Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ

(19 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2021)


 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ)

Ἀδελφοί, πστει πα­ρῴ­κη­σεν Ἀβραάμ ες τήν γν τς ἐ­παγ­γε­λί­ας ὡς ἀλ­λο­τρί­αν, ν σκη­ναῖς κα­τοι­κή­σας με­τὰ Ἰ­σα­ὰκ κα Ἰ­α­κὼβ τν συγ­κλη­ρο­νό­μων τς ἐ­παγ­γε­λί­ας τς αὐ­τῆς· ἐ­ξε­δέ­χε­το γρ τν τος θε­με­λί­ους ἔ­χου­σαν πό­λιν, ς τε­χνί­της κα δη­μι­ουρ­γὸς Θε­ός.  Κα τ ἔ­τι λέ­γω; ἐ­πι­λε­ί­ψει γρ με δι­η­γο­ύ­με­νον χρό­νος πε­ρὶ Γε­δε­ών, Βα­ράκ, Σαμ­ψών, Ἰ­ε­φθά­ε, Δαυ­ῒδ τε κα Σα­μου­ὴλ κα τν προ­φη­τῶν, ο δι­ὰ πί­στε­ως κα­τη­γω­νί­σαν­το βα­σι­λε­ί­ας, εἰρ­γά­σαν­το δι­και­ο­σύ­νην, ἐ­πέ­τυ­χον ἐ­παγ­γε­λι­ῶν, ἔ­φρα­ξαν στό­μα­τα λε­όν­των, ἔ­σβε­σαν δύ­να­μιν πυ­ρός, ἔ­φυ­γον στό­μα­τα μα­χα­ί­ρας, ἐ­νε­δυ­να­μώ­θη­σαν ἀ­πὸ ἀ­σθε­νε­ί­ας, ἐ­γε­νή­θη­σαν ἰ­σχυ­ροὶ ἐν πο­λέ­μῳ, πα­ρεμ­βο­λὰς ἔ­κλι­ναν ἀλ­λο­τρί­ων· ἔ­λα­βον γυ­ναῖ­κες ξ ἀ­να­στά­σε­ως τος νε­κροὺς αὐ­τῶν· ἄλ­λοι δ ἐ­τυμ­πα­νί­σθη­σαν, ο προσ­δε­ξά­με­νοι τν ἀ­πο­λύ­τρω­σιν, ἵ­να κρε­ίτ­το­νος ἀ­να­στά­σε­ως τύ­χω­σιν· ἕ­τε­ροι δ ἐμ­παιγ­μῶν κα μα­στί­γων πεῖ­ραν ἔ­λα­βον, ἔ­τι δ δε­σμῶν κα φυ­λα­κῆς· ἐ­λι­θά­σθη­σαν, ἐ­πρί­σθη­σαν, ἐ­πει­ρά­σθη­σαν, ν φό­νῳ μα­χα­ί­ρας ἀ­πέ­θα­νον, πε­ρι­ῆλ­θον ν μη­λω­ταῖς, ν αἰ­γε­ί­οις δέρ­μα­σιν, ὑ­στε­ρο­ύ­με­νοι, θλι­βό­με­νοι, κα­κου­χο­ύ­με­νοι, ν οκ ν ἄ­ξι­ος ὁ κό­σμος, ἐ­ν ἐ­ρη­μί­αις πλα­νώ­με­νοι κα ὄ­ρε­σι κα σπη­λα­ί­οις κα τας ὀ­παῖς τς γς. Κα οὗ­τοι πάν­τες μαρ­τυ­ρη­θέν­τες δι­ὰ τς πί­στε­ως οκ ἐ­κο­μί­σαν­το τν ἐ­παγ­γε­λί­αν, το Θε­οῦ πε­ρὶ ἡ­μῶν κρεῖτ­τόν τι προ­βλε­ψα­μέ­νου, ἵ­να μ χω­ρὶς ἡ­μῶν τε­λει­ω­θῶ­σι.

                                                             (Ἑβρ. ια΄[11] 9-10, 32- 40)

 

ΑΤΕΝΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΟΥΡΑΝΙΑ ΠΟΛΗ

ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ: «Ἐ­ξε­δέ­χε­το τὴν τοὺς θε­με­λί­ους ἔ­χου­σαν πό­λιν, ἧς τε­χνί­της καὶ δη­μι­ουρ­γὸς ὁ Θε­ὸς»

Ἡ Κυ­ρια­κὴ πρὸ τῶν Χρι­στου­γέν­νων μᾶς φέρ­νει ἤ­δη σὲ ἀ­πό­στα­ση ἀ­να­πνο­ῆς ἀ­πὸ τὴ με­γά­λη ἑ­ορ­τὴ τῆς Γεν­νή­σε­ως τοῦ Κυ­ρί­ου μας. 

Μέ­σα σ᾿ αὐ­τὴν τὴν ἀ­τμό­σφαι­ρα μᾶς εἰ­σά­γει καὶ τὸ Ἀ­πο­στο­λι­κό μας ἀ­νά­γνω­σμα, κα­θὼς προ­βάλ­λει ἐ­νώ­πιό μας τὶς με­γά­λες μορ­φὲς τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης, ποὺ προ­ε­τοί­μα­σαν τὸν ἐρ­χο­μὸ τοῦ Κυ­ρί­ου. Ἀ­νά­με­σά τους βέ­βαι­α ξε­χω­ρί­ζει ὁ μέ­γας Πα­τριά­ρχης Ἀ­βρα­άμ. 

Ὁ Ἀ­βρα­άμ! Ὁ Πα­τριά­ρχης μὲ τὴ με­γά­λη πί­στη, ποὺ ἀ­κό­μα καὶ στὴ Γῆ τῆς Ἐ­παγ­γε­λί­ας, στὸν τό­πο δη­λα­δὴ ποὺ τοῦ ὑ­πο­σχέ­θη­κε γιὰ δι­κό του ὁ Θε­ός, ἔ­με­νε σὰν ξέ­νος καὶ κα­τοι­κοῦ­σε σὲ σκη­νές. Για­τί; Δι­ό­τι, λέ­γει τὸ ἀ­νά­γνω­σμά μας, εἶ­χε τὰ μά­τια τῆς ψυ­χῆς του στραμ­μέ­να πρὸς τὴν Οὐ­ρά­νια Πό­λη, τὴ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. Ἐ­κεῖ, ποὺ μὲ τὸ πα­ρά­δειγ­μά του κα­τευ­θύ­νει καὶ ὅ­λους ἐ­μᾶς! 

Ἂς δοῦ­με ὅ­μως: Ποῦ ἔ­χου­με συ­νή­θως ἐ­μεῖς σή­με­ρα στραμ­μέ­να τὰ μά­τια μας καὶ πῶς θὰ ἐ­πι­τύ­χου­με νὰ τὰ στρέ­ψου­με πρὸς αὐ­τὴν τὴν Οὐ­ρά­νια καὶ ἀ­σά­λευ­τη Πό­λη τοῦ Θε­οῦ.

1. ΞΕΧΑΣΜΕΝΟΙ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟΥΤΟ

Τὸ ποῦ ἔ­χου­με στραμ­μέ­να τὰ μά­τια μας δὲν εἶ­ναι δύ­σκο­λο νὰ τὸ δι­α­πι­στώ­σου­με, ἂν κα­θρε­φτί­σου­με τὸν ἑ­αυ­τό μας ἐ­πά­νω στὴ ζω­ὴ τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­βρα­άμ. 

Ὁ μέ­γας Πα­τριά­ρχης ἔ­ζη­σε, ὡς γνω­στό, πε­ρί­που 2.000 χρό­νια πρὸ Χρι­στοῦ, σὲ μί­α ἐ­πο­χή, ποὺ οἱ ἄν­θρω­ποι ἦ­σαν στὴν ἄ­γνοι­α καὶ ὁ ἴ­διος ὁ Ἀ­βρα­ὰμ ἐ­λά­χι­στα πράγ­μα­τα γνώ­ρι­ζε γιὰ τὴν Οὐ­ρά­νια Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. Ἑ­πο­μέ­νως θὰ ἦ­ταν φυ­σι­κὸ νὰ στρέ­ψει καὶ αὐ­τὸς τὴν προ­σο­χή του σὲ γή­ι­νες ὑ­πο­θέ­σεις καί, ἐφ᾿ ὅ­σον ὁ Θε­ὸς ὑ­πο­σχέ­θη­κε νὰ χα­ρί­σει στο­ν ἴ­διο καὶ τοὺς ἀ­πο­γό­νους του τὴν πε­ρι­ο­χὴ τῆς Χα­να­άν, θὰ πε­ρι­μέ­να­με νὰ τὸν δοῦ­με νὰ φτιά­χνει ἐ­κεῖ σπί­τια με­γά­λα, γιὰ νὰ τὰ ἀ­φή­σει στὰ παι­διά του – δε­δο­μέ­νου μά­λι­στα ὅ­τι ἦ­ταν πλού­σιος. 

Ὅ­μως ὁ εὐ­λο­γη­μέ­νος αὐ­τὸς ἄν­θρω­πος τοῦ Θε­οῦ δὲν ἔ­κτι­σε οὔ­τε ἕ­να μι­κρὸ σπι­τά­κι, πα­ρὰ πέ­ρα­σε ὅ­λη τὴ ζω­ή του μέ­σα σὲ σκη­νές. Σὲ σκη­νές! Γιὰ νὰ μὴ κολ­λή­σει ἡ καρ­διά του στὴ γῆ, γιὰ νὰ μὴ ξε­χα­σθεῖ στὸν μά­ται­ο τοῦ­το κό­σμο, γιὰ νὰ μὴ λη­σμο­νή­σει ὅ­τι εἶ­ναι πε­ρα­στι­κὸς καὶ δι­α­βά­της σ᾿ αὐ­τὴ τὴ ζω­ὴ καὶ ὅ­τι ἡ ἀ­λη­θι­νὴ πα­τρί­δα του εἶ­ναι ὁ Οὐ­ρα­νός. 

Ἐ­κεῖ­νος 2.000 χρό­νια πρὸ Χρι­στοῦ. Ἐ­μεῖς 2.000 χρό­νια με­τὰ Χρι­στόν. Ἐ­κεῖ­νος σὲ σκη­νές, μὲ τὴν καρ­διά του στὸν Οὐ­ρα­νό! Ἐ­μεῖς; 

Ἐ­μεῖς, ἢ μᾶλ­λον ἀρ­κε­τοὶ ἀ­πὸ ἐ­μᾶς – δι­ό­τι ὑ­πάρ­χουν καὶ ἐ­ξαι­ρέ­σεις – εἴ­μα­στε ἀ­ξι­ο­λύ­πη­τοι. Οἱ με­θυ­σμέ­νοι συ­χνὰ γυ­ρί­ζουν στοὺς δρό­μους καὶ δὲν θυ­μοῦν­ται οὔ­τε τὸ σπί­τι τους, γι᾿ αὐ­τὸ καὶ κοι­μοῦν­ται ὅ­που τύ­χει. Καὶ κά­ποι­οι ἀ­πὸ ἐ­μᾶς δυ­στυ­χῶς τοὺς μοι­ά­ζου­με! Γυρ­νᾶ­με καὶ μεῖς στοὺς δρό­μους! Καὶ ἔ­χου­με φτά­σει οὔ­τε νὰ ξεύ­ρου­με ποῦ πᾶ­με, οὔ­τε τὸ οὐ­ρά­νιο σπί­τι μας νὰ θυ­μό­μα­στε, νὰ ξε­χ­ωά­με καὶ τὴν γλυ­κειὰ οἰ­κο­γέ­νειά μας στὸ Πα­λά­τι τοῦ Πα­τέ­ρα μας. 

Με­θυ­σμέ­νοι! Ἀ­πὸ τὶς πρό­σκαι­ρες ἀ­πο­λαύ­σεις τοῦ κό­σμου. Ἀ­πὸ τὸ χρῆ­μα, ποὺ χά­νε­ται, τὴ δό­ξα, ποὺ μα­ραί­νε­ται, τὶς ἡ­δο­νές, ποὺ φεύ­γουν. Γε­μά­τοι ἀ­πὸ τὸ πε­ρί­φη­μο ἄγ­χος τῆς ἐ­πο­χῆς μας τρέ­χου­με δια­ρκῶς, ἄλ­λοι στὶς ἀ­τέ­λει­ω­τες δου­λει­ές μας, ἄλ­λοι στὶς «σπου­δαῖ­ες»(!) σπου­δές μας, ὅ­λοι στὶς τό­σες καὶ τό­σο πο­λὺ «ἀ­ναγ­καῖ­ες»(!) ὑ­πο­χρε­ώ­σεις μας. 

Με­θυ­σμέ­νοι! Μὲ τὰ μά­τια στραμ­μέ­να στὴ γῆ, στὰ προ­βλή­μα­τά μας, στὶς ὑ­πο­θέ­σεις, στὶς δι­α­σκε­δά­σεις, στὸν του­ρι­σμό μας. Μὲ τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον μας ὅ­λο στὸν κό­σμο τοῦ­το. Σὰν νά ᾿χου­με φτά­σει στὸ Ὁ­μη­ρι­κὸ νη­σὶ τῶν Λω­το­φά­γων. Ἐ­κεῖ, ποὺ ἔ­τρω­γαν οἱ τα­ξι­δι­ῶ­τες τοὺς λω­τοὺς καὶ λη­σμο­νοῦ­σαν τὴν πα­τρί­δα. 

2.000 χρό­νια με­τὰ Χρι­στὸν καὶ νὰ μὴ ξεύ­ρου­με ποῦ πᾶ­με σὰν με­θυ­σμέ­νοι λω­το­φά­γοι! Νὰ κιν­δυ­νεύ­ου­με, ἂν ἀ­να­χω­ρή­σου­με ξαφ­νι­κά, νὰ μεί­νου­με ἔ­ξω του Νυμ­φῶ­νος. Τί πᾶ­με νὰ πά­θου­με! Τί θά ᾿πρε­πε λοι­πὸν νὰ κά­νου­με; 

2. ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ

–Ὥ­ρα εἶ­ναι νὰ μᾶς πεῖς πὼς πρέ­πει νὰ ζοῦ­με σὲ σκη­νὲς σὰν τοὺς τσιγ­γά­νους ἴ­σως ἑ­τοι­μά­ζον­ται νὰ ψι­θυ­ρί­σουν με­ρι­κοί.

Σὲ σκη­νές! Ποι­ὸς θὰ τολ­μοῦ­σε νὰ πεῖ: Σή­με­ρα μά­λι­στα, στὴν ἐ­πο­χὴ τῆς ἠ­λε­κτρο­νι­κῆς τε­χνο­λο­γί­ας ὅ­που χα­ϊ­δεύ­ει κουμ­πιὰ καὶ πλέ­νον­ται ὡς καὶ τὰ πιά­τα μο­να­χά τους. Λοι­πόν, δὲν εἶ­ναι γιὰ τὰ μέ­τρα μας τὸ ἐ­πί­πε­δο τοῦ Ἀ­βρα­ὰμ καὶ τῶν ἁ­γί­ων, τῶν ἀ­σκη­τῶν. Καὶ τοῦ Κυ­ρί­ου μας πρω­τί­στως, ὁ Ὁ­ποῖ­ος δὲν εἶ­χε ποῦ νὰ ἀ­κουμ­πή­σει τὸ κε­φά­λι Του: «ὁ υἱ­ὸς τοῦ ἀν­θρώ­που οὐκ ἔ­χει ποῦ τὴν Κε­φα­λὴν κλί­νῃ» (Ματθ. η΄[8] 20).

Ναί, δὲν εἶ­ναι αὐ­τὰ γιὰ τὰ μέ­τρα μας. Ἀλ­λὰ δὲν θὰ ᾿πρε­πε του­λά­χι­στον νὰ προ­σγει­ω­θοῦ­με καὶ ἐ­μεῖς λι­γά­κι, νὰ μὴ πε­τᾶ­με στὰ σύν­νε­φα; Δη­λα­δή; 

Πρω­τί­στως νὰ συ­νει­δη­το­ποι­ή­σου­με πὼς ἐ­δῶ εἴ­μα­στε ἐ­ξό­ρι­στοι, δὲν εἶ­ναι ἐ­δῶ ἡ Πα­τρί­δα μας. Ἡ Πα­τρί­δα μας, τὸ σπί­τι τὸ πα­τρι­κό μας εἶ­ναι ΕΚΕΙ, πέ­ρα ἀ­πὸ τὸν κό­σμο τοῦ­το. Ἐ­δῶ εἴ­μα­στε στὸν δρό­μο, σὲ ξε­νο­δο­χεῖ­ο, πε­ρα­στι­κοὶ καὶ δι­α­βά­τες. 70, 80, 100 χρό­νια τὸ πο­λὺ καὶ τε­λει­ώ­σα­με. Ἔ­πει­τα... ἡ μό­νι­μη κα­τοι­κί­α. Πα­ρά­δει­σος Κό­λα­ση! Λοι­πόν, τί κυ­νη­γᾶ­με τοὺς κα­πνούς, τὸν κουρ­νια­χτό. ποὺ τὰ σκορ­πί­ζει ὁ θά­να­τος; Ἂς ξε­κολ­λή­σου­με ἀ­πὸ αὐ­τά. Νὰ ση­κώ­σου­με τὰ μά­τια μας ψη­λά. Νὰ ἀν­τι­κρύ­ζου­με ἐ­κεί­νη, τὴν αἰ­ώ­νια Πό­λη, «τὴν τοὺς θε­με­λί­ους ἔ­χo­υ­σαν», τῆς ὁ­ποί­ας ἀρ­χι­τέ­κτων καὶ κτί­στης εἶ­ναι ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός! 

Ναί! Καὶ θὰ μᾶς βά­λει νὰ κα­τοι­κή­σου­με σ᾿ αὐ­τήν, ἐφ᾿ ὅ­σο βέ­βαι­α τὸ θε­λή­σου­με καὶ ἐ­μεῖς, καὶ ἀν­τα­πο­κρι­θοῦ­με. Καὶ αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ δεύ­τε­ρο ση­μεῖ­ο, ποὺ πρέ­πει ἐ­δῶ τώ­ρα νὰ ὑ­πο­γραμ­μί­σου­με: Ἡ ἀν­τα­πό­κρι­σή μας. 

Ἐ­ὰν λοι­πὸν πράγ­μα­τι συ­νει­δη­το­ποι­ή­σου­με τὴν προ­σω­ρι­νό­τη­τά μας καὶ τὴ μα­ται­ό­τη­τα ὅ­λων τῶν ἀ­γα­θῶν τοῦ κό­σμου τού­του, δὲν ἀ­πο­μέ­νει πα­ρὰ νὰ φρον­τί­σου­με νὰ ἀ­πο­κτή­σου­με αἰ­ώ­νια ἀ­γα­θά. Νὰ χτί­σου­με σπί­τια στὸν Οὐ­ρα­νό! 

Καὶ γιὰ νὰ μὴ τὸ λέ­με αὐ­τὸ ἁ­πλῶς θε­ω­ρη­τι­κά, ἂς τὸ κά­νου­με πρα­κτι­κό­τε­ρο. Χρι­στού­γεν­να ἔρ­χον­ται! Βέ­βαι­α καὶ θὰ ἐ­ξομο­λο­γη­θοῦ­με καὶ θὰ ἑ­τοι­μα­στοῦ­με οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι νὰ κοι­νω­νή­σου­με. Ἀλ­λὰ ἂς μὴ λη­σμο­νή­σου­με ὅ­τι, ὅ­πως τό­τε στὴ Βη­θλε­έμ, ἔ­τσι καὶ σή­με­ρα ὁ Χρι­στός μας εἶ­ναι ἄ­στε­γος! Δὲν ἔ­χει σπί­τι νὰ μεί­νει! Εἶ­ναι ἄ­στε­γος στὰ πρό­σω­πα τό­σων φτω­χῶν ἀν­θρώ­πων, οἱ ὁ­ποῖ­οι κα­τοι­κοῦν σὲ τρῶ­γλες, σὲ κα­λύ­βες, σὲ ἐ­ρεί­πια. Ἔ! Τὰ ὑ­πό­λοι­πα τὰ κα­τα­λα­βαί­νου­με. Ἂς φρον­τί­σου­με νὰ δώ­σου­με, ὅ­σο ὁ κα­θέ­νας μας μπο­ρεῖ, κά­ποι­ο σπί­τι καὶ στὸν ἄ­στε­γο Κύ­ριό μας, στοὺς φτω­χοὺς δη­λα­δὴ ἀ­δελ­φούς Του. 

Κά­ποι­ο σπί­τι στὸν Κύ­ριο! Δη­λα­δὴ τὸ δι­κό μας πα­λά­τι στὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα! 

Ὢ ἀ­δελ­φοί! Ὢ ἀ­δελ­φοί! Τά­χα δὲν ἐ­τρά­βη­ξε πο­λὺ αὐ­τὴ ἡ ἱ­στο­ρί­α; Νὰ θέ­λου­με νὰ βροῦ­με μό­νι­μη χα­ρὰ ἐ­δῶ στὴν ἐ­ξο­ρί­α! Σὰν Λω­το­φά­γοι της ζω­ῆς! 

Φτά­νει λοι­πόν! Ὅ­λοι μας νὰ ση­κώ­σου­με λί­γο ψη­λὰ τὰ μά­τια. Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ νό­η­μα τῶν Χρι­στου­γέν­νων: «Χρι­στὸς ἐ­πὶ γῆς, ὑ­ψώ­θη­τε»! Νὰ ὑ­ψω­θοῦ­με πά­νω ἀ­πὸ τὴ γῆ. Νὰ στρα­φοῦ­με πρὸς τὸν Οὐ­ρα­νό. Τὰ μά­τια μας νὰ βλέ­πουν ἐ­κεί­νη ἐ­κεῖ τὴν μό­νι­μη Πα­τρί­δα! Καὶ τὰ χεί­λη μας νὰ τῆς γλυ­κο­μι­λοῦν μα­ζὶ μὲ τὸν ἱ­ε­ρὸ Αὐ­γου­στί­νο: 

«Ὢ Πα­τρί­δα μας, Πα­τρί­δα ἀ­σφα­λι­σμέ­νη! Ἀ­πὸ μα­κριὰ σὲ βλέ­που­με· ἀ­πὸ τὴ θά­λασ­σα ἐ­τού­τη σὲ χαι­ρε­τᾶ­με· ἀ­πὸ αὐ­τὴν τὴν κοι­λά­δα πρὸς ἐ­σέ­να ἀ­να­πνέ­ου­με καὶ προ­σπα­θοῦ­με μὲ δά­κρυ­α μή­πως πο­τὲ μπο­ρέ­σου­με νὰ φθά­σου­με σὲ σέ­να». Σὲ σέ­να γλυ­κειά, παμ­πό­θη­τη, πα­νέν­δο­ξη Οὐ­ρά­νια Πα­τρί­δα!   

  (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ)

Ββλος γε­νέ­σε­ως Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, υἱ­οῦ Δαυ­ῒδ, υἱ­οῦ Ἀ­βρα­άμ. Ἀ­βρα­ὰμ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­σα­άκ, Ἰ­σα­ὰκ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­α­κώβ, Ἰ­α­κὼβ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ού­δαν κα τος ἀ­δελ­φοὺς αὐ­τοῦ, Ἰ­ο­ύ­δας δ ἐ­γέν­νη­σε τν Φα­ρὲς κα τν Ζα­ρὰ κ τς Θμαρ, Φα­ρὲς δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἑσ­ρώμ, Ἑσ­ρὼμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­ράμ, Ἀ­ρὰμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­μι­να­δάβ, Ἀ­μι­να­δὰβ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Να­ασ­σών, Να­ασ­σὼν δ ἐ­γέν­νη­σε τν Σαλ­μών, Σαλ­μὼν δ ἐ­γέν­νη­σε τν Βο­ὸζ κ τς Ρα­χάβ, Βο­ὸζ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ὠ­βὴδ ἐκ τς Ρούθ, Ὠ­βὴδ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­εσ­σαί, Ἰ­εσ­σαὶ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Δαυ­ῒδ τν βα­σι­λέ­α. Δαυ­ῒδ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Σο­λο­μῶν­τα κ τς το Οὐ­ρί­ου, Σο­λο­μὼν δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ρο­βο­άμ, Ρο­βο­ὰμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­βιά, Ἀ­βι­ὰ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­σά, Ἀ­σὰ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ω­σα­φάτ, Ἰ­ω­σα­φὰτ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ω­ράμ, Ἰ­ω­ρὰμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ὀ­ζί­αν, Ὀ­ζί­ας δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ω­ά­θαμ, Ἰ­ω­ά­θαμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­χαζ, Ἀ­χαζ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἑ­ζε­κί­αν, Ἑ­ζε­κί­ας δ ἐ­γέν­νη­σε τν Μα­νασ­σῆ, Μα­νασ­σῆς δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­μών, Ἀ­μὼν δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ω­σί­αν, Ἰ­ω­σί­ας δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ε­χο­νί­αν κα τος ἀ­δελ­φοὺς αὐ­τοῦ ἐ­πὶ τς με­τοι­κε­σί­ας Βα­βυ­λῶ­νος. Με­τὰ δ τν με­τοι­κε­σί­αν Βα­βυ­λῶ­νος Ἰ­ε­χο­νί­ας ἐ­γέν­νη­σε τν Σα­λα­θι­ήλ, Σα­λα­θι­ὴλ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ζο­ρο­βά­βελ, Ζο­ρο­βά­βελ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­βι­ο­ύδ, Ἀ­βι­οὺδ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἐ­λι­α­κε­ίμ, Ἐ­λι­α­κεὶμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­ζώρ, Ἀ­ζὼρ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Σα­δώκ, Σα­δὼκ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­χε­ίμ, Ἀ­χεὶμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἐ­λι­ούδ, Ἐ­λι­οὺδ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἐ­λε­ά­ζαρ, Ἐ­λε­ά­ζαρ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ματ­θάν, Ματ­θὰν δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­α­κώβ, Ἰ­α­κὼβ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ω­σὴφ τν ἄν­δρα Μα­ρί­ας, ξ ς ἐ­γεν­νή­θη Ἰ­η­σοῦς ὁ λε­γό­με­νος Χρι­στός. Πᾶ­σαι ον α γε­νε­αὶ ἀ­πὸ Ἀ­βρα­ὰμ ἕ­ως Δαυ­ῒδ γε­νε­αὶ δε­κα­τέσ­σα­ρες, κα ἀ­πὸ Δαυ­ῒδ ἕ­ως τς με­τοι­κε­σί­ας Βα­βυ­λῶ­νος γε­νε­αὶ δε­κα­τέσ­σα­ρες, κα ἀ­πὸ τς με­τοι­κε­σί­ας Βα­βυ­λῶ­νος ἕ­ως το Χρι­στοῦ γε­νε­αὶ δε­κα­τέσ­σα­ρες. Το δ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ γέ­ννη­σις οὕ­τως ν· μνη­στευ­θε­ί­σης τς μη­τρὸς αὐ­τοῦ Μα­ρί­ας τ Ἰ­ω­σήφ, πρν συ­νελ­θεῖν αὐ­τοὺς εὑ­ρέ­θη ν γα­στρὶ ἔ­χου­σα ἐκ Πνε­ύ­μα­τος ἁ­γί­ου. Ἰ­ω­σὴφ δ ἀ­νὴρ αὐ­τῆς, δί­και­ος ν κα μ θέ­λων αὐ­τὴν πα­ρα­δειγ­μα­τί­σαι, ἐ­βου­λή­θη λά­θρᾳ ἀ­πο­λῦ­σαι αὐ­τήν. Ταῦ­τα δ αὐ­τοῦ ἐν­θυ­μη­θέν­τος ἰ­δοὺ ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου κα­τ' ὄ­ναρ ἐ­φά­νη αὐ­τῷ λέ­γων· Ἰ­ω­σὴφ υἱ­ὸς Δαυ­ῒδ, μ φο­βη­θῇς πα­ρα­λα­βεῖν Μα­ρι­ὰμ τν γυ­ναῖ­κά σου, τ γρ ν αὐ­τῇ γεν­νη­θὲν κ πνεύ­μα­τός ἐ­στιν ἁ­γί­ου· τέ­ξε­ται δ υἱ­ὸν κα κα­λέ­σεις τ ὄ­νο­μα αὐ­τοῦ Ἰ­η­σοῦν, αὐ­τὸς γρ σώ­σει τν λα­ὸν αὐ­τοῦ ἀ­πὸ τν ἁ­μαρ­τι­ῶν αὐ­τῶν. Τοῦ­το δ ὅ­λον  γέ­γο­νεν ἵ­να πλη­ρω­θῇ τ ῥη­θὲν ὑ­πὸ το Κυ­ρί­ου δι­ὰ το προ­φή­του λέ­γον­τος· Ἰ­δοὺ ἡ παρ­θέ­νος ν γα­στρὶ ἕ­ξει κα τέ­ξε­ται υἱ­όν, κα κα­λέ­σου­σι τ ὄ­νο­μα αὐ­τοῦ Ἐμ­μα­νου­ήλ, ἐ­στιν με­θερ­μη­νευ­ό­με­νον Μεθ' ἡ­μῶν ὁ Θε­ός. Δι­ε­γερ­θεὶς δ Ἰ­ω­σὴφ ἀ­πὸ το ὕ­πνου ἐ­πο­ί­η­σεν ὡς προ­σέ­τα­ξεν αὐ­τῷ ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου κα πα­ρέ­λα­βε τν γυ­ναῖ­κα αὐ­τοῦ, κα οκ ἐ­γί­νω­σκεν αὐ­τὴν ἕ­ως ο ἔ­τε­κε τν υἱ­όν αὐ­τῆς τν πρω­τό­το­κον, κα ἐ­κά­λε­σε τ ὄ­νο­μα αὐ­τοῦ Ἰ­η­σοῦν.       

    (Ματθ. α΄[1] 1-25)                                           

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Γε­νε­α­λο­γι­κὸς κα­τά­λο­γος στὸν ὁποῖο φαί­νε­ται ἀ­κρι­βῶς ἀ­πὸ ποῦ κα­τά­γε­ται ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, ὁ ἀ­πό­γο­νος τοῦ Δα­βίδ, ὁ ὁποῖος πά­λι ἦ­ταν ἀ­πό­γο­νος τοῦ Ἀ­βρα­άμ. Ὁ Ἀ­βρα­ὰμ γέν­νη­σε τὸν Ἰ­σα­άκ, ὁ Ἰ­σα­ὰκ γέν­νη­σε τὸν Ἰ­α­κώβ, ὁ Ἰ­α­κὼβ γέν­νη­σε τὸν Ἰ­ού­δα καὶ τοὺς ἀ­δελ­φούς του, ὁ Ἰ­ού­δας γέν­νη­σε δί­δυ­μα παι­διά, τὸν Φα­ρὲς καὶ τὸν Ζα­ρὰ ἀ­πὸ τὴ νύ­φη του τὴ Θά­μαρ, ὁ Φα­ρὲς γέν­νη­σε τὸν Ἐσρώμ, ὁ Ἐσρώμ γέν­νη­σε τὸν Ἀ­ράμ, ὁ Ἀ­ρὰμ γέν­νη­σε τὸν Ἀμιναδάβ, ὁ Ἀ­μι­να­δὰβ γέν­νη­σε τὸν Να­ασ­σών, ὁ Ναασσών γέν­νη­σε τὸν Σαλ­μών, ὁ Σαλμών γέν­νη­σε τὸν Βο­ὸζ ἀ­πὸ τὴ Ρα­χὰβ τὴν πόρνη, ἡ ὁποία δέ­χθη­κε στὴν Ἱ­ε­ρι­χώ τοὺς κα­τα­σκό­πους τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ καὶ τοὺς φυ­γά­δευ­σε σώ­ους· ὁ Βο­ὸζ γέν­νη­σε τὸν Ὠβήδ ἀ­πὸ τὴ Ρούθ, ἡ ὁ­ποί­α ὡς προσή­λυ­τη Μω­α­βί­τισ­σα κα­τα­γό­ταν ἀ­πὸ ἔ­θνος πο­λὺ μι­ση­τὸ σ­τοὺς Ἑ­βραί­ους· ὁ Ὠβήδ γέννησε τὸν Ἰεσσαί, ὁ Ἰεσσαί γέν­νη­σε τὸν Δα­βὶδ τὸν βα­σι­λιά. Ὁ Δα­βὶδ ὁ βα­σι­λιὰς γέν­νη­σε τὸν Σο­λο­μών­τα ἀ­πὸ τὴ γυ­ναί­κα πού ὑ­πῆρ­ξε σύ­ζυ­γος τοῦ Οὐρία, γιὰ νὰ φαί­νε­ται σα­φῶς ὄ­χι μό­νο ἀ­πὸ τὶς πε­ρι­πτώ­σεις τῆς Θά­μαρ καὶ τῆς Ραχάβ, ἀλλά καὶ ἀ­πὸ τὸ ὀ­λί­σθη­μα αὐ­τὸ τοῦ Δα­βίδ, ὅ­τι ἡ ἁ­μαρ­τί­α εἶ­χε εἰ­σχω­ρή­σει καὶ σ' αὐ­τοὺς τοὺς προ­γό­νους τοῦ Μεσ­σί­α. Ὁ Σο­λο­μών γέν­νη­σε τὸν Ρο­βο­άμ, ὁ Ρο­βο­ὰμ γέν­νη­σε τὸν Ἀ­βιά, ὁ Ἀ­βιὰ γέν­νη­σε τὸν Ἀ­σά, ὁ Ἀ­σὰ ἀ­πέ­κτη­σε τρι­σέγ­γο­νο τὸν Ἰωσαφάτ, ὁ Ἰωσαφάτ γέν­νη­σε τὸν Ἰωράμ, ὁ Ἰωράμ ἀ­πέ­κτη­σε τρι­σέγ­γο­νο τὸν Ὀζία, ὁ Ὀζίας γέν­νη­σε τὸν Ἰωάθαμ, ὁ Ἰωάθαμ γέν­νη­σε τὸν Ἄχαζ, ὁ Ἄχαζ γέν­νη­σε τὸν Ἐζεκία, ὁ Ἐζεκίας γέν­νη­σε τὸν Μα­νασ­σῆ, ὁ Μανασσῆς γέν­νη­σε τὸν Ἀμών, ὁ Ἀμών γέν­νη­σε τὸν Ἰ­ωσία, ὁ Ἰωσίας γέν­νη­σε τὸν Ἰωαχίμ ἢ Ἰεχονία καὶ τοὺς ἀ­δελ­φούς του στὰ χρό­νια ἐ­κεῖ­να τῆς αἰχ­μα­λω­σί­ας τῶν Ἰ­ου­δαί­ων στὴ Βα­βυ­λώ­να. Ὅ­ταν λοι­πὸν οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι με­τα­φέρ­θη­καν ὡς αἰχ­μά­λω­τοι στὴ Βα­βυ­λώ­να, ὁ Ἰεχονίας γέννησε ἐκεῖ τὸν Σα­λα­θι­ήλ, ὁ Σα­λα­θι­ὴλ γέν­νη­σε τὸν Ζο­ρο­βά­βελ, καὶ τοῦ Ζο­ρο­βά­βελ ἀ­πό­γο­νος ὑ­πῆρ­ξε ὁ Ἀ­βιούδ. Ὁ Ἀ­βιοὺδ γέν­νη­σε τὸν Ἐλιακείμ, ὁ Ἐλιακείμ γέν­νη­σε τὸν Ἀ­ζώρ, ὁ Ἀ­ζὼρ γέν­νη­σε τὸν Σα­δώκ, ὁ Σα­δὼκ γέν­νη­σε τὸν Ἀχείμ, ὁ Ἀχείμ γέν­νη­σε τὸν Ἐλιούδ, ὁ Ἐλιούδ γέν­νη­σε τὸν Ἐ­λε­ά­ζαρ, ὁ Ἐ­λε­ά­ζαρ γέν­νη­σε τὸν Ματ­θάν, ὁ Ματ­θάν γέν­νη­σε τὸν Ἰ­α­κώβ, κι ὁ Ἰ­α­κὼβ γέν­νη­σε τὸν Ἰ­ω­σὴφ τὸν ἀρ­ρα­βω­νι­α­στι­κὸ τῆς Μα­ρί­ας. Ἀλλά καί ἡ Μα­ρί­α κα­τα­γό­ταν ἀ­π' τὸ ἴ­διο γέ­νος ἀ­πὸ τὸ ὁποῖ­ο κα­τα­γό­ταν κι ὁ Ἰ­ω­σήφ. Ἀ­πὸ τὴ Μα­ρί­α αὐ­τή, ἡ ὁποία ἦ­ταν ἀ­πό­γο­νος τοῦ Δα­βὶδ καὶ τοῦ Ἀ­βρα­άμ, γεν­νή­θη­κε ὁ Ἰησοῦς πού ἐ­πο­νο­μά­ζε­ται Χρι­στός. Σύμ­φω­να λοι­πὸν μὲ τὸν πα­ρα­πά­νω κα­τά­λο­γο ὅ­λες οἱ γε­νι­ὲς πού ἔ­ζη­σαν ἀ­πὸ τὸν Ἀ­βρα­ὰμ μέ­χρι τὸν Δα­βίδ, ὅ­πως ἀ­ριθ­μοῦν­ται ἀ­πό τους συν­τά­κτες τοῦ κα­τα­λό­γου, εἶ­ναι γε­νι­ὲς δε­κα­τέσ­σε­ρις· καί οἱ γε­νι­ὲς ἀ­πὸ τὸν Δα­βὶδ μέ­χρι τὴν ἐ­πο­χὴ πού οἰ Ἰ­ου­δαῖ­οι με­τα­φέρ­θη­καν ὡς αἰχ­μά­λω­τοι στὴ Βα­βυ­λώ­να εἶ­ναι γε­νι­ὲς δε­κα­τέσ­σε­ρις· καί οἱ γε­νι­ὲς πού ἔ­ζη­σαν ἀ­πὸ τὴν ἐ­πο­χὴ πού οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι με­τα­φέρ­θη­καν στὴ Βα­βυ­λώ­να μέ­χρι τὰ χρό­νια τοῦ Χρι­στοῦ εἶ­ναι γε­νι­ὲς δε­κα­τέσ­σε­ρις.

Ἡ γέν­νη­ση τοῦ Ίησοῦ Χριστοῦ ἔ­γι­νε μὲ τὸν ἑξῆς  ὑ­περ­φυ­σι­κὸ καὶ πρω­το­φα­νῆ τρό­πο: Ὅ­ταν δη­λα­δὴ ἡ μη­τέ­ρα του Μα­ρί­α ἀρ­ρα­βω­νι­ά­σθη­κε μὲ τὸν Ἰ­ω­σήφ, προ­τοῦ συγ­κα­τοι­κή­σουν ὡς σύ­ζυ­γοι, βρέ­θη­κε ἡ Μα­ρί­α ἔγ­κυ­ος μὲ τὴ δη­μι­ουρ­γι­κὴ ἐ­πε­νέρ­γεια τοῦ Ἁγίου Πνεύ­μα­τος. Κι ὁ Ἰ­ω­σὴφ ὁ ἀρ­ρα­βω­νι­α­στι­κός της, ὅ­ταν ἀν­τι­λή­φθη­κε τὴν ἐγ­κυ­μο­σύ­νη, ἐ­πει­δὴ ἦ­ταν ἐ­νά­ρε­τος καὶ ἀ­γα­θὸς καὶ δὲν ἤ­θε­λε νὰ τὴ δι­α­πομ­πεύ­σει γιὰ δη­μό­σιο πα­ρα­δειγ­μα­τι­σμό, σκέ­φθη­κε νὰ τῆς δώ­σει μυ­στι­κὰ δι­α­ζύ­γιο. Ἐ­νῶ ὅ­μως σκε­πτό­ταν αὐ­τά, ἰ­δού, ἕ­νας ἄγ­γε­λος τοῦ Κυ­ρί­ου φά­νη­κε στὸ ὄ­νει­ρό του καὶ τοῦ εἶ­πε: Ἰ­ω­σήφ, ἀ­πό­γο­νε τοῦ Δα­βίδ, μὴ δι­στά­σεις καὶ μὴ φο­βη­θεῖς νὰ πα­ρα­λά­βεις στὸ σπί­τι σου τὴ Μα­ρί­α τὴ μνη­στή σου. Δι­ό­τι τὸ παι­δὶ πού συ­νέ­λα­βε μέ­σα της προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὴ δη­μι­ουρ­γι­κὴ ἐ­πε­νέρ­γεια τοῦ Ἁγίου Πνεύ­μα­τος. Θά γεν­νή­σει γιό, καὶ σὺ πού ἀ­πὸ τὸ νό­μο τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης ἀ­να­γνω­ρί­ζε­σαι ὡς προ­στά­της καὶ πα­τέ­ρας του, θὰ τοῦ δώ­σεις τὸ ὄ­νο­μα «Ἰ­η­σοῦς», τὸ ὁποῖο ση­μαί­νει «σω­τή­ρας». Καὶ θὰ τοῦ δώ­σεις αὐ­τὸ τὸ ὄ­νο­μα, δι­ό­τι αὐ­τὸς θὰ σώ­σει ἀ­πὸ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες του τὸν νέ­ο Ἰσ­ρα­ήλ, ὁ ὁποῖος θὰ τὸν πι­στέ­ψει ὡς σω­τή­ρα καὶ θὰ γί­νει μὲ τὴν πί­στη αὐ­τὴ ὁ πραγ­μα­τι­κὸς λα­ός του. Μὲ ὅ­λο αὐ­τὸ τὸ θαῦμα τῆς ὑ­περ­φυ­σι­κῆς συλ­λή­ψε­ως τῆς Παρ­θέ­νου, πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε πλή­ρως καὶ ἐ­πα­λη­θεύ­θη­κε ἐ­κεῖ­νο πού εἶπε ὁ Κύ­ριος μέ­σῳ τοῦ προ­φή­τη Ἡ­σα­ΐ­α, ὁ ὁποῖος πρὶν ἀ­πὸ πολ­λοὺς αἰ­ῶ­νες εἶ­πε: Νά, ἡ παρ­θέ­νος, πού δὲν γνώ­ρι­σε ἄν­δρα, θὰ συλ­λά­βει καὶ θὰ γεν­νή­σει υἱ­ό, καὶ ὅ­σοι θὰ πι­στεύ­ουν σ' αὐ­τὸν θὰ τὸν ὀ­νο­μά­σουν Ἐμ­μα­νου­ήλ, ὄ­νο­μα ἑ­βρα­ϊ­κὸ πού ση­μαί­νει «ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι μα­ζί μας». Ὅ­ταν λοι­πὸν ὁ Ἰ­ω­σὴφ ση­κώ­θη­κε ἀπ’ τόν ὑπνο, ἔ­κα­νε ὅ­πως τὸν δι­έ­τα­ξε ὁ ἄγ­γε­λος τοῦ Κυ­ρί­ου. Καὶ πα­ρέ­λα­βε τὴ μνη­στή του στὸ σπί­τι του καὶ δὲν ἦλ­θε σὲ σχέ­ση συ­ζυ­γι­κὴ μα­ζί της πο­τέ, ἄ­ρα καὶ ἕ­ως ὅ­του γέν­νη­σε τὸν πρῶ­το καὶ μο­νά­κρι­βο υἱ­ό της. Καὶ τό­τε ὁ Ἰ­ω­σὴφ τοῦ ἔ­δω­σε τὸ ὄ­νο­μα «Ἰ­η­σοῦς».

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου