Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΛΟΥΚΑ. TOY ΑΣΩΤΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ  

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΛΟΥΚΑ

(20 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2022)

(ΑΣΩΤΟΥ)

 


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (Τοῦ Ἀσώτου)

Ἀδελφοί, πάντα μοι ἔ­ξε­στιν, ἀλ­λ' ο πάν­τα συμ­φέ­ρει· πάν­τα μοι ἔ­ξε­στιν, ἀλ­λ' οκ ἐ­γὼ ἐ­ξου­σι­α­σθή­σο­μαι ὑ­πό τι­νος. τ βρώ­μα­τα τ κοι­λί­ᾳ, κα κοι­λί­α τος βρώ­μα­σιν· δ Θε­ὸς κα τα­ύ­την κα ταῦ­τα κα­ταρ­γή­σει. τ δ σῶ­μα ο τ πορ­νε­ί­ᾳ, ἀλ­λὰ τ Κυ­ρί­ῳ, κα Κριος τ σώ­μα­τι· δ Θε­ὸς κα τν Κριον ἤ­γει­ρε κα ἡ­μᾶς ἐ­ξε­γε­ρεῖ δι­ὰ τς δυ­νά­με­ως αὐ­τοῦ. οκ οἴ­δα­τε ὅ­τι τ σώ­μα­τα ὑ­μῶν μέ­λη Χρι­στοῦ ἐ­στιν; ἄ­ρας ον τ μέ­λη το Χρι­στοῦ ποι­ή­σω πόρ­νης μέ­λη; μ γέ­νοι­το. οκ οἴ­δα­τε ὅ­τι ὁ κολ­λώ­με­νος τ πόρ­νῃ ν σῶ­μά ἐ­στιν; ἔ­σον­ται γρ, φη­σίν, ο δύ­ο ες σάρ­κα μί­αν· δ κολ­λώ­με­νος τ Κυ­ρί­ῳ ν πνεῦ­μά ἐ­στι. φε­ύ­γε­τε τν πορ­νε­ί­αν. πν ἁ­μάρ­τη­μα ὃ ἐ­ὰν ποι­ή­σῃ ἄν­θρω­πος ἐ­κτὸς το σώ­μα­τός ἐ­στιν, δ πορ­νε­ύ­ων ες τ ἴ­δι­ον σῶ­μα ἁ­μαρ­τά­νει. οκ οἴ­δα­τε ὅ­τι τ σῶ­μα ὑ­μῶν να­ὸς το ν ὑ­μῖν ἁ­γί­ου Πνε­ύ­μα­τός ἐ­στιν, ο ἔ­χε­τε ἀ­πὸ Θε­οῦ, κα οκ ἐ­στὲ ἑ­αυ­τῶν; ἠ­γο­ρά­σθη­τε γρ τι­μῆς· δο­ξά­σα­τε δ τν Θε­ὸν ν τ σώ­μα­τι ὑ­μῶν κα ν τ πνε­ύ­μα­τι ὑ­μῶν ἅ­τι­νά ἐ­στι το Θε­οῦ.

                       (Α΄ Κορινθ. στ΄[6] 12 – 20)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

­Ἀδελφοί, ὅ­λα ἔ­χω ἐ­ξου­σί­α νὰ τὰ κά­νω, δὲν συμ­φέ­ρουν ὅ­μως ὅ­λα. Ὅ­λα εἶ­ναι στὴν ἐ­ξου­σί­α μου, ἀλλά ἐγώ δὲν θὰ ἐ­ξου­σια­στῶ καὶ δὲν θὰ γί­νω δοῦ­λος σὲ τί­πο­τε. Τὰ φα­γη­τὰ ἔ­χουν γί­νει γιὰ τὴν κοι­λιά, καὶ ἡ κοι­λιὰ γιὰ τὰ φα­γη­τά. Ὁ Θε­ὸς ὅ­μως θὰ κα­ταρ­γή­σει στὴν ἄλ­λη ζω­ὴ κι αὐτή κι ἐκεῖνα. Μπο­ρεῖ­τε λοι­πὸν νὰ τρῶ­τε ὅ,τι ἐπιθυμεῖτε, ἀρκεῖ μό­νο νὰ μὴ γί­νε­στε δοῦ­λοι τοῦ φα­γη­τοῦ καὶ τῆς κοι­λιᾶς. Δὲν ἰ­σχύ­ει ὅ­μως τὸ ἴ­διο καὶ μὲ τὴ γε­νε­τή­σια ἐ­πι­θυ­μί­α. Δι­ό­τι τὸ σῶ­μα δὲν ἔ­χει γί­νει γιὰ τὴν πορ­νεί­α, ἀλλά γιὰ τὸν Κύ­ριο, γιὰ νὰ τοῦ ἀ­νή­κει ὡς μέλος του. Καί ὁ Κύ­ριος εἶ­ναι γιὰ τὸ σῶ­μα, γιὰ νὰ κατοικεῖ σ’ αὐτό. Καὶ δὲν ἔ­χει ση­μα­σί­α πού τὸ σῶ­μα δι­α­λύ­ε­ται μέ τὸν θά­να­το. Ὁ Θε­ὸς καὶ τὸν Κύ­ριο ἀ­νέ­στη­σε καὶ ὅλους ἐμᾶς θὰ ἀ­να­στή­σει μὲ τὴ δύ­να­μή του. Ναὶ· τὸ σῶ­μα δὲν ἔ­γι­νε γιὰ τὴν πορ­νεί­α, ἀλλά γιά τὸν Κύ­ριο. Δὲν ξέ­ρε­τε ὅ­τι τὰ σώ­μα­τά σας εἶ­ναι μέλη τοῦ Χρι­στοῦ; Νὰ ἀ­πο­σπά­σω λοι­πὸν τὰ μέ­λη τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ τὰ κά­νω μέ­λη πόρ­νης; Πο­τὲ μὴ συμ­βεῖ νά τὸ κά­νω αὐτό. Ἢ δὲν ξέ­ρε­τε ὅ­τι ἐκεῖνος πού συν­δέ­ε­ται στε­νὰ καί προ­σκολ­λᾶ­ται στὴν πόρ­νη εἶ­ναι ἕ­να σῶ­μα μ’ αὐτήν; Δι­ό­τι λέ­ει ἡ Γρα­φή: Θὰ γί­νουν οἱ δύ­ο μί­α σάρ­κα. Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως πού προ­σκολ­λᾶ­ται στὸν Κύ­ριο, γεμίζει ὁ­λό­κλη­ρος καὶ δι­ευ­θύ­νε­ται ἀ­πὸ τὸ Πνεῦ­μα τοῦ Κυρίου καὶ γί­νε­ται ἕ­να πνεῦ­μα μ' αὐτόν. Φεύ­γε­τε μα­κριὰ ἀ­πὸ τὴν πορ­νεί­α. Κά­θε ἁμάρτημα πού τυ­χὸν θὰ κά­νει ὁ ἄν­θρω­πος, δὲν βλά­πτει τό­σο ἄμεσα καὶ κα­τευ­θεί­αν τὸ σῶ­μα. Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως πού πορνεύει, ἁ­μαρ­τά­νει στὸ ἴ­διο του τὸ σῶ­μα, δι­ό­τι μὲ τὴν παράνομη μείξη μο­λύ­νει ἄ­με­σα καὶ πλη­γώ­νει αὐτή τή ρίζα τοῦ πολ­λα­πλα­σια­σμοῦ τῶν ἀνθρώ­πων καὶ συντελεῖ στὴ δι­ά­λυ­ση τῆς οἰ­κο­γέ­νειας. Ἢ δὲν ξέ­ρε­τε ὅ­τι τὸ σῶ­μα σας εἶναι να­ὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύ­μα­τος, τὸ ὁποῖο κα­τοι­κεῖ μέ­σα σας καὶ τὸ ἔ­χε­τε λάβει ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, καὶ συ­νε­πῶς δὲν ἀ­νή­κε­τε στὸν ἑ­αυ­τό σας; Ναί· δὲν ὁ­ρί­ζε­τε τὸν ἑαυτό σας. Δι­ό­τι ἐ­ξα­γο­ρα­σθή­κα­τε μὲ τί­μη­μα βα­ρύ, μὲ τὸ ἀ­τί­μη­το αἷ­μα τοῦ Χριστοῦ. Ἀ­πο­φεύ­γε­τε λοι­πὸν κά­θε αἰ­σχρὴ πρά­ξη πού γί­νε­ται μέ τὸ σῶ­μα· καὶ ἀ­πο­δι­ώ­κε­τε κά­θε πο­νη­ρὴ σκέ­ψη καὶ ἐπιθυμία ἀ­πὸ τὸ πνεῦ­μα σας. Καὶ ἔ­τσι νὰ δο­ξά­ζε­τε τὸν Θε­ὸ μὲ τὸ σῶ­μα σας καὶ μὲ τὸ πνεῦμα σας, τὰ ὁποῖα ἀνήκουν στὸ Θε­ό.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Εἶ­πεν ὁ Κύ­ρι­ος τήν πα­ρα­βο­λήν ταύ­την. Ἄν­θρω­πός τις εἶ­χε δύ­ο υἱ­ο­ύς. κα εἶ­πεν νε­ώ­τε­ρος αὐ­τῶν τ πα­τρί· πά­τερ, δς μοι τ ἐ­πι­βάλ­λον μέ­ρος τς οὐ­σί­ας. κα δι­εῖ­λεν αὐ­τοῖς τν βί­ον. κα με­τ' ο πολ­λὰς ἡ­μέ­ρας συ­να­γα­γὼν ἅ­παν­τα ὁ νε­ώ­τε­ρος υἱ­ὸς ἀ­πε­δή­μη­σεν ες χώ­ραν μα­κράν, κα ἐ­κεῖ δι­ε­σκόρ­πι­σεν τν οὐ­σί­αν αὐ­τοῦ ζν ἀ­σώ­τως. δα­πα­νή­σαν­τος δ αὐ­τοῦ πάν­τα ἐ­γέ­νε­το λι­μὸς ἰ­σχυ­ρός κα­τὰ τν χώ­ραν ἐ­κε­ί­νην, κα αὐ­τὸς ἤρ­ξα­το ὑ­στε­ρεῖ­σθαι. κα πο­ρευ­θεὶς ἐ­κολ­λή­θη ἑ­νὶ τν πο­λι­τῶν τς χώ­ρας ἐ­κε­ί­νης, κα ἔ­πεμ­ψεν αὐ­τὸν ες τος ἀ­γροὺς αὐ­τοῦ βό­σκειν χο­ί­ρους· κα ἐ­πε­θύ­μει γε­μί­σαι τν κοι­λί­αν αὐ­τοῦ ἀ­πὸ τν κε­ρα­τί­ων ν ἤ­σθι­ον ο χοῖ­ροι, κα οὐ­δεὶς ἐ­δί­δου αὐ­τῷ. ες ἑ­αυ­τὸν δ ἐλ­θὼν εἶ­πε· πό­σοι μί­σθι­οι το πα­τρός μου πε­ρισ­σε­ύ­ου­σιν ἄρ­των, ἐ­γὼ δ λι­μῷ  ἀ­πόλ­λυ­μαι! ἀ­να­στὰς πο­ρε­ύ­σο­μαι πρς τν πα­τέ­ρα μου κα ἐ­ρῶ αὐ­τῷ· πά­τερ, ἥ­μαρ­τον ες τν οὐ­ρα­νὸν κα ἐ­νώ­πι­όν σου·  οὐ­κέ­τι εἰ­μὶ ἄ­ξι­ος κλη­θῆ­ναι υἱ­ός σου· πο­ί­η­σόν με ς ἕ­να τν μι­σθί­ων σου.  κα ἀ­να­στὰς ἦλ­θε πρς τν πα­τέ­ρα ἑ­αυ­τοῦ. ἔ­τι δ αὐ­τοῦ μα­κρὰν ἀ­πέ­χον­τος εἶ­δεν αὐ­τὸν πα­τὴρ αὐ­τοῦ κα ἐ­σπλαγ­χνί­σθη, κα δρα­μὼν ἐ­πέ­πε­σεν ἐ­πὶ τν τρά­χη­λον αὐ­τοῦ κα κα­τε­φί­λη­σεν αὐ­τόν. εἶ­πε δ αὐ­τῷ υἱ­ὸς· πά­τερ, ἥ­μαρ­τον ες τν οὐ­ρα­νὸν κα ἐ­νώ­πι­όν σου, κα οὐ­κέ­τι εἰ­μὶ ἄ­ξι­ος κλη­θῆ­ναι υἱ­ός σου. εἶ­πε δ πα­τὴρ πρς τος δο­ύ­λους αὐ­τοῦ· ἐ­ξε­νέγ­κα­τε τν στολὴν τν πρώ­την κα ἐν­δύ­σα­τε αὐ­τόν, κα δό­τε δα­κτύ­λι­ον ες τν χεῖ­ρα αὐ­τοῦ κα ὑ­πο­δή­μα­τα ες τος πό­δας, κα ἐ­νέγ­καν­τες τν μό­σχον τν σι­τευ­τόν θύ­σα­τε, κα φα­γόν­τες εὐ­φραν­θῶ­μεν,   ὅ­τι οὗ­τος υἱ­ός μου νε­κρὸς ν κα ἀ­νέ­ζη­σεν, κα ἀ­πο­λω­λὼς ἦν κα εὑ­ρέ­θη. κα ἤρ­ξαν­το εὐ­φρα­ί­νε­σθαι. ν δ υἱ­ὸς αὐ­τοῦ πρε­σβύ­τε­ρος ν ἀ­γρῷ· κα ς ἐρ­χό­με­νος ἤγ­γι­σε τ οἰ­κί­ᾳ, ἤ­κου­σε συμ­φω­νί­ας κα χο­ρῶν,  κα προ­σκα­λε­σά­με­νος ἕ­να τν πα­ί­δων ἐ­πυν­θά­νε­το τ εἴ­η ταῦ­τα. δ εἶ­πεν αὐ­τῷ ὅ­τι ὁ ἀ­δελ­φός σου ἥ­κει, κα ἔ­θυ­σεν ὁ πα­τήρ σου τν μό­σχον τν σι­τευ­τόν, ὅ­τι ὑ­γι­α­ί­νον­τα αὐ­τὸν ἀ­πέ­λα­βεν. ὠρ­γί­σθη δ κα οκ ἤ­θε­λεν εἰ­σελ­θεῖν. ον πα­τὴρ αὐ­τοῦ ἐ­ξελ­θὼν πα­ρε­κά­λει αὐ­τόν. δ ἀ­πο­κρι­θεὶς εἶ­πε τ πα­τρὶ· ἰ­δοὺ το­σαῦ­τα ἔ­τη δου­λε­ύ­ω σοι κα οὐ­δέ­πο­τε ἐν­το­λήν σου πα­ρῆλ­θον, κα ἐ­μοὶ οὐ­δέ­πο­τε ἔ­δω­κας ἔ­ρι­φον ἵ­να με­τὰ τν φί­λων μου εὐ­φραν­θῶ· ὅ­τε δ υἱ­ός σου οὗ­τος, κα­τα­φα­γών σου τν βί­ον με­τὰ πορ­νῶν, ἦλ­θεν, ἔ­θυ­σας αὐ­τῷ τν μό­σχον τν σι­τευ­τὸν.  δ εἶ­πεν αὐ­τῷ· τέ­κνον, σ πάν­το­τε με­τ' ἐ­μοῦ ε, κα πάν­τα τ ἐ­μὰ σ ἐ­στιν· εὐ­φραν­θῆ­ναι δ κα χα­ρῆ­ναι ἔ­δει, ὅ­τι ὁ ἀ­δελ­φός σου οὗ­τος νε­κρὸς ν κα ἀ­νέ­ζη­σε, κα ἀ­πο­λω­λὼς ἦν κα εὑ­ρέ­θη.   

(Λου­κᾶ ι­ε΄[15] 11 – 32)

 

 

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΟΝΑΔΙΚΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο τῶν εὐ­αγ­γε­λί­ων σή­με­ρα, ἡ Ἱ­στο­ρί­α τῆς Πα­λαι­ᾶς καὶ Και­νῆς Δι­α­θή­κης, ἡ πο­ρεί­α ἀ­πὸ τὸν Πα­ρά­δει­σο στὴν Κό­λα­ση καὶ ἀν­τί­στρο­φα, ἡ ἱ­στο­ρί­α τῆς μο­να­δι­κῆς ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ πρὸς τὸν ἄν­θρω­πο, μέ­σα σὲ μί­α Πα­ρα­βο­λή.

1. ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ ΧΑΝΟΜΑΣΤΕ

Ἦ­ταν εὐ­τυ­χι­σμέ­νη ἡ οἰ­κο­γέ­νεια μὲ τὰ δύ­ο παι­διά. Μὰ ξαφ­νι­κά, μί­α μέ­ρα θλι­βε­ρή, ὁ νε­ώ­τε­ρος γιὸς ἀ­παι­τεῖ ἀ­πὸ τὸν στορ­γι­κὸ πα­τέ­ρα του με­ρί­διο τῆς πα­τρι­κῆς πε­ρι­ου­σί­ας. Θέ­λει νὰ φύ­γει σὲ χώ­ρα μα­κρι­νή, νο­μί­ζον­τας πὼς θὰ βρεῖ μα­κριὰ ἀ­πὸ τὸν πα­τέ­ρα του εὐ­τυ­χί­α καὶ ἐ­λευ­θε­ρί­α. Ἐ­κεῖ, μὲ ξε­νύ­χτια, με­θύ­σια καὶ βρω­με­ρὲς ἁ­μαρ­τί­ες σπα­τά­λη­σε ὅ­λη τὴν κλη­ρο­νο­μιά του καὶ τὴ ζω­ή του συ­νά­μα. Στὴν ἀρ­χὴ ὅ­λα φαί­νον­ταν ὅ­μορ­φα, ὅ­μως ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἦ­ταν ὀ­δυ­νη­ρὴ στὴ συ­νέ­χεια. Πεί­να τρο­με­ρὴ ἄρ­χι­σε νὰ θε­ρί­ζει τὴ χώ­ρα. Καὶ ὁ νέ­ος αὐ­τὸς ἤ­θε­λε νὰ ζή­σει. Τὸ πλου­σι­ό­παι­δο λοι­πὸν γί­νε­ται χοι­ρο­βο­σκός. Ἐ­κεῖ, ἀ­νά­με­σα στοὺς χοί­ρους, μὴ μπο­ρών­τας νὰ χορ­τά­σει τὴν φο­βε­ρή του πεί­να, ἀρ­χί­ζει νὰ τρώ­ει ἀ­πὸ τὰ ξυ­λο­κέ­ρα­τα ποὺ ἔ­τρω­γαν τὰ ζῶ­α. Θέ­λη­σε νὰ βρεῖ τὴ χα­ρὰ καὶ γέ­μι­σε δυ­στυ­χί­α, νό­μι­σε πὼς θὰ πε­τά­ξει καὶ γκρε­μο­τσα­κί­στη­κε· ἀ­να­ζη­τοῦ­σε τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α του καὶ κα­τάν­τη­σε δοῦ­λος, χοι­ρο­βο­σκός. 

Η ΤΡΑΓΙΚΗ αὐ­τὴ ἱ­στο­ρί­α ἐ­πα­να­λαμ­βά­νε­ται τό­σο συ­χνὰ μὲ κά­θε ἁ­μαρ­τω­λὸ ποὺ ἀ­να­ζη­τεῖ τὴν εὐ­τυ­χί­α του μα­κριὰ ἀ­πὸ τὸν Θε­ό. Ἐ­πα­να­λαμ­βά­νε­ται καὶ σέ μας. Ἄ­σω­τα παι­διὰ κι ἐ­μεῖς πολ­λὲς φο­ρὲς ἑ­νὸς μο­να­δι­κοῦ στορ­γι­κοῦ ἐ­που­ρα­νί­ου Πα­τρὸς πε­ρι­δι­α­βαί­νου­με κα­θη­με­ρι­νὰ χῶ­ρες μα­κρι­νές, χῶ­ρες τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, καὶ ἀ­πο­μα­κρυ­νό­μα­στε ἀ­προ­βλη­μά­τι­στα ἀ­πὸ τὴν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ. Νο­μί­ζου­με ὅ­τι θὰ βροῦ­με εὐ­τυ­χί­α στὴ μα­ται­ό­τη­τα τοῦ κό­σμου, καὶ μπαί­νου­με ἔ­τσι σ᾿ ἕ­να ἐ­πι­κίν­δυ­νο παι­χνί­δι μὲ τὴν ψυ­χή μας. Δὲν θέ­λου­με νὰ κα­τα­λά­βου­με ὅ­τι μὲ κά­θε μας ἁ­μαρ­τί­α, ἀ­κό­μη καὶ μ᾿ αὐ­τὲς ποὺ φαί­νον­ται μι­κρές, χω­ρι­ζό­μα­στε ἀ­πὸ τὸν Θε­ό μας, προ­δί­δου­με τὴν ἀ­γά­πη Του καὶ σι­γὰ - σι­γά, χω­ρὶς νὰ τὸ παίρ­νου­με εἴ­δη­ση, αἰχ­μα­λω­τι­ζό­μα­στε στὰ πά­θη μας, γι­νό­μα­στε σκλά­βοι τῶν δαι­μό­νων· γε­μί­ζου­με δυ­στυ­χί­α, ἀρ­γο­πε­θαί­νου­με πνευ­μα­τι­κά. 

Ἂς μι­σή­σου­με λοι­πὸν μὲ ὅ­λη μας τὴ δύ­να­μη κά­θε τί ποὺ μᾶς χω­ρί­ζει ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, κά­θε ἁ­μαρ­τί­α. Κι ἂς πά­ρου­με τὸν δρό­μο τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς, τὸν δρό­μο με­τα­νοί­ας, ὅ­πως τὸ ἔ­κα­νε ὁ ἄ­σω­τος.

2. Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ

Μιὰ μέ­ρα λοι­πὸν μο­να­δι­κὴ γιὰ τὸν ἄ­σω­το, κά­ποι­ο φῶς ἄρ­χι­σε νὰ ἀ­χνο­φέγ­γει μέ­σα του. Θυ­μή­θη­κε ποι­ὸν εἶ­χε πα­τέ­ρα. «Πό­σοι ἐρ­γά­τες τοῦ πα­τέ­ρα μου, ἔ­χουν πλού­σιο φα­γη­τό, ἐ­νῶ ἐ­γὼ ἀρ­γο­πε­θαί­νω ἀ­πὸ τὴν πεί­να! Θὰ ἐ­πι­στρέ­ψω λοι­πὸν στὸ σπί­τι τοῦ πα­τέ­ρα μου. Θὰ πέ­σω στὰ πό­δια του καὶ θὰ τοῦ πῶ: Πα­τέ­ρα μου, ἁ­μάρ­τη­σα στὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ ἀ­πέ­ναν­τί σου. Δὲν εἶ­μαι πιὰ ἄ­ξιος νὰ ὀ­νο­μά­ζο­μαι γιός σου. Σὲ πα­ρα­κα­λῶ πά­ρε με ὡς μι­σθω­τὸ ἐρ­γά­τη σου». Ἡ με­γά­λη ὥ­ρα ἔ­φθα­σε. Ὁ ἄ­σω­τος παίρ­νει τὸν δρό­μο τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς. 

Ὁ πα­τέ­ρας πά­λι μὲ πό­νο καὶ ἐλ­πί­δα πε­ρί­με­νε κα­θη­με­ρι­νὰ νὰ γυ­ρί­σει τὸ παι­δί του. Καὶ σή­με­ρα, βλέ­πον­τάς τον ἀ­πὸ μα­κριὰ στὴν ἄ­κρη τοῦ δρό­μου, τρέ­χει μὲ λα­χτά­ρα νὰ τὸν προ­ϋ­παν­τή­σει. Τὸν σφίγ­γει στὴ ζε­στή του ἀγ­κα­λιὰ καὶ τὸν κα­τα­φι­λεῖ πα­τρι­κά. Κι ὁ ἄ­σω­τος ἀρ­χί­ζει μὲ συν­τρι­βὴ τὴν ἐ­ξο­μο­λό­γη­σή του: 

–Πα­τέ­ρα, ἁ­μάρ­τη­σα στὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ ἀ­πέ­ναν­τί σου. Δὲν εἶ­μαι πιὰ ἄ­ξιος νὰ ὀ­νο­μά­ζο­μαι γιός σου. 

Πρὶν ὅ­μως ὁ­λο­κλη­ρώ­σει τὰ λό­για του, τὸν δι­α­κό­πτει ἡ ἀ­γά­πη τοῦ πα­τέ­ρα, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­μέ­σως λέ­ει στοὺς ὑ­πη­ρέ­τες του: 

–Φέρ­τε γιὰ τὸ παι­δί μου τὴν κα­λύ­τε­ρη στο­λή. Δῶ­στε του δα­κτυ­λί­δι ἀρ­χον­τι­κὸ καὶ ὑ­πο­δή­μα­τα ποὺ φο­ροῦν οἱ ἐ­λεύ­θε­ροι ἄν­θρω­ποι. Καὶ σφάξ­τε τὸ μο­σχά­ρι τὸ ξε­χω­ρι­στὸ γιὰ τὸ με­γά­λο πα­νη­γύ­ρι. Δι­ό­τι ὁ γιός μου αὐ­τὸς ἦ­ταν νε­κρὸς καὶ ἀ­νέ­ζη­σε, ἦ­ταν χα­μέ­νος καὶ βρέ­θη­κε. 

Καὶ ἡ με­γά­λη γι­ορ­τὴ ἀρ­χί­ζει. Ὁ με­γα­λύ­τε­ρος γιὸς ὅ­μως, κα­θὼς γυρ­νᾶ ἀ­πὸ τὸ χω­ρά­φι καὶ ἀ­κού­ει ἀ­πὸ μα­κριὰ μου­σι­κὲς καὶ χο­ρούς,  μα­θαί­νει  τί συμ­βαί­νει  καὶ ἐ­ξορ­γί­ζε­ται. Μὲ πεῖ­σμα φο­βε­ρὸ ἀρ­νεῖ­ται νὰ μπεῖ στὸ σπί­τι. Καὶ τό­τε ὁ πα­τέ­ρα­ς τα­πει­νώ­νε­ται, βγαί­νει ἔ­ξω καὶ τὸν πα­ρα­κα­λεῖ νὰ ἔλ­θει μέ­σα, νὰ χα­ρεῖ τὸ θαῦ­μα τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς. Ἀλ­λὰ αὐ­τός, ζη­λιά­ρης καὶ ἐ­γω­ι­στής, ξε­σπᾶ μὲ πα­ρά­πο­νο στὸν πα­τέ­ρα του: 

–Τό­σα χρό­νια σὲ ὑ­πη­ρε­τῶ, χω­ρὶς νὰ πα­ρα­βῶ καμ­μιὰ ἐν­το­λή σου. Ἀλ­λὰ ἐ­σὺ πο­τὲ δὲν μοῦ ἔ­δω­σες οὔ­τε ἕ­να κα­τσι­κά­κι νὰ χα­ρῶ μὲ τοὺς φί­λους μου. Ἐ­νῶ γιὰ τὸν προ­κομ­μέ­νο σου γιό, ποὺ κα­τα­σπα­τά­λη­σε τὴν πε­ρι­ου­σί­α σου ἄ­σω­τα, ἔ­σφα­ξες τὸ ξε­χω­ρι­στὸ μο­σχά­ρι!... 

Καὶ ὁ πα­τέ­ρας μὲ κα­λω­σύ­νη τοῦ ἀ­παν­τᾶ: 

–Παι­δί μου, ἐ­σὺ πάν­το­τε μα­ζί μου ἤ­σουν, καὶ ὅ­λα ὅ­σα ἔ­χω δι­κά σου εἶ­ναι. Ἔ­πρε­πε λοι­πὸν νὰ χα­ρεῖς, δι­ό­τι ὁ ἀ­δελ­φός σου ἦ­ταν νε­κρὸς καὶ ξα­να­έ­ζη­σε, ἦ­ταν χα­μέ­νος καὶ βρέ­θη­κε. 

ΔΕΝ ΞΕΡΟΥΜΕ βέ­βαι­α ἐ­ὰν ὁ με­γα­λύ­τε­ρος γιὸς τε­λι­κῶς μπῆ­κε στὸ πα­λά­τι τοῦ πα­τέ­ρα του. Αὐ­τὸ ὅ­μως ποὺ συ­νει­δη­το­ποι­οῦ­με εἶ­ναι πὼς κι αὐ­τὸς ἄ­σω­τος εἶ­ναι. Γε­μά­τος κα­κί­α καὶ ζή­λεια, ἐ­γω­ϊ­σμὸ καὶ πεῖ­σμα, ποὺ τὸν ἀ­πο­μα­κρύ­νει ἀ­πὸ τὸ πα­τρι­κὸ σπί­τι. Ἄ­σω­τα λοι­πὸν εἶ­ναι καὶ τὰ δύ­ο παι­διά. Ὁ νε­ώ­τε­ρος στὰ σαρ­κι­κὰ ἁ­μαρ­τή­μα­τα, καὶ ὁ με­γα­λύ­τε­ρος στὰ ψυ­χι­κὰ πά­θη.

Καὶ ἀ­πέ­ναν­τι στὰ δύ­ο ἄ­σω­τα παι­διὰ ὁ Θε­ὸς πα­τέ­ρας φα­νε­ρώ­νει τὴν ἄ­με­τρη ἀ­γά­πη Του, ποὺ ἀγ­κα­λιά­ζει καὶ τὰ δύ­ο παι­διά, ἀγ­κα­λιά­ζει ὅ­λους τους ἀν­θρώ­πους. Εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κὰ ἀ­νε­ξι­χνί­α­στη ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ σὲ μᾶς, μί­α ἀ­γά­πη ποὺ σέ­βε­ται τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α μας, πο­νεῖ στὴν ἀ­πο­στα­σί­α μας, ἀ­νέ­χε­ται τὶς μι­κρό­τη­τές μας. Καὶ πε­ρι­μέ­νει πάν­το­τε νὰ ἐ­πι­στρέ­ψου­με κον­τά Του, νὰ μᾶς σκε­πά­σει πα­τρι­κὰ ὡς παι­διά Του καὶ νὰ μᾶς χα­ρί­σει κα­τό­πιν ἕ­να μο­να­δι­κὸ αἰ­ώ­νιο πα­νη­γύ­ρι, τὴν οὐ­ρά­νια βα­σι­λεί­α Του. 

Ἂς συγ­κι­νη­θοῦ­με λοι­πόν, ἀ­δελ­φοί, ἀ­πὸ τὴν μο­να­δι­κὴ αὐ­τὴ ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ πα­τρὸς γιὰ μᾶς, κι ἂς φι­λο­τι­μη­θοῦ­με νὰ μὴν τὸν πι­κραί­νου­με μὲ τὶς πτώ­σεις μας. Ἀλ­λὰ νὰ τὸν ἀ­γα­πή­σου­με μὲ μί­α ἀ­γά­πη δυ­να­τή, ποὺ θὰ μᾶς κρα­τεῖ μό­νι­μα στὴν ἀγ­κα­λιά Του καὶ σ᾿ αὐ­τὴ τὴ ζω­ὴ καὶ στὴν ἀ­τε­λεύ­τη­τη αἰ­ω­νι­ό­τη­τα.   

(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου