Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ΛΟΥΚΑ . ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ. ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΤΡΙΜΥΘΟΥΝΤΟΣ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ΛΟΥΚΑ  (ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ)

(12 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2021)

(ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΤΡΙΜΥΘΟΥΝΤΟΣ)



Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ)

Ἀ­δελ­φοί, ὡς τέ­κνα φω­τὸς πε­ρι­πα­τεῖ­τε· ὁ γὰρ καρ­πὸς τοῦ Πνε­ύ­μα­τος ἐν πά­σῃ ἀ­γα­θω­σύ­νῃ καὶ δι­και­ο­σύ­νη καὶ ἀ­λη­θε­ί­ᾳ· δο­κι­μά­ζον­τες τί ἐ­στιν εὐ­ά­ρε­στον τῷ Κυ­ρί­ῳ. Καὶ μὴ συγ­κοι­νω­νεῖ­τε τοῖς ἔρ­γοις τοῖς ἀ­κάρ­ποις τοῦ σκό­τους, μᾶλ­λον δὲ καὶ ἐ­λέγ­χε­τε· τὰ γὰρ κρυ­φῆ γι­νό­με­να ὑπ᾿ αὐ­τῶν αἰ­σχρόν ἐ­στι καὶ λέ­γειν· τὰ δὲ πάν­τα ἐ­λεγ­χό­με­να ὑ­πὸ τοῦ φω­τὸς φα­νε­ροῦ­ται· πᾶν γὰρ τὸ φα­νε­ρο­ύ­με­νον φῶς ἐ­στι. Διὸ λέ­γει· Ἔ­γει­ρε ὁ κα­θε­ύ­δων καὶ ἀ­νά­στα ἐκ τῶν νε­κρῶν, καὶ ἐ­πι­φα­ύ­σει σοι ὁ Χρι­στός. Βλέ­πε­τε οὖν πῶς ἀ­κρι­βῶς πε­ρι­πα­τεῖ­τε, μὴ ὡς ἄ­σο­φοι, ἀλλ᾿ ὡς σο­φοί, ἐ­ξα­γο­ρα­ζό­με­νοι τὸν και­ρόν, ὅ­τι αἱ ἡ­μέ­ραι πο­νη­ραί εἰ­σι. Διὰ τοῦ­το μὴ γί­νε­σθε ἄ­φρο­νες, ἀλ­λὰ συ­νι­έν­τες τί τὸ θέ­λη­μα τοῦ Κυ­ρί­ου. Καὶ μὴ με­θύ­σκε­σθε οἴ­νῳ, ἐν ᾧ ἐ­στιν ἀ­σω­τί­α, ἀλ­λὰ πλη­ροῦ­σθε ἐν Πνε­ύ­μα­τι, λα­λοῦν­τες ἑ­αυ­τοῖς ψαλ­μοῖς καὶ ὕ­μνοις καὶ ᾠ­δαῖς πνευ­μα­τι­καῖς, ᾄ­δον­τες καὶ ψάλ­λον­τες ἐν τῇ καρ­δί­ᾳ ὑ­μῶν τῷ Κυ­ρί­ῳ.

          (Ἐφεσ. ε΄[5] 8-19)                               

  ΕΝΟΧΗ ΑΝΟΧΗ

«Μὴ συγ­κοι­νω­νεῖ­τε τοῖς ἔρ­γοις τοῖς ἀ­κάρ­ποις τοῦ σκό­τους, μᾶλ­λον δὲ καὶ ἐ­λέγ­χε­τε»

   Στὸ ση­με­ρι­νὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος κα­λεῖ τοὺς πι­στοὺς Χρι­στια­νοὺς νὰ δι­α­χω­ρί­σουν τὴ θέ­ση τους ἀ­πὸ τὸν ἁ­μαρ­τω­λὸ κό­σμο «μὴ συγ­κοι­νω­νεῖ­τε τοῖς ἔρ­γοις τοῖς ἀ­κάρ­ποις τοῦ σκό­τους, μᾶλ­λον δὲ καὶ ἐ­λέγ­χε­τε», τοὺς λέ­γει. Δη­λα­δή, νὰ μὴ γί­νε­σθε μὲ τὴν ἀ­νο­χή σας συγ­κοι­νω­νοὶ καὶ συ­νέ­νο­χοι στὰ ἁ­μαρ­τω­λὰ σκο­τει­νὰ ἔρ­γα, ποὺ δὲν φέρ­νουν κα­νέ­να ὠ­φέ­λι­μο καρ­πό. Αὐ­τὰ ἀν­τὶ νὰ τὰ σκε­πά­ζε­τε καὶ νὰ τὰ ἀ­νέ­χε­σθε, ὀ­φεί­λε­τε μᾶλ­λον νὰ τὰ ἐ­λέγ­χε­τε καὶ νὰ τὰ βγά­ζε­τε στὸ φῶς, ἀ­πο­δει­κνύ­ον­τας πό­σο ὀ­λέ­θρια εἶ­ναι.

Πῶς γι­νό­μα­στε ὅ­μως συ­νέ­νο­χοι στὰ ἔρ­γα τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καὶ ποι­ὰ εἶ­ναι ἡ στά­ση ποὺ ὀ­φεί­λου­με νὰ τη­ροῦ­με ὡς Χρι­στια­νοί;

1. Η Ε­νο­χΗ τΗς Α­νο­χΗς

    Ὁ­πωσ­δή­πο­τε ὅ­ταν ἁ­μαρ­τά­νου­με ἔ­χου­με εὐ­θύ­νη καὶ εἴ­μα­στε ἔ­νο­χοι ἀ­πέ­ναν­τι τοῦ Θε­οῦ. Ὅ­μως ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἐ­πι­ση­μαί­νει ἐ­δῶ ὅ­τι εἴ­μα­στε ἐ­πί­σης ἔ­νο­χοι ὅ­ταν ἀ­μνη­στεύ­ου­με τὴν ἁ­μαρ­τί­α καὶ μέ­νου­με σι­ω­πη­λοὶ καὶ ἀ­νε­κτι­κοὶ στὰ πα­ρά­νο­μα καὶ ἁ­μαρ­τω­λὰ ἔρ­γα ποὺ πα­ρα­τη­ροῦ­με γύ­ρω μας.

Βέ­βαι­α, ὀ­φεί­λου­με νὰ δι­ευ­κρι­νί­σου­με ὅ­τι ἄλ­λο εἶ­ναι νὰ δεί­χνου­με κα­τα­νό­η­ση στὰ ἐ­λατ­τώ­μα­τα τῶν ἄλ­λων καὶ νὰ τοὺς ἀ­νε­χό­μα­στε μὲ ὑ­πο­μο­νὴ καὶ ἀ­γά­πη πε­ρι­μέ­νον­τας τὴ δι­όρ­θω­σή τους καὶ ἄλ­λο νὰ σι­ω­ποῦ­με ἢ νὰ δι­και­ο­λο­γοῦ­με τὴν κά­θε πα­ρε­κτρο­πὴ χω­ρὶς νὰ ξε­κα­θα­ρί­ζου­με τὴ θέ­ση μας. Σὲ αὐ­τὴν τὴ δεύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση ἡ ἀ­νο­χὴ εἶ­ναι ἔ­νο­χη, δι­ό­τι προ­κα­λοῦ­με δι­πλὴ ζη­μιά: πρῶ­τον, πρὸς τοὺς ἄλ­λους, δι­ό­τι δὲν τοὺς βο­η­θοῦ­με νὰ συ­νει­δη­το­ποι­ή­σουν τὸ σφάλ­μα τους· καὶ δεύ­τε­ρον, σ᾿ ἐ­μᾶς τοὺς ἴ­διους, δι­ό­τι μὲ τὸ πέ­ρα­σμα τοῦ χρό­νου συ­νη­θί­ζου­με στὸ κα­κὸ καὶ ὑ­πάρ­χει κίν­δυ­νος κι ἐ­μεῖς νὰ πα­ρα­συρ­θοῦ­με. Γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, ἂν ἔ­χου­με ἕ­να συ­νέ­ται­ρο ποὺ προ­σπα­θεῖ νὰ κερ­δί­σει χρή­μα­τα μὲ ψεύ­δη, ἀ­δι­κί­ες ἢ ἄλ­λες πα­ρά­νο­μες συ­ναλ­λα­γές, ἀ­σφα­λῶς δὲν ἐ­πι­τρέ­πε­ται νὰ συμ­πρά­ξου­με μα­ζί του οὔ­τε νὰ σι­ω­πή­σου­με. Ἡ δι­κή μας ἀ­νε­πί­λη­πτη στά­ση καὶ σα­φὴς ἀν­τί­θε­ση, ἂν δὲν τὸν ἀ­να­χαι­τί­σει, του­λά­χι­στον θὰ τὸν προ­βλη­μα­τί­σει. Ἄλ­λο πα­ρά­δειγ­μα: Οἱ γο­νεῖς βλέ­πουν τὰ παι­διά τους ἀν­τὶ νὰ δη­μι­ουρ­γοῦν οἰ­κο­γέ­νεια μὲ τὴν εὐ­λο­γί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας στὸ Μυ­στή­ριο τοῦ Γά­μου, νὰ συ­ζοῦν ἐ­λεύ­θε­ρα. Εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ σι­ω­πή­σουν μπρο­στὰ σὲ τέ­τοι­α ἐ­κτρο­πή; Ὡς πι­στοὶ Χρι­στια­νοὶ ἔ­χουν χρέ­ος νὰ μι­λή­σουν στὰ παι­διά τους καὶ νὰ τοὺς ἐ­ξη­γή­σουν ποι­ὸ εἶ­ναι τὸ σω­στό. Μὲ ἀ­γά­πη καὶ κα­τα­νό­η­ση ἀλ­λὰ καὶ μὲ στα­θε­ρό­τη­τα καὶ σα­φή­νεια. Ὄ­χι κά­νον­τας ἀ­βα­ρί­ες καὶ ὑ­πο­χω­ρή­σεις, χά­ριν συ­ναι­σθη­μα­τι­σμοῦ. Στὴν Πα­λαι­ὰ Δι­α­θή­κη εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ τὸ πα­ρά­δειγ­μα τοῦ ἱ­ε­ρέ­ως Ἠ­λὶ ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­νῶ ἔ­βλε­πε τοὺς γυι­ούς του νὰ βε­βη­λώ­νουν τὸ θυ­σι­α­στή­ριο, δὲν τοὺς ἀ­πέ­τρε­πε ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κά, ἀλ­λὰ πε­ρι­ο­ρι­ζό­ταν σὲ κά­ποι­ες χλια­ρὲς συμ­βου­λές: «Μή, τέ­κνα», τοὺς ἔ­λε­γε. Μὴν τὸ κά­νε­τε αὐ­τό, παι­δά­κια μου!… Ὅ­μως τὰ παι­διὰ δὲν μπο­ροῦ­σαν ἔ­τσι νὰ συ­ναι­σθαν­θοῦν τὴ σο­βα­ρό­τη­τα τῆς πα­ρε­κτρο­πῆς τους κι ὁ Θε­ὸς ἀ­πο­δο­κί­μα­σε ὄ­χι μό­νο αὐ­τὰ ἀλ­λὰ καὶ τὸν πα­τέ­ρα τους γιὰ τὴν ἔ­νο­χη ἀ­νε­κτι­κή του στά­ση.

2. Συ­ναί­σθη­ση εΥ­θύ­νης

Ποι­ὰ στά­ση λοι­πὸν ὀ­φεί­λου­με νὰ τη­ροῦ­με ὥ­στε νὰ μὴ γι­νό­μα­στε συγ­κοι­νω­νοὶ στὰ ἔρ­γα τῆς ἁ­μαρ­τί­ας; «Μᾶλ­λον δὲ καὶ ἐ­λέγ­χε­τε», μᾶς προ­τρέ­πει ὁ θε­ό­πνευ­στος Ἀ­πό­στο­λος. Ἔ­χου­με χρέ­ος νὰ ἐ­λέγ­χου­με καὶ νὰ δι­α­φω­τί­ζου­με ὅ­σους βρί­σκον­ται στὸ σκο­τά­δι τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, ὄ­χι ὅ­μως καὶ νὰ τοὺς κα­τα­δι­κά­ζου­με. «Ἐ­λέγ­χειν, εἶ­πεν, οὐ κα­τα­κρί­νειν», ὑ­πο­γραμ­μί­ζει ὁ ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος. Πῶς;

Πρῶ­τον, μὲ τὸ πα­ρά­δειγ­μά μας. Ἂν ζοῦ­με σύμ­φω­να μὲ τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, τό­τε ἡ ἴ­δια μας ἡ ζω­ὴ θὰ εἶ­ναι τὸ φῶς, ποὺ δι­α­λύ­ει τὸ σκο­τά­δι καὶ γί­νε­ται σι­ω­πη­λὸς ἔ­λεγ­χος τοῦ ἁ­μαρ­τω­λοῦ κό­σμου. Ὁ ἅ­γιος Νι­κό­λα­ος Βε­λι­μί­ρο­βιτς, Σέρ­βος ἐ­πί­σκο­πος τοῦ πε­ρα­σμέ­νου αἰ­ώ­να καὶ θε­ο­λό­γος μὲ παγ­κό­σμια ἀ­κτι­νο­βο­λί­α, ση­μει­ώ­νει: «Κα­νέ­να φῶς δὲν λάμ­πει μό­νο στὸν ἑ­αυ­τό του. Τὸ φῶς τὸ ὁ­ποῖ­ο ἐ­μεῖς κα­τα­φέρ­νου­με νὰ ἀ­νά­ψου­με μέ­σα μας μὲ μα­κρὰ ἐ­ξέ­γερ­ση ἐ­νάν­τια στὴν ἁ­μαρ­τί­α καὶ τὶς ἀ­δυ­να­μί­ες, μὲ μα­κρὰ τρι­βή, δὲν θὰ λάμ­πει μό­νον σὲ μᾶς, ἀλ­λὰ θὰ τὸ βλέ­πουν κι ἐ­κεῖ­νοι ποὺ βρί­σκον­ται στὸ σκο­τά­δι γύ­ρω μας».

Ἐ­πι­πλέ­ον ἔ­χου­με ὑ­πο­χρέ­ω­ση, ὅ­πο­τε μᾶς δί­νε­ται κα­τάλ­λη­λη εὐ­και­ρί­α, νὰ ἐ­λέγ­χου­με καὶ μὲ τὰ λό­για μας. Πάν­το­τε μὲ σύ­νε­ση καὶ ἀ­γά­πη νὰ προ­ει­δο­ποι­οῦ­με τοὺς ἀ­δελ­φούς μας γιὰ τὶς κα­τα­στρε­πτι­κὲς συ­νέ­πει­ες τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καὶ νὰ τοὺς ἐ­νι­σχύ­ου­με στὸν δρό­μο τῆς με­τα­νοί­ας καὶ τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς.

Πο­λὺς λό­γος γί­νε­ται στὴν ἐ­πο­χή μας γιὰ τὴν ἀ­νε­κτι­κό­τη­τα ὡς ἀ­πα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση γιὰ τὴν ὁ­μα­λὴ κοι­νω­νι­κὴ συ­νύ­παρ­ξη. Καὶ βέ­βαι­α, αὐ­τὸ ἐκ πρώ­της ὄ­ψε­ως φαί­νε­ται θε­τι­κό. Ὅ­μως μὲ τὸ πρό­σχη­μα τῆς ἀ­νε­κτι­κό­τη­τας στὴν οὐ­σί­α ἐ­πι­χει­ρεῖ­ται νὰ κα­τα­στεῖ κοι­νω­νι­κὰ ἀ­πο­δε­κτὴ κά­θε ἁ­μαρ­τί­α καὶ δι­α­στρο­φὴ καὶ νὰ ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ κά­θε φω­νὴ δι­α­μαρ­τυ­ρί­ας καὶ ἐ­λέγ­χου. Ἂς μὴν ἀ­φή­σου­με νὰ μᾶς ἐ­πη­ρε­ά­σει αὐ­τὸ τὸ κο­σμι­κὸ πνεῦ­μα. Ἂς μὴν ἀ­φή­σου­με τὸ σκο­τά­δι νὰ κα­λύ­ψει τὰ πάν­τα γύ­ρω μας. Ἂς ἀ­νά­ψου­με τὸ φῶς τοῦ Χρι­στοῦ! Τὸ φῶς ποὺ δι­α­λύ­ει τὰ σκο­τά­δια καὶ χα­ρί­ζει στὸν ἄν­θρω­πο εἰ­ρή­νη καὶ ἐλ­πί­δα!

  (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ)

Εἶ­πεν ὁ Κύριος τήν παραβολήν ταύτην· Ἄν­θρω­πός τις ἐ­πο­ί­η­σε δεῖ­πνον μέ­γα, κα ἐ­κά­λε­σε πολ­λο­ύς· κα ἀ­πέ­στει­λε τν δοῦ­λον αὐ­τοῦ τ ὥ­ρᾳ το δε­ί­πνου εἰ­πεῖν τος κε­κλη­μέ­νοις· ἔρ­χε­σθε, ὅ­τι ἤ­δη ἕ­τοι­μά ἐ­στι πάν­τα. κα ἤρ­ξαν­το ἀ­πὸ μι­ᾶς πα­ραι­τεῖ­σθαι πάν­τες, πρῶ­τος εἶ­πεν αὐ­τῷ· ἀ­γρὸν ἠ­γό­ρα­σα, κα ἔ­χω ἀ­νάγ­κην ἐ­ξελ­θεῖν κα ἰ­δεῖν αὐ­τόν· ἐ­ρω­τῶ σε, ἔ­χε με πα­ρῃ­τη­μέ­νον. κα ἕ­τε­ρος εἶ­πε· ζεύ­γη βο­ῶν ἠ­γό­ρα­σα πέν­τε, κα πο­ρε­ύ­ο­μαι δο­κι­μά­σαι αὐ­τά· ἐ­ρω­τῶ σε, ἔ­χε με πα­ρῃ­τη­μέ­νον. κα ἕ­τε­ρος εἶ­πε· γυ­ναῖ­κα ἔ­γη­μα, κα δι­ὰ τοῦ­το ο δύ­να­μαι ἐλ­θεῖν. κα πα­ρα­γε­νό­με­νος δοῦ­λος ἐ­κεῖ­νος ἀ­πήγ­γει­λε τ κυ­ρί­ῳ αὐ­τοῦ ταῦ­τα. τό­τε ὀρ­γι­σθεὶς ὁ οἰ­κο­δε­σπό­της εἶ­πε τ δο­ύ­λῳ αὐ­τοῦ· ἔ­ξελ­θε τα­χέ­ως ες τς πλα­τε­ί­ας κα ῥύ­μας τς πό­λε­ως, κα τος πτω­χοὺς κα ἀ­να­πή­ρους κα χω­λοὺς κα τυ­φλοὺς εἰ­σά­γα­γε ὧ­δε. κα εἶ­πεν δοῦ­λος· κύ­ρι­ε, γέ­γο­νεν ς ἐ­πέ­τα­ξας, κα ἔ­τι τό­πος ἐ­στί. κα εἶ­πεν κύ­ρι­ος πρς τν δοῦ­λον· Ἔ­ξελ­θε  ες  τς  ὁ­δοὺς  κα φραγ­μοὺς κα ἀ­νάγ­κα­σον εἰ­σελ­θεῖν, ἵ­να γε­μισθῇ οἶ­κός μου. λέ­γω γρ ὑ­μῖν  ὅ­τι   οὐ­δεὶς  τν  ἀν­δρῶν   ἐ­κε­ί­νων  τν  κε­κλη­μέ­νων  γε­ύ­σε­ταί  μου  το δείπνου.                   

                                                     (Λουκ. ιδ΄[14] 16 – 24)

 ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Επε Κύριος τήν πιό κάτω παραβολ:  Κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος ἔ­κα­νε με­γά­λο βρα­δι­νὸ συμ­πό­σιο καὶ κάλεσε πολ­λούς. Ἡ χα­ρὰ καὶ ἡ ἀ­πό­λαυ­ση δη­λα­δὴ τῆς αἰ­ώ­νιας βα­σι­λεί­ας πα­ρο­μοι­ά­ζε­ται μ' ἕ­να με­γα­λο­πρε­πὲς δεῖπνο πού ἑ­τοί­μα­σε ὁ Θε­ός. Σ' αὐ­τὸ δὲν κά­λε­σε ἀρ­χι­κὰ ὅ­λους τους ἀν­θρώ­πους, ἀλλά πολ­λούς, δη­λα­δὴ μό­νο τούς Ἰου­δαί­ους. Καὶ τὴν ὥ­ρα τοῦ δεί­πνου ἔ­στει­λε τὸν δοῦλο του γιὰ νὰ πεῖ στοὺς κα­λε­σμέ­νους: Ἐ­λᾶ­τε καὶ μὴν ἀ­να­βάλ­λε­τε, δι­ό­τι εἶ­ναι πλέ­ον ὅ­λα ἕ­τοι­μα. (Σὲ κά­θε ἐ­πο­χὴ δη­λα­δὴ ὁ Θε­ὸς ἔ­στελ­νε τοὺς ἀ­πε­σταλ­μέ­νους του. Καὶ στὸ τέ­λος ἔ­στει­λε τὸν Ἰ­ω­άν­νη τὸν Βα­πτι­στὴ κι ἔ­πει­τα τὸν Υἱ­ό του, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν ἐ­ναν­θρώ­πη­σή του ἔ­λα­βε μορ­φὴ δού­λου). Τό­τε ἄρ­χι­σαν με­μιᾶς ὅ­λοι οἱ κα­λε­σμέ­νοι, ὁ ἕ­νας με­τὰ τὸν ἄλ­λον, σάν νά ἦ­ταν συ­νεν­νο­η­μέ­νοι, νὰ δι­και­ο­λο­γοῦν τὴν ἀ­που­σί­α τους ἀ­πὸ τὸ δεῖ­πνο. Ὁ πρῶ­τος τοῦ εἶπε: Ἔ­χω ἀ­γο­ρά­σει κά­ποι­ο χω­ρά­φι καὶ πρέ­πει νὰ βγῶ ἔξω καὶ νὰ τὸ δῶ. Σὲ πα­ρα­κα­λῶ, θε­ώ­ρη­σέ με δικαιολογημένο καὶ ἀ­παλ­λαγ­μέ­νο ἀ­πὸ τὴν ὑ­πο­χρέ­ω­ση νὰ ἔλ­θω. Ἄλ­λος πά­λι τοῦ εἶ­πε: Ἔ­χω ἀ­γο­ρά­σει πέν­τε ζευγάρια βό­δια καὶ πη­γαί­νω νὰ τὰ δο­κι­μά­σω. Σὲ πα­ρα­καλῶ, συγ­χώ­ρη­σε τὴ δι­και­ο­λο­γη­μέ­νη ἀ­που­σί­α μου. Κι ἕ­νας ἄλ­λος τοῦ εἶ­πε: Εἶ­μαι νι­ό­παν­τρος καὶ γι’ αὐτό δὲν μπο­ρῶ νὰ ἔλ­θω. Δη­λα­δὴ οἱ προ­σκε­κλημένοι ὅ­λοι ἀ­πορ­ρο­φή­θη­καν ἀ­πὸ τὶς βι­ο­τι­κὲς καὶ τὶς σαρκικές τους μέ­ρι­μνες καὶ ἀ­δι­α­φό­ρη­σαν γιὰ τὴν πρό­σκληση τοῦ Θε­οῦ, ὁ ὁποῖος τοὺς κα­λοῦ­σε νὰ γί­νουν μέ­τοχοι καί κληρονόμοι τῆς βα­σι­λεί­ας του. Ὅ­ταν λοι­πὸν γύ­ρι­σε ὁ δοῦ­λος ἐ­κεῖ­νος, δι­η­γή­θη­κε στὸν κύ­ριό του τὰ ὅ­σα τοῦ εἶ­παν οἱ κα­λε­σμέ­νοι. Τό­τε ὁ νοι­κο­κύ­ρης θύ­μω­σε καὶ εἶ­πε στὸ δοῦλο του: Βγὲς γρή­γο­ρα στὶς πλα­τεῖ­ες καὶ στὰ στε­νὰ τῆς πό­λε­ως καὶ φέ­ρε ἐ­δῶ μέ­σα τοὺς φτω­χούς, τοὺς σα­κά­τη­δες, τοὺς χω­λοὺς καὶ τοὺς τυ­φλοὺς πού θὰ βρεῖς ἐκεῖ. Κά­λε­σε δη­λα­δὴ ὅ­σους εἶ­ναι πε­ρι­φρο­νη­μέ­νοι με­τα­ξὺ τῶν Ἰσ­ρα­η­λι­τῶν, ἀφοῦ οἱ ἐ­πί­ση­μοι ἄρ­χον­τες τοῦ Ἰσ­ρα­ὴλ ἀρ­νοῦν­ται νὰ δεχθοῦν τὴ σω­τη­ρί­α πού τοὺς προ­σφέ­ρει ὁ Μεσ­σί­ας. Ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ λί­γο ἐ­πέ­στρε­ψε πά­λι ὁ δοῦ­λος καὶ εἶ­πε: Κύ­ρι­ε, ἔ­γι­νε ὅ­πως δι­έ­τα­ξες, καὶ ὑ­πάρ­χει ἀ­κό­μη τό­πος ἀ­δεια­νὸς στὸ σπί­τι γιὰ νὰ προ­σκλη­θοῦν κι ἄλ­λοι. Τό­τε εἶ­πε ὁ κύ­ριος στὸ δοῦλο: Βγὲς ἔ­ξω ἀ­π' τὴν πό­λη στοὺς δρό­μους καὶ στοὺς φρά­χτες τῶν κτη­μά­των, ὅ­που συ­νή­θως μα­ζεύ­ον­ται οἱ πε­ρι­πλα­νώ­με­νοι, πού δὲν ἔ­χουν σπί­τι καὶ μό­νι­μη κα­τοι­κί­α. Κι ἐ­πει­δὴ αὐ­τοὶ θὰ δι­στά­ζουν ἀ­πὸ συ­στο­λὴ νὰ πά­ρουν μέ­ρος στὸ δεῖ­πνο μου, πα­ρα­κί­νη­σέ τους ἐ­πί­μο­να νὰ μποῦν ἐ­δῶ, γιὰ νὰ γε­μί­σει τὸ σπί­τι μου. Προ­σκά­λε­σε δη­λα­δὴ καὶ τοὺς ἐ­θνι­κοὺς νὰ πά­ρουν μέ­ρος στὰ ἀ­γα­θὰ τῆς βα­σι­λεί­ας μου. Δι­ό­τι σᾶς βε­βαι­ώ­νω ὅ­τι κα­νέ­νας ἀ­πό τους ἀν­θρώ­πους ἐ­κεί­νους πού κά­λε­σα  ὄ­χι μό­νο δὲν θὰ κα­θί­σει, ἀλ­λ' οὔτε κἄν θὰ γευ­θεῖ τὸ δεῖ­πνο μου.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου