Σάββατο 20 Ιανουαρίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΩΝ ΔΕΚΑ ΛΕΠΡΩΝ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ    

    ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΛΟΥΚΑ

(21 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2024)

 


ΕΩΘΙΝΟΝ ΙΑ΄

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν, καὶ λέγει τῷ Σίμωνι Πέτρῳ, Σίμων Ἰωνᾶ, ἀγαπᾶς με πλέον τούτων; λέγει αὐτῷ, Ναὶ Κύριε, σὺ οἶδας ὅτι φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ, Βόσκε τὰ ἀρνία μου. λέγει αὐτῷ πάλιν δεύτερον, Σίμων Ἰωνᾶ ἀγαπᾶς με; Λέγει αὐτῷ, Ναί, Κύριε, σὺ οἶδας ὅτι φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ, Ποίμαινε τὰ πρόβατά μου. λέγει αὐτῷ τὸ τρίτον, Σίμων Ἰωνᾶ, φιλεῖς με; ἐλυπήθη ὁ Πέτρος, ὅτι εἶπεν αὐτῷ τὸ τρίτον, φιλεῖς με; καὶ εἶπεν αὐτῷ, Κύριε, σὺ πάντα οἶδας, σὺ γινώσκεις ὅτι φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, Βόσκε τὰ πρόβατά μου. ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι, ὅτε ἦς νεώτερος, ἐζώννυες σεαυτόν, καὶ περιεπάτεις ὅπου ἤθελες, ὅταν δὲ γηράσῃς, ἐκτενεῖς τὰς χεῖράς σου, καὶ ἄλλος σε ζώσει, καὶ οἴσει ὅπου οὐ θέλεις. Τοῦτο δὲ εἶπε, σημαίνων ποίῳ θανάτῳ δοξάσει τὸν Θεόν. Καὶ τοῦτο εἰπών, λέγει αὐτῷ, Ἀκολούθει μοι. Ἐπιστραφεὶς δὲ ὁ Πέτρος βλέπει τὸν μαθητὴν ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς, ἀκολουθοῦντα, ὃς καὶ ἀνέπεσεν ἐν τῷ δείπνῳ ἐπὶ τὸ στῆθος αὐτοῦ καὶ εἶπε, Κύριε, τὶς ἐστιν ὁ παραδιδοὺς σε; τοῦτον ἰδὼν ὁ Πέτρος λέγει τῷ Ἰησοῦ, Κύριε, οὗτος δὲ τὶ; λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς. Ἐὰν αὐτὸν θέλω μένειν ἕως ἔρχομαι, τὶ πρὸς σὲ; σὺ  ἀκολούθει μοι. Ἐξῆλθεν οὖν ὁ λόγος οὗτος εἰς τοὺς ἀδελφούς. Ὃτι ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος οὐκ ἀποθνήσκει, καὶ οὐκ εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, ὅτι οὐκ ἀποθνήσκει' ἀλλ' ἐὰν αὐτὸν θέλω μένειν ἕως ἔρχομαι, τὶ πρὸς σὲ; Οὗτὸς ἐστιν ὁ μαθητὴς ὁ μαρτυρῶν περὶ τούτων , καὶ γράψας ταῦτα, καὶ οἴδαμεν ὅτι ἀληθὴς ἐστὶν ἡ μαρτυρία αὐτοῦ. Ἔστι δὲ καὶ ἄλλα πολλὰ ὅσα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ' ἕν, οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία. Ἀμήν.

(Ἰωάν. κα΄[21] 14 – 25)


ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

 

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ  φανερώθηκε ὁ Ἰησοῦς στούς μαθητές του μετά τήν Ἀνάστασή του ἀπό τούς νεκρούς, καὶ λέγει στὸν Σίμωνα Πέτρο: Σίμων, γιέ τοῦ Ἰωνᾶ, μέ ἀγαπᾶς περισσότερο ἀπ᾿ αὐτούς, τούς ἄλλους μαθητές, ὅπως μοῦ ἔλεγες μέ καύχηση τή νύχτα τῆς συλλήψεώς μου; Ὁ Πέτρος τώρα, διδαγμένος ἀπό τό πάθημά του, μέ λόγια ταπεινοφροσύνης τοῦ λέει: Ναί, Κύριε, ἐσύ γνωρίζεις ὅτι σέ ἀγαπῶ. Τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς: Βόσκε τά λογικά ἀρνιά τῆς πνευματικῆς μου ποίμνης καί φρόντιζε νά τρέφονται καί νά οἰκοδομοῦνται μέ τή διδασκαλία τῆς ἀλήθειας καί μέ κάθε μέσο πνευματικῆς παιδαγωγίας.  16 Τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς πάλι, γιά δεύτερη φορά: Σίμων, γιέ τοῦ Ἰωνᾶ, μέ ἀγαπᾶς; Κι ἐκεῖνος τοῦ ἀπαντᾶ: Ναί, Κύριε, ἐσύ γνωρίζεις ὅτι σέ ἀγαπῶ. Τοῦ λέει τότε ὁ Ἰησοῦς: Ποίμαινε τά λογικά πρόβατά μου, ἐπιστατώντας καί ἀγρυπνώντας γιά τήν ἀσφάλεια καί τή σωτηρία τους.  17 Τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς γιά τρίτη φορά: Σίμων, γιέ τοῦ Ἰωνᾶ, μέ ἀγαπᾶς; Κι ἐπειδή φαινόταν μέ τή νέα αὐτή ἐρώτηση ὅτι ὁ Διδάσκαλος ἀμφέβαλλε ἀκόμη γιά τήν ἀγάπη τοῦ Πέτρου, λυπήθηκε ὁ Πέτρος πού τόν ρώτησε ὁ Κύριος γιά Τρίτη φορά «μέ ἀγαπᾶς;». Κι ἐπειδή ἡ τριπλή ἄρνηση τόν εἶχε διδάξει νά μήν ἔχει πλέον ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτό του, τοῦ εἶπε: Κύριε, ἐσύ ὅλα τά γνωρίζεις, ἐσύ ξέρεις ὅτι σέ ἀγαπῶ. Τοῦ λέει τότε ὁ Ἰησοῦς: Βόσκε τά πρόβατά μου. Κι ἀφοῦ μέ τήν τριπλή αὐτή βεβαίωσή του ὁ Πέτρος ἐπανόρθωσε τό ἁμάρτημα τῆς τριπλῆς ἀρνήσεώς του καί ἀποκαταστάθηκε στό ἀποστολικό ἀξίωμα, ὁ Κύριος, πληροφορώντας τον ὅτι δέν θά τόν ἀρνοῦνταν πλέον, τοῦ προσθέτει:  18 Ἀληθινά, ἀληθινά σοῦ λέω, ὅταν ἤσουν πιό νέος, ἔδενες μόνος σου τή ζώνη στή μέση σου καί βάδιζες ὅπου ἤθελες. Ὅταν ὅμως γεράσεις, θά ἁπλώσεις τά χέρια σου καί κάποιος ἄλλος θά σέ ζώσει καί θά σέ πάει ἐκεῖ πού δέν θέλεις. Δηλαδή θά σέ ὁδηγήσει στό μαρτύριο, τό ὁποῖο, ἄν καί ἐνδόμυχα θά ἀποδέχεσαι, ἐξαιτίας ὅμως τῆς φυσικῆς ἀποστροφῆς τῶν ἀνθρώπων πρός τό θάνατο φυσικά κι ἐσύ θά τό ἀποστρέφεσαι.  19 Ὁ Κύριος λοιπόν τό εἶπε αὐτό δηλώνοντας μέ ποιό εἶδος θανάτου θά δόξαζε ὁ Πέτρος τόν Θεό. Κι ἀφοῦ τό εἶπε αὐτό, τοῦ λέει: Ἀκολούθησέ με.  20 Κι ἐνῶ βάδιζαν, στράφηκε πίσω ὁ Πέτρος καί εἶδε τόν μαθητή πού ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς νά ἀκολουθεῖ κι αὐτός. Ὁ μαθητής αὐτός ἦταν ἐκεῖνος πού στό δεῖπνο εἶχε γείρει πάνω στό στῆθος τοῦ Ἰησοῦ καί εἶχε πεῖ: Κύριε, ποιός εἶναι αὐτός πού πρόκειται νά σέ παραδώσει;  21 Αὐτόν τόν μαθητή λοιπόν ὅταν τόν εἶδε ὁ Πέτρος, λέει στόν Ἰησοῦ: Κύριε, αὐτός τί θά γίνει καί τί πρόκειται νά τοῦ συμβεῖ στό μέλλον;  22 Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε στόν Πέτρο: Ὑπόθεσε ὅτι θέλω νά μείνει ζωντανός μέχρι νά ἔλθω κατά τή δευτέρα μου παρουσία. Τί σέ ἐνδιαφέρει αὐτό καί τί ἔχεις νά κερδίσεις ἐσύ, ἐάν μάθεις τί θά ἀπογίνει αὐτός; Σύ ἀκολούθα με καί φρόντιζε γιά τή δική σου σωτηρία.  23 Ἀπό παρανόηση λοιπόν τῶν λόγων αὐτῶν τοῦ Ἰησοῦ διαδόθηκε μεταξύ τῶν ἀδελφῶν Χριστιανῶν ἡ φήμη αὐτή, ὅτι δηλαδή ὁ μαθητής ἐκεῖνος δέν θά πεθάνει. Ὅμως ὁ Ἰησοῦς δέν εἶπε στόν Πέτρο ὅτι ὁ μαθητής αὐτός δέν θά πεθάνει, ἀλλά εἶπε ὑποθετικά: Ἐάν αὐτός θέλω νά μείνει ζωντανός μέχρι νά ξαναέλθω, ἐσένα τί σέ νοιάζει;   24 Ὁ μαθητής ἐκεῖνος εἶναι αὐτός πού ἐξακολουθεῖ καί τώρα  νά δίνει μαρτυρία γιά τά γεγονότα πού ἱστοροῦνται στό Εὐαγγέλιο αὐτό, καί αὐτός τά κατέγραψε. Καί γνωρίζουμε ὅτι ἡ μαρτυρία του εἶναι ἀληθινή.  25 Ὑπάρχουν ὅμως καί πολλά ἄλλα πού ἔκανε ὁ Ἰησοῦς, τά ὁποῖα, ἄν γράφονταν λεπτομερειακά, ἕνα-ἕνα, νομίζω ὅτι οὔτε ὁλόκληρος ὁ κόσμος μέ ὅλες τίς βιβλιοθῆκες του δέν θά χωροῦσε τά βιβλία πού θά ἔπρεπε νά γραφοῦν. Πραγματικά.

 

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΚΘ΄ ΚΥΡΙΑΚΗΣ)

Ἀ­δελ­φοί, ὅ­ταν ὁ Χρι­στὸς φα­νε­ρω­θῇ, ἡ ζω­ὴ ἡ­μῶν, τό­τε καὶ ὑ­μεῖς σὺν αὐ­τῷ φα­νε­ρω­θή­σε­σθε ἐν δό­ξῃ. Νε­κρώ­σα­τε οὖν τὰ μέ­λη ὑ­μῶν τὰ ἐ­πὶ τῆς γῆς, πορ­νε­ί­αν, ἀ­κα­θαρ­σί­αν, πά­θος, ἐ­πι­θυ­μί­αν κα­κήν, καὶ τὴν πλε­ο­νε­ξί­αν, ἥ­τις ἐ­στὶν εἰ­δω­λο­λα­τρί­α, δι᾿ ἃ ἔρ­χε­ται ἡ ὀρ­γὴ τοῦ Θε­οῦ ἐ­πὶ τοὺς υἱ­οὺς τῆς ἀ­πει­θε­ί­ας, ἐν οἷς καὶ ὑ­μεῖς πε­ρι­ε­πα­τή­σα­τέ πο­τε, ὅ­τε ἐ­ζῆ­τε ἐν αὐ­τοῖς· νυ­νὶ δὲ ἀ­πό­θε­σθε καὶ ὑ­μεῖς τὰ πάν­τα, ὀρ­γήν, θυ­μόν, κα­κί­αν, βλα­σφη­μί­αν, αἰ­σχρο­λο­γί­αν ἐκ τοῦ στό­μα­τος ὑ­μῶν· μὴ ψε­ύ­δε­σθε εἰς ἀλ­λή­λους, ἀ­πεκ­δυ­σά­με­νοι τὸν πα­λαι­ὸν ἄν­θρω­πον σὺν ταῖς πρά­ξε­σιν αὐ­τοῦ καὶ ἐν­δυ­σά­με­νοι τὸν νέ­ον τὸν ἀ­να­και­νο­ύ­με­νον εἰς ἐ­πί­γνω­σιν κατ᾿ εἰ­κό­να τοῦ κτί­σαν­τος αὐ­τόν, ὅ­που οὐκ ἔ­νι ῞Ελ­λην καὶ ᾿Ι­ου­δαῖ­ος, πε­ρι­το­μὴ καὶ ἀ­κρο­βυ­στί­α, βάρ­βα­ρος, Σκύ­θης, δοῦ­λος, ἐ­λε­ύ­θε­ρος, ἀλ­λὰ τὰ πάν­τα καὶ ἐν πᾶ­σι Χρι­στός.

                                        (Κολ. γ΄[3] 4-11)

 

«ΑΔΕΛΦΟΙ, ΟΤΑΝ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΦΑΝΕΡΩΘῌ, Η ΖΩΗ ΗΜΩΝ, ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΥΜΕΙΣ ΣΥΝ ΑΥΤΩ ΦΑΝΕΡΩΘΗΣΕΣΘΕ ΕΝ ΔΟΞῌ»

1. Η Δ­Ε­Υ­Τ­Ε­ΡΑ Π­Α­Ρ­Ο­Υ­Σ­ΙΑ Τ­ΟΥ Χ­Ρ­Ι­Σ­Τ­ΟΥ

Μὲ τ­ὴν ὑ­π­ε­ν­θ­ύ­μ­ι­ση τ­ῆς Δ­ε­υ­τ­έ­ρ­ας Π­α­ρ­ο­υ­σ­ί­ας τ­οῦ Χ­ρ­ι­σ­τ­οῦ ἀ­ρ­χ­ί­ζ­ει τὸ Ἀ­πο­σ­τ­ο­λ­ι­κὸ ἀ­ν­ά­γ­ν­ω­σ­μα. Θὰ ἔ­λ­θ­ει κ­ά­π­ο­ια μ­έ­ρα, λ­έ­γ­ει ὁ ἀ­π­ό­σ­τ­ο­λ­ος Π­α­ῦ­λ­ος σ­τ­ο­ὺς Κ­ο­λ­α­σ­σ­α­ε­ῖς, π­οὺ ὁ Χ­ρ­ι­σ­τ­ός μ­ας θὰ φ­α­νερωθεῖ σ­τ­ὸν κ­ό­σ­μο.

Τί σ­υ­γ­κ­λ­ο­ν­ι­σ­τ­ι­κὴ ἡ ἀ­λ­ή­θ­ε­ια, π­οὺ μ­ᾶς θ­υ­μ­ί­ζ­ει ἐδῶ ὁ μ­έ­γ­ας Ἀ­π­ό­σ­τ­ο­λος!

Ὁ Χ­ρ­ι­σ­τ­ός μας ἀ­ν­ε­λ­ή­φ­θη μ­ε­τὰ τ­ὴν Ἀνάστασή Τ­ου σ­τ­ὸν Ο­ὐ­ρ­α­νὸ κ­αὶ ἀπό τ­ό­τε οἱ π­ι­σ­τ­οὶ δ­ὲν Τ­ὸν β­λ­έ­π­ο­υ­με μὲ τὰ σ­ω­μ­α­τ­ι­κά μ­ας μ­ά­τ­ια. Τ­ὸν α­ἰ­σ­θ­α­νό­μ­α­σ­τε β­έ­β­α­ια κ­ο­ν­τά μ­ας, ν­ο­ι­ώ­θ­ο­υ­με τ­ὴν π­ρ­ο­σ­τ­α­σ­ία Τ­ου, π­α­ί­ρ­ν­ο­υ­με τ­ὴ δύναμη, τ­ὸν ἁ­γ­ι­α­σ­μὸ καί τ­ὴ χ­ά­ρη Τ­ου μὲ τὰ ἱ­ε­ρά Μ­υ­σ­τ­ή­ρ­ια τ­ῆς Ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ί­ας μας, ὅμως σ­τὰ σ­ω­μ­α­τ­ι­κά μ­ας μ­ά­τ­ια ε­ἶ­ν­αι ἀ­ό­ρ­α­τ­ος ὁ Κ­ύ­ρ­ι­ός μ­ας. Γ­ι᾿ α­ὐ­τὸ ἄ­λ­λ­ω­σ­τε κ­αί ὑ­β­ρ­ί­ζ­ε­τ­αι καί π­ε­ρ­ι­φ­ρ­ο­ν­ε­ῖ­τ­αι ἀπό π­ο­λ­λ­ο­ὺς σ­υ­ν­α­ν­θ­ρ­ώ­π­ο­υς μ­ας, οἱ ὁ­π­ο­ῖ­οι τ­ι­μο­ῦν κ­αὶ δ­ο­ξ­ά­ζ­ο­υν ἄ­λ­λ­ο­υς, δ­ῆ­θ­εν μ­ε­γ­ά­λ­ο­υς, εἴτε πολιτικοί ε­ἶ­ν­αι α­ὐ­τ­οί, ε­ἴ­τε ἠ­θ­ο­π­ο­ι­οί, ε­ἴ­τε λ­ο­γ­ο­τ­έ­χ­ν­ες, ε­ἴ­τε π­ο­δ­ο­σ­φ­α­ι­ρ­ι­σ­τ­ές, ε­ἴ­τε ὁ­τ­ι­δ­ή­π­ο­τε ἄ­λ­λο, ὄ­χι ὅμως τ­ὸν Δ­η­μ­ι­ο­υ­ρ­γὸ κ­αὶ Σ­ω­τ­ῆ­ρα μ­ας.

Θὰ ἔλθει ἐν τ­ο­ύ­τ­ο­ις μ­ιὰ μέρα, πού ὁ Χ­ρ­ι­σ­τ­ός μ­ας θὰ φανερωθεῖ σ­τ­ὸν κ­ό­σ­μο, μὲ ὅλη Του τ­ὴ δ­ό­ξα, ὅπως π­ρ­ά­γ­μ­α­τι ε­ἶ­ν­αι: Βασιλεύς τ­ῶν β­α­σ­ι­λ­ε­υ­ό­ντ­ων κ­αὶ Κ­ύ­ρ­ι­ος τ­ῶν κ­υ­ρ­ι­ε­υ­ό­ν­τ­ων. Θὰ ἐμφανισθεῖ κ­α­τὰ τ­ὴ Δ­ε­υ­τέ­ρα Τ­ου Πα­ρ­ο­υ­σ­ία σ­υ­ν­ο­δ­ε­υ­ό­μ­ε­ν­ος ἀπό μ­υ­ρ­ι­ά­δ­ες ἀ­γ­γ­έ­λ­ων. Θὰ σ­υ­γ­κ­λ­ο­νισθεῖ τὸ σ­ύ­μπ­αν ἐ­κ­ε­ί­νη τ­ὴ μέρα καὶ ὁ ἥ­λ­ι­ος καὶ τ᾿ ἄ­σ­τ­ρα θὰ σ­β­ή­σ­ο­υν. Θὰ ἔ­λθει ὡς Κ­ρ­ι­τής, θὰ ἀναστήσει τ­ο­ὺς ν­ε­κ­ρ­ο­ὺς κ­αὶ θὰ κρίνει ὅ­λ­ο­υς τ­ο­ὺς ἀ­ν­θ­ρ­ώ­π­ο­υς, ἀ­πο­δ­ί­δ­ο­ντας σ­τ­ὸν κ­α­θ­έ­να σύμφωνα μὲ τὰ ἔ­ρ­γα τ­ου.

Ὅλα α­ὐ­τὰ π­ό­σο π­ρ­έ­π­ει νὰ σ­υ­ν­έ­χ­ο­υν κ­αὶ νὰ σ­υ­γ­κ­λ­ο­ν­ί­ζ­ο­υν τ­ὶς ψ­υ­χ­ές μας! Θὰ ἔ­λ­θει ἐν δόξῃ ὁ Κ­ύ­ρ­ι­ος! Δ­ὲν θὰ σ­υ­νεχισθεῖ ἐπ᾿ ἄπειρον ἡ  σ­η­μ­ε­ρ­ι­νὴ ἀ­κ­α­τ­α­σ­τ­α­σ­ία, ἡ π­λ­η­μ­μ­ύ­ρα τ­οῦ κ­α­κ­οῦ, τὸ ὄ­ρ­γ­ιο τ­ῶν δ­α­ι­μ­ό­ν­ων. Θὰ ἔλθει ὁ Κύ­ρ­ι­ος! Θὰ συντρίψει τ­ὸν Σ­α­τ­α­νᾶ, θὰ καταστρέψει τ­ὸν π­α­λ­α­ιὸ κ­ό­σ­μο καὶ θὰ τὸν ἀναδημιουργήσει ἄ­φ­θ­α­ρ­το καὶ δ­ο­ξ­α­σ­μ­έ­νο.

Μ­α­κ­ά­ρι α­ὐ­τὴ ἡ ἀ­λ­ή­θ­ε­ια νὰ μὴ φεύγει ποτὲ ἀπὸ τὸν νοῦ μας. Μέρα καὶ νύχτα νὰ μ­ε­λ­ε­τ­ο­ῦ­με τ­ὸν ἐ­ρ­χ­ο­μό Τ­ου, τ­ὴν ἔ­ν­δ­ο­ξη κ­αὶ φ­ο­β­ε­ρὴ Δ­ε­υ­τ­έ­ρα Πα­ρ­ο­υ­σ­ία Τ­ου κ­αὶ νὰ ἑτοιμαζόμαστε γ­ι᾿ α­ὐ­τ­ήν. Νὰ σ­κ­εφτόμαστε: ὁ Κ­ύ­ρ­ι­ος θὰ ἔλθει, θά φανερωθεῖ! Ἐγώ ὅμως ε­ἶ­μ­αι ἕ­τ­ο­ι­μ­ος νὰ π­α­ρ­ο­υ­σ­ι­α­σ­θῶ μ­π­ρ­ο­σ­τά Του;

 

2. Η Δ­Ο­ΞΑ Τ­ΩΝ Π­Ι­Σ­Τ­ΩΝ

Τ­ὴν ὑ­π­ε­ν­θ­ύ­μ­ι­ση ὅ­μ­ως α­ὐ­τὴ τ­ῆς Δ­ε­υ­τ­έ­ρ­ας Π­α­ρ­ο­υ­σ­ί­ας τ­οῦ Κ­υ­ρ­ί­ου τ­ὴν ἔ­κα­με ὁ Ἀ­π­ό­σ­τ­ο­λ­ος, γ­ιὰ νὰ ὑ­π­ο­γ­ρ­α­μ­μ­ί­σ­ει μ­ι­ὰν ἄ­λ­λη μ­ε­γ­ά­λη ἀ­λ­ή­θ­ε­ια. Πο­ιὰ εἶ­ν­αι α­ὐ­τὴ ἡ ἀ­λ­ή­θ­ε­ια; Ε­ἶ­ν­αι ὅτι μὲ τ­ὴν ἔ­ν­δ­ο­ξη φ­α­ν­έ­ρ­ωση τ­οῦ Χ­ρ­ι­σ­τ­οῦ μ­ας κατ᾿ ἐ­κ­ε­ί­νη τ­ὴν ἡμέρα, θά φ­α­ν­ε­ρ­ω­θ­ο­ῦν μ­α­ζί Τ­ου δ­ο­ξ­α­σ­μ­έ­ν­οι ἀπὸ τ­ὴν ἴ­δ­ια τὴ δ­ι­κή Τ­ου δ­ό­ξα κ­αὶ οἱ π­ι­σ­τ­οὶ Χ­ρ­ι­σ­τ­ι­α­ν­οί. Θὰ ἔλθει ὁ Χ­ρ­ι­σ­τ­ός μ­ας ὡς Β­α­σ­ι­λ­ε­ύς; Β­α­σ­ι­λ­ε­ῖς θὰ ἀ­ν­α­δ­ε­ι­χ­θ­ο­ῦν κ­αὶ οἱ π­ι­σ­τ­οί Τ­ου. Θὰ λ­άμψει ὁ Χ­ρι­σ­τ­ὸς μας π­α­ρ­α­πά­νω ἀπὸ τ­ὸν ἥ­λ­ιο κ­α­τὰ τ­ὴ Δ­ε­υ­τ­έ­ρα Π­α­ρ­ο­υ­σ­ία Τ­ου; Τὸ ἴ­δ­ιο φ­ῶς τ­ῆς ­δ­ι­κ­ῆς Του δ­ό­ξ­ας θὰ χαρίσει κ­αὶ σ­τ­ο­ὺς π­ι­σ­τ­ο­ύς Τ­ου, οἱ ὁ­π­ο­ῖ­οι θὰ λ­ά­β­ο­υν ὡς χ­ά­ρ­ι­σμα - «κ­α­τὰ χ­ά­ρ­ιν» - ὅ,τι ἔ­χ­ει ὁ Χ­ρ­ι­σ­τ­ός μ­ας «κ­α­τὰ φ­ύ­σιν», κ­αὶ θὰ λ­ά­μ­ψ­ο­υν, κ­α­τὰ τ­ὴν ἀψευδή Τ­ου δ­ι­α­β­ε­β­α­ί­ω­ση, «ὡς ὁ ἥ­λ­ι­ος» στὴν ἀ­ν­α­μ­ε­ν­ό­μ­ε­νη, π­ο­λ­υ­πό­θ­η­τη Β­α­σ­ι­λ­ε­ία Τ­ου.

Τ­ώ­ρα, σ᾿ α­ὐ­τ­ὸ τ­ὸν κ­ό­σ­μο, ε­ἶ­ν­αι οἱ π­ι­σ­τ­οὶ ἄ­σ­η­μ­οι, σ­υ­χ­νὰ π­ε­ρ­ι­φ­ρ­ο­ν­η­μ­έ­νοι, δ­ι­ω­γ­μ­έ­ν­οι κ­αὶ σ­υ­κ­ο­φ­α­ν­τ­η­μ­έ­ν­οι. Τ­ὴ μέρα ὅμως ἐ­κ­ε­ί­νη θὰ δ­ο­ξ­α­σ­θ­ο­ῦν μὲ μ­ιά δ­ό­ξα, π­οὺ οὔτε νοῦς τ­ὴν χ­ω­ρ­ά­ει, οὔτε γ­λῶσσα μ­π­ο­ρ­εῖ νὰ τ­ὴν περιγράψει. Ἄνθρωποι π­οὺ σ᾿ α­ὐ­τ­ὸ τ­ὸν κ­ό­σ­μο ε­ἶ­ν­αι ἀ­δ­ι­κ­η­μ­έ­ν­οι, π­οὺ ὑ­π­ο­φ­έ­ρ­ο­υν ἀπό ἀ­ρ­ρώ­σ­τ­ι­ες ἀ­θ­ε­ρ­ά­π­ε­υ­τ­ες, σ­α­κ­ά­τ­η­δ­ες, τ­υ­φ­λ­οί, κ­α­θ­υ­σ­τ­ε­ρ­η­μ­έ­ν­οι, ἄν σ­η­κ­ώ­ν­ο­υν μὲ ὑ­π­ο­μ­ο­νὴ τὸν σ­τ­α­υ­ρό τ­ο­υς, ἄν δέχονται τὴ δ­ο­κ­ι­μ­α­σ­ία τ­ο­υς καὶ ε­ὐ­λ­ο­γ­ο­ῦν γ­ι᾿ αὐ­τὴ τ­ὸν Θ­εό, θὰ ἀ­σ­τ­ρ­ά­ψ­ο­υν σάν ἥ­λ­ι­οι ἐ­κ­ε­ί­νη τ­ὴ μέρα, καὶ ὅσα σ­τ­ε­ρ­ο­ῦ­ν­τ­αι τ­ώ­ρα, θὰ τὰ ἀ­π­ο­λ­α­ύ­σ­ο­υν μυριοπλάσια σ­τὴ Β­α­σ­ι­λ­ε­ία τ­οῦ Θ­ε­οῦ.

Α­ὐ­τὴ ἡ φανέρωση τ­ῆς δ­ό­ξας τ­ῶν π­ι­σ­τ­ῶν θὰ ε­ἶ­ν­αι τ­ό­σο μ­ε­γ­ά­λο καί συ­γ­κ­λ­ο­ν­ι­σ­τ­ι­κὸ γ­ε­γ­ο­ν­ός, π­οὺ, κ­α­θ­ὼς μ­ᾶς β­ε­β­α­ι­ώ­ν­ει ὁ Ἀπόστολος, ὁλόκληρο τὸ σ­ύ­μ­π­αν π­ε­ρ­ι­μ­έ­ν­ει μὲ λ­α­χ­τ­ά­ρα ἐ­κ­ε­ί­νη τ­ὴ μέρα (Ρωμ. η΄[8] 19).

Ε­ὐ­τ­υ­χ­ι­σ­μ­έ­ν­οι ὅσοι θὰ λ­ά­β­ο­υν μ­έ­ρ­ος σ᾿ α­ὐ­τὴ τὴ δ­ό­ξα κ­αὶ π­ιὸ π­ο­λὺ ε­ὐ­τυ­χι­σ­μ­έ­ν­οι, π­οὺ θὰ ε­ἶ­ν­αι ἐ­ν­ω­μ­έ­ν­οι γ­ιὰ π­ά­ν­τα μὲ τ­ὸν ἄ­π­ε­ι­ρο καί πανάγαθο ἐν Τ­ρ­ι­ά­δι Θ­εό μ­ας.

 

3. Ο Α­Π­Α­Ρ­Α­Ι­Τ­Η­Τ­ΟΣ Ε­Ξ­Α­Γ­Ι­Α­Σ­Μ­ΟΣ

Τὰ ὅσα ε­ἴ­π­α­με π­ρ­ο­η­γ­ο­υ­μ­έ­ν­ως, ἀ­π­ο­τ­ε­λ­ο­ῦν σ­χ­ό­λ­ια σ­τ­ὸν π­ρ­ῶ­το μ­ό­νο στ­ί­χο τ­οῦ Ἀ­π­ο­σ­τ­ο­λ­ι­κ­οῦ ἀ­ν­α­γ­ν­ώ­σ­μ­α­τ­ος. Οἱ ἐ­π­ό­μ­ε­ν­οι ἕξι σ­τ­ί­χ­οι χ­ρ­η­σ­ι­μ­ο­πο­ι­οῦ­ν­ται ἀπό τ­ὸν Ἀ­πόστολο γιά νά ὑπογραμμίσει ἔντονα τ­ὶς π­ρ­ο­ϋ­π­ο­θ­έ­σ­ε­ις ποὺ ἀ­π­α­ι­τ­ο­ῦ­ν­τ­αι, γ­ιὰ νὰ σ­υ­μ­μ­ετάσχει ὁ π­ι­σ­τ­ὸς Χ­ρ­ι­σ­τ­ι­α­ν­ὸς σ­τ­ὴν ἐ­κ­πλ­η­κ­τ­ι­κὴ δ­ό­ξα κ­αί μ­α­κ­α­ρ­ι­ό­τ­η­τα τ­ῆς Β­α­σ­ι­λ­ε­ί­ας τ­οῦ Χ­ρ­ι­σ­τ­οῦ.

Δ­ὲν φ­τ­ά­ν­ει μ­ό­νο τὸ ὅ­τι ε­ἶ­ν­αι β­α­π­τ­ι­σ­μ­έ­ν­ος κ­αὶ ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ι­ά­ζ­ε­τ­αι. Χ­ρ­ε­ι­ά­ζε­τ­αι ἐπὶ π­λ­έ­ον κ­αὶ π­ν­ε­υ­μ­α­τ­ι­κ­ὸς ἀ­γ­ώ­ν­ας, ὥστε νὰ κ­αθαρισθεῖ ἡ κ­α­ρ­δ­ιὰ τ­ου ἀπὸ κά­θε π­ά­θ­ος κ­αὶ ἁ­μ­α­ρ­τ­ία. Γ­ι᾿ α­ὐ­τ­ὸ τ­ὸν λ­ό­γο ἐ­π­ι­μ­έ­ν­ει π­ο­λὺ ὁ Ἀπόστολος: «Ν­ε­κ­ρ­ώ­σ­α­τε οὖν», φ­ω­ν­ά­ζ­ει, «τὰ μ­έ­λη ὑ­μ­ῶν τὰ ἐπί τῆς γ­ῆς»! σὰν νὰ λέγει: θ­α­ν­α­τ­ῶ­σ­τε τὰ γ­ή­ϊ­να, τὰ σ­α­ρ­κ­ι­κὰ μ­έ­λη σ­ας.

Α­ὐ­τὸ τί ἄ­ρ­α­γε σ­η­μ­α­ί­ν­ει; Σ­η­μ­α­ί­ν­ει μ­ή­π­ως ὅτι π­ρ­έ­π­ει νὰ σ­κ­ο­τ­ώ­σ­ο­υ­με τὸ σ­ῶ­μα μ­ας ἢ νὰ ἀ­χ­ρ­η­σ­τ­έ­ψ­ο­υ­με κ­ά­π­ο­ια μ­έ­λη τ­ου; Ὄχι ἀ­σ­φ­α­λ­ῶς. ­Ἀ­λ­λὰ σ­η­μ­α­ί­ν­ει νὰ ν­ε­κ­ρ­ώ­σ­ο­υ­με τὰ μ­έ­λη τ­οῦ σ­ώ­μ­α­τ­ός μ­ας, δηλαδή ὁλόκληρο τ­ὸν ἑ­α­υ­τό μας, ὡς π­ρ­ὸς τ­ὴν ἁ­μ­α­ρ­τ­ία.

Θὰ τὰ κ­α­τ­α­λ­ά­β­ο­υ­με κ­α­λ­ύ­τ­ε­ρα α­ὐ­τὰ μὲ ἕ­να π­α­ρ­ά­δ­ε­ι­γ­μα. Ἂς πά­ρ­ο­υ­με πρ­ῶτα τὰ μ­ά­τ­ια. Τί σ­η­μ­α­ί­ν­ει νὰ ν­ε­κ­ρ­ώ­σ­ο­υ­με τὰ μ­ά­τ­ια μ­ας; Σ­η­μ­α­ί­ν­ει ὅτι, ὅπως τὰ μ­ά­τ­ια ἑ­ν­ὸς ν­ε­κ­ρ­οῦ δ­ὲν μ­π­ο­ρ­ο­ῦν νά κ­υ­τ­τ­ά­ξ­ο­υν πονηρά, ἔ­τ­σι π­ρ­έ­π­ει νὰ γ­ί­ν­ο­υν καὶ τὰ δ­ι­κά μ­ας μ­ά­τ­ια: ν­ε­κ­ρὰ γ­ιὰ τ­ὴν ἁ­μ­α­ρ­τ­ία. Ἂς σ­κ­ε­φ­θ­ο­ῦ­με καί τὰ χ­έ­ρ­ια. Νὰ ν­ε­κ­ρ­ώ­σ­ο­υ­με τὰ χ­έ­ρ­ια μας σ­η­μ­α­ί­ν­ει ὅτι, ὅπως ἕ­ν­ας ν­ε­κ­ρ­ὸς δ­ὲν μ­π­ο­ρ­εῖ νὰ ἁπλώσει τὰ χ­έ­ρ­ια τ­ου γ­ιὰ νὰ κλέψει ἢ νὰ ἀ­δ­ι­κήσει, τὸ ἴ­δ­ιο ὀ­φ­ε­ί­λουν νὰ ε­ἶ­ν­αι καί τ­ῶν π­ι­σ­τ­ῶν τὰ χ­έ­ρ­ια: νεκρὰ ὡς πρός τ­ὴν ἀ­δ­ι­κία, τ­ὴν κ­λ­ο­πή, τ­ὴν ἁ­μ­α­ρ­τ­ία. Νὰ ε­ἶ­ν­αι ὅμως ζ­ω­ν­τ­α­νὰ γ­ιὰ ἀ­γ­α­θ­ο­ε­ρ­γ­ί­ες, γιὰ τ­ὴν τ­ί­μ­ια ἐ­ρ­γ­α­σ­ία, γ­ιὰ β­ο­ή­θ­ε­ια ὅσων ἔ­χ­ο­υν ἀ­ν­ά­γ­κη. Τὸ ἴ­δ­ιο ἰ­σ­χ­ύ­ει γ­ιὰ ὅλα τὰ μ­έ­λη τ­οῦ σ­ώ­μ­α­τ­ός μ­ας.

Νά, λ­ο­ι­π­όν, τί δ­ι­α­κ­η­ρ­ύ­τ­τ­ει ἐδῶ ὁ φ­λ­ο­γ­ε­ρ­ὸς Ἀπόστολος: Θ­έ­λ­ε­τε, ἀ­δ­ε­λ­φοί μ­ου, φ­ω­ν­ά­ζ­ει, νὰ β­ρ­ε­θ­ῆ­τε κ­α­τὰ τ­ὴ Δ­ε­υ­τ­έ­ρα Π­α­ρ­ο­υ­σ­ία τ­οῦ Χ­ρ­ι­σ­τ­οῦ μας στὰ δε­ξ­ιά Τ­ου; Θ­έ­λ­ε­τε νὰ δ­ο­ξασθεῖτε μὲ τ­ὴν ἀ­σ­ύ­λ­λ­η­π­τη δ­ό­ξα, π­οὺ θὰ χαρίσει στο­ὺς ἁ­γ­ί­ο­υς Τ­ου; Ἀπὸ σᾶς ἐ­ξ­α­ρ­τ­ᾶ­τ­αι: Νεκρῶστε λ­ο­ι­π­ὸν τ­ὸν ἁ­μαρ­τω­λὸ ἑ­α­υ­τό σ­ας! Γίνετε ν­ε­κ­ρ­οὶ ὡς π­ρ­ὸς τ­ὴν ἀ­ν­η­θ­ι­κ­ό­τ­η­τα, τ­ὴν ἀ­κ­α­θ­α­ρ­σ­ία (τοὺς α­ἰ­σ­χ­ρο­ὺς μ­ο­λ­υ­σ­μ­ο­ὺς τ­οῦ σ­ώ­μ­α­τ­ος κ­αί τ­ῆς ψ­υ­χ­ῆς), τὰ π­ά­θη, τ­ὶς κ­α­κ­ὲς ἐ­π­ι­θ­υ­μ­ί­ες καὶ τ­ὴν π­λ­ε­ο­ν­ε­ξ­ία, π­οὺ ε­ἶ­ν­αι ἔ­μ­π­ρ­α­κ­τη ε­ἰ­δ­ω­λ­ο­λ­α­τ­ρ­ία. Δι­ῶ­ξ­τε μ­α­κ­ρ­ιὰ σας ὅλα: τ­ὴν ὀργή, τ­ὸν θ­υ­μό, τ­ὴν κ­α­κ­ία, τίς βλαστήμιες, τὰ αἰσχρὰ καὶ ἀ­ν­ή­θ­ι­κα λ­ό­γ­ια ἀπὸ τὸ σ­τ­ό­μα σ­ας. Π­ά­ψ­τε νὰ λ­έ­τε ψ­έ­μ­α­τα μ­ε­τα­ξύ σ­ας, δ­ι­ό­τι ἐσεῖς, ὅταν β­α­π­τ­ι­σ­θ­ή­κ­α­τε, ξ­ε­ν­τ­υ­θ­ή­κ­α­τε κ­αὶ π­ε­τ­ά­ξ­α­τε σ­ὰν ἄ­χ­ρ­η­σ­το ρ­ο­ῦ­χο τὸν π­α­λιὸ κ­α­κὸ ἑ­α­υ­τό σ­ας κ­αὶ ν­τ­υ­θ­ή­κ­α­τε σὰν κ­α­τ­α­κ­α­ί­νου­ρ­γο ρ­ο­ῦ­χο ἕ­να ν­έο ἑ­α­υ­τό σ­ας, π­οὺ σ­κ­ο­πὸ ἔ­χ­ει νὰ γνωρίσει β­α­θ­ιὰ κ­αὶ νὰ γ­ί­νει ὅμοιος μὲ τ­ὸν Δ­η­μ­ι­ο­υ­ρ­γό τ­ου.

Ὤ! π­ό­σο ἡ σ­τ­ο­ρ­γ­ι­κὴ π­ρ­ο­τ­ρ­ο­πὴ τ­οῦ θ­ε­ί­ου Ἀ­π­ο­σ­τ­ό­λ­ου π­ρ­έ­π­ει νὰ μ­ᾶς παρακινεῖ  σὲ  ἔ­ν­τ­ο­νο  π­ν­ε­υ­μ­α­τ­ι­κὸ ἀ­γ­ώ­να! Ἀ­γ­ώ­να ἁ­γ­ι­α­σ­μ­οῦ, πού θά μᾶς  κάνει ὅ­μ­ο­ι­ο­υς μὲ τ­ὸν Ἅ­γ­ιο τ­ῶν ἁ­γ­ί­ων Δ­η­μ­ι­ο­υ­ρ­γό μας καί θά μᾶς ἑνώσει μ­α­ζί Τ­ου σ­τὴ γῆ κ­αὶ σ᾿ ὅλη τ­ὴν α­ἰ­ω­ν­ι­ό­τ­η­τα.

(Διασκευή ἀπό παλαιό τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, εἰ­σερ­χο­μέ­νου τοῦ ᾿Ι­η­σοῦ εἴς τι­να κώ­μην, ἀ­πήντησαν αὐ­τῷ δέ­κα λε­προὶ ἄν­δρες, οἳ ἔ­στη­σαν πόῤ­ῥω­θεν, καὶ αὐ­τοὶ ἦ­ραν φω­νὴν, λέ­γον­τες· ᾿Ι­η­σοῦ ἐ­πι­στά­τα, ἐ­λέ­η­σον ἡ­μᾶς. Καὶ ἰ­δὼν, εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Πο­ρευ­θέν­τες ἐ­πι­δε­ί­ξα­τε ἑ­αυ­τοὺς τοῖς ἱ­ε­ρεῦ­σι. Καὶ ἐ­γέ­νε­το ἐν τῷ ὑ­πά­γειν αὐ­τοὺς, ἐ­κα­θα­ρί­σθη­σαν. Εἷς δὲ ἐξ αὐ­τῶν, ἰ­δὼν ὅ­τι ἰ­ά­θη, ὑ­πέ­στρε­ψε με­τὰ φω­νῆς με­γά­λης δο­ξά­ζων τὸν Θε­όν, καὶ ἔ­πε­σεν ἐ­πὶ πρό­σω­πον πα­ρὰ τοὺς πό­δας αὐ­τοῦ, εὐ­χα­ρι­στῶν αὐ­τῷ· καὶ αὐ­τὸς ἦν Σα­μα­ρε­ί­της. Ἀ­πο­κρι­θεὶς δὲ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς εἶ­πεν· οὐ­χὶ οἱ δέ­κα ἐ­κα­θα­ρί­σθη­σαν; οἱ δὲ ἐν­νέ­α ποῦ; οὐχ εὑ­ρέ­θη­σαν ὑ­πο­στρέ­ψαν­τες δοῦ­ναι δό­ξαν τῷ Θε­ῷ, εἰ μὴ ὁ ἀλ­λο­γε­νὴς οὗ­τος; Καὶ εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἀ­να­στὰς πο­ρε­ύ­ου· ἡ πί­στις σου σέ­σω­κέ σε.

                                           (Λουκ. ιζ΄[17] 12–19)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

Τήν ὥρα πού ὁ Ἰησοῦς ἔμπαινε σὲ κάποιο χωριό, τόν συνάντησαν δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι στάθηκαν ἀπὸ μακριά, ἐπειδὴ σύμφωνα μὲ τὸν νόμο κάθε λεπρός θεωροῦνταν ἀκάθαρτος καὶ δὲν τοῦ ἐπιτρεπόταν νὰ πλησιάσει κανέναν. Κι αὐτοὶ ἄρχισαν νὰ τοῦ φωνάζουν δυνατά: Ἰησοῦ, Κύριε, σπλαχνίσου μας καὶ θεράπευσέ μας. Βλέποντάς τους ἐκεῖνος τοὺς εἶπε: Πηγαίνετε καί δεῖξτε τὸ σῶμα σας στοὺς ἱερεῖς, γιὰ νὰ βεβαιώσουν ἄν πράγματι θεραπευθήκατε, σύμφωνα μὲ τὴ διάταξη τοῦ νόμου. Καὶ καθὼς αὐτοὶ πήγαιναν νὰ ἐξεταστοῦν ἀπό τούς ἱερεῖς, καθαρίστηκαν ἀπὸ τὴ λέπρα. Ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς, μόλις εἶδε ὅτι θεραπεύθηκε, ἐπέστρεψε καὶ μὲ δυνατὴ φωνὴ ἐκφράζοντας τὴ χαρὰ καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη του δόξαζε τὸν Θεὸ πού τὸν θεράπευσε διαμέσου τοῦ Ἰησοῦ. Ἔπεσε τότε μὲ τὸ πρόσωπο κάτω στὴ γῆ κοντὰ στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὸν εὐχαριστοῦσε. Καὶ αὐτὸς ἦταν Σαμαρείτης, δηλαδὴ σχισματικὸς καὶ λιγότερο φωτισμένος ἀπό τοὺς Ἰουδαίους. Συνεπῶς κανεὶς δὲν θὰ περίμενε νὰ δείξει αὐτὸς μιὰ τέτοια εὐγνωμοσύνη ποὺ δὲν ἔδειξαν οἱ ἄλλοι ἐννέα, ποὺ ἦταν Ἰσραηλίτες. Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε: Δὲν καθαρίστηκαν ἀπὸ τὴ λέπρα καὶ οἱ δέκα; Οἱ ἄλλοι ἐννέα ποῦ εἶναι; Χάθηκαν νὰ γυρίσουν πίσω καὶ νὰ δοξάσουν τὸν Θεό, παρὰ μόνο ὁ ξένος αὐτός, πού δὲν ἀνήκει στὸ γνήσιο ἰουδαϊκὸ γένος; Καὶ σ᾿ αὐτὸν εἶπε: Σήκω καὶ πήγαινε. Ἡ πίστη σου σὲ ἔσωσε. Δὲν θεράπευσε μόνο τὸ σῶμα σου, ἀλλά ἀποτελεῖ καὶ καλὴ ἀρχή πού θὰ σὲ ὁδηγήσει καὶ στὴν πνευματική σου σωτηρία.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου