ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ
ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄
ΛΟΥΚΑ
(19 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2025)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΙΘ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ τοῦ Κυρίου
᾽Ιησοῦ Χριστοῦ οἶδεν, ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι οὐ ψεύδομαι.
Ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης ῾Αρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν πόλιν Δαμασκηνῶν
πιάσαι με, καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ
ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ. Καυχᾶσθαι δεῖ· οὐ συμφέρει μοι· ἐλεύσομαι
δὲ εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου. Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ
πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος
οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ.
Καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον· εἴτε ἐν σώματι εἴτε χωρὶς τοῦ σώματος
οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ὅτι ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα
ῥήματα ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι. Ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι,
ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου. Ἐὰν γὰρ
θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ· φείδομαι
δέ, μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ.
Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων, ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι
σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος Σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ, ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι.
Ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾽ ἐμοῦ· καὶ εἴρηκέν
μοι· ᾽Αρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται·
ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ
ἐπ᾽ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.
(Β΄ Κορ. ια΄[11] 31-33,
ιβ΄[12] 1-9)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἀδελφοί, θά σᾶς πῶ πράγματα πού ἴσως
σᾶς φανοῦν ἀπίστευτα.
Ἀλλά ὁ Θεός καί Πατήρ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ,
ὁ ὁποῖος εἶναι εὐλογημένος στούς αἰῶνες, γνωρίζει ὅτι δέν λέω ψέματα. Στή Δαμασκό ὁ διοικητής πού εἶχε διορισθεῖ ἀπό τόν
βασιλιά Ἀρέτα φρουροῦσε τήν πόλη τῶν Δαμασκηνῶν,
ἐπειδή ἤθελε νά μέ συλλάβει. Κι ἀπό κάποιο
παράθυρο μέ κατέβασαν κάτω μέσα σέ δικτυωτό καλάθι, μέσα ἀπό κάποιο ἄνοιγμα
τοῦ τείχους τῆς πόλεως, καί ξέφυγα ἀπό τά χέρια
του. Νά σᾶς μιλήσω λοιπόν καί γιά ἄλλους διωγμούς μου, δέν μέ συμφέρει
νά καυχιέμαι. Σταματῶ λοιπόν γι’ αὐτό νά μιλῶ γιά τούς διωγμούς καί
τούς ἄλλους κόπους μου. Θά ἀναφερθῶ ὅμως σέ ὀπτασίες καί ἀποκαλύψεις
πού μοῦ χάρισε ὁ Κύριος. Γνωρίζω ἕναν ἄνθρωπο πού βρίσκεται σέ
στενή σχέση καί ἐπικοινωνία μέ τόν Χριστό. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός πρίν ἀπό
δεκατέσσερα χρόνια ἁρπάχθηκε καί ἀνυψώθηκε μέχρι τόν τρίτο οὐρανό,
ὅπου διαμένουν οἱ ἀγγελικές δυνάμεις. Δέν γνωρίζω ὅμως ἐάν ἦταν
μέ τό σῶμα του τήν ὥρα ἐκείνη ἤ ἦταν σέ ἔκσταση, ἔξω ἀπό τό σῶμα του.
Ὁ Θεός ξέρει. Καί γνωρίζω ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός (εἴτε μέ τό σῶμα
του, εἴτε ἔξω ἀπ’ τό σῶμα του, μόνο μέ τήν ψυχή του, δέν γνωρίζω, ὁ Θεός
γνωρίζει) ἁρπάχθηκε καί μεταφέρθηκε στόν Παράδεισο κι ἄκουσε
λόγια πού κανένας ἄνθρωπος δέν ἔχει τή δύναμη νά τά πεῖ, κι οὔτε ἐπιτρέπεται
νά τά ξεστομίσει λόγῳ τῆς ἱερότητός τους. Γιά τόν ἄνθρωπο αὐτόν
θά καυχηθῶ. Δέν εἶναι ὁ συνηθισμένος Παῦλος αὐτός, ἀλλά ἄλλος Παῦλος,
στόν ὁποῖο ὁ Κύριος ἔδωσε πολλές χάριτες. Γιά τόν ἑαυτό μου ὅμως δέν
θά καυχηθῶ παρά μόνο γιά τίς θλίψεις καί τούς πειρασμούς μου, ὅπου φανερώνεται
ἡ ἀσθένειά μου, ἀλλά καί ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ πού δέν μ’ ἀφήνει νά καταρρεύσω. Μόνο
γιά τίς ἀσθένειές μου αὐτές θά καυχηθῶ κι ὄχι γιά τίς ἐπιτυχίες καί
τή δράση μου. Διότι ἐάν θελήσω καί γι’ αὐτά νά καυχηθῶ, δέν θά εἶμαι
ἄμυαλος καί ἀνόητος, ἐπειδή θά πῶ τήν ἀλήθεια. Δυσκολεύομαι ὅμως
νά καυχηθῶ, γιά νά μή μοῦ λογαριάσει κανείς τίποτε περισσότερο ἀπό
ἐκεῖνο πού βλέπει ἤ ἀκούει ἀπό μένα. Καί ἐξαιτίας τῶν πολλῶν
καί μεγάλων ἀποκαλύψεων ἐπέτρεψε ὁ Θεός καί μοῦ δόθηκε ἀγκαθωτό
ξύλο στό σῶμα, ἀρρώστια ἀθεράπευτη, ἄγγελος τοῦ σατανᾶ, γιά νά μέ
χτυπᾶ στό πρόσωπο καί νά μέ ταλαιπωρεῖ, γιά νά μήν ὑπερηφανεύομαι. Γιά
τόν πειρασμό αὐτό τρεῖς φορές παρακάλεσα τόν Κύριο νά μοῦ τόν ἀπομακρύνει. Ἀλλά
ὁ Κύριος μοῦ εἶπε: Σοῦ εἶναι ἀρκετή ἡ χάρις πού σοῦ δίνω. Διότι ἡ δύναμή
μου ἀναδεικνύεται τέλεια, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀσθενής καί μέ τήν
ἐνίσχυσή μου κατορθώνει μεγάλα καί θαυμαστά. Μέ πολύ μεγάλη εὐχαρίστηση
λοιπόν θά καυχιέμαι περισσότερο στίς ἀσθένειές μου, γιά νά κατοικήσει
μέσα μου ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ.
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπορεύετο ὁ Ἰησοῦς εἰς
πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ
καὶ ὄχλος πολύς. ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο
τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος
τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ. καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη
ἐπ' αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· Μὴ κλαῖε· καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ
δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι.
καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ
αὐτοῦ. ἔλαβε δὲ φόβος πάντας, καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεὸν, λέγοντες ὅτι
Προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν
αὐτοῦ.
(Λουκ. ζ΄[7] 11
– 16)
H ΕΡΜΗΝΕΙΑ
ΤΩΝ ΑΝΕΡΜΗΝΕΥΤΩΝ
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
ΗΤΑΝ ΧΗΡΑ. Εἶχε ἤδη
θάψει τὸν
ἄνδρα
της καὶ
ἀπέμεινε
μόνη καὶ
ἀπροστάτευτη
στόν κόσμο. Τῆς εἶχε
ἀπομείνει
μόνο ἕνα
μικρό παιδί, ἕνας
γιός. Αὐτό
τό παιδὶ
ἦταν
ἡ
ζωή της. Αὐτὸ
τὸ
παιδὶ
ἐπάλευε
να ἀναθρέψει.
Τώρα ὁδηγεῖ καὶ αὐτό τό μοναδικό της στήριγμα στὸν
τάφο. Ἄρα τώρα δὲν τῆς
ἀπομένει
τίποτε. Τώρα μένει χωρίς τή ζωή της. Τώρα δὲν ἔχει
ζωή. Ἡ χήρα μητέρα εἶναι διπλά
νεκρή.
Η ΝΕΚΡΙΚΗ ΠΟΜΠΗ βγαίνει ἔξω ἀπὸ
τὴν
πόλη, τὴ Ναΐν. Κατευθύνεται πρός τό νεκροταφεῖο.
Πλῆθος
πολύ συνοδεύει αὐτή τήν τραγική κηδεία. Συντριμμένο, βουβό τό πλῆθος.
Ὁ
ἄφωνος
πόνος καί τά ἀθόρυβα
δάκρυα συνοδεύουν τόν δραματικό σπαραγμό τῆς ἀπαρηγόρητης
μητέρας. Ἡ
ὁποία,
τί ἄλλο
νὰ
κάνει; Κλαίει...
ΜΗ ΚΛΑΙΕ! Μή κλαῖς! Τα λόγια αὐτά
ξυπνοῦν τό βουβαμένο πλήθος. Ἡ νεκρική πομπή ἔχει συναντήσει μίαν ἄλλη πομπή. Τόν Κύριο μέ τούς μαθητές του καὶ ἕνα
πλῆθος
κόσμου πού τόν ἀκολουθεῖ. Ὁ
Κύριος τῆς
ζωῆς
καί τοῦ
θανάτου πλησιάζει στό κέντρο τοῦ
δράματος καὶ
ἀπευθύνει
αὐτά
τά λόγια —«μή κλαῖε» — πρὸς
τὴ
συντετριμμένη μητέρα. Ταυτοχρόνως κινεῖται πρός τό φέρετρο.
Τὸ
ἀκουμπᾷ
μὲ
τό χέρι Του καὶ
«οἱ
βαστάζοντες ἔστησαν»· οἱ μεταφορεῖς τοῦ
νεκροῦ
παραξενεμένοι σταμάτησαν.
Οἱ ἄνθρωποι κυττάζουν ἀπορημένοι! Τί νόημα ἔχει αύτή ή αἰφνίδια
διακοπή τῆς κηδείας; Τὸ ἐρώτημα
βασανίζει ὅλους,
ἀπάντηση ὅμως δὲν ἔχει κανείς.
ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ. Δὲν μεσολαβοῦν παρά ἐλάχιστες
στιγμές, ἕως
ὅτου
ἡ
φωνὴ
τοῦ
Κυρίου ἀκούεται
καὶ
πάλιν. Ἀπευθύνεται ὅμως τώρα πρός τόν
νεκρὸ
γιὸ
τῆς
χήρας. Καὶ
δὲν
εἶναι
γλυκειὰ
καὶ
ἁπαλὴ
αὐτὴ
τὴ
φορά. Τώρα ἡ φωνή τοῦ Κυρίου ἀκούγεται
ἐξουσιαστική καί ἐπιτακτική. Δὲν
παρακαλεῖ, διατάζει! «Νεανίσκε, σοί λέγω, ἐγέρθητι»!
Νεανίσκε, σέ σένα ὁμιλῶ· σήκω ἐπάνω!
«Καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς
καὶ
ἤρξατο
λαλεῖν».
̓Ανασηκώθηκε τὸ νεκρό παιδί καί ἄρχισε νὰ
μιλᾶ. Καὶ ὁ Κύριος τό παρέδωσε τότε στὴν ἐξίσου ἢ καὶ διπλά νεκραναστημένη μητέρα του.
ΤΟΤΕ ΣΤΟ ΠΛΗΘΟΣ ἁπλώθηκε φόβος. «Ἔλαβε δὲ φόβος πάντας». Τὸ
γεγονός ὑπερέβαινε τὴν ἀντοχὴ
καὶ
ἀντίληψη τῶν ἀνθρώπων. Ἔβλεπαν, ἀλλὰ
δὲν
μποροῦσαν
νὰ
κατανοήσουν. Φοβήθηκαν. Ἄρχισαν
να διαισθάνονται ὅτι «προφήτης μέγας» ἔχει ἐμφανισθεῖ καὶ ὅτι ὁ Θεός εἶχεν ἐπισκεφθεῖ προστατευτικὰ καὶ
στοργικά τόν πονεμένο καὶ βασανισμένο λαό Του.
ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ
ΜΥΣΤΗΡΙΟ
Ὁ θάνατος ὑπῆρξε
τό πιο
σκοτεινὸ καὶ
ἀνερμήνευτο
μυστήριο γιά τὸν ἄνθρωπο. Ἡ φιλοσοφία τὸ
προσέγγισε ἐπανειλημμένα, ἀλλά οἱ προσπάθειές της νὰ τὸ
ἑρμηνεύσει ἀποτύγχαναν
παταγωδῶς. Οἱ γιατροί ἐπιχείρησαν νὰ τὸ
δαμάσουν μὲ τά φάρμακα, ἀλλὰ
τά φάρμακα ὑποχωροῦσαν πάντοτε ἀδύναμα
ἐντελῶς.
Οἱ
θρησκείες περιέβαλαν τό μυστήριο τοῦ
θανάτου μὲ
ἀκόμη
μεγαλύτερο σκοτάδι. Τὸ ἔκαναν τελετουργία καὶ μετέτρεψαν τὸν
ἀνθρώπινο
σπαραγμὸ
σὲ
λατρεία ἀνύπαρκτων
θεοτήτων.
Τὸν θάνατο τὸν πλησίασαν ὅλοι
μὲ
φόβο. Ὅλοι.
Μέχρι πού ἦλθε
ὁ
Ἕνας, ὁ Κύριος τῆς ζωῆς
καὶ
τοῦ
θανάτου, ὁ
Χριστός.
Ὁ
Χριστός μας ἑρμήνευσε
αὐτὸ
τὸ
τόσο σκοτεινὸ
καὶ
ἀνερμήνευτο
μυστήριο. Ἔχυσε
φῶς
στὸ
πυκνό σκοτάδι. Ἐξήγησε τήν
προέλευση τοῦ θανάτου, τὴν αἰτία
του. Δίδαξε πώς αἰτία τοῦ
θανάτου ὑπῆρξε
ἡ
ἁμαρτία
καὶ
τὸ
κακό. Ἔδωσε
ἀκόμη
καὶ
τὴ
λύση. Τόνισε
ὅτι
ὁ
τάφος δὲν
εἶναι
τὸ
τέλος. Καὶ
ὅτι
ὁ
ἄνθρωπος
δὲν
θὰ
εἶναι
μετὰ
τὸν
θάνατο γιὰ
πάντα μόνο πνεῦμα,
ψυχή. Μίλησε γιά τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων.
Ὁ Κύριος ἔδειξε
γιά πρώτη φορά τό ΤΕΛΟΣ! Τό τέλος δὲ αὐτὸ
δὲν
εἶναι
μία μαραμένη κοινωνία ἄσαρκων πνευμάτων. ̓Αλλὰ εἶναι ἕνας νέος κόσμος. Ἕνας κόσμος ἀναστάσεως. Μία
κοινωνία ἀναστημένων
ἀνθρώπων
μέσα στό ὑπερκόσμιο
φῶς
τῆς
θεϊκῆς
δόξας.
Μέ τόν Χριστό καὶ ἐν
τῷ
Χριστῷ
δὲν
ὑπάρχει
θάνατος. Ὅ θάνατος εἶναι νικημένος. Καὶ
εἶναι
νικημένος γιά πάντα.
Τώρα ὅλα ἔχουν ἀλλάξει νόημα. Τώρα ἡ Ἐκκλησία
τῶν
πρωτότοκων
υἱῶν
τοῦ
Θεοῦ
κατευθύνεται πρὸς τὸ ἔσχατο τέλος μὲ τὴν
πιό ἱερή
προσδοκία τοῦ
κόσμου:
Τώρα ἡ Ἐκκλησία καὶ κάθε ἀληθινός πιστός «προσδοκᾷ ἀνάστασιν
νεκρῶν
καὶ
ζωὴν
τοῦ
μέλλοντος αἰῶνος»!
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ
«Ο ΣΩΤΗΡ»)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου