ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ
ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ
(9 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2025)
(ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ)
ΕΩΘΙΝΟΝ ΙΑ΄
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν ὁ Ἰησοῦς τοῖς
μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν, καὶ λέγει τῷ Σίμωνι Πέτρῳ, Σίμων Ἰωνᾶ, ἀγαπᾶς
με πλέον τούτων; λέγει αὐτῷ, Ναὶ Κύριε, σὺ οἶδας ὅτι φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ, Βόσκε
τὰ ἀρνία μου. λέγει αὐτῷ πάλιν δεύτερον, Σίμων Ἰωνᾶ ἀγαπᾶς με; Λέγει αὐτῷ, Ναί,
Κύριε, σὺ οἶδας ὅτι φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ, Ποίμαινε τὰ πρόβατά μου. λέγει αὐτῷ τὸ
τρίτον, Σίμων Ἰωνᾶ, φιλεῖς με; ἐλυπήθη ὁ Πέτρος, ὅτι εἶπεν αὐτῷ τὸ τρίτον, φιλεῖς
με; καὶ εἶπεν αὐτῷ, Κύριε, σὺ πάντα οἶδας, σὺ γινώσκεις ὅτι φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ
ὁ Ἰησοῦς, Βόσκε τὰ πρόβατά μου. ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι, ὅτε ἦς νεώτερος, ἐζώννυες
σεαυτόν, καὶ περιεπάτεις ὅπου ἤθελες, ὅταν δὲ γηράσῃς, ἐκτενεῖς τὰς χεῖράς σου,
καὶ ἄλλος σε ζώσει, καὶ οἴσει ὅπου οὐ θέλεις. Τοῦτο δὲ εἶπε, σημαίνων ποίῳ θανάτῳ
δοξάσει τὸν Θεόν. Καὶ τοῦτο εἰπών, λέγει αὐτῷ, Ἀκολούθει μοι. Ἐπιστραφεὶς δὲ ὁ
Πέτρος βλέπει τὸν μαθητὴν ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς, ἀκολουθοῦντα, ὃς καὶ ἀνέπεσεν ἐν τῷ
δείπνῳ ἐπὶ τὸ στῆθος αὐτοῦ καὶ εἶπε, Κύριε, τὶς ἐστιν ὁ παραδιδοὺς σε; τοῦτον ἰδὼν
ὁ Πέτρος λέγει τῷ Ἰησοῦ, Κύριε, οὗτος δὲ τὶ; λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς. Ἐὰν αὐτὸν θέλω
μένειν ἕως ἔρχομαι, τὶ πρὸς σὲ; σὺ ἀκολούθει
μοι. Ἐξῆλθεν οὖν ὁ λόγος οὗτος εἰς τοὺς ἀδελφούς. Ὃτι ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος οὐκ ἀποθνήσκει,
καὶ οὐκ εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, ὅτι οὐκ ἀποθνήσκει' ἀλλ' ἐὰν αὐτὸν θέλω μένειν ἕως
ἔρχομαι, τὶ πρὸς σὲ; Οὗτὸς ἐστιν ὁ μαθητὴς ὁ μαρτυρῶν περὶ τούτων , καὶ γράψας
ταῦτα, καὶ οἴδαμεν ὅτι ἀληθὴς ἐστὶν ἡ μαρτυρία αὐτοῦ. Ἔστι δὲ καὶ ἄλλα πολλὰ ὅσα
ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ' ἕν, οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι
τὰ γραφόμενα βιβλία. Ἀμήν.
(Ἰωάν. κα΄[21] 14 – 25)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ φανερώθηκε ὁ Ἰησοῦς στούς μαθητές του μετά τήν
Ἀνάστασή του ἀπό τούς νεκρούς, καὶ λέγει στὸν Σίμωνα Πέτρο: Σίμων, γιέ τοῦ Ἰωνᾶ,
μέ ἀγαπᾶς περισσότερο ἀπ᾿ αὐτούς, τούς ἄλλους μαθητές, ὅπως μοῦ ἔλεγες μέ
καύχηση τή νύχτα τῆς συλλήψεώς μου; Ὁ Πέτρος τώρα, διδαγμένος ἀπό τό πάθημά
του, μέ λόγια ταπεινοφροσύνης τοῦ λέει: Ναί, Κύριε, ἐσύ γνωρίζεις ὅτι σέ ἀγαπῶ.
Τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς: Βόσκε τά λογικά ἀρνιά τῆς πνευματικῆς μου ποίμνης καί
φρόντιζε νά τρέφονται καί νά οἰκοδομοῦνται μέ τή διδασκαλία τῆς ἀλήθειας καί μέ
κάθε μέσο πνευματικῆς παιδαγωγίας. 16 Τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς πάλι, γιά δεύτερη
φορά: Σίμων, γιέ τοῦ Ἰωνᾶ, μέ ἀγαπᾶς; Κι ἐκεῖνος τοῦ ἀπαντᾶ: Ναί, Κύριε, ἐσύ
γνωρίζεις ὅτι σέ ἀγαπῶ. Τοῦ λέει τότε ὁ Ἰησοῦς: Ποίμαινε τά λογικά πρόβατά μου,
ἐπιστατώντας καί ἀγρυπνώντας γιά τήν ἀσφάλεια καί τή σωτηρία τους. 17 Τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς γιά τρίτη φορά:
Σίμων, γιέ τοῦ Ἰωνᾶ, μέ ἀγαπᾶς; Κι ἐπειδή φαινόταν μέ τή νέα αὐτή ἐρώτηση ὅτι ὁ
Διδάσκαλος ἀμφέβαλλε ἀκόμη γιά τήν ἀγάπη τοῦ Πέτρου, λυπήθηκε ὁ Πέτρος πού τόν
ρώτησε ὁ Κύριος γιά Τρίτη φορά «μέ ἀγαπᾶς;». Κι ἐπειδή ἡ τριπλή ἄρνηση τόν εἶχε
διδάξει νά μήν ἔχει πλέον ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτό του, τοῦ εἶπε: Κύριε, ἐσύ ὅλα
τά γνωρίζεις, ἐσύ ξέρεις ὅτι σέ ἀγαπῶ. Τοῦ λέει τότε ὁ Ἰησοῦς: Βόσκε τά πρόβατά
μου. Κι ἀφοῦ μέ τήν τριπλή αὐτή βεβαίωσή του ὁ Πέτρος ἐπανόρθωσε τό ἁμάρτημα τῆς
τριπλῆς ἀρνήσεώς του καί ἀποκαταστάθηκε στό ἀποστολικό ἀξίωμα, ὁ Κύριος,
πληροφορώντας τον ὅτι δέν θά τόν ἀρνοῦνταν πλέον, τοῦ προσθέτει: 18 Ἀληθινά, ἀληθινά σοῦ λέω, ὅταν ἤσουν
πιό νέος, ἔδενες μόνος σου τή ζώνη στή μέση σου καί βάδιζες ὅπου ἤθελες. Ὅταν ὅμως
γεράσεις, θά ἁπλώσεις τά χέρια σου καί κάποιος ἄλλος θά σέ ζώσει καί θά σέ πάει
ἐκεῖ πού δέν θέλεις. Δηλαδή θά σέ ὁδηγήσει στό μαρτύριο, τό ὁποῖο, ἄν καί ἐνδόμυχα
θά ἀποδέχεσαι, ἐξαιτίας ὅμως τῆς φυσικῆς ἀποστροφῆς τῶν ἀνθρώπων πρός τό θάνατο
φυσικά κι ἐσύ θά τό ἀποστρέφεσαι. 19
Ὁ Κύριος λοιπόν τό εἶπε αὐτό δηλώνοντας μέ ποιό εἶδος θανάτου θά δόξαζε ὁ
Πέτρος τόν Θεό. Κι ἀφοῦ τό εἶπε αὐτό, τοῦ λέει: Ἀκολούθησέ με. 20 Κι ἐνῶ βάδιζαν, στράφηκε πίσω ὁ
Πέτρος καί εἶδε τόν μαθητή πού ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς νά ἀκολουθεῖ κι αὐτός. Ὁ
μαθητής αὐτός ἦταν ἐκεῖνος πού στό δεῖπνο εἶχε γείρει πάνω στό στῆθος τοῦ Ἰησοῦ
καί εἶχε πεῖ: Κύριε, ποιός εἶναι αὐτός πού πρόκειται νά σέ παραδώσει; 21 Αὐτόν τόν μαθητή λοιπόν ὅταν τόν εἶδε
ὁ Πέτρος, λέει στόν Ἰησοῦ: Κύριε, αὐτός τί θά γίνει καί τί πρόκειται νά τοῦ
συμβεῖ στό μέλλον; 22 Τότε
ὁ Ἰησοῦς εἶπε στόν Πέτρο: Ὑπόθεσε ὅτι θέλω νά μείνει ζωντανός μέχρι νά ἔλθω
κατά τή δευτέρα μου παρουσία. Τί σέ ἐνδιαφέρει αὐτό καί τί ἔχεις νά κερδίσεις ἐσύ,
ἐάν μάθεις τί θά ἀπογίνει αὐτός; Σύ ἀκολούθα με καί φρόντιζε γιά τή δική σου
σωτηρία. 23 Ἀπό παρανόηση
λοιπόν τῶν λόγων αὐτῶν τοῦ Ἰησοῦ διαδόθηκε μεταξύ τῶν ἀδελφῶν Χριστιανῶν ἡ φήμη
αὐτή, ὅτι δηλαδή ὁ μαθητής ἐκεῖνος δέν θά πεθάνει. Ὅμως ὁ Ἰησοῦς δέν εἶπε στόν
Πέτρο ὅτι ὁ μαθητής αὐτός δέν θά πεθάνει, ἀλλά εἶπε ὑποθετικά: Ἐάν αὐτός θέλω
νά μείνει ζωντανός μέχρι νά ξαναέλθω, ἐσένα τί σέ νοιάζει; 24 Ὁ μαθητής ἐκεῖνος εἶναι αὐτός πού ἐξακολουθεῖ
καί τώρα νά δίνει μαρτυρία
γιά τά γεγονότα πού ἱστοροῦνται στό Εὐαγγέλιο αὐτό, καί αὐτός τά κατέγραψε. Καί
γνωρίζουμε ὅτι ἡ μαρτυρία του εἶναι ἀληθινή. 25 Ὑπάρχουν ὅμως καί πολλά ἄλλα πού ἔκανε
ὁ Ἰησοῦς, τά ὁποῖα, ἄν γράφονταν λεπτομερειακά, ἕνα-ἕνα, νομίζω ὅτι οὔτε ὁλόκληρος
ὁ κόσμος μέ ὅλες τίς βιβλιοθῆκες του δέν θά χωροῦσε τά βιβλία πού θά ἔπρεπε νά
γραφοῦν. Πραγματικά.
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
(ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΛΓ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Τέκνον
Τιμόθεε, παρηκολούθηκάς μου τῇ διδασκαλίᾳ, τῇ ἀγωγῇ, τῇ προθέσει, τῇ πίστει, τῇ μακροθυμίᾳ, τῇ ἀγάπῃ, τῇ ὑπομονῇ, τοῖς διωγμοῖς, τοῖς παθήμασιν, οἷά μοι ἐγένοντο ἐν ᾽Αντιοχείᾳ, ἐν ᾽Ικονίῳ, ἐν Λύστροις· οἵους διωγμοὺς ὑπήνεγκα καὶ ἐκ πάντων με ἐρρύσατο ὁ Κύριος. Καὶ πάντες δὲ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ διωχθήσονται·
πονηροὶ δὲ ἄνθρωποι καὶ γόητες προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι. Σὺ δὲ μένε ἐν οἷς ἔμαθες καὶ ἐπιστώθης, εἰδὼς παρὰ τίνος ἔμαθες, καὶ ὅτι ἀπὸ βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα οἶδας, τὰ δυνάμενά σε σοφίσαι εἰς σωτηρίαν διὰ πίστεως τῆς ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν.
(Β΄ Τιμ. γ΄[3] 10 - 15)
|
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
(Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Τέκνον
Τιμόθεε, ἐσύ
ἔχεις παρακολουθήσει τή διδασκαλία μου, τή γενικότερη
συμπεριφορά μου, τήν πρόθεση καί τά ἐλατήριά μου, τή φωτισμένη
πίστη μου, τή μακροθυμία μου, τήν ἀγάπη μου, τήν ὑπομονή μου, τούς διωγμούς
μου, τά παθήματά μου, σάν αὐτά πού ὑπέμεινα στήν Ἀντιόχεια, στό Ἰκόνιο, στά Λύστρα. Τί
φοβερούς διωγμούς ὑπέφερα! καί ἀπ᾿ ὅλους μέ γλύτωσε ὁ Κύριος. Κι ὄχι μόνο ἐγώ ἔπαθα καί πάσχω αὐτά, ἀλλά κι ὅλοι ὅσοι θέλουν νά ζοῦν μέ εὐσέβεια, ὅπως ἁρμόζει στούς πιστούς πού
εἶναι ἑνωμένοι μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό, θά καταδιωχθοῦν. Ἀντιθέτως, ἄνθρωποι κακοί, πού
καταδιώκουν καί βασανίζουν τούς εὐσεβεῖς, ἀλλά καί ἀπατεῶνες, θά προχωροῦν ἀπό τό κακό στό χειρότερο·
θά πλανοῦν καί θά ἐξαπατοῦν τούς ἄλλους, ἀλλά καί αὐτοί οἱ ἴδιοι θά πλανῶνται καί θά ἐξαπατῶνται. Ἐσύ ὅμως, Τιμόθεε, μένε ἀκλόνητος σ᾿ ἐκεῖνα πού ἔμαθες καί βεβαιώθηκες γιά
τήν ἀλήθεια τους ἀπό τήν προσωπική σου
πείρα, διότι ξέρεις καλά ἀπό ποιόν διδάσκαλο τά ἔμαθες. Αὐτό μήν τό ξεχνᾶς ποτέ, ἀλλά νά τό διατηρεῖς ζωντανά στή μνήμη σου,
καί ὅτι ἀκόμη ἀπό μικρό παιδί γνωρίζεις
τίς Ἅγιες Γραφές, οἱ ὁποῖες μποροῦν νά σοῦ μεταδώσουν τήν ἀληθινή σοφία, πού ὁδηγεῖ στή σωτηρία μέ τήν πίστη
στόν Ἰησοῦ Χριστό.
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶπεν ὁ
Κύριος τήν παραβολήν ταύτην· Ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης. ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο· ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης· νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι. καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανόν ἐπᾶραι, ἀλλ' ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ.
λέγω ὑμῖν, κατέβη
οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται.
(Λουκᾶ
ιη΄ 10 – 14 )
ΑΜΑΡΤΩΛΟΙ ΚΑΙ
ΕΥΣΕΒΕΙΣ
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ἤξερε
νὰ προσεύχεται. Ἤξερε. Ἔτσι τουλάχιστον νόμιζε. Ἀπό μικρό παιδὶ φαίνεται οἱ εὐσεβεῖς
γονεῖς του τὸν ὁδήγησαν στὸν Ναὸ τοῦ Θεοῦ καί τοῦ μάθαιναν νὰ ἀπευθύνεται στὸν
Δημιουργό του. Τώρα λοιπόν, αὐτὴ τὴ μέρα, καθὼς ἀνεβαίνει τὰ σκαλοπάτια πού ὁδηγοῦν
στὸν μοναδικὸ Ναὸ τῶν Ἑβραίων, τὸν κτισμένο πάνω στὸ ὄρος Μορία, γνωρίζει τί
πρέπει νὰ κάνει. Μέ αὐτοπεποίθηση καὶ σταθερότητα προχωρεῖ σὲ ἕνα ἐμφανὲς σημεῖο
τοῦ Ναοῦ καί ἀρχίζει τὴν προσευχή του.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ
ΛΟΓΙΑ αὐτὴς τῆς προσευχῆς εἶναι ὑπέροχα. Ἀποτελοῦν εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεό: «Ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι»· Θεέ μου, Σὲ εὐχαριστῶ!
Ἀλλὰ μέχρις ἐκεῖ
μόνο. Ἔπειτα ἡ θαυμάσια αὐτὴ προσευχὴ στράβωσε πολύ.
Σὲ εὐχαριστῶ,
Θεέ μου, εἶπε, «ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ
λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων»· διότι δὲν εἶμαι σάν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι
εἶναι «ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί». Καὶ ἀκόμη
Σὲ εὐχαριστῶ ποὺ δὲν εἶμαι σάν αὐτὸν ἐδῶ τὸν τελώνη. Ἐγώ νηστεύω δύο φορὲς τὴ
βδομάδα, προσφέρω ἐλεημοσύνη τὸ ἕνα δέκατο ἀπ' ὅλα τὰ ὑπάρχοντά μου.
Ὁ Φαρισαῖος, ἄνθρωπος
πού τήν ἐποχή ἐκείνη θεωρούνταν κατ' ἐξοχὴ εὐσεβής, εἶχε μάθει βέβαια νὰ
προσεύχεται. Ἤξερε νὰ προσεύχεται. Δὲν
ἤξερε ὅμως νὰ προσεύχεται στὸν Θεό! Ἡ προσευχὴ του ἀπευθυνόταν στὸν ἑαυτό
του. Μὲ τὸν ἑαυτὸ του μιλοῦσε, γιά τὸν ἑαυτὸ του μιλοῦσε, ἀπό τὸν ἑαυτὸ του ἔπαιρνε
ἀπαντήσεις. Γι' αὐτὸ ἀκόμη καὶ ἡ στάση του ἦταν ἀνάλογη: Στάθηκε, ὅπως λέγει ὁ
Κύριος, «πρὸς ἑαυτόν», καμαρωτὸς ἀπέναντι
στὸν ἑαυτό του.
Ἦταν λοιπὸν
φυσικό ἀπό ἐκεῖ καί πέρα ὅλα στὴν προσευχή του νά χαλάσουν. Ὁ ἄνθρωπος εἶχε
πλέον πάρει τὸν κατήφορο. Θεωροῦσε ὅτι ὁ Θεὸς στὸ τέλος – τέλος τοῦ χρεωστοῦσε
καί εὐγνωμοσύνη γιά τό ὅτι ἦταν τόσο καλὸς ἀνάμεσα σὲ τόσους κακοὺς ἀνθρώπους, ἕνας
ἀπό τούς ὁποίους ἦταν καί ὁ τελώνης. Ἄ, ὁ τελώνης! Πῶς τὸν ἐπρόσεξε, τάχα, τὸν
τελώνη; Ποιός ἦταν αὐτὸς ὁ τελώνης;
Ο ΤΕΛΩΝΗΣ! Ἡ ἄλλη
μορφὴ αὐτῆς τῆς θαυμαστῆς παραβολῆς, πού ὁ Κύριος ἀνέπτυξε. Τί μορφή, ἀλήθεια! Ὁ
Κύριος μᾶς τὸν περιγράφει τέλεια. Ὁ Τελώνης δὲν ἦταν εὐσεβής. Ὁ Τελώνης δὲν εἶχε
μάθει βέβαια νὰ προσεύχεται. Ὁ Τελώνης εἶχε συνηθίσει νὰ κερδίζει, νά ἀδικεῖ, νὰ
πλουτίζει ἀπό τόν κόπο καὶ τὸ αἷμα τῶν ἄλλων.
Ἦταν ἁμαρτωλὸς
ὁ Τελώνης. Ἦταν ἀσεβής, θά ἔλεγε κανείς. Τώρα, πῶς βρέθηκε στὸν Ναὸ τοῦ Θεοῦ, εἶναι
ζήτημα δύσκολο. Ποῦ νά σταθεῖ ὁ ταλαίπωρος! Αὐτὸς δὲν γνωρίζει τὰ κατατόπια τοῦ
Ναοῦ. Στέκεται λοιπὸν μακριά, σὲ μία γωνία ἀπόμερη, σχεδὸν κρυμμένος. Στέκεται
φοβισμένος μέσα στὸν ἅγιο χῶρο, μὲ τρόμο ἐνώπιον τοῦ ζῶντος Θεοῦ. Σκυμμένος,
συντετριμμένος, κτυπᾶ μέ τά χέρια τὸ στῆθος του, προφέροντας μία μόνο φράση: «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ»· Θεέ
μου, λυπήσου μὲ τὸν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο.
Λυπήσου με! Τὰ
λόγια τοῦ ὑπερήφανου Φαρισαίου ἔφθαναν καὶ στὰ δικά του αὐτιά, ἀλλά τὰ αὐτιά
του δὲν ἄκουγαν. Ὅλη του ἡ προσοχή ἦταν στραμμένη πρὸς τὰ μέσα, στὴν καρδιά
του. Ἡ φράση «ἢ καί ὡς οὗτος ὁ τελώνης», μὲ
τὴν ὁποία τὸν μαστίγωσε ὁ Φαρισαῖος, δὲν τὸν ἄγγισε. Τὴν βρῆκε μάλιστα πολὺ
ταιριαστή. Αὐτή δέν ἦταν ἡ ἀλήθεια; Ὁ ἴδιος ἦταν ἁμαρτωλός, ἀσεβής. Ὁ Φαρισαῖος
ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, μελετητὴς τοῦ Νόμου, τηρητής τῶν ἱερῶν παραδόσεων.
ΑΥΤΑ ΔΕΝ
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ
Συνηθίσαμε
πλέον νὰ ἀποδοκιμάζουμε τὸν Φαρισαῖο. Μᾶς
φαίνεται τόσον ἀλλόκοτος, τόσον ἀηδὴς ἡ συμπεριφορά του. Καὶ ὅμως...
Καὶ ὅμως τὴν ἰδία
στιγμὴ ἐπαναλαμβάνουμε πολλοὶ ἀπό μᾶς τὴν ἴδια ἀλλόκοτη καὶ ἀηδή συμπεριφορά. Μὴ
μᾶς φαίνεται αὐτὸ ὑπερβολή. Πόσοι ἄραγε ἀπό μᾶς ἔχουν τόσο βαθειά συναίσθηση τῆς
ἁμαρτωλότητας τους, ὥστε νά μή βρίσκουν τὸ θάρρος νὰ σηκώσουν τὰ μάτια τους ἀπό
τή γῆ; Καί πόσοι εἴμαστε πρόθυμοι νὰ δεχθοῦμε μὲ εὐχαρίστηση ὡς ἀληθινὴ κάποια
φράση σάν αὐτή πού ξεστόμισε ὁ Φαρισαῖος γιὰ τὸν Τελώνη;
Πόσο δύσκολο
εἶναι νὰ θεωροῦμε τὸν ἑαυτὸ μας χειρότερο ἀπ' ὅλους τοὺς ἄλλους! Δύσκολο.
Δυσκολότατο! Γι' αὐτὸ εἴμαστε τόσο εὔκολοι στὸ νὰ τοὺς κρίνουμε καὶ νὰ βλέπουμε
τὰ λάθη τους. Τὰ λάθη τους μᾶς φαίνονται τερατώδη, φρικτά. Ἐνῷ ἐμεῖς θεωροῦμε
βέβαια πώς εἴμαστε ἄνθρωποι προσεκτικοί. Καὶ ἀναμφιβόλως εὐάρεστοι στόν Θεό. Ὁ Ὁποῖος
ἀσφαλῶς δὲν εἶναι δυνατὸ παρὰ νὰ εἶναι πολὺ εὐχαριστημένος μαζί μας!
Εὐλογημένη
συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος, εὐλογημένη ταπείνωση! Ποῦ εἶσαι; Πῶς, πότε θὰ σὲ ἀγαπήσουμε
καὶ θὰ σὲ ἀποκτήσουμε; Πότε, γιὰ νὰ ἀσφαλίσουμε τὰ σωτήρια ἐλέη τοῦ ἐλεήμονος
Θεοῦ!
(Διασκευὴ
ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου