Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ(Χαναναίας). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ     

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ(Χαναναίας)

 (6 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ  2022)

 




ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΙΖ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)

 Ἀ­δελ­φοί, ὑ­μεῖ­ς  ἐ­στε να­ὸς Θε­οῦ ζῶν­τος, κα­θὼς εἶ­πεν ὁ Θε­ὸς «ὅ­τι ἐ­νοι­κή­σω ἐν αὐ­τοῖς καὶ ἐμ­πε­ρι­πα­τή­σω, καὶ ἔ­σο­μαι αὐ­τῶν Θε­ός, καὶ αὐ­τοὶ ἔ­σον­ταί μοι λα­ός. Διὸ ἐ­ξέλ­θε­τε ἐκ μέ­σου αὐ­τῶν καὶ ἀ­φο­ρί­σθη­τε, λέ­γει Κύριος, καὶ ἀ­κα­θάρ­του μὴ ἅ­πτε­σθε, κἀ­γὼ εἰσ­δέ­ξο­μαι ὑ­μᾶς, καὶ ἔ­σο­μαι ὑ­μῖν εἰς πα­τέ­ρα, καὶ ὑ­μεῖς ἔ­σε­σθέ μοι εἰς υἱ­οὺς καὶ θυ­γα­τέ­ρας, λέ­γει Κύριος παν­το­κρά­τωρ». Τα­ύ­τας οὖν ἔ­χον­τες τὰς ἐ­παγ­γε­λί­ας, ἀ­γα­πη­τοί, κα­θα­ρί­σω­μεν ἑ­αυ­τοὺς ἀ­πὸ παν­τὸς μο­λυ­σμοῦ σαρ­κὸς καὶ πνε­ύ­μα­τος, ἐ­πι­τε­λοῦν­τες ἁ­γι­ω­σύ­νην ἐν φό­βῳ Θε­οῦ.

(Β΄Κορ. στ΄[6] 16 – ζ΄[7] 1)

 

       ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἀ­δελ­φοί, ἐ­σεῖς εἶ­στε να­ός τοῦ ζων­τα­νοῦ Θε­οῦ, ὅ­πως εἶ­πε στήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη ὁ Θε­ός ὅ­τι θά κα­τοι­κή­σω μέ­σα τους καί θά περ­πα­τή­σω ἀ­νά­με­σά τους, καί θά εἶ­μαι Θε­ός δι­κός τους κι αὐ­τοί θά εἶ­ναι λα­ός μου.  Γι᾿ αὐ­τό βγεῖ­τε καί φύ­γε­τε μα­κριά ἀ­πό τούς ἀ­πί­στους καί ξε­χω­ρί­στε ἀ­π’ αὐ­τούς, λέ­ει ὁ Κύ­ριος, καί μήν ἀγ­γί­ζε­τε ὁ­τι­δή­πο­τε ἀ­κά­θαρ­το. Καί τό­τε ἐ­γώ θά σᾶς δε­χθῶ μέ πα­τρι­κή στορ­γή. Καί θά γί­νω πα­τέ­ρας σας, κι ἐ­σεῖς θά εἶ­στε γιοί μου καί κό­ρες μου, λέ­ει ὁ Κύ­ριος ὁ Παν­το­κρά­τωρ. Α­φοῦ λοι­πόν ἔ­χου­με αὐ­τές τίς ὑ­πο­σχέ­σεις, ἀ­γα­πη­τοί, ἄς κα­θα­ρί­σου­με τούς ἑ­αυ­τούς μας ἀ­πό κά­θε τι πού μο­λύ­νει τό σῶ­μα καί τό πνεῦ­μα μας, κι ἄς τε­λει­ο­ποι­ού­μα­στε στήν ἁ­γι­ο­σύ­νη μέ τόν φό­βο τοῦ Θε­οῦ.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τ και­ρ ἐκείνῳ ­ξλ­θεν ­η­σος ες τ μ­ρη Τρου κα Σι­δ­νος. Κα ­δο γυ­ν Χα­να­να­­α ­π τν ­ρ­ων ­κε­­νων ­ξελ­θο­σα ­κρα­­γα­σεν α­τ λ­γου­σα· ­λ­η­σν με, Κριε, υ­ Δαυ­δ· θυ­γ­τηρ μου κα­κς δαι­μο­ν­ζε­ται. δ οκ ­πε­κρ­θη α­τ λ­γον. κα προ­σελ­θν­τες ο μα­θη­τα α­το ­ρ­των α­τν λ­γον­τες· ­π­λυ­σον α­τν, ­τι κρ­ζει ­πι­σθεν ­μν. δ ­πο­κρι­θες ε­πεν· Οκ ­πε­στ­λην ε μ ες τ πρ­βα­τα τ ἀ­πο­λω­λό­τα οἴ­κου Ἰσ­ραήλ. Ἡ δ ἐλ­θοῦ­σα προ­σε­κύ­νη­σεν αὐ­τῷ λέ­γου­σα· Κριε, βο­ή­θει μοι. Ὁ δ ἀ­πο­κρι­θεὶς εἶ­πεν· Οκ ἔ­στι κα­λὸν λα­βεῖν τν ἄρ­τον τν τέ­κνων κα βα­λεῖν τος κυ­να­ρί­οις. Ἡ δ εἶ­πε· Να, Κριε, κα γρ τ κυ­νά­ρι­α ἐ­σθί­ει ἀ­πὸ τν ψι­χί­ων τν πι­πτόν­των ἀ­πὸ τς τρα­πέ­ζης τν κυ­ρί­ων αὐ­τῶν. Τό­τε ἀ­πο­κρι­θεὶς ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τῇ· γύ­ναι, με­γά­λη σου πί­στις! γε­νη­θή­τω σοι ς θέ­λεις. Κα ἰ­ά­θη ἡ θυ­γά­τηρ αὐ­τῆς ἀ­πὸ τς ὥ­ρας ἐ­κε­ί­νης.

                              (Ματθ. ι­ε΄[15] 21 - 28)

 

Η ΕΝΑΓΩΝΙΟΣ ΠΑΛΗ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Πό­σες μη­τέ­ρες στὴν ἐ­πο­χή μας ὑ­πο­φέ­ρουν κα­θη­με­ρι­νὰ κα­θὼς βλέ­πουν τὰ παι­διά τους, μό­λις πα­τή­σουν τὰ σκα­λο­πά­τια τῆς ἐ­φη­βεί­ας, νὰ ξε­στρα­τί­ζουν στὰ μο­νο­πά­τια τοῦ κό­σμου καὶ νὰ πει­ρα­μα­τί­ζονται ἐ­πι­κίν­δυ­να μὲ τὴν ἁ­μαρ­τί­α! Πό­σες μά­νες ἀ­μέ­τρη­τα βρά­δια πε­ρι­μέ­νουν μὲ ἀ­γω­νί­α τὶς κό­ρες καὶ τοὺς γιούς τους νὰ ἐ­πι­στρέ­ψουν ἀ­πὸ τὴν πα­ρα­ζά­λη τῆς πα­ρέ­ας! Μὲ ἀ­γω­νί­α καὶ μὲ ἀ­ναμ­μέ­νο τὸ καν­τή­λι, ἐ­πι­τε­λοῦν μί­α βου­βὴ ἀ­γρυ­πνί­α θερ­μῆς προ­σευ­χῆς στὴν Πα­να­γί­α μη­τέ­ρα μας καὶ στὸν πα­νά­γα­θο Υἱ­ό της νὰ φέ­ρει τὰ παι­διά τους στὸν δρό­μο τοῦ Θε­οῦ, νὰ τὰ συ­νε­φέ­ρει ἀ­πὸ τὴν νε­α­νι­κὴ ἐ­πα­να­στα­τι­κή τους μέ­θη. Ὅ­λες αὐ­τὲς οἱ δο­κι­μα­ζό­με­νες μη­τέ­ρες ἔ­χουν νὰ δι­δα­χθοῦν πολ­λὰ ἀ­πὸ μί­α ἄλ­λη μά­να, μί­α ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κὴ γιὰ τὴν πί­στη της καὶ τὴν ὑ­πο­μο­νή της Χα­να­ναί­α μη­τέ­ρα.

1. Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

Ἡ δυ­στυ­χι­σμέ­νη αὐ­τὴ μά­να, γε­μά­τη πό­νο γιὰ τὴν κό­ρη της ποὺ εἶ­χε κυ­ρι­ευ­θεῖ ἀ­πὸ φο­βε­ρὸ δαι­μό­νιο, μό­λις πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε πὼς ὁ Κύ­ριος θὰ περ­νοῦ­σε ἀ­πὸ τὴν πε­ρι­ο­χή της, ἀ­πὸ τὶς εἰ­δω­λο­λα­τρι­κὲς καὶ ἁ­μαρ­τω­λὲς πό­λεις τῆς Τύ­ρου καὶ τῆς Σι­δῶ­νος, βγῆ­κε στοὺς δρό­μους καὶ μὲ ἀ­γω­νί­α ἄρ­χι­σε νὰ τρέ­χει νὰ βρεῖ τὸν Κύ­ριό μας. Κα­θὼς κά­ποι­α στιγ­μὴ ἐ­πι­τέ­λους τὸν ἀν­τί­κρυ­σε νὰ προ­χω­ρεῖ μὲ τὴν συ­νο­δεί­α Του, ἄρ­χι­σε νὰ φω­νά­ζει ὅ­σο πιὸ δυ­να­τὰ μπο­ροῦ­σε καὶ νὰ τὸν πα­ρα­κα­λεῖ μὲ ὅ­λη τὴ θέρ­μη τῆς ψυ­χῆς της: «Ἐ­λέ­η­σόν με, Κύ­ρι­ε, υἱ­ὲ Δαυ­ίδ». Ἐ­λέ­η­σέ με, Κύ­ρι­ε, ἀ­πό­γο­νε τοῦ Δα­βίδ. Ἡ κό­ρη μου βα­σα­νί­ζε­ται πο­λὺ ἀ­πὸ φο­βε­ρὸ δαι­μό­νιο καὶ ὑ­πο­φέ­ρει φρι­κτά. Ἡ βα­σα­νι­σμέ­νη μη­τέ­ρα πα­ρα­κα­λεῖ ἐ­πί­μο­να γιὰ τὴ δυ­στυ­χι­σμέ­νη κό­ρη της, ἀλ­λὰ ὁ Κύ­ριος σι­ω­πᾶ. Προ­χω­ρεῖ ἀ­μί­λη­τος στὴν πο­ρεί­α Του δεί­χνον­τας πὼς ἀ­δι­α­φο­ρεῖ γιὰ τὴν γυ­ναί­κα αὐ­τή. Λύ­γι­σαν οἱ μα­θη­ταὶ μπρο­στὰ σ᾿ αὐ­τὸ τὸ συγ­κι­νη­τι­κὸ θέ­α­μα καὶ μὲ ἀ­πο­ρί­α πλη­σιά­ζουν τὸν Κύ­ριο καὶ τὸν πα­ρα­κα­λοῦν κι αὐ­τοὶ γιὰ τὴν μη­τέ­ρα αὐ­τή.

—Δι­δά­σκα­λε, κά­νε της αὐ­τὸ ποὺ σοῦ ζη­τά­ει. Δὲν τὴν ἀ­κοῦς; Φω­νά­ζει δυ­να­τὰ καὶ θὰ ξε­ση­κώ­σει ὅ­λο τὸν λα­ὸ γύ­ρω μας.

Ἀλ­λὰ ὁ Κύ­ριος τοὺς ἀ­παν­τᾶ:

—Προς τὸ πα­ρὸν ἡ ἀ­πο­στο­λή μου εἶ­ναι μό­νο γιὰ τοὺς Ἰσ­ρα­η­λί­τες.

Ἡ Χα­να­ναί­α κλαί­ει καὶ ὁ Κύ­ριος σι­ω­πᾶ. Αὐ­τὴ πα­ρα­κα­λεῖ καὶ ὁ Κύ­ριος ἀ­μί­λη­τος δεί­χνει νὰ ἀ­δι­α­φο­ρεῖ. Πό­σες φο­ρὲς ἡ εἰ­κό­να αὐ­τὴ φαί­νε­ται νὰ πα­ρου­σι­ά­ζε­ται καὶ στὴ δι­κή μας ζω­ή! Πό­σες φο­ρὲς προ­σευ­χό­μα­στε μὲ θερ­μό­τη­τα, ἀλ­λὰ αἰ­σθα­νό­μα­στε ὅ­τι ὁ Θε­ὸς δὲν μᾶς ἀ­κού­ει! Καὶ ἐ­νῶ πε­ρι­μέ­νου­με ἀ­πάν­τη­ση, τὰ πράγ­μα­τα ἐ­ξε­λίσ­σον­ται στὸ χει­ρό­τε­ρο κα­τὰ τὴν δι­κή μας ἀν­τί­λη­ψη. Ὁ Κύ­ριος ἀρ­νεῖ­ται νὰ ἀ­φουγ­κρα­σθεῖ τοὺς στε­ναγ­μοὺς τῆς καρ­διᾶς μας. Κι αὐ­τὸ τὸ μυ­στή­ριο τῆς σι­ω­πῆς τοῦ Θε­οῦ μᾶς φαί­νε­ται ἀ­νε­ξή­γη­το.

Βέ­βαι­α αὐ­τὸ ποὺ θὰ πρέ­πει νὰ κα­τα­λά­βου­με κα­λὰ μέ­σα μας εἶ­ναι πὼς ἡ πε­ρί­ο­δος αὐ­τὴ τῆς φαι­νο­με­νι­κῆς σι­ω­πῆς τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι ἡ πιὸ γό­νι­μη πε­ρί­ο­δος τῆς ζω­ῆς μας. Δι­ό­τι, πε­ρι­μέ­νον­τας τὴν ἀ­πάν­τη­ση τοῦ Θε­οῦ, αἰ­σθα­νό­μα­στε τὴν μη­δα­μι­νό­τη­τά μας. Ἀ­φο­σι­ω­νό­μα­στε πε­ρισ­σό­τε­ρο στὸν Κύ­ριο, μοι­ρα­ζό­μα­στε τὸ πρό­βλη­μά μας μα­ζί Του. Καὶ ταυ­τό­χρο­να πλου­τί­ζου­με σὲ πί­στη καὶ τα­πεί­νω­ση, ὑ­πο­μο­νὴ καὶ ἐ­πι­μο­νή.

Ὁ Κύ­ριος σι­ω­πᾶ λοι­πόν, δι­ό­τι θέ­λει νὰ μᾶς ἑλ­κύ­σει πε­ρισ­σό­τε­ρο κον­τά Του, νὰ δο­κι­μά­σει τὴν πί­στη μας, νὰ μᾶς πλου­τί­σει μὲ τό­σες ἀ­ρε­τές. Μὴν ἀ­πο­κά­μνου­με λοι­πὸν προ­σευ­χό­με­νοι. Νὰ ἐ­πι­μέ­νου­με μὲ ἐγ­καρ­τέ­ρη­ση, μέ­χρι νὰ λά­βου­με αὐ­τὸ ποὺ ζη­τᾶ­με. Ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς ἐ­πέ­με­νε ἡ Χα­να­ναί­α.

2. Η ΠΑΛΗ ΜΕ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ

Αὐ­τὴ λοι­πόν, ἐ­νῶ ὁ Κύ­ριος ἔ­δει­χνε πὼς ἀ­δι­α­φο­ρεῖ, τὸν πλη­σιά­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο. Αὐ­τὸς ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται κι ἐ­κεί­νη τρέ­χει πιὸ πο­λὺ κον­τά Του καὶ μὲ πολ­λὴ εὐ­λά­βεια πέ­φτει στὰ πό­δια Του καὶ μέ­νει ἐ­κεῖ πα­ρα­κα­λών­τάς τον θερ­μά, μέ­χρι νὰ λά­βει ἀ­πάν­τη­ση.

—Κύ­ρι­ε, βο­ή­θα με στὴ δυ­στυ­χί­α μου!

Ὅ­μως ὁ στορ­γι­κὸς Κύ­ριος, ποὺ ἔ­δει­χνε τό­ση ἀ­γά­πη σὲ κά­θε δυ­στυ­χι­σμέ­νο ἄν­θρω­πο, τώ­ρα φέ­ρε­ται δι­α­φο­ρε­τι­κά. Λέ­ει λοι­πὸν στὴν πο­νε­μέ­νη μά­να, ποὺ πε­σμέ­νη στὸ ἔ­δα­φος πε­ρί­με­νε ἀ­πάν­τη­ση:

—Δέν εἶ­ναι σω­στὸ νὰ πά­ρει κα­νεὶς τὸ ψω­μὶ τῶν παι­δι­ῶν του καὶ νὰ τὸ ρί­ξει στὰ σκυ­λά­κια.

Ἀλ­λὰ ἡ μά­να, ἀ­λη­θι­νὴ μά­να, δὲν ἀ­πο­καρ­δι­ώ­νε­ται, ἀλ­λὰ μὲ σπά­νια τα­πεί­νω­ση καὶ πί­στη ἀ­παν­τᾶ:

—Ναί, Κύ­ρι­ε, δέ­χο­μαι ὅ­τι δὲν εἶ­μαι ἀ­πὸ τὰ παι­διά σου, τοὺς Ἰσ­ρα­η­λί­τες, ἀλ­λὰ προ­έρ­χο­μαι ἀ­πὸ εἰ­δω­λο­λα­τρι­κὸ λα­ό, καὶ δί­και­α μᾶς πα­ρω­μοί­α­σες μὲ σκυ­λά­κια. Ἀλ­λά, Κύ­ρι­ε, καὶ τὰ σκυ­λά­κια τρῶ­νε ἀ­πὸ τὰ ψί­χου­λα ποὺ πέ­φτουν ἀ­πὸ τὸ τρα­πέ­ζι τῶν κυ­ρί­ων τους.

Καὶ τό­τε, κα­θὼς φα­νε­ρώ­θη­κε ἡ ἀ­φάν­τα­στη πί­στη τῆς γυ­ναί­κας αὐ­τῆς καὶ μη­τέ­ρας, ὁ Κύ­ριος τῆς πλέ­κει ἐ­ξαί­ρε­το ἐγ­κώ­μιο.

—«Ὦ γύ­ναι, με­γά­λη σου ἡ πί­στις!» ἂς γί­νει αὐ­τὸ ποὺ θέ­λεις. Καὶ τὴν στιγ­μὴ ἀ­κρι­βῶς ἐ­κεί­νη θε­ρα­πεύ­θη­κε ἡ τα­λαι­πω­ρη­μέ­νη κό­ρη της. Ἡ με­γά­λη πά­λη τε­λεί­ω­σε. Πά­λε­ψε ἡ πί­στη τῆς Χα­να­ναί­ας μὲ τὸν Χρι­στὸ καὶ νί­κη­σε.

Καὶ μᾶς δι­δά­σκει ἡ θαυ­μα­στὴ αὐ­τὴ γυ­ναί­κα νὰ μά­θου­με κι ἐ­μεῖς νὰ πα­λεύ­ου­με ἁ­γί­α πά­λη μὲ τὸν Θε­ό. Δι­ό­τι ἡ προ­σευ­χὴ κά­θε πι­στοῦ εἶ­ναι ὄν­τως ἐ­να­γώ­νιος πά­λη, στὴν ὁ­ποί­α ὁ Κύ­ριός μας ἀ­ρέ­σκε­ται νὰ λαμ­βά­νει μέ­ρος ὡς ἀν­τα­γω­νι­στής μας καὶ νὰ νι­κι­έ­ται ἀ­πὸ ἐ­μᾶς. Γι᾿ αὐ­τὸ θὰ πρέ­πει νὰ μά­θου­με κι ἐ­μεῖς νὰ πα­λεύ­ου­με στὴν προ­σευ­χή μας, νὰ ἐ­πι­μέ­νου­με, νὰ κρού­ου­με ἀ­στα­μά­τη­τα τὴν θύ­ρα τοῦ θεί­ου ἐ­λέ­ους, μέ­χρι νὰ λά­βου­με αὐ­τὸ ποὺ ζη­τοῦ­με. Δυ­στυ­χῶς ὅ­μως ἐ­μεῖς πολ­λὲς φο­ρὲς εἴ­μα­στε ἀ­νυ­πό­μο­νοι, "κρά­ζου­με" στὴν πόρ­τα τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λὰ δὲν ἐ­πι­μέ­νου­με. Ἀ­πευ­θύ­νου­με με­ρι­κὰ φευ­γα­λέ­α "Κύ­ρι­ε ἐ­λέ­η­σον" καὶ ἀ­πο­μα­κρυ­νό­μα­στε...

Νὰ προ­σευ­χό­μα­στε λοι­πὸν κι ἐ­μεῖς μὲ ἐ­πι­μο­νὴ καὶ θερ­μό­τη­τα, ὅ­πως ἡ Χα­να­ναί­α γυ­ναί­κα. Ἰ­δι­αι­τέ­ρως μά­λι­στα οἱ γο­νεῖς ποὺ βρί­σκονται κά­τω ἀ­πὸ τὶς ἀ­σφυ­κτι­κὲς πι­έ­σεις θλί­ψε­ων τῶν παι­δι­ῶν τους καὶ ἔ­χουν πα­ρα­λύ­σει οἱ δυ­νά­μεις τους ἂς ἀ­να­πέμ­πουν ἀ­πὸ τὰ ἔγ­κα­τα τῆς ψυ­χῆς τους θερ­μή, φλο­γι­σμέ­νη ἱ­κε­σί­α πρὸς τὸν Κύ­ριο.

Νὰ λυ­γί­ζουν τὰ γό­να­τα τῆς ψυ­χῆς μας καὶ νὰ μι­λοῦ­με στὸν Θε­ὸ μὲ κα­τά­νυ­ξη, ἀ­γά­πη καὶ συγ­κί­νη­ση. Καὶ ὁ Ἅ­γιος Θε­ός, βλέ­πον­τας τὴν ἀ­γω­νί­α μας καὶ τὴν πί­στη μας, θὰ ἀ­παν­τᾶ στοὺς στε­ναγ­μοὺς τῆς καρ­διᾶς μας. Θὰ μᾶς δί­νει τὸ αἴ­τη­μα τῆς καρ­διᾶς μας.

(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου