Παρασκευή 22 Σεπτεμβρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΛΟΥΚΑ (24 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2023). ΑΓΙΑΣ ΘΕΚΛΗΣ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ    

ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΛΟΥΚΑ

(24 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2023)


ΕΩΘΙΝΟΝ Ε΄
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ὁ Πέτρος ἀναστὰς ἔδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα΄ καὶ ἀπῆλθε, πρὸς ἑαυτὸν θαυμάζων τὸ γεγονός. Καὶ ἰδοὺ δύο ἐξ αὐτῶν ἦσαν πορευόμενοι ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ εἰς κώμην ἀπέχουσαν σταδίους ἑξήκοντα ἀπὸ Ἱερουσαλήμ, ᾗ ὄνομα Ἐμμαούς΄ καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν πρὸς ἀλλήλους περὶ πάντων τῶν συμβεβηκότων τούτων. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὁμιλεῖν αὐτοὺς καὶ συζητεῖν, καί αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς ἐγγίσας συνεπορεύετο αὐτοῖς΄ οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν. Εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς΄ Τίνες οἱ λόγοι οὗτοι οὓς ἀντιβάλλετε πρὸς ἀλλήλους περιπατοῦντες, καὶ ἐστὲ σκυθρωποὶ; Ἀποκριθείς δὲ ὁ εἷς, ᾧ ὄνομα Κλεόπας, εἶπε πρὸς αὐτόν ΄ Σὺ μόνος παροικεῖς ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ οὐκ ἔγνως τὰ γενόμενα ἐν αὐτῇ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις; καὶ εἶπεν αὐτοῖς, Ποῖα; Οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ, Τὰ περὶ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου, ὃς ἐγένετο ἀνὴρ προφήτης δυνατὸς ἐν ἔργῳ καὶ λόγῳ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ παντὸς τοῦ λαοῦ΄ ὅπως τε παρέδωκαν αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες ἡμῶν εἰς κρῖμα θανάτου, καὶ ἐσταύρωσαν αὐτόν΄ ἡμεῖς δὲ ἠλπίζομεν ὅτι αὐτὸς ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν Ἰσραήλ. Ἀλλὰ γε οὖν σὺν πᾶσι τούτοις τρίτην ταύτην ἡμέραν ἄγει σήμερον, ἀφ' οὗ ταῦτα ἐγένετο. ἀλλὰ καὶ γυναῖκές τινες ἐξ ἡμῶν ἐξέστησαν ἡμᾶς, γενόμεναι ὂρθριαι ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ μὴ εὑροῦσαι τὸ σῶμα αὐτοῦ, ἦλθον λέγουσαι καὶ ὀπτασίαν ἀγγέλων ἑωρακέναι, οἳ λέγουσιν αὐτὸν ζῆν. Καὶ ἀπῆλθόν τινες τῶν σὺν ἡμῖν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ εὗρον οὕτω καθὼς καὶ αἱ γυναῖκες εἶπον΄ αὐτὸν δὲ οὐκ εἶδον. Καὶ αὐτὸς εἶπε πρὸς αὐτούς΄ Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ Προφῆται. Οὐχὶ ταῦτα ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ; Καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ Μωσέως καὶ ἀπὸ πάντων τῶν προφητῶν, διηρμήνευεν αὐτοῖς ἐν πάσαις ταῖς Γραφαῖς τὰ περὶ ἑαυτοῦ. Καὶ ἤγγισαν εἰς τὴν κώμην οὗ ἐπορεύοντο, καὶ αὐτὸς προσεποιεῖτο ποῤῥωτέρω πορεύεσθαι. Καὶ παρεβιάσαντο αὐτόν , λέγοντες΄ Μεῖνον μεθ' ἡμῶν, ὅτι πρὸς ἑσπέραν ἐστὶ καὶ κέκλικεν ἡ ἡμέρα. Καὶ εἰσῆλθε τοῦ μεῖναι σὺν αὐτοῖς. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κατακλιθῆναι αὐτὸν μετ' αὐτῶν, λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἐπεδίδου αὐτοῖς. Αὐτῶν δὲ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί, καὶ ἐπέγνωσαν αὐτόν΄ καὶ αὐτὸς ἄφαντος ἐγένετο ἀπ’ αὐτῶν. Καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους΄ Οὐχὶ ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν, ὡς ἐλάλει ἡμῖν ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ ὡς διήνοιγεν ἡμῖν τὰς Γραφάς; Καὶ ἀναστάντες αὐτῇ τῇ ὥρᾳ, ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλήμ, καὶ εὗρον συνηθροισμένους τοὺς ἕνδεκα καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς, λέγοντας, ὅτι ἠγέρθη ὁ Κύριος ὄντως, καὶ ὤφθη Σίμωνι. Καὶ αὐτοὶ ἐξηγοῦντο τὰ ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ ὡς ἐγνώσθη αὐτοῖς ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου.

(Λουκ. κδ΄[24]  12 – 35)

 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

12 Παρόλα αὐτά ὅμως ὁ Πέτρος σηκώθηκε κι ἔτρεξε στό μνημεῖο. Κι ἀφοῦ ἔσκυψε ἀπό τή θύρα, βλέπει μόνο τούς νεκρικούς ἐπιδέσμους νά εἶναι κάτω στό μνημεῖο, χωρίς τό σῶμα. Τότε ἐπέστρεψε στό σπίτι πού ἔμενε γεμάτος ἀπορία κι ἔκπληξη γι’ αὐτό πού εἶχε γίνει.  13 Καί ἰδού, τήν ἴδια ἡμέρα δύο ἀπό τούς μαθητές τοῦ Ἰησοῦ πήγαιναν σέ κάποιο χωριό πού ἀπεῖχε ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ ἑξήντα στάδια, ἕντεκα περίπου χιλιόμετρα. Καί τό χωριό αὐτό ὀνομαζόταν Ἐμμαούς.  14 Αὐτοί μιλοῦσαν μεταξύ τους γιά ὅλα αὐτά πού εἶχαν συμβεῖ· δηλαδή γιά τά περιστατικά τοῦ θανάτου καί τῆς ταφῆς τοῦ Ἰησοῦ, καθώς καί γιά τά ὅσα ἀνήγγειλαν οἱ μυροφόρες στούς μαθητές.  15 Καθώς ὅμως αὐτοί μιλοῦσαν καί συζητοῦσαν, τούς πλησίασε ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς καί προχωροῦσε μαζί τους.  16 Τά μάτια τους ὅμως ἦταν κρατημένα γιά νά μήν τόν ἀναγνωρίσουν. Κι αὐτό συνέβαινε εἴτε διότι ἡ μορφή τοῦ ἀναστημένου Κυρίου εἶχε τήν ὥρα ἐκείνη ἀλλάξει, εἴτε διότι ὁ Θεός μέ ὑπερφυσική δύναμη ἐμπόδιζε τίς αἰσθήσεις τους νά τόν ἀναγνωρίσουν.  17 Καί ὁ Ἰησοῦς τούς ρώτησε: Γιά ποιό ζήτημα συζητᾶτε μεταξύ σας καί ἀνταλλάσσετε τίς σκέψεις σας καθώς περπατᾶτε, καί εἶστε σκυθρωποί;  18 Τότε ὁ ἕνας ἀπ’ αὐτούς, πού ὀνομαζόταν Κλεόπας, τοῦ ἀποκρίθηκε: Ἐσύ μόνο ἀπ’ τούς ξένους πού ἦλθαν τό Πάσχα νά προσκυνήσουν διαμένεις στήν Ἱερουσαλήμ καί δέν ἔμαθες ὅσα ἔγιναν στήν πόλη αὐτή τίς ἡμέρες αὐτές;  19 Ποιά; τούς ρώτησε. Κι αὐτοί τοῦ ἀπάντησαν: Αὐτά πού ἔγιναν μέ τόν Ἰησοῦ τόν Ναζωραῖο, πού ἦταν προφήτης καί ἀποδείχθηκε δυνατός καί σέ ὑπερφυσικά ἔργα καί σέ διδασκαλία θεόπνευστη καί τέλεια· δυνατός ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ὅλου τοῦ λαοῦ.  20 Δέν ἔμαθες ἀκόμη καί μέ ποιό τρόπο τόν παρέδωσαν οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ ἄρχοντές μας σέ καταδίκη θανάτου καί τόν σταύρωσαν;  21 Ἐμεῖς ὅμως ἐλπίζαμε ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ ὁποῖος πρόκειται νά ἐλευθερώσει τόν Ἰσραήλ καί νά ἀποκαταστήσει τό βασίλειό του. Ἀλλά ἡ ἐλπίδα μας αὐτή κλονίστηκε, διότι ἐκτός ἀπό τή σταύρωσή του κι ἀπ’ ὅλα τά ἄλλα πού ἔγιναν, εἶναι ἡ τρίτη ἡμέρα σήμερα ἀπό τότε πού ἔγιναν αὐτά, καί δέν εἴδαμε ἀκόμη τίποτε πού νά στηρίξει τίς ἐλπίδες μας.  22 Ἀλλά καί κάτι ἄλλο πού στό μεταξύ ἔγινε, αὔξησε τήν ἀπορία μας. Μερικές δηλαδή γυναῖκες ἀπό τόν κύκλο μας, τόν κύκλο δηλαδή τῶν πιστῶν μαθητῶν του, μᾶς γέμισαν μέ ἔκπληξη. Διότι πῆγαν πολύ πρωί στό μνημεῖο  23 καί δέν βρῆκαν ἐκεῖ τό σῶμα του. Ἦλθαν λοιπόν καί μᾶς εἶπαν ὅτι εἶδαν καί ὀπτασία ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι τούς ἀνήγγειλαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ζεῖ.  24 Τότε μερικοί ἀπό τούς δικούς μας πῆγαν στό μνημεῖο καί βρῆκαν τά πράγματα ἔτσι ὅπως τά εἶπαν καί οἱ γυναῖκες· δηλαδή βρῆκαν ἀνοιχτό τό μνημεῖο, τόν ἴδιο ὅμως τόν Ἰησοῦ δέν τόν εἶδαν.  25 Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε στούς δύο μαθητές: Ὤ ἄνθρωποι πού δέν ἔχετε φωτισμένο νοῦ γιά νά κατανοεῖ τίς Γραφές, καί ἡ καρδιά σας εἶναι βραδυκίνητη καί δύσκολη νά πιστέψει σ’ ὅλα ὅσα εἶπαν οἱ προφῆτες!  26 Σύμφωνα μέ τή βουλή καί τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, πού προκήρυξαν οἱ προφῆτες, αὐτά δέν ἔπρεπε νά πάθει ὁ Χριστός καί μέσα ἀπ’ τά παθήματα αὐτά νά εἰσέλθει στή δόξα του; Ἡ δόξα του αὐτή ἄρχισε μέ τήν ἀνάστασή του καί θά τελειωθεῖ μέ τήν ἀνάληψή του.  27 Κι ἀφοῦ ἄρχισε ἀπό τίς προφητεῖες καί τίς προεικονίσεις πού περιέχονται στά βιβλία τοῦ Μωυσῆ, κατόπιν τούς ἀνέφερε ἀπ’ ὅλους τούς προφῆτες τά χωρία πού μιλοῦν γιά τόν Μεσσία. Καί στή συνέχεια τούς ἐξηγοῦσε τίς προφητεῖες πού ἀναφέρονταν στόν ἑαυτό του.  28 Κάποτε πλησίασαν στό χωριό πού σκόπευαν νά πᾶνε οἱ δύο μαθητές. Τότε αὐτός προσποιήθηκε ὅτι θά πήγαινε πιό μακριά. Καί πραγματικά θά τούς ἀποχωριζόταν, ἐάν αὐτοί δέν ἐπέμεναν νά τόν κρατήσουν.  29 Ἀλλά αὐτοί τόν πίεζαν καί τόν παρακαλοῦσαν λέγοντας: Μεῖνε μαζί μας, διότι κοντεύει νά βραδιάσει, καί ἡ ἡμέρα ἔχει προχωρήσει πολύ πρός τή δύση τοῦ ἥλιου. Τότε ὁ Ἰησοῦς μπῆκε στό χωριό τους κι ἔπειτα στό σπίτι γιά νά μείνει μαζί τους.  30 Καί τότε συνέβη αὐτό: Ὅταν αὐτός ἔγειρε μαζί τους στήν τράπεζα τοῦ φαγητοῦ, ἀφοῦ πῆρε στά χέρια του τόν ἄρτο, τόν εὐλόγησε εὐχαριστώντας τόν Θεό, ὅπως συνήθιζε νά κάνει πρίν ἀπό τό φαγητό, κι ἀφοῦ τόν ἔκοψε σέ κομμάτια, τούς ἔδινε.  31 Ὅταν ὅμως αὐτοί εἶδαν τήν εὐλογία καί τόν τεμαχισμό τοῦ ἄρτου νά γίνεται μέ τόν τρόπο πού συνήθιζε ὁ Διδάσκαλός τους, τότε καί μέ θεϊκή ἐπενέργεια ἄνοιξαν τά μάτια τους καί τόν ἀναγνώρισαν ξεκάθαρα. Ἀλλά τή στιγμή ἐκείνη κι αὐτός ἔγινε ἄφαντος ἀπό μπροστά τους.  32 Εἶπαν τότε ὁ ἕνας στόν ἄλλο: Ἡ καρδιά μας δέν αἰσθανόταν μέσα μας τήν πνευματική φλόγα τοῦ θείου ζήλου καί τῆς ἀγάπης πρός τόν Χριστό καί δέν ζεσταινόταν ἀπό τή θερμότητα τοῦ φωτός τῆς θείας ἀλήθειας, ὅταν μᾶς μιλοῦσε στό δρόμο καί μᾶς ἐξηγοῦσε τίς Γραφές; Πῶς δέν μπορέσαμε λοιπόν νά τόν ἀναγνωρίσουμε ἀμέσως;  33 Κι ἀφοῦ σηκώθηκαν τήν ἴδια αὐτή περασμένη ὥρα, ἐπέστρεψαν στήν Ἱερουσαλήμ. Ἐκεῖ βρῆκαν συναθροισμένους τούς ἕνδεκα ἀποστόλους καί τούς ἄλλους πού ἦταν μαζί τους,  34 κι ὅλοι αὐτοί ἔλεγαν ὅτι πραγματικά ἀναστήθηκε ὁ Κύριος καί ἐμφανίσθηκε στό Σίμωνα Πέτρο.  35 Τότε κι αὐτοί οἱ δύο ἄρχισαν νά τούς διηγοῦνται τά ὅσα τούς εἶχαν συμβεῖ στό δρόμο καί πῶς τόν ἀναγνώρισαν ὅταν ἔκοβε σέ κομμάτια τόν ἄρτο.

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΘΕΚΛΗΣ)

Τέκνον Τιμόθεε, παρηκολούθηκάς μου τῇ διδασκαλίᾳ, τῇ ἀγωγῇ, τῇ προθέσει, τῇ πίστει, τῇ μακροθυμίᾳ, τῇ ἀγάπῃ, τῇ ὑπομονῇ, τοῖς διωγμοῖς, τοῖς παθήμασιν, οἷά μοι ἐγένοντο ἐν ᾿Αντιοχείᾳ, ἐν ᾿Ικονίῳ, ἐν Λύστροις. Οἵους διωγμοὺς ὑπήνεγκα! Καὶ ἐκ πάντων με ἐρρύσατο ὁ Κύριος. Καὶ πάντες δὲ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ διωχθήσονται· Πονηροὶ δὲ ἄνθρωποι καὶ γόητες προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι. Σὺ δὲ μένε ἐν οἷς ἔμαθες καὶ ἐπιστώθης, εἰδὼς παρὰ τίνος ἔμαθες, καὶ ὅτι ἀπὸ βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα οἶδας, τὰ δυνάμενά σε σοφίσαι εἰς σωτηρίαν διὰ πίστεως τῆς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ.                                          

        (Β΄ Τιμ. γ΄ [3] 10 – 15)

 

ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΟΣ

ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟ: «Σύ... μένε ἐν οἷς ἔμαθες καὶ ἐπιστώθης, εἰδώς παρά τίνος ἔμαθες»

θεῖος Παῦλος στ σημερινό Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα με πόνο ψυχς ὑπενθυμίζει στὸν μαθητή του Τιμόθεο τοὺς φοβεροὺς διωγμοὺς ποὺ ὑπέφερε πρὸς χάριν τοῦ Κυρίου. Καὶ τὸν προειδοποιεί συγχρόνως λέγοντάς του ὅτι ὅλοι ὅσοι θέλουν νὰ ζοῦν μὲ εὐσέβεια θὰ καταδιώκονται. ντίθετα ἄνθρωποι «πονηροὶ καὶ γόητες» θὰ πλανοῦν καὶ θὰ παρασύρουν τοὺς πολλοὺς στὸν καταστροφικό δρόμο τῆς ἁμαρτίας. Γι᾿ αὐτὸ συμβουλεύει τὸν Τιμόθεο νὰ μένει ἀμετακίνητος στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, σὲ ὅσα ἔμαθε καὶ μὲ τὴν προσωπική πείρα ἐγνώρισε. Καὶ γιὰ νὰ τὸν στηρίξει σ ̓ αὐτό, τοῦ γράφει νὰ θυμᾶται πάντοτε ἀπὸ ποιὸν διδάσκαλο ἔμαθε τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεως, νὰ θυμᾶται τὸ παράδειγμα τοῦ διδασκάλου του. Ἂς δοῦμε λοιπὸν κι ἐμεῖς πόσο στηρίζει τὸ παράδειγμα τοῦ διδασκάλου τν Τιμόθεο ἀλλὰ καὶ ὅλους ἐμᾶς στς δοκιμασίες τῆς ζωῆς. 

1. ΑΠΟ ΠΟΙΟΝ ΤΑ ΕΜΑΘΕΣ

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὑποδεικνύει στὸν Τιμόθεο τὸν σοβαρό κίνδυνο ποὺ διατρέχουν οἱ πιστοὶ νὰ παρασυρθοῦν στὰ ὀλισθηρά μονοπάτια τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς πλάνης. Καὶ θὰ περίμενε κανεὶς νὰ τὸν συμβουλεύσει, ὅπως ἄλλοτε, ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν νὰ ἀγωνίζεται σκληρά, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ νὰ ἐκζητε τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ ὅμως ὁ θεῖος Παῦλος τοῦ δίνει ἕνα στήριγμα πρακτικό. Τοῦ προβάλλει τὸ δικό του παράδειγμα, τοῦ ὁποίου ὁ Τιμόθεος ὑπῆρξε αυτόπτης μάρτυς. Εἶναι σὰν νὰ λέγει στον Τιμόθεο: Τιμόθεε, μ ξεχάσεις ποτὲ ἐκείνη τ μέρα ποὺ ἦλθα στν πόλη σου, στὰ Λύστρα, κι ἄκουσες γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ μένα τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Μὴ ξεχάσεις ποτ τὴ στιγμὴ ἐκείνη ποὺ οἱ συμπολῖτες σου εἰδωλολάτρες στην πλατεῖα τῆς πόλεώς σου ἅρπαξαν τς πέτρες καὶ ἄρχισαν ν τς ρίχνουν ἐπάνω μου. Μὴ ξεχάσεις ἀκόμη ποτὲ τὴν ἱερὴ ἐκείνη ὥρα, ὅταν ξαναῆλθα στν πόλη σου καὶ μὲ ἀκολούθησες ὡς μαθητής μου κι ἀπὸ τότε παρακολούθησες καθημερινὰ ὄχι μόνο τ λόγια μου ἀλλὰ καὶ τὴν ζωή μου. Εἶδες, Τιμόθεε, τοὺς διωγμοὺς ποὺ ὑπέφερα καὶ στὸ κόνιο καὶ στὴν Ἀντιόχεια. Εἶδες τὴν μακροθυμία μου, τὴν προθυμία καὶ τὴν ὑπομονή μου ὄχι μόνο ἀπέναντι στοὺς διώκτες μου ἀλλὰ καὶ ἀπέναντι στος ψευδοδιδασκάλους ποὺ μὲ συκοφάντησαν. Εἶδες ἀκόμη καὶ τὴν ὑπομονή μου ἀπέναντι στὶς ἀδυναμίες τῶν πιστῶν. Εἶδες καὶ τὴ μεγάλη μου ἀγάπη καὶ τὰ δάκρυα καὶ τοὺς στεναγμούς μου ἀπέναντι στὶς πτώσεις τῶν ἀδυνάτων πιστῶν. Αὐτὰ ὅλα μὴ τὰ ξεχάσεις ποτέ. Αὐτὰ θὰ σὲ στηρίζουν στις δύσκολες ὧρες τῶν πειρασμῶν, τῶν θλίψεων καὶ τῶν διωγμῶν. Μεῖνε σταθερός σ ̓ αὐτὰ ποὺ ἔμαθες, διότι ξέρεις ἀπὸ ποιὸν τὰ ἔμαθες. Μεῖνε ἀμετακίνητος, διότι ἐγνώρισες, ἔμαθες, βεβαιώθηκες καὶ μὲ τὴν πεῖρα σου πείσθηκες γιὰ τὴν ἀλήθεια αὐτῶν ποὺ ἐδίδαξα. 

2. ΝΑ ΜΑΘΗΤΕΥΣΟΥΜΕ ΣΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ

 Ὅλοι ἐμεῖς ποὺ καθημερινὰ κλυδωνιζόμαστε μέσα στς τρικυμίες τῆς ζωῆς, ποὺ τρικλίζουμε ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς ἀπατηλὲς προκλήσεις τῆς ἁμαρτίας, ἔχουμε ἰδιαίτερη ἀνάγκη νὰ στηριχθοῦμε ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου καὶ γενικότερα τῶν ἁγίων. Μέσα στὸ ὁρμητικό ρεῦμα τῆς ἀποστασίας ὅπου ἡ ἀρετὴ θεωρεῖται ἀνοησία καὶ ἡ πίστη ὀπισθοδρόμηση, ὅλοι οἱ πιστοὶ ἔχουμε ἀπαρασάλευτο στήριγμα: τὸ λαμπερό παράδειγμα τῶν ἀμέτρητων ἁγίων τῆς Πίστεως. Αὐτὸ λέγει καὶ ὁ θεῖος Παῦλος, ὅταν γράφει σὲ ἄλλη Επιστολή του ὅτι ὁ Χριστὸς ἔδωσε τοὺς ποιμένας καὶ διδασκάλους γιὰ νὰ καταρτίζουν τος Χριστιανούς (μὲ τὸν λόγο τους ἀσφαλῶς καὶ μὲ τὴ ζωή τους), ὥστε νὰ μὴν κλυδωνίζονται σὲ κάθε ἄνεμο τῆς διδασκαλίας τῶν πλανεμένων ἀνθρώπων (Ἐφ. δ' [4] 11, 14). Καὶ μάλιστα στην «Ἀποκάλυψη» ὁ Κύριος ὑπόσχεται ὅτι τοὺς νικητς στὸν πνευματικὸ ἀγῶνα θὰ τοὺς καταστήσει στύλους τῆς Ἐκκλησίας του (Αποκ. γ'[3] 12). 

Μᾶς στηρίζουν λοιπὸν οἱ ἅγιοι μὲ τὴ ζωή τους καὶ τὸ παράδειγμά τους. Ὅταν κάποτε λιποψυχοῦμε στὸν ἀγῶνα τῆς ζωῆς καθὼς βλέπουμε τοὺς ἐχθροὺς τῆς πίστεως νὰ θέλουν νὰ γκρεμίσουν ὅ,τι καλὸ καὶ ἅγιο, οἱ ἅγιοί μας εἶναι σὰν νὰ μᾶς λένε: Μὴ φοβᾶσθε, ἐμεῖς ἐνικήσαμε στὴν ἐποχή μας τοὺς ἐχθροὺς τῆς Πίστεως. Ὅταν τυχόν κλυδωνιζόμαστε ἀπὸ τὴν γοητεία τῆς ἁμαρτίας, ὅταν δοκιμαζόμαστε ἀπό περιστάσεις καὶ θλίψεις, αὐτοὶ μὲ τὴ ζωή τους μᾶς ἐνδυναμώνουν καὶ μᾶς φωνάζουν: Μὴ φοβᾶσθε, καὶ ἐμεῖς ἀντιμετωπίσαμε παρόμοιους πειρασμοὺς μὲ ὑπομονὴ καὶ καρτερία. Ὅταν τὰ προβλήματα στη ζωή μας μᾶς φαίνονται ἄλυτα, οἱ ἅγιοι ἀπὸ τὸν οὐρανὸ μᾶς τονίζουν: Ἐμεῖς ἀντιμετωπίσαμε πολύ δυσκολότερα προβλήματα, ἀλλὰ μείναμε ἀμετακίνητοι, διότι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἔδωσε τὴν λύση σε κάθε δυσκολία μ τρόπο θαυμαστό. Μείνετε λοιπόν σταθεροί στην πίστη σας, αὐτὴν ἀκολουθήσαμε κι ἐμεῖς καὶ νικήσαμε. 

Ἀδελφοί, ἡ πίστη μας δὲν εἶναι ἕνα θεωρητικό δεολόγημα ἀλλὰ ἐμπειρία ζωῆς. Εἶναι πίστη ποὺ τὴν ἐπισφράγισε μ μαρτύριο κα σταυρικό θάνατο ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, πίστη ποὺ τὴν ἔζησαν στν πράξη ἑκατομμύρια μαρτύρων, τὴν ἔζησε καὶ ἡ ἁγία Θέκλα, τὴν ὁποία τιμᾷ σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας καὶ πρὸς τιμὴν τῆς ὁποίας ἐπιλέχθηκε τὸ συγκεκριμένο Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα. Ἂς ζητοῦμε τὶς πρεσβεῖες της καθὼς καὶ ὅλων τῶν ἁγίων, γιὰ νὰ ἀντέξουμε στοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς δοκιμασίες καὶ νὰ εἰσέλθουμε νικητὲς στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἑ­στὼς ὁ Ἰησοῦς πα­ρὰ τν λί­μνην Γεν­νη­σα­ρέτ, εἶ­δε δύ­ο πλοῖ­α ἑ­στῶ­τα πα­ρὰ τν λί­μνην· ο δ ἁ­λι­εῖς ἀ­πο­βάν­τες ἀ­π᾿ αὐ­τῶν ἀ­πέ­πλυ­νον τ δί­κτυ­α. ἐμ­βὰς δ ες ν τν πλο­ί­ων, ν τοῦ Σμωνος, ἠ­ρώ­τη­σεν αὐ­τὸν ἀ­πὸ τς γς ἐ­πα­να­γα­γεῖν ὀ­λί­γον· κα κα­θί­σας ἐ­δί­δα­σκεν ἐκ το πλο­ί­ου τος ὄ­χλους. ς δ ἐ­πα­ύ­σα­το λα­λῶν, εἶ­πε πρς τν Σμωνα· Ἐ­πα­νά­γα­γε ες τ βά­θος κα χα­λά­σα­τε τ δί­κτυ­α ὑ­μῶν ες ἄ­γραν. κα ἀ­πο­κρι­θεὶς Σμων εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἐ­πι­στά­τα, δι' ὅ­λης τῆς νυκ­τὸς κο­πι­ά­σαν­τες οὐ­δὲν ἐ­λά­βο­μεν· ἐ­πὶ δ τ ῥή­μα­τί σου χα­λά­σω τ δί­κτυ­ον. κα τοῦ­το ποι­ή­σαν­τες συ­νέ­κλει­σαν πλῆ­θος ἰ­χθύ­ων πο­λύ· δι­ερ­ρή­γνυ­το δ τ δί­κτυ­ον αὐ­τῶν. κα κα­τέ­νευ­σαν τος με­τό­χοις τος ν τ ἑ­τέ­ρῳ πλο­ί­ῳ το ἐλ­θόν­τας συλ­λα­βέ­σθαι αὐ­τοῖς· κα ἦλ­θον, κα ἔ­πλη­σαν ἀμ­φό­τε­ρα τ πλοῖ­α, ὥ­στε βυ­θί­ζε­σθαι αὐ­τά. ἰ­δὼν δ Σμων Πτρος προ­σέ­πε­σε τος γό­να­σιν Ἰ­η­σοῦ λέ­γων· Ἔ­ξελ­θε ἀ­π᾿ ἐ­μοῦ, ὅ­τι ἀ­νὴρ ἁ­μαρ­τω­λός εἰ­μι, Κριε· θάμ­βος γρ πε­ρι­έ­σχεν αὐ­τὸν κα πάν­τας τος σν αὐτῷ ἐ­πὶ τ ἄ­γρᾳ τν ἰ­χθύ­ων ᾗ συ­νέ­λα­βον, ὁ­μο­ί­ως δ κα Ἰάκωβον κα Ἰ­ω­άν­νην, υἱ­οὺς Ζε­βε­δα­ί­ου, ο ἦ­σαν κοι­νω­νοὶ τ Σμωνι. κα εἶ­πε πρς τν Σμωνα Ἰ­η­σοῦς· Μ φο­βοῦ· ἀ­πὸ το νν ἀν­θρώ­πους ἔ­σῃ ζω­γρῶν. κα κα­τα­γα­γόν­τες τ πλοῖ­α ἐ­πὶ τν γν, ἀ­φέντες ἅ­παν­τα ἠ­κο­λο­ύ­θη­σαν αὐ­τῷ.

                             (Λουκ. ε΄[5] 1 – 11)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

 Κά­πο­τε, ἐ­νῶ ὁ Ἰ­η­σοῦς στε­κό­ταν στὴν ὄ­χθη τῆς λί­μνης Γεν­νη­σα­ρέτ, τὰ πλή­θη τοῦ λαοῦ ἄρ­χι­σαν νὰ συ­νω­στί­ζον­ται γύ­ρω του καὶ νὰ τὸν στρι­μώ­χνουν, ἐ­πει­δὴ ἤ­θε­λαν ν' ἀκοῦν τὸ λό­γο τοῦ Θεοῦ. Τό­τε εἶ­δε δύ­ο μι­κρὰ πλοῖ­α ἀ­ραγ­μέ­να στὴν ἄ­κρη τῆς λί­μνης· οἱ  ψα­ρά­δες μά­λι­στα εἶχαν βγεῖ ἀπ’ αὐ­τὰ στὴν πα­ρα­λί­α καὶ ἔ­πλε­ναν τὰ δί­χτυ­α. Κι ἀφοῦ μπῆ­κε σ' ἕ­να ἀ­πὸ τὰ πλοῖ­α αὐ­τά, σ᾿ αὐ­τὸ πού ἦ­ταν τοῦ Σί­μω­να, τὸν πα­ρα­κά­λε­σε νὰ τὸ τρα­βή­ξει λί­γο πιὸ μέ­σα, σὲ μι­κρὴ ἀπό­στα­ση ἀ­πὸ τὴ στε­ριά. Καί τότε κάθισε μέ­σα στὸ πλοῖ­ο καὶ δί­δα­σκε ἀ­πὸ ἐκεῖ τά πλήθη τοῦ λαοῦ πού βρί­σκον­ταν στὴν πα­ρα­λί­α. Κι ὅ­ταν τε­λεί­ω­σε τὴν ὁ­μι­λί­α του, εἶ­πε στὸ Σί­μω­να: Πά­ρε πά­λι τὸ πλοῖ­ο στὰ βαθιὰ νε­ρὰ τῆς λί­μνης καὶ ρίξ­τε τὰ δί­χτυ­ά σας γιὰ νὰ πιά­σε­τε ψά­ρια. Ὁ Σί­μων τό­τε τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κε: Δι­δά­σκα­λε, ὅ­λη τὴ νύ­χτα κο­πι­ά­σα­με ρί­χνον­ταις τὰ δί­χτυ­α καὶ δὲν πι­ά­σα­με τί­πο­τε. Ἀ­φοῦ ὅ­μως τὸ δι­ατά­ζεις ἐσύ, θὰ ρί­ξω τὸ δί­χτυ ἔ­χον­τας τέ­λεια πε­ποί­θη­ση, καὶ ὑ­πα­κο­ὴ στὸν λό­γο σου. Κι ἀφοῦ τὸ ἔ­κα­ναν αὐ­τό, ἔπιασαν μέ­σα στὸ δί­χτυ πά­ρα πολ­λὰ ψά­ρια. Τό­σα πολ­λά, πού τὸ δί­χτυ τους ἄρ­χι­σε νὰ σπά­ζει, ἐπειδή δὲν ἄν­τε­χε στὸ βά­ρος τοῦ πλή­θους τῶν ψα­ρι­ῶν. Καὶ μὲ νεύ­μα­τα εἰδοποίησαν τούς συ­νε­ταί­ρους τους πού ἦ­ταν στὸ ἄλ­λο πλοῖ­ο νὰ ἔλ­θουν καὶ νὰ πιά­σουν μα­ζὶ μ᾿ αὐ­τοὺς τὰ δί­χτυ­α καὶ νὰ τοὺς βο­η­θή­σουν νὰ τὰ σύ­ρουν ἐ­πά­νω. Ἐ­κεῖ­νοι ἦλθαν καὶ γέ­μι­σαν καὶ τὰ δύ­ο πλοῖα τό­σο πο­λύ, πού κιν­δύ­νευ­αν νὰ βυ­θι­σθοῦν ἀ­πὸ τὸ βά­ρος τῶν ψα­ρι­ῶν. Ὅ­ταν λοι­πὸν εἶ­δε ὁ Σί­μων Πέ­τρος τὸ πρω­το­φα­νὲς αὐ­τὸ καὶ ἀ­νέλ­πι­στο πλῆ­θος τῶν ψα­ρι­ῶν, ἔ­πε­σε κά­τω στὰ γόνα­τα τοῦ Ἰησοῦ καί τοῦ εἶ­πε: Βγὲς ἀ­πὸ τὸ πλοῖ­ο μου καὶ φύ­γε ἀ­πὸ μέ­να, Κύ­ρι­ε, διότι εἶμαι ἄν­θρω­πος ἁ­μαρ­τω­λός, καὶ δὲν εἶ­μαι ἄ­ξιος νὰ σ᾿ ἔ­χω στὸ πλοῖ­ο μου. Καὶ εἶ­πε αὐ­τὰ τὰ λό­για ὁ Πέ­τρος, δι­ό­τι κι αὐ­τὸς κι ὅ­λοι ἐ­κεῖ­νοι πού ἦ­ταν μαζί του κυριεύθηκαν ἀ­πὸ με­γά­λη ἔκ­πλη­ξη καὶ δέ­ος γιὰ τήν πρωτοφανή ἁ­λι­εί­α τό­σων ψα­ρι­ῶν πού εἶ­χαν πιά­σει, καὶ ἡ ὁποία μό­νο ἀ­πὸ πα­ρέμ­βα­ση τῆς θεί­ας δυ­νά­με­ως μπο­ροῦ­σε νὰ ἐ­ξη­γη­θεῖ. Πα­ρό­μοι­α μά­λι­στα κυ­ρεύ­θη­καν ἀ­πὸ ἔκ­πλη­ξη καὶ ὁ Ἰ­ά­κω­βος καὶ ὁ Ἰ­ω­άν­νης, οἱ γιοί τοῦ Ζε­βε­δαί­ου, οἱ ὁ­ποῖοι ἦ­ταν συ­νέ­ται­ροι τοῦ Σί­μωνος. Τό­τε ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πε στὸ Σί­μω­να: Μὴ φο­βᾶ­σαι. Ἀ­πὸ τώ­ρα πού σὲ κα­λῶ νὰ γίνεις ἀ­πό­στο­λός μου καὶ στὸ ἑξῆς, θὰ συ­νε­χί­σεις νὰ ψαρεύεις, ἀλλά δὲν θὰ πιά­νεις ψά­ρια ἀλλά ἀν­θρώ­πους ζων­τα­νούς, πού μὲ τὸ κή­ρυγ­μά σου θὰ τοὺς ὁ­δη­γεῖς στὴ σω­τη­ρί­α. Κι ἀφοῦ ἐ­πα­νέ­φε­ραν τὰ πλοῖ­α στὴ στε­ριά, ἄ­φη­σαν τά πάν­τα, καὶ τὰ ψά­ρια δη­λα­δὴ καὶ τὰ δί­χτυ­α καὶ τὰ πλοῖα τους, καὶ τὸν ἀ­κο­λού­θη­σαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου