Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

      ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ

(23 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2025)

 


ΕΩΘΙΝΟΝ Β΄

Διαγενομένου τοῦ Σαββάτου, Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα, ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν τὸν Ἰησοῦν. Καὶ λίαν πρωΐ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. Καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς, Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος, ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. Καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον, εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολήν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. ὁ δὲ λέγει αὐταῖς, Μὴ ἐκθαμβεῖσθε, Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον, ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὦδε, ἴδε, ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν, ἀλλ' ὑπάγετε, εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ, ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν, ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. Καὶ ἐξελθοῦσαι ταχὺ ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου, εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον, ἐφοβοῦντο γάρ.

(Μᾶρκ. ιϚ΄[16] 1 – 8)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

Ἀφοῦ πέρασε τό Σάββατο, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καί ἡ Σαλώμη ἀγόρασαν τό βράδυ τοῦ Σαββάτου ἀρώματα, γιά νά ἔλθουν τό πρωί στόν τάφο καί νά ἀλείψουν τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Καί πολύ πρωί τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος ἔρχονται στό μνημεῖο τήν ὥρα πού ὁ ἥλιος ἄρχισε νά διαλύει τό πρωινό σκοτάδι, καθώς πῆρε ν᾿ ἀνατέλλει κάτω ἀπ᾿ τόν ὁρίζοντα. Κι ἔλεγαν μεταξύ τους: Ποιός θά μᾶς κυλίσει τή μεγάλη πέτρα μακριά ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ μνημείου; Μόλις ὅμως ἔστρεψαν τά μάτια τους πρός τά ἐκεῖ, εἶδαν ὅτι εἶχε μετατοπισθεῖ ἡ πέτρα μακριά ἀπ᾿ τό μνημεῖο. Καί τά ἔλεγαν αὐτά μεταξύ τους, διότι ἡ πέτρα αὐτή ἦταν πολύ μεγάλη καί δέν ἦταν εὔκολο νά μετακινηθεῖ. Κι ἀφοῦ μπῆκαν στό μνημεῖο, εἶδαν ἕνα νέο πού καθόταν στά δεξιά τοῦ μνημείου καί ἦταν ντυμένος μέ λευκή στολή, καί γέμισαν μέ τρόμο καί κατάπληξη. Αὐτός ὅμως τούς εἶπε: Μήν τρομάζετε καί μή φοβάστε. Ξέρω ποιόν ζητᾶτε. Ζητᾶτε τόν Ἰησοῦ τόν Ναζαρηνό τόν ἐσταυρωμένο. Ἀναστήθηκε. Δέν εἶναι ἐδῶ. Νά, εἶναι ἀδειανό τό μέρος πού τόν ἔβαλαν. Ἀλλά πηγαίνετε καί πέστε στούς μαθητές του καί ἰδιαιτέρως στόν Πέτρο, πού ἔχει ἀνάγκη παρηγοριᾶς καί βεβαιώσεως ὅτι συγχωρήθηκε γιά τήν ἄρνησή του, ὅτι πηγαίνει πρίν ἀπό σᾶς στή Γαλιλαία καί σᾶς περιμένει ἐκεῖ. Ἐκεῖ θά τόν δεῖτε, ὅπως σᾶς τό εἶπε πρίν σταυρωθεῖ. Ἐκεῖνες τότε βγῆκαν κι ἔφυγαν ἀπό τό μνημεῖο. Ἦταν μάλιστα γεμάτες τρόμο καί ἔκσταση. Δέν εἶπαν ὅμως τίποτε σέ κανένα, διότι ἦταν φοβισμένες.

 

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΚΔ’ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)

Ἀ­δελ­φοί, Χρι­στός ἐ­στιν ἡ εἰ­ρή­νη ἡ­μῶν, ὁ ποι­ή­σας τὰ ἀμ­φό­τε­ρα ἓν καὶ τὸ με­σό­τοι­χον τοῦ φραγ­μοῦ λύ­σας, τὴν ἔ­χθραν, ἐν τῇ σαρ­κὶ αὐ­τοῦ τὸν νό­μον τῶν ἐν­το­λῶν ἐν δόγ­μα­σι κα­ταρ­γή­σας, ἵ­να τοὺς δύ­ο κτί­σῃ ἐν ἑ­αυ­τῷ εἰς ἕ­να και­νὸν ἄν­θρω­πον ποι­ῶν εἰ­ρή­νην, καὶ ἀ­πο­κα­ταλ­λά­ξῃ τοὺς ἀμ­φο­τέ­ρους ἐν ἑ­νὶ σώ­μα­τι τῷ Θε­ῷ διὰ τοῦ σταυ­ροῦ, ἀ­πο­κτε­ί­νας τὴν ἔ­χθραν ἐν αὐ­τῷ· καὶ ἐλ­θὼν εὐ­ηγ­γε­λί­σα­το εἰ­ρή­νην ὑ­μῖν τοῖς μα­κρὰν καὶ τοῖς ἐγ­γύς, ὅ­τι δι᾿ αὐ­τοῦ ἔ­χο­μεν τὴν προ­σα­γω­γὴν οἱ ἀμ­φό­τε­ροι ἐν ἑ­νὶ πνε­ύ­μα­τι πρὸς τὸν πα­τέ­ρα. Ἄ­ρα οὖν οὐ­κέ­τι ἐ­στὲ ξέ­νοι καὶ πά­ροι­κοι, ἀλ­λὰ συμ­πο­λῖ­ται τῶν ἁ­γί­ων καὶ οἰ­κεῖ­οι τοῦ Θε­οῦ, ἐ­ποι­κο­δο­μη­θέν­τες ἐ­πὶ τῷ θε­με­λί­ῳ τῶν ἀ­πο­στό­λων καὶ προ­φη­τῶν, ὄν­τος ἀ­κρο­γω­νι­α­ί­ου αὐ­τοῦ ᾿Ι­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ἐν ᾧ πᾶ­σα οἰ­κο­δο­μὴ συ­ναρ­μο­λο­γου­μέ­νη αὔ­ξει εἰς να­ὸν ἅ­γιον ἐν Κυ­ρί­ῳ· ἐν ᾧ καὶ ὑ­μεῖς συ­νοι­κο­δο­μεῖ­σθε εἰς κα­τοι­κη­τή­ριον τοῦ Θε­οῦ ἐν Πνε­ύ­μα­τι.

                                   (Ἐφεσ. β΄[2] 14-22)  

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

 Ἀ­δελ­φοί, ὁ Χριστός ε­ἶ­ν­αι ἡ ε­ἰ­ρ­ή­νη μ­ας. Α­ὐ­τ­ὸς ἔ­κ­α­νε κ­αὶ τ­ο­ὺς δ­ύο ἀ­ν­τ­ι­μ­α­χ­ό­μ­ε­ν­ο­υς κ­ό­σ­μ­ο­υς, τ­ὸν Ἰ­ο­υ­δ­α­ϊ­σ­μὸ κ­αὶ τ­ὸν Ἐ­θ­ν­ι­σ­μό, ἕ­να. Α­ὐ­τ­ὸς γκρέ­μ­ι­σε κ­αὶ κ­α­τ­έ­λ­υ­σε τ­ὸν τ­οῖχο π­οὺ δ­η­μ­ι­ο­υ­ρ­γ­ο­ῦ­σε ὁ φ­ρ­α­γ­μ­ὸς τοῦ ν­ό­μου π­οὺ ὀ­ρ­θ­ω­ν­ό­τ­αν ἀ­ν­ά­μ­ε­σα σ­τ­ο­ὺς δ­ύο λ­α­ο­ὺς κ­αὶ τ­ο­ὺς χ­ώ­ρ­ι­ζε. Κ­α­τ­έ­λυ­σε δ­η­λ­α­δὴ τ­ὴν ἔ­χ­θ­ρα τ­ῶν δ­ύο λ­α­ῶν, ἀφοῦ κ­α­τ­ά­ρ­γ­η­σε μὲ τὸ α­ἷμά του τὸν ν­ό­μο τ­ῶν ἐ­ν­τ­ο­λ­ῶν, ὁ ὁποῖος, ἐνῶ π­ε­ρ­ι­ε­ῖ­χε ἐ­π­ι­β­λ­η­τ­ι­κ­ὲς π­ρ­ο­σ­τ­α­γ­ές, δὲν ἔ­δ­ι­νε ὅμως κ­αὶ τὴ χ­ά­ρη γ­ιὰ τ­ὴν ἐ­φ­α­ρ­μ­ο­γὴ κ­αὶ τ­ὴν τ­ή­ρ­η­ση τ­ῶν π­ρ­ο­σ­τ­α­γ­μά­τ­ων α­ὐ­τ­ῶν. Κ­αὶ κ­α­τ­ή­ρ­γ­η­σε τὸ ν­ό­μο, ἔ­τ­σι ὥ­σ­τε ἑ­ν­ώ­ν­ο­ν­τ­ας τ­ο­ὺς δ­ύο λ­α­ο­ὺς μὲ τὸν ἑαυτό του νά ­δ­η­μ­ι­ο­υ­ρ­γ­ή­σ­ει ἕ­να ν­έο ἀ­ν­θ­ρ­ω­πο, μ­ιὰ ν­έα ἀ­ν­θ­ρ­ω­π­ό­τ­η­τα, κι ἔ­τ­σι νὰ φ­έ­ρ­ει ε­ἰ­ρ­ή­νη μ­ε­τ­α­ξύ τ­ο­υς· κ­αὶ μὲ τὸ σ­τ­α­υ­ρ­ι­κὸ τ­ου θ­ά­να­το νά συ­μ­φ­ι­λ­ι­ώ­σ­ει κ­αὶ τ­ο­ὺς δ­ύο λ­α­ο­ὺς μὲ τ­ὸν Θ­εό, ἑνωμένους τ­ώ­ρα σ' ἕ­να σ­ῶ­μα, ἀφοῦ π­ρ­ο­η­γ­ο­υ­μ­έ­ν­ως θὰ θ­α­ν­ά­τ­ω­νε τ­ὴν ἔ­χ­θ­ρα μὲ τὸ θ­ά­ν­α­τό του. Κι ἀφοῦ ἦ­λ­θε ὁ Χ­ρ­ι­σ­τ­ὸς σ­τὴ γῆ, κ­ή­ρ­υ­ξε τὸ χ­α­ρ­μ­ό­σ­υ­νο μ­ή­νυ­μα τ­ῆς εἰ­ρ­ή­ν­ης σὲ σ­ᾶς τ­ο­ὺς ἐ­θ­ν­ι­κ­ο­ύς, π­οὺ ἤ­σ­α­σ­τ­αν μ­α­κ­ρ­ιὰ ἀπό τ­ὸν Θ­εό, κ­αὶ σὲ μ­ᾶς τ­ο­ὺς Ἰ­ο­υ­δ­α­ί­ο­υς, π­οὺ ἤ­μ­α­σ­τ­αν κ­ο­ν­τά τ­ου. Δ­ι­ό­τι α­ὐ­τ­ὸς μᾶς ἔ­φ­ε­ρε κ­αὶ τ­ο­ὺς δ­ύο λα­ο­ὺς μ­έ­σω τοῦ ἑνός Ἁ­γ­ί­ου Π­ν­ε­ύ­μ­α­τ­ος κ­ο­ν­τά σ­τ­ὸν Π­α­τ­έ­ρα. Δ­ι­α­μ­έ­σ­ου τοῦ Χ­ρ­ι­σ­τ­οῦ ἔ­γ­ι­νε ἡ π­ρ­ο­σ­έ­γ­γ­ι­σή μας α­ὐ­τὴ μὲ τὸν Θ­εό. Ἀ­π' ὅλα αὐ­τὰ λ­ο­ι­π­ὸν βγ­α­ί­ν­ει τὸ σ­υ­μ­π­έ­ρ­α­σ­μα ὅτι δ­ὲν ε­ἶ­σ­τε πλέ­ον ξ­έ­ν­οι κ­αὶ π­ρ­ο­σ­ω­ρ­ι­ν­οὶ κ­ά­τ­ο­ι­κ­οι σ­τὴ β­α­σ­ι­λ­ε­ία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ε­ἶ­στε σ­υ­μ­π­ο­λ­ί­τ­ες τ­ῶν ἁγίων κ­αὶ μ­έ­λη τ­ῆς ο­ἰ­κ­ο­γ­έ­ν­ε­ι­ας τοῦ Θεοῦ. Κ­αὶ σάν ζ­ω­ν­τ­α­ν­οὶ λ­ί­θ­οι κ­τ­ι­σθή­κ­α­τε π­ά­νω σ­τὸ θ­ε­μέ­λ­ιο. Κ­αὶ τὸ θ­ε­μ­έ­λ­ιο α­ὐ­τὸ ε­ἶ­ναι οἱ ἀ­π­ο­σ­τ­ο­λ­οι κ­αὶ οἱ π­ρ­ο­φ­ῆ­τ­ες, ἐνῶ ὁ ἀ­κρο­γ­ω­ν­ι­α­ῖ­ος λ­ί­θ­ος, τὸ ἀ­γ­κ­ω­νά­ρι π­οὺ β­α­σ­τ­ά­ζ­ει κ­αὶ σ­τ­η­ρ­ί­ζ­ει ὅ­λο τὸ ο­ἰ­κ­ο­δ­ό­μ­η­μα, ε­ἶ­ν­αι ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χ­ρ­ι­σ­τ­ός. Π­ά­νω σ' α­ὐ­τὸν λ­ο­ι­π­ὸν κ­αὶ δ­ι­α­μ­έ­σ­ου αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ ἡ οἰκοδομή ὅλη τ­ῆς Ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ί­ας ἑ­ν­ώ­ν­ε­τ­αι ἁ­ρ­μ­ο­ν­ι­κά κ­αὶ σ­τ­ε­ρ­εὰ κ­αὶ α­ὐ­ξά­ν­ει, ὥστε νὰ γ­ί­ν­ε­τ­αι ν­α­ὸς ἅ­γ­ι­ος, ὅπως τόν θέλει ὁ Κ­ύ­ρ­ι­ος. Μὲ τ­ὴν ἕνωσή σ­ας μὲ τ­ὸν Κ­ύ­ρ­ιο κι ἐ­σ­ε­ῖς ο­ἰ­κο­δ­ο­μ­ε­ῖ­σ­τε μ­α­ζὶ μὲ τ­ο­ὺς ἄ­λ­λ­ο­υς π­ι­στ­ο­ὺς γ­ιὰ νὰ γ­ί­ν­ε­τε ν­α­ὸς κ­αὶ κατοικητήριο, στό ὁποῖο θὰ κ­α­τ­ο­ι­κ­εῖ ὁ Θ­ε­ὸς μὲ τὸ Π­ν­εῦ­μα τ­ου.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Εἶ­πεν ὁ Κύριος τήν πα­ρα­βο­λὴν ταύτην.· Ἀν­θρώ­που τι­νὸς πλου­σί­ου εὐ­φό­ρη­σεν χώ­ρα· κα δι­ε­λο­γί­ζε­το ν ἑ­αυ­τῷ λέ­γων· τ ποι­ή­σω, ὅ­τι οκ ἔ­χω πο συ­νά­ξω τος καρ­πο­ύς μου; κα εἶ­πε· τοῦ­το ποι­ή­σω· κα­θε­λῶ μου τς ἀ­πο­θή­κας κα με­ί­ζο­νας οἰ­κο­δο­μή­σω, κα συ­νά­ξω ἐ­κεῖ πάν­τα τ γεν­νή­μα­τά μου κα τ ἀ­γα­θά μου, κα ἐ­ρῶ τ ψυ­χῇ μου· ψυ­χή, ἔ­χεις πολ­λὰ ἀ­γα­θὰ κε­ί­με­να ες ἔ­τη πολ­λά· ἀ­να­πα­ύ­ου, φά­γε, πί­ε, εὐ­φρα­ί­νου. εἶ­πε δ αὐ­τῷ Θε­ός· ἄ­φρον, τα­ύ­τῃ τ νυ­κτὶ τν ψυ­χήν σου ἀ­παι­τοῦ­σιν ἀ­πὸ σο· δ ἡ­το­ί­μα­σας τί­νι ἔ­σται; οὕ­τως θη­σαυ­ρί­ζων ἑ­αυ­τῷ κα μ ες Θε­ὸν πλου­τῶν. Ταῦτα λέγων ἐφώνει· Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω. 

                             (Λουκ. ιβ΄[12] 16 – 21)

 

Η τελευταια ερωτηση της ζωησ

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ  

Ο ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ τς παραβολς πού κούσαμε στό σημεριν νάγνωσμα το Εαγγελίου δν φαίνεται νά ταν οὔτε δικος, οὔτε κμεταλλευτής. Τν πλοῦτο του, ὅπως φαίνεται, τν πέκτησε τίμια κα μάλιστα μ πολ προσωπικ κόπο.

Πραγματικά, το νθρώπου αὐτοῦ τοῦ πῆγαν πολ καλ οἱ σοδειές — «εὐφόρησεν ἡ χώρα», τ πέραντα χωράφια του φεραν καρπ πολύ.

Θ πρέπει ἡ τελευταία ατ σοδειά ν ταν περβολικ μεγάλη κα πρόσμενη, διότι ρχικ τοῦ δημιούργησε πρόβλημα βασανιστικό: Δν εχε ποῦ ν ποθηκεύσει τν τεράστια παραγωγή. Ἔχασε τν πνο του, χασε τν συχία του, χασε τν λογαριασμό του. ΑΛΛΑ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ δν ταν βουλος κα παθής. Εχε μπνευση, δημιουργικότητα, πνεῦμα φευρετικό. Κα γι' ατ δν ργησε νά βρεῖ τν λύση τοῦ προβλήματος: ποφάσισε νά ἐπεκτείνει τς ποθκες του  νά γκρεμίσει τς παλαις κα ν κτίσει καινούργιες μεγαλύτερες, καί ἐκεῖ σ' ατς ν συγκεντρώσει τή μεγάλη του παραγωγή.

Τόσο πολ μάλιστα νθουσιάστηκε ἀπό τή λύση ατή, ὥστε σκέφτηκε ὅτι πλέον τν περιμένει να μέλλον μακροχρόνιο, γεμάτο νέσεις κα πολαύσεις κα χαρές. Καί γι' ατ δωσε να νθουσιδες σύνθημα στν αυτό του: «ναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου», τοῦ επε.

ΕΠΕΙΤΑ ΞΕΚΙΝΗΣΕ τν πραγματοποίηση τοῦ σχεδίου του. Γκρέμισμα, ἀνοικοδόμηση, συγκέντρωση τν φθονων γαθν του. Καὶ ἔπειτα;

πειτα φθασε ἡ ποθητ κείνη ὥρα τς πόλαυσης. Ἔπεσε ν κοιμηθεῖ ετυχισμένος. Τ νειρο του εχε πραγματοποιηθεῖ, τ εχε πλέον ὅλα κα θ τ εχε γι πολλ χρόνια   ἡ ετυχία ταν κοντά του.

ΕΚΕΙΝΗ ΟΜΩΣ ΑΚΡΙΒΩΣ τ νύκτα ακούστηκε να κτύπημα στν πόρτα του  χι τοῦ σπιτιο του, ἀλλά τς ψυχς του. Κα δν ταν κτύπημα, ταν φωνή. Ἦταν ἡ φων το Θεοῦ, πού μιλοῦσε στν κοιμισμένη συνείδησή του.

«φρον», τοῦ εἶπε ὁ Θεός, «ταύτῃ τῇ νυκτί τν ψυχήν σου παιτοῦσιν ἀπό σοῦ   δ ἡτοίμασας τίνι σται;»  νόητε ἄνθρωπε, ατ τ νύκτα οἱ δαίμονες ζητον ν πάρουν τν ψυχήν σου  ὅλα λοιπν ατά πού τοίμασες σ ποιν θ μείνουν;

ΕΔΩ Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ τελειώνει κα ὁ Κύριος συμπλήρωσε λέγοντας ὅτι παρόμοια θ πάθει κα καθένας πο θησαυρίζει γωιστικ γι τν αυτ του ἐδῶ στὴ γῆ κα δν πλουτίζει «ες Θεόν», μ ργα δηλαδ καλ κα εεργετικά, στ ὁποῖα εὐαρεστεῖται ὁ Θεός. Κα πρόσθεσε τν γνωστ φράση: «ὁ χων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω»  ποιος χει πνευματικ ατιά, δηλαδ νδιαφέρον πνευματικό, ς ἀκούει μέ προσοχή ατ τ λόγια μου.

ΤΟ ΑΝΑΠΑΝΤΗΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ

ρώτηση τοῦ Θεο πρς τν πλούσιο « δ ἡτοίμασας τίνι σται;» μεινε ναπάντητη. ταν ἡ τελευταία ρώτηση πο κουσε ὁ πλούσιος στ ζωή του καρώτηση ατ μεινε χωρς πάντηση. Γι' ατ ὁ Θες τν ποκάλεσε φρονα, νόητο. Κα ταν, διότι δν γνώριζε ν παντήσει στν πιό κρίσιμη, τν τελευταία ἐρώτηση τς ζως του.

λήθεια, ποιός θά κληρονομοῦσε ὅλα ατά, πο μ τόσο κόπο, μόχθο κα ἀγωνία εχε συγκεντρώσει; Ἄγνωστο. κενος φευγε πιά. λλοι θ παραλάμβαναν τν πλοῦτο του.

« δ ἡτοίμασας τίνι σται;» ρώτημα δραματικό. Ὅλα ατ πο τοίμασες σ ποιν θ μείνουν; Τ ρώτημα ατ ὅμως δν πευθύνεται μόνο σ να γνωστο πλούσιο. πευθύνεται κα στν καθένα ἀπό μᾶς. Διότι γιά μᾶς, γι τν καθένα μας, διηγήθηκε ὁ Κύριος τ συγκλονιστικ ατπαραβολή. Τν διηγήθηκε γι ν μς προφυλάξει, διότι λοι κινδυνεύουμε ἀπό τήν ἀσθένεια τοῦ πλουσίου: τν πλεονεξία.

λοι! Ζοῦμε σ μιά κοινωνία φρόνων. Σ μιά κοινωνία πλεονεκτν, πο χει ναγάγει τ φρόνημα τοῦ πλουσίου σ κανόνα κα μέτρο ζως. Σ' ατ τν κοινωνία μας ὁ πλούσιος θεωρεται πιτυχημένος, θεωρεται ξυπνος κα δημιουργικς παγγελματίας. Θεωρεται πρότυπο πρς μίμηση, ἐνῶ ὁ Κύριος τν προβάλλει ὡς παράδειγμα πρς ποφυγή.

Πάντως σ’ αὐτή τν κοινωνία τν φρόνων κινδυνεύουμε λοι μας ν πληγομε καίρια ἀπό τή θανατηφόρα ἀσθένεια τοῦ πλουσίου, τν πλεονεξία, καί νά καταντήσουμε κα μεῖς φρονες. Κινδυνεύουμε ν περάσουμε κα μεῖς τή ζωή μας μέ ἀγωνία, γχος, μέριμνες κα φροντίδες, κα στ τέλος τ δραματικ ρώτημα: « ἡτοίμασας τίνι σται;» ν συγκλονίσει τν ψυχή μας καί νά μείνει καί ἀπό μᾶς ναπάντητο.

Δν βρίσκεται ἐδῶ ἡ ετυχία μας. Ατ εναι τ συμπέρασμα. Δν ξίζει λοιπν ν ἐκδαπανηθοῦμε καί ν χαθομε γι τ πρόσκαιρα τοῦ κόσμου τούτου. πάρχει αωνιότης. Κα γι' ατν φείλουμε ν ἑτοιμαζόμαστε. Νά ἀρκούμαστε στά ἀπαραίτητα, ν γινόμαστε εεργετικο στος λλους κα ν τενίζουμε μ πόθο τ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. 

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου