Σάββατο 3 Αυγούστου 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ

                               ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(4 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2019)



Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀδελφοί, ὀ­φε­ί­λο­μεν ἡ­μεῖς ο δυ­να­τοὶ τ ἀ­σθε­νή­μα­τα τν ἀ­δυ­νά­των βα­στά­ζειν, κα μ ἑ­αυ­τοῖς ἀ­ρέ­σκειν. ἕ­κα­στος ἡ­μῶν τ πλη­σί­ον ἀ­ρε­σκέ­τω ες τ ἀ­γα­θὸν πρς οἰ­κο­δο­μήν· κα γρ Χρι­στὸς οχ ἑ­αυ­τῷ ἤ­ρε­σεν, ἀλ­λὰ κα­θὼς γέ­γρα­πται· ο ὀ­νει­δι­σμοὶ τν ὀ­νει­δι­ζόν­των σε ἐ­πέ­πε­σον ἐ­π' ἐ­μέ. ὅ­σα γρ προ­ε­γρά­φη, ες τν ἡ­με­τέ­ραν δι­δα­σκα­λί­αν προ­ε­γρά­φη, ἵ­να δι­ὰ τς ὑ­πο­μο­νῆς κα τς πα­ρα­κλή­σε­ως τν γρα­φῶν τν ἐλ­πί­δα ἔ­χω­μεν. δ Θε­ὸς τς ὑ­πο­μο­νῆς κα τς πα­ρα­κλή­σε­ως δῴ­η ὑ­μῖν τ αὐ­τὸ φρο­νεῖν ν ἀλ­λή­λοις κα­τὰ Χρι­στὸν Ἰ­η­σοῦν, ἵ­να ὁ­μο­θυ­μα­δὸν ἐν ἑ­νὶ στό­μα­τι δο­ξά­ζη­τε τν Θε­ὸν κα πα­τέ­ρα το Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. δι­ὸ προσ­λαμ­βά­νε­σθε ἀλ­λή­λους, κα­θὼς κα Χρι­στὸς προ­σε­λά­βε­το ἡ­μᾶς ες δό­ξαν Θε­οῦ. 
                                                                            (Ρωμ. ιε΄ [15] 1 – 7)     

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἀδελφοί, ὀφείλουμε ἐμεῖς οἱ δυνατοί στήν πίστη καί στήν ἀρετή νά δείχνουμε ἀνεκτικότητα καί συμπάθεια στίς ἀδυναμίες τῶν ἀδύνατων στήν πίστη ἀνθρώπων, καί νά μήν κάνουμε ἐκεῖνα πού ἀρέσουν στόν ἑαυτό μας.  καθένας μας δη­λα­δὴ ἂς γί­νε­ται ἀ­ρε­στὸς στὸν δι­πλα­νό του, γιὰ νὰ συν­τε­λεῖ στὸ κα­λό του καὶ νὰ τὸν οἰ­κο­δο­μεῖ στὴν ἀ­ρε­τή. Δι­ό­τι κι ὁ Χρι­στὸς δὲν ἀ­πέ­φυ­γε ἐκεῖνα πού ἦ­ταν κο­πι­α­στι­κὰ καὶ δυ­σά­ρε­στα στὸν ἑ­αυ­τό του, οὔτε προ­τί­μη­σε τὰ ἀ­να­παυ­τι­κὰ καὶ τι­μη­τι­κά, ἀλλά ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρε­ται στὴν Ἁγία Γρα­φή: Οἱ βρι­σι­ὲς καὶ οἱ βλασφήμιες ἐ­κεί­νων πού σὲ βλα­σφη­μοῦν, οὐ­ρά­νι­ε Πα­τέ­ρα, ἔ­πε­σαν ἐ­πά­νω μου. Καὶ σᾶς φέρ­νω τὴ μαρ­τυ­ρί­α αὐ­τὴ τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς, δι­ό­τι ὅ­σα γρά­φη­καν στὸ πα­ρελ­θὸν ἀ­πό τοὺς θε­όπνευστους ἄν­δρες, γρά­φη­καν γιὰ τὴ δι­κή μας δι­δα­σκα­λί­α, γιὰ νὰ κρα­τοῦ­με στε­ρε­ὰ τὴν ἐλ­πί­δα μὲ τὴν ὑ­πο­μο­νὴ καὶ τὴν πα­ρη­γο­ριὰ καὶ τὴν ἐ­νί­σχυ­ση πού δί­νουν οἱ Ἅ­γι­ες Γρα­φές. Καὶ ὁ Θε­ὸς πού χα­ρί­ζει σ' ὅ­λους μας τὴν ὑ­πο­μο­νὴ καὶ τὴν πα­ρη­γο­ριά, μα­κά­ρι νὰ σᾶς δώ­σει νὰ ἔ­χε­τε ὅ­λοι με­τα­ξὺ σας τὶς ἴδιες σκέ­ψεις καὶ τὰ ἴδια φρο­νή­μα­τα, καὶ νὰ ζεῖ­τε δια­ρκῶς μὲ ὁ­μό­νοι­α σύμ­φω­να μὲ τὸ θέ­λη­μα τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, γιά νά δοξάζετε μέ μιά ψυ­χὴ καί μ᾿ ἕνα στόμα τὸν Ὕ­ψι­στο, ὁ ὁποῖος εἶ­ναι Θε­ὸς τοῦ Κυ­ρί­ου μας ­Ἰησοῦ Χρι­στοῦ ὡς πρὸς τὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση του, καὶ Πα­τέ­ρας του ὡς πρὸς τὴ θεί­α του φύ­ση. Γιὰ νὰ κα­τορ­θώ­σε­τε ὅ­μως ὅ­λοι σας σὰν ἕ­νας ἄν­θρω­πος καὶ μὲ μιὰ καρ­διὰ νὰ δο­ξά­ζε­τε τὸν Θε­ό, σᾶς συ­νι­στῶ νὰ δέ­χε­στε μὲ ἀ­γά­πη ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λον, ὅ­πως καὶ ὁ Χρι­στὸς σᾶς δέ­χθη­κε ὅ­λους καὶ σᾶς ἔ­κα­νε ἀ­γα­πη­τοὺς καὶ δι­κούς του, γιὰ νὰ δο­ξά­ζε­ται ὁ Θε­ός.

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, πα­ρά­γον­τι τ Ἰ­η­σοῦ ἠ­κο­λο­ύ­θη­σαν αὐ­τῷ δύ­ο τυ­φλοὶ κρά­ζον­τες κα λέ­γον­τες· Ἐ­λέ­η­σον ἡ­μᾶς, υἱ­ὲ Δαυ­ῒδ. ἐλ­θόν­τι δ ες τν οἰ­κί­αν προ­σῆλ­θον αὐ­τῷ ο τυ­φλοί, κα λέ­γει αὐ­τοῖς Ἰ­η­σοῦς· Πι­στε­ύ­ε­τε ὅ­τι δύ­να­μαι τοῦ­το ποι­ῆ­σαι; λέ­γου­σιν αὐ­τῷ· Να, Κριε. τό­τε ἥ­ψα­το τν ὀ­φθαλ­μῶν αὐ­τῶν λέ­γων· Κα­τὰ τν πί­στιν ὑ­μῶν γε­νη­θή­τω ὑ­μῖν. κα ἀ­νε­ῴ­χθη­σαν αὐ­τῶν ο ὀ­φθαλ­μοί· κα ἐ­νε­βρι­μή­σα­το αὐ­τοῖς Ἰ­η­σοῦς λέ­γων· Ὁ­ρᾶ­τε μη­δεὶς γι­νω­σκέ­τω. ο δ ἐ­ξελ­θόν­τες δι­ε­φή­μι­σαν αὐ­τὸν ν ὅ­λῃ τ γ ἐ­κε­ί­νῃ. Αὐ­τῶν δ ἐ­ξερ­χο­μέ­νων ἰ­δοὺ προ­σή­νεγ­καν αὐ­τῷ ἄν­θρω­πον κω­φὸν δαι­μο­νι­ζό­με­νον· κα ἐκ­βλη­θέν­τος το δαι­μο­νί­ου ἐ­λά­λη­σεν ὁ κω­φός. κα ἐ­θα­ύ­μα­σαν ο ὄ­χλοι λέ­γον­τες, Οὐ­δέ­πο­τε ἐ­φά­νη οὕ­τως ν τ Ἰσ­ρα­ήλ. ο δ Φα­ρι­σαῖ­οι ἔ­λε­γον· ν τ ἄρ­χον­τι τν δαι­μο­νί­ων ἐκ­βάλ­λει τ δαι­μό­νι­α. Κα πε­ρι­ῆ­γεν Ἰ­η­σοῦς τς πό­λεις πά­σας κα τς κώ­μας, δι­δά­σκων ν τας συ­να­γω­γαῖς αὐ­τῶν κα κη­ρύσ­σων τ εὐ­αγ­γέ­λι­ον τς βα­σι­λε­ί­ας κα θε­ρα­πεύ­ων πᾶ­σαν νό­σον κα πᾶ­σαν μα­λα­κί­αν ν τ λα­ῷ.
                         (Ματθ. θ’[9]  27 – 35)

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
1. ΤΟ ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΥΣΤΙΚΟ!
Οἱ κραυ­γὲς τῶν δύ­ο τυ­φλῶν ἀν­τη­χοῦ­σαν ἐ­πί­μο­νες: «ἐ­λέ­η­σον ἡ­μᾶς, υἱ­ὲ Δαυ­ίδ». Λυ­πή­σου μας, θε­ρά­πευ­σέ μας, ἔν­δο­ξε ἀ­πό­γο­νε τοῦ Δα­βίδ. Ἀλ­λὰ τί πε­ρί­ερ­γο! Ὁ Κύ­ριος δὲν φαί­νε­ται νὰ δί­νει ση­μα­σί­α στὶς φω­νὲς τῶν πο­νε­μέ­νων ἀν­θρώ­πων. Νά... φθά­νει τώ­ρα στὸ σπί­τι ποὺ ἔ­με­νε καὶ ἐ­κεῖ – ἄλ­λη ἔκ­πλη­ξη – ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρά Του ἀλ­λά­ζει. Δέ­χε­ται κον­τά Του τοὺς τυ­φλοὺς καὶ τοὺς ἐ­ρω­τᾶ: πι­στεύ­ε­τε ὅ­τι αὐ­τὸ ποὺ ζη­τᾶ­τε μπο­ρῶ νὰ τὸ κά­νω; Ναὶ Κύ­ρι­ε, ἀ­παν­τοῦν ἀ­μέ­σως οἱ τυ­φλοί. Καὶ ὁ Κύ­ριος ἐγ­γί­ζον­τας τὰ μά­τια τους λέ­γει: Ἂς γί­νει λοι­πὸν σύμ­φω­να μὲ τὴν πί­στη σας! «Κα­τὰ τὴν πί­στιν ὑ­μῶν γε­νη­θή­τω ἡ­μῖν». Καὶ βέ­βαι­α ἀ­μέ­σως τὰ μά­τια τους ἄ­νοι­ξαν. Ξαφ­νι­κὰ ὅ­μως τὸ πρό­σω­πο τοῦ Κυ­ρί­ου γί­νε­ται αὐ­στη­ρὸ καὶ σο­βα­ρό. Προ­σέξ­τε, λέ­γει στοὺς δύ­ο τυ­φλοὺς ἔν­το­να, κα­νεὶς νὰ μὴ μά­θει τὸ θαῦ­μα αὐ­τὸ ποὺ σᾶς ἔ­κα­να. «Ὁ­ρᾶ­τε μη­δεὶς γι­νω­σκέ­τω»!
ΠΡΟΣΕΞΤΕ! Νὰ μὴν τὸ μά­θει κα­νείς. Βέ­βαι­α, οἱ δύ­ο τυ­φλοί, εὐ­γνώ­μο­νες κα­θὼς ἦ­σαν, τὸ δι­ε­κή­ρυ­ξαν σὲ ὅ­λη τὴν πε­ρι­ο­χὴ ἐ­κεί­νη, ὅ­μως ἡ πα­ραγ­γε­λί­α τοῦ Κυ­ρί­ου δεί­χνει σὲ ὅ­λους μας ἕ­να με­γά­λο μυ­στι­κό τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς. Καὶ εἶ­ναι αὐ­τὸ τὸ μυ­στι­κὸ ἡ ἀ­πο­φυ­γὴ τῆς προ­βο­λῆς καὶ ἐ­πι­δεί­ξε­ως, ἡ ἀ­φά­νεια. Τώ­ρα δὲ κα­τα­νο­οῦ­με καὶ γιὰ ποι­ὸν λό­γο ὁ Κύ­ριος ἔ­κα­νε πὼς δὲν ἄ­κου­γε τὶς πα­ρα­κλή­σεις τῶν τυ­φλῶν κα­θὼς ἐ­βά­δι­ζε. Τὸ ἔ­κα­νε, δι­ό­τι ἤ­θε­λε νὰ τοὺς πά­ρει πα­ρά­με­ρα, γιὰ νὰ μὴν ἀν­τι­λη­φθοῦν τὸ θαῦ­μα τὰ τό­σα πλή­θη τῶν ἀν­θρώ­πων, ποὺ Τὸν ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν. Δι­ό­τι ἤ­θε­λε ἔ­τσι νὰ δι­δά­ξει τὸ με­γα­λεῖ­ο τῆς ἀ­φά­νειας, τῆς ἀ­πο­φυ­γῆς τῆς ἐ­πι­δεί­ξε­ως.
Ὦ Κύ­ρι­ε, πό­σο βρι­σκό­μα­στε μα­κριά Σου! Ἐ­μεῖς θὰ κυτ­τά­ζα­με νὰ μα­ζέ­ψου­με ὅ­σο τὸ δυ­να­τὸν πε­ρισ­σό­τε­ρο κό­σμο, νὰ τὸ ἀν­τι­λη­φθοῦν ὅ­σο γί­νε­ται πιὸ πολ­λοί. Ἐ­μεῖς! Οἱ ἐ­λά­χι­στοι καὶ μη­δα­μι­νοί. Ποὺ ση­κω­νό­μα­στε στὶς μύ­τες τῶν πα­που­τσι­ῶν μας, γιὰ νὰ μᾶς βλέ­πουν οἱ ἄλ­λοι ἀ­πὸ παν­τοῦ. Τὴν ὥ­ρα ποὺ Ἐ­σύ, ὁ ἄ­πει­ρος Θε­ός, χα­μη­λώ­νεις, κρύ­βε­σαι, ζεῖς στὴ σι­ω­πὴ καὶ τὴν ἀ­φά­νεια.
Ἀ­δελ­φοί! Κα­τα­λα­βαί­νου­με τώ­ρα ποι­ὸ εἶ­ναι τὸ πιὸ με­γά­λο μυ­στι­κό τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς; Κα­τα­λα­βαί­νου­με ὅ­τι ἡ ἐ­πί­δει­ξη καὶ ἡ προ­βο­λὴ κα­τα­στρέ­φουν ὅ­λους τοὺς κό­πους μας; Κα­τα­λα­βαί­νου­με ὅ­τι πνευ­μα­τι­κοὶ ἀ­γῶ­νες πολ­λῶν ἐ­τῶν μπο­ροῦν νὰ πᾶ­νε χα­μέ­νοι, ὅ­ταν τοὺς δη­μο­σι­εύ­ου­με, ὅ­ταν τοὺς ἀ­να­κοι­νώ­νου­με στοὺς ἄλ­λους; Κα­τα­λα­βαί­νου­με ὅ­τι ἀ­ρε­τὲς καὶ κα­λω­σύ­νες γί­νον­ται στά­χτη καὶ κα­πνός, ὅ­ταν ζη­τᾶ­με τὴν ἀ­να­γνώ­ρι­ση τῶν ἀν­θρώ­πων;
Ἂς ὑ­πο­θέ­σου­με ὅ­τι κά­ποι­ος κά­νει κά­ποι­ο πνευ­μα­τι­κὸ ἀ­γώ­νι­σμα, προ­σεύ­χε­ται π.χ. ἐ­πὶ ὧ­ρες κά­θε μέ­ρα ἢ με­λε­τᾶ τὴν Ἁ­γί­α Γρα­φὴ ἢ πη­γαί­νει σὲ κά­ποι­ο φι­λαν­θρω­πι­κὸ ἵ­δρυ­μα καὶ προ­σφέ­ρει ἐ­θε­λον­τι­κὰ βο­ή­θεια ἢ κά­τι ἄλ­λο πα­ρό­μοι­ο κά­νει. Ἂν αὐ­τὰ τώ­ρα δὲν τὰ κρα­τή­σει κρυ­φά, ἀλ­λὰ τὰ φα­νε­ρώ­σει καὶ σὲ ἄλ­λους – ἐ­κτός, ἐν­νο­εῖ­ται, ἀ­πὸ τὸν πνευ­μα­τι­κό του πα­τέ­ρα – πᾶ­νε ὅ­λα χα­μέ­να. Ἀ­δί­κως κου­ρά­ζε­ται πιά. Δέρ­νει μο­νά­χα τὸν ἀ­έ­ρα.
Ἂς μὴ ζοῦ­με μὲ ψευ­δαι­σθή­σεις. Τὰ πνευ­μα­τι­κά μας ἀ­γω­νί­σμα­τα, ὅ­ταν τὰ φα­νε­ρώ­νου­με στοὺς ἀν­θρώ­πους – ἔ­στω καὶ γιὰ νὰ τοὺς ὠ­φε­λή­σου­με – χά­νον­ται! Κι ἂν θέ­λου­με – πολ­λοὶ ἀ­πὸ ἐ­μᾶς – νὰ βροῦ­με τὴν αἰ­τί­α γιὰ τὴν ὁ­ποί­α, ἐ­νῶ περ­νοῦν τὰ χρό­νια, δὲν προ­ο­δεύ­ου­με πνευ­μα­τι­κά, ἐ­δῶ κυ­ρί­ως νὰ ψά­ξου­με. Νὰ δοῦ­με μή­πως τοὺς ὅ­ποι­ους θη­σαυ­ροὺς τῆς ψυ­χῆς μας τοὺς βγά­ζου­με στὶς βι­τρί­νες τοῦ κό­σμου, τοὺς ἐκ­θέ­του­με στὰ βλέμ­μα­τα τῶν ἀν­θρώ­πων.
Λοι­πόν, νὰ ἀ­γα­πή­σου­με τὴν ἀ­φά­νεια. Θό­ρυ­βο κά­νουν μό­νον οἱ ἄ­δει­οι τε­νε­κέ­δες. Ὁ ἀ­λη­θι­νὰ πνευ­μα­τι­κὸς ἄν­θρω­πος περ­νά­ει ἀ­πα­ρα­τή­ρη­τος ἀ­κό­μη καὶ ἀ­πὸ τὸ πο­λὺ κον­τι­νὸ πε­ρι­βάλ­λον του. Καὶ μό­νον λί­γοι μὲ ἀ­νε­πτυγ­μέ­να πνευ­μα­τι­κὰ αἰ­σθη­τή­ρια ἀν­τι­λαμ­βά­νον­ται τὸν πνευ­μα­τι­κὸ πλοῦ­το ποὺ κρύ­βει.
2. ΔΙΑΣΤΡΟΦΗ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
Δὲν εἶ­χαν βγεῖ κα­λὰ – κα­λὰ ἀ­πὸ τὸ σπί­τι οἱ δύ­ο πρώ­ην τυ­φλοί, ὅ­ταν φά­νη­καν και­νούρ­γιοι ἐ­πι­σκέ­πτες. Κά­ποι­οι ὁ­δη­γοῦ­σαν ἐ­νώ­πιον τοῦ Κυ­ρί­ου ἕ­ναν ἄν­θρω­πο δαι­μο­νι­σμέ­νο, ποὺ ἐξ αἰ­τί­ας αὐ­τοῦ ἦ­ταν καὶ κου­φὸς καὶ ἄ­λα­λος.
Μὲ ἕ­να πρό­σταγ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου ἀ­μέ­σως ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­γι­νε κα­λά. Τὸ θαῦ­μα  ἔ­γι­νε  ἀ­μέ­σως  γνω­στὸ καὶ οἱ ἄν­θρω­ποι δό­ξα­ζαν τὸν Θε­ό, ἐ­κτὸς ἀ­πό τους φθο­νε­ροὺς Φα­ρι­σαί­ους, ποὺ ἔ­λε­γαν: μὲ τὴ βο­ή­θεια τοῦ ἄρ­χον­τος τῶν δαι­μο­νί­ων βγά­ζει τὰ δαι­μό­νια.
Ἀ­νε­πη­ρέ­α­στος ἐν τού­τοις ὁ Κύ­ριος ἀ­πὸ τὶς φαρ­μα­κε­ρὲς ἐ­πι­κρί­σεις συ­νέ­χι­σε νὰ πε­ρι­ο­δεύ­ει σὲ ὅ­λες τὶς πό­λεις καὶ τὰ χω­ριά, δι­δά­σκον­τας στὶς συ­να­γω­γὲς καὶ κη­ρύτ­τον­τας τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο καὶ θε­ρα­πεύ­ον­τας κά­θε ἀρ­ρώ­στια καὶ τα­λαι­πω­ρί­α τοῦ λα­οῦ.
ΤΙ ΔΙΑΣΤΡΟΦΗ, ἀ­λή­θεια, αὐ­τὴ τῶν ἀρ­χόν­των τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ! Μοιά­ζει ἀ­πί­στευ­το. Ἄν­θρω­ποι, ποὺ με­λε­τοῦ­σαν τὸν Νό­μο τοῦ Θε­οῦ νὰ φτά­σουν στὸ κα­τάν­τη­μα νὰ ἀ­πο­δί­δουν τὰ θαύ­μα­τα τοῦ Κυ­ρί­ου στὸν σα­τα­νᾶ! Σκο­τι­σμέ­νοι πράγ­μα­τι.
Δὲν λεί­πουν βέ­βαι­α καὶ ἀ­πὸ τὴν ἐ­πο­χή μας τέ­τοι­οι δι­ε­στραμ­μέ­νοι ἄν­θρω­ποι, ποὺ πα­ρου­σιά­ζουν τὸ φῶς γιὰ σκο­τά­δι καὶ συ­κο­φαν­τοῦν τὰ ἔρ­γα τοῦ Θε­οῦ καὶ τῶν πι­στῶν Του. Ἀλ­λὰ δὲν εἶ­ναι αὐ­τὸ τὸ ση­μεῖ­ο ποὺ κυ­ρί­ως μᾶς ἐν­δι­α­φέ­ρει.
Ἐ­κεῖ­νο στὸ ὁ­ποῖ­ο θὰ πρέ­πει τώ­ρα κυ­ρί­ως νὰ στρέ­ψου­με τὴν προ­σο­χή μας εἶ­ναι ὁ ἴ­διος ὁ ἑ­αυ­τός μας. Νὰ δοῦ­με δη­λα­δὴ μή­πως με­ρι­κὲς φο­ρὲς κά­νου­με καὶ ἐ­μεῖς κά­τι ἀ­νά­λο­γα. Ποι­ὰ ἦ­ταν ἡ οὐ­σί­α τοῦ σφάλ­μα­τος τῶν Φα­ρι­σαί­ων; Ἦ­ταν τὸ ὅ­τι ἀ­πέ­δι­δαν στὸν Κύ­ριο αἰ­σθή­μα­τα καὶ σκέ­ψεις καὶ δι­α­θέ­σεις, ποὺ ἦ­ταν τε­λεί­ως ξέ­νες πρὸς Αὐ­τόν. Λοι­πόν, τὸ κα­τα­λα­βαί­νου­με τώ­ρα. Ὅ­ταν καὶ ἐ­μεῖς ἀ­πο­δί­δου­με σὲ κά­ποι­ον αἰ­σθή­μα­τα καὶ σκέ­ψεις καὶ δι­α­θέ­σεις ποὺ πο­τὲ δὲν εἶ­χε, οὐ­σι­α­στι­κὰ στὸ ἴ­διο λά­θος πέ­φτου­με. Καὶ πό­τε τὸ κά­νου­με αὐ­τό; Ἢ μᾶλ­λον, πό­τε κιν­δυ­νεύ­ου­με νὰ τὸ πά­θου­με; Ἂς μὴ μᾶς φα­νεῖ πα­ρά­ξε­νο· κιν­δυ­νεύ­ου­με νὰ βρε­θοῦ­με στὴν ἴ­δια θέ­ση μὲ τοὺς Φα­ρι­σαί­ους, ὅ­ταν ἐκ­φέ­ρου­με ἐμ­πα­θεῖς κρί­σεις γιὰ τοὺς ἄλ­λους, ὅ­ταν κα­τα­κρί­νου­με.
Ναί, ἂς τὸ σκε­φθοῦ­με λί­γο βα­θύ­τε­ρα. Γνω­ρί­ζου­με ἄ­ρα­γε πο­τὲ μὲ ἀ­πό­λυ­τη βε­βαι­ό­τη­τα τί ἔ­χει ὁ ἀ­δελ­φός μας στὴν καρ­διά του; Ὄ­χι ἀ­σφα­λῶς. Αὐ­τὸ μό­νον ἕ­νας τὸ γνω­ρί­ζει, ὁ καρ­δι­ο­γνώ­στης Κύ­ριος. Ἐ­μεῖς ἁ­πλῶς ὑ­πο­θέ­του­με. Λέ­με: ὁ τά­δε μὲ ἀν­τι­πα­θεῖ, δι­ό­τι... κ.τ.λ. Ἢ, ἐ­κεί­νη θέ­λει τὸ κα­κό μου· τὴν κα­τά­λα­βα ἐ­γὼ ἀ­πὸ τοῦ­το, ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νο κ.τ.λ. Ὅ­λα ὅ­μως αὐ­τά, ποὺ σή­με­ρα τὰ θε­ω­ροῦ­με ἀ­πο­δεί­ξεις ἀ­λά­θη­τες, αὔ­ριο μπο­ρεῖ νὰ ἀ­πο­δει­χθοῦν ἀ­νύ­παρ­κτα. Ἐν τῷ με­τα­ξὺ βέ­βαι­α τὸν ἄν­θρω­πο τὸν ἔ­χου­με δι­α­σύ­ρει, τὸν ἔ­χου­με συ­κο­φαν­τή­σει σὲ συγ­γε­νεῖς καὶ γνω­στούς.
Νὰ προ­σέ­χου­με ἑ­πο­μέ­νως, ἀ­δελ­φοί. Ὅ­λοι μας. Μὴ σπεύ­δου­με, πα­ρα­συ­ρό­με­νοι ἀ­πὸ αἰ­σθή­μα­τα ξέ­να πρὸς τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο, νὰ κα­τα­δι­κά­σου­με κα­νέ­να. Δι­ό­τι κιν­δυ­νεύ­ου­με νὰ κά­νου­με ὅ,τι καὶ οἱ Φα­ρι­σαῖ­οι. Καὶ κά­τι τέ­τοι­ο θὰ εἶ­ναι φο­βε­ρό!
 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου