Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2019

ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ Ζ΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
  ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
      ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΛΟΥΚΑ
(ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ Ζ΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ)
(13 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2019)



Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ Ζ΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ)
Τέκνον Τίτε, πι­στὸς λό­γος· κα πε­ρὶ το­ύ­των βο­ύ­λο­μαί σε δι­α­βε­βαι­οῦ­σθαι, ἵ­να φρον­τί­ζω­σι κα­λῶν ἔρ­γων προ­ΐ­στα­σθαι ο πε­πι­στευ­κό­τες τ Θε­ῷ. ταῦ­τά ἐ­στι τ κα­λὰ κα ὠ­φέ­λι­μα τος ἀν­θρώ­ποις· μω­ρὰς δ ζη­τή­σεις κα γε­νε­α­λο­γί­ας κα ἔ­ρεις κα μά­χας νο­μι­κὰς πε­ρι­ί­στα­σο· εἰ­σὶ γρ ἀ­νω­φε­λεῖς κα μά­ται­οι. αἱ­ρε­τι­κὸν ἄν­θρω­πον με­τὰ μί­αν κα δευ­τέ­ραν νου­θε­σί­αν πα­ραι­τοῦ, εἰ­δὼς ὅ­τι ἐ­ξέ­στρα­πται ὁ τοι­οῦ­τος κα ἁ­μαρ­τά­νει ὢν αὐ­το­κα­τά­κρι­τος. Ὅ­ταν πέμ­ψω Ἀρ­τε­μᾶν πρς σε Τυ­χι­κόν, σπο­ύ­δα­σον ἐλ­θεῖν πρς με ες Νι­κό­πο­λιν· ἐ­κεῖ γρ κέ­κρι­κα πα­ρα­χει­μά­σαι. Ζη­νᾶν τν νο­μι­κὸν κα Ἀ­πολ­λὼ σπου­δα­ί­ως πρό­πεμ­ψον, ἵ­να μη­δὲν αὐ­τοῖς λε­ί­πῃ. μαν­θα­νέ­τω­σαν δ κα ο ἡ­μέ­τε­ροι κα­λῶν ἔρ­γων προ­ΐ­στα­σθαι ες τς ἀ­ναγ­κα­ί­ας χρε­ί­ας, ἵ­να μ ὦ­σιν ἄ­καρ­ποι. Ἀ­σπά­ζον­ταί σε ο με­τ' ἐ­μοῦ πάν­τες. ἄ­σπα­σαι τος φι­λοῦν­τας ἡ­μᾶς ἐν πί­στει. χά­ρις με­τὰ πάν­των ὑ­μῶν· ἀ­μήν.   
                                            (Τίτ. γ΄[3] 8 – 15)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Παιδί μου Τίτε, τό ὅ­τι δι­και­ω­θή­κα­με καὶ ἀ­να­γεν­νη­θή­κα­με καὶ θὰ κλη­ρο­νο­μή­σου­με τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ὴ εἶ­ναι λό­γος καὶ ἀ­λή­θεια ἀ­ξι­ό­πι­στη. Καὶ γι' αὐ­τὰ τὰ θέ­μα­τα θέ­λω νὰ μι­λᾶς μὲ βε­βαι­ό­τη­τα καὶ μὲ κύ­ρος, γιὰ νὰ φρον­τί­ζουν ὅ­σοι ἔ­χουν πι­στέ­ψει στὸ Θε­ὸ νὰ πρω­το­στα­τοῦν ἀ­κού­ρα­στα σὲ κα­λὰ ἔρ­γα. Αὐ­τὰ εἶ­ναι τὰ κα­λὰ ἔρ­γα καὶ τὰ ὠ­φέ­λι­μα στοὺς ἀν­θρώ­πους· αὐ­τὰ γιὰ τὰ ὁποῖα σᾶς μί­λη­σα. Ἀ­πό­φευ­γε τὶς ἀ­νό­η­τες συ­ζη­τή­σεις καὶ τὶς γε­νε­α­λο­γί­ες γιὰ τοὺς μυ­θι­κοὺς θε­οὺς ἢ τοὺς εὐ­γε­νεῖς προ­γό­νους, ὅ­πως καὶ τὶς φι­λο­νι­κί­ες καὶ δι­α­μά­χες γιὰ τὸν ἰ­ου­δα­ϊ­κὸ νό­μο, δι­ό­τι δὲν φέρ­νουν κα­μί­α ὠ­φέ­λεια καὶ εἶ­ναι μά­ται­ες. Αἱ­ρε­τι­κὸ ἄν­θρω­πο πού ἐ­πι­μέ­νει νὰ δη­μι­ουρ­γεῖ σκάν­δα­λα καὶ δι­αι­ρέ­σεις στὴν Ἐκ­κλη­σί­α, μο­λο­νό­τι τὸν συμ­βού­λευ­σες γιὰ πρώ­τη καὶ δεύ­τε­ρη φο­ρά, πα­ρά­τη­σέ τον καὶ ἀ­πό­φευ­γέ τον. Γνώ­ρι­ζε ὅ­τι ἕ­νας τέ­τοι­ος ἄν­θρω­πος ἔ­χει διαστραφεῖ καὶ ἁ­μαρ­τά­νει· καὶ γιὰ τὴν ἁ­μαρ­τί­α του αὐ­τὴ ἐ­λέγ­χε­ται καὶ κα­τα­κρί­νε­ται ἀ­πὸ τὴ συ­νεί­δη­σή του καὶ ἀ­πὸ τὸν ἴ­διο του τὸν ἑ­αυ­τό. Ὅ­ταν σοῦ στεί­λω τὸν Ἀρτεμᾶ ἢ τὸν Τυ­χι­κό, φρόν­τι­σε γρή­γο­ρα νὰ ἔλ­θεις στὴ Νι­κό­πο­λη, δι­ό­τι ἐκεῖ ἀ­πο­φά­σι­σα νὰ πε­ρά­σω τὸ χει­μώ­να. Τὸν Ζη­νᾶ τὸ νο­μο­δι­δά­σκα­λο καὶ τὸν Ἀπολλώ κατευόδωσέ τους μὲ ἐ­πι­με­λη­μέ­νη προ­ε­τοι­μα­σί­α, γιὰ νὰ μὴν τοὺς λεί­πει τί­πο­τε στὸ τα­ξί­δι τους. Μὲ τὴν εὐ­και­ρί­α μά­λι­στα τῆς προ­ε­τοι­μα­σί­ας αὐ­τῆς ἂς παίρ­νουν μά­θη­μα καὶ οἱ δι­κοί μας νὰ πρω­το­στατοῦν καὶ νὰ ἐρ­γά­ζον­ται κα­λὰ ἔρ­γα καὶ νὰ συν­τρέ­χουν τοὺς ἀ­δελ­φοὺς στὶς ἀ­πα­ραί­τη­τες ὑ­λι­κές τους ἀ­νάγ­κες, γιά νὰ μὴ στε­ροῦν­ται ἀ­πὸ πνευ­μα­τι­κοὺς καρ­πούς. Σὲ χαι­ρε­τοῦν ἐγ­κάρ­δια ὅ­λοι ὅ­σοι εἶ­ναι μα­ζί μου. Χαιρέτησε ὅ­σους μᾶς ἀ­γα­ποῦν, ἐ­πει­δὴ ἔ­χουν κοι­νὴ πί­στη μέ μᾶς. Σᾶς εὔ­χο­μαι ἡ χά­ρις τοῦ Θε­οῦ νὰ εἶ­ναι μὲ ὅ­λους σας. Ἀ­μήν.

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ Ζ΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ)
Εἶπεν ὁ Κύριος τήν παραβολήν ταύτην. ἐ­ξῆλ­θεν ὁ σπε­ί­ρων το σπεῖ­ραι τν σπό­ρον αὐ­τοῦ. κα ν τ σπε­ί­ρειν αὐ­τὸν μν ἔ­πε­σε πα­ρὰ τν ὁ­δόν, κα κα­τε­πα­τή­θη, κα τ πε­τει­νὰ το οὐ­ρα­νοῦ κα­τέ­φα­γεν αὐ­τό· κα ἕ­τε­ρον ἔ­πε­σεν ἐ­πὶ τν πέ­τραν, κα φυ­ὲν ἐ­ξη­ράν­θη δι­ὰ τ μ ἔ­χειν ἰ­κμά­δα· κα ἕ­τε­ρον ἔ­πε­σεν ἐν μέ­σῳ τν ἀ­καν­θῶν, κα συμ­φυ­εῖ­σαι α ἄ­καν­θαι ἀ­πέ­πνι­ξαν αὐ­τό. κα ἕ­τε­ρον ἔ­πε­σεν ες τν γν τν ἀ­γα­θήν, κα φυ­ὲν ἐ­πο­ί­η­σε καρ­πὸν ἑ­κα­τον­τα­πλα­σί­ο­να. ταῦ­τα λέ­γων ἐ­φώ­νει· ἔ­χων ὦ­τα ἀ­κο­ύ­ειν ἀ­κου­έ­τω. Ἐ­πη­ρώ­των δ αὐ­τὸν ο μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ λέ­γον­τες· Τς εἴ­η πα­ρα­βο­λή αὕ­τη; δ εἶ­πεν· Ὑ­μῖν δέ­δο­ται γνῶ­ναι τ μυ­στή­ρι­α τς βα­σι­λε­ί­ας το Θε­οῦ, τος δ λοι­ποῖς ν πα­ρα­βο­λαῖς, ἵ­να βλέ­πον­τες μ βλέ­πω­σι κα ἀ­κο­ύ­ον­τες μ συ­νι­ῶ­σιν. Ἔ­στι δ αὕ­τη πα­ρα­βο­λή· σπό­ρος ἐ­στὶν ὁ λό­γος το Θε­οῦ· ο δ πα­ρὰ τν ὁ­δόν εἰ­σιν ο ἀ­κο­ύ­σαν­τες, εἶ­τα ἔρ­χε­ται ὁ δι­ά­βο­λος κα αἴ­ρει τν λό­γον ἀ­πὸ τς καρ­δί­ας αὐ­τῶν, ἵ­να μ πι­στε­ύ­σαν­τες σω­θῶ­σιν. ο δ ἐ­πὶ τς πέ­τρας ο ὅ­ταν ἀ­κού­σω­σι, με­τὰ χα­ρᾶς δέ­χον­ται τν λό­γον, κα οὗ­τοι ῥί­ζαν οκ ἔ­χου­σιν, ο πρς και­ρὸν πι­στε­ύ­ου­σι κα ν και­ρῷ πει­ρα­σμοῦ ἀ­φί­σταν­ται. τ δ ες τς ἀ­κάν­θας πε­σόν, οὗ­τοί εἰ­σιν ο ἀ­κού­σαν­τες, κα ὑ­πὸ με­ρι­μνῶν κα πλο­ύ­του κα ἡ­δο­νῶν το βί­ου πο­ρευ­ό­με­νοι συμ­πνί­γον­ται κα ο τε­λε­σφο­ροῦ­σι. τ δ ν τ κα­λῇ γ, οὗ­τοί εἰ­σιν οἵ­τι­νες ν καρ­δί­ᾳ κα­λῇ κα ἀ­γα­θῇ ἀ­κο­ύ­σαν­τες τν λό­γον κα­τέ­χου­σι κα καρ­πο­φο­ροῦ­σιν ν ὑ­πο­μο­νῇ.         
                                                                                  (Λουκ. η΄[8] 5 – 15)

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
1. «ΕΝ ΠΑΡΑΒΟΛΑΙΣ»
Στὴ θαυ­μά­σια πα­ρα­βο­λὴ τοῦ σπο­ρέ­ως ὁ Κύ­ριος ὁ­μι­λεῖ γιὰ ἕ­να γε­ωρ­γὸ ποὺ πῆ­γε νὰ σπεί­ρει τὸ χω­ρά­φι του. Κα­θὼς λοι­πὸν ἔ­σπερ­νε, ἕ­να μέ­ρος τοῦ σπό­ρου ἔ­πε­σε δί­πλα στὸν δρό­μο καὶ πα­τή­θη­κε ἀ­πὸ τοὺς ἀν­θρώ­πους, ἔ­πει­τα δὲ τὸν ἔ­φα­γαν τὰ που­λιά. Ἄλ­λο μέ­ρος τοῦ σπό­ρου ἔ­πε­σε σὲ ἔ­δα­φος πε­τρῶ­δες. Ὑ­πῆρ­χε βέ­βαι­α λί­γο χῶ­μα ἐ­κεῖ καὶ ὁ σπό­ρος φύ­τρω­σε, ἀλ­λὰ, κα­θὼς οἱ ρί­ζες του δὲν ἔ­βρι­σκαν ὑ­γρα­σί­α, ξε­ρά­θη­κε. Ἕ­να τρί­το μέ­ρος τοῦ σπό­ρου ἔ­πε­σε ἀ­νά­με­σα σὲ σπό­ρους ἀγ­κα­θι­ῶν, ποὺ φύ­τρω­σαν μα­ζὶ μὲ αὐ­τὸν καὶ ἀρ­γό­τε­ρα τὸν ἔ­πνι­ξαν. Καὶ τέ­λος τὸ τέ­ταρ­το μέ­ρος τοῦ σπό­ρου ἔ­πε­σε στὸ μα­λα­κὸ καὶ φρε­σκο­σκαμ­μέ­νο χῶ­μα, καὶ ἔ­δω­σε ἑ­κα­τον­τα­πλά­σιο καρ­πό.
Ἐ­δῶ στα­μά­τη­σε ὁ Κύ­ριος τὴ δι­δα­σκα­λί­α Του πρὸς τὰ πλή­θη. Ἀλ­λὰ ἡ πα­ρα­βο­λὴ ἔ­κα­νε τό­σο με­γά­λη ἐν­τύ­πω­ση στοὺς μα­θη­τές Του, ποὺ τὸν πλη­σί­α­σαν καὶ ἐ­πι­μό­νως ζη­τοῦ­σαν νὰ τοὺς ἀ­πο­κα­λύ­ψει τὸ βα­θύ­τε­ρο νό­η­μά της. Σὲ σᾶς – εἶ­πε ὁ Κύ­ριος – ποὺ ἔ­χε­τε αὐ­τὸ τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον, ἔ­χει δο­θεῖ σὰν δῶ­ρο ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ τὸ νὰ μά­θε­τε τὶς μυ­στι­κὲς ἀ­λή­θει­ες τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ. Στοὺς ἄλ­λους ὅ­μως μι­λά­ω μὲ πα­ρα­βο­λές, ὥ­στε, ἐ­νῶ ἐ­ξω­τε­ρι­κὰ θὰ βλέ­πουν, ἐ­σω­τε­ρι­κὰ νὰ μέ­νουν τυ­φλοί, καὶ ἐ­νῶ θὰ ἀ­κοῦν μὲ τὰ αὐ­τιὰ τοῦ σώ­μα­τος, νὰ μὴν μπο­ροῦν νὰ κα­τα­λά­βουν τὸ βα­θύ­τε­ρο νό­η­μα τῶν δι­δα­σκα­λι­ῶν.
ΕΚΠΛΗΞΙ ΚΑΙ ΑΠΟΡΙΑ δη­μι­ουρ­γοῦν τὰ λό­για αὐ­τὰ τοῦ Κυ­ρί­ου, μὲ τὰ ὁ­ποῖ­α βε­βαι­ώ­νει ὅ­τι ὁ­μι­λεῖ μὲ πα­ρα­βο­λὲς στὰ πολ­λὰ πλή­θη τῶν ἀν­θρώ­πων ἐ­πί­τη­δες, ὥ­στε αὐ­τοὶ νὰ μὴν μπο­ροῦν νὰ κα­τα­λά­βουν τὸ βα­θύ­τε­ρο νό­η­μα τῶν λό­γων Του.
Εἶ­ναι φα­νε­ρὸ πὼς ὁ ση­μαν­τι­κό­τα­τος λό­γος, ποὺ ἀ­ναγ­κά­ζει τὸν Κύ­ριον νὰ μι­λᾶ «ἐν πα­ρα­βο­λαῖς», εἶ­ναι ἡ ἔλ­λει­ψη βα­θύ­τε­ρου ἐν­δι­α­φέ­ρον­τος ἀ­πὸ μέ­ρους τῶν ἀ­κρο­α­τῶν Του. Γνω­ρί­ζον­τας ὁ Ἴ­διος ὅ­τι ἄλ­λοι ἔ­χουν ἔρ­θει κον­τά Του ἀ­πὸ πε­ρι­έρ­γεια, ἄλ­λοι ἀ­πὸ ἕ­ναν ἐ­πι­πό­λαι­ο ἐν­θου­σια­σμὸ καὶ ἄλ­λοι φορ­τω­μέ­νοι μὲ τὶς μέ­ρι­μνες τοῦ πλού­του καὶ τῶν ἡ­δο­νῶν, τοὺς προ­σφέ­ρει λί­γα μό­νον ἐ­πι­φα­νεια­κὰ πράγ­μα­τα - «ἐν πα­ρα­βο­λαῖς» - καὶ δὲν τοὺς ἀ­να­πτύσ­σει βα­θύ­τε­ρα νο­ή­μα­τα.
Τὸ κά­νει αὐ­τὸ ἀ­πὸ ἀ­γά­πη, ὄ­χι γιὰ νὰ τοὺς τι­μω­ρή­σει, ἀλ­λὰ γιὰ νὰ τοὺς εὐ­ερ­γε­τή­σει. Δι­ό­τι θὰ τι­μω­ροῦν­ταν αὐ­στη­ρό­τε­ρα, ἂν τοὺς ἀ­πε­κά­λυ­πτε τὶς βα­θύ­τα­τες καὶ μυ­στι­κὲς οὐ­ρά­νι­ες ἀ­λή­θει­ες καὶ ἐ­κεῖ­νοι κα­τό­πιν τὶς πε­ρι­φρο­νοῦ­σαν. Ἐ­νῶ τώ­ρα, ἔ­χον­τας ἀ­κού­σει μό­νο πα­ρα­βο­λὲς – αὐ­τὰ τὰ λί­γα στοι­χει­ώ­δη καὶ ἐ­ξω­τε­ρι­κὰ νο­ή­μα­τα – θὰ κρι­θοῦν μὲ λι­γό­τε­ρη αὐ­στη­ρό­τη­τα.
Ἂν αὐ­τὸ ποὺ ὑ­πο­γραμ­μί­σα­με πα­ρα­πά­νω ἔ­γι­νε κα­τα­νο­η­τό, τό­τε ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε εὔ­κο­λα πό­σο ἄ­δι­κο ἔ­χουν καὶ σή­με­ρα ὅ­σοι νο­μί­ζουν πὼς εἶ­ναι ἀ­δι­κη­μέ­νοι, δι­ό­τι κα­τὰ τὴ γνώ­μη τους οἱ πνευ­μα­τι­κοὶ δι­δά­σκα­λοί τους δὲν τοὺς ἔ­χουν προ­σφέ­ρει βα­θει­ὲς καὶ μυ­στι­κό­τα­τες ἀ­λή­θει­ες, ἀλ­λὰ μό­νον στοι­χει­ώ­δεις καὶ ἐ­πι­φα­νεια­κὲς δι­δα­σκα­λί­ες. Ἂς μὴν κα­τη­γο­ροῦν τοὺς δι­δα­σκά­λους τους, ποὺ ἀ­ναγ­κά­ζον­ται καὶ αὐ­τοὶ συ­χνὰ νὰ ὁ­μι­λοῦν «ἐν πα­ρα­βο­λαῖς». Ἀλ­λὰ νὰ ψά­ξουν νὰ βροῦν τὴν αἰ­τί­α μέ­σα τους, στὴν ἴ­δια τὴ δι­ά­θε­ση τῆς ψυ­χῆς τους. Καὶ ἂς προ­σπα­θή­σουν νὰ αὐ­ξή­σουν τὸν ζῆ­λο τους, τὸ πνευ­μα­τι­κό τους ἐν­δι­α­φέ­ρον. Καὶ τό­τε ὁ Κύ­ριος θὰ τοὺς χα­ρί­σει καὶ τὶς βα­θύ­τε­ρες δι­δα­σκα­λί­ες, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς ἔ­κα­νε καὶ στοὺς μα­θη­τές Του.
2. ΑΓΚΑΘΙΑ ΠΟΥ ΠΝΙΓΟΥΝ ΤΗΝ ΨΥΧΗ
Λοι­πόν, εἶ­πε ὁ Κύ­ριος, τὸ νό­η­μα τῆς πα­ρα­βο­λῆς εἶ­ναι τοῦ­το: Ὁ σπό­ρος ση­μαί­νει τὸν λό­γο τοῦ Θε­οῦ καὶ τὰ δι­ά­φο­ρα μέ­ρη τῆς γῆς ση­μαί­νουν τὶς καρ­δι­ὲς τῶν ἀν­θρώ­πων. Με­ρι­κοὶ ἄν­θρω­ποι μοιά­ζουν μὲ τὸν δρό­μο, καὶ ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ δὲν μπο­ρεῖ νὰ μπεῖ βα­θιὰ μέ­σα τους, για­τί ἡ ψυ­χή τους εἶ­ναι σκλη­ρή, καὶ ὁ δι­ά­βο­λος ἁρ­πά­ζει ἀ­πὸ ἐ­κεῖ τὰ θε­ϊ­κὰ νο­ή­μα­τα καὶ σπέρ­νει τὰ δι­κά του. Ἄλ­λοι μοιά­ζουν μὲ ἔ­δα­φος ποὺ ἔ­χει ἐ­πά­νω λί­γο χῶ­μα, ἀ­πὸ κά­τω ὅ­μως εἶ­ναι πέ­τρα. Εἶ­ναι δη­λα­δὴ ἄν­θρω­ποι χω­ρὶς βά­θος, ἐ­πι­πό­λαι­οι. Ἐν­θου­σι­ά­ζον­ται γιὰ λί­γο μὲ τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο, ἀλ­λὰ στὴν πρώ­τη δυ­σκο­λί­α, στοὺς πρώ­τους πει­ρα­σμοὺς τὰ χά­νουν καὶ ἐγ­κα­τα­λεί­πουν τὸν ἀ­γώ­να. Ἄλ­λοι πά­λι μοιά­ζουν μὲ τό­πο γε­μά­το ἀ­πὸ σπό­ρους ἀγ­κα­θι­ῶν. Ἀ­κοῦ­νε τὸν λό­γο τοῦ Θε­οῦ καὶ ἀρ­χί­ζουν νὰ ἀ­γω­νί­ζον­ται, σὲ λί­γο ὅ­μως τοὺς πνί­γουν οἱ μέ­ρι­μνες γιὰ τὸν πλοῦ­το καὶ ἡ ἐ­πι­δί­ω­ξη τῶν ἀ­νέ­σε­ων καὶ τῶν ἡ­δο­νῶν, καὶ τὰ ξε­χνοῦν ὅ­λα. Τέ­λος – λέ­γει ὁ Κύ­ριος – ὑ­πάρ­χουν καὶ ἐ­κεῖ­νοι ποὺ μοιά­ζουν μὲ τὸ κα­λὸ καὶ φρε­σκο­σκαμ­μέ­νο χῶ­μα. Αὐ­τοὶ εἶ­ναι ποὺ ἔ­χουν κα­λὴ δι­ά­θε­ση καὶ ἁ­γνὸ  ἐν­δι­α­φέ­ρον,  γι᾿ αὐ­τὸ  καὶ  ἀ­κοῦ­νε  μὲ προ­σο­χὴ τὸν λό­γο τοῦ Θε­οῦ, τὸν κρα- τοῦν σφι­κτὰ μέ­σα τους, δεί­χνουν ὑ­πο­μο­νὴ στὶς δυ­σκο­λί­ες καὶ τοὺς πει­ρα­σμούς,  καὶ ἔ­τσι φέρ­νουν καρ­ποὺς πολ­λούς.
ΠΛΟΥΤΟΣ νο­η­μά­των κρύ­βε­ται στὰ λό­για αὐ­τὰ τοῦ Κυ­ρί­ου μας, ποὺ εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον ἐ­δῶ ἔ­στω καὶ στοι­χει­ω­δῶς νὰ τὰ σχο­λι­ά­σου­με. Θὰ πε­ρι­ο­ρι­στοῦ­με λοι­πὸν μό­νο σὲ κά­ποι­ες σκέ­ψεις γιὰ τὴν τρί­τη κα­τη­γο­ρί­α, πε­ρὶ τῆς ὁ­ποί­ας μί­λη­σε ὁ Κύ­ριος.
Οἱ ἄν­θρω­ποι αὐ­τῆς τῆς κα­τη­γο­ρί­ας ἔ­χουν κά­τι τὸ ἰ­δι­αί­τε­ρο καὶ ἄ­ξιο νὰ τύ­χει πολ­λῆς προ­σο­χῆς ἀ­πὸ ὅ­λους μας. Ὁ Κύ­ριος τοὺς πα­ρω­μοί­α­σε μὲ τὸ τμῆ­μα ἐ­κεῖ­νο τοῦ σπό­ρου ποὺ ἔ­πε­σε σὲ μέ­ρος γε­μά­το μὲ σπό­ρους ἀγ­κα­θι­ῶν, οἱ ὁ­ποῖ­οι φύ­τρω­σαν καὶ αὐ­ξή­θη­καν μα­ζί του, καὶ στὸ τέ­λος τὸν ἔ­πνι­ξαν.
Ἀγ­κά­θια – ἑρ­μή­νευ­σε ὁ Κύ­ριος – εἶ­ναι οἱ ἀ­γω­νι­ώ­δεις φρον­τί­δες γιὰ τὴν ἀ­πό­κτη­ση πλού­του καὶ ἡ ἐ­πι­δί­ω­ξη τῶν ἀ­νέ­σε­ων καὶ τῶν ἀ­πο­λαύ­σε­ων τῆς ζω­ῆς.
Ἀγ­κά­θια! Μιὰ ἐ­ξω­φρε­νι­κὴ μα­νί­α, πραγ­μα­τι­κὴ τρέλ­λα. Αὐ­τὸ τὸ συ­νε­χὲς τρέ­ξι­μο τῶν πολ­λῶν ἀν­θρώ­πων, ποὺ δὲν εὐ­και­ροῦν πο­τέ! Πνί­γο­μαι – φω­νά­ζουν – πνί­γο­μαι! Καὶ τρέ­χουν πάν­το­τε, γε­μά­τοι ἄγ­χος, ἀ­γω­νί­α καὶ ἐ­κνευ­ρι­σμό. Καὶ δὲν ἱ­κα­νο­ποι­οῦν­ται μὲ τί­πο­τε πο­τέ. Φτιά­χνουν ἕ­να σπί­τι καὶ ἀ­μέ­σως ἀρ­χί­ζουν σχέ­δια γιὰ δεύ­τε­ρο. Ἔ­πει­τα γιὰ τρί­το. Ἔ­πει­τα... Ἄλ­λοι κά­νουν καὶ ἄλ­λο λά­θος. Δὲν ξε­χω­ρί­ζουν γι­ορ­τὴ καὶ κα­θη­με­ρι­νή. Δὲν ξέ­ρουν τὶ ση­μαί­νει Κυ­ρια­κή, πό­σο ἀ­ναγ­καί­α εἶ­ναι ἡ ἀρ­γί­α αὐ­τῆς τῆς ­μέ­ρας ἀ­κό­μη καὶ γιὰ τὴ σω­μα­τι­κή τους ὑ­γεί­α.
Τὰ πα­ρα­δείγ­μα­τα δὲν ἔ­χουν τε­λει­ω­μό. Τὸ λυ­πη­ρὸ ὅ­μως εἶ­ναι ὅ­τι ἀ­κό­μη καὶ εὐ­σε­βεῖς ἄν­θρω­ποι, ποὺ σ᾿ αὐ­τοὺς ἀ­να­φέ­ρε­ται τὸ κεί­με­νό μας, πά­σχουν ἀ­κρι­βῶς ἀ­πὸ αὐ­τὴν τὴν ἀ­γω­νι­ώ­δη μέ­ρι­μνα. Εὐ­σε­βεῖς γο­νεῖς, ποὺ ἀ­γα­ποῦν τὴν Ἐκ­κλη­σί­α, πνί­γον­ται δια­ρκῶς στὴ μέ­ρι­μνα νὰ ἐ­ξα­σφα­λί­σουν τὰ πάν­τα γιὰ τὰ παι­διά τους. Καὶ τρέ­χουν! Τὰ παι­διὰ δὲν τοὺς βλέ­πουν σχε­δὸν πο­τὲ ἢ τοὺς βλέ­πουν μο­νί­μως κου­ρα­σμέ­νους καὶ ἐ­κνευ­ρι­σμέ­νους. Σπα­νί­ως θὰ κα­θή­σουν ὅ­λοι στὸ τρα­πέ­ζι καὶ πο­τὲ σχε­δὸν δὲν θὰ βροῦν εὐ­και­ρί­α νὰ συγ­κεν­τρω­θοῦν ὅ­λοι μα­ζί, γιὰ νὰ δι­α­βά­σουν τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο ἢ νὰ συ­ζη­τή­σουν κά­τι πνευ­μα­τι­κῶς ὠ­φέ­λι­μο. Αὐ­τὰ τὰ πε­ρι­μέ­νουν μό­νον ἀ­πὸ τὰ Κα­τη­χη­τι­κά, στὰ ὁ­ποῖ­α βέ­βαι­α δὲν πα­ρα­λεί­πουν νὰ στέλ­νουν τὰ παι­διά τους.
Δὲν εἶ­ναι ὅ­μως μό­νον οἱ γο­νεῖς. Καὶ τὰ ἴ­δια τὰ παι­διὰ πνί­γον­ται μέ­σα στὰ μα­θή­μα­τα, στὰ φρον­τι­στή­ρια καὶ σὲ πλῆ­θος ἀ­κό­μη τε­χνη­τὲς ἀ­νάγ­κες, ὅ­πως οἱ χο­ροί, ὁ ἀ­θλη­τι­σμός, εἰ­δι­κὲς γυ­μνα­στι­κὲς καὶ τό­σα ἄλ­λα. Ἀλ­λὰ καὶ ὅ­λοι μας σχε­δὸν τὸ ἴ­διο πα­θαί­νου­με. Πνι­γό­μα­στε μὲς στὶς ἀ­πα­σχο­λή­σεις μας. Δὲν βρί­σκου­με χρό­νο γιὰ προ­σευ­χή, γιὰ με­λέ­τη τῆς Γρα­φῆς, γιὰ συ­ζη­τή­σεις οἰ­κο­δο­μη­τι­κές, γιὰ συμ­με­το­χὴ σὲ σχε­τι­κὲς εὐ­και­ρί­ες.
Πνι­γό­μα­στε...
Λοι­πόν, δὲν ξέ­ρου­με τί ση­μαί­νει αὐ­τὴ ἡ λέ­ξη;
Ἂς φο­βη­θοῦ­με λί­γο, ἀ­δελ­φοί! Για­τί ἡ ψυ­χή μας ἔ­τσι κιν­δυ­νεύ­ει νὰ πά­θει ἀ­σφυ­ξί­α, νὰ πνι­γεῖ!
 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου