Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2021

Τί μπο­ρεῖ νὰ «κρα­τή­σει» μί­α πο­λύ­τε­κνη μά­να;

 



Τί μπο­ρεῖ νὰ «κρα­τή­σει» μί­α πο­λύ­τε­κνη μά­να;

Εὐ­λαμ­πί­α Χό­πτη­ρη-Του­μα­νί­δου

K­οι­μό­ταν γλυ­κὰ ἡ μι­κρὴ Ἀ­ριά­δνη στὴν κου­νι­στὴ πο­λυ­θρο­νί­τσα της καὶ ἡ μα­νού­λα τῆς ἔ­ρι­χνε κλε­φτὰ τρυ­φε­ρὲς μα­τι­ὲς ξε­κολ­λών­τας τὰ μά­τια της ἀ­πὸ τὸν ὑ­πο­λο­γι­στή. Εἶ­ναι τό­σο ἥ­συ­χη αὐ­τὴ ἡ ὥ­ρα, κα­θὼς ἡ ἑ­ξά­μη­νη μπέμ­πα με­τὰ τὸν πρω­ι­νό της θη­λα­σμὸ κοι­μό­ταν. Τὰ τρί­α με­γα­λύ­τε­ρα παι­διά τους, ἐν­νιά, ἑ­πτὰ καὶ ἕ­ξι χρο­νῶν, ἦ­ταν στὸ σχο­λεῖ­ο. Τὴν εἰ­κο­σά­μη­νη Ἀ­ρε­τού­λα τὴν πρό­σε­χε μί­α κα­λὴ γει­τό­νισ­σα καὶ ἐ­κεί­νη, κα­θι­σμέ­νη στὸ γρα­φεῖ­ο της, ἔ­γρα­φε δο­σμέ­νη στὴ με­λέ­τη σὰν νὰ εἶ­χε ξε­χά­σει ὅ­τι ἦ­ταν πο­λύ­τε­κνη μά­να. Μό­νο κά­ποι­α βρε­φι­κὰ παι­χνι­δά­κια ἀ­νά­με­σα στὰ βι­βλί­α ἔ­δει­χναν ὅ­τι σ᾿ αὐ­τὸ τὸ γρα­φεῖ­ο γί­νε­ται κά­τι ἀ­συ­νή­θι­στο...! 

Τὸ δι­ά­βα­σμα γιὰ τὸ δι­δα­κτο­ρι­κὸ ἦ­ταν πο­λύ, ἡ ἔ­ρευ­να εἶ­χε προ­χω­ρή­σει κα­λά, εἶ­χε συγ­κεν­τρώ­σει πο­λὺ ὑ­λι­κό, ὅ­μως ἡ πί­ε­ση τοῦ χρό­νου ἦ­ταν ἀ­σφυ­κτι­κή. Ἡ δι­α­τρι­βὴ ἔ­πρε­πε νὰ ὑ­πο­βλη­θεῖ με­τὰ τὴν ἀρ­γί­α τῶν πα­σχα­λι­νῶν δι­α­κο­πῶν. Τὸν τε­λευ­ταῖ­ο χρό­νο εἶ­χαν γί­νει ὅ­λα τό­σα δι­α­φο­ρε­τι­κὰ στὴ ζω­ὴ τῆς Ἕ­λε­νας, τῆς πο­λύ­τε­κνης μι­κρο­μά­νας, ἀ­πὸ ὅ­ταν ἦρ­θε αὐ­τὸ τὸ ἀ­πρό­σμε­νο γράμ­μα-τε­λε­σί­γρα­φο ἀ­πὸ τὴ Θε­ο­λο­γι­κὴ Σχο­λή. Ὅ­λοι οἱ δι­δα­κτο­ρεύ­ον­τες πα­λαι­ο­τέ­ρων ἐ­τῶν ἔ­πρε­πε σὲ ἕ­ναν χρό­νο νὰ ὑ­πο­βά­λουν τὴ δι­α­τρι­βή τους, δι­α­φο­ρε­τι­κὰ ἡ Σχο­λὴ θὰ προ­χω­ροῦ­σε στὴ δι­α­γρα­φή τους. 

Ἡ ἀ­γά­πη της γιὰ τὴν ἱ­ε­ρὴ ἐ­πι­στή­μη εἶ­χε γί­νει πιὸ βα­θιά, πιὸ συ­νει­δη­τὴ με­τὰ τὸ πτυ­χί­ο. Τὸ πα­τρι­κὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον τοῦ κα­θη­γη­τῆ καὶ ἡ ὑ­πο­στή­ρι­ξή του τὴν ἀ­νέ­δει­ξαν ὑ­πό­τρο­φο τοῦ Ι.Κ.Υ. (Ί­δρυ­μα Κρα­τι­κῶν Ὑ­πο­τρο­φι­ῶν) γιὰ τὴν ἐκ­πό­νη­ση δι­δα­κτο­ρι­κῆς δι­α­τρι­βῆς. Τὸ ἐ­πι­στη­μο­νι­κὸ τα­ξί­δι φάν­τα­ζε συ­ναρ­πα­στι­κὸ καὶ ξε­κί­νη­σε δυ­να­μι­κά... 

Στὴν πο­ρεί­α, ὅ­μως, ἦρ­θε τὸ κά­λε­σμα γιὰ τὴν ἐκ­παί­δευ­ση. Τώ­ρα ἡ Θε­ο­λο­γί­α γί­νε­ται μά­θη­μα Θρη­σκευ­τι­κῶν, γί­νε­ται λει­τούρ­γη­μα μὲ ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κὸ ζῆ­λο. Προ­σω­ρι­νὰ κλεί­νουν τὰ βι­βλί­α τῆς ἔ­ρευ­νας καὶ ἀ­νοί­γουν τὰ σχο­λι­κὰ ἐγ­χει­ρί­δια... Λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα ἐμ­φα­νί­ζε­ται στὴ ζω­ὴ τῆς Ἔ­λε­νας ὁ Ἡ­ρα­κλῆς. Μὲ τὴν εὐ­λο­γί­α τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ τους ἀ­νοί­γουν τὸ δι­κό τους σπι­τι­κὸ μὲ ὄ­νει­ρα κι ἐλ­πί­δες. Νέ­ος ρό­λος μέ­σα στὴ συ­ζυ­γί­α. Ἦρ­θε καὶ ὁ εὐ­λο­γη­μέ­νος καρ­πὸς τῆς κοι­λί­ας. 

Ὁ κό­πος πο­λύς, οἱ ἀν­θρώ­πι­νες δυ­νά­μεις πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νες, ὅ­μως τοὺς ἐ­νί­σχυ­ε ἀ­ό­ρα­τη, ἀλ­λὰ τό­σο αἰ­σθη­τή, ἡ θε­ϊ­κὴ ἀ­γά­πη. Κι ἐ­νῶ στὰ τρί­α πρῶ­τα παι­διὰ δὲν εἶ­χαν θε­σπι­στεῖ οἱ ἐ­τή­σι­ες γο­νι­κὲς ἄ­δει­ες, ἡ θεί­α πρό­νοι­α οἰ­κο­νο­μοῦ­σε­  μὲ κά­θε λε­πτο­μέ­ρεια τὴν ἐρ­γα­σί­α τῆς Ἕ­λε­νας στὸ σχο­λεῖ­ο, τὶς συ­χνὲς ἀ­σθέ­νει­ες τῶν μι­κρῶν, τὴν πο­λύ­ω­ρη ἐρ­γα­σί­α τοῦ Ἡ­ρα­κλῆ μα­κριὰ ἀ­πὸ τὸ σπί­τι καὶ συ­χνὰ μὲ τα­ξί­δια στὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κό, τὶς οἰ­κο­νο­μι­κὲς ἀ­νάγ­κες, τὴν ἔλ­λει­ψη βο­ή­θειας γιὰ τὸ με­γά­λω­μα τῶν παι­δι­ῶν...

Ἡ ὀ­μορ­φιὰ τῆς ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς ἔ­ρευ­νας ἄρ­χι­σε νὰ ξε­θω­ριά­ζει στὴ σκέ­ψη της, κα­θὼς ἡ ἀγ­γε­λι­κὴ ὁ­μορ­φιὰ τῶν τεσ­σά­ρων μι­κρῶν παι­δι­ῶν, ποὺ γέ­μι­ζαν τὸ σπί­τι τους καὶ τὴ ζω­ή τους, τῆς φα­νέ­ρω­νε τὴν ὡ­ραι­ό­τη­τα τῆς ἀ­πο­στο­λῆς της. Ἔ­βλε­πε μέ­σα σ᾿ αὐ­τὴν τὶς πλού­σι­ες εὐ­λο­γί­ες τοῦ Θε­οῦ ποὺ ἔ­τρε­φαν ὑ­λι­κὰ καὶ πνευ­μα­τι­κὰ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά τους. 

Ὡ­στό­σο, τὸ αἴ­σθη­μα τοῦ ἀ­νεκ­πλή­ρω­του ἔρ­γου τῆς δι­α­τρι­βῆς κρα­τοῦ­σε ἀ­ναμ­μέ­νη μί­α μι­κρὴ φλο­γί­τσα στὴν ψυ­χὴ τῆς θε­ο­λό­γου μη­τέ­ρας, ποὺ ἄλ­λο­τε μέ­σα στὴ γλυ­κιὰ βο­ὴ τῆς οἰ­κο­γέ­νειας τρε­μό­παι­ζε νὰ σβή­σει, κι ἄλ­λο­τε πά­λι σὲ στιγ­μὲς ἤ­ρε­μες ἔ­ρι­χνε τα­πει­νὸ φῶς στὰ «ἀρ­χεῖ­α» τῆς καρ­διᾶς της. Μό­νη της ψέλ­λι­ζε σχε­δὸν ἄ­δη­λα: «Ἐ­σύ, Κύ­ρι­ε, γνω­ρί­ζεις...»!

Ἦρ­θε καὶ πέμ­πτο οὐ­ρά­νιο δῶ­ρο, τὸ τρί­το κο­ρι­τσά­κι τους, ἡ Ἀ­ριά­δνη, καὶ μα­ζὶ μ᾿ αὐ­τὸ ἦρ­θε κι ἐ­κεῖ­νο τὸ ἀ­πρό­σμε­νο γράμ­μα ἀ­πὸ τὴ Θε­ο­λο­γι­κὴ Σχο­λή – ἢ ἴ­σως ἀ­πὸ τὸν Θε­ό! Στὸ ὄ­νο­μα τοῦ πα­ρα­λή­πτη ἦ­ταν τὸ ὄ­νο­μά της, ἀλ­λὰ ἡ Ἕ­λε­να ἤ­ξε­ρε κα­λὰ ὅ­τι πα­ρα­λή­πτης ἦ­ταν καὶ ὁ Ἡ­ρα­κλῆς! Ἐ­κεῖ­νος, θαυ­μα­στὴς τῆς ἱ­ε­ρῆ­ς ἐπιστήμης, ἀ­πο­φα­σι­στι­κός, θε­τι­κὸς σὲ κά­θε πνευ­μα­τι­κὸ ἔρ­γο, χω­ρὶς δι­σταγ­μὸ εἶ­πε τὸ με­γά­λο «ναί».

«Ναί, τώ­ρα εἶ­ναι ἡ εὐ­και­ρί­α ποὺ μᾶς δί­νει ὁ Πα­νά­γα­θος Θε­ὸς γιὰ νὰ ὁ­λο­κλη­ρω­θεῖ ἡ δι­α­τρι­βὴ μὲ κά­θε θυ­σί­α. Καὶ σί­γου­ρα Ἐ­κεῖ­νος θὰ μᾶς δυ­να­μώ­σει νὰ ἀν­τέ­ξου­με καὶ αὐ­τὸ τὸ πρό­σθε­το βά­ρος. Τώ­ρα ὑ­πάρ­χει μπρο­στά μας ἕ­νας χρό­νος γο­νι­κῆς ἄ­δειας...»

Πράγ­μα­τι, στὸν χρό­νο αὐ­τὸν τῆς γο­νι­κῆς ἄ­δειας ἡ θεί­α πρό­νοι­α ἄ­νοι­ξε ξέ­φω­το μπρο­στά της γιὰ τὴ με­λέ­τη καὶ τὴν πε­ρά­τω­ση τῆς δι­α­τρι­βῆς. Νέ­α εὐ­λο­γί­α τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ ἡ φα­νέ­ρω­ση μί­ας ἐρ­γα­τι­κῆς καὶ τί­μιας γυ­ναί­κας ποὺ ἦρ­θε νὰ βο­η­θή­σει στὴν ἀ­τέ­λει­ω­τη φρον­τί­δα τῶν πέν­τε μι­κρῶν. Ὁ Ἡ­ρα­κλῆς, ἄ­ο­κνος καὶ πάν­τα κε­φά­τος, πα­ρὰ τὴν πί­ε­ση τῆς δι­ευ­θυν­τι­κῆς θέ­σης ποὺ κα­τεῖ­χε στὸν ἰ­δι­ω­τι­κὸ το­μέ­α, ἀ­νέ­λα­βε τὶς με­τα­κι­νή­σεις τῶν με­γα­λύ­τε­ρων παι­δι­ῶν στὶς ἐ­ξω­σχο­κές τους δρα­στη­ρι­ό­τη­τες. Κυ­ρί­ως, ὅ­μως, στὴ δύ­σκο­λη «σκο­πιὰ» τῆς νύ­χτας, ὄρ­θιος πρῶ­τος σὲ κά­θε κλά­μα τῶν μω­ρῶν, θυ­σί­α­ζε τὴ δι­κή του ἀ­ναγ­καί­α ξε­κού­ρα­ση γιὰ νὰ ξε­κου­ρα­στεῖ ἡ «δι­δα­κτο­ρεύ­ου­σα» μα­μὰ ποὺ ξε­νυ­χτοῦ­σε γιὰ νὰ προ­λά­βει... Ἀ­γώ­νας δρό­μου καὶ ὅ­ταν τρέ­χεις δὲν κοι­τᾶς ἀλ­λοῦ πα­ρὰ μό­νο στὸ τέρ­μα.

Πλη­σί­α­ζε τὸ Πά­σχα. Πάν­τα τέ­τοι­α ἐ­πο­χὴ ἑ­τοι­μά­ζον­ταν γιὰ τὸ τα­ξί­δι στὴ Μα­κε­δο­νί­α, στὴ για­γιὰ καὶ τὸν παπ­πού, ποὺ τοὺς πε­ρι­μέ­νουν ὀ­κτὼ μῆ­νες μὲ λα­χτά­ρα καὶ ἀ­νοι­χτὴ ἀγ­κα­λιά. Ὅ­μως, ἡ Ἔ­λε­να καὶ ὁ Ἡ­ρα­κλῆς θὰ κά­νουν ἀ­κό­μη μί­α θυ­σί­α γιὰ τὴ δι­α­τρι­βή. Θὰ κά­νουν τὸ Πά­σχα χω­ρι­στά. Θὰ μεί­νει ἐ­κεί­νη πί­σω μὲ τὸ μω­ρὸ ποὺ ἀ­κό­μη θη­λά­ζει. Χρει­ά­ζε­ται ἡ­συ­χί­α καὶ συγ­κέν­τρω­ση τώ­ρα ποὺ βρί­σκε­ται στὴν τε­λι­κὴ εὐ­θεί­α.

Κα­θὼς τὸ αὐ­το­κί­νη­το ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται, ἡ ἀ­που­σί­α τῆς μη­τέ­ρας γί­νε­ται πιὸ ἔν­το­νη, πιὸ σκλη­ρή. Τὰ παι­δι­κὰ μά­τια βουρ­κώ­νουν καὶ σὲ λί­γο μί­α μο­να­δι­κὴ «συ­ναυ­λί­α» κλά­μα­τος κα­λύ­πτει τὸν ἦ­χο τῆς μη­χα­νῆς. Τὸ τί­μη­μα τῆς δι­α­τρι­βῆς βα­ρύ, σκέ­φτε­ται ὁ Ἡ­ρα­κλῆς. Ὅ­μως ἡ χα­ρὰ τῆς Ἀ­νά­στα­σης ἔ­φε­ρε τὴ βε­βαι­ό­τη­τα ὅ­τι ἡ προ­σπά­θειά τους θὰ ἔ­χει εὐ­λο­γη­μέ­νο τέ­λος. Ἡ ὥ­ρα γιὰ τὴν κα­τά­θε­ση τῆς δι­α­τρι­βῆς ἦρ­θε, ἀλ­λὰ παρ᾿ ὅ­λη τὴν πί­ε­ση δὲν εἶ­χε κα­τα­φέ­ρει ἡ Ἔ­λε­να νὰ ὁ­λο­κλη­ρώ­σει τὴ συγ­γρα­φή. Τὸ σφί­ξι­μο στὸ στο­μά­χι ἀ­πὸ τὸ ἄγ­χος ἐ­νερ­γο­ποί­η­σε τὴν προ­σευ­χή. Αὐ­τὴ καὶ μό­νο αὐ­τὴ στὸ ἀ­δι­έ­ξο­δο ἀ­νοί­γει στρά­τα. Ἡ ἀ­πάν­τη­ση ἦρ­θε ἄ­με­σα. Ὁ ἐ­πι­βλέ­πων κα­θη­γη­τὴς ἀ­που­σιά­ζει σὲ τα­ξί­δι καὶ θὰ ἐ­πι­στρέ­ψει σὲ μί­α βδο­μά­δα! Τί εὐ­λο­γί­α αὐ­τὴ ἡ ἑ­βδο­μά­δα... Ἦρ­θε καὶ ἡ για­γιὰ αὐ­τό­κλη­τη – μᾶλ­λον ὁ Θε­ὸς τὴν ἔ­στει­λε στὴν κρί­σι­μη ὥ­ρα – γιὰ νὰ βο­η­θή­σει μὲ τὰ παι­διά, ποὺ δὲν στα­μα­τοῦ­σαν νὰ παί­ζουν, νὰ τρα­γου­δᾶ­νε, νὰ κλαῖ­νε, νὰ χρει­ά­ζον­ται κά­θε λο­γῆς φρον­τί­δα. 

Ὁ ὁ­ρί­ζον­τας ἄ­νοι­ξε καὶ φαί­νε­ται τὸ τέρ­μα.... Ὁ κα­θη­γη­τὴς εἶ­ναι κα­τα­φα­νῶς εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νος. Λί­γες δι­ορ­θώ­σεις καὶ θὰ ὁ­ρι­στεῖ ἡ «κρί­ση». Ὁ Ἡ­ρα­κλῆς πάν­τα στὸ πλευ­ρό της καὶ κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῆς «ὑ­πο­στή­ρι­ξης» τῆς δι­α­τρι­βῆς στὴν ἑ­πτα­με­λῆ ἐ­πι­τρο­πή. Δύ­σκο­λη ὥ­ρα, πι­ε­στι­κή, ὥ­ρα μά­χης, ἀλ­λὰ ἡ προ­σευ­χή του τῆς ἔ­δι­νε κου­ρά­γιο. Τὸ νι­ώ­θει βα­θιὰ μέ­σα της ὅ­τι ὁ δι­δα­κτο­ρι­κὸς τί­τλος ἀ­νή­κει καὶ στὸν Ἡ­ρα­κλῆ. Σ᾿ αὐ­τὸν θὰ τὸν ἀ­πο­δώ­σει ὁ Θε­ὸς–Πα­τέ­ρας. 

Ἡ τε­λε­τὴ τῆς κα­θο­μο­λό­γη­σης τῆς δι­δά­κτο­ρος, φορ­τι­σμέ­νη μὲ ἔν­το­νη συγ­κί­νη­ση, χρω­μα­τι­σμέ­νη μὲ σε­μνὴ με­γα­λο­πρέ­πεια, ἔ­κρυ­βε μέ­σα της τὴν ξε­χω­ρι­στὴ προ­σπά­θεια τῆς πο­λύ­τε­κνης μά­νας ποὺ ἔ­ζη­σε τα πε­ρί­ερ­γα καὶ θαυ­μα­στὰ ποὺ ἀ­περ­γά­στη­κε ὁ Πα­νά­γα­θος Θε­ὸς στὸ κε­φά­λαι­ο τῆς ζω­ῆς της «Πο­λυ­τε­κνί­α καὶ Ἐ­πι­στή­μη». 

Με­ρι­κὰ χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα, τὰ ἕ­ξι πλέ­ον παι­διά τους ἑ­τοί­μα­ζαν μί­α τρυ­φε­ρὴ γι­ορ­τὴ συγ­χα­ρη­τη­ρί­ων στὴ μα­νού­λα τους, ποὺ τὴν ἀ­ξί­ω­σε ὁ Θε­ὸς νὰ πά­ρει τὴ θέ­ση τῆς δι­ευ­θύν­τριας στὸ σχο­λεῖ­ο ποὺ ὑ­πη­ρε­τοῦ­σε. Τώ­ρα ἔ­φθα­σε ἡ στιγ­μὴ γιὰ νὰ μά­θουν τὰ μι­κρό­τε­ρα καὶ νὰ θυ­μη­θοῦν τὰ με­γα­λύ­τε­ρα παι­διὰ τὴν «ἱ­στο­ρί­α γιὰ τὸ δι­δα­κτο­ρι­κό»...

Ἀπὸ τὸ βιβλίο ΜΙΑ ΑΓΚΑΛΙΑ ΓΕΜΑΤΗ ΠΑΙΔΙΑ, ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΣ ΤΟΜΟΣ, ἐκδόσεις Ἔαρ σελ. 188-192.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου