Παρασκευή 7 Ιουνίου 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (Α΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (Α΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ)
(9 ΙΟΥΝΙΟΥ 2019)



Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἐν ταῖς ἡ­μέ­ραις ἐ­κεί­ναις, ἔ­κρι­νε ὁ Παῦ­λος πα­ρα­πλεῦ­σαι τὴν ῎Ε­φε­σον, ὅ­πως μὴ γέ­νη­ται αὐ­τῷ χρο­νο­τρι­βῆ­σαι ἐν τῇ ᾿Α­σί­ᾳ· ἔ­σπευ­δε γάρ, εἰ δυ­να­τὸν ἦν αὐ­τῷ, τὴν ἡ­μέ­ραν τῆς πεν­τη­κο­στῆς γε­νέ­σθαι εἰς ῾Ι­ε­ρο­σό­λυ­μα. ᾿Α­πὸ δὲ τῆς Μι­λή­του πέμ­ψας εἰς ῎Ε­φε­σον με­τε­κα­λέ­σα­το τοὺς πρε­σβυ­τέ­ρους τῆς ἐκ­κλη­σί­ας. Ὡς δὲ πα­ρε­γέ­νον­το πρὸς αὐ­τόν, εἶ­πεν αὐ­τοῖς·  Προ­σέ­χε­τε οὖν ἑ­αυ­τοῖς καὶ παν­τὶ τῷ ποι­μνί­ῳ ἐν ᾧ ὑ­μᾶς τὸ Πνεῦ­μα τὸ ῞Α­γι­ον ἔ­θε­το ἐ­πι­σκό­πους, ποι­μα­ί­νειν τὴν ἐκ­κλη­σί­αν τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ Θε­οῦ, ἣν πε­ρι­ε­ποι­ή­σα­το δι­ὰ τοῦ ἰ­δί­ου αἵ­μα­τος. Ἐ­γὼ γὰρ οἶ­δα τοῦ­το, ὅ­τι εἰ­σε­λε­ύ­σον­ται με­τὰ τὴν ἄ­φι­ξίν μου λύ­κοι βα­ρεῖς εἰς ὑ­μᾶς μὴ φει­δό­με­νοι τοῦ ποι­μνί­ου· καὶ ἐξ ὑ­μῶν αὐ­τῶν ἀ­να­στή­σον­ται ἄν­δρες λα­λοῦν­τες δι­ε­στραμ­μέ­να τοῦ ἀ­πο­σπᾶν τοὺς μα­θη­τὰς ὀ­πί­σω αὐ­τῶν. Δι­ὸ γρη­γο­ρεῖ­τε, μνη­μο­νεύ­ον­τες ὅ­τι τρι­ε­τί­αν νύ­κτα καὶ ἡ­μέ­ραν οὐκ ἐ­παυ­σά­μην με­τὰ δα­κρύ­ων νου­θε­τῶν ἕ­να ἕ­κα­στον. Καὶ τὰ νῦν πα­ρα­τί­θε­μαι ὑ­μᾶς, ἀ­δελ­φοί, τῷ Θε­ῷ καὶ τῷ λό­γῳ τῆς χά­ρι­τος αὐ­τοῦ τῷ δυ­να­μέ­νῳ ἐ­ποι­κο­δο­μῆ­σαι καὶ δοῦ­ναι ὑ­μῖν κλη­ρο­νο­μί­αν ἐν τοῖς ἡ­γι­α­σμέ­νοις πᾶ­σιν. Ἀρ­γυ­ρί­ου ἢ χρυ­σί­ου ἢ ἱ­μα­τι­σμοῦ οὐ­δε­νὸς ἐ­πε­θύ­μη­σα· αὐ­τοὶ γι­νώ­σκε­τε ὅ­τι ταῖς χρε­ί­αις μου καὶ τοῖς οὖ­σι μετ᾿ ἐ­μοῦ ὑ­πη­ρέ­τη­σαν αἱ χεῖ­ρες αὗ­ται. πάν­τα ὑ­πέ­δει­ξα ὑ­μῖν ὅ­τι οὕ­τω κο­πι­ῶν­τας δεῖ ἀν­τι­λαμ­βά­νε­σθαι τῶν ἀ­σθε­νο­ύν­των, μνη­μο­νε­ύ­ειν τε τῶν λό­γων τοῦ Κυ­ρί­ου ᾿Ι­η­σοῦ, ὅ­τι αὐ­τὸς εἶ­πε· μα­κά­ρι­όν ἐ­στι μᾶλ­λον δι­δό­ναι ἢ λαμ­βά­νειν. Καὶ ταῦ­τα εἰ­πών, θεὶς τὰ γό­να­τα αὐ­τοῦ σὺν πᾶ­σιν αὐ­τοῖς προ­σηύ­ξα­το.
                          (Πράξ. Ἀποστ. κ΄[20] 16-18, 28-36)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
    Ἐκεῖνο τόν καιρό ὁ Παῦλος ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ πα­ρα­κάμ­ψει μὲ τὸ πλοῖ­ο τήν Ἔ­φε­σο καὶ νὰ μὴν ἀ­πο­βι­βα­σθεῖ σ' αὐ­τήν, γιὰ νὰ μὴν το­ῦ συμ­βεῖ ν' ἀρ­γο­πο­ρή­σει στὴν Ἀ­σί­α. Δι­ό­τι βι­α­ζό­ταν νὰ εἶ­ναι στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, ἐ­ὰν τοῦ ἦ­ταν δυ­να­τό, τὴν ἡμέρα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς. Ἀ­πὸ τὴ Μί­λη­το λοι­πὸν ἔ­στει­λε ἀν­θρώ­πους στὴν Ἔφεσο καὶ κά­λε­σε τοὺς πρε­σβυ­τέ­ρους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας νὰ ἔλ­θουν νὰ τὸν συ­ναντή­σουν. Κι ὅ­ταν ἦλ­θαν κον­τά του, τοὺς εἶ­πε:
Ἐ­σεῖς γνω­ρί­ζε­τε κα­λὰ πῶς συμ­πε­ρι­φέρ­θη­κα ἀ­πέ­ναν­τί σας ὅ­λο τὸ χρο­νι­κὸ δι­ά­στη­μα τῆς ἐ­δῶ πα­ρα­μο­νῆς μου ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη μέ­ρα πού πά­τη­σα τὸ πό­δι μου στὴν Ἀ­σί­α. Προ­σέ­χε­τε λοι­πὸν τὸν ἑ­αυ­τό σας, πῶς θὰ συμπερι­φέ­ρε­σθε καὶ τί θὰ δι­δά­σκε­τε. Προ­σέ­χε­τε καὶ ὅ­λο τὸ πνευ­μα­τι­κό σας ποί­μνιο, στὸ ὁ­ποῖ­ο τὸ Ἅ­γιον Πνεῦμα σᾶς το­πο­θέ­τη­σε ἐ­πι­σκό­πους γιὰ νὰ ποι­μαί­νε­τε τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θε­οῦ, τὴν ὁποία ὁ Κύ­ριος ἔ­σω­σε καὶ κατέστησε κτῆ­μα του μὲ τὸ δι­κό του αἷ­μα. Προ­σέ­χε­τε, δι­ό­τι ἐγώ τὸ γνω­ρί­ζω, με­τὰ τὴν ἀ­ναχώρησή μου θὰ εἰ­σβά­λουν ἀ­νά­με­σά σας ψευδοδιδάσκαλοι καὶ πλά­νοι σὰν ἄ­γριοι καὶ σκλη­ροὶ λύ­κοι πού θά δι­αρ­πά­ζουν ἀ­λύ­πη­τα τὸ ποί­μνιο βλά­πτον­τας καὶ ἀφανίζοντας τὶς ψυ­χὲς τῶν λο­γι­κῶν προ­βά­των. Ἀ­κό­μη κι ἀ­πό σᾶς τοὺς ἴ­διους θὰ ἐμ­φα­νι­στοῦν ἄνθρω­ποι πού θὰ δι­δά­σκουν δι­δα­σκα­λί­ες οἱ ὁ­ποῖ­ες θὰ δι­α­στρέ­φουν τὴν ἀ­λή­θεια, γιὰ νὰ ἀ­πο­σποῦν τοὺς μα­θη­τὲς ἀ­πὸ τὸν εὐ­θὺ δρό­μο τῆς ἀ­λή­θειας, νὰ τοὺς πα­ρα­σύ­ρουν πί­σω τους καὶ νὰ τοὺς κά­νουν ὀ­πα­δούς τους. Γι' αὐ­τὸ νὰ προ­σέ­χε­τε καὶ νὰ εἶ­στε ἄ­γρυ­πνοι, ἔ­χον­τας ὡς πα­ρά­δειγ­μα ἐ­μέ­να· καὶ νὰ θυ­μᾶ­στε ὅ­τι γιὰ μιὰ τρι­ε­τί­α συ­νε­χῶς νύ­χτα καὶ μέ­ρα δὲν στα­μά­τη­σα νὰ νου­θε­τῶ μὲ δά­κρυ­α τὸν κα­θέ­να σας ξε­χω­ρι­στά. Καὶ τώ­ρα σᾶς ἐμ­πι­στεύ­ο­μαι, ἀ­δελ­φοί, στὸ Θε­ὸ καὶ στὸ λό­γο πού ἡ χά­ρη Του μᾶς ἀ­πο­κά­λυ­ψε. Αὐ­τὸς ὁ λό­γος του θὰ σᾶς προ­φυ­λά­ξει ἀ­πὸ κά­θε πλά­νη καὶ δι­α­στρο­φή. Σᾶς ἐμ­πι­στεύ­ο­μαι στὸ Θε­ό, ὁ ὁποῖος μπο­ρεῖ νὰ συ­νε­χί­σει τὴν οἰ­κο­δο­μή σας καὶ νὰ σᾶς δώ­σει κλη­ρο­νο­μιὰ τὸν οὐ­ρα­νὸ μα­ζὶ μὲ ὅ­λους αὐ­τοὺς πού προ­ό­δευ­σαν στὸν ἁ­για­σμὸ πού τοὺς χά­ρι­σε ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός. Ἀ­σή­μι ἢ χρυ­σά­φι ἢ ρου­χι­σμό, τί­πο­τε ἀ­πὸ αὐ­τὰ δὲν ἐ­πι­θύ­μη­σα. ­Ἐ­σεῖς οἱ ἴδιοι γνω­ρί­ζε­τε ὅ­τι γιὰ τὶς ἀ­νάγ­κες τὶς δι­κές μου καὶ γιὰ τὶς ἀ­νάγ­κες ἐ­κεί­νων πού ἦ­ταν μα­ζί μου ὑ­πη­ρέ­τη­σαν τὰ ρο­ζι­α­σμέ­να αὐ­τὰ χέ­ρια. Μὲ κά­θε τρό­πο σᾶς ἔ­δω­σα τὸ πα­ρά­δειγ­μα ὅ­τι πρέ­πει νὰ ἐρ­γά­ζε­σθε ἔ­τσι σκλη­ρὰ γιὰ νὰ προ­λα­βαί­νε­τε κά­θε σκαν­δα­λι­σμὸ τῶν ἀ­δύ­να­μων ἀ­δελ­φῶν, καὶ νὰ τοὺς βο­η­θᾶ­τε νὰ γί­νουν δυ­να­τοὶ πνευ­μα­τι­κά. Ἀλλά καὶ νὰ θυ­μᾶστε τὰ λό­για τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰησοῦ, πού εἶ­χε πεῖ: Εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρο νὰ δί­νει κα­νεὶς πα­ρὰ νὰ παίρ­νει, ἀ­κό­μη καὶ ὅ­ταν δι­και­οῦ­ται νὰ πά­ρει. Αὐ­τὸ κα­θι­στᾶ τὸν ἄν­θρω­πο πε­ρισ­σό­τε­ρο εὐ­τυ­χῆ.  Κι ἀφοῦ τὰ εἶ­πε αὐ­τά, γο­νά­τι­σε καὶ προ­σευ­χή­θη­κε μα­ζὶ μὲ ὅ­λους αὐ­τούς.

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
          Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἐ­πά­ρας ὁ ᾿Ι­η­σοῦς τοὺς ὀ­φθαλ­μοὺς αὐ­τοῦ εἰς τὸν οὐ­ρα­νὸν εἶ­πε· Πάτερ, ἐ­λή­λυ­θεν ἡ ὥ­ρα· δό­ξα­σόν σου τὸν Υἱ­όν, ἵ­να καὶ ὁ Υἱ­ός σου δο­ξά­σῃ σε, κα­θὼς ἔ­δω­κας αὐ­τῷ ἐ­ξου­σί­αν πά­σης σαρ­κός, ἵ­να πᾶν ὃ δέ­δω­κας αὐ­τῷ δώ­σῃ αὐ­τοῖς ζω­ὴν αἰ­ώ­νι­ον. Αὕ­τη δέ ἐ­στιν ἡ αἰ­ώ­νι­ος ζωή, ἵ­να γι­νώ­σκω­σί σε τὸν μό­νον ἀ­λη­θι­νὸν Θε­ὸν καὶ ὃν ἀ­πέ­στει­λας ᾿Ι­η­σοῦν Χρι­στόν. Ἐ­γώ σε ἐ­δό­ξα­σα ἐ­πί τῆς γῆς· τὸ ἔρ­γον ἐ­τε­λε­ί­ω­σα, ὃ δέ­δω­κάς μοι ἵ­να ποι­ή­σω· καὶ νῦν δό­ξα­σόν με σύ, Πάτερ, πα­ρὰ σε­αυ­τῷ τῇ δό­ξη ᾗ εἶ­χον πρὸ τοῦ τὸν κό­σμον εἶ­ναι, πα­ρὰ σοί. ᾿Ε­φα­νέ­ρω­σά σου τὸ ὄ­νο­μα τοῖς ἀν­θρώ­ποις οὓς δέ­δω­κάς μοι ἐκ τοῦ κό­σμου· σοὶ ἦ­σαν καὶ ἐ­μοὶ αὐ­τοὺς δέ­δω­κας, καὶ τὸν λό­γον σου τε­τη­ρή­κα­σι. Νῦν ἔ­γνω­καν ὅ­τι πάν­τα ὅ­σα δέ­δω­κάς μοι πα­ρὰ σοῦ ἐ­στιν· ὅ­τι τὰ ῥή­μα­τα ἃ δέ­δω­κάς μοι δέ­δω­κα αὐ­τοῖς, καὶ αὐ­τοὶ ἔ­λα­βον, καὶ ἔ­γνω­σαν ἀ­λη­θῶς ὅ­τι πα­ρὰ σοῦ ἐ­ξῆλ­θον, καὶ ἐ­πί­στευ­σαν ὅ­τι σύ με ἀ­πέ­στει­λας. ᾿Ε­γὼ πε­ρὶ αὐ­τῶν ἐ­ρω­τῶ· οὐ πε­ρί τοῦ κό­σμου ἐ­ρω­τῶ, ἀλ­λὰ πε­ρὶ ὧν δέ­δω­κάς μοι, ὅ­τι σοί εἰ­σι. Καὶ τὰ ἐ­μὰ πάν­τα σά ἐ­στι καὶ τὰ σὰ ἐ­μά, καὶ δε­δό­ξα­σμαι ἐν αὐ­τοῖς. Καὶ οὐκέ­τι εἰ­μὶ ἐν τῷ κό­σμῳ, καὶ οὗ­τοι ἐν τῷ κό­σμῳ εἰ­σί, καὶ ἐ­γὼ πρὸς σὲ ἔρ­χο­μαι. Πάτερ ἅ­γι­ε, τή­ρη­σον αὐ­τοὺς ἐν τῷ ὀ­νό­μα­τί σου ᾧ δέ­δω­κάς μοι, ἵ­να ὦ­σιν ἓν κα­θὼς ἡ­μεῖς. Ὅ­τε ἤ­μην μετ᾿ αὐ­τῶν ἐν τῷ κό­σμῳ, ἐ­γὼ ἐ­τή­ρουν αὐ­τοὺς ἐν τῷ ὀ­νό­μα­τί σου· οὓς δέ­δω­κάς μοι ἐ­φύ­λα­ξα, καὶ οὐ­δεὶς ἐξ αὐ­τῶν ἀ­πώ­λε­το, εἰ μὴ ὁ υἱ­ὸς τῆς ἀ­πω­λε­ί­ας, ἵ­να ἡ Γρα­φὴ πλη­ρω­θῇ. Νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρ­χο­μαι, καὶ ταῦ­τα λα­λῶ ἐν τῷ κό­σμῳ, ἵ­να ἔ­χω­σι τὴν χα­ρὰν τὴν ἐ­μὴν πε­πλη­ρω­μέ­νην ἐν αὐ­τοῖς.
                                                    (Ἰωάν. ιζ΄ [17] 1 – 13)

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Θρι­αμ­βευ­τι­κὴ ἡ ση­με­ρι­νὴ μέ­ρα: Μνή­μη τν ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων τς Α΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου! Τν ἡ­ρώ­ων αὐ­τῶν τς πί­στε­ως, πο στά­θη­καν ἀν­τι­μέ­τω­ποι στν Ἀ­ρει­α­νι­κὴ λαί­λα­πα κα συ­νέ­τρι­ψαν μ τ θε­ό­πνευ­στη δι­δα­σκα­λί­α τους τν μα­νι­ώ­δη αἵ­ρε­ση τοῦ Ἀ­ρεί­ου, ἀ­λη­θι­νὴ φά­λαγ­γα τς Κο­λά­σε­ως.
Ἀλ­λά, δν θ ἦ­ταν ὑ­περ­βο­λὴ ν ποῦ­με, πὼς τ ὑ­πό­βα­θρο ὅ­λων τν ἀ­γώ­νων τν θε­ο­φό­ρων Πα­τέ­ρων μας ὑ­πῆρ­ξε ἀ­κρι­βῶς τ Εὐ­αγ­γε­λι­κό μας ἀ­νά­γνω­σμα, ποὺ εἶ­ναι ἕ­να τμῆ­μα τς Ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κῆς προ­σευ­χῆς τοῦ Κυ­ρί­ου μας.
1. «ΘΕΟΣ ΤΟ ΚΙΝΔΥΝΕΥΟΜΕΝΟΝ»
Ἀ­μέ­σως με­τὰ τν Μυ­στι­κὸ Δεῖ­πνο, μᾶλ­λον σ κά­ποι­ο ἥ­συ­χο ση­μεῖ­ο τοῦ δρό­μου πρς τ Γεθ­ση­μα­νή, ὁ Κύ­ριος ὕ­ψω­σε τ μά­τια Του στν Οὐ­ρα­νὸ καὶ εἶ­πε: «Πά­τερ, ἐ­λή­λυ­θεν ἡ ὥ­ρα», Πα­τέ­ρα, ἔ­φθα­σε ὥ­ρα το Πά­θους μου. Δό­ξα­σε τν Υἱ­όν Σου μ αὐ­τό, ὥ­στε κα ὁ Υἱ­ός Σου ν Σ δο­ξά­σει μ τ λυ­τρω­τι­κὰ γι τος ἀν­θρώ­πους ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τς θυ­σί­ας Του. Ἄλ­λω­στε Ἐ­σὺ μοῦ ἔ­δω­σες αὐ­τὴν τν ἐ­ξου­σί­α ἐ­πὶ ὅ­λου τοῦ κό­σμου, ὥ­στε ν τος προ­σφέ­ρω τν αἰ­ώ­νια ζω­ή. Ἡ δ αἰ­ώ­νια ζω­ὴ δν εἶ­ναι τί­πο­τε ἄλ­λο πα­ρὰ τ ν γνω­ρί­ζουν οἱ ἄν­θρω­ποι Ἐ­σέ­να, τν μό­νο ἀ­λη­θι­νὸ Θε­ό, κα Ἐ­μέ­να τν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, ποὺ Ἐ­σὺ ἔ­στει­λες στν κό­σμο. Ἐ­γὼ μ ὅ­λα ὅ­σα ἔ­κα­να Σ δό­ξα­σα πά­νω στ γ καὶ τε­λεί­ω­σα τ ἔρ­γο, ποὺ μοῦ ἀ­νέ­θε­σες ν κά­νω. Τώ­ρα λοι­πὸν δό­ξα­σέ με καὶ Ἐ­σύ, Πα­τέ­ρα, καὶ σν ἄν­θρω­πο κον­τά Σου μ τ δό­ξα ποὺ εἶ­χα ς προ­αι­ώ­νιος Υἱ­ός Σου πλη­σί­ον Σου, πρν ἀ­κό­μη δη­μι­ουρ­γη­θεῖ ὁ κό­σμος.
ΥΠΕΡΟΧΑ νο­ή­μα­τα πε­ρι­κλεί­ουν τ λό­για αὐ­τὰ το Κυ­ρί­ου μας, κα­θέ­να ἀ­πὸ τ ὁ­ποῖ­α θ μπο­ροῦ­σε ἰ­δι­αι­τέ­ρως ν μς ἀ­πα­σχο­λή­σει. Ἡ φρά­ση ὅ­μως ἐ­κεί­νη, στν ὁ­ποί­α ἐ­ξη­γεῖ τί ἀ­κρι­βῶς εἶ­ναι ἡ αἰ­ώ­νια ζω­ή, μς ἐν­δι­α­φέ­ρει πε­ρισ­σό­τε­ρο, ἀ­φοῦ συν­δέ­ε­ται πο­λὺ στε­νὰ μ τος ἀ­γῶ­νες κα τν ἱ­ε­ρὴ ἀ­γω­νί­α τν ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων μας.
Οὐ­σι­α­στι­κὰ δη­λα­δὴ ἐ­δῶ ὁ Κύ­ριος λέ­γει πὼς ἡ αἰ­ώ­νια ζω­ὴ δν εἶ­ναι αὐ­τὸ ποὺ νο­μί­ζουν οἱ πολ­λοί: μι ζω­ὴ μό­νον ποὺ δν τε­λει­ώ­νει πο­τέ, ἀ­φοῦ ἄλ­λω­στε τέ­τοι­α ἀ­τέ­λει­ω­τη ζω­ὴ θ ἔ­χει κα ὁ δι­ά­βο­λος, θ ἔ­χουν κα οἱ ἀ­με­τα­νό­η­τοι ἁ­μαρ­τω­λοὶ στν Κό­λα­ση. Ἀλ­λὰ τί εἶ­ναι; Αἰ­ώ­νια ζω­ή, μς λέ­γει, εἶ­ναι τ ν γνω­ρί­ζουν ὅ­λο κα πε­ρισ­σό­τε­ρο οἱ ἄν­θρω­ποι τν Οὐ­ρά­νιο Πα­τέ­ρα, «τν μό­νον ἀ­λη­θι­νὸν Θε­ὸν» κα τν Ἴ­διο τν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, ποὺ ἦλ­θε στν κό­σμο σν ἀ­πε­σταλ­μέ­νος το Πα­τρός. Ν Τν γνω­ρί­ζουν! Δη­λα­δὴ ν ἐμ­βα­θύ­νουν στ μυ­στή­ριο τς ἀ­γά­πης Του καὶ ἀν­τα­πο­κρι­νό­με­νοι σ᾿ αὐ­τὴν ν ἑ­νώ­νον­ται μα­ζί Του.
Ναί, αὐ­τὴ ἡ γνώ­ση τοῦ ἐν Τριά­δι Θε­οῦ εἶ­ναι ἡ αἰ­ώ­νια ζω­ὴ κα γι᾿ αὐ­τὸν τν λό­γο ο ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες, ἐ­νῶ σ ὅ­λα τ ζη­τή­μα­τα ἦ­σαν ὑ­πο­χω­ρη­τι­κοὶ καὶ τα­πει­νοί, στ θέ­μα­τα ποὺ ἀ­φο­ροῦ­σαν στν ἀ­λή­θεια πε­ρὶ τοῦ ἐν Τριά­δι Θε­οῦ κα στν ἐ­ναν­θρώ­πη­ση το δευ­τέ­ρου Προ­σώ­που της, το Υἱ­οῦ κα Λό­γου το Θε­οῦ, το Κυ­ρί­ου μας δη­λα­δὴ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ἦ­σαν ἄ­καμ­πτοι κα ἀ­νυ­πο­χώ­ρη­τοι. Ἀ­κρι­βῶς δι­ό­τι γνώ­ρι­ζαν πώς, ἐ­ὰν δι­ε­στρέ­φε­το ἡ ἀ­λή­θεια πε­ρὶ το Θε­οῦ κα τς ἐν­σαρ­κώ­σε­ώς Του, οἱ ἄν­θρω­ποι θ χά­να­με τ πάν­τα, τν ἴ­δια τν αἰ­ώ­νια ζω­ή!
Ἔ­λε­γε ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος πρς τν Ἔ­παρ­χο Μό­δε­στο, ἀ­πε­σταλ­μέ­νο τοῦ Ἀ­ρεια­νοῦ αὐ­το­κρά­το­ρος Οὐ­ά­λεν­τος, ποὺ μ ἀ­πει­λὲς προ­σπα­θοῦ­σε ν τν φο­βί­σει: Ἐ­μεῖς, Ἔ­παρ­χε, σ ὅ­λα τ ἄλ­λα εἴ­μα­στε ἐ­πι­ει­κεῖς κα τα­πει­νοὶ κα ὑ­πο­χω­ρη­τι­κοί. «Ο δ Θε­ὸς τ κιν­δυ­νευ­ό­με­νον», ὅ­ταν ὅ­μως αὐ­τὸ ποὺ κιν­δυ­νεύ­ει εἶ­ναι ἡ πε­ρὶ το Θε­οῦ ἀ­λή­θεια, τό­τε πε­ρι­φρο­νοῦ­με τ πάν­τα κα ὅ­λη τν προ­σο­χή μας τν στρέ­φου­με πρς Αὐ­τὸν κα καμ­μιὰ ἀ­πει­λὴ δν μς φο­βί­ζει.
Αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς ἦ­ταν τ φρό­νη­μα ὅ­λων τν ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων. Αὐ­τὸ τ φρό­νη­μα εἶ­χαν καὶ οἱ ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες τς Α' Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου, ποὺ ἀν­τι­πα­ρα­τά­χθη­καν στν ἐ­πι­δρο­μὴ τν λύ­κων το Ἀ­ρει­α­νι­σμοῦ καὶ τος ἀ­πέ­κρου­σαν. Κα­τε­δί­κα­σαν δη­λα­δὴ τν δι­ε­στραμ­μέ­νη δι­δα­σκα­λί­α τους, ἡ ὁ­ποί­α με­τέ­τρε­πε τν Χρι­στὸ σ κτί­σμα τοῦ Θε­οῦ! Δι­ό­τι αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς ἔ­λε­γε Ἄ­ρει­ος, ὅ­τι ὁ Χρι­στός μας δν εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νὸς Θε­ός, ἀλ­λὰ κτί­σμα καὶ δη­μι­ούρ­γη­μα το Θε­οῦ! Πο­τὲ δν θ δε­χθοῦ­με ἕ­να τέ­τοι­ο ψεῦ­δος, φώ­να­ξαν οἱ ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες! ν ὁ Κύ­ριός μας, εἶ­παν, δν εἶ­ναι Θε­ὸς ἀ­λη­θι­νός, ὁ­μο­ού­σιος μ τν Πα­τέ­ρα κα τ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα, τό­τε πς θ μπο­ρέ­σει ν μς χα­ρί­σει τν αἰ­ώ­νια ζω­ή; Ἑ­πο­μέ­νως βλά­σφη­μα καὶ σα­τα­νι­κὰ εἶ­ναι ὅ­λα τ ἐν­τυ­πω­σια­κὰ καὶ πομ­πώ­δη λό­για του Ἀ­ρεί­ου.
Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ τν πα­ρέ­δω­σαν στ ἀ­νά­θε­μα. Τν ἔ­βγα­λαν ἔ­ξω ἀ­πὸ τν ἁ­γί­α μάν­δρα τς Ἐκ­κλη­σί­ας, τς ὁ­ποί­ας τ πρό­βα­τα εἶ­χε ἀρ­χί­σει ν κα­τα­σπα­ρά­ζει.
2. Η ΕΝΟΤΗΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Ἀλ­λὰ ἡ συγ­κλο­νι­στι­κὴ αὐ­τὴ προ­σευ­χὴ προ­χω­ρεῖ καὶ σ ἄλ­λα ἐ­πί­σης με­γα­λει­ώ­δη νο­ή­μα­τα.  Φα­νέ­ρω­σα, Πα­τέ­ρα, λέ­γει ὁ Κύ­ριος, τ ὄ­νο­μά σου στος ἀν­θρώ­πους, ἀ­πο­κά­λυ­ψα τ με­γα­λεῖ­ο καὶ τς ἄ­πει­ρες τε­λει­ό­τη­τές σου σ᾿ αὐ­τοὺς ποὺ μοῦ χά­ρι­σες, ἀ­φοῦ τοὺς ἀ­πέσπα­σες ἀ­πὸ τν ἁ­μαρ­τω­λὸ κό­σμο. Δι­κοί σου ἦ­σαν, δι­ό­τι εἶ­χαν κα­λὴ δι­ά­θε­ση, καὶ τος χά­ρι­σες σ μέ­να καὶ ἐ­φάρ­μο­σαν τν λό­γο σου, ποὺ μ τ δι­δα­σκα­λί­α μου τος φα­νέ­ρω­σα. Τώ­ρα ἔ­μα­θαν ὅ­τι ὅ­λα ὅ­σα μοῦ ἔ­δω­σες – ἡ δι­δα­σκα­λί­α μου, τ ἔρ­γα μου, τ πάν­τα – ὅ­λα προ­έρ­χον­ται ἀ­πὸ Σέ­να, δν εἶ­ναι ἀν­θρώ­πι­νες ἐ­πι­νο­ή­σεις. Τος τ χά­ρι­σα ὅ­λα αὐ­τὰ καὶ ἐ­κεῖ­νοι τ δέ­χθη­καν κα κα­τά­λα­βαν ὅ­τι εἶ­μαι ὁ προ­αι­ώ­νιος Υἱ­ός σου καὶ πί­στε­ψαν ὅ­τι Ἐ­σὺ μ ἔ­στει­λες στν κό­σμο. Γι᾿ αὐ­τοὺς λοι­πὸν σ πα­ρα­κα­λῶ τώ­ρα, ποὺ ἦ­σαν δι­κοί σου καὶ τος χά­ρι­σες σ μέ­να, ἀλ­λὰ ἐ­ξα­κο­λου­θοῦν νὰ εἶ­ναι δι­κοί σου, ἀ­φοῦ ὅ­λα τδι­κὰ μου δι­κά σου εἶ­ναι καὶ ὅ­λα τ δι­κά σου εἶ­ναι δι­κά μου καὶ πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο εἶ­ναι δι­κοί σου αὐ­τοί, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀ­να­γνω­ρί­ζον­τας τ Θε­ό­τη­τά μου μ δο­ξά­ζουν ς ὁ­μο­ού­σιο καὶ ὁ­μό­δο­ξο μ Σέ­να Θε­ό.
Τώ­ρα λοι­πόν, ποὺ ἐ­γὼ σω­μα­τι­κῶς φεύ­γω ἀ­πὸ τν κό­σμο καὶ ἔρ­χο­μαι κον­τά σου, ἐ­νῶ αὐ­τοὶ θ πα­ρα­μεί­νουν ἀ­κό­μη ἐ­κτε­θει­μέ­νοι σ πει­ρα­σμοὺς κα κιν­δύ­νους, σ πα­ρα­κα­λῶ, Πά­τερ ἅ­γι­ε, ν τος φύ­λα­ξεις μ τν πα­τρι­κὴ παν­το­δύ­να­μη X­ά­ρη σου, ὥ­στε ν εἶ­ναι ἑ­νω­μέ­νοι με­τα­ξύ τους τό­σο σφι­κτὰ κα ἀ­δι­ά­σπα­στα, ὅ­σο εἴ­μα­στε καὶ ἐ­μεῖς, ποὺ ἔ­χου­με τν ἴ­δια οὐ­σί­α καὶ φύ­ση.
Ὅ­σο και­ρὸ ἤ­μουν μα­ζί τους στν κό­σμο τος προ­στά­τευ­α ἐ­γὼ μ τ Χά­ρη Σου κα δν χά­θη­κε κα­νέ­νας τους πα­ρὰ μό­νο «ὁ υἱ­ὸς τῆς ἀ­πω­λεί­ας», ὁ προ­δό­της Ἰ­ού­δας, σύμ­φω­να μ τς προ­φη­τεῖ­ες τς Γρα­φῆς. Τώ­ρα ὅ­μως ἔρ­χο­μαι πρς Ἐ­σέ­να κα προ­σεύ­χο­μαι ἔ­τσι με­γα­λο­φώ­νως γι᾿ αὐ­τούς, ὥ­στε ν γνω­ρί­ζουν ὅ­τι θ τος προ­στα­τεύ­εις Ἐ­σὺ κα ν εἶ­ναι ἔ­τσι γε­μά­τοι ἀ­πὸ τ χα­ρὰ ποὺ ἔ­χω κα ἐ­γὼ τώ­ρα, τν πλή­ρη καὶ τέ­λεια καὶ ἀ­να­φαί­ρε­τη χα­ρά.
ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΑ, ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κό­τα­τα τ λό­για αὐ­τὰ το Κυ­ρί­ου μας. Ἰ­δι­αι­τέ­ρως στ ση­μεῖ­ο ἐ­κεῖ­νο, ποὺ ὁ­μι­λεῖ γι τν ἑ­νό­τη­τα τς Ἐκ­κλη­σί­ας Του: «Ἵ­να ὦ­σιν ἓν κα­θὼς ἡ­μεῖς», λέ­γει.
Συγ­κλο­νι­στι­κά, δι­ό­τι ὑ­πο­γραμ­μί­ζουν τ με­γα­λεῖ­ο αὐ­τῆς τς ἑ­νό­τη­τος: εἶ­ναι εἰ­κό­να τῆς ἑ­νό­τη­τος τς Ἁ­γί­ας Τριά­δος! Ἀλ­λὰ κα ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κά, δι­ό­τι φα­νε­ρώ­νουν πὼς αὐ­τὴ ἡ ἑ­νό­τη­τα δν εἶ­ναι ἀν­θρώ­πι­νο ἔρ­γο κα κα­τόρ­θω­μα, ἀλ­λὰ προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τν ἴ­διο τν ἐν Τριά­δι Θε­ό.
Αὐ­τὴ τ θε­ϊ­κὴ ἑ­νό­τη­τα τς ἁ­γί­ας Ἐκ­κλη­σί­ας πῆ­γαν ν   κα­τα­στρέ­ψουν οἱ ἄ­γριοι λύ­κοι τοῦ Ἀ­ρει­α­νι­σμοῦ. Κα αὐ­τὴν ἀ­κρι­βῶς ὑ­πε­ρα­σπί­στη­καν οἱ ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες στν Α' Οἰ­κου­με­νι­κὴ Σύ­νο­δο. Τν ὑ­πε­ρα­σπί­στη­καν, δι­ό­τι, να μν προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τν Θε­ὸ ἡ ἁ­γί­α αὐ­τὴ ἑ­νό­τη­τα, γι τ δι­α­τή­ρη­σή της ὅ­μως ἔ­χου­με εὐ­θύ­νη ὅ­λοι οἱ πι­στοί.
Ὅ­λοι, ναί! Πρω­τί­στως ἐν τού­τοις ὅ­σοι ἔ­χουν καί­ρι­ες θέ­σεις μέ­σα στ πα­νά­χραν­το Σῶ­μα τς ἁ­γί­ας Ἐκ­κλη­σί­ας. Αὐ­τοὶ ὀ­φεί­λουν πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο ν ἀ­γρυ­πνοῦν, ν δι­ώ­χνουν τος λύ­κους, ν προ­φυ­λάσ­σουν τ ποί­μνιο ἀ­πὸ τοὺς κιν­δύ­νους τς ἀ­πώ­λειας. Κα ἀ­κό­μη πι πο­λὺ ὀ­φεί­λουν οἱ Ποι­μέ­νες τς Ἐκ­κλη­σί­ας – κυ­ρί­ως δη­λα­δὴ οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι κα μά­λι­στα οἱ Πα­τριά­ρχες – ν μν προ­βαί­νουν σ ἐ­νέρ­γει­ες κα κι­νή­σεις ἐ­πι­κίν­δυ­νες, ποὺ ἀ­πει­λοῦν αὐ­τὴ τν ἑ­νό­τη­τα. Κα ὅ­ταν προ­σπα­θοῦν μ τος ποι­κί­λους δι­α­λό­γους ν ὁ­δη­γή­σουν στν ἀγ­κά­λη τς Ἐκ­κλη­σί­ας δι­α­φό­ρους αἱ­ρε­τι­κοὺς – ὅ­πως τε­λευ­ταῖ­α τοὺς Μο­νο­φυ­σι­τί­ζον­τες Ἀν­τι­χαλ­κη­δο­νί­ους ἢ τος Πα­πι­κοὺς – ν προ­σέ­χουν ν μν ξε­φεύ­γουν ἀ­πὸ τν πα­ρα­δε­δο­μέ­νη πί­στη οὔ­τε στ ἐ­λά­χι­στο. Δι­ό­τι ἔ­τσι ὑ­πάρ­χει κίν­δυ­νος, ἀν­τὶ ν βο­η­θή­σουν τος αἱ­ρε­τι­κούς, ν κα­τα­στρέ­ψουν τν ἴ­δια τν ἑ­νό­τη­τα τς ἁ­γί­ας μας Ὀρ­θο­δο­ξί­ας.
Μ γέ­νοι­το!
     (Δ­ι­α­σ­κ­ε­υὴ ἀ­πὸ π­α­λ­α­ιὸ τ­ό­μο τ­οῦ Π­ε­ρ­ι­ο­δ­ι­κ­οῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου