Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου 2023

Στήν ἀρχή πού διορίσθηκα ἐκεῖ, δοκίμασα ἕναν πειρασμό μεγάλο.

 

Στήν ἀρχή πού διορίσθηκα ἐκεῖ, δοκίμασα

ἕναν πειρασμό μεγάλο.



Δέν σᾶς εἶπα, ὅμως, ἀκόμη ὅτι, στήν ἀρχή πού διορίσθηκα ἐκεῖ, ἐδοκίμασα ἕναν πειρασμό μεγάλο, ἀλλά μέ βοήθησε ὁ Θεός.

Τήν πρώτη Κυριακή ἐπῆγα να λειτουργήσω μέ πολλή χαρά. Οἱ πόθοι μου νά ἐργασθῶ σέ ἵδρυμα θά ἐκπληρώνονταν. Μοῦ τό ἔδωσε ὁ Θεός αὐτό τό δῶρο. λλά τί ἔπαθα! Τήν ὥρα πού πῆγα ν᾿ ἀρχίσω, ἔξω ἀπ᾿ τόν Ἅγιο Γεράσιμο ἀκούω στή διαπασῶν ἕνα γραμμόφωνο μέ τραγούδια ἐρωτικά: «Σ᾿ ἀγαπῶ, σ ̓ ἀγαπῶ...» κ.λπ. Προχωρῶ.. τίποτα, τά ἴδια. γώ τίς εὐχές, τήν Θεία Λειτουργία. Ἔξω τά τραγούδια. Μέσα ἡ ἐκκλησία γεμάτη κόσμο. Ἔβγαινα στην Ωραία Πύλη κι ἔλεγα, «Εἰρήνη πᾶσι», άλλά ἡ Λειτουργία ἦταν πολύ ταραγμένη. Ὅταν τελείωσα ἀπελπισμένος, κατέλυσα τά ἄχραντα μυστήρια, πῆρα τά ἱερά μου, τά δίπλωσα κι ἀμέσως βγῆκα ἔξω. πέναντι ἀπ᾿ τήν ἐκκλησία ὑπῆρχε ἕνα κατάστημα, πού διαφήμιζε γραμμόφωνα καί πλάκες γραμμοφώνου. Πγα μ᾿ εὐγένεια στον καταστηματάρχη, στόν κύριο Κουρέτα —ἔτσι ὀνομαζόταν— καί τόν παρακάλεσα, ἄν εἶναι δυνατόν, τουλάχιστον τίς ὧρες τῆς Θείας Λειτουργίας να σταματάει το γραμμόφωνο.

Μου λέει:

- γώ θέλω να βγάζω το ψωμί μου. Δέν γίνεται αὐτό πού λέεις. Ἔχω παιδιά, πληρώνω ἐνοίκιο.

- Σέ παρακαλῶ, τοῦ λέγω, στενοχωροῦμαι, εἶναι ἁμαρτία αὐτό πού γίνεται.

- Παπά, ἐσύ τή δουλειά σου! μοῦ λέει.

Εγώ τώρα τί νά κάνω; Σκέφθηκα νά φύγω ἀπ᾿ τήν ἐκκλησία, ν᾿ ἀναζητήσω ἄλλη. Νά, ὅμως, πού εἶχα ὑποχρεωθεῖ καί μοῦ ἔδωσαν αὐτή τή θέση, ἐνῶ δέν εἶχα τά τυπικά προσόντα, δηλαδή δέν εἶχα απολυτήριο δημοτικοῦ ἤ ἔστω ἐνδεικτικό κάποιας τάξεως. Τί νά πῶ στον Μακαριώτατο, πού ἔδωσε συγκατάθεση καί μ᾿ ἔβαλε ἐκεῖ ἀπό ἀγάπη; Τί νά πῶ στόν κύριο λιβιζάτο, πού ἔκανε τό πᾶν γιά νά μέ διορίσει; Κι ἔπεσα ἔτσι σε στενοχώρια μεγάλη. Κάθισα στο ἱερό και σκεπτόμουνα. Τί να κάνω; Ἔλεγα ὅτι πρέπει να φύγω, δέν μποροῦσα νά μείνω πιά. Πῶς νά ζήσω ἐγώ ἐκεῖ μέσα, πῶς νά λειτουργήσω; Καί μάλιστα ἕνας ἄνθρωπος πού ἦλθε ἀπ' τήν ἔρημο, μέσ᾿ από μία ἀπόλυτη ἡσυχία, σ' ἕνα θόρυβο ἔτσι σατανικό; Περνοῦσαν ἀπ ̓ ἔξω ὅλα τά λεωφορεα πό τή Νίκαια, ἀπό τό Περιστέρι, ἀπό τόν Πειραιᾶ. Ἔξω ἀπ᾿ τήν πόρτα τῆς ἐκκλησίας περνούσανε. Κι ἄκουγες ἐκεῖ τά κλάξον πού πηγαίνανε κι ἐρχόντουσαν. Καί σκέφθηκα να φύγω. Ὅμως πῶς νά τό ἔλεγα; Εγύρισα στό σπίτι λυπημένος, δέν ἤξερα τί νά κάνω...

Ἔμενα τότε στόν Λυκαβητό, στην δό Δοξαπατρ. Ἐγύρισα ἐκεῖ καί σκεπτόμουνα, σκεπτόμουνα... Δέν ἤθελα οὔτε να φάω. Εἶχα στενοχωρεθεῖ. Τί θά κάνω; Κι εἶχα χαρεῖ πού πῆγα σε νοσοκομεῖο καί θά ἔβλεπα ἀσθενεῖς ἐκεῖ, νά τούς περιποιοῦμαι, νά τούς μιλάω, νά τούς ἐξομολογῶ, να τούς μεταλαμβάνω... Τώρα τί να κάνω; Μόνον ὁ Θεός θά μποροῦσε νά μέ βγάλει ἀπ᾿ τή δύσκολη θέση. Κι εἶπα μέσα μου σ᾿ αὐτό τό φοβερό πρόβλημα πού μ᾿ ηὗρε: «Ὅ,τι πεῖ ὁ Θεός». Λέω: «Θεέ μου, δέν θέλω νά μοῦ μιλήσεις. Δέν θέλω νά μοῦ δείξεις σημεῖο. Ἔτσι, μέ τή δική Σου τήν ἀγάπη φανέρωσε κάτι ἁπλό, πού νά καταλάβω ὅτι πρέπει νά φύγω ἤ ὅτι πρέπει να καθίσω. Πολύ ἁπλό. Δέν ζητῶ κάποιο θαῦμα. Ντρέπομαι». Κι ἀποφασίζω να νηστέψω τρεῖς ἡμέρες χωρίς να βάλω οὔτε νερό στό στόμα μου καί να ζήσω τρεῖς ἡμέρες με τέλεια σιωπή καί προσευχή, περιμένοντας ἀπάντηση ἀπ' τόν Θεό.

Κι ἡ ἀπάντηση ἦλθε. Ἐνῶ βρισκόμουν στόν Ἅγιο Γε ράσιμο, ἐρχόντουσαν διάφοροι προσκυνητές κι ἄναβαν τό κεράκι τους. Σέ μιά στιγμή μπαίνει μία γυναίκα μέ τό παιδί της. Τό παιδί θά ἦταν μάλλον στήν πρώτη γυμνασίου. Κρατοῦσε στό χέρι του τά σχολικά του βιβλία. Ἕνα ἀπ ̓ αὐτά ἦταν τό βιβλίο τῆς Φυσικῆς. Τοῦ τό ζήτησα να ρίξω μιά ματιά, ἔτσι ἀπό φιλομάθεια. Κάτι πού τό συνήθιζα. Καθώς ξεφύλλιζα τό βιβλίο, ἀνοίγω σέ μία σελίδα πού ἔδειχνε κάποιο πείραμα. Τό ἑξῆς: ἄν σέ μία ἤρεμη λίμνη ρίξω μία μικρή πετρούλα, βλέπω τό νερό να χάνει τήν ἠρεμία του καί νά κάνει «ρυτίδες» σε μία μικρή ἔκταση· ἄν στή συνέχεια ρίξω μία πιό μεγάλη πέτρα, οἱ «ρυτίδες» σχηματίζονται πιό μεγάλες καί σέ μεγαλύτερη ἔκταση, ὥστε νά ὑπερφαλαγγίσουν τίς πρῶτες. Ἐκείνη τή στιγμή ἦλθε μέσα μου ἡ ἀπάντηση στο δίλημμά μου. Ἦταν φώτιση ἀπό τόν Θεό. Σκέφθηκα τό ἑξῆς: οἱ μικρές «ρυτίδες» τῶν τραγουδιῶν ἔξω ἀπ᾿ τήν ἐκκλησία μποροῦν νά ὑπερφαλαγγισθοῦν ἀπό τίς μεγάλες σέ πνευματική ἔνταση εὐχές πού θά λέγονται μές στήν ἐκκλησία. Τήν ἴδια στιγμή μοῦ ἦλθε ἀμέσως στό νοῦ ἔντονα, πολύ ἔντονα: «Κι ἄν ἐσύ λειτουργεῖς ἐδῶ κι ἔχεις τό νοῦ σου στόν Θεό, ποιός μπορεῖ νά σέ βλάψει;».

τοιμάσθηκα, λοιπόν, ἔτσι νά τό κάνω. Στήν Λειτουργία μου νά δοθῶ πολύ στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, νά ἐκτελέσω μέ μεγάλο ζῆλο καί μέ μεγάλη πνευματική ἔνταση τό δράμα τῆς Θείας Λειτουργίας, το δράμα τό φρικτό τοῦ Γολγοθᾶ. Ἡ χαρά μου ἦταν πολύ μεγάλη. Πίστευσα ὅτι ὁ Θεός μοῦ βρῆκε τή λύση. Πράγματι, τήν Κυριακή τό πρωί ἔφθασα στήν ἐκκλησία γεμάτος ἐλπίδα. Ἔβαλα «Εὐλογητός...». Ὁ νοῦς μου ἦταν συγκεντρωμένος στή θεία λατρεία καί μόνο. Αἰσθανόμουν ὅτι εἶμαι στόν οὐρανό καί κάτω καί κοντά σ᾿ ἐμένα τό ἐκκλησίασμα, τά λογικά πρόβατα τοῦ Θεοῦ. Ἔνιωθα μές στη θεία χάρι ὅλους μας. Ἔξω μανιακῶς ἔπαιζε το γραμμόφωνο. Δέν ἄκουγα τίποτα. Πρώτη φορά ἔζησα τέτοια Θεία Λειτουργία. Ήταν ἡ ὡραιότερη τῆς ζωῆς μου. Κι από τότε ὅλες οἱ Θεῖες Λειτουργίες ταν ίδιες.

Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου (Βίος και Λόγοι), σελ. 133-136

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου