Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΊΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ  

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ

(13 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2022)

(ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ)




Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

  Τέ­κνον Τι­μό­θε­ε, πα­ρη­κο­λο­ύ­θη­κάς μου τ δι­δα­σκα­λί­ᾳ, τ ἀ­γω­γῇ, τ προ­θέ­σει, τ πί­στει, τ μα­κρο­θυ­μί­ᾳ, τ ἀ­γά­πῃ, τ ὑ­πο­μο­νῇ, τος διωγ­μοῖς, τος πα­θή­μα­σιν, οἷά μοι ἐ­γέ­νον­το ἐν Ἀν­τι­ο­χε­ί­ᾳ, ν Ἰ­κο­νί­ῳ, ν Λστροις, οἵ­ους δι­ωγ­μοὺς ὑ­πή­νεγ­κα! κα κ πάν­των με ἐρ­ρύ­σα­το ὁ Κριος. καπάν­τες δ ο θέ­λον­τες εὐ­σε­βῶς ζν ν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ δι­ω­χθή­σον­ται· πο­νη­ροὶ δ ἄν­θρω­ποι κα γό­η­τες προ­κό­ψου­σιν ἐ­πὶ τ χεῖ­ρον, πλα­νῶν­τες κα πλα­νώ­με­νοι. σ δ μέ­νε ν ος ἔ­μα­θες κα ἐ­πι­στώ­θης, εἰ­δὼς πα­ρὰ τί­νος ἔ­μα­θες, κα ὅ­τι ἀ­πὸ βρέ­φους τ ἱ­ε­ρὰ γράμ­μα­τα οἶ­δας, τ δυ­νά­με­νά σε σο­φί­σαι ες σω­τη­ρί­αν δι­ὰ πί­στε­ως τς ν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ. 

                         (Β΄ Τι­μοθ. γ΄ [3] 10 – 15)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Παιδί μου Τιμόθεε, ἐσὺ ἔχεις παρακολουθήσει τὴ διδασκαλία μου, τὴ γενικότερη συμπεριφορά μου, τὴν πρόθεση καὶ τὰ ἐλατήριά μου, τὴ φωτισμένη πίστη μου, τὴ μακροθυμία μου, τὴν ἀγάπη μου, τὴν ὑπομονή μου,  τος διωγμούς μου, τ παθήματά μου, σὰν ατ πο ὑπέμεινα στν ντιόχεια, στ κόνιο, στ Λύστρα. Τί φοβερος διωγμος πέφερα! καὶ ἀπ᾿ ὅλους μ γλύτωσε ὁ Κύριος. Κι χι μόνο ἐγὼ παθα κα πάσχω ατά, ἀλλὰ κι λοι ὅσοι θέλουν ν ζον μ εσέβεια, ὅπως ἁρμόζει στος πιστος πο εναι ἑνωμένοι μ τν ησοῦ Χριστό, θ καταδιωχθοῦν. ντιθέτως, ἄνθρωποι κακοί, πο καταδιώκουν κα βασανίζουν τος εσεβες, ἀλλὰ κα πατενες, θ προχωρον ἀπὸ τ κακ στ χειρότερο· θ πλανον κα θ ἐξαπατον τος λλους, ἀλλὰ κα ατο οἱ ἴδιοι θ πλαννται κα θ ἐξαπατνται. Ἐσὺ ὅμως, Τιμόθεε, μένε κλόνητος σ᾿ κενα πο μαθες κα βεβαιώθηκες γι τν λήθειά τους ἀπὸ τν προσωπική σου πείρα, διότι ξέρεις καλ ἀπὸ ποιν διδάσκαλο τ μαθες. Ατ μν τ ξεχνς ποτέ, ἀλλὰ ν τ διατηρες ζωνταν στ μνήμη σου, κα ὅτι κόμη ἀπὸ μικρ παιδ γνωρίζεις τς γιες Γραφές, οἱ ὁποῖες μπορον ν σοῦ μεταδώσουν τν ληθιν σοφία, πο δηγε στ σωτηρία μ τὴν πίστη στν Ἰησοῦ Χριστό.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Εἶπεν ὁ Κύριος τήν παραβολήν ταύτην·  Ἄν­θρω­ποι δύ­ο ἀ­νέ­βη­σαν ες τ ἱ­ε­ρὸν προ­σεύ­ξα­σθαι, ες Φα­ρι­σαῖ­ος κα ἕ­τε­ρος τε­λώ­νης. Φα­ρι­σαῖ­ος στα­θεὶς πρς ἑ­αυ­τὸν ταῦ­τα προ­ση­ύ­χε­το· Θε­ός, εὐ­χα­ρι­στῶ σοι ὅ­τι οκ εἰ­μὶ ὥ­σπερ ο λοι­ποὶ τν ἀν­θρώ­πων, ἅρ­πα­γες, ἄ­δι­κοι, μοι­χοί, κα ς οὗ­τος τε­λώ­νης· νη­στε­ύ­ω δς το σαβ­βά­του, ἀ­πο­δε­κα­τῶ πάν­τα ὅ­σα κτῶ­μαι. κα τε­λώ­νης μα­κρό­θεν ἑ­στὼς οκ ἤ­θε­λεν οὐ­δὲ τος ὀ­φθαλ­μοὺς ες τν οὐ­ρα­νόν ἐ­πᾶ­ραι, ἀλ­λ' ἔ­τυ­πτεν ες τ στῆ­θος αὐ­τοῦ λέ­γων· Θε­ός, ἱ­λά­σθη­τί μοι τ ἁ­μαρ­τω­λῷ.  λέ­γω ὑ­μῖν, κα­τέ­βη οὗ­τος δε­δι­και­ω­μέ­νος ες τν οἶ­κον αὐ­τοῦ γρ ἐ­κεῖ­νος· ὅ­τι πς ὑ­ψῶν ἑ­αυ­τὸν τα­πει­νω­θή­σε­ται, δ τα­πει­νῶν ἑ­αυ­τὸν ὑ­ψω­θή­σε­ται.

 (Λου­κᾶ ι­η΄ 10 – 14)

 

ΑΠΟ ΤΟ ΨΕΜΑ ΣΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Νέ­α πνευ­μα­τι­κὴ πε­ρί­ο­δος ἀ­νοί­γει τὶς πύ­λες της σή­με­ρα. Ἡ πε­ρί­ο­δος τοῦ Τρι­ω­δί­ου. Ἡ ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α μᾶς κα­λεῖ τώ­ρα σὲ ἐν­το­νό­τε­ρους πνευ­μα­τι­κοὺς ἀ­γῶ­νες, μᾶς προ­τρέ­πει σὲ πε­ρι­συλ­λο­γὴ καὶ με­τά­νοι­α. Ἡ πε­ρί­ο­δος αὐ­τὴ ἐγ­και­νι­ά­ζε­ται μὲ τὴν πα­ρα­βο­λὴ τοῦ Τε­λώ­νου καὶ Φα­ρι­σαί­ου, μί­α πα­ρα­βο­λὴ ἡ ὁ­ποί­α μᾶς κα­λεῖ νὰ πα­ρα­βά­λου­με, νὰ συγ­κρί­νου­με τὸν ἑ­αυ­τό μας μὲ τὰ δύ­ο πρό­σω­πα ποὺ πα­ρου­σιά­ζει, ἀλ­λὰ καὶ μὲ τοὺς ἀν­τι­θέ­τους κό­σμους ποὺ τὸ κα­θέ­να τους ἐκ­προ­σω­πεῖ.

 

1. ΕΓΩΙΣΜΟΣ: ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΨΕΜΑ

Δύ­ο ἄν­θρω­ποι, μᾶς λέ­γει ὁ Κύ­ριος, ἀ­νέ­βη­καν ἀ­πὸ τὴν πό­λη τῆς Ἱ­ε­ρου­σα­λὴμ στὸν Να­ὸ τοῦ Σο­λο­μῶν­τος, ποὺ βρι­σκό­ταν κτι­σμέ­νος ψη­λὰ στὸν λό­φο, γιὰ νὰ προ­σευ­χη­θοῦν. Δύ­ο ἄν­θρω­ποι ἐν­τε­λῶς ἀν­τί­θε­τοι με­τα­ξύ τους. «Ὁ εἷς Φα­ρι­σαῖ­ος καὶ ὁ ἕ­τε­ρος τε­λώ­νης...»!

Οἱ Φα­ρι­σαῖ­οι ἀ­νῆ­καν στὶς ἀ­νώ­τε­ρες κοι­νω­νι­κὲς τά­ξεις τῶν Ἰ­ου­δαί­ων. Τη­ροῦ­σαν τὶς δι­α­τά­ξεις τοῦ Νό­μου, νη­στεῖ­ες, προ­σευ­χές, ἐ­λε­η­μο­σύ­νες. Τὸ ἐ­σω­τε­ρι­κό τους ὅ­μως ἦ­ταν θλι­βε­ρό. Γε­μά­το ὑ­πε­ρη­φά­νεια καὶ φι­λαυ­τί­α. Με­γα­λό­πρε­πα λοι­πὸν ὁ φα­ρι­σαῖ­ος στά­θη­κε στὸ κέν­τρο τῆς αὐ­λῆς τοῦ Να­οῦ, γιὰ νὰ τὸν βλέ­πουν ὅ­λοι, καὶ ἄρ­χι­σε νὰ λέ­ει τὴν προ­σευ­χή του.

—Θε­έ μου, Σὲ εὐ­χα­ρι­στῶ,για­τί ἐ­γὼ εἶ­μαι ἄν­θρω­πος ξε­χω­ρι­στός! Ἐ­γὼ κα­θό­λου δὲ μοιά­ζω μὲ τοὺς ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους,τοὺς τό­σο ἁ­μαρ­τω­λούς! Αὐ­τοὶ εἶ­ναι ἄ­δι­κοι, κλέ­φτες, ἀ­νή­θι­κοι! Καὶ στρέ­φον­τας τὴ μα­τιά του πρὸς τὸ μέ­ρος τοῦ τε­λώ­νη, πρό­σθε­σε: —Δὲν μοιά­ζω ἐ­γὼ μ᾿ ἐ­κεῖ­νον ἐ­κεῖ, τὸν ἁ­μαρ­τω­λὸ τε­λώ­νη! Ἐ­γὼ κά­νω καὶ ἔρ­γα πα­ρα­πά­νω ἀπ᾿ ὅ­σα ὁ­ρί­ζει ὁ Νό­μος. Νη­στεύ­ω δύ­ο φο­ρὲς τὴν ἑ­βδο­μά­δα, καὶ ἀ­πὸ ὅ­λα τὰ εἰ­σο­δή­μα­τά μου, ἀ­κό­μη κι ἀ­πὸ αὐ­τὰ ποὺ δὲν προ­βλέ­πει ὁ Νό­μος, τὸ ἕ­να δέ­κα­το τὸ δί­νω στὸν Να­ό...

Ἔ­τσι τε­λεί­ω­σε τὴν προ­σευ­χή του ὁ Φα­ρι­σαῖ­ος. Μιὰ προ­σευ­χὴ γε­μά­τη ἀ­λα­ζο­νεί­α καὶ ψεύ­δη. Δι­ό­τι ὁ Φα­ρι­σαῖ­ος εἶ­ναι τυ­φλός. Ὁ ἐ­γω­ι­σμός του δὲν τὸν ἀ­φή­νει νὰ δεῖ κα­θα­ρὰ τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Αἰ­σθά­νε­ται τὸν ἑ­αυ­τό του τέ­λει­ο καὶ χω­ρὶς ἁ­μαρ­τί­ες! Ἀλ­λὰ εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ μὴ εἶ­χε καμ­μιὰ ἀ­πο­λύ­τως ἁ­μαρ­τί­α;

Ἐ­πι­πλέ­ον κα­τα­δι­κά­ζει καὶ ὅ­λους τοὺς ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους. Ὅ­λοι τους εἶ­ναι ἁ­μαρ­τω­λοὶ καὶ ἀ­νή­θι­κοι· μό­νο αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ δί­και­ος. Δὲν ὑ­πάρ­χουν λοι­πὸν στὸν κό­σμο ἄλ­λοι κα­λοὶ καὶ εὐ­σε­βεῖς; Πῶς μπο­ρεῖ νὰ γνω­ρί­ζει τί κρύ­βει ἡ ψυ­χὴ τοῦ κά­θε ἀν­θρώ­που; Μι­λά­ει ἀ­κό­μη χω­ρὶς ἀ­γά­πη καὶ εὐ­σπλαγ­χνί­α γιὰ τὸν τε­λώ­νη, χω­ρὶς νὰ τοῦ δί­νει ἔ­στω κά­ποι­α ἐ­λα­φρυν­τι­κά. Ὁ Φα­ρι­σαῖ­ος πράγ­μα­τι εἶ­ναι καὶ ἄ­δι­κος καὶ ψεύ­της.

Ἂς συγ­κρί­νου­με λοι­πὸν κι ἐ­μεῖς τώ­ρα τὸν ἑ­αυ­τό μας μὲ τὸν Φα­ρι­σαῖ­ο. Μή­πως κι ἐ­μᾶς κά­ποι­α φα­ρι­σα­ϊ­κὴ νο­ο­τρο­πί­α συ­χνά μας σκο­τί­ζει τὸν νοῦ καὶ τυ­φλώ­νει τὰ πνευ­μα­τι­κά μας αἰ­σθη­τή­ρια; Μὴ μᾶς φα­νεῖ πα­ρά­ξε­νο. Στὴν κα­τά­στα­ση τοῦ φα­ρι­σα­ϊ­σμοῦ, γι­νό­μα­στε κά­πο­τε κι ἐ­μεῖς καὶ ψεῦ­τες καὶ ἄ­δι­κοι! Συ­χνά, συ­νει­δη­τῶς ἢ ὄ­χι, πε­ρι­φρο­νοῦ­με τοὺς ἄλ­λους μὲ τὰ λό­γιά μας ἢ τὴ συμ­πε­ρι­φο­ρά μας. Τοὺς θε­ω­ροῦ­με ὑ­πο­δε­ε­στέ­ρους καὶ τοὺς κα­τα­δι­κά­ζου­με. Πι­στεύ­ου­με ὅ­τι ἐ­μεῖς εἴ­μα­στε κα­λύ­τε­ροι ἀ­πὸ αὐ­τούς, πιὸ καλ­λι­ερ­γη­μέ­νοι. Μέ­νου­με στὰ ἐ­ξω­τε­ρι­κά μας στοι­χεῖ­α καὶ ἐ­θε­λο­τυ­φλοῦ­με μπρο­στὰ στὴν ἐ­σω­τε­ρι­κή μας ἀ­κα­τα­στα­σί­α.

Εἶ­ναι φα­νε­ρὸ λοι­πὸν ὅ­τι ὁ ἐ­γω­ι­σμός μας ἀ­δι­κεῖ καὶ ἐ­μᾶς τοὺς ἴ­διους καὶ τοὺς ἄλ­λους. Νὰ ἀ­παλ­λα­γοῦ­με λοι­πὸν ἀ­πὸ τὴν τυ­φλὴ φα­ρι­σα­ϊ­κὴ νο­ο­τρο­πί­α ποὺ κρύ­βε­ται μέ­σα μας, γιὰ νὰ πά­ψου­με νὰ ζοῦ­με μέ­σα στὸ με­γά­λο μας ψέ­μα, νὰ δοῦ­με κα­θα­ρὰ τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.

Πῶς ὅ­μως θὰ γί­νει αὐ­τό; Μᾶς τὸ ὑ­πο­δει­κνύ­ει ὁ τε­λώ­νης.

 

2. ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ: Η ΑΛΗΘΕΙΑ

Οἱ τε­λῶ­νες ἦ­ταν Ἰ­ου­δαῖ­οι ὑ­πάλ­λη­λοι τῶν Ρω­μαί­ων γιὰ νὰ εἰ­σπράτ­τουν τοὺς φό­ρους ἀ­πό τους ὑ­πό­δου­λους συμ­πα­τρι­ῶ­τες τους. Ζη­τοῦ­σαν συ­νή­θως πε­ρισ­σό­τε­ρα, γιὰ νὰ κερ­δί­ζουν καὶ οἱ ἴ­διοι.

Ὁ τε­λώ­νης λοι­πὸν στά­θη­κε μα­κριὰ ἀ­πὸ τὸ θυ­σι­α­στή­ριο. Μα­κριὰ ἀ­πὸ τὸν Φα­ρι­σαῖ­ο. Κι ἀ­πὸ τὴν ντρο­πὴ ποὺ τοῦ ἔ­φερ­ναν οἱ τό­σες ἀ­δι­κί­ες του, ὄ­χι μό­νο τὰ χέ­ρια του, ἀλ­λὰ οὔ­τε καὶ τὰ μά­τια δὲν ὕ­ψω­σε πρὸς τὸν οὐ­ρα­νό!... Ἀλ­λὰ τί ἔ­κα­νε; Χτυ­ποῦ­σε συ­νέ­χεια τὰ στή­θη του μὲ συν­τρι­βὴ καὶ με­τά­νοι­α. Για­τί ἐ­κεῖ μέ­σα στὰ στή­θη κρυ­βό­ταν ἡ ἀ­κά­θαρ­τη καρ­διά του.

Μιὰ προ­σευ­χὴ μο­νά­χα ἔ­βγαι­νε ἀ­πὸ τὰ χεί­λη του μὲ πό­νο. Μιὰ προ­σευ­χὴ μι­κρὴ σὲ ἔ­κτα­ση ἀλλὰ με­γά­λη σὲ βά­θος,τό­σο δυ­να­τή, ὥ­στε νὰ ἑλ­κύ­σει τὸ ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ. «Ὁ Θε­ός, ἱ­λά­σθη­τί μοι τῷ ἁ­μαρ­τω­λῷ»! ἔ­κρα­ζε δια­ρκῶς. Μιὰ προ­σευ­χὴ εὐ­ά­ρε­στη στὸν Θε­ό. Αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς βε­βαι­ώ­νει ὁ Κύ­ριός μας μὲ τὴ βα­ρυ­σή­μαν­τη δι­α­κή­ρυ­ξή Του: «Πᾶς ὁ ὑ­ψῶν ἑ­αυ­τὸν τα­πει­νω­θή­σε­ται, ὁ δὲ τα­πει­νῶν ἑ­αυ­τὸν ὑ­ψω­θή­σε­ται».

Πα­ρά­δο­ξα τὰ μη­νύ­μα­τα τῆς πα­ρα­βο­λῆς. Ὁ Κύ­ριος ἐ­παι­νεῖ τὸν τε­λώ­νη καὶ τὸν πα­ρου­σιά­ζει ὡς πρό­τυ­πο. Τί ἔ­χει ὅ­μως νὰ δώ­σει σὲ μᾶς ὁ τε­λώ­νης; Ὁ τε­λώ­νης ἀ­σφα­λῶς δὲν ἔ­χει νὰ πα­ρου­σιά­σει κα­λὲς πρά­ξεις. Ἔ­χει ὅ­μως αὐ­τὸ ποὺ ἀ­ξί­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ ὅ­λα. Ἔ­χει τα­πει­νὴ συ­ναί­σθη­ση τῆς ἁμαρ­τω­λότη­τός του. Βλέ­πει κα­θα­ρὰ τὴν ἀ­λή­θεια, καὶ τὸ πρῶ­το ποὺ ἀν­τι­κρύ­ζει εἶ­ναι τὰ λά­θη του, οἱ ἁ­μαρ­τί­ες του καὶ τί­πο­τε ἄλ­λο. Δὲν κα­τα­κρί­νει κα­νέ­να, μό­νο τὸν ἑ­αυ­τό του! Συ­ναι­σθά­νε­ται ὅ­μως καὶ τὸ ἄ­πει­ρο ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ. Καὶ κα­θὼς δὲν ἔ­χει ἀ­ρε­τὲς νὰ πα­ρου­σιά­σει στὸν Θε­ό, προ­σφέ­ρει τὴν εἰ­λι­κρι­νῆ του με­τά­νοι­α.

Ἂς στρέ­ψου­με λοι­πὸν καὶ ἐ­μεῖς τε­λω­νι­κῶς τὸν φα­κὸ τῆς προ­σο­χῆς μας στὸν ἑ­αυ­τό μας κι ἂς συ­νει­δη­το­ποι­ή­σου­με ὅ­τι κι ἐ­μεῖς εἴ­μα­στε ἁ­μαρ­τω­λοί. Καὶ ὅ­σο συ­νει­δη­το­ποι­οῦ­με τὴν ἀ­σχή­μια τῆς ψυ­χῆς μας, τό­σο θὰ βλέ­που­με τοὺς ἄλ­λους ὡς κα­λυ­τέ­ρους μας. Τέ­τοι­α τε­λω­νι­κὴ συ­ναί­σθη­ση εἶ­χαν ὅ­λοι οἱ Ἅ­γιοι· τέ­τοι­α ὀ­φεί­λου­με νὰ ἀ­πο­κτή­σου­με κι ἐ­μεῖς.

Μὲ βα­θειὰ λοι­πὸν συ­ναί­σθη­ση τῆς ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τός μας ἀλ­λὰ καὶ τοῦ ἀ­πεί­ρου ἐ­λέ­ους τοῦ Θε­οῦ, ἂς πα­ρα­θέ­του­με τὸν ἑ­αυ­τό μας καὶ τὴ ζω­ή μας ὅ­λη στὸ πέ­λα­γος τῆς θεί­ας εὐ­σπλαγ­χνί­ας καὶ ἀ­γά­πης. Καὶ ὁ Ἅ­γιος Θε­ὸς θὰ μᾶς ἐ­λε­εῖ, θὰ μᾶς ὑ­ψώ­νει καὶ θὰ μᾶς ἁ­γιά­ζει.

(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου