Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΛΟΥΚΑ

(19 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2025)

 


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΙΘ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)  

Ἀ­δελ­φοί, ὁ Θε­ὸς καὶ Πα­τὴρ τοῦ Κυ­ρί­ου ᾽Ι­η­σοῦ Χρι­στοῦ οἶ­δεν, ὁ ὢν εὐ­λο­γη­τὸς εἰς τοὺς αἰ­ῶ­νας, ὅ­τι οὐ ψε­ύ­δο­μαι. Ἐν Δα­μα­σκῷ ὁ ἐ­θνάρ­χης ῾Α­ρέ­τα τοῦ βα­σι­λέ­ως ἐ­φρο­ύ­ρει τὴν πό­λιν Δα­μα­σκη­νῶν πι­ά­σαι με, καὶ διὰ θυ­ρί­δος ἐν σαρ­γά­νῃ ἐ­χα­λά­σθην διὰ τοῦ τε­ί­χους καὶ ἐ­ξέ­φυ­γον τὰς χεῖ­ρας αὐ­τοῦ. Καυ­χᾶ­σθαι δεῖ· οὐ συμ­φέ­ρει μοι· ἐ­λε­ύ­σο­μαι δὲ εἰς ὀ­πτα­σί­ας καὶ ἀ­πο­κα­λύ­ψεις Κυ­ρί­ου. Οἶ­δα ἄν­θρω­πον ἐν Χρι­στῷ πρὸ ἐ­τῶν δε­κα­τεσ­σά­ρων· εἴ­τε ἐν σώ­μα­τι οὐκ οἶ­δα, εἴ­τε ἐ­κτὸς τοῦ σώ­μα­τος οὐκ οἶ­δα, ὁ Θε­ὸς οἶ­δεν· ἁρ­πα­γέν­τα τὸν τοι­οῦ­τον ἕ­ως τρί­του οὐ­ρα­νοῦ. Καὶ οἶ­δα τὸν τοι­οῦ­τον ἄν­θρω­πον· εἴ­τε ἐν σώ­μα­τι εἴ­τε χω­ρὶς τοῦ σώ­μα­τος οὐκ οἶ­δα, ὁ Θε­ὸς οἶ­δεν· ὅ­τι ἡρ­πά­γη εἰς τὸν πα­ρά­δει­σον καὶ ἤ­κου­σεν ἄρ­ρη­τα ῥή­μα­τα ἃ οὐκ ἐ­ξὸν ἀν­θρώ­πῳ λα­λῆ­σαι. Ὑ­πὲρ τοῦ τοι­ο­ύ­του καυ­χή­σο­μαι, ὑ­πὲρ δὲ ἐ­μαυ­τοῦ οὐ καυ­χή­σο­μαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀ­σθε­νε­ί­αις μου. Ἐ­ὰν γὰρ θε­λή­σω καυ­χή­σα­σθαι, οὐκ ἔ­σο­μαι ἄ­φρων· ἀ­λή­θειαν γὰρ ἐ­ρῶ· φε­ί­δο­μαι δέ, μή τις εἰς ἐ­μὲ λο­γί­ση­ται ὑ­πὲρ ὃ βλέ­πει με ἢ ἀ­κο­ύ­ει τι ἐξ ἐ­μοῦ. Καὶ τῇ ὑ­περ­βο­λῇ τῶν ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ων, ἵ­να μὴ ὑ­πε­ρα­ί­ρω­μαι, ἐ­δό­θη μοι σκό­λοψ τῇ σαρκί, ἄγ­γε­λος Σα­τᾶν, ἵ­να με κο­λα­φί­ζῃ, ἵ­να μὴ ὑ­πε­ρα­ί­ρω­μαι. Ὑ­πὲρ το­ύ­του τρὶς τὸν Κύριον πα­ρε­κά­λε­σα ἵ­να ἀ­πο­στῇ ἀπ᾽ ἐ­μοῦ· καὶ εἴ­ρη­κέν μοι· ᾽Αρ­κεῖ σοι ἡ χά­ρις μου· ἡ γὰρ δύ­να­μίς μου ἐν ἀ­σθε­νε­ί­ᾳ τε­λει­οῦ­ται· ἥ­δι­στα οὖν μᾶλ­λον καυ­χή­σο­μαι ἐν ταῖς ἀ­σθε­νε­ί­αις μου, ἵ­να ἐ­πι­σκη­νώ­σῃ ἐπ᾽ ἐ­μὲ ἡ δύ­να­μις τοῦ Χρι­στοῦ. 

(Β΄ Κορ. ια΄[11] 31-33, ιβ΄[12] 1-9)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἀ­δελ­φοί, θά σς π πράγ­μα­τα πού ἴ­σως σς φα­νοῦν ἀ­πί­στευ­τα. Ἀλ­λά ὁ Θε­ός καί Πα­τήρ το Κυ­ρί­ου μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ὁ­ποῖ­ος εἶ­ναι εὐ­λο­γη­μέ­νος στούς αἰ­ῶ­νες, γνω­ρί­ζει ὅ­τι δέν λέ­ω ψέ­μα­τα. Στή Δα­μα­σκό δι­οι­κη­τής πού εἶ­χε δι­ο­ρι­σθεῖ ἀ­πό τόν βα­σι­λιά Ἀ­ρέ­τα φρου­ροῦ­σε τήν πό­λη τν Δα­μα­σκη­νῶν, ἐ­πει­δή ἤ­θε­λε νά μέ συλ­λά­βει. Κι ἀ­πό κά­ποι­ο πα­ρά­θυ­ρο μέ κα­τέ­βα­σαν κά­τω μέ­σα σέ δι­κτυ­ω­τό κα­λά­θι, μέ­σα ἀ­πό κά­ποι­ο ἄ­νοιγ­μα το τεί­χους τς πό­λε­ως, καί ξέ­φυ­γα ἀ­πό τά χέ­ρια του. Νά σᾶς μι­λή­σω λοι­πόν καί γιά ἄλ­λους δι­ωγ­μούς μου, δέν μέ συμ­φέ­ρει νά καυ­χι­έ­μαι. Στα­μα­τῶ λοι­πόν γι’ αὐ­τό νά μι­λῶ γιά τούς δι­ωγ­μούς καί τούς ἄλ­λους κό­πους μου. Θά ἀ­να­φερ­θῶ ὅ­μως σέ ὀ­πτα­σί­ες καί ἀ­πο­κα­λύ­ψεις πού μοῦ χά­ρι­σε ὁ Κύ­ριος. Γνω­ρί­ζω ἕ­ναν ἄν­θρω­πο πού βρί­σκε­ται σέ στε­νή σχέ­ση καί ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μέ τόν Χρι­στό. Ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τός πρίν ἀ­πό δε­κα­τέσ­σε­ρα χρό­νια ἁρ­πά­χθη­κε καί ἀ­νυ­ψώ­θη­κε μέ­χρι τόν τρί­το οὐ­ρα­νό, ὅ­που δι­α­μέ­νουν οἱ ἀγ­γε­λι­κές δυ­νά­μεις. Δέν γνω­ρί­ζω ὅ­μως ἐ­άν ἦ­ταν μέ τό σῶ­μα του τήν ὥ­ρα ἐ­κεί­νη ἤ ἦ­ταν σέ ἔκ­στα­ση, ἔ­ξω ἀ­πό τό σῶ­μα του. Ὁ Θε­ός ξέ­ρει. Καί γνω­ρί­ζω ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τός (εἴ­τε μέ τό σῶ­μα του, εἴ­τε ἔ­ξω ἀ­π’ τό σῶ­μα του, μό­νο μέ τήν ψυ­χή του, δέν γνω­ρί­ζω, ὁ Θε­ός γνω­ρί­ζει) ἁρ­πά­χθη­κε καί με­τα­φέρ­θη­κε στόν Πα­ρά­δει­σο κι ἄ­κου­σε λό­για πού κα­νέ­νας ἄν­θρω­πος δέν ἔ­χει τή δύ­να­μη νά τά πεῖ, κι οὔ­τε ἐ­πι­τρέ­πε­ται νά τά ξε­στο­μί­σει λό­γῳ τῆς ἱ­ε­ρό­τη­τός τους. Γιά τόν ἄν­θρω­πο αὐ­τόν θά καυ­χη­θῶ. Δέν εἶ­ναι ὁ συ­νη­θι­σμέ­νος Παῦ­λος αὐ­τός, ἀλ­λά ἄλ­λος Παῦ­λος, στόν ὁ­ποῖ­ο ὁ Κύ­ριος ἔ­δω­σε πολ­λές χά­ρι­τες. Γιά τόν ἑ­αυ­τό μου ὅ­μως δέν θά καυ­χη­θῶ πα­ρά μό­νο γιά τίς θλί­ψεις καί τούς πει­ρα­σμούς μου, ὅ­που φα­νε­ρώ­νε­ται ἡ ἀ­σθέ­νειά μου, ἀλ­λά καί ἡ δύ­να­μη τοῦ Θε­οῦ πού δέν μ’ ἀ­φή­νει νά κα­ταρ­ρεύ­σω. Μό­νο γιά τίς ἀ­σθέ­νει­ές μου αὐ­τές θά καυ­χη­θῶ κι ὄ­χι γιά τίς ἐ­πι­τυ­χί­ες καί τή δρά­ση μου. Δι­ό­τι ἐ­άν θε­λή­σω καί γι’ αὐ­τά νά καυ­χη­θῶ, δέν θά εἶ­μαι ἄ­μυα­λος καί ἀ­νό­η­τος, ἐ­πει­δή θά πῶ τήν ἀ­λή­θεια. Δυ­σκο­λεύ­ο­μαι ὅ­μως νά καυ­χη­θῶ, γιά νά μή μοῦ λο­γα­ριά­σει κα­νείς τί­πο­τε πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό ἐ­κεῖ­νο πού βλέ­πει ἤ ἀ­κού­ει ἀ­πό μέ­να. Καί ἐ­ξαι­τί­ας τῶν πολ­λῶν καί με­γά­λων ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ων ἐ­πέ­τρε­ψε ὁ Θε­ός καί μοῦ δό­θη­κε ἀγ­κα­θω­τό ξύ­λο στό σῶ­μα, ἀρ­ρώ­στια ἀ­θε­ρά­πευ­τη, ἄγ­γε­λος τοῦ σα­τα­νᾶ, γιά νά μέ χτυ­πᾶ στό πρό­σω­πο καί νά μέ τα­λαι­πω­ρεῖ, γιά νά μήν ὑ­πε­ρη­φα­νεύ­ο­μαι. Γιά τόν πει­ρα­σμό αὐ­τό τρεῖς φο­ρές πα­ρα­κά­λε­σα τόν Κύ­ριο νά μοῦ τόν ἀ­πο­μα­κρύ­νει. Ἀλ­λά ὁ Κύ­ριος μοῦ εἶ­πε: Σοῦ εἶ­ναι ἀρ­κε­τή ἡ χά­ρις πού σοῦ δί­νω. Δι­ό­τι ἡ δύ­να­μή μου ἀ­να­δει­κνύ­ε­ται τέ­λεια, ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ἀ­σθε­νής καί μέ τήν ἐ­νί­σχυ­σή μου κα­τορ­θώ­νει με­γά­λα καί θαυ­μα­στά. Μέ πο­λύ με­γά­λη εὐ­χα­ρί­στη­ση λοι­πόν θά καυ­χι­έ­μαι πε­ρισ­σό­τε­ρο στίς ἀ­σθέ­νει­ές μου, γιά νά κα­τοι­κή­σει μέ­σα μου ἡ δύ­να­μη τοῦ Χρι­στοῦ.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἐ­πο­ρε­ύ­ε­το ὁ Ἰ­η­σοῦς εἰς πό­λιν κα­λου­μέ­νην Να­ΐν· καὶ συ­νε­πο­ρε­ύ­ον­το αὐ­τῷ οἱ μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ ἱ­κα­νοὶ καὶ ὄ­χλος πο­λύς. ὡς δὲ ἤγ­γι­σε τῇ πύ­λῃ τῆς πό­λε­ως, καὶ ἰ­δοὺ ἐ­ξε­κο­μί­ζε­το τε­θνη­κὼς υἱ­ὸς μο­νο­γε­νὴς τῇ μη­τρὶ αὐ­τοῦ, καὶ αὕ­τη ἦν χή­ρα, καὶ ὄ­χλος τῆς πό­λε­ως ἱ­κα­νὸς ἦν σὺν αὐ­τῇ. καὶ ἰ­δὼν αὐ­τὴν ὁ Κύ­ριος ἐ­σπλαγ­χνί­σθη ἐ­π' αὐ­τῇ καὶ εἶ­πεν αὐ­τῇ· Μὴ κλαῖ­ε· καὶ προ­σελ­θὼν ἥ­ψα­το τῆς σο­ροῦ, οἱ δὲ βα­στά­ζον­τες ἔ­στη­σαν, καὶ εἶ­πε· Νε­α­νί­σκε, σοὶ λέ­γω, ἐ­γέρ­θη­τι. καὶ ἀ­νε­κά­θι­σεν ὁ νε­κρὸς καὶ ἤρ­ξα­το λα­λεῖν, καὶ ἔ­δω­κεν αὐ­τὸν τῇ μη­τρὶ αὐ­τοῦ. ἔ­λα­βε δὲ φό­βος πάν­τας, καὶ ἐ­δό­ξα­ζον τὸν Θε­ὸν, λέ­γον­τες ὅ­τι Προ­φή­της μέ­γας ἐ­γή­γερ­ται ἐν ἡ­μῖν, καὶ ὅ­τι ἐ­πε­σκέ­ψα­το ὁ Θε­ὸς τὸν λα­ὸν αὐ­τοῦ.

                                           (Λουκ. ζ΄[7] 11 – 16)

 

H ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΑΝΕΡΜΗΝΕΥΤΩΝ

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

ΗΤΑΝ ΧΗΡΑ. Εχε δη θάψει τν νδρα της κα πέμεινε μόνη κα προστάτευτη στόν κόσμο. Τς εχε πομείνει μόνο να μικρό παιδί, νας γιός. Ατό τό παιδ ταν ζωή της. Ατ τ παιδ πάλευε να ναθρέψει.

Τώρα δηγε κα ατό τό μοναδικό της στήριγμα στν τάφο. ρα τώρα δν τς πομένει τίποτε. Τώρα μένει χωρίς τή ζωή της. Τώρα δν χει ζωή. χήρα μητέρα εναι διπλά νεκρή. 

Η ΝΕΚΡΙΚΗ ΠΟΜΠΗ βγαίνει ξω π τν πόλη, τ Ναΐν. Κατευθύνεται πρός τό νεκροταφεο. Πλθος πολύ συνοδεύει ατή τήν τραγική κηδεία. Συντριμμένο, βουβό τό πλθος. φωνος πόνος καί τά θόρυβα δάκρυα συνοδεύουν τόν δραματικό σπαραγμό τς παρηγόρητης μητέρας. ποία, τί λλο ν κάνει; Κλαίει... 

ΜΗ ΚΛΑΙΕ! Μή κλας! Τα λόγια ατά ξυπνον τό βουβαμένο πλήθος. νεκρική πομπή χει συναντήσει μίαν λλη πομπή. Τόν Κύριο μέ τούς μαθητές του κα να πλθος κόσμου πού τόν κολουθε. Κύριος τς ζως καί το θανάτου πλησιάζει στό κέντρο το δράματος κα πευθύνει ατά τά λόγια —«μή κλαε» — πρς τ συντετριμμένη μητέρα. Ταυτοχρόνως κινεται πρός τό φέρετρο. Τ κουμπ μ τό χέρι Του κα «ο βαστάζοντες στησαν»· ο μεταφορες το νεκρο παραξενεμένοι σταμάτησαν. 

Ο νθρωποι κυττάζουν πορημένοι! Τί νόημα χει αύτή ή αφνίδια διακοπή τς κηδείας; Τ ρώτημα βασανίζει λους, πάντηση μως δν χει κανείς. 

ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ. Δν μεσολαβον παρά λάχιστες στιγμές, ως του φων το Κυρίου κούεται κα πάλιν. πευθύνεται μως τώρα πρός τόν νεκρ γι τς χήρας. Κα δν εναι γλυκει κα παλ ατ τ φορά. Τώρα φωνή το Κυρίου κούγεται ξουσιαστική καί πιτακτική. Δν παρακαλε, διατάζει! «Νεανίσκε, σοί λέγω, γέρθητι»! Νεανίσκε, σέ σένα μιλ· σήκω πάνω! 

«Κα νεκάθισεν νεκρς κα ρξατο λαλεν».  ̓Ανασηκώθηκε τ νεκρό παιδί καί ρχισε ν μιλ. Κα Κύριος τό παρέδωσε τότε στν ξίσου κα διπλά νεκραναστημένη μητέρα του. 

ΤΟΤΕ ΣΤΟ ΠΛΗΘΟΣ πλώθηκε φόβος. «λαβε δ φόβος πάντας». Τ γεγονός περέβαινε τν ντοχ κα ντίληψη τν ἀνθρώπων. βλεπαν, λλ δν μποροσαν ν κατανοήσουν. Φοβήθηκαν. ρχισαν να διαισθάνονται τι «προφήτης μέγας» χει μφανισθεῖ κα τι Θεός εχεν πισκεφθεῖ προστατευτικ κα στοργικά τόν πονεμένο κα βασανισμένο λαό Του. 

ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ

θάνατος πρξε τό πιο σκοτειν κα νερμήνευτο μυστήριο γιά τν νθρωπο. φιλοσοφία τ προσέγγισε πανειλημμένα, λλά ο προσπάθειές της ν τ ρμηνεύσει ποτύγχαναν παταγωδς. Ο γιατροί πιχείρησαν ν τ δαμάσουν μ τά φάρμακα, λλ τά φάρμακα ποχωροσαν πάντοτε δύναμα ντελς. Ο θρησκείες περιέβαλαν τό μυστήριο το θανάτου μ κόμη μεγαλύτερο σκοτάδι. Τ καναν τελετουργία κα μετέτρεψαν τν νθρώπινο σπαραγμ σ λατρεία νύπαρκτων θεοτήτων. 

Τν θάνατο τν πλησίασαν λοι μ φόβο. λοι. Μέχρι πού λθε νας, Κύριος τς ζως κα το θανάτου, Χριστός.

Χριστός μας ρμήνευσε ατ τ τόσο σκοτειν κα νερμήνευτο μυστήριο. χυσε φς στ πυκνό σκοτάδι. ξήγησε τήν προέλευση το θανάτου, τν ατία του. Δίδαξε πώς ατία το θανάτου πρξε μαρτία κα τ κακό. δωσε κόμη κα τ λύση. Τόνισε τι τάφος δν εναι τ τέλος. Κα τι νθρωπος δν θ εναι μετ τν θάνατο γι πάντα μόνο πνεμα, ψυχή. Μίλησε γιά τήν νάσταση τν σωμάτων. 

Κύριος δειξε γιά πρώτη φορά τό ΤΕΛΟΣ! Τό τέλος δ ατ δν εναι μία μαραμένη κοινωνία σαρκων πνευμάτων.  ̓Αλλ εναι νας νέος κόσμος. νας κόσμος ναστάσεως. Μία κοινωνία ναστημένων νθρώπων μέσα στό περκόσμιο φς τς θεϊκς δόξας. 

Μέ τόν Χριστό κα ν τ Χριστ δν πάρχει θάνατος. θάνατος εναι νικημένος. Κα εναι νικημένος γιά πάντα. 

Τώρα λα χουν λλάξει νόημα. Τώρα κκλησία τν πρωτότοκων υἱῶν το Θεο κατευθύνεται πρς τ σχατο τέλος μ τν πιό ερή προσδοκία το κόσμου: 

Τώρα κκλησία κα κάθε ληθινός πιστός «προσδοκ νάστασιν νεκρν κα ζων το μέλλοντος αἰῶνος»!

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου