Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ IΓ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

   ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ IΓ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(3 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2023)

 


ΕΩΘΙΝΟΝ Β΄

Διαγενομένου τοῦ Σαββάτου, Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα, ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν τὸν Ἰησοῦν. Καὶ λίαν πρωΐ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. Καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς, Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος, ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. Καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον, εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολήν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. ὁ δὲ λέγει αὐταῖς, Μὴ ἐκθαμβεῖσθε, Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον, ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὦδε, ἴδε, ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν, ἀλλ' ὑπάγετε, εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ, ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν, ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. Καὶ ἐξελθοῦσαι ταχὺ ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου, εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον, ἐφοβοῦντο γάρ.

(Μᾶρκ. ιϚ΄[16] 1 – 8)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

1 Αφοῦ πέρασε τό Σάββατο, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καί ἡ Σαλώμη ἀγόρασαν τό βράδυ τοῦ Σαββάτου ἀρώματα, γιά νά ἔλθουν τό πρωί στόν τάφο καί νά ἀλείψουν τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.  2 Καί πολύ πρωί τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος ἔρχονται στό μνημεῖο τήν ὥρα πού ὁ ἥλιος ἄρχισε νά διαλύει τό πρωινό σκοτάδι, καθώς πῆρε ν’ ἀνατέλλει κάτω ἀπ’ τόν ὁρίζοντα.  3 Κι ἔλεγαν μεταξύ τους: Ποιός θά μᾶς κυλίσει τή μεγάλη πέτρα μακριά ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ μνημείου;  4 Μόλις ὅμως ἔστρεψαν τά μάτια τους πρός τά ἐκεῖ, εἶδαν ὅτι εἶχε μετατοπισθεῖ ἡ πέτρα μακριά ἀπ’ τό μνημεῖο. Καί τά ἔλεγαν αὐτά μεταξύ τους, διότι ἡ πέτρα αὐτή ἦταν πολύ μεγάλη καί δέν ἦταν εὔκολο νά μετακινηθεῖ.  5 Κι ἀφοῦ μπῆκαν στό μνημεῖο, εἶδαν ἕνα νέο πού καθόταν στά δεξιά τοῦ μνημείου καί ἦταν ντυμένος μέ λευκή στολή, καί γέμισαν μέ τρόμο καί κατάπληξη.  6 Αὐτός ὅμως τούς εἶπε: Μήν τρομάζετε καί μή φοβάστε. Ξέρω ποιόν ζητᾶτε. Ζητᾶτε τόν Ἰησοῦ τόν Ναζαρηνό τόν ἐσταυρωμένο. Ἀναστήθηκε. Δέν εἶναι ἐδῶ. Νά, εἶναι ἀδειανό
τό μέρος πού τόν ἔβαλαν.  7 Ἀλλά πηγαίνετε καί πέστε στούς μαθητές του καί ἰδιαιτέρως στόν Πέτρο, πού ἔχει ἀνάγκη παρηγοριᾶς καί βεβαιώσεως ὅτι συγχωρήθηκε γιά τήν ἄρνησή του, ὅτι πηγαίνει πρίν ἀπό σᾶς στή Γαλιλαία καί σᾶς περιμένει ἐκεῖ. Ἐκεῖ θά τόν δεῖτε, ὅπως σᾶς τό εἶπε πρίν σταυρωθεῖ.  8 Ἐκεῖνες τότε βγῆκαν κι ἔφυγαν ἀπό τό μνημεῖο. Ἦταν μάλιστα γεμάτες τρόμο καί ἔκσταση. Δέν εἶπαν ὅμως τίποτε σέ κανένα, διότι ἦταν φοβισμένες.

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἀ­δελ­φοί, γρη­γο­ρεῖ­τε, στή­κε­τε ἐν τῇ πί­στει, ἀν­δρί­ζε­σθε, κρα­ται­οῦ­σθε. Πάντα ὑ­μῶν ἐν ἀ­γά­πῃ γι­νέ­σθω. Πα­ρα­κα­λῶ δὲ ὑ­μᾶς, ἀ­δελ­φοί· οἴ­δα­τε τὴν οἰ­κί­αν Στε­φα­νᾶ, ὅ­τι ἐ­στὶν ἀ­παρ­χὴ τῆς ᾿Α­χα­ΐ­ας καὶ εἰς δι­α­κο­νί­αν τοῖς ἁ­γί­οις ἔ­τα­ξαν ἑ­αυ­το­ύς· ἵ­να καὶ ὑ­μεῖς ὑ­πο­τάσ­ση­σθε τοῖς τοι­ού­τοις καὶ παν­τὶ τῷ συ­νερ­γοῦν­τι καὶ κο­πι­ῶν­τι. Χα­ί­ρω δὲ ἐ­πὶ τῇ πα­ρου­σί­ᾳ Στε­φα­νᾶ καὶ Φουρ­του­νά­του καὶ ᾿Α­χα­ϊ­κοῦ, ὅ­τι τὸ ὑ­μῶν ὑ­στέ­ρη­μα οὗ­τοι ἀ­νε­πλή­ρω­σαν· ἀ­νέ­παυ­σαν γὰρ τὸ ἐ­μὸν πνεῦ­μα καὶ τὸ ὑ­μῶν. Ἐ­πι­γι­νώ­σκε­τε οὖν τοὺς τοι­ο­ύ­τους. ᾿Α­σπά­ζον­ται ὑ­μᾶς αἱ ἐκ­κλη­σί­αι τῆς ᾿Α­σί­ας. Ἀ­σπά­ζον­ται ὑ­μᾶς ἐν Κυ­ρί­ῳ πολ­λὰ ᾿Α­κύ­λας καὶ Πρί­σκιλ­λα σὺν τῇ κατ᾿ οἶ­κον αὐ­τῶν ἐκ­κλη­σί­ᾳ. Ἀ­σπά­ζον­ται ὑ­μᾶς οἱ ἀ­δελ­φοὶ πάν­τες. Ἀ­σπά­σα­σθε ἀλ­λή­λους ἐν φι­λή­μα­τι ἁ­γί­ῳ. ῾Ο ἀ­σπα­σμὸς τῇ ἐ­μῇ χει­ρὶ Πα­ύ­λου. Εἴ τις οὐ φι­λεῖ τὸν Κύριον ᾿Ι­η­σοῦν Χρι­στόν, ἤ­τω ἀ­νά­θε­μα. Μα­ρὰν ἀ­θᾶ. ῾Η χά­ρις τοῦ Κυ­ρί­ου ᾿Ι­η­σοῦ Χρι­στοῦ μεθ᾿ ὑ­μῶν. Ἡ ἀ­γά­πη μου με­τὰ πάν­των ὑ­μῶν ἐν Χρι­στῷ ᾿Ι­η­σοῦ· ἀ­μήν.

                                                                                       (Α΄ Κορ.ιστ΄[16] 13 –24)

ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΤΟΥ ΝΟΗΜΑΤΟΣ

Προ­κει­μέ­νου νὰ ὑ­πο­γρά­ψει καὶ νὰ στεί­λει τὴν πρώ­τη πρὸς Κο­ριν­θί­ους ἐ­πι­στο­λὴ του ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, προ­σθέ­τει στὸ τέ­λος πο­λὺ σπου­δαῖ­ες πα­ραγ­γε­λί­ες καὶ προ­τρο­πές, τὶς ὁ­ποῖ­ες ἀ­κού­σα­με καὶ ἐ­μεῖς σή­με­ρα στὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα.   Ἐ­πει­δὴ πολ­λοὶ ψευ­δο­δι­δά­σκα­λοι νό­θευ­αν τὴν ἀ­λή­θεια τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου καὶ τὴν ἀ­να­κά­τευ­αν μὲ δι­ά­φο­ρες πλά­νες, ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος συ­νι­στᾶ τὴν προ­σο­χὴ τῶν Χρι­στια­νῶν καὶ τοὺς λέ­ει:

Μὴν ξε­χνᾶ­τε, ἀ­δελ­φοί μου, ὃ­τι εἶ­στε μέ­λη τῆς στρα­τευ­ο­μέ­νης Ἐκ­κλη­σί­ας. Εἶ­στε στρα­τι­ῶ­τες τοῦ Χρι­στοῦ καὶ πρέ­πει συ­νε­χῶς νὰ ἀ­γω­νί­ζε­στε κα­τὰ τοῦ κα­κοῦ καὶ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Προ­σέ­χε­τε λοι­πὸν σὰν ἄ­γρυ­πνοι φρου­ροί. Ὅ­σο πε­ρισ­σό­τε­ροι εἶ­ναι οἱ κίν­δυ­νοι ποὺ ἐ­πι­κρα­τοῦν ἕ­νε­κα τῆς ἀ­πι­στί­ας καὶ τῆς δι­α­φθο­ρᾶς, τό­σο με­γα­λύ­τε­ρη πρέ­πει νὰ εἶ­ναι ἡ προ­σο­χή σας μὴν τυ­χὸν καὶ κλο­νι­σθεῖ ἡ πί­στη σας. Νὰ μέ­νε­τε στα­θε­ροὶ καὶ ἀ­με­τα­κί­νη­τοι στὴν πί­στη. Μὲ ἀν­δρεί­α καὶ γεν­ναι­ό­τη­τα νὰ ἀν­τι­στέ­κε­στε, νὰ πο­λε­μᾶ­τε καὶ νὰ ἀ­πο­κρού­ε­τε κά­θε ἐ­χθρό, ποὺ προ­σπα­θεῖ νὰ σᾶς ἀ­πο­μα­κρύ­νει ἀ­πὸ τὴν πί­στη καὶ δὲν θέ­λει τὴ σω­τη­ρί­α σας· Νὰ ζη­τᾶ­τε ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ νὰ σᾶς δί­νει δύ­να­μη καὶ θάρ­ρος. Ὅ­λα τὰ κα­θή­κον­τά σας καὶ ὃ­λα τὰ ἔρ­γα σας νὰ γί­νον­ται μὲ ἀ­γά­πη χρι­στι­α­νι­κή. Φί­λοι καὶ ἐ­χθροὶ δι­δά­σκον­ται καὶ ὠ­φε­λοῦν­ται, ὃ­ταν βλέ­πουν τοὺς Χρι­στια­νοὺς νὰ συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ται σὲ ὅ­λους μὲ ἀ­γά­πη, μὲ ἐ­πι­εί­κεια, μὲ πρα­ό­τη­τα καὶ μὲ κα­λο­σύ­νη.

Προ­σέξ­τε ὅ­μως, ἀ­δελ­φοί μου, καὶ τοῦ­το. Γνω­ρί­ζε­τε πο­λὺ κα­λὰ ὅ­τι ἡ οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ Στε­φα­νᾶ τοῦ συμ­πο­λί­τη σας εἶ­ναι ἡ πρώ­τη οἰ­κο­γέ­νεια τῆς Πε­λο­πον­νή­σου καὶ γε­νι­κά τῆς νό­τιας Ἑλ­λά­δας, ἡ ὁ­ποί­α ὁ­λό­κλη­ρη πί­στε­ψε στὸν Χρι­στὸ καὶ ὃ­λα της τὰ μέ­λη ἀ­φι­έ­ρω­σαν τὸν ἑ­αυ­τό τους στὴν ὑ­πη­ρε­σί­α τῶν Χρι­στια­νῶν. Σ' αὐ­τοὺς τοὺς ζη­λω­τὲς Χρι­στια­νούς, κα­θὼς καὶ σὲ ὃ­ποι­ον ἄλ­λο συ­νερ­γά­ζε­ται καὶ κο­πιά­ζει σὲ μιὰ τό­σο θε­ά­ρε­στη δι­α­κο­νί­α, εἶ­ναι πο­λὺ δί­και­ο νὰ ὑ­πο­τάσ­σε­σθε καὶ νὰ τοὺς μι­μεῖ­σθε.

Χαί­ρω ἐ­πί­σης δι­ό­τι εἶ­ναι ἐ­δῶ πα­ρόν­τες ὁ Στε­φα­νᾶς, ὁ Φουρ­του­νά­τος καὶ ὁ Ἀ­χα­ϊ­κός. Οἱ τρεῖς αὐ­τοὶ συμ­πα­τρι­ῶ­τες σας ἀ­να­πλή­ρω­σαν τὸ κε­νὸ ποὺ αἰ­σθά­νο­μαι, ἐ­πει­δὴ βρί­σκο­μαι μα­κριά σας. Μὲ τὴν πα­ρου­σί­α τους καὶ μὲ τὶς εὐ­χά­ρι­στες πλη­ρο­φο­ρί­ες καὶ εἰ­δή­σεις ποὺ μοῦ ἔ­φε­ραν σχε­τι­κὰ μὲ τὸν ζῆ­λο σας καὶ τὴν ἀ­γά­πη σας, μὲ χα­ρο­ποί­η­σαν καὶ ἀ­νέ­παυ­σαν τὰ βά­θη τῆς ψυ­χῆς μου. Καὶ εἶ­μαι βέ­βαι­ος ὃ­τι μὲ τὴν ἐ­πι­στο­λή μου αὐ­τὴ ποὺ θὰ σᾶς φέ­ρουν θὰ χα­ρο­ποι­ή­σουν καί σᾶς καὶ θὰ ἀ­να­παύ­σουν καὶ τὴ δι­κή σας ψυ­χή. Τέ­τοι­ους ἐ­κλε­κτοὺς Χρι­στια­νοὺς νὰ τοὺς ἐ­κτι­μᾶ­τε πο­λὺ καὶ νὰ ἀ­να­γνω­ρί­ζε­τε τὴν ἀ­ξί­α τους.

Σᾶς στέλ­νουν ἐγ­κάρ­διους χαι­ρε­τι­σμοὺς οἱ Ἐκ­κλη­σί­ες ποὺ βρί­σκον­ται στὶς δι­ά­φο­ρες πό­λεις τῆς Μι­κρᾶς Ἀ­σί­ας. Πολ­λοὺς ἐν Κυ­ρί­ῳ χαι­ρε­τι­σμοὺς σᾶς στέλ­νουν καὶ ὁ Ἀ­κύ­λας μὲ τὴ σύ­ζυ­γό του τὴν Πρί­σκιλ­λα καὶ οἱ Χρι­στια­νοὶ ποὺ συγ­κεν­τρώ­νον­ται στὸ σπί­τι τους. Ἀλ­λὰ καὶ ὃ­λοι οἱ Χρι­στια­νοὶ ἀ­δελ­φοί σᾶς στέλ­νουν ἐγ­κάρ­διους χαι­ρε­τι­σμούς. Μὲ ἅ­γιο φί­λη­μα ἀ­σπα­σθεῖ­τε ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λο κι ἐ­σεῖς.

Ἕ­ως ἐ­δῶ τὴν ἐ­πι­στο­λή, ση­μει­ώ­νει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, τὴν ἔ­γρα­ψε ὁ ὑ­πο­γρα­φεύς, τὸν χαι­ρε­τι­σμὸ ὅ­μως αὐ­τὸ σᾶς τὸν γρά­φω ἐ­γὼ μὲ τὸ χέ­ρι μου. Ἐ­ὰν κα­νεὶς δὲν ἀ­γα­πᾶ μὲ θερ­μὴ καὶ εἰ­λι­κρι­νῆ ἀ­γά­πη τὸν Κύ­ριο ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, ἂς εἶ­ναι χω­ρι­σμέ­νος ἀ­πὸ τὸ σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ὁ Κύ­ριος θὰ ἔλ­θει καὶ θὰ κα­τα­δι­κά­σει στὴν αἰ­ώ­νια κό­λα­ση κά­θε ἀ­πὸ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α. Γιὰ σᾶς ὅ­μως τοὺς ἀ­γα­πη­τούς μου Κο­ρίν­θιους Χρι­στια­νοὺς εὔ­χο­μαι νὰ εἶ­ναι μα­ζί σας ἡ χά­ρις τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Νὰ εἶ­στε βέ­βαι­οι ὃ­τι σ­ᾶς πε­ρι­βάλ­λω ὃ­λους μὲ τὴν ἀ­γά­πη ποὺ μᾶς δί­δα­ξε καὶ τὴν ἐ­ξα­γί­α­σε ὁ Κύ­ριός μας, ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­σ­τός. Ἀ­μήν.

Ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κὸ εἶ­ναι τὸ τέ­λος τῆς πρώ­της πρὸς Κο­ριν­θί­ους ἐ­πι­στο­λῆς τοῦ θεί­ου Παύ­λου. Ὑ­πο­δει­κνύ­ει τὸν κίν­δυ­νο νὰ ξε­φύ­γουν ἀ­πὸ τὴν ὀρ­θὴ πί­στη. Τοὺς φο­βί­ζει μὲ τὸν αἰ­ώ­νιο χω­ρι­σμὸ ἀ­πὸ τὸν Χρι­στό. Ἀλ­λὰ συγ­χρό­νως δὲν πα­ρα­λεί­πει νὰ τοὺς ἐκ­δη­λώ­σει τὴ θερ­μὴ πα­τρι­κή του ἀ­γά­πη, γιὰ νὰ τοὺς ἐ­νι­σχύ­σει στοὺς πνευ­μα­τι­κούς τους ἀ­γῶ­νες. Τε­λι­κὰ τοὺς εὔ­χε­ται νὰ εἶ­ναι μα­ζί τους ἡ χά­ρις τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι τὸ πο­λυ­τι­μό­τε­ρο ἀ­γα­θὸ καὶ στὴν πα­ροῦ­σα καὶ σ­τὴ μέλ­λου­σα ζω­ή. Τὴν εὐ­χὴ αὐ­τὴ ἂς ἀ­να­πέμ­που­με καὶ ἐ­μεῖς σ­τὸν Θε­ὸ πάν­το­τε γιὰ τοὺς ἀ­δελ­φούς μας Χρι­στια­νούς.

                   (+ ρχιμανδρίτης Χριστοφόρος Παπουτσόπουλος)

 

ΤΟ ΙΕΡΟΝ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ

Εἶ­πεν ὁ Κύ­ριος τὴν πα­ρα­βο­λὴν ταύ­την· Ἄν­θρω­πός τις ἦν οἰ­κο­δε­σπό­της, ὅς τις ἐ­φύ­τευ­σεν ἀμ­πε­λῶ­να, καὶ φραγ­μὸν αὐ­τῷ πε­ρι­έ­θη­κε, καὶ ὤ­ρυ­ξεν ἐν αὐ­τῷ λη­νὸν, καὶ ᾠ­κο­δό­μη­σε πύρ­γον· καὶ ἐ­ξέ­δο­το αὐ­τὸν γε­ωρ­γοῖς, καὶ ἀ­πε­δή­μη­σεν. Ὅ­τε δὲ ἤγ­γι­σεν ὁ και­ρὸς τῶν καρ­πῶν, ἀ­πέ­στει­λε τοὺς δο­ύ­λους αὐ­τοῦ πρὸς τοὺς γε­ωρ­γοὺς, λα­βεῖν τοὺς καρ­ποὺς αὐ­τοῦ. Καὶ λα­βόν­τες οἱ γε­ωρ­γοὶ τοὺς δο­ύ­λους αὐ­τοῦ, ὃν μὲν ἔ­δει­ραν, ὃν δὲ ἀ­πέ­κτει­ναν, ὃν δὲ ἐ­λι­θο­βό­λη­σαν. Πάλιν ἀ­πέ­στει­λεν ἄλ­λους δο­ύ­λους πλε­ί­ο­νας τῶν πρώ­των· καὶ ἐ­πο­ί­η­σαν αὐ­τοῖς ὡ­σα­ύ­τως. Ὕ­στε­ρον δὲ ἀ­πέ­στει­λε πρὸς αὐ­τοὺς τὸν υἱ­ὸν αὐ­τοῦ, λέ­γων· Ἐν­τρα­πή­σον­ται τὸν υἱ­όν μου. Οἱ δὲ γε­ωρ­γοὶ, ἰ­δόν­τες τὸν υἱ­ὸν, εἶ­πον ἐν ἑ­αυ­τοῖς· Οὗ­τός ἐ­στιν ὁ κλη­ρο­νό­μος· δεῦ­τε, ἀ­πο­κτε­ί­νω­μεν αὐ­τὸν, καὶ κα­τά­σχω­μεν τὴν κλη­ρο­νο­μί­αν αὐ­τοῦ. Καὶ λα­βόν­τες αὐ­τὸν, ἐ­ξέ­βα­λον ἔ­ξω τοῦ ἀμ­πε­λῶ­νος, καὶ ἀ­πέ­κτει­ναν. Ὅ­ταν οὖν ἔλ­θῃ ὁ κύ­ριος τοῦ ἀμ­πε­λῶ­νος, τί ποι­ή­σει τοῖς γε­ωρ­γοῖς ἐ­κε­ί­νοις; Λέγουσιν αὐ­τῷ· Κα­κοὺς κα­κῶς ἀ­πο­λέ­σει αὐ­το­ύς· καὶ τὸν ἀμ­πε­λῶ­να ἐκ­δώ­σε­ται ἄλ­λοις γε­ωρ­γοῖς, οἵ­τι­νες ἀ­πο­δώ­σου­σιν αὐ­τῷ τοὺς καρ­ποὺς ἐν τοῖς και­ροῖς αὐ­τῶν. Λέγει αὐ­τοῖς ὁ ᾿Ι­η­σοῦς· Οὐ­δέ­πο­τε ἀ­νέ­γνω­τε ἐν ταῖς Γρα­φαῖς· Λίθον ὃν ἀ­πε­δο­κί­μα­σαν οἱ οἰ­κο­δο­μοῦν­τες, οὗ­τος ἐ­γε­νή­θη εἰς κε­φα­λὴν γω­νί­ας· πα­ρὰ Κυ­ρί­ου ἐ­γέ­νε­το αὕ­τη, καὶ ἔ­στι θαυ­μα­στὴ ἐν ὀ­φθαλ­μοῖς ἡ­μῶν;  

                                        (Ματθ.κα΄[21] 33 – 42)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Εἶ­πεν Κύ­ριος τν πι κά­τω πα­ρα­βο­λὴ. Ἦ­ταν κά­ποι­ος νοι­κο­κύ­ρης, Θε­ός δη­λα­δή, ὁ­ποῖ­ος φύ­τε­ψε ἀμ­πέ­λι, δη­λα­δή τό ἰ­ου­δα­ϊ­κό ἔ­θνος. Κι ἔ­δει­ξε ἰ­δι­αί­τε­ρη φρον­τί­δα γι᾿ αὐ­τό. Ἔ­βα­λε δη­λα­δή τρι­γύ­ρω του φρά­κτη κι ἔ­σκα­ψε μέ­σα σ᾿ αὐ­τό πα­τη­τή­ρι, ἔ­κτι­σε πύρ­γο γιά νά μέ­νουν ο φύ­λα­κες καί ἐρ­γά­τες, καί τό ἐμ­πι­στεύ­θη­κε σέ γε­ωρ­γούς, στούς ἀρ­χι­ε­ρεῖς καί στούς ἄρ­χον­τες το λα­οῦ, κι ἀ­να­χώ­ρη­σε σέ ἄλ­λη χώ­ρα. Ὅ­ταν πλη­σί­α­σε και­ρός τς σο­δειᾶς, ἀ­πέ­στει­λε τούς δού­λους του, τούς προ­φῆ­τες, στούς γε­ωρ­γούς γιά νά πα­ρα­λά­βουν τούς καρ­πούς του· γιά νά δι­α­πι­στώ­σουν δη­λα­δή τήν ἀ­φο­σί­ω­σή τους στό Θε­ό καί τά ἔρ­γα τς ἀ­ρε­τῆς πού ὄ­φει­λε ὁ λα­ός αὐ­τός ὕ­στε­ρα ἀ­πό τήν τό­ση εὔ­νοι­α καί πρό­νοι­α το Θε­οῦ νά καρ­πο­φο­ρή­σει σάν ἕ­να καλ­λι­ερ­γη­μέ­νο πνευ­μα­τι­κό ἀμ­πέ­λι. Ὅ­μως ο γε­ωρ­γοί, ο ἄρ­χον­τες δη­λα­δή το Ἰσ­ρα­ήλ, ἀ­φοῦ συ­νέ­λα­βαν τούς δού­λους του, ἄλ­λον τόν ἔ­δει­ραν, ἄλ­λον τόν σκό­τω­σαν κι ἄλ­λον τόν λι­θο­βό­λη­σαν. Ξα­νά­στει­λε ἰ­δι­ο­κτή­της το ἀμ­πε­λιοῦ ἄλ­λους δού­λους πε­ρισ­σό­τε­ρους ἀ­π’ τούς πρώ­τους, κι ἔ­κα­ναν καί σ’ αὐ­τούς τά ἴ­δια. Ὕ­στε­ρα ἀ­πέ­στει­λε σ’ αὐ­τούς τόν γιό του λέ­γον­τας: Πρέ­πει του­λά­χι­στον ο ἄν­θρω­ποι αὐ­τοί νά ντρα­ποῦν τόν γιό μου. Ο γε­ωρ­γοί ὅ­μως, ὅ­ταν εἶ­δαν τόν γιό, τόν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό δη­λα­δή, τόν ἐ­ναν­θρω­πή­σαν­τα υἱ­ό το Θε­οῦ, εἶ­παν με­τα­ξύ τους: Αὐ­τός εἶ­ναι κλη­ρο­νό­μος· ἐ­λᾶ­τε, ς τόν σκο­τώ­σου­με κι ς ἁρ­πά­ξου­με τήν κλη­ρο­νο­μιά του, γιά νά γί­νου­με ἔ­τσι ἀ­νε­νό­χλη­τοι πλέ­ον κύ­ριοι καί ἐκ­με­ταλ­λευ­τές τς ἰ­ου­δα­ϊ­κῆς συ­να­γω­γῆς. Κι ἀ­φοῦ τόν ἔ­πια­σαν, τόν ἔ­βγα­λαν ἔ­ξω ἀ­πό τό ἀμ­πέ­λι καί τόν σκό­τω­σαν. Ὅ­ταν λοι­πόν ἔλ­θει ὁ κύ­ριος το ἀμ­πε­λιοῦ, τί εἶ­ναι δί­και­ο νά κά­νει στούς καλ­λι­ερ­γη­τές ἐ­κεί­νους; Το ἀ­παν­τοῦν: Θά ἐ­ξο­λο­θρεύ­σει μέ τόν χει­ρό­τε­ρο θά­να­το αὐ­τούς πού εἶ­ναι τό­σο κα­κοί. Καί τό ἀμ­πέ­λι θά τό νοι­κιά­σει σέ ἄλ­λους γε­ωρ­γούς, ο ὁ­ποῖ­οι θά το δώ­σουν τούς ὀ­φει­λό­με­νους καρ­πούς στήν κα­τάλ­λη­λη ἐ­πο­χή. Πράγ­μα­τι λοι­πόν, ἀ­φοῦ ἐ­ξο­λό­θρευ­σε τούς Ἰ­ου­δαί­ους καί κα­τέ­στρε­ψε μέ τούς Ρω­μαί­ους τήν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, πα­ρέ­δω­σε τό ἀμ­πέ­λι του, δη­λα­δή τόν νέ­ο Ἰσ­ρα­ήλ τς χά­ρι­τος, στούς Ἀ­πο­στό­λους καί τούς δι­α­δό­χους τους γιά νά τό καλ­λι­ερ­γοῦν καρ­πο­φό­ρα. Τούς λέ­ει Ἰ­η­σοῦς: Δέν δι­α­βά­σα­τε πο­τέ στίς Γρα­φές: Λί­θο τόν ὁ­ποῖ­ο ἀ­πέρ­ρι­ψαν ὡς ἀ­κα­τάλ­λη­λο ο κτί­στες, αὐ­τός ἔ­γι­νε κε­φα­λή ὅ­λης τς οἰ­κο­δο­μῆς καί ἀ­κρο­γω­νια­ῖος λί­θος. Κύ­ριος τό ἔ­κα­νε αὐ­τό, καί εἶ­ναι θαυ­μα­στό στά μά­τια μας, στά μά­τια τν πι­στῶν. Δη­λα­δή, ἐ­νῶ αὐ­τοί πού μέ τή δι­δα­σκα­λί­α τους ἔ­χουν ὡς ἔρ­γο καί κα­θῆ­κον νά σς οἰ­κο­δο­μοῦν μέ ἀ­πέρ­ρι­ψαν ὡς ἀ­κα­τάλ­λη­λο λί­θο στήν οἰ­κο­δο­μή το Θε­οῦ, ἐ­γώ ἔ­γι­να κε­φα­λή ὅ­λης τς οἰ­κο­δο­μῆς καί συ­νέ­νω­σα τούς λα­ούς σέ μί­α Ἐκ­κλη­σί­α. Τό θαυ­μα­στό αὐ­τό γε­γο­νός μπρο­στά στά μά­τια ὅ­λων τν πι­στῶν τό ἔ­κα­νε ὁ Κύ­ριος.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου