Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΛΟΥΚΑ. ΣΑΒΒΑ ΤΟΥ ΗΓΙΑΣΜΕΝΟΥ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

    ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΛΟΥΚΑ

(5 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2021)

(ΣΑΒΒΑ ΤΟΥ ΗΓΙΑΣΜΕΝΟΥ)

 


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΣΑΒΒΑ)

Ἀ­δελ­φοί, ὁ καρ­πὸς τοῦ Πνε­ύ­μα­τός ἐ­στιν ἀ­γά­πη, χα­ρά, εἰ­ρή­νη, μα­κρο­θυ­μί­α, χρη­στό­της, ἀ­γα­θω­σύ­νη, πί­στις, πρᾳ­ό­της, ἐγ­κρά­τεια· κα­τὰ τῶν τοι­ο­ύ­των οὐκ ἔ­στι νό­μος. Οἱ δὲ τοῦ Χρι­στοῦ τὴν σάρ­κα ἐ­στα­ύ­ρω­σαν σὺν τοῖς πα­θή­μα­σι καὶ ταῖς ἐ­πι­θυ­μί­αις. Εἰ ζῶ­μεν Πνε­ύ­μα­τι, Πνε­ύ­μα­τι καὶ στοι­χῶ­μεν. Μὴ γι­νώ­με­θα κε­νό­δο­ξοι, ἀλ­λή­λους προ­κα­λο­ύ­με­νοι, ἀλ­λή­λοις φθο­νοῦν­τες. Ἀ­δελ­φοί, ἐ­ὰν καὶ προ­λη­φθῇ ἄν­θρω­πος ἔν τι­νι πα­ρα­πτώ­μα­τι, ὑ­μεῖς οἱ πνευ­μα­τι­κοὶ κα­ταρ­τί­ζε­τε τὸν τοι­οῦ­τον ἐν πνε­ύ­μα­τι πρᾳ­ό­τη­τος, σκο­πῶν σε­αυ­τόν, μὴ καὶ σὺ πει­ρα­σθῇς. Ἀλ­λή­λων τὰ βά­ρη βα­στά­ζε­τε, καὶ οὕ­τως ἀ­να­πλη­ρώ­σα­τε τὸν νό­μον τοῦ Χρι­στοῦ.

                                                             (Γαλ. ε[5] 22 – Ϛ΄[6] 2)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἀ­δελ­φοί,   καρ­πός πού πα­ρά­γει τό Ἅ­γιον Πνεῦ­μα μέ τόν φω­τι­σμό καί τή χά­ρη πού χο­ρη­γεῖ στίς ψυ­χές μας, εἶ­ναι ἀ­γά­πη, χα­ρά πού προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τήν ἀ­γα­θή συ­νεί­δη­ση, εἰ­ρή­νη πού εἶ­ναι ἀ­χώ­ρι­στη ἀ­π᾿ αὐ­τήν, ἀ­νο­χή καί πλα­τιά καρ­διά στίς ἀ­δι­κί­ες πού μς κά­νουν ο ἄλ­λοι, ἀ­γα­θή δι­ά­θε­ση καί κα­λο­σύ­νη, εὐ­ερ­γε­τι­κή δι­ά­θε­ση καί συμ­πε­ρι­φο­ρά, πί­στη καί ἀ­ξι­ο­πι­στί­α στά λό­για καί τίς ὑ­πο­σχέ­σεις μας, πρα­ό­τη­τα, ἐγ­κρά­τεια σέ ὁ­τι­δή­πο­τε πο­νη­ρό. Ἀ­πέ­ναν­τι στούς ἀν­θρώ­πους πού ἔ­χουν τίς ἀ­ρε­τές αὐ­τές δέν ἰ­σχύ­ει ὁ νό­μος. Κι ὅ­σοι ἀ­νή­κουν πραγ­μα­τι­κά στόν Χρι­στό, ἔ­χουν νε­κρώ­σει τόν σαρ­κι­κό ἄν­θρω­πο μέ τά πά­θη καί τίς ἐ­πι­θυ­μί­ες του. Ἐ­άν ζοῦ­με σύμ­φω­να μέ τίς ἐμ­πνεύ­σεις το Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ς συμ­πε­ρι­φε­ρό­μα­στε καί σύμ­φω­να μέ τίς προ­στα­γές το Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος καί ὄ­χι κι­νού­με­νοι ἀ­πό ἐ­λα­τή­ρια ἰ­δι­ο­τέ­λειας καί μα­ται­ο­δο­ξί­ας. ς μή γι­νό­μα­στε μα­ται­ό­δο­ξοι, προ­κα­λών­τας ἕ­νας τόν ἄλ­λο σέ φι­λο­νι­κί­ες καί φθο­νών­τας ἕ­νας τόν ἄλ­λο. Σᾶς κά­νω προ­σε­κτι­κούς στή μα­ται­ο­δο­ξί­α καί τό φθό­νο, δι­ό­τι οἱ ἀ­δυ­να­μί­ες τῶν ἀ­δελ­φῶν γί­νον­ται ἀ­φορ­μή νά ἐκ­δη­λώ­νει ὁ ἕ­νας κι ὁ ἄλ­λος τή φι­λαρ­χί­α του. Ὄ­χι, ἀ­δελ­φοί· κι ἐ­άν ἀ­πό ἀ­δυ­να­μί­α πέ­σει ἕ­νας ἄν­θρω­πος σέ κά­ποι­ο ἁ­μάρ­τη­μα, ἐ­σεῖς πού εἶ­στε πνευ­μα­τι­κά ἰ­σχυ­ροί, νά τόν δι­ορ­θώ­νε­τε καί νά τόν παι­δα­γω­γεῖ­τε μέ πνεῦ­μα πρα­ό­τη­τος. Ἐ­σύ μά­λι­στα πού δι­ορ­θώ­νεις τόν ἄλ­λο πρό­σε­χε τόν ἑ­αυ­τό σου μήν πέ­σεις κι ἐ­σύ σέ πει­ρα­σμό· καί θά συμ­βεῖ αὐ­τό εἴ­τε μέ τό νά πα­ρα­συρ­θεῖς στό ἴ­διο ἁ­μάρ­τη­μα, εἴ­τε μέ τό νά κυ­ρι­ευ­θεῖς ἀ­πό ἀ­νυ­πο­μο­νη­σί­α ἤ μα­ται­ο­δο­ξί­α καί φι­λαρ­χί­α, καί γε­νι­κό­τε­ρα ἀ­πό ἐ­γω­ι­σμό. Γιά νά προ­στα­τεύ­ε­στε λοι­πόν ἀ­πό τόν κίν­δυ­νο νά πέ­σε­τε κι ἐ­σεῖς, νά ὑ­πο­μέ­νε­τε ὁ ἕ­νας τίς ἐ­νο­χλή­σεις τοῦ ἄλ­λου, πού ὀ­φεί­λον­ται στά ἐ­λατ­τώ­μα­τα καί τίς ἐλ­λεί­ψεις του· κι ἔ­τσι, μέ τήν ὑ­πο­μο­νε­τι­κή αὐ­τή ἀ­νο­χή, ἐκ­πλη­ρῶ­στε τε­λεί­ως τόν νό­μο τοῦ Χρι­στοῦ, δη­λα­δή τήν ἐν­το­λή τῆς ἀ­γά­πης. Ἄν­θρω­πος πού δέν ὑ­πο­μέ­νει μέ ἀ­γά­πη τήν ἀ­δυ­να­μί­α τοῦ ἄλ­λου, δέν συ­ναι­σθά­νε­ται ὅ­τι ἔ­χει κι αὐ­τός ἐ­λατ­τώ­μα­τα, ἀλ­λά ἔ­χει με­γά­λη ἰ­δέ­α γιά τόν ἑ­αυ­τό του. Ἡ ἰ­δέ­α του ὅ­μως αὐ­τή εἶ­ναι ψεύ­τι­κη.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἦν ὁ Ἰησοῦς  δι­δά­σκων ἐν μι­ᾷ τῶν συ­να­γω­γῶν ἐν τοῖς σάβ­βα­σι. καὶ ἰ­δοὺ γυ­νὴ ἦν πνεῦ­μα ἔ­χου­σα ἀ­σθε­νε­ί­ας ἔ­τη δέ­κα καὶ ὀ­κτώ, καὶ ἦν συγ­κύ­πτου­σα καὶ μὴ δυ­να­μέ­νη ἀ­να­κύ­ψαι εἰς τὸ παν­τε­λές. ἰ­δὼν δὲ αὐ­τὴν ὁ Ἰ­η­σοῦς προ­σε­φώ­νη­σε καὶ εἶ­πεν αὐ­τῇ· Γύναι, ἀ­πο­λέ­λυ­σαι τῆς ἀ­σθε­νε­ί­ας σου· καὶ ἐ­πέ­θη­κεν αὐ­τῇ τὰς χεῖ­ρας· καὶ πα­ρα­χρῆ­μα ἀ­νωρ­θώ­θη καὶ ἐ­δό­ξα­ζε τὸν Θε­όν. ἀ­πο­κρι­θεὶς δὲ ὁ ἀρ­χι­συ­νά­γω­γος, ἀ­γα­να­κτῶν ὅ­τι τῷ σαβ­βά­τῳ ἐ­θε­ρά­πευ­σεν ὁ Ἰ­η­σοῦς, ἔ­λε­γε τῷ ὄ­χλῳ· Ἓξ ἡ­μέ­ραι εἰ­σὶν ἐν αἷς δεῖ ἐρ­γά­ζε­σθαι· ἐν τα­ύ­ταις οὖν ἐρ­χό­με­νοι θε­ρα­πε­ύ­ε­σθε, καὶ μὴ τῇ ἡ­μέ­ρᾳ τοῦ σαβ­βά­του. ἀ­πε­κρί­θη οὖν αὐ­τῷ ὁ Κύριος καὶ εἶ­πεν· Ὑ­πο­κρι­τά· ἕ­κα­στος ὑ­μῶν τῷ σαβ­βά­τῳ οὐ λύ­ει τὸν βοῦν αὐ­τοῦ ἢ τὸν ὄ­νον ἀ­πὸ τῆς φάτ­νης καὶ ἀ­πα­γα­γὼν πο­τί­ζει; τα­ύ­την δὲ, θυ­γα­τέ­ρα Ἀ­βρα­ὰμ οὖ­σαν, ἣν ἔ­δη­σεν ὁ σα­τα­νᾶς ἰ­δοὺ δέ­κα καὶ ὀ­κτὼ ἔ­τη, οὐκ ἔ­δει λυ­θῆ­ναι ἀ­πὸ τοῦ δε­σμοῦ το­ύ­του τῇ ἡ­μέ­ρᾳ τοῦ σαβ­βά­του; καὶ ταῦ­τα λέ­γον­τος αὐ­τοῦ κα­τῃ­σχύ­νον­το πάν­τες οἱ ἀν­τι­κε­ί­με­νοι αὐ­τῷ, καὶ πᾶς ὁ ὄ­χλος ἔ­χαι­ρεν ἐ­πὶ πᾶ­σι τοῖς ἐν­δό­ξοις τοῖς γι­νο­μέ­νοις ὑ­π' αὐ­τοῦ.     

 (Λουκ. ιγ΄[13] 10 – 17)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἐκεῖνο τόν καιρό ὁ  Ἰησοῦς ἕνα Σάβ­βα­το δί­δα­σκε σὲ μί­α συ­να­γω­γή. Ἐ­κεῖ βρι­σκό­ταν καὶ μί­α γυ­ναί­κα πού ὑ­πέ­φε­ρε δέ­κα ὀ­κτὼ χρό­νια ἀ­πὸ μιὰ ἀ­σθέ­νεια ἐ­ξαι­τί­ας κά­ποι­ου πο­νη­ροῦ πνεύ­μα­τος. Καὶ γι' αὐ­τὸ ἦ­ταν σκυμ­μέ­νη δια­ρκῶς μὲ κυρ­τω­μέ­νο τὸ σῶ­μα της καὶ δὲν μπο­ροῦ­σε κα­θό­λου νὰ ση­κώ­σει ὄρ­θιο τὸ κε­φά­λι της. Ὅ­ταν λοι­πὸν τὴν εἶ­δε ὁ Ἰ­η­σοῦς, τῆς φώ­να­ξε καὶ τῆς εἶ­πε: Γυ­ναί­κα, εἶ­σαι λυ­μέ­νη καὶ ἐ­λευ­θε­ρω­μέ­νη ἀ­πὸ τὴν ἀρ­ρώ­στια σου. Κι ἔ­βα­λε πά­νω της τὰ χέ­ρια του. Τὴν ἴ­δια στιγ­μὴ ἐ­κεί­νη ἐ­πα­νέ­κτη­σε τὴν ὄρ­θια στά­ση τοῦ σώ­μα­τός της καὶ δό­ξα­ζε τὸν Θε­ὸ γιὰ τὴ θε­ρα­πεί­α της. Τό­τε ὁ ἀρ­χι­συ­νά­γω­γος, γε­μά­τος ἀ­γα­νά­κτη­ση πού ὁ Ἰ­η­σοῦς ἔ­κα­νε τὴ θε­ρα­πεί­α αὐτή μέ­ρα Σάβ­βα­το, στρά­φη­κε στὸ πλῆ­θος τοῦ λα­οῦ κι ἔ­λε­γε: Ἕξι ἡμέρες ἔχουμε στὴ δι­ά­θε­σή μας νὰ ἐρ­γα­ζό­μα­στε, καὶ μό­νο μέ­σα σ' αὐ­τὲς δι­και­ού­μα­στε καὶ πρέ­πει νὰ τὸ κά­νου­με αὐ­τό. Τίς ἐρ­γά­σι­μες αὐ­τὲς ἡμέρες λοι­πὸν νὰ ἔρ­χε­στε καὶ νὰ θε­ρα­πεύ­ε­σθε, καὶ ὄ­χι τὴν ἡμέρα τοῦ Σαβ­βά­του. Τό­τε λοι­πὸν ὁ Κύ­ριος τοῦ ἀ­πάν­τη­σε: Ὑ­πο­κρι­τή, κά­τω ἀ­πὸ τὸ πρό­σχη­μα τοῦ σε­βα­σμοῦ τῆς ἀρ­γί­ας τοῦ Σαβ­βά­του κρύ­βεις φθό­νο καὶ μο­χθη­ρί­α. Ὁ κα­θέ­νας σας τὴν ἡμέρα τοῦ Σαβ­βά­του δὲν λύ­νει τὸ βό­δι του ἢ τό γα­ϊ­δού­ρι ἀ­πὸ τὸ πα­χνὶ καὶ δὲν τὸ πη­γαί­νει νὰ τὸ πο­τί­σει; Καὶ τὸ κά­νει αὐ­τὸ χω­ρὶς νὰ θε­ω­ρεῖ­ται πα­ρα­βά­της τῆς ἐν­το­λῆς τῆς ἀρ­γί­ας τοῦ Σαβ­βά­του, σύμ­φω­να μὲ τὴν ἑρ­μη­νεί­α τῆς ἐν­το­λῆς αὐ­τῆς πού εἶ­ναι ἀ­να­γνω­ρι­σμέ­νη ἀ­πὸ τὴν πα­ρά­δο­ση. Αὐ­τὴ ὅ­μως, πού εἶ­ναι κό­ρη καὶ ἀ­πό­γο­νος τοῦ Ἀ­βρα­ὰμ καὶ τὴν ἔ­δε­σε ὁ σα­τα­νᾶς μὲ τέ­τοι­α ἀρ­ρώ­στια, ὤ­στε νὰ μὴν μπο­ρεῖ νὰ ση­κω­θεῖ ὄρ­θια δε­κα­ο­κτὼ ὁ­λό­κλη­ρα χρό­νια, δὲν ἦ­ταν σω­στὸ καὶ ἐ­πι­βε­βλη­μέ­νο νὰ λυ­θεῖ ἀπό τὰ μα­κρο­χρό­νια αὐ­τὰ καὶ ὀ­δυ­νη­ρὰ δε­σμὰ της τὴν ἡμέρα τοῦ Σαβ­βά­του; Κι ἐ­νῶ τὰ ἔ­λε­γε αὐ­τὰ ὁ Ἰ­η­σοῦς, ντρο­πι­ά­ζον­ταν ὅ­λοι οἱ ἀν­τί­θε­τοί του. Κι ὅ­λος ὁ λα­ὸς χαι­ρό­ταν γιὰ ὅ­λα τὰ λαμ­πρὰ καὶ θαυ­μα­στὰ ἔρ­γα πού δια­ρκῶς ἔ­κα­νε ὁ Ἰησοῦς.

ΒΙΟΣ ΑΓΙΟΥ ΣΑΒΒΑ ΤΟΥ ΗΓΙΑΣΜΕΝΟΥ

Ψυ­χὴν ὄ­πι­σθέν του Θε­οῦ κολ­λῶν πά­λαι,

Ἔμ­προ­σθεν αὐ­τοῦ νῦν πα­ρί­στα­ται Σάβ­βας.

Θε­σπε­σί­οι­ο πό­λου πέμ­πτη Σάβ­βας ἐν­τὸς ἐ­σή­χθη.

Ὁ Ἅ­γιος Σάβ­βας κα­τα­γό­ταν ἀ­πὸ τὸ χω­ριὸ Μου­τα­λά­σκη τῆς Καπ­πα­δο­κί­ας καὶ ἦ­ταν γιὸς εὐ­σε­βῶν γο­νέ­ων, τοῦ Ἰ­ω­άν­νη καὶ τῆς Σο­φί­ας .

Ἀ­πὸ πο­λὺ νω­ρὶς γνώ­ρι­σε τὶς θεῖ­ες βου­λὲς καὶ ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ ἀ­φι­ε­ρω­θεῖ στὸν μο­να­στι­κὸ βί­ο. Εἶ­χε τό­ση πί­στη ποὺ κά­πο­τε μπῆ­κε σὲ ἕ­να κλί­βα­νο πυ­ρὸς ἀ­πὸ τὸν ὁ­ποῖ­ο βγῆ­κε ἀ­βλα­βὴς μὲ τὴ βο­ή­θεια τοῦ Θε­οῦ.

Ὅ­ταν ἦ­ταν δε­κα­ο­χτὼ ἐ­τῶν ἔ­φυ­γε ἀ­πὸ τὸ μο­να­στή­ρι τῶν Φλα­βια­νῶν καὶ πῆ­γε στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα. Ἀ­πὸ ἐ­κεῖ κα­τευ­θύν­θη­κε πρὸς τὴν ἔ­ρη­μο τῆς Ἀ­να­το­λῆς γιὰ νὰ συ­ναν­τή­σει τὸν Μέ­γα Εὐ­θύ­μιο. Ὁ Εὐ­θύ­μιος τὸν ἔ­στει­λε σὲ ἕ­να κοι­νό­βιο, τὸ ὁ­ποῖ­ο δι­ηύ­θυ­νε ὁ ὅ­σιος Θε­ό­κτι­στος

Ὁ Ἅ­γιος Σάβ­βας κα­τὰ τὴν πα­ρα­μο­νή του στὸ κοι­νό­βιο ἔ­λαμ­ψε λό­γω τοῦ χα­ρα­κτή­ρα του καὶ τῶν ἀ­ρε­τῶν του. Μά­λι­στα ἦ­ταν τό­σο σο­βα­ρὸς καὶ ἠ­θι­κὸς – πα­ρὰ τὸ νε­α­ρόν της ἡ­λι­κί­ας – ποὺ προ­σα­γο­ρεύ­τη­κε «Παι­δα­ρι­ο­γέ­ρον­τας» ἀ­πὸ τὸν Μέ­γα Εὐ­θύ­μιο.

Ὁ Ἅ­γιος Σάβ­βας ὅ­σο με­γά­λω­νε τρο­φο­δο­τοῦ­σε ὅ­λο καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο τὸ πνεῦ­μα του, γι' αὐ­τὸ καὶ τι­μή­θη­κε μὲ τὸ χά­ρι­σμα τῆς θαυ­μα­τουρ­γί­ας. Τὸ χά­ρι­σμα αὐ­τὸ τὸ ἐ­πι­στρά­τευ­σε στὴν ὑ­πη­ρε­σί­α τῶν φτω­χῶν καὶ τῶν ἀ­σθε­νῶν καὶ ἔ­τσι ἐ­πι­τέ­λε­σε ση­μαν­τι­κό­τα­τα ἔρ­γα.

Γιὰ τὴν ἁ­γι­ό­τη­τα τῆς ζω­ῆς του καὶ γιὰ τὴ με­γά­λη του φή­μη, εἶ­χε στα­λεῖ ἀ­πὸ τὸν Πα­τριά­ρχη Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων δύ­ο φο­ρὲς πρε­σβευ­τὴς στὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, πρὸς τὸν βα­σι­λιὰ Ἀ­να­στά­σιο καὶ ἔ­πει­τα πρὸς τὸν Ἰ­ου­στι­νια­νό.

Σὲ ἡ­λι­κί­α ἐ­νε­νήν­τα τεσ­σά­ρων ἐ­τῶν, τὸ 534 μ.Χ., ἀ­νῆλ­θε πρὸς Κύ­ριον ἐν εἰ­ρή­νῃ.

Τὸ 584 μ.Χ., τὸ Λεί­ψα­νο τοῦ Ἁ­γί­ου Σάβ­βα ἀ­να­κο­μί­σθη­κε ἀ­δι­ά­φθο­ρο ὅ­ταν ἀ­νοί­χθη­κε ὁ τά­φος του γιὰ νὰ ἐν­τα­φια­στεῖ ὁ Ἡ­γού­με­νος Κασ­σια­νός. Ἀρ­χι­κὰ δι­α­φυ­λά­χθη­κε στὴ Μο­νή του καὶ στὴ συ­νέ­χεια με­τα­φέρ­θη­κε στὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, κα­τὰ τὴν πε­ρί­ο­δο τῶν Ἀ­ρα­βι­κῶν ἐ­πι­δρο­μῶν.

Γιὰ τὸν χρό­νο ἄ­φι­ξής του στὴ Βε­νε­τί­α ἐ­πι­κρα­τοῦν δύ­ο πα­ρα­δό­σεις. Σύμ­φω­να μὲ τὴν πρώ­τη τὸ Λεί­ψα­νο εἶ­χε με­τα­φερ­θεῖ στὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, ἀπ᾿ ὅ­που τὸ 1026 μ.Χ. τὸ ἔ­κλε­ψε ὁ Βε­νε­τὸς εὐ­γε­νὴς Πέ­τρος Centranico (ἔ­πει­τα Δό­γης, 1026 – 1031 μ.Χ.), ἐ­πὶ τῶν ἡ­με­ρῶν τοῦ Δό­γη Tribunio Menio (982 – 1026 μ.Χ.), τὸ με­τέ­φε­ρε στὴ Βε­νε­τί­α καὶ τὸ κα­τέ­θε­σε στὸν Να­ὸ τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀν­τω­νί­νου.

Κα­τὰ τὴν δεύ­τε­ρη πα­ρά­δο­ση τὸ Λεί­ψα­νο δὲν με­τα­φέρ­θη­κε πο­τὲ στὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, ἀλ­λὰ δι­α­φυ­λά­χθη­κε στὸν Ἅ­γιο Ἰ­ω­άν­νη τῆς Ἄ­κρας, ἀπ᾿ ὅ­που με­τα­φέρ­θη­κε ἀ­πὸ τοὺς Γε­νουά­τες στὴν ἀν­τα­γω­νί­στρια τῆς Βε­νε­τί­ας πό­λη τους. Τὸ 1257 μ.Χ. οἱ Βε­νε­τοὶ πέ­τυ­χαν νὰ με­τα­φέ­ρουν τὸ Λεί­ψα­νο στὴ Βε­νε­τί­α.

Ἡ πα­ρου­σί­α τοῦ Λει­ψά­νου τοῦ Ἁ­γί­ου Σάβ­βα στὴ Βε­νε­τί­α ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νε­ται ἀ­πὸ τὴν σχε­τι­κὴ ὁ­μο­λο­γί­α τοῦ Σαβ­βα­ΐ­του Μο­να­χοῦ Σω­φρο­νί­ου στὸν Μη­τρο­πο­λί­τη Ρω­σί­ας Ἅ­γιο Μα­κά­ριο, τὸ 1547 μ.Χ.

Τὸ 1965 μ.Χ., με­τὰ ἀ­πὸ ἐ­νέρ­γει­ες τοῦ Πα­τριά­ρχου Βε­νε­δί­κτου, ἡ ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κὴ Ἐκ­κλη­σί­α ἐ­πέ­στρε­ψε τὸ Λεί­ψα­νο στὸ Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων καὶ φυ­λάσ­σε­ται ἔ­κτο­τε στὴ Μο­νή του.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου