Τετάρτη 19 Αυγούστου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. Τα αναγνώσματα



ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(23 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2015)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀδελφοί, γνωρίζω ὑμῖν τὸ Εὐαγγέλιον ὃ εὐηγγελισάμην ὑμῖν, ὃ καὶ παρελάβετε, ἐν ᾧ καὶ ἑστήκατε, δι᾽ οὗ καὶ σῴζεσθε, τίνι λόγῳ εὐηγγελισάμην ὑμῖν εἰ κατέχετε, ἐκτὸς εἰ μὴ εἰκῇ ἐπιστεύσατε. Παρέδωκα γὰρ ὑμῖν ἐν πρώτοις, ὃ καὶ παρέλαβον, ὅτι Χριστὸς ἀπέθανεν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν κατὰ τὰς γραφάς· καὶ ὅτι ἐτάφη, καὶ ὅτι ἐγήγερται  τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ κατὰ τὰς Γραφάς· καὶ ὅτι ὤφθη Κηφᾷ, εἶτα τοῖς δώδεκα· ἔπειτα ὤφθη ἐπάνω πεντακοσίοις ἀδελφοῖς ἐφάπαξ, ἐξ ὧν οἱ πλείονες μένουσιν ἕως ἄρτι, τινὲς δὲ καὶ ἐκοιμήθησαν· ἔπειτα ὤφθη ᾽Ιακώβῳ, εἶτα τοῖς ἀποστόλοις πᾶσιν· ἔσχατον δὲ πάντων ὡσπερεὶ τῷ ἐκτρώματι ὤφθη κἀμοί. ᾽Εγὼ γάρ εἰμι ὁ ἐλάχιστος τῶν ἀποστόλων, ὃς οὔκ εἰμι ἱκανὸς καλεῖσθαι ἀπόστολος, διότι ἐδίωξα τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ· χάριτι δὲ Θεοῦ εἰμι ὅ εἰμι· καὶ ἡ χάρις αὐτοῦ ἡ εἰς ἐμὲ οὐ κενὴ ἐγενήθη, ἀλλὰ περισσότερον αὐτῶν πάντων ἐκοπίασα· οὐκ ἐγὼ δὲ ἀλλ’ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σὺν ἐμοί. Εἴτε

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
​Σᾶς γνωστοποιῶ λοιπόν, ἀδελφοί, τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ σᾶς δίδαξα, τὸ ὁποῖο καὶ παραλάβατε καί στό ὁποῖο μένετε ἀμετακίνητοι ἀπό τότε. Μ’ αὐτὸ καὶ θὰ σωθεῖτε, ἐάν τὸ κρατᾶτε στερεά, ὅπως ἐγώ σᾶς τό κήρυξα  ἐκτός ἄν μάταια καὶ χωρὶς λόγο πιστέψατε. Λησμονήσατε ὅμως μιὰ οὐσιώδη ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου μου αὐτοῦ. Μὲ τὴν προφορική μου δηλαδὴ διδασκαλία σᾶς παρέδωσα πρῶτα ἐκεῖνο ποὺ κι ἐγώ παρέλαβα, ὅτι δηλαδὴ ὁ Χριστὸς πέθανε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, σύμφωνα μέ ὅσα προφητεύθηκαν στὶς Γραφές, καὶ ὅτι ἐνταφιάστηκε καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα ἀναστήθηκε σύμφωνα μὲ τὶς Γραφές, καί ὅτι ἐμφανίσθηκε μετὰ τὴν Ἀνάσταση του στὸν Κηφᾶ (Πέτρο), κι ἔπειτα στοὺς δώδεκα Ἀποστόλους. Ἔπειτα ἐμφανίσθηκε γιὰ μιὰ φορὰ συγχρόνως σὲ περισσότερους ἀπό πεντακόσιους ἀδελφούς, ἀπό τούς ὁποίους βέβαια μερικοὶ πέθαναν, οἱ περισσότεροι ὅμως ζοῦν ἕως τώρα. Ἔπειτα ἐμφανίσθηκε στὸν Ἰάκωβο, καὶ ὕστερα σ' ὅλους τοὺς Ἀποστόλους. Καὶ τελευταία ἀπ' ὅλους ἐμφανίσθηκε καὶ σὲ μένα σάν σὲ ἔκτρωμα, σάν ἔμβρυο δηλαδὴ ποὺ παράκαιρα ἀποβλήθηκε ἀπ' τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας του. Διότι ἐγώ εἶμαι ὁ ἐλάχιστος, ὁ κατώτερος ἀπ' ὅλους τοὺς Ἀποστόλους, ποὺ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ ὀνομάζομαι Ἀπόστολος, διότι καταδίωξα τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ὅμως εἶμαι ὅ,τι εἶμαι τώρα, δηλαδὴ Ἀπόστολος ἴσος μὲ τοὺς ἄλλους. Καὶ ἡ χάρις πού μοῦ ἔδωσε ὁ Κύριος δὲν ἔμεινε ἄκαρπη καὶ χωρὶς ἀποτέλεσμα, ἀλλά περισσότερο ἀπ' ὅλους αὐτοὺς κοπίασα. Καὶ τὸ ἔργο μάλιστα αὐτὸ δὲν τὸ ἐργάστηκα ἐγώ, ἀλλά ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι μαζί μου καὶ μὲ ἐνισχύει. Ἀφοῦ λοιπὸν καὶ στοὺς ἄλλους Ἀποστόλους καὶ σὲ μένα ἐμφανίσθηκε ὁ Κύριος, καὶ ὅλοι ἀπό ἐκεῖνον ἀναδειχθήκαμε Ἀπόστολοί του, εἴτε ἐγώ ἀσκῶ τό ἀποστολικὸ ἔργο, εἴτε ἐκεῖνοι, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ τὸ ἴδιο Εὐαγγέλιο κηρύττουμε ὅλοι· καὶ ὅπως κηρύττουμε, ἔτσι κι ἐσεῖς πιστέψατε.


ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, νεανίσκος τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ γονυπετῶν αὐτῷ καὶ λέγων· Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον; ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· Τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεὸς. εἰ δὲ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωὴν, τήρησον τὰς ἐντολάς. λέγει αὐτῷ· Ποίας; ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε· Τὸ οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα, καί, ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. λέγει αὐτῷ ὁ νεανίσκος· Πάντα ταῦτα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου· τί ἔτι ὑστερῶ; ἔφη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. ἀκούσας δὲ ὁ νεανίσκος τὸν λόγον ἀπῆλθε λυπούμενος· ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. πάλιν δὲ λέγω ὑμῖν, εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυπήματος ῥαφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. ἀκούσαντες δὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐξεπλήσσοντο σφόδρα λέγοντες· Τίς ἄρα δύναται σωθῆναι; ἐμβλέψας δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Παρὰ ἀνθρώποις τοῦτο ἀδύνατόν ἐστι, παρὰ δὲ Θεῷ πάντα δυνατά ἐστι.(Ματθ.ιθ΄[19]16– 26)

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Ο ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΝΕΟΣ ΑΓΑΠΟΥΣΕ ΤΟΝ ΠΛΗΣΙΟΝ ΤΟΥ;

Κάποια μέρα πλησίασε τὸν Κύριο ἕνας πλούσιος νέος καὶ τὸν ρώτησε μὲ ἐνδιαφέρον πολύ: Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί νὰ κάνω για νὰ ἀποκτήσω τὴν αἰώνια ζωή;
Καὶ ὁ Κύριος τοῦ ἀπάντησε: Γιατί μὲ ὀνομάζεις ἀγαθό, ἀφοῦ μὲ θεωρεῖς ἕναν ἁπλὸ ἄνθρωπο; Κανένας δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ του πραγματικά ἀγαθὸς παρὰ μόνον ἕνας, ὁ Θεός. Ἐάν ὅμως θέλεις νὰ εἰσέλθεις στὴν αἰώνια ζωή, φύλαξε σ’ ὅλη τὴ ζωή σου τὶς ἐντολές.
Κι ὁ νέος ξαναρωτᾶ: Ποιὲς ἐντολές;  Ὁ Κύριος τοῦ ἀπαριθμεῖ κάποιες ἀπὸ τὶς δέκα ἐντολὲς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: Νά μή σκοτώσεις, νά μή μοιχεύσεις, νά μὴν κλέψεις, νά μὴν ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴ μητέρα σου. Καὶ τοῦ προσθέτει καὶ μία ἀκόμη ἐντολὴ ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὸ «Λευιτικό»: Νὰ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὅπως τὸν ἑαυτό σου.
Ὁ νέος τότε μὲ ἀπορία λέει: Ὅλα αὐτὰ τὰ φύλαξα ἀπὸ τότε ποὺ ἤμουν νέος. Τί μοῦ λείπει ἀκόμη;
Ἦταν ὅμως ἀληθινὰ τὰ λόγια τοῦ νέου; Ἔλεγε πράγματι τὴν ἀλήθεια;
Βέβαια ὁ νέος αὐτὸς προσπαθοῦσε ἀπὸ τὰ παιδικὰ του χρόνια νά τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ἤθελε μὲ εἰλικρίνεια νὰ κερδίσει τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀναζητοῦσε μὲ πόθο νὰ μάθει περισσότερα, νὰ γνωρίσει καλύτερα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος λέει ὅτι ὁ Κύριος συμπάθησε τὸν νέο αὐτὸ καὶ τὸν ἀγάπησε. Κι ἐπειδὴ γνώριζε ὅτι ἦταν προσεκτικὸς στὴ ζωή του καὶ ἀγωνιζόταν νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, τοῦ πρόσθεσε τὴν τελευταία αὐτὴ ἐντολή. Διότι ἤθελε νὰ τὸν ὁδηγήσει στὸ δρόμο τῆς τέλειας ἀγάπης καὶ νὰ τὸν ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴν προσκόλληση ποὺ εἶχε στὸν πλοῦτο.
Σ’ αὐτὸ ὅμως τὸ θέμα τῆς ἀγάπης ὁ νέος δὲν ἔλεγε τὴν ἀλήθεια, χωρὶς βέβαια νὰ τὸ καταλαβαίνει. Διότι μὲ βάση τὰ ὅσα ὅριζε ὁ νόμος, νόμιζε ὅτι ἦταν ἐντάξει. Ὅμως δὲν ἦταν. Διότι πῶς μποροῦσε νὰ ἀγαπάει τὸν διπλανό του, τὸν κάθε φτωχὸ καὶ ἄρρωστο καὶ ἐνδεή, ὅταν κρατοῦσε τὰ πλούτη του ἀποκλειστικά γιά τὸν ἑαυτό του;  Πῶς μποροῦσε νὰ εὐτυχεῖ, ἐνῶ ἔβλεπε ὅτι τόσοι ἄλλοι γύρω του ὑπέφεραν μέσα στὴ δυστυχία; Γιατί δὲν ἔδινε ἀπὸ τὰ πολλὰ ποὺ εἶχε σ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν εἶχαν τίποτε; Ἀγαποῦσε βέβαια τὸν διπλανὸ του μέχρι τὸ σημεῖο ἐκεῖνο ποὺ ἡ ἀγάπη του δὲν τοῦ στοίχιζε οἰκονομικά.
Δυστυχῶς πολλοὶ Χριστιανοὶ στὶς μέρες μας μοιάζουμε πολὺ μὲ τὸν πλούσιο αὐτὸν τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀγαποῦμε τὸν Χριστὸ καὶ τὸ θέλημά του, ἀλλὰ μένουμε ταυτόχρονα προσκολλημένοι στὰ πολλὰ ἢ λίγα πλούτη μας. Ἐπιτελοῦμε τὰ θρησκευτικὰ μας καθήκοντα, μετέχουμε στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες, δὲν θέλουμε ὅμως νὰ στερηθοῦμε μερικὰ ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἔχουμε διαθέτοντας ἀπὸ αὐτὰ σὲ ἔργα ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας ἢ σὲ ἄλλα ἱερὰ ἔργα τῆς Ἐκκλησίας μας, κι ἐνῶ γύρω μας τόσοι ὑποφέρουν, ἐμεῖς θέλουμε νὰ ζοῦμε ἄνετα, νὰ ἔχουμε πολλὰ σπίτια, πολλὰ αὐτοκίνητα, καινούργια ἔπιπλα καὶ τόσα ἄλλα. Καὶ κινδυνεύουμε νὰ σκληρυνθοῦμε, νὰ γίνουμε ἄσπλαχνοι, νὰ χάσουμε τὸ δρόμο μας καὶ τὸν προορισμό μας.  

 ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΕΜΠΟΔΙΟ
Ὁ Κύριος στὴ συνέχεια εἶπε κατηγορηματικὰ καὶ ξεκάθαρα στὸν πλούσιο νέο: Ἐάν θέλεις νὰ εἶσαι τέλειος, πήγαινε πούλησε τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ μοίρασέ τα στοὺς φτωχούς, καὶ θὰ ἔχεις θησαυρὸ στοὺς οὐρανούς. Κι ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθήσεις.
Μόλις ὅμως ὁ νέος ἄκουσε τὰ λόγια αὐτά, ἔφυγε λυπημένος, διότι εἶχε πολλὰ κτήματα καὶ ἡ καρδιὰ του ἦταν προσκολλημένη σ’ αὐτά.
Τότε ὁ Κύριος εἶπε στοὺς μαθητές του:
Ἀληθινά σᾶς λέω ὅτι δύσκολα ἕνας πλούσιος ἄνθρωπος θὰ μπεῖ στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Εἶναι εὐκολότερο νὰ περάσει μία καμήλα ἀπὸ τὴν τρύπα ποὺ ἀνοίγει ἡ βελόνα, παρὰ ὁ πλούσιος νὰ μπεῖ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καὶ οἱ μαθητὲς μὲ μεγάλη ἔκπληξη ρωτοῦν: Μὰ τότε ποιος τάχα μπορεῖ νὰ σωθεῖ; Καὶ ὁ Χριστὸς τοὺς ἀπαντᾶ: Στοὺς ἀνθρώπους αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο, στὸν Θεὸ ὅμως ὅλα εἶναι δυνατά. Μέσα ἀπὸ τὸν διάλογο ὅμως αὐτὸ προκύπτει εὔλογα ἡ ἀπορία: Ὅποιος δηλαδὴ θέλει νὰ ἀκολουθήσει τὸν Χριστό, πρέπει νὰ πουλήσει ὅλη του τὴν περιουσία;
Ὄχι ἀσφαλῶς. Ἡ παραγγελία αὐτὴ τοῦ Κυρίου δόθηκε στὸν συγκεκριμένο πλούσιο καὶ εἶχε εἰδικὸ σκοπό. Νὰ τὸν ἀπεξαρτήσει ἀπὸ τὴ φιλαργυρία. Διότι ἡ φιλαργυρία του αὐτή δὲν τὸν ἄφηνε νὰ ἀκολουθήσει τὸν δρόμο τῆς τελειότητας. Ὁ Κύριος δηλαδὴ προκειμένου νά ὁδηγήσει κάθε ἄνθρωπο στὴν τελειότητα, τοῦ ζητᾶ νά ἀπαρνηθεῖ τὸ ἄλφα ἢ βήτα πάθος πού τὸν δένει στὴ γῆ καὶ δὲν τὸν ἀφήνει νὰ ἀγαπήσει ἐλεύθερα καὶ δυνατὰ τὸν Θεὸ καὶ τὴ Βασιλεία του. Κάθε ἄνθρωπος ἔχει διαφορετικὸ πάθος κυρίαρχο στὴν ψυχή του. Ἄλλος εἶναι δέσμιος στὸ θυμό, ἄλλος στὴ ζήλεια, στὴ μέθη, στὸ ψέμα, στὴν πονηρία. Πρέπει λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὸ κυρίαρχο πάθος του, νά εἰσέλθει στὴ στενὴ πύλη καὶ νὰ βαδίσει τὴν τεθλιμμένη ὁδὸ για νὰ κερδίσει τὴν αἰώνια ζωή. Διαφορετικὰ κάποτε θὰ ἀπέλθει κι αὐτὸς λυπούμενος σάν τὸν πλούσιο νέο. Γι’ αὐτὸ ὅσο εἶναι καιρός, ἂς πολεμήσουμε ὅλοι μας τὰ πάθη ἐκεῖνα ποὺ κυριαρχοῦν στὴν ψυχή μας, ποὺ μᾶς κρατοῦν σκλάβους στὴ γῆ καὶ δὲν μᾶς ἀφήνουν νὰ ἀγαπήσουμε τὸν Θεὸ καὶ τὴ Βασιλεία του.
Ἂς ἀγωνισθοῦμε λοιπόν, καὶ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ θὰ δοῦμε τὴν ψυχή μας νὰ ἐλευθερώνεται, νὰ ὑψώνεται πρὸς τὰ ἀνώτερα. Τότε θὰ ἀγαποῦμε περισσότερο τὸν Θεὸ καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ, τὴν προσευχή, τὴ λατρεία, τὴν πνευματικὴ μελέτη. Θὰ ποθοῦμε καθημερινὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἁγιότητα.
                                          (Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου