τὴν εἰς Οὐ­ρα­νοὺς Ἀ­νά­λη­ψή Του. Ἦ­ταν ἀ­κό­μη νύ­χτα. Τώ­ρα μό­λις ἄρ­χι­ζε νὰ ρο­δί­ζει ἡ αὐ­γή.
ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΚΑΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΙ εἴ­μα­στε ἑ­πο­μέ­νως οἱ πι­στοὶ Χρι­στια­νοί, ποὺ ζοῦ­με πλέ­ον ἀ­πὸ τό­τε στὴν εὐ­λο­γη­μέ­νη ἐ­πο­χὴ τῆς πα­ρου­σί­ας τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Δὲν προ­σπα­θοῦ­με τώ­ρα νὰ ξε­δι­ψά­σου­με μὲ ἁλ­μυ­ρὰ νε­ρά, οὔ­τε πα­σχί­ζου­με νὰ ξε­γε­λά­σου­με τὴ δί­ψα μας μὲ ζω­γρα­φι­σμέ­να πο­τά­μια. Τώ­ρα τὰ πο­τά­μια τρέ­χουν μέ­σα μας, ἀ­να­βλύ­ζουν ἀ­πὸ τὰ βά­θη τῆς ψυ­χῆς μας. Δὲν εἶ­ναι δι­κά μας αὐ­τὰ τὰ πο­τά­μια, ὄ­χι! Ἀλ­λὰ εἶ­ναι τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα, ὁ ἀ­λη­θι­νὸς Θε­ός μας, ποὺ κα­τοι­κεῖ στὶς καρ­δι­ὲς καὶ ξε­χύ­νει σ᾿ αὐ­τὲς καὶ ἔ­ξω ἀ­πὸ αὐ­τὲς τὶς πλού­σι­ες καὶ ὑ­πε­ρά­φθο­νες δω­ρε­ές Του. Αὐ­τὸ εἶ­ναι ποὺ δί­νει τὴ λύ­τρω­ση, τὸν ἁ­για­σμό, τὴ βε­βαι­ό­τη­τα ὅ­τι οἱ πι­στοὶ εἴ­μα­στε υἱ­οὶ καὶ θυ­γα­τέ­ρες τοῦ Οὐ­ρα­νί­ου Πα­τρός.
Καὶ ὄ­χι μό­νον αὐ­τά. Κά­θε τι τὸ κα­λὸ καὶ ἅ­γιο, ποὺ γεν­νι­έ­ται μέ­σα μας, ἀ­πὸ τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα προ­έρ­χε­ται. «Πάν­τα χο­ρη­γεῖ τὸ Πνεῦ­μα τὸ Ἅ­γιον». Τὰ πάν­τα ἀπ᾿ Αὐ­τὸ πη­γά­ζουν καὶ μᾶς προ­σφέ­ρον­ται. Οἱ κα­λὲς σκέ­ψεις, οἱ ἅ­γι­ες ἐ­πι­θυ­μί­ες, οἱ ἡ­ρω­ι­κὲς ἀ­πο­φά­σεις, ὁ ζῆ­λος τῆς προ­σευ­χῆς, ἡ φλό­γα τῆς ἱ­ε­ρα­πο­στο­λῆς, ἡ δύ­να­μη τῆς δι­α­κο­νί­ας, ὅ­λα αὐ­τὰ εἶ­ναι δῶ­ρα δι­κά Του, ποὺ τὰ ἐ­νερ­γεῖ μέ­σα μας μυ­στι­κά.
Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ ἀ­λή­θεια. Καὶ εἶ­ναι ση­μαν­τι­κὸ γιὰ μᾶς νὰ τὴ γνω­ρί­ζου­με. Γιὰ νὰ μὴν πε­τᾶ­με στὰ σύν­νε­φα σφε­τε­ρι­ζό­με­νοι τὰ δῶ­ρα τοῦ Θε­οῦ καὶ πα­ρου­σι­ά­ζον­τάς τα σὰν δι­κά μας κα­τορ­θώ­μα­τα. Δὲν εἶ­ναι δι­κά μας. Προ­έρ­χον­ται ὅ­λα ἀ­πὸ τὰ με­γά­λα μυ­στι­κὰ πο­τά­μια τῆς Πεν­τη­κο­στῆς, ἀ­πὸ τὴ ζω­ο­γό­νο πα­ρου­σί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος μὲς στὶς καρ­δι­ές μας.
2. Η ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΩΝ
Ἀ­να­τα­ρα­χὴ δη­μι­ούρ­γη­σαν στὰ πλή­θη τῶν Ἑ­βραί­ων τὰ λό­για αὐ­τὰ τοῦ Κυ­ρί­ου. Ἄλ­λοι ὁ­μο­λο­γοῦ­σαν ὅ­τι αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ ἀ­να­με­νό­με­νος με­γά­λος Προ­φή­της, ὁ Χρι­στός. Ἄλ­λοι ἀν­τι­δροῦ­σαν σ᾿ αὐ­τό, δι­ό­τι, ὅ­πως ἔ­λε­γαν, ὁ Μεσ­σί­ας θὰ ἔ­πρε­πε νὰ κα­τά­γε­ται σύμ­φω­να μὲ τὶς προ­φη­τεῖ­ες ἀ­πὸ τὴ Βη­θλε­έμ. Δὲν ἐν­δι­α­φέρ­θη­καν οἱ στε­νό­ψυ­χοι νὰ μά­θουν πὼς ὁ Κύ­ριος κα­τα­γό­ταν πράγ­μα­τι ἀ­πὸ τὴ Βη­θλε­ὲμ καὶ σ᾿ αὐ­τὴν εἶ­χε γεν­νη­θεῖ καὶ ὄ­χι στὴ Να­ζα­ρὲτ τῆς Γα­λι­λαί­ας, ὅ­πως ἐ­κεῖ­νοι ἐ­πι­πό­λαι­α νό­μι­ζαν. Δι­χα­σμὸς λοι­πὸν ὀ­ξὺς ἐ­πι­κρά­τη­σε στὰ πλή­θη καὶ ἡ ἀν­τί­δρα­ση ἔ­φτα­σε στὸ ἀ­πο­κο­ρύ­φω­μά της μὲ τὴν προ­σπά­θεια τῶν Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων καὶ τῶν Φα­ρι­σαί­ων νὰ συλ­λά­βουν τὸν Ἰ­η­σοῦ. Ἀλ­λὰ οἱ ὑ­πη­ρέ­τες, ποὺ ἔ­στει­λαν γι᾿ αὐ­τὸ τὸν σκο­πό, γύ­ρι­σαν ἄ­πρα­κτοι καί, ὅ­ταν τοὺς ρώ­τη­σαν: για­τί δὲν τὸν συ­νε­λά­βα­τε;, ἀ­πάν­τη­σαν: Πο­τὲ κα­νεὶς ἄν­θρω­πος δὲν μί­λη­σε σὰν αὐ­τὸν τὸν ἄν­θρω­πο! Θαυ­μα­στὴ ἀ­πάν­τη­ση, ποὺ ὅ­μως ἔ­κα­νε τοὺς Φα­ρι­σαί­ους πε­ρισ­σό­τε­ρο νὰ φρυά­ξουν καὶ νὰ ποῦν στοὺς ὑ­πη­ρέ­τες: Μή­πως πλα­νη­θή­κα­τε καὶ ἐ­σεῖς ἀ­πὸ αὐ­τόν; Πί­στευ­σε μή­πως σ᾿ αὐ­τὸν κα­νεὶς ἄρ­χον­τας ἢ Φα­ρι­σαῖ­ος, ποὺ κα­τέ­χουν τὸν Νό­μο τοῦ Θε­οῦ; Ὄ­χι. Πί­στευ­σε μό­νον αὐ­τὸς ὁ κα­τα­ρα­μέ­νος ὄ­χλος, ποὺ δὲν ξέ­ρει τὸν Νό­μο.
         Εἶ­χαν πράγ­μα­τι οἱ Φα­ρι­σαῖ­οι ἐκ­μα­νεῖ, γι᾿ αὐ­τὸ καὶ στὸν Νι­κό­δη­μο, ποὺ εἶ­χε ἐ­πι­σκε­φθεῖ κρυ­φὰ τὴ νύ­χτα τὸν Κύ­ριο καὶ ὁ ὁ­ποῖ­ος τοὺς ὑ­πεν­θύ­μι­σε πὼς σύμ­φω­να μὲ τὸν Νό­μο τοῦ Θε­οῦ, ποὺ ἔ­λε­γαν ὅ­τι τὸν γνω­ρί­ζουν, κα­νεὶς δὲν ἐ­πι­τρε­πό­ταν – οὔ­τε ἑ­πο­μέ­νως ὁ Ἰ­η­σοῦς – νὰ κα­τα­δι­κα­σθεῖ ἀ­να­πο­λό­γη­τος καὶ ἀ­νε­ξέ­τα­στος, ἀ­πάν­τη­σαν ὀρ­γι­σμέ­νοι πὼς ἐ­δῶ τὰ πράγ­μα­τα βο­οῦν καὶ κρά­ζουν. Πο­τέ, τοῦ εἶ­παν, δὲν ἔ­χει βγεῖ ἀ­πὸ τὴ Γα­λι­λαί­α προ­φή­της! Οἱ ἄν­θρω­ποι ἦ­σαν τυ­φλω­μέ­νοι ἀ­πὸ τὴν ἐμ­πά­θεια καὶ τὴν προ­κα­τά­ληψη, γι᾿ αὐ­τὸ καὶ τὰ λό­για, ποὺ ἀ­κού­στη­καν λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα ἀ­πὸ τὸ στό­μα τοῦ Κυ­ρί­ου, οὐ­σι­α­στι­κὰ πε­ρι­έ­γρα­φαν καὶ τὴν κα­τά­στα­ση τοῦ ἐμ­πα­θοῦς καὶ θε­λη­μα­τι­κοῦ σκο­τι­σμοῦ τους. Ἐ­γὼ εἶ­μαι τὸ φῶς τοῦ κό­σμου, εἶ­πε ὁ Κύ­ριος. Ὅ­ποι­ος λοι­πὸν ἀ­κο­λου­θεῖ Ἐ­μέ­να, δὲν θὰ περ­πα­τή­σει πο­τὲ στὸ σκο­τά­δι, ἀλ­λὰ θὰ ἔ­χει μέ­σα του τὸ φῶς τῆς ζω­ῆς, θὰ ζεῖ μέ­σα στὸ ὑ­περ­κό­σμιο Φῶς τοῦ Θε­οῦ.
Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ τῶν ἀν­θρώ­πων αὐ­τῶν δὲν ἦ­ταν τὸ ὅ­τι ζοῦ­σαν στὸ σκο­τά­δι – ποὺ ζοῦ­σαν πράγ­μα­τι – ἀλ­λὰ τὸ ὅ­τι νό­μι­ζαν πὼς βλέ­πουν καὶ γι᾿ αὐ­τὸ πε­ρι­φρο­νοῦ­σαν τὸ φῶς τοῦ Χρι­στοῦ. Εἶ­ναι ὁ­λο­φά­νε­ρο αὐ­τὸ σ᾿ ὅ­λες τὶς κι­νή­σεις τους, ἰ­δι­αι­τέ­ρως ὅ­μως στὸ ση­μεῖ­ο ἐ­κεῖ­νο, ὅ­που ὁ Νι­κό­δη­μος τοὺς ὑ­πο­δει­κνύ­ει τὸ στοι­χει­ῶ­δες δι­καί­ω­μα τοῦ κά­θε ἀν­θρώ­που νὰ ἀ­πο­λο­γη­θεῖ ἐ­νώ­πιον αὐ­τῶν ποὺ τὸν κρί­νουν. Ὁ ἴ­διος ὁ Νό­μος τοῦ Θε­οῦ ὁ­ρί­ζει, τοὺς λέ­γει, νὰ γί­νε­ται ἀ­κου­στὸς ὁ κα­τη­γο­ρού­με­νος καὶ νὰ ἐ­ξε­τά­ζε­ται προ­σε­κτι­κὰ ἡ ὑ­πό­θε­σή του. Ἀλ­λὰ οἱ φα­να­τι­σμέ­νοι καὶ ἐμ­πα­θεῖς δὲν ἄ­κου­σαν. Καὶ στὸ τέ­λος τὸ ξέ­ρου­με ποῦ κα­τά­λη­ξαν: νὰ θα­να­τώ­σουν τὸν ἴ­διο τὸν Μεσ­σί­α τους, ποὺ ὡς λα­ὸς ἐ­πὶ τό­σους αἰ­ῶ­νες ἐ­να­γω­νί­ως πε­ρί­με­ναν.
Στὸ ση­μεῖ­ο ὅ­μως αὐ­τὸ θὰ πρέ­πει καὶ ὅ­λοι μας νὰ προ­σέ­χου­με καὶ νὰ μὴν ἀ­φή­νου­με τὴν ἐμ­πά­θεια νὰ μᾶς τυ­φλώ­νει. Ἀλ­λά, ὅ­ταν πρό­κει­ται νὰ ἐκ­φέ­ρου­με κρί­ση γιὰ κά­ποι­ον ἄν­θρω­πο, νὰ ἐ­ξε­τά­ζου­με πρῶ­τα κα­λὰ τὴν ὑ­πό­θε­σή του. Νὰ ἀ­κοῦ­με καὶ τὸν ἴ­διο προ­σε­κτι­κά. Νὰ μὴ βι­α­ζό­μα­α­τε. Νὰ μὴ πα­ρα­συ­ρό­μα­στε ἀ­πὸ τὴ γε­νι­κὴ ἐν­τύ­πω­ση καὶ τὶς φῆ­μες. Νὰ ἐ­ρευ­νοῦ­με εἰς βά­θος. Καὶ προ­παν­τὸς νὰ ἀ­κοῦ­με τί ὁ ἴ­διος ἔ­χει νὰ πεῖ γι᾿ αὐ­τὰ ποὺ λέ­γον­ται τυ­χὸν εἰς βά­ρος του. Δὲν χρει­ά­ζε­ται νὰ εἶ­ναι κα­νεὶς δι­κα­στὴς γιὰ νὰ τὸ κά­νει αὐ­τό. Τὸ πράγ­μα μᾶς ἀ­φο­ρᾶ ὅ­λους, για­τί ὅ­λοι, λί­γο ὡς πο­λύ, ἐκ­φέ­ρου­με κρί­σεις γιὰ δι­ά­φο­ρους ἀν­θρώ­πους, εἴ­τε εἶ­ναι αὐ­τοὶ στὴν οἰ­κο­γέ­νειά μας, εἴ­τε στὸ πε­ρι­βάλ­λον μας, εἴ­τε στὴν ἐρ­γα­σί­α μας.
Πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­σφα­λῶς θὰ πρέ­πει νὰ προ­σέ­χουν σ᾿ αὐ­τὸ τὸ ση­μεῖ­ο ὅ­σοι κα­τέ­χουν ὑ­πεύ­θυ­νες θέ­σεις καὶ δι­ευ­θύ­νουν ἢ δι­οι­κοῦν κά­ποι­α ἐ­πι­χεί­ρη­ση ἢ ὑ­πη­ρε­σί­α. Νὰ μὴ δέ­χον­ται ἀ­νε­ξέ­τα­στα πο­τὲ κα­τη­γο­ρί­ες γιὰ κά­ποι­ον. Ἂς τὸ ὑ­πο­γραμ­μί­σου­με αὐ­τὸ καὶ ἂς τὸ γρά­ψου­με μὲ κε­φα­λαῖ­α: ΠΟΤΕ! Ὅ­σο κι ἂν φαί­νον­ται τὰ πράγ­μα­τα ὀ­φθαλ­μο­φα­νῆ καὶ αὐ­τα­πό­δει­κτα. Ἀλ­λὰ ΠΑΝΤΟΤΕ νὰ κα­λοῦν τὸν ἄν­θρω­πο καὶ νὰ τὸν ἀ­κοῦν μὲ προ­σο­χὴ καὶ νὰ ἐ­ξε­τά­ζουν εἰς βά­θος, πρὶν ἐ­νερ­γή­σουν.
Πε­ριτ­τὸ νὰ ὑ­πο­γραμ­μι­σθεῖ πὼς ἀ­πὸ αὐ­τὴ τὴν ὑ­πο­χρέ­ω­ση δὲν ἐ­ξαι­ρεῖ­ται κα­νέ­νας οὔ­τε ἀ­σφα­λῶς οἱ ἄρ­χον­τες καὶ πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο οἱ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοί, ποὺ ὁ­πωσ­δή­πο­τε ὀ­φεί­λουν, σύμ­φω­να καὶ μὲ τοὺς ἱ­ε­ροὺς Κα­νό­νες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, νὰ ἐ­ξε­τά­ζουν λε­πτο­με­ρῶς τὰ δι­ά­φο­ρα ζη­τή­μα­τα καὶ πάν­το­τε – ἀ­κό­μη καὶ στὶς πιὸ ὀ­φθαλ­μο­φα­νεῖς πε­ρι­πτώ­σεις – νὰ δί­νουν στὸν κα­τη­γο­ρού­με­νο τὴν εὐ­και­ρί­α νὰ ἀ­πο­λο­γη­θεῖ. Σ᾿ αὐ­τὸ τὸ ση­μεῖ­ο χρει­ά­ζε­ται πολ­λὴ προ­σο­χή, για­τὶ ἄν­θρω­ποι ἀ­δύ­να­τοι εἴ­μα­στε ὅ­λοι, ἡ ἐ­ξου­σί­α καὶ ἡ γε­νι­κὴ ἀ­να­γνώ­ρη­ση μᾶς ἐ­πη­ρε­ά­ζουν καὶ τό­τε ὁ κίν­δυ­νος νὰ ἐ­πα­να­λη­φθεῖ καὶ ἀ­πὸ μᾶς τὸ λά­θος τῶν Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων καὶ Φα­ρι­σαί­ων εἶ­ναι ἴ­σως πα­ρα­πά­νω καὶ ἀ­πὸ κον­τά. Ἀλ­λὰ κά­τι τέ­τοι­ο θὰ ἦ­ταν πράγ­μα­τι φρι­κτό!
«Πεν­τη­κο­στὴν ἑ­ορ­τά­ζο­μεν καὶ Πνεύ­μα­τος ἐ­πι­δη­μί­αν...». Ἐ­πὶ 20 αἰ­ῶ­νες τώ­ρα ὁ ἀ­γα­θὸς Πα­ρά­κλη­τος κα­τευ­θύ­νει τὴν ἁ­γί­α Ἐκ­κλη­σί­α, τὴ ζω­ο­γο­νεῖ, τὴν πλημ­μυ­ρί­ζει μὲ τὶς θεῖ­ες δω­ρε­ές Του. Νὰ εὐ­χη­θοῦ­με λοι­πὸν ὅ­λοι μας, ἑ­νω­μέ­νοι μὲ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α μας, νὰ κα­τευ­θυ­νό­μα­στε ἀ­πὸ τὸ Πα­νά­γιο Πνεῦ­μα «εἰς πᾶ­σαν τὴν ἀ­λή­θειαν», νὰ με­τέ­χου­με τῆς θεί­ας Ζω­ῆς Του καὶ νὰ πο­ρευ­ό­μα­στε ἔ­τσι ἀ­σφα­λῶς πρὸς τὴν αἰ­ώ­νια, τὴν εὐ­λο­γη­μέ­νη καὶ παμ­πό­θη­τη Βα­σι­λεί­α Του.
  (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου