ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ
(23 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2025)
ΕΩΘΙΝΟΝ Β΄
Διαγενομένου τοῦ Σαββάτου, Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ
καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα, ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν τὸν
Ἰησοῦν. Καὶ λίαν πρωΐ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον ἀνατείλαντος
τοῦ ἡλίου. Καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς, Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας
τοῦ μνημείου; καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος, ἦν γὰρ μέγας
σφόδρα. Καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον, εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς
δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολήν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. ὁ δὲ λέγει αὐταῖς, Μὴ
ἐκθαμβεῖσθε, Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον, ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὦδε,
ἴδε, ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν, ἀλλ' ὑπάγετε, εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ
Πέτρῳ, ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν, ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν.
Καὶ ἐξελθοῦσαι ταχὺ ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου, εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις,
καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον, ἐφοβοῦντο γάρ.
(Μᾶρκ. ιϚ΄[16] 1 – 8)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
1 Αφοῦ πέρασε τό Σάββατο, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ Μαρία ἡ
μητέρα τοῦ Ἰακώβου καί ἡ Σαλώμη ἀγόρασαν τό βράδυ τοῦ Σαββάτου ἀρώματα, γιά νά ἔλθουν
τό πρωί στόν τάφο καί νά ἀλείψουν τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. 2 Καί πολύ πρωί τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος
ἔρχονται στό μνημεῖο τήν ὥρα πού ὁ ἥλιος ἄρχισε νά διαλύει τό πρωινό σκοτάδι,
καθώς πῆρε ν’ ἀνατέλλει κάτω ἀπ’ τόν ὁρίζοντα. 3 Κι ἔλεγαν μεταξύ τους: Ποιός θά μᾶς
κυλίσει τή μεγάλη πέτρα μακριά ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ μνημείου; 4 Μόλις ὅμως ἔστρεψαν τά μάτια τους
πρός τά ἐκεῖ, εἶδαν ὅτι εἶχε μετατοπισθεῖ ἡ πέτρα μακριά ἀπ’ τό μνημεῖο. Καί τά
ἔλεγαν αὐτά μεταξύ τους, διότι ἡ πέτρα αὐτή ἦταν πολύ μεγάλη καί δέν ἦταν εὔκολο
νά μετακινηθεῖ. 5 Κι ἀφοῦ
μπῆκαν στό μνημεῖο, εἶδαν ἕνα νέο πού καθόταν στά δεξιά τοῦ μνημείου καί ἦταν
ντυμένος μέ λευκή στολή, καί γέμισαν μέ τρόμο καί κατάπληξη. 6 Αὐτός ὅμως τούς εἶπε: Μήν τρομάζετε
καί μή φοβάστε. Ξέρω ποιόν ζητᾶτε. Ζητᾶτε τόν Ἰησοῦ τόν Ναζαρηνό τόν ἐσταυρωμένο.
Ἀναστήθηκε. Δέν εἶναι ἐδῶ. Νά, εἶναι ἀδειανό
τό μέρος πού τόν ἔβαλαν. 7
Ἀλλά πηγαίνετε καί πέστε στούς μαθητές του καί ἰδιαιτέρως στόν Πέτρο, πού ἔχει ἀνάγκη
παρηγοριᾶς καί βεβαιώσεως ὅτι συγχωρήθηκε γιά τήν ἄρνησή του, ὅτι πηγαίνει πρίν
ἀπό σᾶς στή Γαλιλαία καί σᾶς περιμένει ἐκεῖ. Ἐκεῖ θά τόν δεῖτε, ὅπως σᾶς τό εἶπε
πρίν σταυρωθεῖ. 8 Ἐκεῖνες
τότε βγῆκαν κι ἔφυγαν ἀπό τό μνημεῖο. Ἦταν μάλιστα γεμάτες τρόμο καί ἔκσταση.
Δέν εἶπαν ὅμως τίποτε σέ κανένα, διότι ἦταν φοβισμένες.
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
(Κυριακῆς)
Ἀδελφοί, βρῶμα ἡμᾶς οὐ παρίστησι τῷ Θεῷ· οὔτε γὰρ ἐὰν φάγωμεν περισσεύομεν,
οὔτε ἐὰν μὴ φάγωμεν ὑστερούμεθα. βλέπετε
δὲ μήπως ἡ ἐξουσία ὑμῶν αὕτη πρόσκομμα γένηται τοῖς ἀσθενοῦσιν. ἐὰν γάρ τις ἴδῃ σε, τὸν ἔχοντα γνῶσιν, ἐν εἰδωλείῳ κατακείμενον, οὐχὶ ἡ συνείδησις αὐτοῦ ἀσθενοῦς ὄντος οἰκοδομηθήσεται εἰς τὸ τὰ εἰδωλόθυτα ἐσθίειν; καὶ ἀπολεῖται ὁ ἀσθενῶν ἀδελφὸς ἐπὶ τῇ σῇ γνώσει, δι' ὃν Χριστὸς ἀπέθανεν. οὕτω δὲ ἁμαρτάνοντες εἰς τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τύπτοντες αὐτῶν τὴν συνείδησιν ἀσθενοῦσαν εἰς Χριστὸν ἁμαρτάνετε. διόπερ εἰ βρῶμα σκανδαλίζει τὸν ἀδελφόν μου, οὐ μὴ φάγω κρέα εἰς τὸν αἰῶνα, ἵνα μὴ τὸν ἀδελφόν μου σκανδαλίσω.
Οὐκ εἰμὶ ἀπόστολος; οὐκ εἰμὶ ἐλεύθερος; οὐχὶ Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν Κύριον ἡμῶν ἑώρακα; οὗ τὸ ἔργον μου ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ; εἰ ἄλλοις οὐκ εἰμὶ ἀπόστολος, ἀλλά γε ὑμῖν εἰμι· ἡ γὰρ σφραγὶς τῆς ἐμῆς ἀποστολῆς ὑμεῖς ἐστε
ἐν Κυρίῳ.
(Α’ Κορ. η΄[8] 8 – θ΄[9] 2)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἀδελφοί, δὲν
εἶναι τὸ φαγητὸ πού μᾶς παρουσιάζει εὐάρεστους στὸν Θεό. Διότι οὔτε
ἐὰν φᾶμε προκόπτουμε καὶ προοδεύουμε στὴν ἀρετή, οὔτε ἐὰν δὲν φᾶμε
ὑστεροῦμε καί μένουμε πίσω σ᾿ αὐτήν. Προσέχετε ὅμως μήπως τὸ δικαίωμα
αὐτό πού ἔχετε νὰ τρῶτε ἀπ᾿ ὅλα, ἀκόμη καὶ τὰ εἰδωλόθυτα, γίνει αἰτία
νὰ ἁμαρτήσουν οἱ ἀδελφοί σας πού εἶναι ἀδύναμοι στὴν πίστη. Καὶ εἶναι
ἑπόμενο νὰ βλαβοῦν σοβαρὰ οἱ ἀδύναμοι ἀδελφοί. Διότι, ἐὰν κανεὶς
ἀπ᾿ αὐτούς δεῖ ἐσένα πού ἔχεις τὴν ὀρθή γνώση νὰ κάθεσαι στὸ τραπέζι
κάποιου ναοῦ τῶν εἰδώλων, δὲν θὰ παρασυρθεῖ καὶ δὲν θὰ παγιωθεῖ ἡ συνείδησή
του στὸ νὰ τρώει τὰ εἰδωλόθυτα ὡς κάτι ἱερὸ καὶ ἄξιο εὐλαβείας, ἀφοῦ
αὐτός εἶναι ἀσθενής; Καὶ θὰ χαθεῖ παρασυρόμενος στὴν εἰδωλολατρία
ὁ ἀδελφός σου πού εἶναι ἀδύνατος πνευματικά, ἐξαιτίας τῆς δικῆς
σου γνώσεως. Ἀλλά γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀδελφοῦ σου αὐτοῦ ὁ Χριστὸς θυσίασε
τὴ ζωή του. Κι ἔτσι διαπράττετε ἁμάρτημα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο βλάπτονται
πολὺ οἱ ἀδελφοί, καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτό ἀποτελεῖ ἁμάρτημα πρὸς τοὺς ἀδελφούς.
Καὶ πληγώνετε ἔτσι καὶ χτυπᾶτε σκληρὰ τὴ συνείδησή τους, ἡ ὁποία εἶναι
ἀσθενικὴ καὶ ἀδύνατη. Ἀλλά ὑποπίπτετε συγχρόνως καὶ σὲ ἁμάρτημα
πού ἀναφέρεται στὸν ἴδιο τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος πέθανε γιὰ νὰ σώσει
τοὺς ἀδελφούς αὐτούς. Γι᾿ αὐτό λοιπόν, ἐὰν αὐτό πού τρώω γίνεται αἰτία
σκανδάλου καὶ ἁμαρτίας στὸν ἀδελφό μου, δὲν θὰ φάω ποτὲ ὁποιοδήποτε
εἶδος κρεάτων, γιὰ νὰ μὴ σκανδαλίσω τὸν ἀδελφό μου. Καὶ ἔρχομαι τώρα
νὰ σᾶς δείξω ὅτι γιὰ τοὺς ἀδύνατους ἀδελφούς ἔκανα καὶ ἐξακολουθῶ
νὰ κάνω θυσίες τῶν δικαιωμάτων μου. Δέν εἶμαι Ἀπόστολος μὲ ἴσα δικαιώματα
μέ τούς ἄλλους Ἀποστόλους; Δὲν εἶμαι ἐλεύθερος, ὅπως ὅλοι οἱ Χριστιανοί;
Δὲν εἶδα τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ τὸν Κύριό μας; Καὶ δὲν εἶστε έσεῖς τὸ ἔργο
πού μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Κυρίου ἐπιτέλεσα; Ἐὰν γιὰ ἄλλους δὲν εἶμαι Ἀπόστολος,
τουλάχιστον ὅμως γιὰ σᾶς εἶμαι Ἀπόστολος. Διότι ἡ σφραγίδα μὲ τὴν ὁποία
πιστοποιεῖται ἐπίσημα τὸ ἀποστολικό μου ἀξίωμα, μέ τή χάρη τοῦ
Κυρίου, εἶστε ἐσεῖς, τούς ὁποίους ἐγώ ὁδήγησα στόν Χριστό.
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶπεν ὁ Κύριος· ὅταν ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ᾿ αὐτοῦ,
τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου
δόξης αὐτοῦ· καὶ συναχθήσεται
ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ᾿ ἀλλήλων, ὥσπερ ὁ ποιμὴν ἀφορίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων, καὶ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων. τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε, οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε
τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν
ἀπὸ καταβολῆς κόσμου· ἐπείνασα γὰρ καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καὶ συνηγάγετέ με, γυμνὸς καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην καὶ ἤλθετε πρός με. τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ οἱ δίκαιοι λέγοντες· κύριε,
πότε σε εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν, ἢ διψῶντα καὶ ἐποτίσαμεν; πότε δέ σε εἴδομεν ξένον καὶ συνηγάγομεν, ἢ γυμνὸν καὶ περιεβάλομεν; πότε δέ σε εἴδομεν ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ καὶ ἤλθομεν πρός σε; καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων
τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε. Τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐωνύμων· πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ· ἐπείνασα γὰρ καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνὸς καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με. τότε
ἀποκριθήσονται αὐτῷ καὶ αὐτοὶ λέγοντες· κύριε, πότε
σε εἴδομεν πεινῶντα ἢ διψῶντα
ἢ ξένον ἢ γυμνὸν ἢ ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι; τότε ἀποκριθήσεται αὐτοῖς
λέγων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν,
ἐφ' ὅσον οὐκ
ἐποιήσατε
ἑνὶ τούτων
τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε. καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον.
(Ματθ. κε΄[25] 31 - 46 )
«κυριε, ποτε σε ειδομεν πεινωντα...;»
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ! Μία
ἡμέρα ποὺ μᾶς ὑπενθυμίζει τὴ Δευτέρα Παρουσία. Ὁ Κύριος ἔρχεται. Ἔρχεται καὶ
πάλιν. Ἔρχεται, θὰ ἔλθει γιά νά κρίνει μὲ δικαιοσύνη τὸν κόσμο. Θὰ ἔλθει ὄχι
ταπεινὰ καί ἀφανῶς, ὅπως τὴν πρώτη φορά, ἀλλὰ «ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ» καὶ μὲ ὅλους τοὺς ἁγίους ἀγγέλους μαζί Του.
Θά ἔλθει στό τέλος αὐτῆς τῆς
μορφῆς τοῦ κόσμου καὶ θὰ συγκεντρωθοῦν μπροστὰ του «πάντα τὰ ἔθνη», ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὅλων τῶν αἰώνων καί τῶν γενεῶν.
Ὅλοι! Οἱ νεκροὶ θὰ ἀναστηθοῦν καὶ οἱ ζωντανοὶ θὰ ἀλλάξουν. Οἱ πάντες θὰ
ἀποκτήσουν γιὰ πάντα τὴν ἀθανασία, ὁ θάνατος θὰ καταργηθεῖ, δὲν θὰ ἀπειλεῖ
πλέον κανένα. Καὶ τότε θὰ ἀρχίσει ἡ μεγάλη δίκη. Τί δίκη ἀλήθεια! Ἐνώπιον τῆς
φοβερῆς θέας τοῦ δικαίου Κριτοῦ τὸ σύμπαν θὰ σεισθεῖ ὡς φύλλο φθινοπωρινό. Θὰ
συγκλονισθοῦν τὰ πάντα τὴν ὥρα πού θά λάβει χώρα ὁ τραγικὸς διαχωρισμὸς τῶν
προβάτων ἀπό τὰ ἐρίφια, ἀπό τὰ κατσίκια. Τῶν δικαίων δηλαδή ἀνθρώπων ἀπό τούς
ἀμετανόητους καί σκληροκάρδιους ἁμαρτωλούς.
Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΒΑΣΙΛΕΥΟΝΤΩΝ
θὰ ἀπευθυνθεῖ τότε πρῶτα στοὺς δικαίους καί ἀφοσιωμένους σ' Αὐτὸν πιστούς. «Δεῦτε», θὰ τοὺς πεῖ, ἐλᾶτε σεῖς, «οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου», ἐλᾶτε
νὰ κληρονομήσετε τὴ δοξασμένη βασιλεία, ποὺ ἔχει ἑτοιμασθεῖ γιὰ σᾶς «ἀπό καταβολῆς κόσμου», ἀπό τὴν ἀρχὴ τῆς
Δημιουργίας.
Ἐλᾶτε νὰ τὴν ἀπολαύσετε,
διότι πείνασα καί μοῦ δώσατε νὰ φάγω, δίψασα καί μοῦ δώσατε νά πιῶ, ἤμουν ξένος
καὶ μὲ φιλοξενήσατε, γυμνὸς καὶ μὲ ντύσατε, ἄρρωστος καὶ μὲ ἐπισκεφθήκατε,
φυλακισμένος καὶ ἤλθατε κοντά μου.
Ἡ ἀπορία τῶν δικαίων
φαίνεται ἀσφαλῶς δικαιολογημένη: Πότε, Κύριε, σὲ εἴδαμε πεινασμένο, διψασμένο,
ξένο, γυμνό, ἀσθενὴ καὶ φυλακισμένο καὶ σὲ βοηθήσαμε; Ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπάντηση τοῦ
Κυρίου θὰ εἶναι κάτι παραπάνω ἀπό συγκινητική: Ἐφ' ὅσον αὐτὰ τὰ κάματε σὲ κάποιον
ἀπό τους θεωρούμενους ἀσήμαντους καὶ μικρούς, «ἐμοί ἐποιήσατε», σ' Ἐμένα τὸν ἴδιο τὰ κάνατε.
Σ᾿ Ἐμένα τὸν ἴδιο! Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια θά τονίσει καί
στοὺς ἀμετανόητους ἁμαρτωλούς, τοὺς ὁποίους θὰ ἐλέγξει αὐστηρά, διότι δὲν Τὸν
εὐσπλαγχνίσθηκαν στὴ δυστυχία Του. Καὶ στὴν ἀπορία τους πότε Τὸν εἶδαν νὰ
ὑποφέρει καὶ δὲν Τὸν φρόντισαν, θά ἀπαντήσει ἔτσι: Ἐφ' ὅσον δὲν τὸ κάνατε σὲ
κάποιον ἀπό τούς συνανθρώπους σας τοὺς θεωρούμενους μικροὺς καὶ ἀσήμαντους,
οὔτε σ᾿ Ἐμένα τὸ κάνατε.
ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ θὰ
ἐπισφραγισθεῖ μέ τή φοβερή κατάληξη: «ἀπελεύσονται
οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον». Κόλασις αἰώνιος
καί ζωὴ αἰώνιος. Μετὰ τὴν Τελική Κρίση
ἀκολουθεῖ ἡ Ὁριστικὴ Κατάσταση.
Ὁριστική. Ἀμετακίνητη. Παντοτινή!
Παντοτινή! Ὄχι διότι τὸ
θέλει καί τὸ ἐπιβάλλει ὁ Θεός, ἀλλὰ διότι ἡ ψυχικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου θὰ
εἶναι ἀδύνατο νά ἀλλάξει. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἀλλάξει, ἐφ' ὅσον ζεῖ στὸν κόσμο
αὐτό. Μετὰ θάνατο κάθε ἀλλαγὴ εἶναι ἀδύνατη.
ΟΙ ΕΛΑΧΙΣΤΟΙ ΑΔΕΛΦΟΙ
Κόλασις αἰώνιος καί ζωὴ
αἰώνιος. Δύο ἄβυσσοι ἐνώπιον τοῦ καθενός μας. Ἡ ἄβυσσος τῆς Θείας Ζωῆς καί ἡ
ἄβυσσος τοῦ δαιμονικοῦ σκότους. Καί ἡ ἐπιλογὴ μας καθορίζεται ἀπό ἕνα κριτήριο
καί μόνο. Ἀπό τὴ στάση μας πρὸς τοὺς συνανθρώπους μας, τοὺς μικροὺς καί ἀσήμαντους
ἀνθρώπους ποὺ ζοῦν καί κινοῦνται δίπλα μας, κοντά μας. Δηλαδὴ ἀπό τή στάση μας
πρὸς τὸν ἴδιο τὸν Κύριο καί Θεό μας. Διότι Ἐκεῖνος τὸ δήλωσε καθαρά,
ἀπερίφραστα: «Ἐμοί ἐποιήσατε»! Αὐτὸ
ποὺ κάνατε «ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου
τῶν ἐλαχίστων», πρὸς τοὺς ὁποιουσδήποτε μικροὺς καί ἀσήμαντους ἀνθρώπους, τὸ κάνατε σ᾿ Ἐμένα τὸν
ἴδιο.
Μία τόσο ἁπλῆ ἀλήθεια καί
ὅμως τόσο ξένη συχνὰ σέ μᾶς. Ξένη. Ἄγνωστη. Ἤ, τὸ χειρότερο, περιφρονημένη. Δὲν
θέλουμε νὰ καταλάβουμε αὐτὸ τὸ τόσο στοιχειῶδες: ὅτι τὸ κλειδὶ τοῦ Παραδείσου
γιὰ τὸν καθένα μας βρίσκεται στὰ χέρια τοῦ διπλανοῦ μας.
Τί τραγικὸ λοιπὸν θὰ εἶναι
νὰ ἀρχίσουμε τότε νὰ ἐρωτᾶμε ἀνωφελῶς: «Κύριε,
πότε σε εἴδομεν πεινῶντα;»!
Πότε μὲ εἴδατε; Ποτέ! Ἀφοῦ
τὰ μάτια σας τὰ σκεπάσατε μὲ τὸ τυφλοπάνι τοῦ ἀτομισμοῦ σας, τῆς ἐγωιστικῆς
ἐπιβολῆς σας, τῆς θεληματικῆς ἀδιαφορίας σας. Ποτέ! Λοιπόν, ἀφοῦ δὲν μὲ εἴδατε
καὶ δὲν μὲ γνωρίζετε, «πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ
οἱ κατηραμένοι»!
Ὦ Κύριε, ἄνοιξε ἐπιτέλους τὰ
μάτια μας νά δοῦμε σωστά τούς ἀδελφούς μας! Δηλαδὴ νὰ δοῦμε Ἐσένα, Κύριε!
(Διασκευὴ
ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου