Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2022

Κ­Υ­Ρ­Ι­Α­ΚΗ Ε΄ Λ­Ο­Υ­ΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

Ι­Ε­ΡΑ Μ­Η­Τ­Ρ­Ο­Π­Ο­Λ­ΙΣ Π­Α­Φ­ΟΥ

Ι­Ε­Ρ­ΟΣ Ν­Α­ΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ 

   Κ­Υ­Ρ­Ι­Α­ΚΗ Ε΄ Λ­Ο­Υ­ΚΑ

 (30 ΟΚΤΩ­Β­Ρ­Ι­ΟΥ 2022)

 


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ  (ΙΘ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)  

Ἀ­δελ­φοί, ὁ Θε­ὸς καὶ Πα­τὴρ τοῦ Κυ­ρί­ου ᾽Ι­η­σοῦ Χρι­στοῦ οἶ­δεν, ὁ ὢν εὐ­λο­γη­τὸς εἰς τοὺς αἰ­ῶ­νας, ὅ­τι οὐ ψε­ύ­δο­μαι. Ἐν Δα­μα­σκῷ ὁ ἐ­θνάρ­χης ῾Α­ρέ­τα τοῦ βα­σι­λέ­ως ἐ­φρο­ύ­ρει τὴν πό­λιν Δα­μα­σκη­νῶν πι­ά­σαι με, καὶ διὰ θυ­ρί­δος ἐν σαρ­γά­νῃ ἐ­χα­λά­σθην διὰ τοῦ τε­ί­χους καὶ ἐ­ξέ­φυ­γον τὰς χεῖ­ρας αὐ­τοῦ. Καυ­χᾶ­σθαι δεῖ  οὐ συμ­φέ­ρει μοι· ἐ­λε­ύ­σο­μαι δὲ εἰς ὀ­πτα­σί­ας καὶ ἀ­πο­κα­λύ­ψεις Κυ­ρί­ου. Οἶ­δα ἄν­θρω­πον ἐν Χρι­στῷ πρὸ ἐ­τῶν δε­κα­τεσ­σά­ρων· εἴ­τε ἐν σώ­μα­τι οὐκ οἶ­δα, εἴ­τε ἐ­κτὸς τοῦ σώ­μα­τος οὐκ οἶ­δα, ὁ Θε­ὸς οἶ­δεν· ἁρ­πα­γέν­τα τὸν τοι­οῦ­τον ἕ­ως τρί­του οὐ­ρα­νοῦ. Καὶ οἶ­δα τὸν τοι­οῦ­τον ἄν­θρω­πον· εἴ­τε ἐν σώ­μα­τι εἴ­τε χω­ρὶς τοῦ σώ­μα­τος οὐκ οἶ­δα, ὁ Θε­ὸς οἶ­δεν· ὅ­τι ἡρ­πά­γη εἰς τὸν πα­ρά­δει­σον καὶ ἤ­κου­σεν ἄρ­ρη­τα ῥή­μα­τα ἃ οὐκ ἐ­ξὸν ἀν­θρώ­πῳ λα­λῆ­σαι. Ὑ­πὲρ τοῦ τοι­ο­ύ­του καυ­χή­σο­μαι, ὑ­πὲρ δὲ ἐ­μαυ­τοῦ οὐ καυ­χή­σο­μαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀ­σθε­νε­ί­αις μου. Ἐ­ὰν γὰρ θε­λή­σω καυ­χή­σα­σθαι, οὐκ ἔ­σο­μαι ἄ­φρων· ἀ­λή­θειαν γὰρ ἐ­ρῶ· φε­ί­δο­μαι δέ, μή τις εἰς ἐ­μὲ λο­γί­ση­ται ὑ­πὲρ ὃ βλέ­πει με ἢ ἀ­κού­ει τι ἐξ ἐ­μοῦ. Καὶ τῇ ὑ­περ­βο­λῇ τῶν ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ων, ἵ­να μὴ ὑ­πε­ρα­ί­ρω­μαι, ἐ­δό­θη μοι σκό­λοψ τῇ σαρκί, ἄγ­γε­λος Σα­τᾶν, ἵ­να με κο­λα­φί­ζῃ, ἵ­να μὴ ὑ­πε­ρα­ί­ρω­μαι. Ὑ­πὲρ το­ύ­του τρὶς τὸν Κύριον πα­ρε­κά­λε­σα ἵ­να ἀ­πο­στῇ ἀπ᾽ ἐ­μοῦ· καὶ εἴ­ρη­κέν μοι· ᾽Αρ­κεῖ σοι ἡ χά­ρις μου· ἡ γὰρ δύ­να­μίς μου ἐν ἀ­σθε­νε­ί­ᾳ τε­λει­οῦ­ται· ἥ­δι­στα οὖν μᾶλ­λον καυ­χή­σο­μαι ἐν ταῖς ἀ­σθε­νε­ί­αις μου, ἵ­να ἐ­πι­σκη­νώ­σῃ ἐπ᾽ ἐ­μὲ ἡ δύ­να­μις τοῦ Χρι­στοῦ. 

(Β΄ Κορ. ια΄[11] 31-33, ιβ΄[12] 1-9)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἀ­δελ­φοί, θά σς π πράγ­μα­τα πού ἴ­σως σς φα­νοῦν ἀ­πί­στευ­τα. Ἀλ­λά ὁ Θε­ός καί Πα­τήρ το Κυ­ρί­ου μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ὁ­ποῖ­ος εἶ­ναι εὐ­λο­γη­μέ­νος στούς αἰ­ῶ­νες, γνω­ρί­ζει ὅ­τι δέν λέ­ω ψέ­μα­τα. Στή Δα­μα­σκό δι­οι­κη­τής πού εἶ­χε δι­ο­ρι­σθεῖ ἀ­πό τόν βα­σι­λιά Ἀ­ρέ­τα φρου­ροῦ­σε τήν πό­λη τν Δα­μα­σκη­νῶν, ἐ­πει­δή ἤ­θε­λε νά μέ συλ­λά­βει. Κι ἀ­πό κά­ποι­ο πα­ρά­θυ­ρο μέ κα­τέ­βα­σαν κά­τω μέ­σα σέ δι­κτυ­ω­τό κα­λά­θι, μέ­σα ἀ­πό κά­ποι­ο ἄ­νοιγ­μα το τεί­χους τς πό­λε­ως, καί ξέ­φυ­γα ἀ­πό τά χέ­ρια του. Νά σᾶς μι­λή­σω λοι­πόν καί γιά ἄλ­λους δι­ωγ­μούς μου, δέν μέ συμ­φέ­ρει νά καυ­χι­έ­μαι. Στα­μα­τῶ λοι­πόν γι’ αὐ­τό νά μι­λῶ γιά τούς δι­ωγ­μούς καί τούς ἄλ­λους κό­πους μου. Θά ἀ­να­φερ­θῶ ὅ­μως σέ ὀ­πτα­σί­ες καί ἀ­πο­κα­λύ­ψεις πού μοῦ χά­ρι­σε ὁ Κύ­ριος. Γνω­ρί­ζω ἕ­ναν ἄν­θρω­πο πού βρί­σκε­ται σέ στε­νή σχέ­ση καί ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μέ τόν Χρι­στό. Ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τός πρίν ἀ­πό δε­κα­τέσ­σε­ρα χρό­νια ἁρ­πά­χθη­κε καί ἀ­νυ­ψώ­θη­κε μέ­χρι τόν τρί­το οὐ­ρα­νό, ὅ­που δι­α­μέ­νουν οἱ ἀγ­γε­λι­κές δυ­νά­μεις. Δέν γνω­ρί­ζω ὅ­μως ἐ­άν ἦ­ταν μέ τό σῶ­μα του τήν ὥ­ρα ἐ­κεί­νη ἤ ἦ­ταν σέ ἔκ­στα­ση, ἔ­ξω ἀ­πό τό σῶ­μα του. Ὁ Θε­ός ξέ­ρει. Καί γνω­ρί­ζω ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τός (εἴ­τε μέ τό σῶ­μα του, εἴ­τε ἔ­ξω ἀ­π’ τό σῶ­μα του, μό­νο μέ τήν ψυ­χή του, δέν γνω­ρί­ζω, ὁ Θε­ός γνω­ρί­ζει) ἁρ­πά­χθη­κε καί με­τα­φέρ­θη­κε στόν Πα­ρά­δει­σο κι ἄ­κου­σε λό­για πού κα­νέ­νας ἄν­θρω­πος δέν ἔ­χει τή δύ­να­μη νά τά πεῖ, κι οὔ­τε ἐ­πι­τρέ­πε­ται νά τά ξε­στο­μί­σει λό­γῳ τῆς ἱ­ε­ρό­τη­τός τους. Γιά τόν ἄν­θρω­πο αὐ­τόν θά καυ­χη­θῶ. Δέν εἶ­ναι ὁ συ­νη­θι­σμέ­νος Παῦ­λος αὐ­τός, ἀλ­λά ἄλ­λος Παῦ­λος, στόν ὁ­ποῖ­ο ὁ Κύ­ριος ἔ­δω­σε πολ­λές χά­ρι­τες. Γιά τόν ἑ­αυ­τό μου ὅ­μως δέν θά καυ­χη­θῶ πα­ρά μό­νο γιά τίς θλί­ψεις καί τούς πει­ρα­σμούς μου, ὅ­που φα­νε­ρώ­νε­ται ἡ ἀ­σθέ­νειά μου, ἀλ­λά καί ἡ δύ­να­μη τοῦ Θε­οῦ πού δέν μ’ ἀ­φή­νει νά κα­ταρ­ρεύ­σω. Μό­νο γιά τίς ἀ­σθέ­νει­ές μου αὐ­τές θά καυ­χη­θῶ κι ὄ­χι γιά τίς ἐ­πι­τυ­χί­ες καί τή δρά­ση μου. Δι­ό­τι ἐ­άν θε­λή­σω καί γι’ αὐ­τά νά καυ­χη­θῶ, δέν θά εἶ­μαι ἄ­μυα­λος καί ἀ­νό­η­τος, ἐ­πει­δή θά πῶ τήν ἀ­λή­θεια. Δυ­σκο­λεύ­ο­μαι ὅ­μως νά καυ­χη­θῶ, γιά νά μή μοῦ λο­γα­ριά­σει κα­νείς τί­πο­τε πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό ἐ­κεῖ­νο πού βλέ­πει ἤ ἀ­κού­ει ἀ­πό μέ­να. Καί ἐ­ξαι­τί­ας τῶν πολ­λῶν καί με­γά­λων ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ων ἐ­πέ­τρε­ψε ὁ Θε­ός καί μοῦ δό­θη­κε ἀγ­κα­θω­τό ξύ­λο στό σῶ­μα, ἀρ­ρώ­στια ἀ­θε­ρά­πευ­τη, ἄγ­γε­λος τοῦ σα­τα­νᾶ, γιά νά μέ χτυ­πᾶ στό πρό­σω­πο καί νά μέ τα­λαι­πω­ρεῖ, γιά νά μήν ὑ­πε­ρη­φα­νεύ­ο­μαι. Γιά τόν πει­ρα­σμό αὐ­τό τρεῖς φο­ρές πα­ρα­κά­λε­σα τόν Κύ­ριο νά μοῦ τόν ἀ­πο­μα­κρύ­νει. Ἀλ­λά ὁ Κύ­ριος μοῦ εἶ­πε: Σοῦ εἶ­ναι ἀρ­κε­τή ἡ χά­ρις πού σοῦ δί­νω. Δι­ό­τι ἡ δύ­να­μή μου ἀ­να­δει­κνύ­ε­ται τέ­λεια, ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ἀ­σθε­νής καί μέ τήν ἐ­νί­σχυ­σή μου κα­τορ­θώ­νει με­γά­λα καί θαυ­μα­στά. Μέ πο­λύ με­γά­λη εὐ­χα­ρί­στη­ση λοι­πόν θά καυ­χι­έ­μαι πε­ρισ­σό­τε­ρο στίς ἀ­σθέ­νει­ές μου, γιά νά κα­τοι­κή­σει μέ­σα μου ἡ δύ­να­μη τοῦ Χρι­στοῦ.

 

ΤΟ Ι­Ε­ΡΟ Ε­Υ­Α­Γ­Γ­Ε­Λ­ΙΟ

Εἶ­πεν ὁ Κύ­ριος. Ἄν­θρω­πος τ­ις ν πλο­ύ­σιος, κ­αὶ ἐ­νε­δι­δύ­σκε­το πορ­φύ­ραν κ­αὶ βύσ­σον εὐ­φραι­νό­με­νος κα­θ' ἡ­μέ­ραν λαμ­πρῶς. πτω­χὸς δ τ­ις ν ὀ­νό­μα­τι Λ­ά­ζ­α­ρος, ς ἐ­βέ­βλη­το π­ρ­ὸς τ­ὸν πυ­λῶ­να αὐ­τοῦ ἡλ­κω­μέ­νος κ­αὶ ἐ­πι­θυ­μῶν χορ­τα­σθῆ­ναι ἀ­πὸ τ­ῶν ψι­χί­ων τ­ῶν πι­πτόν­των ἀ­πὸ τ­ῆς τρα­πέ­ζης τ­οῦ πλου­σί­ου· ἀλ­λὰ κ­αὶ ο κύ­νες ἐρ­χό­με­νοι ἀ­πέ­λει­χον τ ἕλ­κη αὐ­τοῦ. ἐ­γέ­νε­το δ ἀ­πο­θα­νεῖν τ­ὸν πτω­χὸν κ­αὶ ἀ­πε­νε­χθῆ­ναι αὐ­τὸν ὑ­πὸ τ­ῶν ἀγ­γέ­λων ε­ἰς τ­ὸν κόλ­πον Ἀ­βρα­άμ· ἀ­πέ­θα­νε δ κ­αὶ πλο­ύ­σιος κ­αὶ ἐ­τά­φη. κ­αὶ ν τ ᾅ­δῃ ἐ­πά­ρας τ­ο­ὺς ὀ­φθαλ­μοὺς αὐ­τοῦ, ὑ­πάρ­χων ἐν βα­σά­νοις, ὁ­ρᾷ τόν Ἀ­βρα­ὰμ ἀ­πὸ μα­κρό­θεν κ­αὶ Λ­ά­ζ­α­ρ­ον ν τ­ο­ῖς κόλ­ποις αὐ­τοῦ. κ­αὶ αὐ­τὸς φω­νή­σας εἶ­πε· πά­τερ Ἀ­βρα­άμ, ἐ­λέ­η­σόν με κ­αὶ πέμ­ψον Λ­ά­ζ­α­ρον ἵ­να βά­ψῃ τ ἄ­κρον τ­οῦ δα­κτύ­λου αὐ­τοῦ ὕ­δα­τος κ­αὶ κα­τα­ψύ­ξῃ τ­ὴν γλῶσ­σάν μ­ου, ὅ­τι ὀ­δυ­νῶ­μαι ἐν τ φλο­γὶ τα­ύ­τῃ. εἶ­πε δ Ἀ­βρα­άμ· τέ­κνον, μνή­σθη­τι ὅ­τι ἀ­πέ­λα­βες σ τ ἀ­γα­θά σ­ου ν τ ζω­ῇ σ­ου, κ­αὶ Λ­ά­ζ­α­ρ­ος ὁ­μο­ί­ως τ κα­κά· ν­ῦν δ ὧ­δε πα­ρα­κα­λεῖ­ται, σ δ ὀ­δυ­νᾶ­σαι· κ­αὶ ἐ­πὶ πᾶ­σι το­ύ­τοις με­τα­ξὺ ἡ­μῶν κ­αὶ ὑ­μῶν χά­σμα μέ­γα ἐ­στή­ρι­κται, ὅ­πως ο θέ­λον­τες δι­α­βῆ­ναι ἔν­θεν π­ρ­ὸς ὑ­μᾶς μ δύ­νων­ται, μη­δὲ ο ἐ­κεῖ­θεν π­ρ­ὸς ἡ­μᾶς δι­α­πε­ρῶ­σιν. εἶ­πε δ· ἐ­ρω­τῶ οὖν σε, πά­τερ, ἵ­να πέμ­ψῃς αὐ­τὸν ε­ἰς τ­ὸν οἶ­κον τ­οῦ πα­τρός μ­ου· ἔ­χω γὰρ πέν­τε ἀ­δελ­φο­ύς· ὅ­πως δι­α­μαρ­τύ­ρη­ται αὐ­τοῖς, ἵ­να μ κ­αὶ αὐ­τοὶ ἔλ­θω­σιν ε­ἰς τ­ὸν τό­πον τοῦ­τον τ­ῆς βα­σά­νου. λέ­γει αὐ­τῷ Ἀ­βρα­άμ· ἔ­χου­σι Μω­ϋ­σέ­α κ­αὶ τ­ο­ὺς προ­φή­τας· ἀ­κου­σά­τω­σαν αὐ­τῶν. δ εἶ­πεν· οὐ­χί, πά­τερ Ἀ­βρα­άμ, ἀλ­λ' ἐ­άν τ­ις ἀ­πὸ νε­κρῶν πο­ρευ­θῇ π­ρ­ὸς αὐ­τοὺς, με­τα­νο­ή­σου­σιν. εἶ­πε δ αὐ­τῷ· ε Μω­ϋ­σέ­ως κ­αὶ τ­ῶν προ­φη­τῶν ο­ὐκ ἀ­κο­ύ­ου­σιν, οὐ­δὲ ἐ­άν τ­ις κ νε­κρῶν ἀ­να­στῇ πει­σθή­σον­ται.    

 (Λ­ο­υκ. ι­Ϛ΄[16] 19 – 31)

 

Ο ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΠΤΩΧΟΣ

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

1. ΑΓΕΦΥΡΩΤΟ ΧΑΣΜΑ

Ὁ πλούσιος φοροῦσε πολυτελέστατα, βασιλικὰ ἐνδύματα, καὶ καθημερινὰ διασκέδαζε ξοδεύοντας τὰ πλούτη του σὲ φαγοπότια καὶ ἀπολαύσεις. Ὁ ἄλλος ἦταν πάμπτωχος. Λάζαρος λεγόταν καὶ ἦταν γνωστὸς γιὰ τὴ μεγάλη του φτώχεια καὶ τὴν ὑποδειγματική του ὑπομονή. Πεταμένος στὴν ἐξώπορτα τοῦ πλουσίου, ἄρρωστος καὶ γεμᾶτος πληγές, μάζευε τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι, γιὰ νὰ χορτάσει  κάπως τὴν πεῖνα του. Ἠταν τόσο ἀσθενικός, ὥστε δὲν μποροῦσε νὰ διώξη τοὺς σκύλους ποὺ ἔπεφταν ἐπάνω του καὶ ἔγλειφαν τίς πληγές του στὸ μισόγυμνο κοκκαλιάρικο σῶμα του.

Ὥσπου ἦρθε ἡ ὥρα νὰ κλείσει τὰ μάτια του ὁ φτωχὸς Λάζαρος. Καὶ τότε ἄγγελοι  φωτεινοὶ πῆραν τὴν ψυχή του καὶ τὴν μετέφεραν στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Ἀβραάμ, στὸν Παράδεισο. Ἀλλὰ καὶ ὁ πλούσιος κάποια μέρα πέθανε καὶ τάφηκε μεγαλόπρεπα. Ἐκεῖ στὸν Ἅδη ὅμως ποὺ πῆγε ἡ ψυχή του, οἱ ὅροι ἀντιστράφηκαν. Ὁ πτωχὸς Λάζαρος ζεῖ μέσα στὸ φῶς τοῦ Παραδείσου, ἐνῶ ὁ πλούσιος μέσα στὸ καμίνι τῆς κολάσεως.

- Πάτερ Ἀβραάμ, φωνάζει ἀπεγνωσμένα τώρα καὶ ὁ πλούσιος, «ἐλέησόν με», λυπήσου με καὶ στεῖλε τὸν Λάζαρο νὰ βάλει τὴν ἄκρη τοῦ δακτύλου του στὸ νερὸ καὶ νὰ δροσίσει τὴ γλῶσσα μου. Ὑποφέρω φρικτὰ μέσα στὴ φλόγα τοῦ Ἅδη.

- Ὀταν ζοῦσες στὴ γῆ, τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Ἀβραάμ, ἀπόλαυσες τὰ πλούτη σου, καὶ ὁ Λάζαρος ὅμως πέρασε τὴ ζωή του μέσα στὶς θλίψεις. Τώρα, καὶ νὰ θέλεις, εἶναι ἀδύνατο νὰ ἐπικοινωνήσεις μαζί του, διότι «μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται», μεταξύ μας ὑπάρχει μεγάλο χάσμα, ἄβυσσος, ὥστε κανεὶς ἀπὸ ἐμᾶς ἐδῶ δὲν μπορεῖ νὰ ἔλθει σὲ σᾶς, οὔτε ἀπὸ σᾶς νὰ ἔλθει ἐδῶ, στὸν παράδεισο.

ΑΓΕΦΥΡΩΤΟ λοιπὸν εἶναι τὸ χάσμα μεταξὺ παραδείσου καὶ κολάσεως. Ἕνα χάσμα ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ παγιώνεται στὴν ἄλλη ἕνα χάσμα ποὺ δημιουργεῖται πρῶτα στὴν ψυχή μας κι ἀκολούθως στὴ ζωή μας. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐγκαταλείψει τὸν Θεὸ καὶ τὸν νόμο Του, τότε γι᾿ αὐτὸν ὅλα ἐπιτρέπονται. Ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν ψυχή του, τοὺς γύρω του, τὸ αἰώνιο μέλλον του. Μεθᾶ μέσα στὶς μάταιες ἀπολαύσεις. Ἡ ζωή του γίνεται μιὰ διαρκὴς ἀχόρταγη δίψα γιὰ ὅ,τι ἁμαρτωλό. Μαυρίζει ἡ ψυχή του, ἀγριεύει καὶ σκοτεινιάζει τὸ βλέμμα του. Καὶ ὅσο περισσότερο βυθίζεται μέσα στὶς ἀνέσεις καὶ ἡδονές, τόσο περισσότερο τὸ χάσμα βαθαίνει. Διότι τὴν πορεία μας πρὸς τὴν αἰώνια ζωὴ ἢ τὴν αἰώνια κόλαση τὴν χαράσσουμε ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωή, ἀνάλογα μὲ τίς ἐπιλογές μας. Κάθε μέρα ποὺ περνᾶ μᾶς φέρνει πιὸ κοντὰ πρὸς τὸν αἰώνιο τόπο τῆς χαρᾶς καὶ τῆς δυστυχίας μας. Ὥσπου κάποια μέρα, συγκλονιστικὴ γιὰ ὅλους μας, ἀποχαιρετοῦμε τὸν μάταιο αὐτὸ κόσμο καὶ ἀντικρίζουμε τίς συνέπειες τῶν ἐπιλογῶν μας. Ἀλλὰ ἐκεῖ εἶναι πλέον ἀργά. Ὅπως τὸ συνειδητοποίησε καὶ ὁ πλούσιος τῆς Παραβολῆς.

 

2. ΛΕΙΠΟΥΝ ΟΙ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ;

Ὁ πλούσιος λοιπὸν τώρα γεμᾶτος ἀγωνία λέγει στὸν Ἀβραάμ:

- Σὲ παρακαλῶ, στεῖλε τοὐλάχιστον τὸν Λάζαρο στοὺς πέντε ἀδελφούς μου, νὰ τοὺς βεβαιώσει γιὰ τὴν κατάσταση αὐτή, ὥστε νὰ μετανοήσουν.

- Ἔχουν τὰ βιβλία τοῦ Μωϋσέως καὶ τῶν Προφητῶν. Ἄς ἐφαρμόσουν ὅσα αὐτα διδάσκουν.

Ἀλλὰ ὁ πλούσιος ἐπιμένει:

- Ὄχι, πάτερ Ἀβραάμ, δὲν θὰ ὑπακούσουν στὸν Μωϋσὴ καὶ τοὺς Προφῆτες. Τότε μόνο θὰ μετανοήσουν, ὅταν ἀναστηθεῖ κάποιος ἀπὸ τὴ χώρα τῶν νεκρῶν.

- Ἐὰν δὲν ἔχουν καλὴ διάθεση, δὲν θὰ πεισθοῦν «οὐδε ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ», ἀκόμη κι ἂν κάποιος ἀναστηθεῖ ἀπὸ τοὺς νεκρούς.

Η ΔΙΑΒΕΒΑΙΩΣΗ αὐτὴ τοῦ πατριάρχη Ἀβραὰμ βγῆκε πολὺ ἀληθινὴ λίγο καιρὸ ἀργότερα. Τὴν ἡμέρα ἐκείνη τὴν μοναδικὴ τῆς Ἀναστάσεως ἡ ἐπιθυμία τοῦ πλουσίου πραγματοποιήθηκε. Ὁ Κύριος ἀναστήθηκε ἀπὸ τὴ χώρα τοῦ Ἅδη καὶ ἐμφανίστηκε ἔνδοξος καὶ πάλι σὲ τόσους αὐτόπτες μάρτυρες, ποὺ τὸν εἶδαν, τὸν ἄκουσαν, τὸν ψηλάφησαν. Ἀλλὰ οἱ ἐχθροί Του, οἱ φύλακες τοῦ μνημείου, οἱ πρῶτοι ποὺ ἔγιναν ἀδιάψευστοι μάρτυρες τοῦ θαύματος, εἶχαν τὴν εὐκαιρία νὰ πιστέψουν. Ὅμως αὐτοί, ἀντὶ νὰ μετανοήσουν, ἔδειξαν ἀκόμη μεγαλύτερη ἀπιστία.

Πόσο ἄδικο λοιπὸν εἶχε ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς! Δὲν φταίει ἡ ἔλλειψη εὐκαιριῶν στὸ ὅτι πολλοὶ ἄνθρωποι μένουν μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ Θεὸς σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀπὸ τὰ πρῶτα βήματα τῆς ζωῆς τους, δίνει ἀμέτρητες εὐκαιρίες νὰ τὸν γνωρίσουν, νὰ ἀλλάξουν ζωή. Αὐτὸ ποὺ λείπει δὲν εἶναι οἱ εὐκαιρίες ἀλλὰ ἡ δική μας καλή διάθεση. Ἰδιαίτερα στὶς μέρες μας ἔχουμε τόσες εὐκαιρίες: Ἀκολουθίες, κηρύγματα, βιβλία, περιοδικά, Κύκλους μελέτης τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἐκκλησιαστικοὺς ραδιοφωνικοὺς σταθμοὺς καὶ τόσα ἄλλα. Τὸ πρόβλημα λοιπὸν εἶναι σε μᾶς. Ἄς δείξουμε ἐμεῖς εἰλικρινὴ διάθεση καὶ ἂς καταβάλουμε ἀγῶνα, γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε τῆς θείας μακαριότητας μέσα στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ  Ἄβραάμ.

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τ­οῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου