Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΛΟΥΚΑ
(6 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2019)


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΙϚ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)  
Ἀ­δελ­φοί, συ­νερ­γοῦν­τες πα­ρα­κα­λοῦ­μεν, μὴ εἰς κε­νὸν τὴν χά­ριν τοῦ Θε­οῦ δέ­ξα­σθαι ὑ­μᾶς. Λέγει γάρ· Και­ρῷ δε­κτῷ ἐ­πή­κου­σά σου καὶ ἐν ἡ­μέ­ρᾳ σω­τη­ρί­ας ἐ­βο­ή­θη­σά σοι· ἰ­δοὺ νῦν και­ρὸς εὐ­πρόσ­δε­κτος· ἰ­δοὺ νῦν ἡ­μέ­ρα σω­τη­ρί­ας. Μη­δε­μί­αν ἐν μη­δε­νὶ δι­δόν­τες προ­σκο­πήν, ἵ­να μὴ μω­μη­θῇ ἡ δι­α­κο­νί­α, ἀλλ᾽ ἐν παν­τὶ συ­νι­στῶν­τες ἑ­αυ­τοὺς ὡς Θε­οῦ δι­ά­κο­νοι, ἐν ὑ­πο­μο­νῇ πολ­λῇ, ἐν θλί­ψε­σιν, ἐν ἀ­νάγ­καις, ἐν στε­νο­χω­ρί­αις, ἐν πλη­γαῖς, ἐν φυ­λα­καῖς, ἐν ἀ­κα­τα­στα­σί­αις, ἐν κό­ποις, ἐν ἀ­γρυ­πνί­αις, ἐν νη­στε­ί­αις, ἐν ἁ­γνό­τη­τι, ἐν γνώ­σει, ἐν μα­κρο­θυ­μί­ᾳ, ἐν χρη­στό­τη­τι, ἐν Πνε­ύ­μα­τι ἁ­γί­ῳ, ἐν ἀ­γά­πῃ ἀ­νυ­πο­κρί­τῳ, ἐν λό­γῳ ἀ­λη­θε­ί­ας, ἐν δυ­νά­μει Θε­οῦ· διὰ τῶν ὅ­πλων τῆς δι­και­ο­σύ­νης τῶν δε­ξι­ῶν καὶ ἀ­ρι­στε­ρῶν, διὰ δό­ξης καὶ ἀ­τι­μί­ας, διὰ δυ­σφη­μί­ας καὶ εὐ­φη­μί­ας· ὡς πλά­νοι καὶ ἀ­λη­θεῖς, ὡς ἀ­γνο­ο­ύ­με­νοι καὶ ἐ­πι­γι­νω­σκό­με­νοι, ὡς ἀ­πο­θνῄ­σκον­τες καὶ ἰ­δοὺ ζῶ­μεν, ὡς παι­δευ­ό­με­νοι καὶ μὴ θα­να­το­ύ­με­νοι, ὡς λυ­πο­ύ­με­νοι ἀ­εὶ δὲ χα­ί­ρον­τες, ὡς πτω­χοὶ πολ­λοὺς δὲ πλου­τί­ζον­τες, ὡς μη­δὲν ἔ­χον­τες καὶ πάν­τα κα­τέ­χον­τες                                                      
              (Β΄ Κορ. Ϛ΄[6] 1-10)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἀ­δελ­φοί, συ­νερ­γα­ζό­με­νοι μέ τόν Θε­ό στό ἔρ­γο αὐ­τό τς συμ­φι­λι­ώ­σε­ως καί τς κα­ταλ­λα­γῆς τν ἀν­θρώ­πων, σς πα­ρα­κα­λοῦ­με νά δεί­ξε­τε μέ τή δι­α­γω­γή σας ὅ­τι δέν δε­χθή­κα­τε μά­ται­α καί ἀ­νώ­φε­λα τή χά­ρη το Θε­οῦ. Καί μή νο­μί­σε­τε ὅ­τι πάν­το­τε Θε­ός θά σς στέλ­νει τούς ἀν­τι­προ­σώ­πους του νά σς πα­ρα­κα­λοῦν. Ὄ­χι. Δι­ό­τι λέ­ει Ἁ­γί­α Γρα­φή: Στόν κα­τάλ­λη­λο και­ρό, ὅ­ταν ὁ Θε­ός δεί­χνει τό ἔ­λε­ός του καί τήν ἀ­γά­πη του, σέ ἄ­κου­σα μέ προ­σο­χή, καί τήν ἡ­μέ­ρα πού δί­νε­ται σω­τη­ρί­α, σέ βο­ή­θη­σα. Νά λοι­πόν, τώ­ρα εἶ­ναι και­ρός κα­τάλ­λη­λος, νά, τώ­ρα εἶ­ναι ἡ­μέ­ρα σω­τη­ρί­ας. Καί τώ­ρα σς ἀ­πευ­θύ­νου­με αὐ­τά τά πα­ρα­κλη­τι­κά λό­για χω­ρίς νά δί­νου­με κα­μί­α ἀ­φορ­μή σκαν­δά­λου σέ τί­πο­τε, γιά νά μήν κα­τη­γο­ρη­θεῖ στό ἐ­λά­χι­στο ἡ δι­α­κο­νί­α το κη­ρύγ­μα­τος. Ἀλ­λά ἀν­τί­θε­τα, μέ κά­θε τρό­πο συ­στή­νου­με τούς ἑ­αυ­τούς μας καί ἀ­πο­δει­κνυ­ό­μα­στε ἀ­λη­θι­νοί δι­ά­κο­νοι το Θε­οῦ: μέ ὑ­πο­μο­νή πολ­λή, μέ θλί­ψεις, μέ ἀ­νάγ­κες, μέ στε­νο­χώ­ρι­ες, μέ δαρ­μούς καί μα­στι­γώ­σεις πού πλη­γώ­νουν τό σῶ­μα μας, μέ φυ­λα­κί­σεις, μέ κα­τα­δι­ώ­ξεις πού δέν μς ἀ­φή­νουν νά στα­θοῦ­με που­θε­νά, μέ κό­πους, μέ ἀ­γρυ­πνί­ες, μέ στε­ρή­σεις φα­γη­τοῦ, μέ κα­θα­ρό­τη­τα ἀ­πό κά­θε ἁ­μαρ­τί­α, μέ γνώ­ση τς ἀ­λή­θειας, μέ μα­κρο­θυ­μί­α, μέ κα­λο­σύ­νη, μέ ἁ­για­σμό καί μέ τά χα­ρί­σμα­τα το Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, μέ ἀ­γά­πη πραγ­μα­τι­κή κι ἐ­λεύ­θε­ρη ἀ­πό ὑ­πο­κρι­σί­α, μέ λό­γο πού κη­ρύτ­τει τήν ἀ­λή­θεια, μέ δύ­να­μη Θε­οῦ, μέ τά ὅ­πλα τά ἐ­πι­θε­τι­κά, πού εἶ­ναι κα­τάλ­λη­λα γιά τήν ἐ­πι­βο­λή τς δι­και­ο­σύ­νης καί μοιά­ζουν μ’ αὐ­τά πού ἔ­χουν στό δε­ξί τους χέ­ρι ο στρα­τι­ῶ­τες πού μά­χον­ται, ὅ­πως καί μέ τά ὅ­πλα τά ἀ­μυν­τι­κά, πού μοιά­ζουν μ’ αὐ­τά πού ἔ­χουν στό ἀ­ρι­στε­ρό τους χέ­ρι. Εἴ­μα­στε δη­λα­δή πά­νο­πλοι, καί γιά νά ὑ­πε­ρα­σπι­στοῦ­με τή δι­και­ο­σύ­νη καί τήν ἀ­λή­θεια, καί γιά νά δη­μι­ουρ­γή­σου­με τό θρί­αμ­βό της. Ἀ­πο­δει­κνύ­ου­με ποι­οί εἴ­μα­στε μέ τή δό­ξα πού δε­χό­μα­στε ἀ­π’ αὐ­τούς πού πι­στεύ­ουν στό Εὐ­αγ­γέ­λιο καί μέ τήν ἀ­τι­μί­α ἀ­πό τούς ἀ­πί­στους, μέ τή δυ­σφή­μη­ση ἀ­πό τούς συ­κο­φάν­τες μας καί μέ τά ἐγ­κώ­μια καί τούς ἐ­παί­νους ἀ­πό τούς πι­στούς. Πα­ρου­σι­α­ζό­μα­στε ς ἀ­πα­τε­ῶ­νες ἀ­πό τούς ἐ­χθρούς το Εὐ­αγ­γε­λί­ου, καί ς εἰ­λι­κρι­νεῖς ἀ­πό τούς πι­στούς· ς ἄ­γνω­στοι ἐ­ξαι­τί­ας τς κοι­νω­νι­κῆς ἀ­ση­μό­τη­τός μας, καί ς πο­λύ γνω­στοί καί σπου­δαῖ­οι· ς ἄν­θρω­ποι πού κιν­δυ­νεύ­ου­με νά πε­θά­νου­με, κι ὅ­μως, νά πού ζοῦ­με· ς ἄν­θρω­ποι πού παι­δα­γω­γού­μα­στε ἀ­πό τόν Θε­ό μέ βα­ρύ­τα­τες δο­κι­μα­σί­ες, ἀλ­λά δέν φτά­νου­με στό θά­να­το. Ἐ­ξαι­τί­ας τν δο­κι­μα­σι­ῶν μας αὐ­τῶν μς νο­μί­ζουν βυ­θι­σμέ­νους στή λύ­πη, ἐ­μεῖς ὅ­μως πάν­το­τε χαι­ρό­μα­στε. Μς θε­ω­ροῦν φτω­χούς, ἐ­μεῖς ὅ­μως κά­νου­με πολ­λούς νά πλου­τί­ζουν μέ πνευ­μα­τι­κούς καί οὐ­ρά­νιους θη­σαυ­ρούς. Πα­ρου­σι­α­ζό­μα­στε σάν νά μήν ἔ­χου­με τί­πο­τε, κι ὅ­μως κα­τέ­χου­με τά πάν­τα.

ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἐ­πο­ρε­ύ­ε­το ὁ Ἰ­η­σοῦς ες πό­λιν κα­λου­μέ­νην Να­ΐν· κα συ­νε­πο­ρε­ύ­ον­το αὐ­τῷ ο μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ ἱ­κα­νοὶ κα ὄ­χλος πο­λύς. ς δ ἤγ­γι­σε τ πύ­λῃ τς πό­λε­ως, κα ἰ­δοὺ ἐ­ξε­κο­μί­ζε­το τε­θνη­κὼς υἱ­ὸς μο­νο­γε­νὴς τ μη­τρὶ αὐ­τοῦ, κα αὕ­τη ν χή­ρα, κα ὄ­χλος τς πό­λε­ως ἱ­κα­νὸς ἦν σν αὐ­τῇ. κα ἰ­δὼν αὐ­τὴν Κύ­ριος ἐ­σπλαγ­χνί­σθη ἐ­π' αὐ­τῇ κα εἶ­πεν αὐ­τῇ· Μ κλαῖ­ε· κα προ­σελ­θὼν ἥ­ψα­το τς σο­ροῦ, ο δ βα­στά­ζον­τες ἔ­στη­σαν, κα εἶ­πε· Νε­α­νί­σκε, σο λέ­γω, ἐ­γέρ­θη­τι. κα ἀ­νε­κά­θι­σεν ὁ νε­κρὸς κα ἤρ­ξα­το λα­λεῖν, κα ἔ­δω­κεν αὐ­τὸν τ μη­τρὶ αὐ­τοῦ. ἔ­λα­βε δ φό­βος πάν­τας, κα ἐ­δό­ξα­ζον τν Θε­ὸν, λέ­γον­τες ὅ­τι Προ­φή­της μέ­γας ἐ­γή­γερ­ται ν ἡ­μῖν, κα ὅ­τι ἐ­πε­σκέ­ψα­το ὁ Θε­ὸς τν λα­ὸν αὐ­τοῦ.
                                        (Λουκ. ζ΄[7] 11 – 16)

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
1. Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΠΟΝΟΣ
Σπά­νια συ­ναν­τᾶ κα­νεὶς τέ­τοι­ον συμ­πυ­κνω­μέ­νο πό­νο σὰν αὐ­τὸν ποὺ ἐ­βά­στα­σε ἐ­κεί­νη ἡ χή­ρα γυ­ναί­κα τῆς Να­ΐν, ποὺ τὴν εἴ­δα­με στὸ Εὐ­αγ­γε­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα νὰ κη­δεύ­ει τὸ μο­να­δι­κὸ παι­δί της, τὸν μο­νά­κρι­βό της, τὸ στή­ριγ­μά της, τὴ με­γά­λη ἀ­γά­πη της, τὸ φῶς τῆς ζω­ῆς της. Ἡ τρο­με­ρὴ εἴ­δη­ση συ­νε­τά­ρα­ξε τὴ μι­κρὴ πό­λη καὶ ὅ­λοι πι­κρα­μέ­νοι ἀ­φάν­τα­στα ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν τὴν ἐκ­φο­ρά του. Ἀλ­λὰ κι ἄλ­λοι τό­σοι νὰ ἔ­φθα­ναν, κι ὅ­λη ἡ οἰ­κου­μέ­νη νὰ ἔ­τρε­χε ἐ­κεῖ, ποι­ὸς θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ πα­ρη­γό­ρη­ση τὴ δύ­στυ­χη μάν­να;
Ἕ­νας μό­νο θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ τὸ κά­νει. Ὁ Κύ­ριος! Καὶ τὸ ἔ­κα­νε. Τὴν συμ­πό­νε­σε, μᾶς λέ­γει ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής, καὶ τῆς ἀ­πηύ­θυ­νε αὐ­τὸν τὸν λό­γο: «Μὴ κλαῖ­ε».
ΜΗ ΚΛΑΙΕ! Πα­ρή­γο­ρος ὁ λό­γος τοῦ Κυ­ρί­ου μας. Λό­γος ἀ­γά­πης, συμ­πα­θεί­ας, ἐ­νι­σχύ­σε­ως. Λό­γος στη­ριγ­μοῦ τῆς ἀ­φάν­τα­στα πο­νε­μέ­νης ψυ­χῆς.
«Μὴ κλαῖ­ε»! Εἶ­ναι ἀ­λή­θεια πὼς ἀρ­κε­τὰ πο­τά­μια στέ­ρε­ψαν στὴ διά­ρκεια τῶν αἰ­ώ­νων ἐ­πά­νω στὴ γῆ. Καὶ ἀρ­κε­τὲς λί­μνες ξε­ρά­θη­καν. Ἀλ­λὰ τὸ πο­τά­μι τῶν δα­κρύ­ων τῶν ἀν­θρώ­πων ὁ­λο­έ­να καὶ πιὸ πο­λὺ φου­σκώ­νει καὶ δὲν πρό­κει­ται νὰ στε­ρέ­ψει πο­τέ, ὅ­σο θὰ δια­ρκεῖ ἡ πα­ρού­σα τά­ξη τῶν πραγ­μά­των. Κοι­λά­δα κλαυθ­μῶ­νος εἶ­ναι ὁ­λό­κλη­ρος ὁ κό­σμος μας. Δά­κρυ­α, πό­νος, θλί­ψη παν­τοῦ. Μιὰ ἀ­φό­ρη­τη δυ­στυ­χί­α πι­έ­ζει τὰ στή­θη τῆς οἰ­κου­μέ­νης. Ἕ­να σκου­λή­κι ἀ­χόρ­τα­γο κα­τα­τρώ­γει ἀ­θέ­α­το τὰ σπλάγ­χνα μι­κρῶν καὶ με­γά­λων. Ἐ­κεῖ ποὺ ὁ ἄν­θρω­πος νο­μί­ζει πὼς βρῆ­κε τὴ χα­ρά, ξαφ­νι­κὰ συ­ναν­τά­ει τὴν ἀ­βά­στα­κτη θλί­ψη. Μιὰ κα­τα­στρο­φή, μιὰ ἀρ­ρώ­στια, ὁ θά­να­τος, καὶ ὁ πύρ­γος τῆς εὐ­τυ­χί­ας μο­νο­μιᾶς κα­ταρ­ρέ­ει. Καὶ τό­τε;
Ὢ, τό­τε! Τό­τε ἡ ψυ­χὴ γε­μί­ζει ἀ­πελ­πι­σί­α. Πνί­γε­ται. Δὲν βλέ­πει φῶς που­θε­νά. Δὲν τὴν ἱ­κα­νο­ποι­εῖ τί­πο­τε ἀ­πο­λύ­τως. Δὲν βρί­σκει νό­η­μα κα­νέ­να πιὰ στὴ ζω­ή. Καὶ μά­λι­στα ἂν εἶ­ναι μάν­να, σὰν τὴν χή­ρα της Να­ΐν, ποὺ χά­νει τὸ παι­δί της. Τί τρο­με­ρὸς πό­νος τὴν πνί­γει! Ἀ­πὸ κεῖ καὶ πέ­ρα, ὅ­σα χρό­νια καὶ νὰ πε­ρά­σουν, στὸ πρό­σω­πό της τὸ χα­μό­γε­λο δὲν πρό­κει­ται πο­τὲ νὰ ἀν­θί­σει. Πάν­τα ἕ­να ἀ­ό­ρα­το χέ­ρι θὰ συ­σπᾶ τὰ χεί­λη ἀ­πό­το­μα, θὰ ρί­χνει μιὰ σκιὰ στὴ μορ­φή της.
Ἀ­δελ­φὴ ψυ­χή, ἴ­σως σὲ ἄγ­γι­ξε καὶ σέ­να κά­πο­τε αὐ­τὸ τὸ χέ­ρι τοῦ με­γά­λου πό­νου. Ἀ­φαί­ρε­σε ἴ­σως ἀ­πὸ τὸ πρό­σω­πό σου τὴ χα­ρά, ἀ­πὸ τὰ μά­τια σου τὴ γα­λή­νη. Πό­νε­σες πο­λύ. Ἴ­σως πο­νᾶς ἀ­κό­μα. Συ­νε­χί­ζεις νὰ κλαῖς!...
Λοι­πόν, τὸ ξέ­ρου­με, πὼς λό­για δύ­σκο­λο πο­λὺ νὰ σὲ πα­ρη­γο­ρή­σουν. Ὅ­μως, τί ἄλ­λο νὰ σοῦ ποῦ­με, αὐ­τὸν τὸν λό­γο τοῦ Χρι­στοῦ μο­νά­χα: μὴν κλαῖς! Ὄ­χι γιὰ «νὰ τὸ ρί­ξεις ἔ­ξω», ὅ­πως λέ­νε με­ρι­κοί, ἢ νὰ ξε­χά­σεις. Ὄ­χι! Μά­λι­στα τὸ ἀν­τί­θε­το θὰ λέ­γα­με: πο­τὲ νὰ μὴν ξε­χά­σεις! Ἀλλὰ πρό­σε­ξε. Πρό­σε­ξε μή­πως ξε­χά­σεις κά­τι ἄλ­λο πιὸ ση­μαν­τι­κό. Μή­πως δὲν θυ­μη­θεῖς νὰ ψά­ξεις νὰ βρεῖς τὸ μή­νυ­μα τοῦ πό­νου σου, τὸ νό­η­μά του. Ψά­ξε, λοι­πόν! Ψά­ξε βα­θιά. Παῦ­σε τὰ δά­κρυ­α καὶ ρώ­τη­σε τὸν ἑ­αυ­τό σου εἰ­λι­κρι­νά: Για­τί; Για­τί ἐ­πέ­τρε­ψε ὁ Θε­ὸς αὐ­τὴν τὴν θλί­ψη στὴ ζω­ή μου; Τί εἶ­ναι ποὺ θέ­λει νὰ μοῦ πεῖ; Μή­πως μέ­σα στὴν πρώ­τη εὐ­τυ­χί­α μου Τὸν εἶ­χα ὁ­λό­τε­λα ξε­χά­σει; Μή­πως ζοῦ­σα χω­ρὶς νὰ ζῶ, ἀ­φοῦ ζω­ὴ μα­κριὰ ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸν εἶ­ναι μο­νά­χα θά­να­τος;
Μὴν κλαῖς, πο­νε­μέ­νη ἀ­δελ­φὴ ψυ­χή. Ἄλ­λω­στε ὁ Κύ­ριος ἔ­χει ἀ­κό­μη κά­τι νὰ σοῦ πεῖ, ἢ μᾶλ­λον ἕ­ναν θη­σαυ­ρὸ ἀ­σύλ­λη­πτο νὰ σοῦ χα­ρί­σει.
2. Ο ΑΣΥΛΛΗΠΤΟΣ ΘΗΣΑΥΡΟΣ
Συγ­κλο­νι­στι­κὴ ἡ στιγ­μή! Τὰ λό­για του Κυ­ρί­ου πρὸς τὴν πο­νε­μέ­νη μάν­να ἀ­κού­γον­ται πα­ρά­ξε­να. Νὰ μὴν κλά­ψει! Μὰ αὐ­τὴ ἦ­ταν δύ­ο φο­ρὲς νε­κρή. Καὶ δύ­ο φο­ρὲς εἶ­χε τὰ ὄ­νει­ρά της θά­ψει.
Μὴν κλαῖς! Καὶ τὴν ἴ­δια ἐ­κεί­νη ἐ­κεῖ στιγ­μὴ ὁ Κύ­ριος τῆς ζω­ῆς καὶ τοῦ θα­νά­του ἅ­πλω­σε τὸ χέ­ρι Του καὶ ἄγ­γι­ξε τὸ φέ­ρε­τρο τοῦ νε­κροῦ παι­διοῦ. Οἱ με­τα­φο­ρεῖς στα­μά­τη­σαν πα­ρα­ξε­νε­μέ­νοι. Τί νὰ ση­μαί­νει τώ­ρα αὐ­τό;
Ἀλ­λὰ δὲν προ­λα­βαί­νουν πε­ρισ­σό­τε­ρο νὰ ἀ­πο­ρή­σουν. Ὁ λό­γος τοῦ Κυ­ρί­ου ἀν­τη­χεῖ τώ­ρα πα­νί­σχυ­ρος, προ­στα­κτι­κός: «Νε­α­νί­σκε, σοὶ λέ­γω, ἐ­γέρ­θη­τι», νε­α­ρέ, σὲ σέ­να μι­λά­ω, σή­κω ἐ­πά­νω! Καὶ ἀ­μέ­σως ἀ­να­ση­κώ­θη­κε ὁ νε­κρὸς νέ­ος καὶ ἄρ­χι­σε νὰ μι­λά­ει. Τὸν πα­ρέ­δω­σε τό­τε ὁ Κύ­ριος στὴ μη­τέ­ρα του, ἐ­νῶ φό­βος με­γά­λος γέ­μι­σε τὶς ψυ­χὲς τῶν ἀν­θρώ­πων. Φό­βος μπρο­στὰ στὴν παν­το­δύ­να­μη ἐ­ξου­σί­α τοῦ Κυ­ρί­ου. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ δό­ξα­ζαν τὸν Θε­ὸ λέ­γον­τας ὅ­τι με­γά­λος προ­φή­της φά­νη­κε ἀ­νά­με­σά μας καὶ ὅ­τι ὁ Θε­ὸς ἦρ­θε κον­τὰ στὸν λα­ό Του, «ἐ­πε­σκέ­ψα­το τὸν λα­ὸν αὐ­τοῦ».
ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΩΣ εἶ­χε ἔρ­θει ὁ Θε­ὸς κον­τὰ στὸν λα­ό Του. Ὄ­χι βέ­βαι­α μὲ τὸν τρό­πο ποὺ νό­μι­σαν οἱ κά­τοι­κοι τῆς Να­ΐν. Αὐ­τοὶ στὴν λέ­ξη «ἐ­πε­σκέ­ψα­το» ἔ­δι­ναν τὴ ση­μα­σί­α ὅ­τι ὁ Θε­ὸς τοὺς ἔ­στει­λε ἕ­ναν ἅ­γιο ἄν­θρω­πο, ἕ­ναν με­γά­λο προ­φή­τη, γιὰ νὰ τοὺς κα­θο­δη­γή­σει καὶ νὰ τοὺς προ­στα­τεύ­σει. Δὲν μπο­ροῦ­σαν πο­τὲ νὰ φαν­τα­στοῦν αὐ­τὸ ποὺ πράγ­μα­τι εἶ­χε συμ­βεῖ. Ὅ­τι δη­λα­δὴ ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ὸς – αὐ­το­προ­σώ­πως – βρι­σκό­ταν μπρο­στά τους ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μή. Δὲν χω­ροῦ­σε στὸ νοῦ τους πο­τέ, δὲν τοὺς περ­νοῦ­σε κἂν αὐ­τὴ ἡ σκέ­ψη, ὅ­τι ὁ Θε­ὸς εἶ­χε γί­νει ἄν­θρω­πος καὶ περ­πα­τοῦ­σε ἐ­κεῖ ἀ­νά­με­σά τους, ὅ­τι ὁ Ἰ­η­σοῦς ποὺ ἔ­βλε­παν μὲ τὰ μά­τια τους ἦ­ταν ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός, τὸν Ὁ­ποῖ­ο λά­τρευ­αν στὸν Να­ό τους (τῶν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων) προ­σφέ­ρον­τας κα­θη­με­ρι­νὰ θυ­σί­ες καὶ ἀ­να­πέμ­πον­τάς Του ὕ­μνους καὶ προ­σευ­χὲς συ­νε­χεῖς.
Καὶ ὅ­μως αὐ­τὸ εἶ­χε συμ­βεῖ. Δὲν γνω­ρί­ζου­με τί ἔ­κα­νε κα­τό­πιν ἐ­κεί­νη ἡ μάν­να καὶ τὸ παι­δί της. Ἂν δη­λα­δὴ γνω­ρί­στη­καν στε­νώ­τε­ρα μὲ τὸν Κύ­ριο καὶ ἂν δέ­χθη­καν με­τὰ ἀ­πὸ λί­γο τὸ κή­ρυγ­μα τῶν Ἀ­πο­στό­λων καὶ ἔ­γι­ναν μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Εἶ­ναι πι­θα­νὸν νὰ τὸ ἔ­κα­ναν. Ἡ εὐ­γνω­μο­σύ­νη τους πρὸς τὸν με­γά­λο Εὐ­ερ­γέ­τη τους θὰ τοὺς ἔ­φε­ρε ἴ­σως κον­τά Του. Ἀλ­λὰ εἴ­πα­με, δὲν τὸ γνω­ρί­ζου­με αὐ­τὸ τὸ πράγ­μα. Ξέ­ρου­με μό­νον πὼς ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μὴ τοῦ με­γά­λου πό­νου ὁ Θε­ὸς τοὺς εἶ­χε ἐ­πι­σκε­φθεῖ, τοὺς ἄγ­γι­ξε ἁ­πα­λά, καὶ μὲ στορ­γὴ καὶ ἀ­γά­πη ἄ­πει­ρη σκού­πι­σε τὰ δά­κρυ­α τῆς μάν­νας, ­χά­ρι­σε χα­ρὰ με­γά­λη στὴν πο­νε­μέ­νη της ψυ­χή.
Ἀλ­λά, ἀ­δελ­φοί, ὁ Κύ­ριος εἶ­ναι δί­και­ος κι οὔ­τε πο­τέ του ἔ­κα­νε, οὔ­τε καὶ κά­νει δι­α­κρί­σεις· κι οὔ­τε σὲ μιᾶς μο­νά­χα μάν­νας τὸν πό­νο ὑ­πῆρ­ξε συμ­πα­θὴς κι οὔ­τε εὐ­ερ­γέ­της μό­νο τό­τε, ἐ­κεί­νης ἐ­κεῖ τῆς ἐ­πο­χῆς. Ἀλ­λὰ καὶ σή­με­ρα καὶ τώ­ρα Αὐ­τὸς ὁ Ἴ­διος εἶ­ναι. Συμ­πα­θὴς καὶ τώ­ρα στὸν πό­νο τῶν πο­νε­μέ­νων, στὶς τρα­γω­δί­ες τῶν δυ­στυ­χούν­των, στὶς πί­κρες τῶν ἀ­δι­κη­μέ­νων τῆς ζω­ῆς.  Ἐ­πι­σκέ­πτε­ται καὶ σή­με­ρα, «τὸν λα­ὸν αὐ­τοῦ». Ἐ­πι­σκέ­πτε­ται ἰ­δι­αι­τέ­ρως τοὺς δο­κι­μα­ζό­με­νους πι­στούς. Θὰ πεῖ­τε ἴ­σως: για­τί λοι­πὸν δὲν ἀ­να­σταί­νει καὶ τοὺς δι­κούς μας τοὺς νε­κρούς; Ἂλ­λὰ καὶ τό­τε δὲν ἀ­νέ­στη­σε ὅ­λους τοὺς νε­κρούς. Τρεῖς μό­νον νε­κρα­να­στά­σεις ἀ­να­φέ­ρον­ται στὰ Εὐ­αγ­γέ­λια· ἁ­πλῶς γιὰ νὰ δεί­ξει στοὺς ἀν­θρώ­πους τὴ δύ­να­μή Του, τὴ θε­ϊ­κή Του ἐ­ξου­σί­α. Ἔ­δω­σε κά­τι λί­γο καὶ μι­κρὸ γιὰ νὰ μᾶς βε­βαί­ω­σει πὼς μπο­ρεῖ νὰ μᾶς χα­ρί­σει καὶ τὸ με­γά­λο.
Λοι­πόν, καὶ τοὺς νε­κροὺς θὰ ἀ­να­στή­σει καὶ μά­λι­στα ὅ­λους, ὄ­χι μο­νά­χα δύ­ο ἢ τρεῖς. Ἀλ­λὰ δὲν εἶ­ναι αὐ­τὸ τὸ πιὸ με­γά­λο ποὺ χα­ρί­ζει. Τὸ πιὸ με­γά­λο, ἀ­δελ­φοί, εἶ­ναι ὅ­τι χα­ρί­ζει σὲ μᾶς τὴ δό­ξα Του τὴν θε­ϊ­κή, τὸν πλοῦ­το τῶν ἀ­πεί­ρων δω­ρε­ῶν Του, αὐ­τὸν τὸν ἴ­διο τὸν Ἑ­αυ­τό Του. Μᾶς ἐ­πι­σκέ­πτε­ται καὶ ἐ­μᾶς. Κι ὄ­χι μο­νά­χα μί­α ἐ­πί­σκε­ψη στιγ­μῆς. Ἀλ­λὰ ἑ­νώ­νε­ται αἰ­ώ­νια μα­ζί μας. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ἐ­πι­τρέ­πει τὸν πό­νο στὴ ζω­ή μας. Γιὰ νὰ ἀ­νοί­ξει ἡ καρ­διά μας, γιὰ νὰ δι­α­στα­λεῖ ἡ ὕ­παρ­ξή μας ὅ­λη, ὥ­στε νὰ χω­ρέ­σει μέ­σα μας Ἐ­κεῖ­νος, τὸν Ὁ­ποῖ­ο οὔ­τε ἡ γῆ μας τὸν χω­ρεῖ οὔ­τε τὸ Σύμ­παν μπο­ρεῖ πο­τὲ νὰ πε­ρι­κλεί­σει.
Αὐ­τή Του τὴν ἀ­σύλ­λη­πτη δω­ρε­ὰ ὅ­μως, μή­πως δὲν τὴν ἔ­χου­με, ἀ­δελ­φοί μου, ὅ­σο πρέ­πει ἐ­κτι­μή­σει;
 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου