ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ
ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ
Θ΄ ΛΟΥΚΑ
(23 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2025)
ΕΩΘΙΝΟΝ Β΄
Διαγενομένου τοῦ Σαββάτου, Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ
καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα, ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν τὸν
Ἰησοῦν. Καὶ λίαν πρωΐ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον ἀνατείλαντος
τοῦ ἡλίου. Καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς, Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας
τοῦ μνημείου; καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος, ἦν γὰρ μέγας
σφόδρα. Καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον, εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς
δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολήν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. ὁ δὲ λέγει αὐταῖς, Μὴ
ἐκθαμβεῖσθε, Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον, ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὦδε,
ἴδε, ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν, ἀλλ' ὑπάγετε, εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ
Πέτρῳ, ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν, ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν.
Καὶ ἐξελθοῦσαι ταχὺ ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου, εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις,
καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον, ἐφοβοῦντο γάρ.
(Μᾶρκ. ιϚ΄[16] 1 – 8)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἀφοῦ πέρασε τό Σάββατο, ἡ Μαρία ἡ
Μαγδαληνή καί ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καί ἡ Σαλώμη ἀγόρασαν τό βράδυ τοῦ
Σαββάτου ἀρώματα, γιά νά ἔλθουν τό πρωί στόν τάφο καί νά ἀλείψουν τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.
Καί πολύ πρωί τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος ἔρχονται στό μνημεῖο τήν ὥρα πού ὁ
ἥλιος ἄρχισε νά διαλύει τό πρωινό σκοτάδι, καθώς πῆρε ν᾿ ἀνατέλλει κάτω ἀπ᾿ τόν
ὁρίζοντα. Κι ἔλεγαν μεταξύ τους: Ποιός θά μᾶς κυλίσει τή μεγάλη πέτρα μακριά ἀπό
τήν εἴσοδο τοῦ μνημείου; Μόλις ὅμως ἔστρεψαν τά μάτια τους πρός τά ἐκεῖ, εἶδαν ὅτι
εἶχε μετατοπισθεῖ ἡ πέτρα μακριά ἀπ᾿ τό μνημεῖο. Καί τά ἔλεγαν αὐτά μεταξύ
τους, διότι ἡ πέτρα αὐτή ἦταν πολύ μεγάλη καί δέν ἦταν εὔκολο νά μετακινηθεῖ.
Κι ἀφοῦ μπῆκαν στό μνημεῖο, εἶδαν ἕνα νέο πού καθόταν στά δεξιά τοῦ μνημείου
καί ἦταν ντυμένος μέ λευκή στολή, καί γέμισαν μέ τρόμο καί κατάπληξη. Αὐτός ὅμως
τούς εἶπε: Μήν τρομάζετε καί μή φοβάστε. Ξέρω ποιόν ζητᾶτε. Ζητᾶτε τόν Ἰησοῦ
τόν Ναζαρηνό τόν ἐσταυρωμένο. Ἀναστήθηκε. Δέν εἶναι ἐδῶ. Νά, εἶναι ἀδειανό τό
μέρος πού τόν ἔβαλαν. Ἀλλά πηγαίνετε καί πέστε στούς μαθητές του καί ἰδιαιτέρως
στόν Πέτρο, πού ἔχει ἀνάγκη παρηγοριᾶς καί βεβαιώσεως ὅτι συγχωρήθηκε γιά τήν ἄρνησή
του, ὅτι πηγαίνει πρίν ἀπό σᾶς στή Γαλιλαία καί σᾶς περιμένει ἐκεῖ. Ἐκεῖ θά τόν
δεῖτε, ὅπως σᾶς τό εἶπε πρίν σταυρωθεῖ. Ἐκεῖνες τότε βγῆκαν κι ἔφυγαν ἀπό τό
μνημεῖο. Ἦταν μάλιστα γεμάτες τρόμο καί ἔκσταση. Δέν εἶπαν ὅμως τίποτε σέ
κανένα, διότι ἦταν φοβισμένες.
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΚΔ’ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί, Χριστός ἐστιν ἡ εἰρήνη
ἡμῶν, ὁ ποιήσας τὰ ἀμφότερα ἓν καὶ τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας,
τὴν ἔχθραν, ἐν τῇ σαρκὶ αὐτοῦ τὸν νόμον τῶν ἐντολῶν ἐν δόγμασι καταργήσας,
ἵνα τοὺς δύο κτίσῃ ἐν ἑαυτῷ εἰς ἕνα καινὸν ἄνθρωπον ποιῶν εἰρήνην,
καὶ ἀποκαταλλάξῃ τοὺς ἀμφοτέρους ἐν ἑνὶ σώματι τῷ Θεῷ διὰ τοῦ σταυροῦ,
ἀποκτείνας τὴν ἔχθραν ἐν αὐτῷ· καὶ ἐλθὼν εὐηγγελίσατο εἰρήνην ὑμῖν
τοῖς μακρὰν καὶ τοῖς ἐγγύς, ὅτι δι᾿ αὐτοῦ ἔχομεν τὴν προσαγωγὴν οἱ ἀμφότεροι
ἐν ἑνὶ πνεύματι πρὸς τὸν πατέρα. Ἄρα οὖν οὐκέτι ἐστὲ ξένοι καὶ πάροικοι,
ἀλλὰ συμπολῖται τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ, ἐποικοδομηθέντες
ἐπὶ τῷ θεμελίῳ τῶν ἀποστόλων καὶ προφητῶν, ὄντος ἀκρογωνιαίου
αὐτοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ἐν ᾧ πᾶσα οἰκοδομὴ συναρμολογουμένη αὔξει
εἰς ναὸν ἅγιον ἐν Κυρίῳ· ἐν ᾧ καὶ ὑμεῖς συνοικοδομεῖσθε εἰς κατοικητήριον
τοῦ Θεοῦ ἐν Πνεύματι.
(Ἐφεσ. β΄[2]
14-22)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἀδελφοί, ὁ Χριστός εἶναι ἡ εἰρήνη μας. Αὐτὸς ἔκανε καὶ τοὺς δύο ἀντιμαχόμενους
κόσμους, τὸν Ἰουδαϊσμὸ καὶ τὸν Ἐθνισμό, ἕνα. Αὐτὸς γκρέμισε
καὶ κατέλυσε τὸν τοῖχο ποὺ δημιουργοῦσε ὁ φραγμὸς τοῦ
νόμου ποὺ ὀρθωνόταν ἀνάμεσα στοὺς δύο λαοὺς καὶ τοὺς χώριζε.
Κατέλυσε δηλαδὴ τὴν ἔχθρα τῶν δύο λαῶν, ἀφοῦ κατάργησε
μὲ τὸ αἷμά του τὸν νόμο τῶν ἐντολῶν, ὁ ὁποῖος, ἐνῶ περιεῖχε ἐπιβλητικὲς
προσταγές, δὲν ἔδινε ὅμως καὶ τὴ χάρη γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ καὶ
τὴν τήρηση τῶν προσταγμάτων αὐτῶν. Καὶ κατήργησε τὸ νόμο,
ἔτσι ὥστε ἑνώνοντας τοὺς δύο λαοὺς μὲ τὸν ἑαυτό του νά δημιουργήσει
ἕνα νέο ἀνθρωπο, μιὰ νέα ἀνθρωπότητα, κι ἔτσι νὰ φέρει εἰρήνη
μεταξύ τους· καὶ μὲ τὸ σταυρικὸ του θάνατο νά συμφιλιώσει
καὶ τοὺς δύο λαοὺς μὲ τὸν Θεό, ἑνωμένους τώρα σ' ἕνα σῶμα, ἀφοῦ προηγουμένως
θὰ θανάτωνε τὴν ἔχθρα μὲ τὸ θάνατό του. Κι ἀφοῦ ἦλθε ὁ Χριστὸς
στὴ γῆ, κήρυξε τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῆς εἰρήνης σὲ σᾶς τοὺς
ἐθνικούς, ποὺ ἤσασταν μακριὰ ἀπό τὸν Θεό, καὶ σὲ μᾶς τοὺς
Ἰουδαίους, ποὺ ἤμασταν κοντά του. Διότι αὐτὸς μᾶς ἔφερε
καὶ τοὺς δύο λαοὺς μέσω τοῦ ἑνός Ἁγίου Πνεύματος κοντά στὸν
Πατέρα. Διαμέσου τοῦ Χριστοῦ ἔγινε ἡ προσέγγισή μας αὐτὴ
μὲ τὸν Θεό. Ἀπ' ὅλα αὐτὰ λοιπὸν βγαίνει τὸ συμπέρασμα ὅτι δὲν
εἶστε πλέον ξένοι καὶ προσωρινοὶ κάτοικοι στὴ βασιλεία
τοῦ Θεοῦ, ἀλλά εἶστε συμπολίτες τῶν ἁγίων καὶ μέλη τῆς οἰκογένειας
τοῦ Θεοῦ. Καὶ σάν ζωντανοὶ λίθοι κτισθήκατε πάνω στὸ θεμέλιο.
Καὶ τὸ θεμέλιο αὐτὸ εἶναι οἱ ἀποστολοι καὶ οἱ προφῆτες,
ἐνῶ ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος, τὸ ἀγκωνάρι ποὺ βαστάζει καὶ
στηρίζει ὅλο τὸ οἰκοδόμημα, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός.
Πάνω σ' αὐτὸν λοιπὸν καὶ διαμέσου αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ ἡ οἰκοδομή
ὅλη τῆς Ἐκκλησίας ἑνώνεται ἁρμονικά καὶ στερεὰ καὶ αὐξάνει,
ὥστε νὰ γίνεται ναὸς ἅγιος, ὅπως τόν θέλει ὁ Κύριος. Μὲ τὴν
ἕνωσή σας μὲ τὸν Κύριο κι ἐσεῖς οἰκοδομεῖστε μαζὶ μὲ τοὺς
ἄλλους πιστοὺς γιὰ νὰ γίνετε ναὸς καὶ κατοικητήριο, στό ὁποῖο
θὰ κατοικεῖ ὁ Θεὸς μὲ τὸ Πνεῦμα του.
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶπεν ὁ
Κύριος τήν παραβολὴν ταύτην.· Ἀνθρώπου
τινὸς
πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα·
καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου; καὶ εἶπε· τοῦτο ποιήσω· καθελῶ
μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γεννήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου, καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου. εἶπε
δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται; οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν. Ταῦτα λέγων
ἐφώνει· Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω.
(Λουκ. ιβ΄[12] 16 – 21)
Η τελευταια ερωτηση της ζωησ
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Ο ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ τῆς παραβολῆς πού ἀκούσαμε στό σημερινὸ ἀνάγνωσμα τοῦ Εὐαγγελίου δὲν φαίνεται νά ἦταν οὔτε ἄδικος, οὔτε ἐκμεταλλευτής. Τὸν πλοῦτο του, ὅπως φαίνεται, τὸν ἀπέκτησε τίμια καὶ μάλιστα μὲ πολὺ προσωπικὸ κόπο.
Πραγματικά, τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ τοῦ πῆγαν πολὺ καλὰ οἱ σοδειές — «εὐφόρησεν ἡ χώρα»,
τὰ ἀπέραντα χωράφια του ἔφεραν καρπὸ πολύ.
Θὰ πρέπει ἡ τελευταία αὐτὴ σοδειά νὰ ἦταν ὑπερβολικὰ μεγάλη καὶ ἀπρόσμενη, διότι ἀρχικὰ τοῦ δημιούργησε πρόβλημα βασανιστικό: Δὲν εἶχε ποῦ νὰ ἀποθηκεύσει τὴν τεράστια παραγωγή. Ἔχασε τὸν ὕπνο του, ἔχασε τὴν ἡσυχία του, ἔχασε τὸν λογαριασμό του. ΑΛΛΑ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ δὲν ἦταν ἄβουλος καὶ ἀπαθής. Εἶχε ἔμπνευση, δημιουργικότητα, πνεῦμα ἐφευρετικό. Καὶ γι' αὐτὸ δὲν ἄργησε νά βρεῖ τὴν λύση τοῦ προβλήματος: Ἀποφάσισε νά
ἐπεκτείνει τὶς ἀποθῆκες του νά γκρεμίσει τὶς παλαιὲς καὶ νὰ κτίσει καινούργιες μεγαλύτερες, καί ἐκεῖ σ' αὐτὲς νὰ συγκεντρώσει τή μεγάλη του παραγωγή.
Τόσο πολὺ μάλιστα ἐνθουσιάστηκε ἀπό τή λύση αὐτή, ὥστε σκέφτηκε
ὅτι πλέον τὸν περιμένει ἕνα μέλλον μακροχρόνιο, γεμάτο ἀνέσεις καὶ ἀπολαύσεις καὶ χαρές. Καί γι' αὐτὸ ἔδωσε ἕνα ἐνθουσιῶδες σύνθημα στὸν ἑαυτό του: «Ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου», τοῦ εἶπε.
ΕΠΕΙΤΑ ΞΕΚΙΝΗΣΕ τὴν πραγματοποίηση τοῦ σχεδίου
του. Γκρέμισμα, ἀνοικοδόμηση, συγκέντρωση τῶν ἄφθονων ἀγαθῶν του. Καὶ ἔπειτα;
Ἔπειτα ἔφθασε ἡ ποθητὴ ἐκείνη ὥρα τῆς ἀπόλαυσης. Ἔπεσε νὰ κοιμηθεῖ εὐτυχισμένος. Τὸ ὄνειρο του εἶχε πραγματοποιηθεῖ, τὰ εἶχε πλέον ὅλα καὶ θὰ τὰ εἶχε γιὰ πολλὰ χρόνια ἡ εὐτυχία ἦταν κοντά του.
ΕΚΕΙΝΗ ΟΜΩΣ ΑΚΡΙΒΩΣ τὴ νύκτα ακούστηκε ἕνα κτύπημα στὴν πόρτα του ὄχι τοῦ σπιτιοῦ του, ἀλλά τῆς ψυχῆς του. Καὶ δὲν ἦταν κτύπημα, ἦταν φωνή. Ἦταν ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ, πού μιλοῦσε στὴν κοιμισμένη
συνείδησή του.
«Ἄφρον», τοῦ εἶπε ὁ Θεός, «ταύτῃ τῇ νυκτί τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» ἀνόητε ἄνθρωπε, αὐτὴ τὴ νύκτα οἱ δαίμονες ζητοῦν νὰ πάρουν τὴν ψυχήν σου ὅλα λοιπὸν αὐτά πού ἑτοίμασες σὲ ποιὸν θὰ μείνουν;
ΕΔΩ Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ τελειώνει καὶ ὁ Κύριος
συμπλήρωσε λέγοντας ὅτι παρόμοια θὰ πάθει καὶ καθένας ποὺ θησαυρίζει ἐγωιστικὰ γιὰ τὸν ἑαυτὸ του ἐδῶ στὴ γῆ καὶ δὲν πλουτίζει «εἰς Θεόν», μὲ ἔργα δηλαδὴ καλὰ καὶ εὐεργετικά, στὰ ὁποῖα εὐαρεστεῖται ὁ Θεός. Καὶ πρόσθεσε τὴν γνωστὴ φράση: «ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω» ὅποιος ἔχει πνευματικὰ αὐτιά, δηλαδὴ ἐνδιαφέρον πνευματικό, ἂς ἀκούει μέ προσοχή αὐτὰ τὰ λόγια μου.
ΤΟ ΑΝΑΠΑΝΤΗΤΟ
ΕΡΩΤΗΜΑ
Ἡ ἐρώτηση τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν πλούσιο «ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» ἔμεινε ἀναπάντητη. Ἦταν ἡ τελευταία ἐρώτηση ποὺ ἄκουσε ὁ πλούσιος στὴ ζωή του καὶ ἡ ἐρώτηση αὐτὴ ἔμεινε χωρὶς ἀπάντηση. Γι' αὐτὸ ὁ Θεὸς τὸν ἀποκάλεσε ἄφρονα, ἀνόητο. Καὶ ἦταν, διότι δὲν γνώριζε νὰ ἀπαντήσει στὴν πιό κρίσιμη, τὴν τελευταία ἐρώτηση τῆς ζωῆς του.
Ἀλήθεια, ποιός θά κληρονομοῦσε ὅλα αὐτά, ποὺ μὲ τόσο κόπο, μόχθο καὶ ἀγωνία εἶχε συγκεντρώσει; Ἄγνωστο. Ἐκεῖνος ἔφευγε πιά. Ἄλλοι θὰ παραλάμβαναν τὸν πλοῦτο του.
«Ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» Ἐρώτημα δραματικό. Ὅλα αὐτὰ ποὺ ἑτοίμασες σὲ ποιὸν θὰ μείνουν; Τὸ ἐρώτημα αὐτὸ ὅμως δὲν ἀπευθύνεται μόνο σὲ ἕνα ἄγνωστο πλούσιο. Ἀπευθύνεται καὶ στὸν καθένα ἀπό μᾶς. Διότι γιά μᾶς, γιὰ τὸν καθένα μας,
διηγήθηκε ὁ Κύριος τὴ συγκλονιστικὴ αὐτὴ παραβολή. Τὴν διηγήθηκε γιὰ νὰ μᾶς προφυλάξει, διότι ὅλοι κινδυνεύουμε
ἀπό τήν ἀσθένεια τοῦ πλουσίου: τὴν πλεονεξία.
Ὅλοι! Ζοῦμε σὲ μιά κοινωνία ἀφρόνων. Σὲ μιά κοινωνία πλεονεκτῶν, ποὺ ἔχει ἀναγάγει τὸ φρόνημα τοῦ πλουσίου σὲ κανόνα καὶ μέτρο ζωῆς. Σ' αὐτὴ τὴν κοινωνία μας ὁ πλούσιος θεωρεῖται ἐπιτυχημένος, θεωρεῖται ἔξυπνος καὶ δημιουργικὸς ἐπαγγελματίας. Θεωρεῖται πρότυπο πρὸς μίμηση, ἐνῶ ὁ Κύριος τὸν προβάλλει ὡς παράδειγμα πρὸς ἀποφυγή.
Πάντως σ’ αὐτή τὴν κοινωνία τῶν ἀφρόνων κινδυνεύουμε ὅλοι μας νὰ πληγοῦμε καίρια ἀπό τή θανατηφόρα ἀσθένεια τοῦ πλουσίου, τὴν πλεονεξία, καί νά καταντήσουμε καὶ μεῖς ἄφρονες.
Κινδυνεύουμε νὰ περάσουμε καὶ μεῖς τή ζωή μας μέ ἀγωνία, ἄγχος, μέριμνες καὶ φροντίδες, καὶ στὸ τέλος τὸ δραματικὸ ἐρώτημα: «ἃ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» νὰ συγκλονίσει τὴν ψυχή μας καί νά μείνει καί ἀπό μᾶς ἀναπάντητο.
Δὲν βρίσκεται ἐδῶ ἡ εὐτυχία μας. Αὐτὸ εἶναι τὸ συμπέρασμα. Δὲν ἀξίζει λοιπὸν νὰ ἐκδαπανηθοῦμε καί νὰ χαθοῦμε γιὰ τὰ πρόσκαιρα τοῦ κόσμου τούτου. Ὑπάρχει αἰωνιότης. Καὶ γι' αὐτὴν ὀφείλουμε νὰ ἑτοιμαζόμαστε. Νά ἀρκούμαστε στά ἀπαραίτητα, νὰ γινόμαστε εὐεργετικοὶ στοὺς ἄλλους καὶ νὰ ἀτενίζουμε μὲ πόθο τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ
«Ο ΣΩΤΗΡ»)