ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ
ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ
(2 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2025)
ΕΩΘΙΝΟΝ Ι΄
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν ὁ Ἰησοῦς τοῖς
μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν, ἐπὶ τῆς θαλάσσης τῆς Τιβεριάδος, ἐφανέρωσε
δὲ οὕτως. ἦσαν ὁμοῦ Σίμων Πέτρος, καὶ Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος, καὶ Ναθαναὴλ ὁ
ἀπὸ Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οἱ τοῦ Ζεβεδαίου, καὶ ἄλλοι ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ δύο.
λέγει αὐτοῖς Σίμων Πέτρος, Ὑπάγω ἁλιεύειν. λέγουσιν αὐτῷ, Ἐρχόμεθα καὶ ἡμεῖς σὺν
σοί. ἐξῆλθον καὶ ἀνέβησαν εἰς τὸ πλοῖον εὐθύς, καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ νυκτὶ ἐπίασαν οὐδέν.
πρωΐας δὲ ἤδη γενομένης ἔστη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν αἰγιαλόν, οὐ μέντοι ᾔδεισαν οἱ
μαθηταὶ ὅτι Ἰησοῦς ἐστι. λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Παιδία, μὴ τι προσφάγιον ἔχετε;
ἀπεκρίθησαν αὐτῷ, Οὒ, ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς, Βάλετε εἰς τὰ δεξιὰ μέρη τοῦ πλοίου τὸ
δίκτυον, καὶ εὑρήσετε. ἔβαλον οὖν, καὶ οὐκέτι αὐτὸ ἑλκύσαι ἴσχυσαν ἀπὸ τοῦ πλήθους
τῶν ἰχθύων. λέγει οὖν ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς τῷ Πέτρῳ, Ὁ Κύριός ἐστι.
Σίμων οὖν Πέτρος, ἀκούσας ὅτι ὁ Κύριός ἐστι , τὸν ἐπενδύτην διεζώσατο· ἦν γὰρ
γυμνὸς· καὶ ἔβαλεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλασσαν. οἱ δὲ ἄλλοι μαθηταὶ τῷ πλοιαρίῳ ἦλθον·
οὐ γὰρ ἦσαν μακρὰν ἀπὸ τῆς γῆς, ἀλλ' ὡς ἀπὸ πηχῶν διακοσίων· σύροντες τὸ δίκτυον
τῶν ἰχθύων. ὡς οὖν ἀπέβησαν εἰς τὴν γῆν, βλέπουσιν ἀνθρακιὰν κειμένην καὶ ὀψάριον
ἐπικείμενον, καὶ ἄρτον. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Ἐνέγκατε ἀπὸ τῶν ὀψαρίων ὧν ἐπιάσατε
νῦν. ἀνέβη οὖν Σίμων Πέτρος, καὶ εἵλκυσε τὸ δίκτυον ἐπὶ τῆς γῆς, μεστὸν ἰχθύων
μεγάλων ἑκατὸν πεντηκοντατριῶν, καὶ τοσούτων ὄντων, οὐκ ἐσχίσθη τὸ δίκτυον. λέγει
αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Δεῦτε ἀριστήσατε. οὐδεὶς δὲ ἐτόλμα τῶν μαθητῶν ἐξετάσαι αὐτόν,
Σὺ τὶς εἶ; εἰδότες ὅτι ὁ Κύριός ἐστιν. ἔρχεται οὖν ὁ Ἰησοῦς, καὶ λαμβάνει τὸν ἄρτον,
καὶ δίδωσιν αὐτοῖς, καὶ τὸ ὀψάριον ὁμοίως. τοῦτο ἤδη τρίτον ἐφανερώθη ὁ Ἰησοῦς
τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν.
(Ἰωάν. κα΄[21]
1 – 14)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνο τον καιρό ὁ Ἰησοῦς ἐμφανίστηκε πάλι στοὺς μαθητές του στὴ λίμνη
τῆς Τιβεριάδος. Καὶ ἐμφανίστηκε μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο: Ἦταν μαζὶ ὁ Σίμων Πέτρος καὶ
ὁ Θωμᾶς ποὺ λεγόταν Δίδυμος, καὶ ὁ Ναθαναὴλ ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Κανᾶ τῆς
Γαλιλαίας, καὶ οἱ γιοὶ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ ἄλλοι δύο ἀπὸ τοὺς μαθητές του. Τοὺς
λέει ὁ Σίμων Πέτρος: Πηγαίνω νὰ ψαρέψω. Κι ἐκεῖνοι τοῦ ἀποκρίνονται: Ἐρχόμαστε
κι ἐμεῖς μαζί σου. Βγῆκαν λοιπὸν ἀπὸ τὸ κατάλυμά τους πρὸς τὴ θάλασσα, μπῆκαν ἀμέσως
στὸ πλοῖο καὶ ἄρχισαν νὰ ψαρεύουν. Ὅμως ἐκείνη τὴ νύχτα δὲν ἔπιασαν τίποτε. Ὅταν
πιὰ ξημέρωσε, στάθηκε ὁ Ἰησοῦς στὴν ἀκρογιαλιά. Οἱ μαθητὲς ὅμως δὲν ἀντιλήφθηκαν
ὅτι αὐτὸς ποὺ στεκόταν ἐκεῖ ἦταν ὁ Ἰησοῦς. Σὰν νὰ ἦταν λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς κάποιος
ξένος καὶ ἄγνωστος διαβάτης, τοὺς λέει: Παιδιά, μήπως ἔχετε κανένα ψάρι γιὰ
προσφάι; Ὄχι, τοῦ ἀποκρίθηκαν. Κι ἐκεῖνος τότε τοὺς εἶπε: Ρίξτε τὸ δίχτυ στὰ
δεξιὰ τοῦ πλοίου καὶ θὰ βρεῖτε. Ἔριξαν λοιπὸν τὸ δίχτυ ὅπως τοὺς εἶπε ὁ Κύριος,
καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸ τραβήξουν ἐπάνω ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ψαριῶν ποὺ εἶχε
πιάσει. 7 Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ
τὴν πρωτοφανὴ αὐτὴ ἐπιτυχία λέει στὸν Πέτρο ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος τὸν ὁποῖο ἀγαποῦσε
ὁ Ἰησοῦς: Αὐτὸς ποὺ τὸν νομίσαμε γιὰ ξένο εἶναι ὁ Κύριος. Ὁ Σίμων Πέτρος
λοιπόν, ὅταν ἄκουσε ὅτι ἦταν ὁ Κύριος, φόρεσε βιαστικὰ καὶ ζώσθηκε τὸ ἐργατικὸ ἔνδυμά
του, διότι μέχρι τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἦταν σχεδὸν γυμνός, καὶ ὁρμητικὸς ὅπως ἦταν,
ρίχθηκε στὴ θάλασσα γιὰ νὰ συναντήσει τὸ συντομότερο τὸν Διδάσκαλο. Οἱ ἄλλοι
μαθητὲς ὅμως ἦλθαν μὲ τὸ πλοιάριο σέρνοντας τὸ δίχτυ ποὺ ἦταν γεμάτο μὲ ψάρια,
διότι δὲν ἦταν μακριὰ ἀπὸ τὴ στεριά, ἀλλὰ ἀπεῖχαν περίπου ἑκατὸν τριάντα μέτρα.
Ἀμέσως λοιπὸν μόλις ἀποβιβάσθηκαν στὴ στεριὰ μουσκεμένοι καὶ κατάκοποι καὶ
πεινασμένοι, βλέπουν ἕτοιμα κάτω στὴ γῆ ἕνα σωρὸ κάρβουνα ἀναμμένα καὶ πάνω σ᾿
αὐτὰ ἕνα ψάρι καὶ παραδίπλα χωριστὰ ἕνα ψωμί. Βρῆκαν δηλαδὴ φωτιὰ γιὰ νὰ
θερμανθοῦν καὶ νὰ στεγνώσουν τὰ ροῦχα τους, καὶ φαγητὸ γιὰ τὸ πρωινό τους. Καὶ
γιὰ νὰ συμπληρωθεῖ τὸ πρωινὸ αὐτὸ καὶ ἀπό τὸ προϊὸν τοῦ κόπου τους, τοὺς λέει ὁ
Ἰησοῦς: Φέρτε καὶ ἀπὸ τὰ ψάρια ποὺ πιάσατε τώρα. Ὅμως τὸ δίχτυ μὲ τὰ ψάρια ἦταν
ἀκόμη μέσα στὴ λίμνη καὶ ἐξαιτίας τοῦ βάρους του ἦταν δύσκολο νὰ τραβηχθεῖ. Ἀνέβηκε
τότε στὸ πλοιάριο ὁ Σίμων Πέτρος, ποὺ ἦταν ἐμπειρότερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους, καὶ
τράβηξε τὸ δίχτυ στὴ στεριά, γεμάτο ἀπὸ ἑκατὸν πενῆντα τρία μεγάλα ψάρια. Κι ἐνῶ
ἦταν τόσο πολλὰ τὰ ψὰρια, δὲν σκίστηκε τὸ δίχτυ. Τοὺς λέει ὁ Ἰησοῦς: Ἐλᾶτε τώρα
νὰ πάρετε τὸ πρωινό σας. Στὸ μεταξὺ ὅμως κανένας ἀπὸ τοὺς μαθητὲς δὲν τολμοῦσε
νὰ τὸν ρωτήσει διερευνητικὰ «ποιὸς εἶσαι ἐσύ», διότι ἤξεραν ὅτι εἶναι ὁ Κύριος,
καὶ συνεπῶς αἰσθάνονταν ἀπέναντί του φόβο καὶ βαθὺ σεβασμό. Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὴν
πρόσκληση τοῦ Ἰησοῦ ἦλθαν οἱ μαθητὲς νὰ φᾶνε. Ἔρχεται τότε καὶ ὁ Ἰησοῦς καὶ
παίρνει στὰ χέρια του τὸν ἄρτο καὶ τοὺς τὸν μοίρασε. Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ μὲ τὸ
ψάρι. Αὐτή ἦταν ἡ τρίτη μέχρι τότε φορά πού φανερώθηκε ὁ Ἰησοῦς στούς μαθητές
του συγκεντρωμένους, μετά τήν Ἀνάστασή του ἀπό τούς νεκρούς.
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΚΑ’ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί, εἰδότες ὅτι οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου, ἐὰν μὴ
διὰ πίστεως ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν ᾽Ιησοῦν ἐπιστεύσαμεν, ἵνα
δικαιωθῶμεν ἐκ πίστεως Χριστοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔργων νόμου· διότι ἐξ ἔργων νόμου οὐ
δικαιωθήσεται πᾶσα σάρξ. Εἰ δὲ ζητοῦντες δικαιωθῆναι ἐν Χριστῷ εὑρέθημεν καὶ
αὐτοὶ ἁμαρτωλοί, ἆρα Χριστὸς ἁμαρτίας διάκονος; μὴ γένοιτο! Εἰ γὰρ, ἃ κατέλυσα,
ταῦτα πάλιν οἰκοδομῶ, παραβάτην ἐμαυτὸν συνίστημι. Ἐγὼ γὰρ διὰ νόμου νόμῳ
ἀπέθανον ἵνα Θεῷ ζήσω. Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ
Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ
ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ.
(Γαλ. β΄ [2] 16 – 20)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἀδελφοί,
ἐπειδή μάθαμε ἀπό τήν προσωπική μας πείρα ὅτι δέν γίνεται δίκαιος ὁ ἄνθρωπος καί δέν σώζεται μέ τήν
τήρηση τῶν τυπικῶν διατάξεων τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου ἀλλά μόνο μέ τήν πίστη στόν Ἰησοῦ Χριστό, γι’ αὐτό λοιπόν κι ἐμεῖς πιστέψαμε στόν Ἰησοῦ Χριστό, γιά νά γίνουμε δίκαιοι
καί νά σωθοῦμε
ἀπό τήν πίστη στό Χριστό καί ὄχι ἀπό τά ἔργα τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου. Διότι, ὅπως ἀναφέρεται καί στούς ψαλμούς, μέ
τά ἔργα τοῦ νόμου δέν θά δικαιωθεῖ καί δέν θά σωθεῖ κανένας ἄνθρωπος. 17 Ἀλλά ἐάν ὑποθέσουμε ὅτι ἡ τήρηση τοῦ νόμου εἶναι ἐπιβεβλημένη, καί συνεπῶς ἐμεῖς πού ἀφήσαμε τό νόμο ἁμαρτήσαμε καί βρεθήκαμε νά εἴμαστε ἁμαρτωλοί μόνο καί μόνο ἐπειδή ζητοῦμε νά δικαιωθοῦμε καί νά σωθοῦμε μέ τήν πίστη καί τήν
κοινωνία μας μέ τόν Χριστό, τότε γεννιέται τό ἄτοπο ἐρώτημα: Ἄρα ὁ Χριστός εἶναι ὑπηρέτης ἁμαρτίας, ἀφοῦ αὐτός μᾶς ὤθησε νά ἀφήσουμε τό νόμο; Μή συμβεῖ νά ποῦμε μιά τέτοια βλασφημία. 18 Καί
καταλήγουμε ὁπωσδήποτε
στή βλασφημία αὐτή,
ἐάν δεχθοῦμε ὡς ἀληθινή τήν ὑπόθεση πού κάναμε. Διότι, ἐάν ἐκεῖνα πού κατάργησα καί ἀθέτησα ὡς ἀνώφελα, δηλαδή τίς τυπικές
διατάξεις τοῦ
νόμου, αὐτά πάλι τά τηρῶ ὡς ἀναγκαῖα καί ἀπαραίτητα γιά τή σωτηρία, μέ
τήν ἐπάνοδό μου αὐτή στήν τήρηση τοῦ νόμου ἀποδεικνύω τόν ἑαυτό μου παραβάτη· διότι
βεβαιώνω ἔμπρακτα ὅτι ἔκανα λάθος πρωτύτερα πού ἀθέτησα τό νόμο, καί ἁμάρτησα ὅταν προτίμησα τή σωτηρία πού
δίνει ὁ Χριστός. 19 Ἀλλά ὄχι. Δέν ἁμάρτησα, οὔτε εἶμαι παραβάτης. Διότι ἐγώ μέ κριτήριο τό νόμο πού
κατάργησα καί ὁ ὁποῖος τιμωρεῖ μέ θάνατο κάθε παραβάτη του,
πέθανα ὡς πρός τό νόμο, γιά νά ζήσω γιά
τή δόξα τοῦ Θεοῦ. 20 Μέ τό βάπτισμα ἔχω σταυρωθεῖ κι ἔχω πεθάνει μαζί μέ τόν Χριστό.
Κι ἀφοῦ εἶμαι νεκρός, δέν ἔχει πλέον καμία ἰσχύ γιά μένα ὁ νόμος. Ἔγινα κοινωνός τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ καί εἶμαι νεκρός. Λοιπόν δέν ζῶ πλέον ἐγώ, ὁ παλαιός δηλαδή ἄνθρωπος, ἀλλά ζεῖ μέσα μου ὁ Χριστός. Καί τή φυσική ζωή πού
ζῶ μέσα στό σῶμα μου τώρα πού ἐπέστρεψα στό Χριστό, τή ζῶ μέ τήν ἔμπνευση καί τήν κυριαρχία τῆς πίστεως στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μέ ἀγάπησε καί παρέδωσε τόν ἑαυτό του γιά τή σωτηρία μου.
ΤΟ
ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶπεν ὁ Κύριος.
Ἄνθρωπος τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο
πορφύραν
καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ' ἡμέραν
λαμπρῶς.
πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνόματι
Λάζαρος,
ὃς
ἐβέβλητο πρὸς
τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος καὶ ἐπιθυμῶν
χορτασθῆναι
ἀπὸ τῶν
ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ
πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι
ἀπέλειχον τὰ ἕλκη
αὐτοῦ. ἐγένετο
δὲ ἀποθανεῖν
τὸν πτωχὸν
καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν
ὑπὸ τῶν
ἀγγέλων εἰς
τὸν κόλπον Ἀβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη. καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ
ἐπάρας τοὺς
ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ,
ὑπάρχων ἐν
βασάνοις, ὁρᾷ τόν Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον
ἐν
τοῖς κόλποις αὐτοῦ. καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν
με καὶ πέμψον
Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον
τοῦ δακτύλου
αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι
ὀδυνῶμαι ἐν
τῇ
φλογὶ ταύτῃ. εἶπε δὲ Ἀβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ὅτι
ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά
σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος
ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε
παρακαλεῖται,
σὺ
δὲ
ὀδυνᾶσαι·
καὶ ἐπὶ πᾶσι
τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως
οἱ θέλοντες διαβῆναι
ἔνθεν πρὸς
ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν
πρὸς ἡμᾶς
διαπερῶσιν.
εἶπε δέ· ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα
πέμψῃς
αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου· ἔχω
γὰρ πέντε
ἀδελφούς·
ὅπως διαμαρτύρηται
αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον
τῆς βασάνου. λέγει αὐτῷ Ἀβραάμ· ἔχουσι
Μωϋσέα καὶ
τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. ὁ δὲ εἶπεν· οὐχί, πάτερ
Ἀβραάμ,
ἀλλ' ἐάν τις
ἀπὸ νεκρῶν
πορευθῇ πρὸς αὐτοὺς, μετανοήσουσιν. εἶπε δὲ αὐτῷ· εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν
οὐκ ἀκούουσιν,
οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ
πεισθήσονται.
(Λουκ.
ιστ΄[16] 19 – 31)
ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΗΤΑΝ πλούσιος καὶ ἤξερε, καθὼς φαίνεται, νά ἀπολαμβάνει καλά τή
ζωή του — γλεντοῦσε «καθ’ ἡμέραν
λαμπρῶς». Ποιό ἦταν τό ὄνομά του; Ὁ Κύριος δέν τό ἀναφέρει. Στήν ἐποχή του
βέβαια θά τό γνώριζαν ὅλοι. Ἐμεῖς ὡστόσο δέν τό γνωρίζουμε.
ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΟΜΩΣ τό ὄνομα τοῦ πτωχοῦ ζητιάνου, τοῦ
Λαζάρου, ὁ ὁποῖος ἦταν πεταγμένος στὴν πύλη τοῦ ἀρχοντικοῦ τοῦ πλουσίου,
γεμάτος πληγές καί τόσο πεινασμένος, ὥστε νά προσπαθεῖ νά χορτάσει τρώγοντας τά
ψίχουλα πού ἔπεφταν ἀπό τό τραπέζι τοῦ πλουσίου. Μάλιστα ἦταν τόσο ἀδύναμος καί
ἀβοήθητος, ὥστε τά σκυλιά πήγαιναν καί ἔγλειφαν τίς πληγές του.
Στήν ἄθλια κατάσταση πού βρισκόταν δέν εἶναι παράδοξο τό
ὅτι σύντομα ὡδηγήθηκε στόν θάνατο. Ἄγγελοι παρέλαβαν τὴν βασανισμένη ψυχή του
καί τήν ἔφεραν στὸν Παράδεισο, στήν ἀγκάλη τοῦ μεγάλου Πατριάρχου Ἀβραάμ. Μετά
δέ ἀπό κάποιο χρονικὸ διάστημα ἀπέθανε καί ὁ πλούσιος καί ἐτάφη μέ
μεγαλοπρέπεια καὶ ἐπισημότητα. Ἐδῶ τελειώνει ἡ πρώτη σκηνή. Ἡ σκιά. Τό ὄνειρο.
Τό σύντομο καί φευγαλέο πέρασμα αὐτῆς τῆς πρόσκαιρης ζωῆς.
Η ΔΕΥΤΕΡΑ ΣΚΗΝΗ μᾶς παρουσιάζει τήν ἀλήθεια, τὴν
πραγματικότητα, τὴν αἰωνιότητα. Ὁ πλούσιος βρίσκεται στὸν Ἄδη, στήν κόλαση, καί
βασανίζεται φρικτά. Ὑψώνει κάποια στιγμή τὰ μάτια του καί βλέπει ἀπό μακριά
στόν Παράδεισο τόν Πατριάρχη Ἀβραὰμ καί τόν Λάζαρο στὴν ἀγκάλη του. Καί τότε ὁ
πλούσιος κάνει κάτι ἄγνωστο καί ἀσυνήθιστο γι’ αὐτόν. Ζητεῖ ἐλεημοσύνη.
Παρακαλεῖ τόν Πατριάρχη Ἀβραάμ νά στείλει τόν Λάζαρο νά βουτήξει τήν ἄκρη τοῦ
δακτύλου του στό νερό καί νά δροσίσει λίγο τή γλώσσα του, διότι ὑποφέρει φρικτά
ἀπό τή φλόγα τῆς κολάσεως.
Ὁ Πατριάρχης τότε τοῦ ὑπενθυμίζει ὅτι ὁ ἴδιος ἀπόλαυσε τά
πάντα στὴν ἐπίγεια ζωή του, τότε πού ὁ Λάζαρος ὑπέφερε κατὰ τρόπο μαρτυρικὸ τὶς
δυστυχίες του. Εἶναι λοιπὸν δίκαιο, τοῦ λέγει, τώρα ὁ Λάζαρος νά παρηγορεῖται,
ὁ ἴδιος δέ νά ὑποφέρει καὶ νὰ βασανίζεται. Ἐπί πλέον, τοῦ τονίζει, ἀνάμεσά τους
ὑπάρχει «χάσμα μέγα», βάραθρο μεγάλο,
πού καθιστᾶ ἀδύνατη τή διάβαση ἀπό τό ἕνα μέρος πρός τό ἄλλο.
Ὁ πλούσιος τότε παρακαλεῖ τὸν Πατριάρχη νὰ στείλει τόν
Λάζαρο στό πατρικό του σπίτι, νά προειδοποιήσει τά πέντε ἀδέλφια του γιά τήν
μετά θάνατο κατάσταση, ὥστε νά μή βρεθοῦν καί ἐκεῖνα σ' αὐτὴ τὴ φοβερή
κόλαση.
Ὁ Ἀβραάμ τοῦ τονίζει πώς αὐτὸ μποροῦν νά τό γνωρίσουν τά
ἀδέλφια του ἀπό τά ὅσα λέγει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, τόν ὁποῖο συνέγραψε ὁ Μωϋσῆς καί
οἱ ἄλλοι Προφῆται, καί ἑπομένως δέν ὑπάρχει καμμία ἀνάγκη νά τούς τό φανερώσει
αὐτὸ ἀναστημένος ὁ Λάζαρος.
Ὁ πλούσιος ὅμως ἐπιμένει λέγοντας ὅτι, ἐάν ἀναστηθεῖ
κάποιος νεκρός, τά ἀδέλφια του θά συγκλονισθοῦν καί θά μετανοήσουν. Καί ὁ ἅγιος
Πατριάρχης τόν διαβεβαιώνει ὅτι, ἐάν δέν ἔχουν τήν καλή διάθεση νά ἀκούσουν τόν
λόγο τοῦ Μωϋσέως καί τῶν Προφητῶν, οὔτε τή διαβεβαίωση ἑνὸς ἀναστημένου νεκροῦ
θὰ δεχθοῦν.
ΤΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ
ΒΑΡΑΘΡΟ
Ἡ παραβολὴ τοῦ πλουσίου καί τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου εἶναι
συγκλονιστική. Μᾶς μεταφέρει στήν ἀντίπερα ὄχθη. Μᾶς φανερώνει τόν ἄγνωστο
κόσμο τῆς αἰωνιότητος. Μᾶς παρουσιάζει τήν ἀληθινή εἰκόνα τῆς ζωῆς. Μᾶς δείχνει
μέ ἀκρίβεια ποιὰ εἶναι ἡ πραγματικότης.
Μᾶς δείχνει δηλαδή ὅτι ἡ ἐπίγειος ζωή εἶναι ἕνα ὄνειρο,
μία φευγαλέα σκιά, ἕνα θέατρο. Διαρκεῖ ἐλάχιστα — τό πολύ 80 - 90- 100 χρόνια.
Καί ἔπειτα;
Ἔπειτα ἔρχεται ἡ πραγματικότης, ἡ ἀλήθεια, ἡ αἰωνιότης.
Ἔπειτα φανερώνεται τό μεγαλύτερο βάραθρο τοῦ Σύμπαντος. Αὐτό πού χωρίζει τά
πάντα γιά πάντα. Παράδεισος – Κόλαση. Καὶ μεταξύ τους τό βάραθρο, «χάσμα μέγα», ὥστε κανείς νά μή μπορεῖ
νά μεταβεῖ ἀπό τό ἕνα μέρος στό ἄλλο.
Στό ἕνα μέρος θὰ ὑπάρχουν αὐτοί πού ἀπόλαυσαν τά ἀγαθά
τους στήν ἐπίγεια ζωή τους. Ἀλλὰ θὰ ὑπάρχουν «ἐν βασάνοις», θά ὑποφέρουν. Καί θά εἶναι ἄνθρωποι χωρὶς ὄνομα,
ἄγνωστοι γιά τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ. Στό ἄλλο μέρος θὰ χαίρονται
τόν Παράδεισο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ οἱ Λάζαροι. Οἱ ἄνθρωποι μέ ὄνομα, οἱ γνωστοὶ
στόν Θεό καί τούς ἁγίους, πού στόν κόσμο αὐτὸ πέρασαν ζωὴ μαρτυρική. Οἱ
ἄνθρωποι πού ἔμειναν πιστοί στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ.
Ἡ θέα αὐτοῦ τοῦ βαράθρου ἀσφαλῶς μᾶς γεμίζει μέ τρόμο.
Ποῦ θά βρεθοῦμε ἄραγε; Ἀλλὰ τό ποῦ θά βρεθοῦμε ἑξαρτᾶται ἀπό τόν καθένα μας καί
μόνο. Ὁ Θεός δέν μᾶς ζητεῖ πολλά προκειμένου νά μᾶς χαρίσει τή Βασιλεία Του.
Ἐάν ἔχουμε φόβο Θεοῦ καί πιστεύουμε στόν λόγο Του, ἐάν ἀσκοῦμε τήν ἀγάπη καί
δέν ἀδιαφοροῦμε γιά τούς πεινασμένους καί ταλαιπωρημένους ἀδελφούς μας, θά
βρεθοῦμε κι ἐμεῖς στούς κόλπους τοῦ Πατριάρχου Ἀβραάμ, στόν Παράδεισο τοῦ Θεοῦ.
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)

Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου