Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2025

ΚΥ­ΡΙΑ­ΚΗ ΤΗΣ Α­ΠΟ­ΚΡΕ­Ω. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

Ι­Ε­ΡΑ ΜΗ­ΤΡΟ­ΠΟ­ΛΙΣ ΠΑ­ΦΟΥ

Ι­Ε­ΡΟΣ ΝΑ­ΟΣ Α­ΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ       

ΚΥ­ΡΙΑ­ΚΗ ΤΗΣ Α­ΠΟ­ΚΡΕ­Ω

(23 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2025)




ΕΩΘΙΝΟΝ Β΄

Διαγενομένου τοῦ Σαββάτου, Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα, ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν τὸν Ἰησοῦν. Καὶ λίαν πρωΐ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. Καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς, Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος, ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. Καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον, εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολήν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. ὁ δὲ λέγει αὐταῖς, Μὴ ἐκθαμβεῖσθε, Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον, ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὦδε, ἴδε, ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν, ἀλλ' ὑπάγετε, εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ, ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν, ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. Καὶ ἐξελθοῦσαι ταχὺ ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου, εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον, ἐφοβοῦντο γάρ.

(Μᾶρκ. ιϚ΄[16] 1 – 8)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

1 Αφοῦ πέρασε τό Σάββατο, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καί ἡ Σαλώμη ἀγόρασαν τό βράδυ τοῦ Σαββάτου ἀρώματα, γιά νά ἔλθουν τό πρωί στόν τάφο καί νά ἀλείψουν τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.  2 Καί πολύ πρωί τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος ἔρχονται στό μνημεῖο τήν ὥρα πού ὁ ἥλιος ἄρχισε νά διαλύει τό πρωινό σκοτάδι, καθώς πῆρε ν’ ἀνατέλλει κάτω ἀπ’ τόν ὁρίζοντα.  3 Κι ἔλεγαν μεταξύ τους: Ποιός θά μᾶς κυλίσει τή μεγάλη πέτρα μακριά ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ μνημείου;  4 Μόλις ὅμως ἔστρεψαν τά μάτια τους πρός τά ἐκεῖ, εἶδαν ὅτι εἶχε μετατοπισθεῖ ἡ πέτρα μακριά ἀπ’ τό μνημεῖο. Καί τά ἔλεγαν αὐτά μεταξύ τους, διότι ἡ πέτρα αὐτή ἦταν πολύ μεγάλη καί δέν ἦταν εὔκολο νά μετακινηθεῖ.  5 Κι ἀφοῦ μπῆκαν στό μνημεῖο, εἶδαν ἕνα νέο πού καθόταν στά δεξιά τοῦ μνημείου καί ἦταν ντυμένος μέ λευκή στολή, καί γέμισαν μέ τρόμο καί κατάπληξη.  6 Αὐτός ὅμως τούς εἶπε: Μήν τρομάζετε καί μή φοβάστε. Ξέρω ποιόν ζητᾶτε. Ζητᾶτε τόν Ἰησοῦ τόν Ναζαρηνό τόν ἐσταυρωμένο. Ἀναστήθηκε. Δέν εἶναι ἐδῶ. Νά, εἶναι ἀδειανό
τό μέρος πού τόν ἔβαλαν.  7 Ἀλλά πηγαίνετε καί πέστε στούς μαθητές του καί ἰδιαιτέρως στόν Πέτρο, πού ἔχει ἀνάγκη παρηγοριᾶς καί βεβαιώσεως ὅτι συγχωρήθηκε γιά τήν ἄρνησή του, ὅτι πηγαίνει πρίν ἀπό σᾶς στή Γαλιλαία καί σᾶς περιμένει ἐκεῖ. Ἐκεῖ θά τόν δεῖτε, ὅπως σᾶς τό εἶπε πρίν σταυρωθεῖ.  8 Ἐκεῖνες τότε βγῆκαν κι ἔφυγαν ἀπό τό μνημεῖο. Ἦταν μάλιστα γεμάτες τρόμο καί ἔκσταση. Δέν εἶπαν ὅμως τίποτε σέ κανένα, διότι ἦταν φοβισμένες.

 

 

Ο Α­ΠΟ­ΣΤΟ­ΛΟΣ (Κυ­ρια­κῆς)

Ἀ­δελ­φοί,  βρῶ­μα ἡ­μᾶς ο πα­ρί­στη­σι τ Θε­ῷ· οὔ­τε γρ ἐ­ὰν φά­γω­μεν πε­ρισ­σε­ύ­ο­μεν, οὔ­τε ἐ­ὰν μ φά­γω­μεν ὑ­στε­ρο­ύ­με­θα. βλέ­πε­τε δ μή­πως ἐ­ξου­σί­α ὑ­μῶν αὕ­τη πρό­σκομ­μα γέ­νη­ται τος ἀ­σθε­νοῦ­σιν. ἐ­ὰν γρ τις ἴ­δῃ σε, τν ἔ­χον­τα γνῶ­σιν, ν εἰ­δω­λε­ί­ῳ κα­τα­κε­ί­με­νον, οὐ­χὶ συ­νε­ί­δη­σις αὐ­τοῦ ἀ­σθε­νοῦς ὄν­τος οἰ­κο­δο­μη­θή­σε­ται ες τ τ εἰ­δω­λό­θυ­τα ἐ­σθί­ειν; κα ἀ­πο­λεῖ­ται ὁ ἀ­σθε­νῶν ἀ­δελ­φὸς ἐ­πὶ τ σ γνώ­σει, δι' ν Χρι­στὸς ἀ­πέ­θα­νεν. οὕ­τω δ ἁ­μαρ­τά­νον­τες ες τος ἀ­δελ­φοὺς κα τύ­πτον­τες αὐ­τῶν τν συ­νε­ί­δη­σιν ἀ­σθε­νοῦ­σαν ες Χρι­στὸν ἁ­μαρ­τά­νε­τε. δι­ό­περ ε βρῶ­μα σκαν­δα­λί­ζει τν ἀ­δελ­φόν μου, ο μ φά­γω κρέ­α ες τν αἰ­ῶ­να, ἵ­να μ τν ἀ­δελ­φόν μου σκαν­δα­λί­σω. Οκ εἰ­μὶ ἀ­πό­στο­λος; οκ εἰ­μὶ ἐ­λε­ύ­θε­ρος; οὐ­χὶ Ἰ­η­σοῦν Χρι­στὸν τν Κύ­ριον ἡ­μῶν ἑ­ώ­ρα­κα; οὗ τ ἔρ­γον μου ὑ­μεῖς ἐ­στε ἐν Κυ­ρί­ῳ; ε ἄλ­λοις οκ εἰ­μὶ ἀ­πό­στο­λος, ἀλ­λά γε ὑ­μῖν εἰ­μι· γρ σφρα­γὶς τς ἐ­μῆς ἀ­πο­στο­λῆς ὑ­μεῖς ἐ­στε ἐν Κυ­ρί­ῳ. 

                                       (Α­’­ Κορ. η΄[8] 8 – θ΄[9] 2)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἀ­δελ­φοί, δὲν εἶ­ναι τὸ φα­γη­τὸ πού μᾶς πα­ρου­σιά­ζει εὐ­άρε­στους στὸν Θε­ό. Δι­ό­τι οὔ­τε ἐ­ὰν φᾶ­με προ­κό­πτου­με καὶ προ­ο­δεύ­ου­με στὴν ἀ­ρε­τή, οὔ­τε ἐ­ὰν δὲν φᾶ­με ὑ­στε­ροῦ­με καί μέ­νου­με πί­σω σ᾿ αὐ­τήν. Προ­σέ­χε­τε ὅ­μως μή­πως τὸ δι­καί­ω­μα αὐ­τό πού ἔ­χε­τε νὰ τρῶ­τε ἀ­π᾿ ὅ­λα, ἀ­κό­μη καὶ τὰ εἰ­δω­λό­θυ­τα, γί­νει αἰ­τί­α νὰ ἁ­μαρ­τή­σουν οἱ ἀ­δελ­φοί σας πού εἶ­ναι ἀ­δύ­να­μοι στὴν πί­στη. Καὶ εἶ­ναι ἑ­πό­με­νο νὰ βλα­βοῦν σο­βα­ρὰ οἱ ἀ­δύ­να­μοι ἀ­δελ­φοί. Δι­ό­τι, ἐ­ὰν κα­νεὶς ἀ­π᾿ αὐ­τούς δεῖ ἐ­σέ­να πού ἔ­χεις τὴν ὀρ­θή γνώ­ση νὰ κά­θε­σαι στὸ τρα­πέ­ζι κά­ποι­ου να­οῦ τῶν εἰ­δώ­λων, δὲν θὰ πα­ρα­συρ­θεῖ καὶ δὲν θὰ πα­γι­ω­θεῖ ἡ συ­νεί­δη­σή του στὸ νὰ τρώ­ει τὰ εἰ­δω­λό­θυ­τα ὡς κά­τι ἱ­ε­ρὸ καὶ ἄ­ξιο εὐ­λα­βεί­ας, ἀ­φοῦ αὐ­τός εἶ­ναι ἀ­σθε­νής; Καὶ θὰ χα­θεῖ πα­ρα­συ­ρό­με­νος στὴν εἰ­δω­λο­λα­τρί­α ὁ ἀ­δελ­φός σου πού εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τος πνευ­μα­τι­κά, ἐ­ξαι­τί­ας τῆς δι­κῆς σου γνώ­σε­ως. Ἀλ­λά γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α το­ῦ ἀ­δελ­φοῦ σου αὐ­τοῦ ὁ Χρι­στὸς θυ­σί­α­σε τὴ ζω­ή του. Κι ἔ­τσι δι­α­πράτ­τε­τε ἁ­μάρ­τη­μα, ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο βλά­πτον­ται πο­λὺ οἱ ἀ­δελ­φοί, καὶ γιὰ τὸ λό­γο αὐ­τό ἀ­πο­τε­λεῖ ἁ­μάρ­τη­μα πρὸς τοὺς ἀ­δελ­φούς. Καὶ πλη­γώ­νε­τε ἔ­τσι καὶ χτυ­πᾶ­τε σκλη­ρὰ τὴ συ­νεί­δη­σή τους, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι ἀ­σθε­νι­κὴ καὶ ἀ­δύ­να­τη. Ἀλ­λά ὑ­πο­πί­πτε­τε συγ­χρό­νως καὶ σὲ ἁ­μάρ­τη­μα πού ἀ­να­φέ­ρε­ται στὸν ἴ­διο τὸν Χρι­στό, ὁ ὁ­ποῖ­ος πέ­θα­νε γιὰ νὰ σώ­σει τοὺς ἀ­δελ­φούς αὐ­τούς. Γι᾿ αὐ­τό λοι­πόν, ἐ­ὰν αὐ­τό πού τρώ­ω γί­νε­ται αἰ­τί­α σκαν­δά­λου καὶ ἁ­μαρ­τί­ας στὸν ἀ­δελ­φό μου, δὲν θὰ φά­ω πο­τὲ ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε εἶ­δος κρε­ά­των, γιὰ νὰ μὴ σκαν­δα­λί­σω τὸν ἀ­δελ­φό μου. Καὶ ἔρ­χο­μαι τώ­ρα νὰ σᾶς δεί­ξω ὅ­τι γιὰ τοὺς ἀ­δύ­να­τους ἀ­δελ­φούς ἔ­κα­να καὶ ἐ­ξα­κο­λου­θῶ νὰ κά­νω θυ­σί­ες τῶν δι­και­ω­μά­των μου. Δέν εἶ­μαι Ἀ­πό­στο­λος μὲ ἴ­σα δι­και­ώ­μα­τα μέ τούς ἄλ­λους Ἀ­πο­στό­λους; Δὲν εἶ­μαι ἐ­λεύ­θε­ρος, ὅ­πως ὅ­λοι οἱ Χρι­στια­νοί; Δὲν εἶ­δα τὸν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στὸ τὸν Κύ­ριό μας; Καὶ δὲν εἶ­στε έ­σεῖς τὸ ἔρ­γο πού μὲ τὴ βο­ή­θεια τοῦ Κυ­ρί­ου ἐ­πι­τέ­λε­σα; Ἐ­ὰν γιὰ ἄλ­λους δὲν εἶ­μαι Ἀ­πό­στο­λος, του­λά­χι­στον ὅ­μως γιὰ σᾶς εἶ­μαι Ἀ­πό­στο­λος. Δι­ό­τι ἡ σφρα­γί­δα μὲ τὴν ὁ­ποί­α πι­στο­ποι­εῖ­ται ἐ­πί­ση­μα τὸ ἀ­πο­στο­λι­κό μου ἀ­ξί­ω­μα, μέ τή χά­ρη τοῦ Κυ­ρί­ου, εἶ­στε ἐ­σεῖς, τούς ὁ­ποί­ους ἐ­γώ ὁ­δή­γη­σα στόν Χρι­στό.

 

ΤΟ Ι­Ε­ΡΟ ΕΥ­ΑΓ­ΓΕ­ΛΙΟ

Εἶ­πεν ὁ Κύ­ριος· ὅ­ταν ἔλ­θῃ ὁ υἱ­ὸς το ἀν­θρώ­που ἐν τ δό­ξῃ αὐ­τοῦ κα πάν­τες ο ἅ­γιοι ἄγ­γε­λοι με­τ᾿ αὐ­τοῦ, τό­τε κα­θί­σει ἐ­πὶ θρό­νου δό­ξης αὐ­τοῦ· κα συ­να­χθή­σε­ται ἔμ­προ­σθεν αὐ­τοῦ πάν­τα τ ἔ­θνη, κα ἀ­φο­ρι­εῖ αὐ­τοὺς ἀ­π᾿ ἀλ­λή­λων, ὥ­σπερ ὁ ποι­μὴν ἀ­φο­ρί­ζει τ πρό­βα­τα ἀ­πὸ τν ἐ­ρί­φων, κα στή­σει τ μν πρό­βα­τα κ δε­ξι­ῶν αὐ­τοῦ τ δ ἐ­ρί­φια ἐξ εὐ­ω­νύ­μων. τό­τε ἐ­ρεῖ ὁ βα­σι­λεὺς τος κ δε­ξι­ῶν αὐ­τοῦ· δεῦ­τε, ο εὐ­λο­γη­μέ­νοι το πα­τρός μου, κλη­ρο­νο­μή­σα­τε τν ἡ­τοι­μα­σμέ­νην ὑ­μῖν βα­σι­λε­ί­αν ἀ­πὸ κα­τα­βο­λῆς κό­σμου· ἐ­πε­ί­να­σα γρ κα ἐ­δώ­κα­τέ μοι φα­γεῖν, ἐ­δί­ψη­σα κα ἐ­πο­τί­σα­τέ με, ξέ­νος ἤ­μην κα συ­νη­γά­γε­τέ με, γυ­μνὸς κα πε­ρι­ε­βά­λε­τέ με, ἠ­σθέ­νη­σα κα ἐ­πε­σκέ­ψα­σθέ με, ν φυ­λα­κῇ ἤ­μην κα ἤλ­θε­τε πρς με. τό­τε ἀ­πο­κρι­θή­σον­ται αὐ­τῷ ο δί­και­οι λέ­γον­τες· κύ­ρι­ε, πό­τε σε εἴ­δο­μεν πει­νῶν­τα κα ἐ­θρέ­ψα­μεν, δι­ψῶν­τα κα ἐ­πο­τί­σα­μεν; πό­τε δ σε εἴ­δο­μεν ξέ­νον κα συ­νη­γά­γο­μεν, γυ­μνὸν κα πε­ρι­ε­βά­λο­μεν; πό­τε δ σε εἴ­δο­μεν ἀ­σθε­νῆ ἢ ν φυ­λα­κῇ κα ἤλ­θο­μεν πρς σε; κα ἀ­πο­κρι­θεὶς ὁ βα­σι­λεὺς ἐ­ρεῖ αὐ­τοῖς· ἀ­μὴν λέ­γω ὑ­μῖν, ἐ­φ᾿ ὅ­σον ἐ­ποι­ή­σα­τε ἑ­νὶ το­ύ­των τν ἀ­δελ­φῶν μου τν ἐ­λα­χί­στων, ἐ­μοὶ ἐ­ποι­ή­σα­τε. Τό­τε ἐ­ρεῖ κα τος ξ εὐ­ω­νύ­μων· πο­ρε­ύ­ε­σθε ἀ­π᾿ ἐ­μοῦ ο κα­τη­ρα­μέ­νοι ες τ πρ τ αἰ­ώ­νιον τ ἡ­τοι­μα­σμέ­νον τ δι­α­βό­λῳ κα τος ἀγ­γέ­λοις αὐ­τοῦ· ἐ­πε­ί­να­σα γρ κα οκ ἐ­δώ­κα­τέ μοι φα­γεῖν, ἐ­δί­ψη­σα κα οκ ἐ­πο­τί­σα­τέ με, ξέ­νος ἤ­μην κα ο συ­νη­γά­γε­τέ με, γυ­μνὸς κα ο πε­ρι­ε­βά­λε­τέ με, ἀ­σθε­νὴς κα ν φυ­λα­κῇ κα οκ ἐ­πε­σκέ­ψα­σθέ με. τό­τε ἀ­πο­κρι­θή­σον­ται αὐ­τῷ κα αὐ­τοὶ λέ­γον­τες· κύ­ρι­ε, πό­τε σε εἴ­δο­μεν πει­νῶν­τα δι­ψῶν­τα ξέ­νον γυ­μνὸν ἀ­σθε­νῆ ἢ ν φυ­λα­κῇ κα ο δι­η­κο­νή­σα­μέν σοι; τό­τε ἀ­πο­κρι­θή­σε­ται αὐ­τοῖς λέ­γων·  ἀ­μὴν λέ­γω ὑ­μῖν,  ἐ­φ' ὅ­σον οκ  ἐ­ποι­ή­σα­τε ἑ­νὶ το­ύ­των τν ἐ­λα­χί­στων, οὐ­δὲ ἐ­μοὶ ἐ­ποι­ή­σα­τε. κα ἀ­πε­λε­ύ­σον­ται οὗ­τοι ες κό­λα­σιν αἰ­ώ­νιον, ο δ δί­και­οι ες ζω­ὴν αἰ­ώ­νιον.

                                             (Ματθ. κε΄[25] 31 - 46 )

 

«κυριε, ποτε σε ειδομεν πεινωντα...;»

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ! Μία ἡμέρα ποὺ μᾶς ὑπενθυμίζει τὴ Δευτέρα Παρουσία. Ὁ Κύριος ἔρχεται. Ἔρχεται καὶ πάλιν. Ἔρχεται, θὰ ἔλθει γιά νά κρίνει μὲ δικαιοσύνη τὸν κόσμο. Θὰ ἔλθει ὄχι ταπεινὰ καί ἀφανῶς, ὅπως τὴν πρώτη φορά, ἀλλὰ «ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ» καὶ μὲ ὅλους τοὺς ἁγίους ἀγγέλους μαζί Του.

Θά ἔλθει στό τέλος αὐτῆς τῆς μορφῆς τοῦ κόσμου καὶ θὰ συγκεντρωθοῦν μπροστὰ του «πάντα τὰ ἔθνη», ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὅλων τῶν αἰώνων καί τῶν γενεῶν. Ὅλοι! Οἱ νεκροὶ θὰ ἀναστηθοῦν καὶ οἱ ζωντανοὶ θὰ ἀλλάξουν. Οἱ πάντες θὰ ἀποκτήσουν γιὰ πάντα τὴν ἀθανασία, ὁ θάνατος θὰ καταργηθεῖ, δὲν θὰ ἀπειλεῖ πλέον κανένα. Καὶ τότε θὰ ἀρχίσει ἡ μεγάλη δίκη. Τί δίκη ἀλήθεια! Ἐνώπιον τῆς φοβερῆς θέας τοῦ δικαίου Κριτοῦ τὸ σύμπαν θὰ σεισθεῖ ὡς φύλλο φθινοπωρινό. Θὰ συγκλονισθοῦν τὰ πάντα τὴν ὥρα πού θά λάβει χώρα ὁ τραγικὸς διαχωρισμὸς τῶν προβάτων ἀπό τὰ ἐρίφια, ἀπό τὰ κατσίκια. Τῶν δικαίων δηλαδή ἀνθρώπων ἀπό τούς ἀμετανόητους καί σκληροκάρδιους ἁμαρτωλούς.

Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΒΑΣΙΛΕΥΟΝΤΩΝ θὰ ἀπευθυνθεῖ τότε πρῶτα στοὺς δικαίους καί ἀφοσιωμένους σ' Αὐτὸν πιστούς. «Δεῦτε», θὰ τοὺς πεῖ, ἐλᾶτε σεῖς, «οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου», ἐλᾶτε νὰ κληρονομήσετε τὴ δοξασμένη βασιλεία, ποὺ ἔχει ἑτοιμασθεῖ γιὰ σᾶς «ἀπό καταβολῆς κόσμου», ἀπό τὴν ἀρχὴ τῆς Δημιουργίας.

Ἐλᾶτε νὰ τὴν ἀπολαύσετε, διότι πείνασα καί μοῦ δώσατε νὰ φάγω, δίψασα καί μοῦ δώσατε νά πιῶ, ἤμουν ξένος καὶ μὲ φιλοξενήσατε, γυμνὸς καὶ μὲ ντύσατε, ἄρρωστος καὶ μὲ ἐπισκεφθήκατε, φυλακισμένος καὶ ἤλθατε κοντά μου.

Ἡ ἀπορία τῶν δικαίων φαίνεται ἀσφαλῶς δικαιολογημένη: Πότε, Κύριε, σὲ εἴδαμε πεινασμένο, διψασμένο, ξένο, γυμνό, ἀσθενὴ καὶ φυλακισμένο καὶ σὲ βοηθήσαμε; Ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου θὰ εἶναι κάτι παραπάνω ἀπό συγκινητική: Ἐφ' ὅσον αὐτὰ τὰ κάματε σὲ κάποιον ἀπό τους θεωρούμενους ἀσήμαντους καὶ μικρούς, «ἐμοί ἐποιήσατε», σ' Ἐμένα τὸν ἴδιο τὰ κάνατε.

Σ᾿ Ἐμένα τὸν ἴδιο! Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια θά τονίσει καί στοὺς ἀμετανόητους ἁμαρτωλούς, τοὺς ὁποίους θὰ ἐλέγξει αὐστηρά, διότι δὲν Τὸν εὐσπλαγχνίσθηκαν στὴ δυστυχία Του. Καὶ στὴν ἀπορία τους πότε Τὸν εἶδαν νὰ ὑποφέρει καὶ δὲν Τὸν φρόντισαν, θά ἀπαντήσει ἔτσι: Ἐφ' ὅσον δὲν τὸ κάνατε σὲ κάποιον ἀπό τούς συνανθρώπους σας τοὺς θεωρούμενους μικροὺς καὶ ἀσήμαντους, οὔτε σ᾿ Ἐμένα τὸ κάνατε.

ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ θὰ ἐπισφραγισθεῖ μέ τή φοβερή κατάληξη: «ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον». Κόλασις αἰώνιος καί ζωὴ αἰώνιος. Μετὰ τὴν Τελική Κρίση ἀκολουθεῖ ἡ Ὁριστικὴ Κατάσταση. Ὁριστική. Ἀμετακίνητη. Παντοτινή!

Παντοτινή! Ὄχι διότι τὸ θέλει καί τὸ ἐπιβάλλει ὁ Θεός, ἀλλὰ διότι ἡ ψυχικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου θὰ εἶναι ἀδύνατο νά ἀλλάξει. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἀλλάξει, ἐφ' ὅσον ζεῖ στὸν κόσμο αὐτό. Μετὰ θάνατο κάθε ἀλλαγὴ εἶναι ἀδύνατη.

ΟΙ ΕΛΑΧΙΣΤΟΙ ΑΔΕΛΦΟΙ

Κόλασις αἰώνιος καί ζωὴ αἰώνιος. Δύο ἄβυσσοι ἐνώπιον τοῦ καθενός μας. Ἡ ἄβυσσος τῆς Θείας Ζωῆς καί ἡ ἄβυσσος τοῦ δαιμονικοῦ σκότους. Καί ἡ ἐπιλογὴ μας καθορίζεται ἀπό ἕνα κριτήριο καί μόνο. Ἀπό τὴ στάση μας πρὸς τοὺς συνανθρώπους μας, τοὺς μικροὺς καί ἀσήμαντους ἀνθρώπους ποὺ ζοῦν καί κινοῦνται δίπλα μας, κοντά μας. Δηλαδὴ ἀπό τή στάση μας πρὸς τὸν ἴδιο τὸν Κύριο καί Θεό μας. Διότι Ἐκεῖνος τὸ δήλωσε καθαρά, ἀπερίφραστα: «Ἐμοί ἐποιήσατε»! Αὐτὸ ποὺ κάνατε «ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων», πρὸς τοὺς ὁποιουσδήποτε μικροὺς καί  ἀσήμαντους ἀνθρώπους, τὸ κάνατε σ᾿ Ἐμένα τὸν ἴδιο.

Μία τόσο ἁπλῆ ἀλήθεια καί ὅμως τόσο ξένη συχνὰ σέ μᾶς. Ξένη. Ἄγνωστη. Ἤ, τὸ χειρότερο, περιφρονημένη. Δὲν θέλουμε νὰ καταλάβουμε αὐτὸ τὸ τόσο στοιχειῶδες: ὅτι τὸ κλειδὶ τοῦ Παραδείσου γιὰ τὸν καθένα μας βρίσκεται στὰ χέρια τοῦ διπλανοῦ μας.

Τί τραγικὸ λοιπὸν θὰ εἶναι νὰ ἀρχίσουμε τότε νὰ ἐρωτᾶμε ἀνωφελῶς: «Κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα;»!

Πότε μὲ εἴδατε; Ποτέ! Ἀφοῦ τὰ μάτια σας τὰ σκεπάσατε μὲ τὸ τυφλοπάνι τοῦ ἀτομισμοῦ σας, τῆς ἐγωιστικῆς ἐπιβολῆς σας, τῆς θεληματικῆς ἀδιαφορίας σας. Ποτέ! Λοιπόν, ἀφοῦ δὲν μὲ εἴδατε καὶ δὲν μὲ γνωρίζετε, «πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι»!

Ὦ Κύριε, ἄνοιξε ἐπιτέλους τὰ μάτια μας νά δοῦμε σωστά τούς ἀδελφούς μας! Δηλαδὴ νὰ δοῦμε Ἐσένα, Κύριε!

  (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου