ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ
ΝΑΟΣ ΑΓΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
ΑΝΔΡΕΟΥ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΥ
(30 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2025)
ΕΩΘΙΝΟΝ Γ΄
Ἀναστὰς ὁ Ἰησοῦς πρωΐ πρώτῃ Σαββάτου ἐφάνη πρῶτον
Μαρίᾳ τῇ Μαγδαληνῇ, ἀφ᾿ ἧς ἐκβεβλήκει ἑπτὰ δαιμόνια. Ἐκείνη πορευθεῖσα ἀπήγγειλε
τοῖς μετ᾿ αὐτοῦ γενομένοις, πενθοῦσι καὶ κλαίουσι. Κἀκεῖνοι ἀκούσαντες ὅτι ζῇ
καὶ ἐθεάθη ὑπ᾿ αὐτῆς ἠπίστησαν. Μετὰ δὲ ταῦτα δυσὶν ἐξ αὐτῶν περιπατοῦσιν ἐφανερώθη
ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ, πορευομένοις, εἰς ἀγρόν. Κἀκεῖνοι ἀπελθόντες ἀπήγγειλαν τοῖς
λοιποῖς, οὐδὲ ἐκείνοις ἐπίστευσαν. Ὕστερον, ἀνακειμένοις αὐτοῖς τοῖς ἕνδεκα ἐφανερώθη,
καὶ ὠνείδισε τήν ἀπιστίαν αὐτῶν καὶ σκληροκαρδίαν, ὅτι τοῖς θεασαμένοις αὐτὸν ἐγηγερμένον,
οὐκ ἐπίστευσαν. Καὶ εἶπεν αὐτοῖς΄ Πορευθέντες εἰς τὸν κόσμον ἅπαντα, κηρύξατε τὸ
εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει. Ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθείς, σωθήσεται, ὁ δὲ ἀπιστήσας,
κατακριθήσεται. Σημεῖα δὲ τοῖς πιστεύσασι ταῦτα παρακολουθήσει. Ἐν τῷ ὀνόματί
μου δαιμόνια ἐκβαλοῦσι, γλώσσαις λαλήσουσι καιναῖς, ὄφεις ἀροῦσι, κἂν θανάσιμόν
τι πίωσιν, οὐ μὴ αὐτοὺς βλάψει, ἐπὶ ἀῤῥώστους χεῖρας ἐπιθήσουσι, καὶ καλῶς ἕξουσιν.
Ὁ μὲν οὖν Κύριος, μετὰ τὸ λαλῆσαι αὐτοῖς, ἀνελήφθη εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ ἐκάθισεν
ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνοι δὲ ἐξελθόντες, ἐκήρυξαν πανταχοῦ, τοῦ Κυρίου
συνεργοῦντος, καὶ τὸν λόγον βεβαιοῦντος, διὰ τῶν ἐπακολουθούντων σημείων. Ἀμήν.
(Μᾶρκ. ιϚ΄[16] 9 – 20)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
(Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἀφοῦ λοιπὸν ἀναστήθηκε ὁ Ἰησοῦς τὸ
πρωὶ τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος, ἐμφανίστηκε πρῶτα στὴ Μαρία τὴ Μαγδαληνή,
ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχε βγάλει ἑπτὰ δαιμόνια. Ἐκείνη πῆγε καὶ τὸ ἀνήγγειλε αὐτὸ στοὺς
μαθητὲς ποὺ ἦταν πρωτύτερα μαζί του καὶ τώρα πενθοῦσαν κι ἔκλαιγαν γιὰ τὸν
θάνατο τοῦ διδασκάλου τους. Ἀλλὰ ἐκεῖνοι, ὅταν ἄκουσαν ὅτι ζεῖ καὶ ὅτι αὐτὴ τὸν
εἶδε, δὲν πίστεψαν στὰ λόγια της. Καὶ μετὰ ἀπ᾿ αὐτά, ἐμφανίστηκε μὲ ἄλλη μορφή,
διαφορετικὴ ἀπὸ ἐκείνη ποὺ εἶχε προτοῦ σταυρωθεῖ, σὲ δύο ἀπ᾿ αὐτούς, καθὼς
βάδιζαν καὶ πήγαιναν σὲ κάποιο χωράφι. Κι ἐκεῖνοι πῆγαν καὶ τὸ ἀνήγγειλαν αὐτὸ
στοὺς ὑπόλοιπους Ἀποστόλους. Ἀλλὰ οὔτε σὲ κείνους πίστεψαν. Ὕστερα ἐμφανίστηκε
στοὺς ἕντεκα μαθητές, ὅταν αὐτοὶ εἶχαν καθίσει νὰ δειπνήσουν. Καὶ τοὺς ἐπέπληξε
γιὰ τὴν ὁλιγοπιστία τους καὶ γιὰ τὴ σκληρότητα τῆς καρδιᾶς τους, διότι δὲν
πίστεψαν σ᾿ ἐκείνους ποὺ τὸν εἶδαν ἀναστημένο. Ἔπειτα τοὺς εἶπε: Νὰ πᾶτε σ᾿ ὅλη
τὴν οἰκουμένη καὶ νὰ κηρύξετε τὸ εὐαγγέλιο σ᾿ ὅλη τὴ λογικὴ κτίση, σ᾿ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα.
Ἐκεῖνος ποὺ θὰ πιστέψει στὸ κήρυγμά σας καὶ θὰ βαπτισθεῖ, θὰ σωθεῖ. Ἐκεῖνος ὅμως
ποὺ δὲν θὰ πιστέψει, θὰ καταδικασθεῖ. Καὶ σ᾿ ἐκείνους ποὺ θὰ πιστέψουν, θὰ ἀκολουθήσουν
αὐτὰ τὰ ὑπερφυσικὰ σημάδια, ποὺ θὰ ἀποδεικνύουν τὴ θεία χάρη ποὺ θὰ ἐνεργεῖ
μέσα ἀπ᾿ τοὺς κήρυκες τοῦ εὐαγγελίου καὶ τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεώς τους. Αὐτοὶ μὲ
τὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός μου θὰ βγάζουν δαιμόνια ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους, θὰ μιλοῦν
ξένες γλῶσσες ποὺ θὰ εἶναι γι᾿ αὐτοὺς νέες κι ἄγνωστες μέχρι τὴ στιγμὴ ἐκείνη,
θὰ πιάνουν στὰ χέρια τους φίδια φαρμακερά, χωρὶς νὰ παθαίνουν τίποτε ἀπ᾿ τὰ
δαγκώματά τους· κι ἂν ἀκόμη πιοῦν δηλητήριο ποὺ φέρνει θάνατο, δὲν θὰ πάθουν
τίποτε· θὰ βάζουν τὰ χέρια τους πάνω σὲ ἀρρώστους, κι ἐκεῖνοι θὰ γίνονται καλά.
Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Κύριος τοὺς μίλησε ἐπανειλημμένα καὶ τοὺς εἶπε μεταξὺ ἄλλων κι αὐτά,
ἀναλήφθηκε στὸν οὐρανὸ καὶ κάθισε στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ Πατρός. Κι ἐκεῖνοι βγῆκαν
καὶ περιδιάβηκαν τὴν οἰκουμένη, καὶ κήρυξαν τὸ εὐαγγέλιο σὲ κάθε μέρος. Κι ὁ
Κύριος ἦταν συνεργός τους καὶ ἐπιβεβαίωνε τὸν λόγο τοῦ κηρύγματός τους μὲ τὰ
θαύματα ποὺ ἐπακολουθοῦσαν στὸ κήρυγμά τους. Ἀμήν.
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΑΠ. ΑΝΔΡΕΟΥ)
Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς ἡμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἐσχάτους ἀπέδειξεν, ὡς
ἐπιθανατίους, ὅτι θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ, καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις.
Ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ
ἰσχυροί· ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι. Ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ
διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν καὶ κοπιῶμεν
ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί· λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα,
βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν· ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων
περίψημα ἕως ἄρτι. Οὐκ ἐντρέπων ὑμᾶς γράφω ταῦτα, ἀλλ᾿ ὡς τέκνα μου ἀγαπητὰ
νουθετῶ. Ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ᾿ οὐ πολλοὺς πατέρας·
ἐν γὰρ Χριστῷ ᾿Ιησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα. Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς,
μιμηταί μου γίνεσθε.
(Α΄ Κορ. δ΄[4] 9-16)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἀδελφοί, νομίζω ὅτι ὁ Θεός ἐμᾶς τούς Ἀποστόλους μᾶς παρουσίασε δημόσια καί στά μάτια
ὅλων ὡς τελευταίους, ὡς καταδίκους πού πρόκειται νά θανατωθοῦν. Διότι γίναμε
θέαμα σ’ ὅλο τόν κόσμο, καί στούς ἀγγέλους καί στούς ἀνθρώπους. Καί ἀπό τή μιά
μᾶς θαυμάζουν οἱ ἐνάρετοι ἄνθρωποι, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη μᾶς περιφρονοῦν καί μᾶς
χλευάζουν οἱ ἄλλοι. Ἐμεῖς οἱ Ἀπόστολοι θεωρούμαστε ἀπό τούς ἀπίστους ἠλίθιοι
καί ἀνόητοι γιά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ· ἐσεῖς ὅμως εἶστε συνετοί ἐν Χριστῷ. Ἐμεῖς
εἴμαστε ἀσθενεῖς καί καταδιωκόμαστε ἀπό τούς ἀνθρώπους· ἐσεῖς ὅμως εἶστε ἰσχυροί,
διότι δέν σᾶς βρῆκε κάποιος πειρασμός. Ἐσεῖς εἶστε ἔνδοξοι, ἐμεῖς ὅμως εἴμαστε ἄτιμοι
καί περιφρονημένοι. Μέχρι τήν ὥρα αὐτή πού σᾶς γράφω, καί πεινοῦμε καί ὑποφέρουμε
ἀπό δίψα στίς περιοδεῖες μας, καί δέν ἔχουμε ἀρκετά ροῦχα, ὅταν στή μέση τῶν
ταξιδιῶν μας μᾶς πιάνει ξαφνικά ὁ χειμώνας· καί δεχόμαστε χτυπήματα καί
κακομεταχειρίσεις, καί δέν παραμένουμε μόνιμα πουθενά, ἀλλά διαρκῶς φεύγουμε ἐδῶ
κι ἐκεῖ. Καί κοπιάζουμε δουλεύοντας μέ τά ἴδια μας τά χέρια. Τήν ὥρα πού μᾶς
βρίζουν ἐκεῖνοι πού ἀπιστοῦν στό Εὐαγγέλιο καί μᾶς περιγελοῦν, ἐμεῖς εὐχόμαστε
τό καλό τους. Ἐνῶ μᾶς καταδιώκουν, δείχνουμε ἀνοχή στούς διῶκτες μας. Ἐνῶ μᾶς
δυσφημοῦν καί μᾶς συκοφαντοῦν, ἀπαντοῦμε μέ λόγια γλυκά καί παρηγορητικά. Σάν
καθάρματα καί σκουπίδια τοῦ κόσμου γίναμε, ἀποβράσματα ἀκάθαρτα τῆς κοινωνίας
στά μάτια ὅλων μέχρι τή στιγμή αὐτή. Δέν θέλω μ’ αὐτά πού σᾶς γράφω νά σᾶς
ντροπιάσω, ἀλλά σάν παιδιά μου ἀγαπητά σᾶς συμβουλεύω. Ναί. Σᾶς συμβουλεύω μέ
πατρική λαχτάρα καί στοργή. Διότι, ἐάν ἔχετε πάρα πολλούς παιδαγωγούς καί
διδασκάλους ἐν Χριστῷ, δέν ἔχετε ὅμως πολλούς πατέρες. Ἕναν καί μόνο πνευματικό
πατέρα ἔχετε, ἐμένα. Διότι ἐγώ μέ τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου σᾶς γέννησα
πνευματικά, μέ τή χάρη πού μοῦ ἔδωσε ἡ κοινωνία καί ἡ σχέση μου μέ τόν Χριστό. Ἀφοῦ
λοιπόν εἶμαι πατέρας σας, σᾶς παρακαλῶ νά γίνεστε μιμητές μου.
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (ΑΠ. ΑΝΔΡΕΟΥ)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἱστήκει ὁ ᾽Ιωάννης καὶ ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ δύο, καὶ
ἐμβλέψας τῷ ᾽Ιησοῦ περιπατοῦντι λέγει, ῎Ιδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἤκουσαν οἱ
δύο μαθηταὶ αὐτοῦ λαλοῦντος καὶ ἠκολούθησαν τῷ ᾽Ιησοῦ. Στραφεὶς δὲ ὁ ᾽Ιησοῦς
καὶ θεασάμενος αὐτοὺς ἀκολουθοῦντας λέγει αὐτοῖς, Τί ζητεῖτε; οἱ δὲ εἶπαν αὐτῷ,
῾Ραββί (ὃ λέγεται μεθερμηνευόμενον Διδάσκαλε), ποῦ μένεις; λέγει αὐτοῖς,
῎Ερχεσθε καὶ ὄψεσθε. ἦλθον οὖν καὶ εἶδον ποῦ μένει, καὶ παρ᾽ αὐτῷ ἔμειναν τὴν
ἡμέραν ἐκείνην· ὥρα ἦν ὡς δεκάτη. Ἦν ᾽Ανδρέας ὁ ἀδελφὸς Σίμωνος Πέτρου εἷς ἐκ
τῶν δύο τῶν ἀκουσάντων παρὰ ᾽Ιωάννου καὶ ἀκολουθησάντων αὐτῷ· εὑρίσκει οὗτος
πρῶτον τὸν ἀδελφὸν τὸν ἴδιον Σίμωνα καὶ λέγει αὐτῷ, Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν [ὅ
ἐστιν μεθερμηνευόμενον Χριστός]· ἤγαγεν αὐτὸν πρὸς τὸν ᾽Ιησοῦν. ἐμβλέψας αὐτῷ ὁ
᾽Ιησοῦς εἶπεν, Σὺ εἶ Σίμων ὁ υἱὸς ᾽Ιωάννου· σὺ κληθήσῃ Κηφᾶς [ὃ ἑρμηνεύεται
Πέτρος]. Τῇ ἐπαύριον ἠθέλησεν ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, καὶ εὑρίσκει
Φίλιππον. καὶ λέγει αὐτῷ ὁ ᾽Ιησοῦς, ᾽Ακολούθει μοι. Ἦν δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ
Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως ᾽Ανδρέου καὶ Πέτρου. Εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ
λέγει αὐτῷ, ὃν ἔγραψεν Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται εὑρήκαμεν, ᾽Ιησοῦν
υἱὸν τοῦ ᾽Ιωσὴφ τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ. Καὶ εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ, ᾽Εκ Ναζαρὲτ δύναταί
τι ἀγαθὸν εἶναι; λέγει αὐτῷ Φίλιππος, ῎Ερχου καὶ ἴδε. Εἶδεν ὁ ᾽Ιησοῦς τὸν
Ναθαναὴλ ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ, ῎Ιδε ἀληθῶς ᾽Ισραηλίτης ἐν
ᾧ δόλος οὐκ ἔστιν. Λέγει αὐτῷ Ναθαναήλ, Πόθεν με γινώσκεις; ἀπεκρίθη ᾽Ιησοῦς
καὶ εἶπεν αὐτῷ, Πρὸ τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἶδόν σε.
Ἀπεκρίθη αὐτῷ Ναθαναήλ, ῾Ραββί, σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ βασιλεὺς εἶ τοῦ
᾽Ισραήλ. Ἀπεκρίθη ᾽Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ, Ὅτι εἶπόν σοι ὅτι εἶδόν σε ὑποκάτω
τῆς συκῆς πιστεύεις; μείζω τούτων ὄψῃ. Καὶ λέγει αὐτῷ, ᾽Αμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν,
ὄψεσθε τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγότα καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας καὶ
καταβαίνοντας ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου.
(Ἰω. α΄[1] 35-52)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Τήν ἄλλη μέρα ὁ Ἰωάννης στεκόταν πάλι στό συνηθισμένο μέρος πού κήρυττε,
καί μαζί του ἦταν καί δύο ἀπό τούς μαθητές του. Κι ἀφοῦ
παρατήρησε μέ εὐλάβεια τόν Ἰησοῦ, πού τή στιγμή ἐκείνη περπατοῦσε, εἶπε: Αὐτός
εἶναι τό Ἀρνίο πού παρέδωσε ὁ Θεός Πατέρας του νά θυσιαστεῖ γιά χάρη μας. Οἱ
δύο μαθητές τόν ἄκουσαν νά τό λέει αὐτό καί ἀκολούθησαν τόν Ἰησοῦ. Στράφηκε
τότε πίσω ὁ Ἰησοῦς, καί καθώς τούς εἶδε νά τόν ἀκολουθοῦν σιωπηλοί, ἐνῶ εἶχαν
μεγάλο πόθο νά τοῦ μιλήσουν, τούς εἶπε: Τί θέλετε καί τί ζητᾶτε ἀπό μένα; Κι ἐκεῖνοι
τοῦ εἶπαν: Ραββί (πού σημαίνει Διδάσκαλε), ποῦ μένεις, γιά νά σέ ἐπισκεφθοῦμε
καί νά μιλήσουμε μαζί σου; Κι αὐτός τούς εἶπε: Ἐλᾶτε τώρα καί δεῖτε ποῦ μένω. Ἦλθαν
λοιπόν καί εἶδαν ποῦ μένει, κι ἔμειναν κοντά του τήν ἡμέρα ἐκείνη. Ἡ ὥρα
μάλιστα πού συνάντησαν τόν Ἰησοῦ οἱ δύο μαθητές ἦταν περίπου δέκα ἀπό τήν ἀνατολή
τοῦ ἥλιου, δηλαδή τέσσερις τό ἀπόγευμα. Ὁ ἕνας ἀπό τούς δύο αὐτούς μαθητές πού ἄκουσαν
ἀπό τόν Ἰωάννη τά ὅσα εἶπε γιά τόν Ἰησοῦ καί τόν ἀκολούθησαν, ἦταν ὁ Ἀνδρέας, ὁ
ἀδελφός τοῦ Σίμωνος Πέτρου. Πρίν ὅμως ἀκόμη βρεῖ ὁ ἄλλος μαθητής τόν ἀδελφό
του, βρίσκει ὁ Ἀνδρέας πρῶτος τόν ἀδελφό του Σίμωνα καί τοῦ λέει: Βρήκαμε τόν
Μεσσία (ὄνομα πού σημαίνει Χριστός). Κι ἐνῶ εἶχε ἀρχίσει πιά νά νυχτώνει, τόν ἔφερε
τήν ἴδια αὐτή μέρα στόν Ἰησοῦ. Κι ὁ Ἰησοῦς τόν κοίταξε μέ βλέμμα ἐρευνητικό καί
καλοσυνάτο καί τοῦ εἶπε: Ἐσύ εἶσαι ὁ Σίμων, ὁ γιός τοῦ Ἰωνᾶ. Ἐσύ, ἐπειδή θά
γίνεις στερεός στήν πίστη σάν πέτρα, θά ὀνομασθεῖς Κηφᾶς (πού σημαίνει Πέτρος).
Τήν ἄλλη μέρα ἀποφάσισε ὁ Ἰησοῦς νά ἀναχωρήσει γιά τή Γαλιλαία. Βρίσκει τότε
τόν Φίλιππο καί τοῦ λέει: Ἀκολούθησέ με στό ταξίδι πού πρόκειται νά κάνω. Ὁ
Φίλιππος μάλιστα καταγόταν ἀπό τή Βηθσαϊδά, τήν πατρίδα τοῦ Ἀνδρέα καί τοῦ Πέτρου.
Βρίσκει στό μεταξύ ὁ Φίλιππος τόν Ναθαναήλ καί τοῦ λέει: Ἐκεῖνον γιά τόν ὁποῖο ἔγραψε
ὁ Μωυσῆς στόν νόμο καί προανήγγειλαν οἱ προφῆτες, τόν βρήκαμε. Εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ὁ
γιός τοῦ Ἰωσήφ, καί κατάγεται ἀπό τή Ναζαρέτ. Ἀλλά ὁ Ναθαναήλ τοῦ εἶπε: Ἀπό τή
Ναζαρέτ, τό κακό καί ἄσημο αὐτό χωριό, μπορεῖ νά βγεῖ τίποτε καλό; Τοῦ λέει ὁ
Φίλιππος: Ἔλα, κι ὅταν τόν δεῖς μέ τά μάτια σου, θά πεισθεῖς. Εἶδε ὁ Ἰησοῦς τόν
Ναθαναήλ νά ἔρχεται κοντά του καί λέει γι᾿ αὐτόν: Νά ἕνας γνήσιος καί
πραγματικός Ἰσραηλίτης, πού δέν ἔχει στήν καρδιά του καμία πονηριά καί δόλο, ἀλλά
ποθεῖ μέ εἰλικρίνεια νά βρεῖ τήν ἀλήθεια. Τοῦ λέει ὁ Ναθαναήλ: Ἀπό ποῦ μέ
ξέρεις; Καί πῶς γνωρίζεις τήν εἰλικρίνεια τῶν μυστικῶν μου σκέψεων καί ἐλατηρίων;
Τοῦ ἀποκρίθηκε τότε ὁ Ἰησοῦς: Πρίν ἀκόμη σέ φωνάξει ὁ Φίλιππος, ὅταν ἤσουν κάτω
ἀπό τή συκιά καί προσευχόσουν μακριά ἀπό κάθε μάτι ἀνθρώπου, ἐγώ μέ τό ὑπερφυσικό
καί θεῖο μου βλέμμα σέ εἶδα. Τότε ὁ Ναθαναήλ τοῦ ἀποκρίθηκε: Διδάσκαλε, ἐσύ
πράγματι εἶσαι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἐσύ εἶσαι ὁ βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ πού περιμέναμε
σύμφωνα μέ τίς προφητεῖες. Καί ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπάντησε: Ἐπειδή σοῦ εἶπα ὅτι σέ εἶδα
κάτω ἀπό τή συκιά πιστεύεις; Θά δεῖς πιό μεγάλα καί πιό θαυμαστά πράγματα ἀπ᾿ αὐτά.
Καί τοῦ λέει: Ἀληθινά σᾶς διαβεβαιώνω ὅτι ἀπό τώρα πού ἄνοιξε ὁ οὐρανός κατά τή
βάπτισή μου, θά δεῖτε κι ἐσεῖς τόν οὐρανό ἀνοιγμένο, καί τούς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ
νά ἀνεβαίνουν καί νά κατεβαίνουν στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ. Αὐτός ἔγινε καί τέλειος ἄνθρωπος,
καί ὡς υἱός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μοναδικός ἀντιπρόσωπος τοῦ ἀνθρώπινου γένους·
καί πρόκειται νά ἔλθει καί πάλι ὡς Κριτής ἔνδοξος καθισμένος πάνω σέ νεφέλες.
Θά ἀνεβαίνουν καί θά κατεβαίνουν οἱ ἄγγελοι προκειμένου νά ὑπηρετοῦν αὐτόν καί
τήν Ἐκκλησία του.
Ἀπολυτίκιον
Ὡς τῶν Ἀποστόλων Πρωτόκλητος, καὶ
τοῦ Κορυφαίου αὐτάδελφος, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων Ἀνδρέα ἱκέτευε, εἰρήνην τῇ
οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Τὸν τῆς ἀνδρείας ἐπώνυμον
θεηγόρον, καὶ μαθητῶν τὸν πρωτόκλητον τοῦ Σωτῆρος, Πέτρου τὸν σύγγονον
εὐφημήσωμεν· ὅτι ὡς πάλαι τούτῳ, καὶ νῦν ἡμῖν ἐκέκραγεν· Εὑρήκαμεν δεῦτε τὸν
ποθούμενον.

Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου