ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ
ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
Η ΥΠΑΠΑΝΤΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
(2 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2025)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν ὁ Ἰησοῦς τοῖς
μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν, ἐπὶ τῆς θαλάσσης τῆς Τιβεριάδος, ἐφανέρωσε
δὲ οὕτως. ἦσαν ὁμοῦ Σίμων Πέτρος, καὶ Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος, καὶ Ναθαναὴλ ὁ
ἀπὸ Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οἱ τοῦ Ζεβεδαίου, καὶ ἄλλοι ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ δύο.
λέγει αὐτοῖς Σίμων Πέτρος, Ὑπάγω ἁλιεύειν. λέγουσιν αὐτῷ, Ἐρχόμεθα καὶ ἡμεῖς σὺν
σοί. ἐξῆλθον καὶ ἀνέβησαν εἰς τὸ πλοῖον εὐθύς, καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ νυκτὶ ἐπίασαν οὐδέν.
πρωΐας δὲ ἤδη γενομένης ἔστη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν αἰγιαλόν, οὐ μέντοι ᾔδεισαν οἱ
μαθηταὶ ὅτι Ἰησοῦς ἐστι. λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Παιδία, μὴ τι προσφάγιον ἔχετε;
ἀπεκρίθησαν αὐτῷ, Οὒ, ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς, Βάλετε εἰς τὰ δεξιὰ μέρη τοῦ πλοίου τὸ
δίκτυον, καὶ εὑρήσετε. ἔβαλον οὖν, καὶ οὐκέτι αὐτὸ ἑλκύσαι ἴσχυσαν ἀπὸ τοῦ πλήθους
τῶν ἰχθύων. λέγει οὖν ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς τῷ Πέτρῳ, Ὁ Κύριός ἐστι.
Σίμων οὖν Πέτρος, ἀκούσας ὅτι ὁ Κύριός ἐστι , τὸν ἐπενδύτην διεζώσατο· ἦν γὰρ
γυμνὸς· καὶ ἔβαλεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλασσαν. οἱ δὲ ἄλλοι μαθηταὶ τῷ πλοιαρίῳ ἦλθον·
οὐ γὰρ ἦσαν μακρὰν ἀπὸ τῆς γῆς, ἀλλ᾿ ὡς ἀπὸ πηχῶν διακοσίων· σύροντες τὸ δίκτυον
τῶν ἰχθύων. ὡς οὖν ἀπέβησαν εἰς τὴν γῆν, βλέπουσιν ἀνθρακιὰν κειμένην καὶ ὀψάριον
ἐπικείμενον, καὶ ἄρτον. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Ἐνέγκατε ἀπὸ τῶν ὀψαρίων ὧν ἐπιάσατε
νῦν. ἀνέβη οὖν Σίμων Πέτρος, καὶ εἵλκυσε τὸ δίκτυον ἐπὶ τῆς γῆς, μεστὸν ἰχθύων
μεγάλων ἑκατὸν πεντηκοντατριῶν, καὶ τοσούτων ὄντων, οὐκ ἐσχίσθη τὸ δίκτυον. λέγει
αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Δεῦτε ἀριστήσατε. οὐδεὶς δὲ ἐτόλμα τῶν μαθητῶν ἐξετάσαι αὐτόν,
Σὺ τὶς εἶ; εἰδότες ὅτι ὁ Κύριός ἐστιν. ἔρχεται οὖν ὁ Ἰησοῦς, καὶ λαμβάνει τὸν ἄρτον,
καὶ δίδωσιν αὐτοῖς, καὶ τὸ ὀψάριον ὁμοίως. τοῦτο ἤδη τρίτον ἐφανερώθη ὁ Ἰησοῦς
τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν.
(Ἰωάν. κα΄[21]
1 – 14)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
1 Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες ὁ Ἰησοῦς ἐμφανίστηκε
πάλι στοὺς μαθητές του στὴ λίμνη τῆς Τιβεριάδος. Καὶ ἐμφανίστηκε μὲ τὸν ἑξῆς
τρόπο: 2 Ἦταν μαζὶ ὁ Σίμων
Πέτρος καὶ ὁ Θωμᾶς ποὺ λεγόταν Δίδυμος, καὶ ὁ Ναθαναὴλ ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν
Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οἱ γιοὶ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ ἄλλοι δύο ἀπὸ τοὺς μαθητές
του. 3 Τοὺς λέει ὁ Σίμων
Πέτρος: Πηγαίνω νὰ ψαρέψω. Κι ἐκεῖνοι τοῦ ἀποκρίνονται: Ἐρχόμαστε κι ἐμεῖς μαζί
σου. Βγῆκαν λοιπὸν ἀπὸ τὸ κατάλυμά τους πρὸς τὴ θάλασσα, μπῆκαν ἀμέσως στὸ πλοῖο
καὶ ἄρχισαν νὰ ψαρεύουν. Ὅμως ἐκείνη τὴ νύχτα δὲν ἔπιασαν τίποτε. 4 Ὅταν πιὰ ξημέρωσε, στάθηκε ὁ Ἰησοῦς
στὴν ἀκρογιαλιά. Οἱ μαθητὲς ὅμως δὲν ἀντιλήφθηκαν ὅτι αὐτὸς ποὺ στεκόταν ἐκεῖ ἦταν
ὁ Ἰησοῦς. 5 Σὰν νὰ ἦταν
λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς κάποιος ξένος καὶ ἄγνωστος διαβάτης, τοὺς λέει: Παιδιά, μήπως ἔχετε
κανένα ψάρι γιὰ προσφάι; Ὄχι, τοῦ ἀποκρίθηκαν. 6 Κι ἐκεῖνος τότε τοὺς εἶπε: Ρίξτε τὸ
δίχτυ στὰ δεξιὰ τοῦ πλοίου καὶ θὰ βρεῖτε. Ἔριξαν λοιπὸν τὸ δίχτυ ὅπως τοὺς εἶπε
ὁ Κύριος, καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸ τραβήξουν ἐπάνω ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ψαριῶν ποὺ εἶχε
πιάσει. 7 Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ
τὴν πρωτοφανὴ αὐτὴ ἐπιτυχία λέει στὸν Πέτρο ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος τὸν ὁποῖο ἀγαποῦσε
ὁ Ἰησοῦς: Αὐτὸς ποὺ τὸν νομίσαμε γιὰ ξένο εἶναι ὁ Κύριος. Ὁ Σίμων Πέτρος
λοιπόν, ὅταν ἄκουσε ὅτι ἦταν ὁ Κύριος, φόρεσε βιαστικὰ καὶ ζώσθηκε τὸ ἐργατικὸ ἔνδυμά
του, διότι μέχρι τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἦταν σχεδὸν γυμνός, καὶ ὁρμητικὸς ὅπως ἦταν,
ρίχθηκε στὴ θάλασσα γιὰ νὰ συναντήσει τὸ συντομότερο τὸν Διδάσκαλο. 8 Οἱ ἄλλοι μαθητὲς ὅμως ἦλθαν μὲ τὸ
πλοιάριο σέρνοντας τὸ
δίχτυ ποὺ ἦταν γεμάτο μὲ ψάρια, διότι δὲν ἦταν μακριὰ ἀπὸ τὴ στεριά, ἀλλὰ ἀπεῖχαν
περίπου ἑκατὸν τριάντα μέτρα. 9
Ἀμέσως λοιπὸν μόλις ἀποβιβάσθηκαν στὴ στεριὰ μουσκεμένοι καὶ κατάκοποι καὶ
πεινασμένοι, βλέπουν ἕτοιμα κάτω στὴ γῆ ἕνα σωρὸ κάρβουνα ἀναμμένα καὶ πάνω σ᾿
αὐτὰ ἕνα ψάρι καὶ παραδίπλα χωριστὰ ἕνα ψωμί. Βρῆκαν δηλαδὴ φωτιὰ γιὰ νὰ
θερμανθοῦν καὶ νὰ στεγνώσουν τὰ ροῦχα τους, καὶ φαγητὸ γιὰ τὸ πρωινό τους. 10 Καὶ γιὰ νὰ συμπληρωθεῖ τὸ πρωινὸ αὐτὸ
καὶ ἀπό τὸ προϊὸν τοῦ κόπου τους, τοὺς λέει ὁ Ἰησοῦς: Φέρτε καὶ ἀπὸ τὰ ψάρια ποὺ
πιάσατε τώρα. 11 Ὅμως τὸ
δίχτυ μὲ τὰ ψάρια ἦταν ἀκόμη μέσα στὴ λίμνη καὶ ἐξαιτίας τοῦ βάρους του ἦταν
δύσκολο νὰ τραβηχθεῖ. Ἀνέβηκε τότε στὸ πλοιάριο ὁ Σίμων Πέτρος, ποὺ ἦταν ἐμπειρότερος
ἀπὸ τοὺς ἄλλους, καὶ τράβηξε τὸ δίχτυ στὴ στεριά, γεμάτο ἀπὸ ἑκατὸν πενῆντα
τρία μεγάλα ψάρια. Κι ἐνῶ ἦταν τόσο πολλὰ τὰ ψὰρια, δὲν σκίστηκε τὸ δίχτυ. 12 Τοὺς λέει ὁ Ἰησοῦς: Ἐλᾶτε τώρα νὰ
πάρετε τὸ πρωινό σας. Στὸ μεταξὺ ὅμως κανένας ἀπὸ τοὺς μαθητὲς δὲν τολμοῦσε νὰ
τὸν ρωτήσει διερευνητικὰ «ποιὸς εἶσαι ἐσύ», διότι ἤξεραν ὅτι εἶναι ὁ Κύριος, καὶ
συνεπῶς αἰσθάνονταν ἀπέναντί του φόβο καὶ βαθὺ σεβασμό. 13 Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὴν πρόσκληση τοῦ Ἰησοῦ
ἦλθαν οἱ μαθητὲς νὰ φᾶνε. Ἔρχεται τότε καὶ ὁ Ἰησοῦς καὶ παίρνει στὰ χέρια του τὸν
ἄρτο καὶ τοὺς τὸν μοίρασε. Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ μὲ τὸ ψάρι. 14 Αὐτή ἦταν ἡ τρίτη μέχρι τότε φορά
πού φανερώθηκε ὁ Ἰησοῦς στούς μαθητές του συγκεντρωμένους, μετά τήν Ἀνάστασή
του ἀπό τούς νεκρούς.
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΗΣ ΥΠΑΠΑΝΤΗΣ)
Ἀδελφοί, χωρὶς πάσης ἀντιλογίας τὸ ἔλαττον ὑπὸ τοῦ κρείττονος εὐλογεῖται. Καὶ ὧδε μὲν δεκάτας ἀποθνῄσκοντες ἄνθρωποι λαμβάνουσιν, ἐκεῖ δὲ μαρτυρούμενος ὅτι ζῇ. Καὶ ὡς ἔπος εἰπεῖν, δι᾽ ᾽Αβραὰμ καὶ Λευΐ ὁ δεκάτας λαμβάνων δεδεκάτωται, ἔτι γὰρ ἐν τῇ ὀσφύϊ τοῦ πατρὸς ἦν ὅτε συνήντησεν αὐτῷ ὁ Μελχισεδέκ. Εἰ μὲν οὖν τελείωσις διὰ τῆς Λευϊτικῆς ἱερωσύνης ἦν, (ὁ λαὸς γὰρ ἐπ᾽ αὐτῇ νενομοθέτητο), τίς ἔτι χρεία κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ ἕτερον ἀνίστασθαι ἱερέα καὶ οὐ κατὰ τὴν τάξιν ᾽Ααρὼν λέγεσθαι; Μετατιθεμένης γὰρ τῆς ἱερωσύνης ἐξ ἀνάγκης καὶ νόμου μετάθεσις γίνεται. Ἐφ᾽ ὃν γὰρ λέγεται ταῦτα φυλῆς ἑτέρας μετέσχηκεν, ἀφ᾽ ἧς οὐδεὶς προσέσχηκε τῷ θυσιαστηρίῳ· Πρόδηλον γὰρ ὅτι ἐξ ᾽Ιούδα ἀνατέταλκεν ὁ Κύριος ἡμῶν, εἰς ἣν φυλὴν οὐδὲν περὶ ἱερωσύνης Μωϋσῆς ἐλάλησεν. Καὶ περισσότερον ἔτι κατάδηλόν ἐστιν, εἰ κατὰ τὴν ὁμοιότητα Μελχισεδὲκ ἀνίσταται ἱερεὺς ἕτερος, ὃς οὐ κατὰ νόμον ἐντολῆς σαρκικῆς γέγονεν, ἀλλὰ κατὰ δύναμιν ζωῆς ἀκαταλύτου, μαρτυρεῖ γὰρ, ὅτι σὺ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ.
(Ἑβρ. ζ΄[7] 7 - 17)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἀδελφοί, εἶναι ἀναντίρρητο καί ὁμολογημένο ὅτι τό μικρότερο καί κατώτερο εὐλογεῖται ἀπό τό μεγαλύτερο καί ἀνώτερο. Γιά νά εὐλογήσει λοιπόν ὁ Μελχισεδέκ τόν Ἀβραάμ, σημαίνει πώς ἦταν ἀνώτερός του. Κι ἐδῶ βέβαια στόν Μωσαϊκό νόμο παίρνουν
δεκάτες ἄνθρωποι πού πεθαίνουν. Ἐκεῖ ὅμως στήν περίπτωση τοῦ Ἀβραάμ πῆρε δεκάτη ὁ Μελχισεδέκ, ὁ ὁποῖος μαρτυρεῖται ὅτι ζεῖ, διότι ἡ Ἁγία Γραφή δέν μιλάει γιά
θάνατο τοῦ Μελχισεδέκ. 9 Καί μέ
λίγα λόγια, θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς ὅτι, δίνοντας ὁ Ἀβραάμ τή δεκάτη στόν
Μελχισεδέκ, στό πρόσωπο τοῦ Ἀβραάμ ἔχει δώσει δεκάτη στόν Μελχισεδέκ καί ὁ ἴδιος ὁ Λευΐ, πού εἰσπράττει δεκάτες ἀπό τούς ἀδελφούς του. Ἔχει δώσει λοιπόν καί ὁ Λευΐ δεκάτη στόν Μελχισεδέκ,
διότι, παρόλο πού δέν ἦταν τότε ἀκόμη γεννημένος, ἦταν ὅμως στή μέση, δηλαδή στό
κέντρο τῆς γενετησίου λειτουργίας
τοῦ παπποῦ του Ἀβραάμ ὅταν τόν συνάντησε ὁ Μελχισεδέκ καί πῆρε ἀπ᾿ αὐτόν τή δεκάτη. Ἀφοῦ λοιπόν ἔδωσε στόν Μελχισεδέκ δεκάτη καί ὁ Λευΐ, σημαίνει ὅτι ὁ Μελχισεδέκ ἦταν ἀνώτερος ἀπό τούς ἱερεῖς καί ἀρχιερεῖς πού κατάγονται ἀπό τόν Λευΐ. 11 Ἄς δοῦμε τώρα ποιό συμπέρασμα
βγαίνει ἀπ᾿ ὅσα εἴπαμε. Ἐάν ἦταν δυνατόν νά κατορθωθεῖ ἡ τέλεια σχέση καί
συμφιλίωσή μας μέ τόν Θεό διαμέσου τῆς λευϊτικῆς ἱερωσύνης, πού ἦταν κάτι τό οὐσιῶδες γιά ὅλη τή Μωσαϊκή νομοθεσία – διότι ὁ λαός εἶχε λάβει τό νόμο
στηριγμένο καί θεμελιωμένο στήν ἱερωσύνη αὐτή – ποιά ἀνάγκη ὑπῆρχε πλέον νά ἀναδειχθεῖ ἄλλος ἱερεύς «κατά τήν τάξη Μελχισεδέκ», καί νά μήν ὀνομάζεται καί ὁ νέος ἱερεύς, ἱερεύς «κατά τήν τάξη Ἀαρών»; Ἦταν λοιπόν ἀνεπαρκής ἡ παλαιά ἱερωσύνη, καί γι᾿ αὐτό ἀναδείχθηκε ἀπό τόν Θεό νέα ἱερωσύνη. Ἀλλά αὐτό συνεπιφέρει καί μεταβολή τοῦ νόμου. 12 Διότι ὅταν μεταβάλλεται καί ἀλλάζει ἡ ἱερωσύνη, πάνω στήν ὁποία στηριζόταν ἡ Μωσαϊκή νομοθεσία, ἀναγκαστικά ἐπακολουθεῖ καί ἀλλαγή νόμου, καί ἀντικαθίσταται ἔτσι ἡ Παλαιά Διαθήκη ἀπό τή Νέα. 13 Πράγματι
μετατέθηκε καί ἀντικαταστάθηκε ἡ λευϊτική ἱερωσύνη. Διότι ἐκεῖνος γιά τόν ὁποῖο λέγονται αὐτά καί τόν ὁποῖο συμβόλιζε ὁ Μελχισεδέκ, ὁ Ἰησοῦς Χριστός δηλαδή,
κατάγεται ἀπό ἄλλη φυλή, ἀπό τήν ὁποία κανείς δέν ὑπηρέτησε καί δέν πλησίασε
ὡς ἱερεύς στό θυσιαστήριο. 14
Διότι εἶναι φανερό ὅτι ὁ Κύριός μας σάν ἥλιος τῆς δικαιοσύνης ἀνέτειλε ἀπό τή φυλή τοῦ Ἰούδα. Γιά τή φυλή ὅμως αὐτή δέν ἀνέφερε τίποτε γιά ἱερωσύνη ὁ Μωυσῆς. 15 Καί γίνεται ἀκόμη περισσότερο φανερό ὅτι ἡ λευϊτική ἱερωσύνη καί ἡ Παλαιά Διαθήκη
μετατέθηκαν καί ἀντικαταστάθηκαν, ἀπό τό ὅτι ἀναδείχθηκε ἄλλος ἱερεύς, ὅμοιος μέ τόν Μελχισεδέκ.
16 Καί ὁ νέος αὐτός ἱερεύς, ὁ Χριστός δηλαδή, ἔγινε ἱερεύς ὄχι σύμφωνα μέ κάποιο νόμο
πού οἱ ἐντολές του ἀναφέρονται σέ ἐξωτερικά καί πρόσκαιρα
πράγματα, καί γενικότερα στήν κάθαρση τῆς σάρκας· ἀλλά ἔγινε ἱερεύς μέ τή δύναμη τοῦ Πατρός καί τή δική του.
Καί ἡ δύναμη αὐτή εἶναι δύναμη ζωῆς πού δέν καταλύεται ἀπό τόν θάνατο, ἀλλά εἶναι αἰώνια. 17 Καί εἶναι δύναμη αἰώνιας ζωῆς, διότι δίνει μαρτυρία ἡ Ἁγία Γραφή γιά τόν νέο ἱερέα Χριστό ὅτι «ἐσύ εἶσαι ἱερεύς αἰώνιος κατά τήν τάξη
Μελχισεδέκ».
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (ΤΗΣ ΥΠΑΠΑΝΤΗΣ)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἀνήγαγον οἱ γονεῖς τὸ παιδίον Ἰησοῦν εἰς Ἱεροσόλυμα παραστῆσαι τῷ Κυρίῳ, καθὼς γέγραπται ἐν νόμῳ Κυρίου ὅτι πᾶν ἄρσεν διανοῖγον μήτραν ἅγιον τῷ Κυρίῳ κληθήσεται, καὶ τοῦ δοῦναι θυσίαν κατὰ τὸ εἰρημένον ἐν τῷ νόμῳ Κυρίου, ζεῦγος τρυγόνων ἢ δύο νεοσσοὺς περιστερῶν. Καὶ ἰδοὺ ἦν ἄνθρωπος ἐν Ἰερουσολύμοις ᾧ ὄνομα Συμεών, καὶ ὁ ἄνθρωπος οὗτος δίκαιος καὶ εὐλαβής, προσδεχόμενος παράκλησιν τοῦ Ἰσραήλ, καὶ Πνεῦμα ἦν ἅγιον ἐπ' αὐτόν· καὶ ἦν αὐτῷ κεχρηματισμένον ὑπὸ τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου μὴ ἰδεῖν θάνατον πρὶν ἢ ἴδῃ τὸν Χριστὸν Κυρίου. καὶ ἦλθεν ἐν τῷ Πνεύματι εἰς τὸ ἱερόν· καὶ ἐν τῷ εἰσαγαγεῖν τοὺς γονεῖς τὸ παιδίον Ἰησοῦν τοῦ ποιῆσαι αὐτοὺς κατὰ τὸ εἰθισμένον τοῦ νόμου περὶ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς ἐδέξατο αὐτὸν εἰς τὰς ἀγκάλας αὐτοῦ καὶ εὐλόγησε τὸν Θεὸν καὶ εἶπε· Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα, κατὰ τὸ ῥῆμά σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου, ὃ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν. φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καὶ δόξαν λαοῦ σου Ἰσραήλ. καὶ ἦν Ἰωσὴφ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ θαυμάζοντες ἐπὶ τοῖς λαλουμένοις περὶ αὐτοῦ. καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς Συμεὼν καὶ εἶπεν πρὸς Μαριὰμ τὴν μητέρα αὐτοῦ· Ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραὴλ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον. καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ῥομφαία, ὅπως ἂν ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοί. Καὶ ἦν Ἅννα προφῆτις, θυγάτηρ Φανουήλ, ἐκ φυλῆς Ἀσήρ· αὕτη προβεβηκυῖα ἐν ἡμέραις πολλαῖς, ζήσασα μετὰ ἀνδρὸς ἔτη ἑπτὰ ἀπὸ τῆς παρθενίας αὐτῆς, καὶ αὐτὴ χήρα ἕως ἐτῶν ὀγδοήκοντα τεσσάρων, ἣ οὐκ ἀφίστατο ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ νηστείαις καὶ δεήσεσι λατρεύουσα νύκτα καὶ ἡμέραν· καὶ αὕτη αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἐπιστᾶσα ἀνθωμολογεῖτο τῷ Κυρίῳ καὶ ἐλάλει περὶ αὐτοῦ πᾶσι τοῖς προσδεχομένοις λύτρωσιν ἐν Ἱερουσαλήμ. Καὶ ὡς ἐτέλεσαν πάντα τὰ κατὰ τὸν νόμον Κυρίου, ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἰς πόλιν ἑαυτῶν Ναζαρέτ. Τὸ δὲ παιδίον ηὔξανε καὶ ἐκραταιοῦτο πνεύματι πληρούμενον σοφίας, καὶ χάρις Θεοῦ ἦν ἐπ' αὐτό.
(Λουκ.
β΄[2] 22-40)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
(Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ,
ὅταν σύμφωνα μέ τον νόμο τοῦ Μωυσῆ συμπληρώθηκαν οἱ ἡμέρες γιά τόν καθαρισμό τῆς μητέρας τοῦ παιδιοῦ καί τοῦ ἀρραβωνιαστικοῦ της, ἀνέβασαν τό παιδί στά Ἱεροσόλυμα γιά νά τό
παρουσιάσουν καί νά τό ἀφιερώσουν στόν Κύριο. Καί
ἡ παρουσίαση καί ἡ ἀφιέρωση αὐτή γινόταν σύμφωνα μ᾿ ἐκεῖνο πού εἶχε γραφεῖ στό νόμο τοῦ Κυρίου, ὅτι κάθε ἀρσενικό παιδί πού γιά πρώτη φορά ἀνοίγει τή μήτρα τῆς μητέρας του καί
γεννιέται, δηλαδή κάθε πρωτότοκο καί πρωτογενές, πρέπει νά θεωρεῖται καί νά ὀνομάζεται ἀφιερωμένο στόν Κύριο. Ἀνέβηκαν ἀκόμη στό ναό καί γιά νά προσφέρουν ὡς θυσία γιά τόν καθαρισμό
τους ἕνα ζεῦγος τρυγόνια ἤ δύο μικρά περιστέρια, ὅπως ὅριζε ὁ νόμος τοῦ Κυρίου γιά τούς φτωχούς,
πού δέν εἶχαν τή δυνατότητα νά
προσφέρουν γιά θυσία ἕνα ὁλόκληρο ἀρνί. Καί ἰδού, ὑπῆρχε στήν Ἱερουσαλήμ κάποιος ἄνθρωπος πού ὀνομαζόταν Συμεών. Καί ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἦταν δίκαιος καί εὐλαβής, τηροῦσε δηλαδή τίς ἐντολές τοῦ νόμου καί εἶχε φόβο Θεοῦ. Αὐτός εἶχε φωτισθεῖ ἀπό τόν Θεό μέ τήν ἀνάγνωση τῶν προφητικῶν βιβλίων καί μέ διακαή
πόθο περίμενε νά ἔλθει στόν ἰσραηλιτικό λαό μέ τήν ἔλευση τοῦ Μεσσία παρηγοριά ἀπό τά κακά καί τίς
θλίψεις πού ὑπέφερε ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας. Καί Πνεῦμα προφητικό Ἅγιο ἦταν ἐπάνω του. Καί τό Ἅγιον Πνεῦμα τοῦ εἶχε ἀποκαλύψει ὅτι δέν θά πέθαινε προτοῦ νά δεῖ ἐκεῖνον πού ὁ Κύριος καί Θεός ἔχρισε βασιλιά καί Σωτήρα
τοῦ κόσμου. Ἦλθε λοιπόν ὁ Συμεών στό ἱερό μετά ἀπό παρακίνηση καί ἔμπνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κι ὅταν οἱ γονεῖς εἰσήγαγαν στό ἱερό τό παιδί, τόν Ἰησοῦ, γιά νά κάνουν γι᾿ αὐτό ὅ,τι συνήθιζαν νά κάνουν στά πρωτότοκα σύμφωνα μέ τίς
διατάξεις τοῦ νόμου, τότε κι ὁ Συμεών δέχθηκε τό παιδί
στήν ἀγκαλιά του καί δόξασε τόν
Θεό καί εἶπε: Τώρα, ἀφοῦ πλέον εἶδα τόν Λυτρωτή τοῦ κόσμου, ἐλευθερώνεις ἀπό τά δεσμά τῆς ἐπιγείου ζωῆς ἐμένα τόν δοῦλο σου, Δέσποτα, καί μετά
ἀπό λίγο πεθαίνω σύμφωνα
μέ τό λόγο πού μοῦ εἶπες, ὅτι δέν θά πεθάνω προτοῦ νά δῶ τόν Χριστό. Καί μέ ἐλευθερώνεις εἰρηνικό καί χωρίς νά ἀνησυχῶ πλέον γιά τή λύτρωση τοῦ Ἰσραήλ, διότι εἶδαν τά μάτια μου τόν ἐνανθρωπήσαντα Υἱό σου, ὁ ὁποῖος θά φέρει τή σωτηρία,
τήν ὁποία ἑτοίμασες γιά νά γίνει
φανερή ἐνώπιον ὅλων τῶν λαῶν καί νά εὐεργετηθοῦν μ᾿ αὐτήν ὄχι μόνο οἱ Ἰουδαῖοι ἀλλά καί οἱ ἐθνικοί. Καί θά εἶναι ἔτσι ὁ σαρκωμένος Υἱός σου φῶς πνευματικό, πού θά φανερώσει καί θά ἀποκαλύψει στά ἔθνη τόν ἀληθινό Θεό καί τήν ἀληθινή ὁδό τῆς σωτηρίας· ἀλλά ὁ Υἱός σου θά εἶναι καί δόξα τοῦ λαοῦ σου Ἰσραήλ, ἀφοῦ ἀπό τόν λαό αὐτό κατάγεται ὡς ἄνθρωπος καί ἀφοῦ τελικά καί ὁ Ἰσραήλ ὡς σύνολο θά τόν ἐγκολπωθεῖ ὡς σωτήρα του. Καί ὁ Ἰωσήφ καί ἡ μητέρα τοῦ παιδιοῦ βρίσκονταν σέ συνεχή
θαυμασμό γιά ὅσα καί τώρα καί πρωτύτερα
ἔλεγαν γι᾿ αὐτό καί ὁ Συμεών καί οἱ ποιμένες καί οἱ ἄγγελοι. Καί ὁ Συμεών τούς εὐλόγησε καί εἶπε στή Μαρία τή μητέρα του: Ἰδού, αὐτός εἶναι προορισμένος νά γίνει
αἰτία πτώσεως καί ἀναστάσεως πολλῶν στόν Ἰσραήλ. Ὅσοι ἀπιστήσουν σ᾿ αὐτόν, θά πέσουν καί θά χαθοῦν. Ὅσοι ὅμως πιστέψουν, θά ἀναστηθοῦν, θά ἐλευθερωθοῦν ἀπό τήν ἁμαρτία καί θά σωθοῦν. Θά εἶναι μάλιστα καί θαῦμα, ἀφοῦ στό πρόσωπό του θά ἐμφανίζεται ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων, τῆς θείας καί τῆς ἀνθρώπινης. Ἀλλά τό θαῦμα αὐτό θά ἀποτελεῖ αἰτία διαφωνίας γιά τούς ἀπίστους. Κι ἐνῶ οἱ καλοπροαίρετοι θά ὁδηγοῦνται μ᾿ αὐτό στήν πίστη καί θά σώζονται, οἱ ἀνειλικρινεῖς καί ἐγωιστές θά ἀπιστοῦν καί θά κατακρίνονται.
35 Λόγῳ μάλιστα τῆς ἀντιλογίας αὐτῆς, ἐπειδή εἶσαι μητέρα του, θά
διαπεράσει τήν καρδιά σου μεγάλο καί ὀδυνηρό μαχαίρι θλίψεως καί ὀδύνης, ὅταν θά τόν δεῖς νά σταυρώνεται. Κι ἔτσι ἡ πτώση καί ἡ ἀνάσταση πολλῶν καθώς καί ἡ ἀντιλογία γύρω ἀπό τό θαῦμα αὐτό θά γίνονται γιά νά
ξεσκεπασθοῦν οἱ διαλογισμοί καί οἱ διαθέσεις πολλῶν καρδιῶν πού ἔμεναν ἕως τώρα ἀπόκρυφες, καί θά φανερωθοῦν μέ τήν ἀπόρριψη ἤ ἀποδοχή τοῦ Μεσσία. Στά Ἱεροσόλυμα ζοῦσε καί κάποια γυναίκα
προφήτιδα πού λεγόταν Ἄννα. Αὐτή ἦταν κόρη τοῦ Φανουήλ, ἀπό τή φυλή τοῦ Ἀσήρ, τοῦ ὄγδοου παιδιοῦ τοῦ Ἰακώβ πού γεννήθηκε ἀπό τή Λεία, καί βρισκόταν
σέ πολύ προχωρημένη ἡλικία, ἔχοντας ζήσει μέ τόν ἄνδρα της ἑπτά χρόνια ἀπό τόν καιρό πού ὡς παρθένος τόν
παντρεύτηκε. Τώρα ἦταν χήρα ἡλικίας περίπου ὀγδόντα τεσσάρων ἐτῶν. Κι ὅμως δέν ἀπομακρυνόταν ἀπό τόν ἱερό περίβολο τοῦ ναοῦ, ἀλλά παρέμενε σ᾿ αὐτόν καί τίς ὧρες πού δέν γίνονταν ἀκολουθίες στό ναό. Κι ἔτσι λάτρευε νύχτα καί
μέρα τόν Θεό μέ νηστεῖες καί προσευχές. Αὐτή λοιπόν παρουσιάστηκε ἐκείνη τήν ὥρα, κι ἀφοῦ εἶδε τό παιδί, εὐχαριστοῦσε καί δοξολογοῦσε τόν Θεό καί μιλοῦσε γι᾿ αὐτό σέ ὅλους ὅσους κατοικοῦσαν στήν Ἱερουσαλήμ καί περίμεναν τή λύτρωση καί τήν ἀπελευθέρωσή τους ἀπό τά δεινά καί ἀπό τήν ἁμαρτία. Κι ὅταν ὁ Ἰωσήφ καί ἡ Μαρία τελείωσαν ὅλα ὅσα ὁ νόμος τοῦ Κυρίου ὅριζε γιά τόν καθαρισμό
καί τήν ἀφιέρωση τοῦ παιδιοῦ, γύρισαν πίσω στή
Γαλιλαία, στήν πατρίδα τους τή Ναζαρέτ. Τό παιδί στό μεταξύ μεγάλωνε στό σῶμα. Καί ἡ θεότητα, μέ τήν ὁποία ἦταν ἑνωμένο, ἐνίσχυε τίς διανοητικές
καί πνευματικές του δυνάμεις. Καί καθώς ἡ ἡλικία του προχωροῦσε, ἐκδήλωνε σταδιακά τή σοφία πού σέ τέλειο βαθμό τοῦ εἶχε μεταδώσει ἐξαρχῆς ἡ θεία του φύση. Καί ἦταν πάνω του ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία τό ἐνίσχυε σ᾿ ὅλες τίς ἀρετές καί τό φύλαγε ἀπό κάθε ἁμαρτία, διευθύνοντας τήν ὁμαλή καί ἀπρόσκοπτη ἀνάπτυξή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου