Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ Ϛ΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ Ϛ΄ ΛΟΥΚΑ
 (20 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2019)
(ΑΡΤΕΜΙΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ)



 Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ  (ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ)  
Τέ­κνον Τι­μό­θε­ε, ἐν­δυ­να­μοῦ ἐν τῇ χά­ρι­τι τῇ ἐν Χρι­στῷ ᾿Ι­η­σοῦ, καὶ ἃ ἤ­κου­σας παρ᾿ ἐ­μοῦ διὰ πολ­λῶν μαρ­τύ­ρων, ταῦ­τα πα­ρά­θου πι­στοῖς ἀν­θρώ­ποις, οἵ­τι­νες ἱ­κα­νοὶ ἔ­σον­ται καὶ ἑ­τέ­ρους δι­δά­ξαι. Σὺ οὖν κα­κο­πά­θη­σον ὡς κα­λὸς στρα­τι­ώ­της ᾿Ι­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Οὐ­δεὶς στρα­τευ­ό­με­νος ἐμ­πλέ­κε­ται ταῖς τοῦ βί­ου πραγ­μα­τε­ί­αις, ἵ­να τῷ στρα­το­λο­γή­σαν­τι ἀ­ρέ­σῃ. Ἐ­ὰν δὲ καὶ ἀ­θλῇ τις, οὐ στε­φα­νοῦ­ται, ἐ­ὰν μὴ νο­μί­μως ἀ­θλή­σῃ. Τὸν κο­πι­ῶν­τα γε­ωρ­γὸν δεῖ πρῶ­τον τῶν καρ­πῶν με­τα­λαμ­βά­νειν. Νόει ὃ λέ­γω· δῴ­η γάρ σοι ὁ Κύριος σύ­νε­σιν ἐν πᾶ­σι. Μνη­μό­νευ­ε ᾿Ι­η­σοῦν Χρι­στὸν ἐ­γη­γερ­μέ­νον ἐκ νε­κρῶν, ἐκ σπέρ­μα­τος Δαυ­ΐδ, κα­τὰ τὸ εὐ­αγ­γέ­λι­όν μου, ἐν ᾧ κα­κο­πα­θῶ μέ­χρι δε­σμῶν ὡς κα­κοῦρ­γος· ἀλλ᾿ ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ οὐ δέ­δε­ται. Διὰ τοῦ­το πάν­τα ὑ­πο­μέ­νω διὰ τοὺς ἐ­κλε­κτο­ύς, ἵ­να καὶ αὐ­τοὶ σω­τη­ρί­ας τύ­χω­σι τῆς ἐν Χρι­στῷ ᾿Ι­η­σοῦ με­τὰ δό­ξης αἰ­ω­νί­ου.                                                                      
  (Β’ Τιμ.β΄[2] 1-10)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἐσύ, παιδί μου Τιμόθεε, ντίθετα μ᾿ ατούς πού μέ παρνήθηκαν, νά νδυναμώνεσαι μέ τή χάρη πού μς δίνει ησος Χριστός ταν εμαστε νωμένοι μαζί του. Καί σα κουσες πό μένα μπροστά σέ πολλούς μάρτυρες, ατά νά τά μπιστευθες ς πολύτιμο θησαυ­ρό σέ νθρώπους πιστούς, πού δέν θά τά νοθεύουν οτε θά τά προδίδουν, λλά θά εναι κανοί νά τά διδάξουν καί σέ λλους. σύ λοιπόν κακοπάθησε σάν καλός στρατιώτης το ησο Χριστοταν κάποιος πηρετε ς στρατιώτης, δέν μπλέκεται στίς ποθέσεις καί τίς φροντίδες τς καθημερινς ζω­ς, γιά νά εναι ρεστός σ᾿ κενον πού τόν στρατο­λό­γησε. Κι ν κανείς παίρνει μέρος σέ θλητικούς γνες, δέν στεφανώνεται μέ τό στεφάνι τς νίκης, άν δέν γω­νι­σθε σύμφωνα μέ τούς θλητικούς κανόνες.  γεωργός πού κοπιάζει γιά νά καλλιεργήσει τό χω­ρά­­­φι του πρέπει πρτος νά πολαμβάνει τούς καρπούς πού θά συνάξει. τσι κι σύ· πό τό πνευματικό χω­­ράφι πού καλλιεργες καρποφόρως πρέπει νά πο­­­­­λαμ­­βάνεις πρτος τήν παρηγοριά, τήν τιμή καί τή συ­ντή­­­ρησή σου. Προσπάθησε νά καταλάβεις τήν λληγορική σημασία ατν πού σο λέω. Καί θά τήν κατανοήσεις· σο ε­χομαι νά σο δώσει Κύριος σύνεση, γιά νά τά δια­κρί­νεις λα. Νά θυμσαι τόν ησο Χριστό πού χει ναστηθε πό τούς νεκρούς καί κατάγεται πό τόν Δαβίδ, σύμφω­να μέ τό Εαγγέλιο πού κηρύττω. Γιά τό Εαγγέλιο ατό κακοπαθ ς τό σημεο νά εμαι λυσοδεμένος, σάν νά μουν κακοργος. λλά λόγος το Θεο δέν δένεται. Γιά λα ατά, κι πειδή τό Εαγγέλιο προοδεύει καί δέν μπορε νά δεθε, μέ πομονή τά ποφέρω λα γιά χά­ρη κείνων πού ξέλεξε Θεός. Καί τά ποφέρω, γιά νά πιτύχουν κι ατοί τή σωτηρία πού μς προσφέρει ησος Χριστός, ταν βρισκόμαστε σέ κοινωνία μαζί του· καί σωτηρία ατή συνοδεύεται μέ αώνια δόξα.

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ  ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ ες τν χώ­ραν τν Γα­δα­ρη­νῶν ὑ­πήν­τη­σεν αὐ­τῷ ἀ­νήρ τις κ τς πό­λε­ως, ς εἶ­χε δαι­μό­νι­α κ χρό­νων ἱ­κα­νῶν, κα ἱ­μά­τι­ον οκ ἐ­νε­δι­δύ­σκε­το, κα ν οἰ­κί­ᾳ οκ ἔ­με­νεν, ἀλ­λ' ἐν τος μνή­μα­σιν. ἰ­δὼν δ τν Ἰ­η­σοῦν κα ἀ­να­κρά­ξας προ­σέ­πε­σεν αὐ­τῷ κα φω­νῇ με­γά­λῃ εἶ­πε· Τ ἐ­μοὶ κα σο, Ἰ­η­σοῦ υἱ­ὲ το Θε­οῦ το ὑ­ψί­στου; δέ­ο­μαί σου, μ με βα­σα­νί­σῃς. πα­ρήγ­γει­λε γρ τ πνε­ύ­μα­τι τ ἀ­κα­θάρ­τῳ ἐ­ξελ­θεῖν ἀ­πὸ το ἀν­θρώ­που. πολ­λοῖς γρ χρό­νοις συ­νηρ­πά­κει αὐ­τόν, κα ἐ­δε­σμεῖ­το ἁ­λύ­σε­σι κα πέ­δαις φυ­λασ­σό­με­νος, κα δι­αρ­ρήσ­σων τ δε­σμὰ ἠ­λα­ύ­νε­το ὑ­πὸ το δα­ί­μο­νος ες τς ἐ­ρή­μους.ἐ­πη­ρώ­τη­σε δ αὐ­τὸν Ἰ­η­σοῦς λέ­γων· Τ σο ἐ­στιν ὄ­νο­μα; δ εἶ­πε· Λε­γε­ών· ὅ­τι δαι­μό­νι­α πολ­λὰ εἰ­σῆλ­θεν ες αὐ­τόν· κα πα­ρε­κά­λει αὐ­τὸν ἵ­να μ ἐ­πι­τά­ξῃ αὐ­τοῖς ες τν ἄ­βυσ­σον ἀ­πελ­θεῖν. ν δ ἐ­κεῖ ἀ­γέ­λη χο­ί­ρων ἱ­κα­νῶν βο­σκο­μέ­νη ν τ ὄ­ρει· κα πα­ρε­κά­λουν αὐ­τὸν ἵ­να ἐ­πι­τρέ­ψῃ αὐ­τοῖς ες ἐ­κε­ί­νους εἰ­σελ­θεῖν· κα ἐ­πέ­τρε­ψεν αὐ­τοῖς. ἐ­ξελ­θόν­τα δ τ δαι­μό­νι­α ἀ­πὸ το ἀν­θρώ­που εἰ­σῆλ­θον ες τος χο­ί­ρους, κα ὥρ­μη­σεν ἡ ἀ­γέ­λη κα­τὰ το κρη­μνοῦ ες τν λί­μνην κα ἀ­πε­πνί­γη. ἰ­δόν­τες δ ο βό­σκον­τες τ γε­γε­νη­μέ­νον ἔ­φυ­γον, κα ἀ­πήγ­γει­λαν ες τν πό­λιν κα ες τος ἀ­γρο­ύς. ἐ­ξῆλ­θον δ ἰ­δεῖν τ γε­γο­νὸς, κα ἦλ­θον πρς τν Ἰ­η­σοῦν, κα εὗ­ρον κα­θή­με­νον τν ἄν­θρω­πον, ἀ­φ' ο τ δαι­μό­νι­α ἐ­ξε­λη­λύ­θει, ἱ­μα­τι­σμέ­νον κα σω­φρο­νοῦν­τα πα­ρὰ τος πό­δας το Ἰ­η­σοῦ, κα ἐ­φο­βή­θη­σαν. ἀ­πήγ­γει­λαν δ αὐ­τοῖς ο ἰ­δόν­τες πς ἐ­σώ­θη ὁ δαι­μο­νι­σθείς. κα ἠ­ρώ­τη­σαν αὐ­τὸν ἅ­παν τ πλῆ­θος τς πε­ρι­χώ­ρου τν Γα­δα­ρη­νῶν ἀ­πελ­θεῖν ἀ­π' αὐ­τῶν, ὅ­τι φό­βῳ με­γά­λῳ συ­νε­ί­χον­το· αὐ­τὸς δ ἐμ­βὰς ες τ πλοῖ­ον ὑ­πέ­στρε­ψεν. ἐ­δέ­ε­το δ αὐ­τοῦ ἀ­νὴρ, ἀ­φ' ο ἐ­ξε­λη­λύ­θει τ δαι­μό­νι­α, εἶ­ναι σν αὐ­τῷ· ἀ­πέ­λυ­σε δ αὐ­τὸν Ἰ­η­σοῦς λέ­γων· Ὑ­πό­στρε­φε ες τν οἶ­κόν σου κα δι­η­γοῦ ὅ­σα ἐ­πο­ί­η­σέ σοι Θε­ός. κα ἀ­πῆλ­θε κα­θ' ὅ­λην τν πό­λιν κη­ρύσ­σων ὅ­σα ἐ­πο­ί­η­σεν αὐ­τῷ Ἰ­η­σοῦς.    
                                           (Λουκ. η΄ 26 – 39)

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
1. ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ
Τὸ θέ­α­μα ποὺ ἀν­τί­κρυ­σε ὁ Κύ­ριος, μό­λις ἔ­φθα­σε στὴ χώ­ρα τῶν Γα­δα­ρη­νῶν, ἦ­ταν τρα­γι­κό· ἕ­νας ἄν­θρω­πος ἀ­γρι­ε­μέ­νος πέ­φτει στὰ πό­δια Του καὶ φω­νά­ζει: «τί σχέ­ση ἔ­χου­με οἱ δυ­ό μας Ἰ­η­σοῦ, υἱ­ὲ τοῦ Θε­οῦ τοῦ Ὑ­ψί­στου; Σὲ πα­ρα­κα­λῶ, μὴ μὲ βα­σα­νί­σεις». Εἶ­ναι ἕ­νας δαι­μο­νι­σμέ­νος. Χρό­νια τώ­ρα κα­τοι­κεῖ στὰ μνή­μα­τα ἤ τρι­γυρ­νά­ει στὰ βου­νὰ γυ­μνός. Σπά­ζει τὶς ἁ­λυ­σί­δες καὶ τὰ σί­δε­ρα, μὲ τὰ ὁ­ποῖ­α κά­θε λί­γο τὸν δέ­νουν, καὶ τρέ­χει στὶς ἐ­ρη­μι­ὲς δυ­στυ­χι­σμέ­νος. Κι ὅ­ταν ὁ Κύ­ριος τὸν ἐ­ρω­τᾶ: «ποι­ὸ εἶ­ναι τὸ ὄ­νο­μά σου;», ἀ­παν­τᾶ μὲ μί­α μό­νο λέ­ξη: «λε­γε­ών»!
ΛΕΓΕΩΝ! Ἡ ἀ­προσ­δό­κη­τη ἀ­πάν­τη­ση φα­νε­ρώ­νει τὸ πλῆ­θος τῶν δαι­μό­νων, ποὺ τὸν εἶ­χαν κυ­ρι­εύ­σει. Δι­ό­τι ἡ λέ­ξη «λε­γε­ὼν» ἦ­ταν ὀ­νο­μα­σί­α μο­νά­δος τοῦ Ρω­μα­ϊ­κοῦ στρα­τοῦ 5-6 χι­λιά­δων ἀν­δρῶν πε­ρί­που – ὅ­πως λέ­με σή­με­ρα «Τα­ξι­αρ­χί­α» ἢ «Με­ραρ­χί­α». Ταυ­τό­χρο­να τὸ πα­ρά­δο­ξο «ὄ­νο­μα» φα­νε­ρώ­νει καὶ τὸ μέ­γε­θος τῆς τρα­γω­δί­ας τοῦ δαι­μο­νι­σμέ­νου, ἀ­φοῦ δεί­χνει κα­θα­ρὰ πὼς ἔ­χει χτυ­πη­θεῖ ὁ ἴ­διος ὁ πυ­ρή­νας τῆς ὑ­πάρ­ξε­ώς του: τὸ πρό­σω­πο!
«Πρό­σω­πο» εἶ­ναι τὸ ὑ­πέρ­τα­το θε­ϊ­κὸ χά­ρι­σμα, ἡ ὑ­ψί­στη δω­ρε­ὰ τοῦ Θε­οῦ πρὸς τὸν ἄν­θρω­πο. Εἶ­ναι ἡ εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ μέ­σα μας, ἡ ὁ­ποί­α μᾶς κά­νει νὰ ξε­χω­ρί­ζου­με ἀ­νά­με­σα στὰ δι­σε­κα­τομ­μύ­ρια τῶν ἄλ­λων ἀν­θρώ­πων. Εἶ­ναι αὐ­τὸ ποὺ κά­νει τὸν κα­θέ­να μας μο­να­δι­κὸ καὶ ἀ­νε­πα­νά­λη­πτο. Τὸν κά­νει μιὰ ὕ­παρ­ξη ποὺ ἀ­πο­τε­λεῖ γε­γο­νὸς καὶ γιὰ τὸν ἴ­διο τὸν Θε­ό, γι᾿ αὐ­τὸ καὶ Ἐ­κεῖ­νος ἀ­πευ­θύ­νε­ται σ᾿ αὐ­τὴ μὲ τὸ «ἐ­σύ»! Ἀ­να­γνω­ρί­ζει δη­λα­δὴ τὸ πλά­σμα Του ὅ­μοι­ο μὲ τὸν Ἑ­αυ­τό Του καὶ στέ­κε­ται μὲ σε­βα­σμὸ μπρο­στά του. Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ «Πρό­σω­πο»: Ὁ ἄν­θρω­πος στὸ ὑ­πέρ­τα­το με­γα­λεῖ­ο του! Καὶ αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς ἐ­πι­χει­ρεῖ νὰ συν­τρί­ψει ὁ δι­ά­βο­λος.
Οἱ δαί­μο­νες – τὸ γνω­ρί­ζου­με – ἐ­ξου­σιά­ζουν μὲ ποι­κί­λους τρό­πους τοὺς ἀν­θρώ­πους. Ὁ δὲ δαι­μο­νι­σμὸς εἶ­ναι ἕ­νας μᾶλ­λον σπά­νιος τρό­πος καὶ δὲν εἶ­ναι ὁ χει­ρό­τε­ρος, ἀ­φοῦ κατ᾿ αὐ­τὸν ἐ­ξου­σι­ά­ζε­ται βα­σι­κῶς τὸ σῶ­μα τοῦ ἀν­θρώ­που. Χει­ρό­τε­ρος τρό­πος εἶ­ναι ἡ κυ­ρι­αρ­χί­α τῶν δαι­μό­νων ἐ­πὶ τῆς ψυ­χῆς μέ­σῳ τῶν ἁ­μαρ­τω­λῶν πα­θῶν καὶ ἀ­κό­μη χει­ρό­τε­ρος ἡ κυ­ρι­αρ­χί­α τους καὶ στὴν ψυ­χὴ καὶ στὸ σῶ­μα μέ­σῳ τῶν ποι­κί­λων πλα­νῶν, ποὺ φθά­νουν μέ­χρι τὴ μα­γεί­α καὶ τὸν σα­τα­νι­σμό.
Μὲ ὅ­ποι­ον πάν­τως τρό­πο κι ἂν ἐ­ξου­σιά­ζουν οἱ δαί­μο­νες τὸν ἄν­θρω­πο, τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα εἶ­ναι πάν­τα τὸ ἴ­διο: συν­τρί­βουν τὸ πρό­σω­πό του. Καὶ δὲν εἶ­ναι κἂν ἀ­ναγ­καῖ­ο νὰ τὸν ἐ­ξου­σιά­ζει μιὰ ὁ­λό­κλη­ρη λε­γε­ώ­να. Καὶ λό­χος νὰ εἶ­ναι καὶ δι­μοι­ρί­α, τὸ ἴ­διο κά­νει. Ἀ­κό­μη καὶ ἕ­νας δαί­μων ἂν ἐ­ξου­σιά­ζει τὴν ψυ­χὴ μὲ κά­ποι­ο πά­θος (στὸ ὁ­ποῖ­ο αὐ­τὴ μέ­νει θε­λη­μα­τι­κὰ ὑ­πο­δου­λω­μέ­νη), φτά­νει αὐ­τὸ γιὰ νὰ γί­νει ὁ ἄν­θρω­πος δοῦ­λος, ὕ­παρ­ξη χω­ρὶς ὄ­νο­μα καὶ σκέ­ψη – χω­ρὶς πρό­σω­πο! Κα­τάν­τη­μα οἰ­κτρό, ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο μό­νον Ἐ­κεῖ­νος, ὁ Θε­άν­θρω­πος Κύ­ριος, μπο­ρεῖ νὰ τὸν λυ­τρώ­σει καὶ νὰ τὸν ἀ­να­δεί­ξει σύμ­φω­να μὲ τὸν ἀρ­χι­κὸ προ­ο­ρι­σμό του: Πρό­σω­πο! Δη­λα­δή, κα­τὰ χά­ριν Θε­ό!
2. ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΖΑ ΣΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ
Ἡ εἰ­κό­να στὴ συ­νέ­χεια εἶ­ναι συγ­κλο­νι­στι­κή. Ὁ­λό­κλη­ρη ἐ­κεί­νη ἡ Τα­ξι­αρ­χί­α τῶν δαι­μό­νων τρέ­μει τώ­ρα μπρο­στὰ στὸν Κύ­ριο. Καὶ Τὸν πα­ρα­κα­λοῦν νὰ μὴν τοὺς στεί­λει στὴν Κό­λα­ση, ἀλ­λὰ νὰ τοὺς ἐ­πι­τρέ­ψει φεύ­γον­τας ἀ­πὸ τὸν ἄν­θρω­πο νὰ μποῦν στὸ κο­πά­δι τῶν χοί­ρων, ποὺ ἔ­βο­σκε ἐ­κεῖ κον­τά. Ἦ­ταν ἕ­να πα­ρά­νο­μο κο­πά­δι, ἀ­φοῦ ὁ Μω­σα­ϊ­κὸς νό­μος ἀ­πα­γό­ρευ­ε στοὺς Ἑ­βραί­ους νὰ τρέ­φουν καὶ νὰ τρῶ­νε χοί­ρους, γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ὁ Κύ­ριος, πρὸς τι­μω­ρί­α τῶν πα­ρα­βα­τῶν, δί­νει τὴν ἄ­δεια ποὺ ζή­τη­σαν οἱ δαί­μο­νες. Καὶ τό­τε ὅ­λο ἐ­κεῖ­νο τὸ κο­πά­δι ὅρ­μη­σε στὸν γκρε­μὸ καὶ πνί­γη­κε στὴ λί­μνη.
Ἡ εἴ­δη­ση δι­α­δό­θη­κε σὰν ἀ­στρα­πὴ στὴν πε­ρι­ο­χὴ τῶν Γα­δα­ρη­νῶν. Καὶ σὲ λί­γο ὅ­λοι σχε­δὸν οἱ κά­τοι­κοί της βρί­σκον­ται ἐ­κεῖ. Βλέ­πουν ἔκ­πλη­κτοι τὸν πρώ­ην δαι­μο­νι­σμέ­νο νὰ κά­θε­ται ἥ­συ­χος δί­πλα στὰ πό­δια τοῦ Ἰ­η­σοῦ, ντυ­μέ­νος καὶ λο­γι­κός. Τὰ κα­τα­λα­βαί­νουν ὅ­λα. Καὶ τό­τε φό­βος μέ­γας τοὺς κυ­ρι­εύ­ει: Ἂν αὐ­τὸς ὁ θαυ­μα­τουρ­γὸς προ­φή­της – σκέ­πτον­ται – συ­νε­χί­σει μὲ τὸν ἴ­διο τρό­πο τὶς θε­ρα­πεῖ­ες του, θὰ πά­θουν οἰ­κο­νο­μι­κὴ κα­τα­στρο­φή. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ἡ φο­βε­ρὴ ἀ­πό­φα­σή τους εἶ­ναι ὁ­μό­φω­νη, ὠ­μή, ψυ­χρή: πα­ρα­κα­λοῦν τὸν Κύ­ριο ὅ­λοι μα­ζὶ νὰ φύ­γει ἀ­πὸ τὸν τό­πο τους!
Καὶ ὁ Κύ­ριος πράγ­μα­τι σε­βό­με­νος τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α τους μπαί­νει στὸ πλοῖ­ο γιὰ νὰ φύ­γει. Ὁ πρώ­ην δαι­μο­νι­σμέ­νος Τὸν ἱ­κε­τεύ­ει νὰ τὸν πά­ρει μα­ζί Του. Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως τὸν ἑ­τοι­μά­ζει γιὰ κά­τι ἄλ­λο. Τὸν θέ­λει κή­ρυ­κα καὶ ἀ­πό­στο­λό Του σ᾿ αὐ­τὴ τὴ σκλη­ρὴ καὶ ὑ­λι­στι­κὴ πε­ρι­ο­χή. Πή­γαι­νε στὸ σπί­τι σου, τοῦ λέ­γει, καὶ νὰ δι­η­γεῖ­σαι ὅ­σα σοῦ ἔ­κα­νε ὁ Θε­ός. Καὶ ὁ εὐ­γνώ­μων ἄν­θρω­πος γύ­ρι­ζε ἀ­πὸ τό­τε σὲ ὅ­λη τὴν πό­λη κη­ρύτ­τον­τας τὴ με­γά­λη εὐ­ερ­γε­σί­α ποὺ τοῦ ἔ­κα­νε ὁ Ἰ­η­σοῦς.
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ἦ­ταν ἀ­σφα­λῶς με­γα­λει­ῶ­δες. Ὁ ἄν­θρω­πος ποὺ χρό­νια ὁ­λό­κλη­ρα κα­τοι­κοῦ­σε στὰ μνή­μα­τα ἀ­γρι­ε­μέ­νος, αὐ­τὸς τώ­ρα ἱ­μα­τι­σμέ­νος καὶ σω­φρο­νῶν κά­θε­ται δί­πλα στὰ πό­δια τοῦ Κυ­ρί­ου, καὶ γιὰ λί­γο χρο­νι­κὸ δι­ά­στη­μα – ἐ­λα­χί­στων μό­νον ὡ­ρῶν – γί­νε­ται μα­θη­τής Του. Καὶ ἔ­πει­τα ἀ­πό­στο­λός Του, κή­ρυ­κας τῆς δυ­νά­με­ως καὶ τῆς ἀ­γά­πης Του μέ­σα σὲ μιὰ δι­ε­φθαρ­μέ­νη κοι­νω­νί­α.
Τὸ δί­δαγ­μα εἶ­ναι πλέ­ον φα­νε­ρό. Ἀ­κό­μη καὶ μιὰ στιγ­μια­ία ἐ­πα­φὴ μὲ τὸν Θε­ὸ φτά­νει νὰ ἀλ­λά­ξει ρι­ζι­κὰ τὴ ζω­ὴ τοῦ ἀν­θρώ­που. Πρω­τί­στως νὰ τὴν ἀ­παλ­λά­ξει ἀ­πὸ τὴ δαι­μο­νι­κὴ κυ­ρι­αρ­χί­α (ὑ­πο­δού­λω­ση στὰ πά­θη, φό­βοι μα­γεί­ας κ.τ.λ.). Δὲν θὰ στα­μα­τή­σει βέ­βαι­α ὁ δι­ά­βο­λος νὰ πο­λε­μά­ει τὸν ἄν­θρω­πο. Ὄ­χι. Ἀλ­λὰ θὰ παύ­σει πλέ­ον νὰ τὸν ἐ­ξου­σιά­ζει, νὰ τὸν ἔ­χει δοῦ­λο του καὶ ὑ­πά­κου­ο ὑ­πη­ρέ­τη του.
Ὑ­πάρ­χει ὅ­μως καὶ κά­τι ση­μαν­τι­κό­τε­ρο. Ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος, ἀ­πὸ τὴν ὥ­ρα ποὺ συ­ναν­τᾶ τὸν Χρι­στὸ καὶ συμ­μορ­φώ­νει τὴ ζω­ή του πρὸς τὸ θέ­λη­μά Του, ἀρ­χί­ζει καὶ γί­νε­ται Πρό­σω­πο! Ἀ­πο­κτά­ει δη­λα­δὴ νό­η­μα καὶ σκο­πὸ στὴ ζω­ή του. Ζεῖ μα­ζὶ μὲ τοὺς ἄλ­λους, ἀλ­λὰ δὲν εἶ­ναι σὰν τοὺς ἄλ­λους!
Οἱ ἄλ­λοι, οἱ πολ­λοί, θὰ συ­νε­χί­σουν βέ­βαι­α νὰ βό­σκουν τὰ πα­ρά­νο­μα κο­πά­δια τῶν χοί­ρων τους. Θὰ συ­νε­χί­σουν δη­λα­δὴ νὰ ἐ­πι­δι­ώ­κουν τοὺς ἐ­πί­γει­ους στό­χους τους, τὰ ὑ­λι­κὰ συμ­φέ­ρον­τά τους, τὶς ἡ­δο­νές τους, ἀ­πω­θών­τας εὐ­γε­νι­κὰ ἴ­σως, ἀλ­λὰ καὶ συ­νει­δη­τὰ καὶ ψυ­χρὰ τὸν Χρι­στὸ ἀ­πὸ τὰ χω­ρι­κὰ ὕ­δα­τα τῆς ζω­ῆς τους. Ὁ λυ­τρω­μέ­νος ὅ­μως πι­στός, αὐ­τὸς ποὺ ἔ­νι­ω­σε τὴ δύ­να­μη τοῦ Κυ­ρί­ου νὰ τὸν ἀ­παλ­λάσ­σει ἀ­πὸ τὴν τυ­ραν­νι­κὴ ἐ­ξου­σί­α τοῦ δι­α­βό­λου, αὐ­τὸς ποὺ αἰ­σθάν­θη­κε νὰ τὸν ἀγ­κα­λιά­ζει τὸ ἔ­λε­ος καὶ ἡ ἄ­πει­ρη ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ Του, θὰ πο­ρεύ­ε­ται στὸ στε­νὸ μο­νο­πά­τι, ἀν­τί­θε­τα πρὸς τοὺς πολ­λούς, μὲ τὰ μά­τια στη­ριγ­μέ­να στὸ αἰ­ώ­νιο τέρ­μα.
Για­τί αὐ­τὸς μὲ τὴ χά­ρη τοῦ Κυ­ρί­ου εἶ­ναι Πρό­σω­πο! Ὑ­πο­ψή­φιος κα­τὰ Χά­ριν θε­ός, ποὺ ζεῖ μέ­σα στὴν εὐ­λο­γη­μέ­νη θε­αν­θρώ­πι­νη κοι­νω­νί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ πο­ρεύ­ε­ται μα­ζὶ μὲ τοὺς ἀ­δελ­φούς του πρὸς τὸν Οὐ­ρα­νό.
 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου