Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2025

ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(16 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2025)

 



ΕΩΘΙΝΟΝ Α΄

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, οἱ ἕνδεκα μαθηταὶ ἐπορεύθησαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἰς τὸ ὄρος οὗ ἐτάξατο αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς΄ καὶ ἰδόντες αὐτὸν προσεκύνησαν αὐτῷ, οἱ δὲ ἐδίστασαν΄ καὶ προσελθὼν ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησεν αὐτοῖς λέγων΄ Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς. πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν, καὶ Ἰδού, ἐγὼ μεθ' ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν.

(Ματθ. κη΄[28]  16 – 20)


ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

 Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ οἱ ἕντεκα μαθητὲς πῆγαν στὴ Γαλιλαία, στὸ ὄρος ποὺ τοὺς καθόρισε ὁ Ἰησοῦς. Ἐκεῖ τὸν εἶδαν καὶ τὸν προσκύνησαν. Μερικοὶ ὅμως εἶχαν κάποια ἀμφιβολία ἂν ἦταν αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τοὺς πλησίασε καὶ τοὺς μίλησε μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: Δόθηκε καὶ στὴν ἀνθρώπινη φύση μου κάθε ἐξουσία στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ. Λοιπὸν πηγαίνετε καὶ κάνετε μαθητές σας ὅλα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντάς τους στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντάς τους νὰ τηροῦν καὶ νὰ ἐφαρμόζουν στὴ ζωή τους ὅλα τὰ παραγγέλματα ποὺ σᾶς ἔδωσα ὡς ἐντολές. Καὶ ἰδού, ἐγὼ ποὺ ἔλαβα κάθε ἐξουσία, θὰ εἶμαι πάντα μαζί σας βοηθὸς καὶ συμπαραστάτης σας μέχρι νὰ τελειώσει ὁ αἰώνας αὐτός, μέχρι δηλαδὴ τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου. Ἀμήν.

 

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ)

Ἀδελφοί, λέγει ἡ γραφή· «Πᾶς ὁ πιστεύων ἐπί τῷ Θεῷ οὐ καταισχυνθήσεται». Οὐ γὰρ ἔστι διαστολὴ ᾿Ιουδαίου τε καὶ ῞Ελληνος· ὁ γὰρ αὐτὸς Κύριος πάντων, πλουτῶν εἰς πάντας τοὺς ἐπικαλουμένους αὐτόν· «Πᾶς γὰρ ὃς ἂν ἐπικαλέσηται τὸ ὄνομα Κυρίου σωθήσεται». Πῶς οὖν ἐπικαλέσονται εἰς ὃν οὐκ ἐπίστευσαν; Πῶς δὲ πιστεύσουσιν οὗ οὐκ ἤκουσαν; Πῶς δὲ ἀκούσουσι χωρὶς κηρύσσοντος; Πῶς δὲ κηρύξουσιν ἐὰν μὴ ἀποσταλῶσι; Καθὼς γέγραπται· «Ὡς ὡραῖοι οἱ πόδες τῶν εὐαγγελιζομένων εἰρήνην, τῶν εὐαγγελιζομένων τὰ ἀγαθά!». ᾿Αλλ᾿ οὐ πάντες ὑπήκουσαν τῷ εὐαγγελίῳ· ῾Ησαΐας γὰρ λέγει· «Κύριε, τίς ἐπίστευσε τῇ ἀκοῇ ἡμῶν;». Ἄρα ἡ πίστις ἐξ ἀκοῆς, ἡ δὲ ἀκοὴ διὰ ρήματος Θεοῦ. Ἀλλὰ λέγω μὴ οὐκ ἤκουσαν; Μενοῦνγε «εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν, καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ῥήματα αὐτῶν». Ἀλλὰ λέγω, μὴ οὐκ ἔγνω, ᾿Ισραήλ; Πρῶτος Μωϋσῆς λέγει· «Ἐγὼ παραζηλώσω ὑμᾶς ἐπ᾿ οὐκ ἔθνει, ἐπὶ ἔθνει ἀσυνέτῳ παροργιῶ ὑμᾶς». ῾Ησαΐας δὲ ἀποτολμᾷ καὶ λέγει· «Εὑρέθην τοῖς ἐμὲ μὴ ζητοῦσιν, ἐμφανὴς ἐγενόμην τοῖς ἐμὲ μὴ ἐπερωτῶσι». Πρὸς δὲ τὸν ᾿Ισραὴλ λέγει· «Ὅλην τὴν ἡμέραν ἐξεπέτασα τὰς χεῖράς μου πρὸς λαὸν ἀπειθοῦντα καὶ ἀντιλέγοντα». Λέγω οὖν, μὴ ἀπώσατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ; Μὴ γένοιτο· καὶ γὰρ ἐγὼ ᾿Ισραηλίτης εἰμί, ἐκ σπέρματος ᾿Αβραάμ, φυλῆς Βενιαμίν. Οὐκ ἀπώσατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ ὃν προέγνω.  

                                                 (Ρωμ. ι΄[10] 11-ια΄[11] 2 )

Ε­Ρ­Μ­Η­Ν­Ε­ΙΑ (Π.Ν.Τ­Ρ­Ε­Μ­Π­Ε­ΛΑ)

Ἀ­δελ­φοί, ποκτ τή σωτηρία του, διότι λέει γία Γραφή: Καθένας πού πιστεύει σ᾿ ατόν δέν θά ντροπιασθε. Ναί· καθένας πού πιστεύει. Διότι δέν πάρχει διάκριση νάμεσα σέ ουδαο καί λληνα, διότι διος Κύριος εναι Κύριος λων. χι μόνο Κύριος τν ουδαίων λλά καί Κύριος τν θνικν. Καί Κύριος ατός εναι πλούσιος σέ γαθότητα καί λεος γιά λους, στε νά παρέχει φθονα τίς δωρεές τς σωτηρίας σ᾿ κείνους πού τόν πικαλονται. Καί τι σώζονται σοι τόν πικαλονται, ποδεικνύεται πό τήν προφητεία το ωήλ, ποος βεβαιώνει τι καθένας πού θά πικαλεσθε τό νομα το Κυρίου θά σωθε. Νά λοιπόν γιατί ο σραηλίτες ποξενώθηκαν πό τή σωτηρία καί δέν πέτυχαν τή δικαίωση. Γιά νά δικαιωθον καί νά σωθον, πρέπει νά πικαλεσθον τό νομα το Κυρίου. λλά πς θά πικαλεσθον κενον στόν ποο δέν πίστεψαν; Καί πς θά πιστέψουν σ᾿ κενον τόν ποο δέν κουσαν νά κηρύττεται; Καί πς θ᾿ κούσουν χωρίς νά πάρχει κάποιος πού νά κηρύττει; Καί πς θά διεξαγάγουν μέ πιτυχία τή διακονία το κηρύγματος, άν δέν τούς ποστείλει Θεός γιά τή διακονία ατή; Καί ποστολή ατή τν διακόνων το κηρύγματος γίνεται σύμφωνα μ᾿ κενο πού χει γραφε πό τόν σαΐα: Πόσο ραα εναι τά πόδια κείνων πού ναγγέλλουν τό χαρμόσυνο γγελμα τς ερήνης τήν ποία Χριστός μέ τό αμα του ποκατέστησε μεταξύ τν νθρώπων καί το Θεο· τά πόδια κείνων πού εαγγελίζονται τά γαθά καί τίς ελογίες πού μς ξασφάλισε Λυτρωτής! λλά ν Θεός πέστειλε κήρυκες, δέν πάκουσαν λοι στό κήρυγμα το Εαγγελίου. πιστία τους μως ταν πρίν πό πολύ καιρό γνωστή. Διότι σαΐας λέει προφητικά κ μέρους τν πεσταλμένων το Θεο: Κύριε, ποιός πίστεψε σ᾿ σα κουσε νά κηρύττονται πό μς; Πολύ λίγοι. ξάγεται λοιπόν πό λα ατά ς συμπέρασμα τι πίστη γεννιέται πό τό κήρυγμα πού κούγεται, καί τό κήρυγμα γίνεται μέ τήν νάπτυξη καί γνωστοποίηση το λόγου το Θεο. λλά λέω τό ξς, ξετάζοντας νδεχόμενη νσταση: Μήπως ο ουδαοι δέν κουσαν θεο κήρυγμα; Βεβαίως κουσαν, διότι φωνή τν κηρύκων το εαγγελίου ντήχησε σ᾿ λη τή γ, πως ντηχε φωνή μέ τήν ποία τά ργα τς δημιουργίας ξαγγέλλουν τόν Ποιητή τους· καί ο λόγοι τους κούστηκαν στά πέρατα τς οκουμένης. λλά ξετάζοντας καί νέα νσταση λέω: Μήπως δέν κατάλαβε σραηλιτικός λαός τό λόγο το Θεο; χι. Διότι, πως φαίνεται καθαρά πό τίς προφητεες τς Παλαις Διαθήκης, σραηλιτικός λαός ταν νέκαθεν σκληροκάρδιος. Πρτος Μωυσς λέει κ μέρους το Θεο: γώ θά σς κάνω νά κυριευθετε πό ζήλεια γιά θνος πού σες δέν τό λογαριάζετε γιά θνος· θά φθάσει ζήλεια σας μέχρις ργς γιά τούς σύνετους εδωλολάτρες, τούς ποίους γώ θά λεήσω καί θά τιμήσω. Κι σαΐας παίρνει τήν τόλμη καί λέει κ μέρους το Θεο στούς σραηλίτες πού περιφρονοσαν τούς εδωλολάτρες: γώ ληθινός Θεός βρέθηκα πό θνικούς πού δέν μέ ζητοσαν, φανερώθηκα σ᾿ κείνους πού δέν ρωτοσαν γιά μένα, διότι δέν μέ ξεραν. Καί πρός τόν σραηλιτικό λαό λέει: Διαρκς σάν πατέρας στοργικός πλωνα τά χέρια μου γιά νά γκαλιάσω λαό πού πειθε καί ντιμιλ. Μετά λοιπόν π᾿ λα ατά ναρωτιέμαι: Μήπως Θεός σπρωξε μακριά καί πέρριψε τόν κλεκτό λαό του; Μή συμβε νά πομε κάτι τέτοιο. Διότι κι γώ, πού μέ κάλεσε Θεός πόστολο το Εαγγελίου, εμαι σραηλίτης πό τούς πογόνους το βραάμ, πό τή φυλή Βενιαμίν. Πς λοιπόν Θεός θά μέ ξέλεγε γιά πόστολό του, άν εχε πορρίψει τούς σραηλίτες; χι. Δέν πέρριψε Θεός τούς σραηλίτες, τούς ποίους προτο νά καλέσει τά θνη προγνώρισε καί διάλεξε ς δικό του λαό.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ παράγων ὁ Ἰησοῦς εἶδεν ἄνθρωπον καθήμενον ἐπὶ τὸ τελώνιον, Ματθαῖον λεγόμενον, καὶ λέγει αὐτῷ· Ἀκολούθει μοι. καὶ ἀναστὰς ἠκολούθησεν αὐτῷ. Καὶ ἐγένετο αὐτοῦ ἀνακειμένου ἐν τῇ οἰκίᾳ, καὶ ἰδοὺ πολλοὶ τελῶναι καὶ ἁμαρτωλοὶ ἐλθόντες συνανέκειντο τῷ Ἰησοῦ καὶ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ. καὶ ἰδόντες οἱ Φαρισαῖοι εἶπον τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· Διατί μετὰ τῶν τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν ἐσθίει ὁ διδάσκαλος ὑμῶν; ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀκούσας εἶπεν αὐτοῖς· Οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ' οἱ κακῶς ἔχοντες. πορευθέντες δὲ μάθετε τί ἐστιν, Ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν· οὐ γὰρ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν.  

                                         (Μτθ. θ΄[9] 9-13)

 

Ε­Ρ­Μ­Η­Ν­Ε­ΙΑ (Π.Ν.Τ­Ρ­Ε­Μ­Π­Ε­ΛΑ)

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ σάν ἔφυγε ἀπό ἐκεῖ καί διάβαινε κοντά στή λίμνη, εἶδε ὁ Ἰησοῦς ἕναν ἄνθρωπο πού καθόταν στήν τράπεζα εἰσπράξεως τῶν φόρων, ὁ ὁποῖος τώρα ὀνομάζεται Ματθαῖος. Καί στόν τελώνη αὐτόν λέει ὁ Ἰησοῦς: Ἀκολούθα με. Κι ἐκεῖνος σηκώθηκε καί τόν ἀκολούθησε. Κι ὅταν αὐτός κάθισε στήν τράπεζα κι ἔτρωγε στό σπίτι τοῦ Ματθαίου, πολλοί τελῶνες καί ἁμαρτωλοί ἦλθαν καί κάθονταν μαζί μέ τόν Ἰησοῦ καί τούς μαθητές του. Ὅταν τό εἶδαν αὐτό οἱ Φαρισαῖοι, εἶπαν στούς μαθητές του: Γιατί ὁ Διδάσκαλός σας τρώει μαζί μέ τούς τελῶνες καί τούς ἁμαρτωλούς; Τότε ὁ Ἰησοῦς, μόλις ἄκουσε τά λόγια αὐτά, τούς εἶπε: δέν ἔχουν ἀνάγκη ἀπό γιατρό οἱ ὑγιεῖς, ἀλλά ἐκεῖνοι πού δέν εἶναι καλά στήν ὑγεία τους. Πηγαίνετε λοιπόν νά μάθετε τί σημαίνει ἐκεῖνο πού εἶπε ὁ προφήτης Ὡσηέ: Θέλω ἔλεος καί συμπάθεια, κι ὄχι ἐξωτερική θυσία πού δέν ἐμψυχώνεται ἀπό ἐσωτερική ἀγαθή διάθεση καί εὐσπλαχνία. Ἐγώ ξέρω τί κάνω. Διότι δέν ἦλθα ἀπό τόν οὐρανό γιά νά καλέσω ἐκείνους πού νομίζουν ὅτι εἶναι δίκαιοι, ἀλλά γιά νά καλέσω τούς ἁμαρτωλούς, νά μετανοήσουν καί νά σωθοῦν.

 

ΒΙΟΣ ΑΓΙΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Ὁ Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, πρὶν γίνει μαθητὴς τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὀνομαζόταν Λευίς. Ὁ πατέρας του λεγόταν Ἀλφαῖος καὶ ἦταν ἀπὸ τὴ Γαλιλαία.

Ὁ Ματθαῖος ἔκανε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ τελώνη, καὶ ὁ Ἰησοῦς τὸν βρῆκε νὰ κάθεται στὸ τελωνεῖο ἔξω ἀπὸ τὴν Καπερναούμ. Καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν: «Ἀκολούθει μοι». Ὁ Ματθαῖος, χωρὶς καμιὰ καθυστέρηση, ἀμέσως τὸν ἀκολούθησε. Καὶ ὄχι μόνο ἐγκατέλειψε τὸ ἁμαρτωλό - γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη - ἐπάγγελμα τοῦ τελώνη, ἀλλὰ καὶ μὲ χαρὰ φιλοξένησε τὸν Κύριο στὸ σπίτι του. Ἐκεῖ, μάλιστα, ἦλθαν καὶ πολλοὶ τελῶνες καὶ ἄλλοι ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι, μὲ τοὺς ὁποίους ὁ Ἰησοῦς συνέφαγε καὶ συζήτησε. Οἱ φαρισαῖοι, ὅμως, ποὺ εἶχαν πωρωμένη συνείδηση, ὅταν εἶδαν αὐτὴ τὴν ἐνέργεια τοῦ Κυρίου, ἀμέσως τὸν κατηγόρησαν ὅτι συντρώγει μὲ τελῶνες καὶ ἁμαρτωλούς. Ὁ Ἰησοῦς τὸ ἄκουσε καὶ εἶπε ἐκεῖνα τὰ θαυμάσια λόγια: «Οὐ γὰρ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν» (Ματθαίου, θ' 13). Δηλαδή, λέει ὁ Κύριος, δὲν ἦλθα γιὰ νὰ καλέσω ἐκείνους ποὺ νομίζουν τοὺς ἑαυτούς τους δίκαιους, ἀλλὰ ἦλθα νὰ καλέσω τοὺς ἁμαρτωλούς, γιὰ νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ σωθοῦν.

Στὸν Ματθαῖο ὀφείλει ἡ Ἐκκλησία μας τὸ πρῶτο κατὰ σειρὰ στὴν Καινὴ Διαθήκη Εὐαγγέλιο, ποὺ γράφτηκε τὸ 64 μ.Χ.

Ὁ Ματθαῖος κατὰ τὴν παράδοση κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν Αἰθιοπία, ὅπου καὶ πέθανε μαρτυρικά.

­πο­λυ­τί­κιον  

Θείας ἤκουσας, φωνῆς τοῦ Λόγου, καὶ τῆς πίστεως, τὸ φῶς ἐδέξω, καταλείψας τελωνείου τὸν σύνδεσμον ὅθεν Χριστοῦ τὴν ἀπόρρητον κένωσιν, εὐηγγελίσω Ματθαῖε Ἀπόστολε. Καὶ νῦν πρέσβευε, δοθῆναι τοῖς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον

Τοῦ τελωνείου τὸν ζυγὸν ἀποῤῥίψας, δικαιοσύνης τῷ ζυγῷ προσηρμόσθης, καὶ ἀνεδείχθης ἔμπορος πανάριστος, πλοῦτον κομισάμενος, τὴν ἐξ ὕψους σοφίαν· ὅθεν ἀνεκήρυξας, ἀληθείας τὸν λόγον, καὶ τῶν ῥᾳθύμων ἤγειρας ψυχάς, καθυπογράψας, τὴν ὥραν τῆς κρίσεως.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου