Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2025

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

  ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

      ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΛΟΥΚΑ

(ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ Ζ΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ)

(12 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2025)

 


ΕΩΘΙΝΟΝ Ζ΄

Τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται πρωΐ σκοτίας ἔτι οὔσης, εἰς τὸ μνημεῖον· καὶ βλέπει τὸν λίθον ἠρμένον ἐκ τοῦ μνημείου. Τρέχει οὖν, καὶ ἔρχεται πρὸς Σίμωνα Πέτρον, καὶ πρὸς τὸν ἄλλον μαθητὴν, ὃν ἐφίλει ὁ Ἰησοῦς, καὶ λέγει αὐτοῖς· Ἦραν τὸν Κύριον ἐκ τοῦ μνημείου, καὶ οὐκ οἴδαμεν ποῦ ἔθηκαν αὐτόν. Ἐξῆλθεν οὖν ὁ Πέτρος καὶ ὁ ἄλλος μαθητής, καὶ ἤρχοντο εἰς τὸ μνημεῖον. Ἔτρεχον δὲ οἱ δύο ὁμοῦ· καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς προέδραμε τάχιον τοῦ Πέτρου, καὶ ἦλθε πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας, βλέπει κείμενα τὰ ὀθόνια, οὐ μέντοι εἰσῆλθεν. Ἔρχεται οὖν Σίμων Πέτρος ἀκολουθῶν αὐτῷ, καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ θεωρεῖ τὰ ὀθόνια κείμενα, καὶ τὸ σουδάριον, ὃ ἦν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, οὐ μετὰ τῶν ὀθονίων κείμενον, ἀλλὰ χωρὶς ἐντετυλιγμένον εἰς ἕνα τόπον. Τότε οὖν εἰσῆλθε καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς ὁ ἐλθὼν πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ εἶδε, καὶ ἐπίστευσεν. Οὐδέπω γὰρ ᾔδεισαν τὴν Γραφήν, ὅτι δεῖ αὐτὸν ἐκ νεκρῶν ἀναστῆναι. Ἀπῆλθον οὖν πάλιν πρὸς ἑαυτοὺς οἱ μαθηταί.

(Ἰωάν. κ΄[20] 1 – 10)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

Ἀφοῦ πέρασε τὸ Σάββατο, τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, ποὺ ἦταν ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται στὸ μνημεῖο πρωί, ὅταν ἦταν ἀκόμη σκοτάδι, καὶ βλέπει ὅτι ὁ λίθος ποὺ ἔφραζε τὴν εἴσοδο τοῦ τάφου ἦταν σηκωμένος ἀπὸ τὸ μνῆμα. Ὅταν λοιπὸν εἶδε τὸ μνῆμα ἀνοιχτό, τρέχει κι ἔρχεται στὸν Σίμωνα Πέτρο καὶ στὸν ἄλλο μαθητὴ τὸν ὁποῖο ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς, καὶ τοὺς εἶπε: Πῆραν τὸν Κύριο ἀπὸ τὸ μνημεῖο καὶ δὲν ξερουμε ποῦ τὸν ἔβαλαν. Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀνέλπιστη αὐτὴ εἴδηση, βγῆκε ὁ Πέτρος ἀπὸ τὸ σπίτι ποὺ ἔμενε, καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν βγῆκε καὶ ὁ ἄλλος μαθητής, καὶ ἔρχονταν στὸ μνημεῖο. Ἔτρεχαν λοιπὸν καὶ οἱ δύο μαζί· ἀλλὰ ὁ ἄλλος μαθητής, ἐπειδὴ ἦταν νεότερος, ἔτρεξε μπροστὰ πιὸ γρήγορα ἀπὸ τὸν Πέτρο καὶ ἔφθασε πρῶτος στὸ μνημεῖο. Καὶ σκύβοντας ἀπ᾿ ἔξω βλέπει τοὺς νεκρικοὺς ἐπιδέσμους νὰ εἶναι κάτω στὴ γῆ· ἐπειδὴ ὅμως ἦταν πολὺ συγκινημένος, δὲν προχώρησε νὰ μπεῖ μέσα. Ἐνῶ λοιπὸν περίμενε ἀπ᾿ ἔξω, ἔρχεται καὶ ὁ Σίμων Πέτρος ὕστερα ἀπ᾿ αὐτὸν καί, θαρραλέος καὶ ὁρμητικὸς ὅπως ἦταν ἀπὸ τὸν χαρακτήρα του, μπῆκε στὸ μνημεῖο καὶ παρατήρησε ἀπὸ κοντὰ ὅτι οἱ νεκρικοὶ ἐπίδεσμοι ἦταν κάτω στὴ γῆ καὶ δὲν ἔλειπαν, ὅπως θὰ ἦταν φυσικὸ νὰ συμβεῖ ἐὰν τὸ σῶμα εἶχε κλαπεῖ. Παρατήρησε ἀκόμη ὅτι τὸ ὕφασμα μὲ τὸ ὁποῖο εἶχαν σκεπάσει τὸ κεφάλι τοῦ Ἰησοῦ, δὲν ἦταν ἀνακατεμένο μὲ τοὺς ἐπιδέσμους ἀκατάστατα, ἀλλὰ ἦταν τυλιγμένο χωριστὰ κάπου ἐκεῖ μὲ τάξη, ποὺ δὲν πρόδιδε βιασύνη καὶ σπουδή. Τότε λοιπὸν καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς ποὺ εἶχε ἔλθει πρῶτος στὸ μνῆμα, παρακινημένος ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ Πέτρου, μπῆκε μέσα, καὶ τὰ εἶδε αὐτὰ ἀπὸ κοντὰ καὶ πίστεψε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀναστήθηκε. Δὲν εἶχε πιστέψει πιὸ πρίν, ἀλλὰ μόλις τώρα ποὺ εἶδε ἀδειανὸ τὸν τάφο· διότι καὶ αὐτὸς καὶ ὁ Πέτρος δὲν γνώριζαν ἀκόμη τὴν ἀληθινὴ σημασία τῶν προφητειῶν τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅτι σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ ὁ Μεσσίας ἔπρεπε νὰ ἀναστηθεῖ ἀπὸ τοὺς νεκρούς. Ἀφοῦ λοιπὸν ἐξέτασαν τὸν τάφο καὶ πείσθηκαν ὅτι κάθε ἄλλη ἔρευνα ἦταν περιττή, ἐπέστρεψαν πάλι στὰ καταλύματά τους οἱ μαθητές.

 

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ Ζ΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ)

Τέκνον Τίτε, πι­στὸς λό­γος· κα πε­ρὶ το­ύ­των βο­ύ­λο­μαί σε δι­α­βε­βαι­οῦ­σθαι, ἵ­να φρον­τί­ζω­σι κα­λῶν ἔρ­γων προ­ΐ­στα­σθαι ο πε­πι­στευ­κό­τες τ Θε­ῷ. ταῦ­τά ἐ­στι τ κα­λὰ κα ὠ­φέ­λι­μα τος ἀν­θρώ­ποις· μω­ρὰς δ ζη­τή­σεις κα γε­νε­α­λο­γί­ας κα ἔ­ρεις κα μά­χας νο­μι­κὰς πε­ρι­ί­στα­σο· εἰ­σὶ γρ ἀ­νω­φε­λεῖς κα μά­ται­οι. αἱ­ρε­τι­κὸν ἄν­θρω­πον με­τὰ μί­αν κα δευ­τέ­ραν νου­θε­σί­αν πα­ραι­τοῦ, εἰ­δὼς ὅ­τι ἐ­ξέ­στρα­πται ὁ τοι­οῦ­τος κα ἁ­μαρ­τά­νει ὢν αὐ­το­κα­τά­κρι­τος. Ὅ­ταν πέμ­ψω Ἀρ­τε­μᾶν πρς σε Τυ­χι­κόν, σπο­ύ­δα­σον ἐλ­θεῖν πρς με ες Νι­κό­πο­λιν· ἐ­κεῖ γρ κέ­κρι­κα πα­ρα­χει­μά­σαι. Ζη­νᾶν τν νο­μι­κὸν κα Ἀ­πολ­λὼ σπου­δα­ί­ως πρό­πεμ­ψον, ἵ­να μη­δὲν αὐ­τοῖς λε­ί­πῃ. μαν­θα­νέ­τω­σαν δ κα ο ἡ­μέ­τε­ροι κα­λῶν ἔρ­γων προ­ΐ­στα­σθαι ες τς ἀ­ναγ­κα­ί­ας χρε­ί­ας, ἵ­να μ ὦ­σιν ἄ­καρ­ποι. Ἀ­σπά­ζον­ταί σε ο με­τ' ἐ­μοῦ πάν­τες. ἄ­σπα­σαι τος φι­λοῦν­τας ἡ­μᾶς ἐν πί­στει. χά­ρις με­τὰ πάν­των ὑ­μῶν· ἀ­μήν.

 (Τἰτ. γ΄[3] 8 – 15)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Παιδί μου Τίτε, τό ὅ­τι δι­και­ω­θή­κα­με καὶ ἀ­να­γεν­νη­θή­κα­με καὶ θὰ κλη­ρο­νο­μή­σου­με τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ὴ εἶ­ναι λό­γος καὶ ἀ­λή­θεια ἀ­ξι­ό­πι­στη. Καὶ γι' αὐ­τὰ τὰ θέ­μα­τα θέ­λω νὰ μι­λᾶς μὲ βε­βαι­ό­τη­τα καὶ μὲ κύ­ρος, γιὰ νὰ φρον­τί­ζουν ὅ­σοι ἔ­χουν πι­στέ­ψει στὸ Θε­ὸ νὰ πρω­το­στα­τοῦν ἀ­κού­ρα­στα σὲ κα­λὰ ἔρ­γα. Αὐ­τὰ εἶ­ναι τὰ κα­λὰ ἔρ­γα καὶ τὰ ὠ­φέ­λι­μα στοὺς ἀν­θρώ­πους· αὐ­τὰ γιὰ τὰ ὁποῖα σᾶς μί­λη­σα. Ἀ­πό­φευ­γε τὶς ἀ­νό­η­τες συ­ζη­τή­σεις καὶ τὶς γε­νε­α­λο­γί­ες γιὰ τοὺς μυ­θι­κοὺς θε­οὺς ἢ τοὺς εὐ­γε­νεῖς προ­γό­νους, ὅ­πως καὶ τὶς φι­λο­νι­κί­ες καὶ δι­α­μά­χες γιὰ τὸν ἰ­ου­δα­ϊ­κὸ νό­μο, δι­ό­τι δὲν φέρ­νουν κα­μί­α ὠ­φέ­λεια καὶ εἶ­ναι μά­ται­ες. Αἱ­ρε­τι­κὸ ἄν­θρω­πο πού ἐ­πι­μέ­νει νὰ δη­μι­ουρ­γεῖ σκάν­δα­λα καὶ δι­αι­ρέ­σεις στὴν Ἐκ­κλη­σί­α, μο­λο­νό­τι τὸν συμ­βού­λευ­σες γιὰ πρώ­τη καὶ δεύ­τε­ρη φο­ρά, πα­ρά­τη­σέ τον καὶ ἀ­πό­φευ­γέ τον. Γνώ­ρι­ζε ὅ­τι ἕ­νας τέ­τοι­ος ἄν­θρω­πος ἔ­χει διαστραφεῖ καὶ ἁ­μαρ­τά­νει· καὶ γιὰ τὴν ἁ­μαρ­τί­α του αὐ­τὴ ἐ­λέγ­χε­ται καὶ κα­τα­κρί­νε­ται ἀ­πὸ τὴ συ­νεί­δη­σή του καὶ ἀ­πὸ τὸν ἴ­διο του τὸν ἑ­αυ­τό. Ὅ­ταν σοῦ στεί­λω τὸν Ἀρτεμᾶ ἢ τὸν Τυ­χι­κό, φρόν­τι­σε γρή­γο­ρα νὰ ἔλ­θεις στὴ Νι­κό­πο­λη, δι­ό­τι ἐκεῖ ἀ­πο­φά­σι­σα νὰ πε­ρά­σω τὸ χει­μώ­να. Τὸν Ζη­νᾶ τὸ νο­μο­δι­δά­σκα­λο καὶ τὸν Ἀπολλώ κατευόδωσέ τους μὲ ἐ­πι­με­λη­μέ­νη προ­ε­τοι­μα­σί­α, γιὰ νὰ μὴν τοὺς λεί­πει τί­πο­τε στὸ τα­ξί­δι τους. Μὲ τὴν εὐ­και­ρί­α μά­λι­στα τῆς προ­ε­τοι­μα­σί­ας αὐ­τῆς ἂς παίρ­νουν μά­θη­μα καὶ οἱ δι­κοί μας νὰ πρω­το­στατοῦν καὶ νὰ ἐρ­γά­ζον­ται κα­λὰ ἔρ­γα καὶ νὰ συν­τρέ­χουν τοὺς ἀ­δελ­φοὺς στὶς ἀ­πα­ραί­τη­τες ὑ­λι­κές τους ἀ­νάγ­κες, γιά νὰ μὴ στε­ροῦν­ται ἀ­πὸ πνευ­μα­τι­κοὺς καρ­πούς. Σὲ χαι­ρε­τοῦν ἐγ­κάρ­δια ὅ­λοι ὅ­σοι εἶ­ναι μα­ζί μου. Χαιρέτησε ὅ­σους μᾶς ἀ­γα­ποῦν, ἐ­πει­δὴ ἔ­χουν κοι­νὴ πί­στη μέ μᾶς. Σᾶς εὔ­χο­μαι ἡ χά­ρις τοῦ Θε­οῦ νὰ εἶ­ναι μὲ ὅ­λους σας. Ἀ­μήν.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Εἶπεν ὁ Κύριος τήν παραβολήν ταύτην. ἐ­ξῆλ­θεν ὁ σπε­ί­ρων το σπεῖ­ραι τν σπό­ρον αὐ­τοῦ. κα ν τ σπε­ί­ρειν αὐ­τὸν μν ἔ­πε­σε πα­ρὰ τν ὁ­δόν, κα κα­τε­πα­τή­θη, κα τ πε­τει­νὰ το οὐ­ρα­νοῦ κα­τέ­φα­γεν αὐ­τό· κα ἕ­τε­ρον ἔ­πε­σεν ἐ­πὶ τν πέ­τραν, κα φυ­ὲν ἐ­ξη­ράν­θη δι­ὰ τ μ ἔ­χειν ἰ­κμά­δα· κα ἕ­τε­ρον ἔ­πε­σεν ἐν μέ­σῳ τν ἀ­καν­θῶν, κα συμ­φυ­εῖ­σαι α ἄ­καν­θαι ἀ­πέ­πνι­ξαν αὐ­τό. κα ἕ­τε­ρον ἔ­πε­σεν ες τν γν τν ἀ­γα­θήν, κα φυ­ὲν ἐ­πο­ί­η­σε καρ­πὸν ἑ­κα­τον­τα­πλα­σί­ο­να. ταῦ­τα λέ­γων ἐ­φώ­νει· ἔ­χων ὦ­τα ἀ­κο­ύ­ειν ἀ­κου­έ­τω. Ἐ­πη­ρώ­των δ αὐ­τὸν ο μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ λέ­γον­τες· Τς εἴ­η πα­ρα­βο­λή αὕ­τη; δ εἶ­πεν· Ὑ­μῖν δέ­δο­ται γνῶ­ναι τ μυ­στή­ρι­α τς βα­σι­λε­ί­ας το Θε­οῦ, τος δ λοι­ποῖς ν πα­ρα­βο­λαῖς, ἵ­να βλέ­πον­τες μ βλέ­πω­σι κα ἀ­κο­ύ­ον­τες μ συ­νι­ῶ­σιν. Ἔ­στι δ αὕ­τη πα­ρα­βο­λή· σπό­ρος ἐ­στὶν ὁ λό­γος το Θε­οῦ· ο δ πα­ρὰ τν ὁ­δόν εἰ­σιν ο ἀ­κο­ύ­σαν­τες, εἶ­τα ἔρ­χε­ται ὁ δι­ά­βο­λος κα αἴ­ρει τν λό­γον ἀ­πὸ τς καρ­δί­ας αὐ­τῶν, ἵ­να μ πι­στε­ύ­σαν­τες σω­θῶ­σιν. ο δ ἐ­πὶ τς πέ­τρας ο ὅ­ταν ἀ­κού­σω­σι, με­τὰ χα­ρᾶς δέ­χον­ται τν λό­γον, κα οὗ­τοι ῥί­ζαν οκ ἔ­χου­σιν, ο πρς και­ρὸν πι­στε­ύ­ου­σι κα ν και­ρῷ πει­ρα­σμοῦ ἀ­φί­σταν­ται. τ δ ες τς ἀ­κάν­θας πε­σόν, οὗ­τοί εἰ­σιν ο ἀ­κού­σαν­τες, κα ὑ­πὸ με­ρι­μνῶν κα πλο­ύ­του κα ἡ­δο­νῶν το βί­ου πο­ρευ­ό­με­νοι συμ­πνί­γον­ται κα ο τε­λε­σφο­ροῦ­σι. τ δ ν τ κα­λῇ γ, οὗ­τοί εἰ­σιν οἵ­τι­νες ν καρ­δί­ᾳ κα­λῇ κα ἀ­γα­θῇ ἀ­κο­ύ­σαν­τες τν λό­γον κα­τέ­χου­σι κα καρ­πο­φο­ροῦ­σιν ν ὑ­πο­μο­νῇ.      

  (Λουκ. η΄[8] 5 – 15)

 

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Η ΠΡΩΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ μετὰ τὴν 11η Ὀκτωβρίου εἶναι πάντοτε ἀφιερωμένη στήν ἱερή μνήμη τῶν ἁγίων Πατέρων, πού τὸ ἔτος 787 μ.Χ. συνεκρότησαν τὴν Ζ' Οἰκουμενική Σύνοδο κατά τῶν αἱρετικῶν Εἰκονομάχων. Ἡ Ἐκκλησία μας λοιπὸν καθώρισε τὴν ἡμέρα αὐτή τῆς μνήμης τῶν ἁγίων Πατέρων νά ἀναγινώσκεται ὡς Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἡ γνωστὴ σὲ ὅλους μας παραβολή τοῦ Σπορέως.

Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ χρησιμοποίησε ὁ Κύριος στὴν παραβολὴ αὐτὴ εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ γεωργοῦ ποὺ σπέρνει τό χωράφι του. Κατὰ τὴν σπορά, λέγει ὁ Κύριος, ἕνα μέρος τοῦ σπόρου ἔπεσε στόν δρόμο καί οἱ διαβάτες τὸν καταπάτησαν, τὰ δὲ πουλιὰ τὸν κατάφαγαν. Ἕνα ἄλλο τμῆμα τοῦ σπόρου ἔπεσε σὲ ἔδαφος πετρῶδες· ἐφύτρωσε, δέν βρῆκε ὅμως ὑγρασία, μὲ ἀποτέλεσμα νά ξερανθεῖ. Κάποια ποσότητα σπόρου πάλιν ἔπεσε σὲ μέρος γεμάτο ἀγκάθια· ἐβλάστησε καὶ ἀναπτύχθηκε, τὰ ἀγκάθια ὅμως ἔπνιξαν καί ἀδυνάτισαν φοβερὰ τὰ τρυφερὰ βλαστάρια του. Τέλος, ἕνα μέρος τοῦ σπόρου ἔπεσε μέσα στὸ φρεσκοοργωμένο χωράφι καί φύτρωσε καί ἔφερε καρπὸ ἑκατονταπλάσιο. Καὶ ὁ Κύριος συνεπλήρωσε λέγοντας: Ὅποιος ἔχει αὐτιὰ πνευματικά, πρόθυμα νά ἀκούουν αὐτὰ ποὺ λέγω, ἄς τά ἀκούει.

ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ τῆς Παραβολῆς; Οἱ μαθητές ἀπορημένοι ζήτησαν ἀπό τὸν Κύριο νὰ τοὺς τὸ ἀναπτύξει. Καὶ Ἐκεῖνος τότε τοὺς ἐπαίνεσε, διότι λόγω τῆς καλῆς τους διαθέσεως τοὺς ἔχει δοθεῖ ἀπό τὸν Θεὸ ἡ εἰδικὴ χάρις νὰ γνωρίσουν τὰ βαθύτερα μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Τόνισε ὅμως ὅτι στὸν πολὺ κόσμο, ποὺ ἐπιπόλαια καὶ ἀδιάφορα ἀκούει τὶς ἀλήθειες τοῦ Εὐαγγελίου, θά μιλᾶ μὲ παραβολές, ὥστε νά ἀκούουν, ἀλλά νά μή κατανοοῦν καὶ νὰ μή ἀντιλαμβάνονται τὰ βαθύτερα νοήματα, γιὰ νὰ μή ἐπιβαρυνθεῖ ἡ θέση τους ἀπό τὴν ἀδιαφορία μὲ τὴν ὁποία καὶ αὐτὰ θὰ τὰ ἀντιμετώπιζαν.

ΤΟ ΒΑΘΥΤΕΡΟ ΝΟΗΜΑ τῆς Παραβολῆς, ἐξήγησε ὁ Κύριος, εἶναι τοῦτο:

Ο ΣΠΟΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Τὸ ἔδαφος εἶναι οἱ καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Κάποιων ἀνθρώπων οἱ καρδιὲς μοιάζουν μὲ τὸν δρόμο. Ἀκούουν ἁπλῶς τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά δὲν τὸν προσέχουν. Ὁ διάβολος τὸν βρίσκει ἐκτεθειμένο καὶ τὸν παίρνει ἀπό τὶς καρδιές τους. Ἔτσι μένουν στὴν ἀπιστία καὶ ὁδηγοῦνται στὴν ἀπώλεια.

ΑΛΛΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ οἱ καρδιὲς μοιάζουν μὲ ἔδαφος πετρῶδες. Ἀκούουν μέ χαρά τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά «ρίζαν οὐκ ἔχουσι», δὲν ἔχουν βάθος. Στὴν πρώτη δυσκολία, στὸν πρῶτο κίνδυνο, πειρασμὸ ἢ διωγμὸ τὰ λησμονοῦν ὅλα καὶ ἐγκαταλείπουν τὸν ἀγῶνα.

ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΠΝΙΓΟΝΤΑΙ μέσ' στὰ ἀγκάθια. Πρόθυμοι εἶναι. Ἀγωνίζονται νὰ ζήσουν ζωὴ πίστεως. Προχωροῦν ἀρκετά. Ἐπειτα ὅμως πνίγονται. Πνίγονται μέσα στὶς ἀγωνιώδεις φροντίδες γιὰ τὴν ἀπόκτηση χρημάτων καὶ ἀνέσεων καὶ ἀπολαύσεων. Ἔτσι τὰ χάνουν ὅλα. Καὶ χάνονται στὸ τέλος καί οἱ ἴδιοι.

ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΟΜΩΣ καὶ οἱ καλοπροαίρετοι ἐκεῖνοι ἄνθρωποι, ποὺ μοιάζουν μὲ τὸ καλὸ καὶ εὔφορο χωράφι. Αὐτοὶ ἀκούουν πρόθυμα τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, τὸν κλείνουν σφικτὰ μέσα στὶς καρδιές τους, δείχνουν ὑπομονὴ στοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς θλίψεις καὶ φέρνουν καρποὺς πνευματικοὺς πλούσιους — ἁγιάζονται!

ΤΑ ΑΓΚΑΘΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

Δὲν εἶναι ἄπιστοι. Δὲν εἶναι ἀδιάφοροι. Οὔτε καὶ ἐπιπόλαιοι. Εἶναι ἄνθρωποι μὲ ζῆλο Θεοῦ  Τρέχουν στὴν Ἐκκλησία, ἀκούουν τὰ κηρύγματα, ἀγωνίζονται νὰ ζήσουν ἀληθινὴ χριστιανικὴ ζωή.

Ἔχουν ὅμως μιά ἀδυναμία. Ἀγαποῦν τὸν κόσμο τοῦτο. Θέλουν καί στήν Ἐκκλησία νά βρίσκονται καί τίς ἡδονὲς καί ἀπολαύσεις τοῦ κόσμου νά χαίρονται. Ἔπειτα ἡ καρδιὰ τους μαγνητίζεται ἀπό τόν πλοῦτο. Δὲν χορταίνουν ποτέ. Τρέχουν συνεχῶς ἀπό τή μιά ἐργασία στὴν ἄλλη. Αὐξάνουν τὶς ἐπιχειρήσεις τους, ἐπεκτείνουν τὶς δραστηριότητές τους, πολλαπλασιάζουν τὴν περιουσία τους. Τρέχουν, ἀγωνιοῦν, βασανίζονται. Εὐθύνες, ὑποχρεώσεις, μέριμνες... πνίγονται!

Πνίγονται!

Πνίγονται μέσα σὲ μιά θάλασσα μεριμνῶν καί ὑποχρεώσεων. Δὲν ἔχουν χρόνο, δὲν ἔχουν διάθεση, δέν βρίσκουν ἡσυχία.

Πνίγονται!

Ἡ καρδιὰ σιγὰ-σιγὰ ἀγριεύει. Τὴν γεμίζουν τὰ ἀγκάθια τῆς ἀγάπης τοῦ πλούτου, τῶν ἡδονῶν, καί οἱ μέριμνες πού ἀκολουθοῦν. Ἡ ψυχὴ ἀσφυκτιᾶ, δὲν ἔχει ὀξυγόνο νὰ ἀναπνεύσει. Ἔτσι σιγὰ - σιγὰ μαραίνεται. Χάνεται ἡ δροσιά της. Κιτρινίζουν τὰ φύλλα της. Τὰ ἀγκάθια αὐξάνουν ταχύτατα.

Ἡ εἰκόνα τῆς ἀκανθώδους γῆς εἶναι ἴσως ἡ χαρακτηριστικότερη φωτογραφία τῆς ἐποχῆς μας. Μήπως καί δικὴ μας φωτογραφία; Ἀλλά, ἄν τὰ ἀγκάθια τῶν κοσμικῶν ἐπιδιώξεων γεμίσουν τὴν ψυχή μας, κινδυνεύουμε. Τὸ τέλος θὰ εἶναι ὁ μαρασμὸς τῆς ψυχῆς.

Γι' αὐτὸ τὸν λόγο εἶναι ἀνάγκη τὰ ἀγκάθια νὰ ξερριζωθοῦν. Δέν εἶναι εὔκολο νὰ ξερριζώνει κανείς ἀγκάθια. Καί πληγώνεται καὶ ὑποφέρει. Ἀλλά δὲν ὑπάρχει ἄλλη λύση. Ἂν τὰ ἀφήσουμε, θὰ μᾶς πνίξουν. Ἂν τὰ ξερριζώσουμε, θὰ σωθοῦμε. Ποτέ δὲν εἶναι ἀργά. Ἀρκεῖ νὰ τὸ ἀποφασίσουμε.

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου