Παρασκευή 6 Μαΐου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

­ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

 (8 ΜΑΪΟΥ 2022)




 

  ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ)

Ὃ ἦν ἀ­π' ἀρ­χῆς, ὃ ἀ­κη­κό­α­μεν, ὃ ἑ­ω­ρά­κα­μεν τοῖς ὀ­φθαλ­μοῖς ἡ­μῶν, ὃ ἐ­θε­α­σά­με­θα καὶ αἱ χεῖ­ρες ἡ­μῶν ἐ­ψη­λά­φη­σαν, πε­ρὶ τοῦ Λό­γου τῆς ζω­ῆς· (καὶ ἡ ζω­ὴ ἐ­φα­νε­ρώ­θη, καὶ ἑ­ω­ρά­κα­μεν καὶ μαρ­τυ­ροῦ­μεν καὶ ἀ­παγ­γέλ­λο­μεν ὑ­μῖν τὴν ζω­ὴν τὴν αἰ­ώ­νιον, ἥ­τις ἦν πρὸς τὸν Πα­τέ­ρα καὶ ἐ­φα­νε­ρώ­θη ἡ­μῖν)· ὃ ἑ­ω­ρά­κα­μεν καὶ ἀ­κη­κό­α­μεν, ἀ­παγ­γέλ­λο­μεν ὑ­μῖν, ἵ­να καὶ ὑ­μεῖς κοι­νω­νί­αν ἔ­χη­τε με­θ' ἡ­μῶν· καὶ ἡ κοι­νω­νί­α δὲ ἡ ἡ­με­τέ­ρα με­τὰ τοῦ Πα­τρὸς καὶ με­τὰ τοῦ Υἱ­οῦ αὐ­τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. καὶ ταῦ­τα γρά­φο­μεν ἡ­μῖν, ἵ­να ἡ χα­ρὰ ἡ­μῶν ᾖ πε­πλη­ρω­μέ­νη. Καὶ αὕ­τη ἔ­στιν ἡ ἐ­παγ­γε­λί­α ἣν ἀ­κη­κό­α­μεν ἀ­π' αὐ­τοῦ καὶ ἀ­ναγ­γέλ­λο­μεν ὑ­μῖν, ὅ­τι ὁ Θε­ὸς φῶς ἐ­στι καὶ σκο­τί­α ἐν αὐ­τῷ οὐκ ἔ­στιν οὐ­δε­μί­α. Ἐ­ὰν εἴ­πω­μεν ὅ­τι κοι­νω­νί­αν ἔ­χο­μεν με­τ' αὐ­τοῦ καὶ ἐν τῷ σκό­τει πε­ρι­πα­τῶ­μεν, ψευ­δό­με­θα καὶ οὐ ποι­οῦ­μεν τὴν ἀ­λή­θειαν· ἐ­ὰν δὲ ἐν τῷ φω­τὶ πε­ρι­πα­τῶ­μεν, ὡς αὐ­τός ἐ­στιν ἐν τῷ φω­τί, κοι­νω­νί­αν ἔ­χο­μεν με­τ' ἀλ­λή­λων, καὶ τὸ αἷ­μα Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ τοῦ Υἱ­οῦ αὐ­τοῦ κα­θα­ρί­ζει ἡ­μᾶς ἀ­πὸ πά­σης ἁ­μαρ­τί­ας.                                               

                  (Α’ Καθ. Ἰωάν. α΄ [1] 1 – 7)  

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

Σᾶς ἀ­ναγ­γέλ­λου­με αὐ­τό πού ἤ­δη ὑ­πῆρ­χε ὅ­ταν ἄρ­χι­σε ἡ δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ κό­σμου, αὐ­τό πού μέ τ’ αὐ­τιά μας ἀ­κού­σα­με ἐ­μεῖς οἱ Ἀ­πό­στο­λοι, αὐ­τό πού μέ τά μά­τια μας εἴ­δα­με, καί μά­λι­στα τό εἴ­δα­με κα­λά, καί τά χέ­ρια μας ψη­λά­φη­σαν· σᾶς κη­ρύτ­του­με δη­λα­δή γιά τόν ἐ­νυ­πό­στα­το Λό­γο, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­χει μέ­σα του ζω­ή καί τή με­τα­δί­δει καί στούς ἄλ­λους. – Καί ἡ ἐ­νυ­πό­στα­τη ζω­ή προ­σέ­λα­βε τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση, ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος καί φα­νε­ρώ­θη­κε μέ σάρ­κα· καί τή ζω­ή αὐ­τή τήν ἔ­χου­με δεῖ μέ τά μά­τια μας καί δί­νου­με μαρ­τυ­ρί­α γι’ αὐ­τή καί σᾶς ἀ­ναγ­γέλ­λου­με τή ζω­ή τήν αἰ­ώ­νια, πού ὑ­πῆρ­χε προ­α­νάρ­χως καί αἰ­ω­νί­ως δί­πλα στόν Πα­τέ­ρα καί ἦ­ταν ἑ­νω­μέ­νη μ’ αὐ­τόν, καί φα­νε­ρώ­θη­κε σέ μᾶς τούς Ἀ­πο­στό­λους καί τούς πρώ­τους μα­θη­τές. – Αὐ­τό λοι­πόν πού ἔ­χου­με δεῖ κι ἔ­χου­με ἀ­κού­σει ὡς αὐ­τό­πτες καί αὐ­τή­κο­οι μάρ­τυ­ρες ἀ­ναγ­γέλ­λου­με σέ σᾶς πού δέν τό εἴ­δα­τε μέ τά μά­τια σας καί δέν τό ἀ­κού­σα­τε μέ τ’ αὐ­τιά σας. Καί σᾶς τό ἀ­ναγ­γέλ­λου­με, γιά νά ἔ­χε­τε κοι­νω­νί­α καί στε­νό σύν­δε­σμο μα­ζί μας. Κι ἐ­κεῖ­νος πού ἔ­χει στε­νή σχέ­ση καί κοι­νω­νί­α μα­ζί μας, ἔ­χει σχέ­ση καί κοι­νω­νί­α μέ τόν Πα­τέ­ρα καί μέ τόν Υἱ­ό του Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό. Ὁ στε­νός δη­λα­δή σύν­δε­σμος τῶν Χρι­στια­νῶν δέν δη­μι­ουρ­γεῖ μό­νο στε­νή σχέ­ση με­τα­ξύ τους, ἀλ­λά καί στε­νή σχέ­ση καί κοι­νω­νί­α μέ τόν Θε­ό καί μέ τόν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό. Κι αὐ­τά σᾶς τά γρά­φου­με, γιά νά εἶ­ναι τέ­λεια ἡ χα­ρά μας, ἡ ὁ­ποί­α προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τό στε­νό σύν­δε­σμο καί τήν κοι­νω­νί­α μας μέ τόν Θε­ό καί με­τα­ξύ μας. Γιά νά ὑ­πάρ­χει ὅ­μως καί νά δι­α­τη­ρεῖ­ται ἡ κοι­νω­νί­α αὐ­τή, πού μᾶς φέρ­νει τό­ση χα­ρά, δέν πρέ­πει νά ξε­χνᾶ­τε ὅ­τι αὐ­τή εἶ­ναι ἡ ὑ­πό­σχε­ση πού ἔ­χου­με ἀ­κού­σει ἀ­πό τόν ἴ­διο τόν Υἱ­ό καί τήν ἀ­ναγ­γέλ­λου­με σέ σᾶς: ὅ­τι ὁ Θε­ός εἶ­ναι φῶς πού ἀ­κτι­νο­βο­λεῖ ἁ­γι­ό­τη­τα καί ἀ­λή­θεια, καί δέν ὑ­πάρ­χει μέ­σα του κα­νέ­να ἴ­χνος σκό­τους ἄ­γνοι­ας καί ἁ­μαρ­τί­ας.  Ἐ­άν λοι­πόν ποῦ­με ὅ­τι ἔ­χου­με στε­νή σχέ­ση καί κοι­νω­νί­α μέ τόν Θε­ό, καί ταυ­τό­χρο­να ἡ γε­νι­κό­τε­ρη συμ­πε­ρι­φο­ρά μας εἶ­ναι σκο­τει­νή καί ἁ­μαρ­τω­λή, λέ­με ψέ­μα­τα, καί οἱ πρά­ξεις μας δέν συμ­φω­νοῦν μέ τήν ἀ­λή­θεια.  Ἐ­άν ὅ­μως ζοῦ­με μέ­σα στό φῶς καί συμ­πε­ρι­φε­ρό­μα­στε μέ φω­τει­νή καί ἐ­νά­ρε­τη ζω­ή, ὅ­πως ζεῖ ὁ Θε­ός, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­ναι μέ­σα στό πνευ­μα­τι­κό φῶς, ἔ­χου­με στε­νή σχέ­ση καί κοι­νω­νί­α με­τα­ξύ μας, καί ἡ θυ­σί­α τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ τοῦ Υἱ­οῦ του μᾶς κα­θα­ρί­ζει ἀ­πό κά­θε ἁ­μαρ­τί­α.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

     Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐλ­θὼν Ἰ­ω­σὴφ ὁ ἀ­πὸ Ἁ­ρι­μα­θα­ί­ας, εὐ­σχή­μων βου­λευ­τής, ς κα αὐ­τὸς ν προσ­δε­χό­με­νος τν βα­σι­λε­ί­αν το Θε­οῦ, τολ­μή­σας εἰ­σῆλ­θε πρς Πι­λᾶ­τον κα ᾐ­τή­σα­το τ σῶ­μα το Ἰ­η­σοῦ. δ Πι­λᾶ­τος ἐ­θα­ύ­μα­σεν ε ἤ­δη τέ­θνη­κε, κα προ­σκα­λε­σά­με­νος τν κεν­τυ­ρί­ω­να ἐ­πη­ρώ­τη­σεν αὐ­τὸν ε πά­λαι ἀ­πέ­θα­νε· κα γνος ἀ­πὸ το κεν­τυ­ρί­ω­νος ἐ­δω­ρή­σα­το τ σῶ­μα τ Ἰ­ω­σήφ. κα ἀ­γο­ρά­σας σιν­δό­να κα κα­θε­λὼν αὐ­τὸν ἐ­νε­ί­λη­σε τ σιν­δό­νι κα κα­τέ­θη­κεν αὐ­τὸν ν μνη­με­ί­ῳ ν λε­λα­το­μη­μέ­νον κ πέ­τρας, κα προ­σε­κύ­λι­σε λί­θον ἐ­πὶ τν θύ­ραν το μνη­με­ί­ου. δ Μα­ρί­α Μα­γδα­λη­νὴ κα Μα­ρί­α Ἰ­ω­σῆ ἐ­θε­ώ­ρουν πο τί­θε­ται. Κα δι­α­γε­νο­μέ­νου το σαβ­βά­του Μα­ρί­α Μα­γδα­λη­νὴ κα Μα­ρί­α το Ἰ­α­κώ­βου κα Σα­λώ­μη ἠ­γό­ρα­σαν ἀ­ρώ­μα­τα ἵ­να ἐλ­θοῦ­σαι ἀ­λε­ί­ψω­σιν αὐ­τόν. κα λί­αν πρω­ῒ τῆς μι­ᾶς σαβ­βά­των ἔρ­χον­ται ἐ­πὶ τ μνη­μεῖ­ον, ἀ­να­τε­ί­λαν­τος το ἡ­λί­ου. κα ἔ­λε­γον πρς ἑ­αυ­τάς· Τς ἀ­πο­κυ­λί­σει ἡ­μῖν τν λί­θον κ τς θύ­ρας το μνη­με­ί­ου; κα ἀ­να­βλέ­ψα­σαι θε­ω­ροῦ­σιν ὅ­τι ἀ­πο­κε­κύ­λι­σται ὁ λί­θος· ν γρ μέ­γας σφό­δρα. κα εἰ­σελ­θοῦ­σαι ες τ μνη­μεῖ­ον εἶ­δον νε­α­νί­σκον κα­θή­με­νον ν τος δε­ξι­οῖς, πε­ρι­βε­βλη­μέ­νον στο­λὴν λευ­κήν, κα ἐ­ξε­θαμ­βή­θη­σαν. δ λέ­γει αὐ­ταῖς· Μ ἐκ­θαμβεῖ­σθε· Ἰ­η­σοῦν ζη­τεῖ­τε τν Να­ζα­ρη­νὸν τν ἐ­σταυ­ρω­μέ­νον· ἠ­γέρ­θη, οκ ἔ­στιν ὧ­δε· ἴ­δε ὁ τό­πος ὅ­που ἔ­θη­καν αὐ­τόν. ἀλ­λ' ὑ­πά­γε­τε εἴ­πα­τε τος μα­θη­ταῖς αὐ­τοῦ κα τ Πτρ ὅ­τι προ­ά­γει ὑ­μᾶς ες τν Γα­λι­λα­ί­αν· ἐ­κεῖ αὐ­τὸν ὄ­ψε­σθε, κα­θὼς εἶ­πεν ὑ­μῖν. κα ἐ­ξελ­θοῦ­σαι ἔ­φυ­γον ἀ­πὸ το μνη­με­ί­ου· εἶ­χε δ αὐ­τὰς τρό­μος κα ἔκ­στα­σις, κα οὐ­δε­νὶ οὐ­δὲν εἶ­πον· ἐ­φο­βοῦν­το γρ. 

                                          (Μάρκ. ιε΄[15] 43 – 47, ιστ΄[16] 1 – 8)

 

ΠΡΟ­ΣΜΟ­ΝΗ ΚΑΙ Α­ΠΟ­ΦΑ­ΣΗ

Ο­ΜΙ­ΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥ­ΑΓ­ΓΕ­ΛΙΟ

1. ΤΑ Α­ΔΙ­Ε­ΞΟ­ΔΑ

Με­γά­λη Πα­ρα­σκευ­ὴ ἀ­πό­γευ­μα. Ἐ­πά­νω στὸν σταυ­ρὸ τοῦ Γολ­γο­θᾶ κρέ­με­ται νε­κρὸ τὸ πα­νά­γιο σῶ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου. Ὁ κίν­δυ­νος νὰ μεί­νει ἄ­τα­φο γιὰ ἡ­μέ­ρες εἶ­ναι φα­νε­ρός, δι­ό­τι σὲ λί­γες ὧ­ρες ἀρ­χί­ζει ἡ ἀρ­γί­α τοῦ Σαβ­βά­του καὶ κά­θε κί­νη­ση εἶ­ναι ἀ­πα­γο­ρευ­μέ­νη. Οἱ μα­θη­ταὶ τρο­μο­κρα­τη­μέ­νοι ἀ­πὸ τὴν μα­νί­α τῶν Ἰ­ου­δαί­ων ἔ­χουν δι­α­σκορ­πι­σθεῖ. Δὲν ὑ­πάρ­χει κα­νείς νὰ φρον­τί­σει γιὰ τὴν τα­φὴ τοῦ Κυ­ρί­ου;

Στὴν κρί­σι­μη αὐ­τὴ ὥ­ρα ἐμ­φα­νί­ζε­ται ἕ­νας ἄ­γνω­στος ἕ­ως τό­τε μα­θη­τής, ὁ Ἰ­ω­σήφ, ποὺ κα­τα­γό­ταν ἀ­πὸ τὴν πό­λη Ἀ­ρι­μα­θαί­α. Ἦ­ταν βου­λευ­τής, ἐ­πί­ση­μο μέ­λος τοῦ ἰ­ου­δα­ϊ­κοῦ Συ­νε­δρί­ου. Ὁ Ἰ­ω­σὴφ λοι­πὸν χω­ρὶς νὰ ὑ­πο­λο­γί­σει καμ­μί­α συ­νέ­πεια πα­ρου­σι­ά­ζε­ται στὸν Πι­λά­το καὶ τοῦ ζη­τεῖ τὸ σῶ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου, γιὰ νὰ τὸ ἐν­τα­φιά­σει.

Ὁ Πι­λά­τος, μό­λις βε­βαι­ώ­θη­κε ὅ­τι πραγ­μα­τι­κὰ πέ­θα­νε ὁ Κύ­ριος, χά­ρι­σε στὸν Ἰ­ω­σὴφ τὸ πα­νά­γιο σῶ­μα Του. Ὁ Ἰ­ω­σὴφ τρέ­χει ἀ­μέ­σως, ἀ­γο­ρά­ζει «σιν­δό­να κα­θα­ρὰν» καὶ μα­ζὶ μὲ τὸν Νι­κό­δη­μο ἀ­νε­βαί­νουν στὸν Γολ­γο­θᾶ. Ἐ­κεῖ, μὲ εὐ­λά­βεια καὶ ἱ­ε­ρὸ συγ­κλο­νι­σμό, ἀ­πο­κα­θη­λώ­νουν τὸ πα­νά­γιο σῶ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου ἀ­πὸ τὸν σταυ­ρό. Καὶ ἀ­φοῦ τὸ ἀ­λεί­φουν μὲ πο­λύ­τι­μα μύ­ρα,τὸ ἀ­πο­θέ­τουν στὸ μνη­μεῖ­ο ποὺ ἦ­ταν σκα­λι­σμέ­νο σὲ βρά­χο ἐ­κεῖ κον­τά, κλεί­νον­τας τὴν εἴ­σο­δο τοῦ μνη­μεί­ου μὲ μί­α με­γά­λη πέ­τρα.

Οἱ μα­θή­τρι­ες τοῦ Κυ­ρί­ου Μα­ρί­α ἡ Μα­γδα­λη­νὴ καὶ ἡ μη­τέ­ρα τοῦ Ἰ­ω­σῆ Μα­ρί­α πα­ρα­τη­ροῦ­σαν μὲ πό­νο καὶ ἀ­γά­πη τὸν ἐν­τα­φια­σμὸ τοῦ Κυ­ρί­ου. Ἤ­θε­λαν ὅ­μως νὰ προ­σφέ­ρουν με­γα­λύ­τε­ρες τι­μὲς στὸ νε­κρὸ σῶ­μα τοῦ λα­τρευ­τοῦ τους Δι­δα­σκά­λου. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ πε­ρί­με­ναν ἐ­να­γω­νί­ως νὰ πε­ρά­σει ἡ ἀρ­γί­α τοῦ Σαβ­βά­του. Ἀ­γό­ρα­σαν πα­νά­κρι­βα ἀ­ρώ­μα­τα καὶ πο­λὺ νω­ρὶς τὸ πρω­ΐ τῆς ἑ­πο­μέ­νης ἡ­μέ­ρας ξε­κι­νοῦν μὲ ἱ­ε­ρὸ πό­θο γιὰ τὸ μνη­μεῖ­ο.

Εἶ­ναι ὅ­μως ἀ­νή­συ­χες, δι­ό­τι μπρο­στά τους, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τοὺς ἀ­πει­λη­τι­κοὺς κιν­δύ­νους τῆς νύ­κτας, ὀρ­θώ­νε­ται φο­βε­ρὸ ἀ­δι­έ­ξο­δο: Ποι­ὸς θὰ κυ­λί­σει ἀ­πὸ τὴν εἴ­σο­δο τοῦ μνη­μεί­ου τὴ με­γά­λη τα­φό­πε­τρα; Ὅ­μως οἱ μα­θή­τρι­ες δὲν ἀ­πο­θαρ­ρύ­νον­ται, προ­χω­ροῦν μὲ πί­στη καὶ τόλ­μη· καὶ πό­ση ἔκ­πλη­ξη δο­κι­μά­ζουν, μό­λις ἀν­τι­κρί­ζουν τὸν τά­φο ἀ­νοι­κτό! Ὁ λί­θος εἶ­χε κυ­λι­σθεῖ μα­κριὰ ἀ­πὸ τὸ μνη­μεῖ­ο!

ΤΑ Α­ΔΙ­Ε­ΞΟ­ΔΑ λοι­πὸν ξε­πε­ρά­στη­καν. Τὰ μύ­ρια ἐμ­πό­δια ποὺ ὀρ­θώ­νον­ταν ἀ­πει­λη­τι­κὰ καὶ στὸν Ἰ­ω­σὴφ καὶ στὶς μυ­ρο­φό­ρες ἐ­ξα­φα­νί­σθη­καν.

Τί ση­μαί­νει αὐ­τὸ γιὰ μᾶς; Ὅ­τι πί­στη καὶ τόλ­μη μᾶς χρει­ά­ζον­ται, ὅ­ταν καὶ στὴ δι­κή μας ζω­ὴ πα­ρου­σι­ά­ζον­ται δι­ά­φο­ρα προ­βλή­μα­τα καὶ ἀ­δι­έ­ξο­δα· οἰ­κο­γε­νεια­κά, οἰ­κο­νο­μι­κά, συ­νει­δη­σια­κά, ἐρ­γα­σια­κά, ὑ­γεί­ας καὶ τό­σα ἄλ­λα. Δυ­στυ­χῶς σ᾿ αὐ­τὲς τὶς δύ­σκο­λες ὧ­ρες ἀ­πελ­πι­ζό­μα­στε, τὰ χά­νου­με, νομί­ζου­με πὼς χά­θη­καν τὰ πάν­τα, πὼς βου­λι­ά­ξα­με στὰ ἄ­λυ­τα προ­βλή­μα­τά μας.

Σ᾿ αὐ­τὲς τὶς κρί­σι­μες στιγ­μὲς τῆς ζω­ῆς μας θὰ πρέ­πει νὰ προ­χω­ροῦ­με μὲ πί­στη καὶ τόλ­μη, νὰ δί­νου­με τὶς με­γά­λες μά­χες· ἔ­στω κι ἂν μᾶς φαί­νε­ται ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­κα­τόρ­θω­το νὰ πα­ρα­με­ρι­σθοῦν τὰ ἐμ­πό­δια. Δι­ό­τι ὁ Θε­ός, ποὺ πα­ρα­κο­λου­θεῖ τὴ ζω­ή μας, θὰ ἀ­νοί­γει δρό­μους σ᾿ ὅ­λα τὰ ἀ­δι­έ­ξο­δα. Οἱ δυ­σκο­λί­ες θὰ ἐ­ξα­φα­νί­ζον­ται. Τὸ σκο­τά­δι θὰ δι­α­λύ­ε­ται. Ἐ­μεῖς μό­νο νὰ προ­χω­ροῦ­με μὲ πί­στη καὶ τόλ­μη, ὅ­πως προ­χώ­ρη­σαν οἱ μυ­ρο­φό­ροι, γυ­ναῖ­κες καὶ ἄν­δρες.

2. ΤΡΟ­ΜΟΣ ΚΑΙ ΕΚ­ΣΤΑ­ΣΙΣ

Οἱ μα­θή­τρι­ες λοι­πὸν δὲν δί­στα­σαν· προ­χω­ροῦν καὶ μπαί­νουν στὸ μνη­μεῖ­ο. Ἀ­πο­ρί­α καὶ φό­βος κυ­ρι­εύ­ει τὴν ψυ­χή τους, κα­θὼς τώ­ρα βλέ­πουν ἕ­ναν ἀ­στρα­φτε­ρὸ ἄγ­γε­λο μὲ κα­τά­λευ­κη ἐν­δυ­μα­σί­α νὰ κά­θε­ται στὸ δε­ξιὸ μέ­ρος τοῦ μνη­μεί­ου. Συγ­κλο­νι­σμέ­νες ἀ­κοῦν ἀ­πὸ αὐ­τὸν τὸν πιὸ χαρ­μό­συ­νο λό­γο.

—Μή φο­βᾶ­σθε. Τὸν Ἰ­η­σοῦ τὸν Να­ζα­ρη­νὸ ζη­τᾶ­τε, τὸν ἐ­σταυ­ρω­μέ­νο; Ἀ­να­στή­θη­κε. Δὲν εἶ­ναι πλέ­ον ἐ­δῶ. Νὰ ὁ τό­πος ποὺ τὸν εἶ­χαν βά­λει. Πη­γαί­νε­τε λοι­πὸν στοὺς μα­θη­τές Του, καὶ στὸν Πέ­τρο, καὶ νὰ τοὺς ἀ­ναγ­γεί­λε­τε ὅ­τι ὁ Χρι­στὸς ἀ­να­στή­θη­κε· καὶ ὅ­τι πη­γαί­νει πρω­τύ­τε­ρα ἀ­πὸ σᾶς Αὐ­τὸς στὴ Γα­λι­λαί­α, ὅ­που θὰ τὸν δοῦν, ὅ­πως τοὺς εἶ­χε πεῖ πρὶν σταυ­ρω­θεῖ.

Μό­λις ἄ­κου­σαν τὰ ἀ­προσ­δό­κη­τα αὐ­τὰ λό­για ἀ­πὸ τὸν ἄγ­γε­λο, γε­μά­τες τρό­μο καὶ ἔκ­στα­ση ἔ­φυ­γαν ἀ­πὸ τὸ μνη­μεῖ­ο. Τό­σο με­γά­λος μά­λι­στα ἦ­ταν ὁ ἱ­ε­ρὸς συγ­κλο­νι­σμός τους καὶ ὁ φό­βος τους, ὥ­στε δὲν εἶ­χαν πλέ­ον τὴν δύ­να­μη νὰ ποῦν οὔ­τε μιὰ λέ­ξη στοὺς ἀν­θρώ­πους ποὺ συ­ναν­τοῦ­σαν στὸν δρό­μο τους.

ΤΡΟ­ΜΟΣ ΚΑΙ ΕΚ­ΣΤΑ­ΣΙΣ. Δύ­ο λέ­ξεις ποὺ πε­ρι­κλεί­ουν ὅ­λα ἐ­κεῖ­να τὰ ἀ­πε­ρί­γρα­πτα καὶ δυ­να­τὰ συ­ναι­σθή­μα­τα ποὺ ἔ­νοι­ω­σαν μέ­σα τους αὐ­τὲς οἱ εὐ­λα­βι­κὲς μα­θή­τρι­ες τοῦ Κυ­ρί­ου. Τρό­μος, δι­ό­τι ἄρ­χι­σαν νὰ κα­τα­λα­βαί­νουν ὅ­τι κά­τι μο­να­δι­κὸ καὶ πρω­το­φα­νὲς συ­νέ­βη στὸ κε­νὸ μνη­μεῖ­ο. Νι­κή­θη­κε ὁ θά­να­τος, νέ­α ζω­ὴ ἀ­νέ­τει­λε. Δὲν μπο­ρεῖ νὰ τὸ χω­ρέ­σει ὁ νοῦς τους. Αὐ­τὸς ποὺ ἐ­πὶ τρί­α χρό­νια ἦ­ταν δί­πλα τους δὲν ἦ­ταν μό­νον ἕ­νας με­γά­λος δι­δά­σκα­λος ἢ προ­φή­της, ἀλ­λὰ ὁ δη­μι­ουρ­γὸς τῆς ζω­ῆς καὶ τοῦ θα­νά­του, ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ὸς ποὺ ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος.

Γι᾿ αὐ­τὸ νοι­ώ­θουν νὰ γί­νε­ται μέ­σα τους ἀλ­λοί­ω­ση, πε­ρι­έρ­χον­ται σὲ ἔκ­στα­ση, ἀ­νέκ­φρα­στο θαυ­μα­σμό, χα­ρά, ἔκ­πλη­ξη, βα­θύ­τα­τη συγ­κί­νη­ση. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ δὲν μπο­ροῦν νὰ βγά­λουν οὔ­τε λέ­ξη ἀ­πὸ τὸ στό­μα τους. Τὰ πό­δια τους τρέ­χουν, ἡ καρ­διά τους πάλ­λε­ται, ἀλ­λὰ τὸ στό­μα τους μέ­νει κλει­στό. Καὶ ἀ­πὸ τὰ βά­θη τῆς καρ­διᾶς τους μί­α εἶ­ναι ἡ βου­βὴ νι­κη­τή­ριος κραυ­γὴ πρὸς τοὺς πι­στοὺς ὅ­λων τῶν αἰ­ώ­νων: «Χρι­στὸς ἀ­νέ­στη».

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου