ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ
ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ
(15 ΜΑΪΟΥ 2022)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἐν
ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐγένετο Πέτρον διερχόμενον διὰ πάντων κατελθεῖν καὶ πρὸς τοὺς ἁγίους
τοὺς κατοικοῦντας Λύδδαν. εὗρε δὲ ἐκεῖ
ἄνθρωπόν τινα Αἰνέαν ὀνόματι, ἐξ ἐτῶν
ὀκτὼ κατακείμενον ἐπὶ κραβάττῳ, ὃς ἦν παραλελυμένος. καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Πέτρος· Αἰνέα, ἰᾶταί
σε Ἰησοῦς
ὁ Χριστός· ἀνάστηθι
καὶ στρῶσον σεαυτῷ. καὶ εὐθέως ἀνέστη. καὶ εἶδον αὐτὸν πάντες οἱ κατοικοῦντες Λύδδαν καὶ τὸν Σάρωνα, οἵτινες ἐπέστρεψαν
ἐπὶ τὸν Κύριον. Ἐν Ἰόππῃ δέ τις ἦν μαθήτρια ὀνόματι
Ταβιθά, ἣ διερμηνευομένη λέγεται
Δορκάς· αὕτη ἦν πλήρης ἀγαθῶν ἔργων καὶ ἐλεημοσυνῶν
ὧν ἐποίει. ἐγένετο
δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις
ἐκείναις ἀσθενήσασαν αὐτὴν ἀποθανεῖν· λούσαντες δὲ αὐτὴν ἔθηκαν
ἐν ὑπερώῳ. ἐγγὺς
δὲ οὔσης Λύδδης τῇ Ἰόππῃ οἱ μαθηταὶ ἀκούσαντες
ὅτι Πέτρος ἐστὶν
ἐν αὐτῇ, ἀπέστειλαν
δύο ἄνδρας
πρὸς αὐτὸν παρακαλοῦντες μὴ ὀκνῆσαι
διελθεῖν ἕως αὐτῶν. ἀναστὰς
δὲ Πέτρος συνῆλθεν αὐτοῖς· ὃν παραγενόμενον ἀνήγαγον
εἰς τὸ ὑπερῷον, καὶ παρέστησαν αὐτῷ πᾶσαι αἱ χῆραι κλαίουσαι καὶ ἐπιδεικνύμεναι
χιτῶνας καὶ ἱμάτια
ὅσα ἐποίει μετ' αὐτῶν οὖσα ἡ Δορκάς. ἐκβαλὼν δὲ ἔξω πάντας ὁ Πέτρος καὶ θεὶς τὰ γόνατα προσηύξατο, καὶ ἐπιστρέψας
πρὸς τὸ σῶμα εἶπε· Ταβιθά, ἀνάστηθι. ἡ δὲ ἤνοιξε
τοὺς ὀφθαλμοὺς
αὐτῆς, καὶ ἰδοῦσα
τὸν Πέτρον ἀνεκάθισε. δοὺς δὲ αὐτῇ χεῖρα ἀνέστησεν
αὐτήν, φωνήσας
δὲ τοὺς ἁγίους καὶ τὰς χήρας παρέστησεν αὐτὴν ζῶσαν.
γνωστὸν δὲ ἐγένετο καθ' ὅλης
τῆς Ἰόππης, καὶ πολλοὶ ἐπίστευσαν
ἐπὶ τὸν Κύριον.
(Πράξ. θ΄ [9] 32 – 42)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Καθὼς ὁ Πέτρος περιόδευε σ'
ὅλα αὐτὰ τὰ μέρη, κάποια μέρα κατέβηκε καὶ στοὺς Χριστιανοὺς πού
κατοικοῦσαν στὴ Λύδδα. Ἐκεῖ συνάντησε κάποιον ἄνθρωπο πού λεγόταν
Αἰνέας καὶ ἦταν ὀκτὼ χρόνια κατάκοιτος πάνω σ' ἕνα κρεβάτι, διότι ἦταν
παράλυτος. Κι ὁ Πέτρος τοῦ εἶπε: Αἰνέα,
ὁ Ἰησοῦς, πού εἶναι ὁ χρισμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ Μεσσίας, σὲ γιατρεύει ἀπὸ
τὴν παραλυσία σου. Σήκω καὶ στρῶσε μόνος σου τὸ κρεβάτι σου. Κι αὐτὸς
ἀμέσως σηκώθηκε. Καὶ τὸν εἶδαν ὅλοι ὅσοι κατοικοῦσαν στὴ Λύδδα
καὶ στὴν πεδιάδα τοῦ Σάρωνα. Κι ἔτσι, καθοδηγημένοι ἀπὸ τὸ θαῦμα αὐτό,
ἐπέστρεψαν στὸν Κύριο Ἰησοῦ, ἀφοῦ τὸν πίστεψαν καὶ τὸν ἀναγνώρισαν
Θεὸ καὶ Σωτήρα τους.
Στὴν Ἰόππη πάλι ὑπῆρχε κάποια
μαθήτρια τοῦ Κυρίου πού λεγόταν Ταβιθά. Τὸ ὄνομα αὐτὸ μεταφράζεται μὲ τὴ λέξη Δορκάδα,
δηλαδὴ ζαρκάδι. Αὐτὴ ἦταν γεμάτη ἀπὸ ἀγαθοεργίες καὶ ἐλεημοσύνες
πού ἔκανε συνεχῶς. Τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες
ὅμως συνέβη νὰ ἀρρωστήσει καὶ νὰ πεθάνει. Κι ἀφοῦ τὴν ἔλουσαν καὶ
τὴν ἑτοίμασαν, τὴν ἔβαλαν στὸ πάνω διαμέρισμα τῆς οἰκίας. Καθὼς
λοιπὸν ἡ πόλη Λύδδα ἦταν κοντὰ στὴν Ἰόππη, σὰν ἄκουσαν οἱ μαθητὲς ὅτι
ὁ Πέτρος εἶναι στὴν πόλη αὐτή, τοῦ ἔστειλαν δύο ἄνδρες καὶ τὸν παρακαλοῦσαν
νὰ πάει σ' αὐτοὺς ὅσο γίνεται πιὸ γρήγορα. Πράγματι ὁ Πέτρος σηκώθηκε
καὶ πῆγε μαζὶ μὲ τοὺς δύο αὐτοὺς ἀπεσταλμένους. Μόλις ἔφτασε στὴν
Ἰόππη, τὸν ἀνέβασαν στὸ ἀνώγειο. Κι ἐκεῖ παρουσιάστηκαν μπροστά του
ὅλες οἱ χῆρες κλαίγοντας γιὰ τὸ θάνατο αὐτῆς πού τὶς προστάτευε. Καὶ
ὡς δείγματα τῆς προστασίας της ἔδειχναν στὸν Πέτρο τοὺς χιτῶνες καὶ
τὰ πανωφόρια πού εἶχε φτιάξει γι' αὐτοὺς ἡ Δορκάδα ὅσο ζοῦσε μαζί
τους. Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Πέτρος τοὺς ἔβγαλε ὅλους ἔξω ἀπὸ τὸ ἀνώγειο πού
ἦταν ἡ νεκρή, γονάτισε καὶ προσευχήθηκε. Κατόπιν στράφηκε στὸ νεκρὸ
σῶμα καὶ εἶπε: Ταβιθά, σήκω ἐπάνω.
Κι αὐτὴ ἄνοιξε τὰ μάτια της, κι ὅταν εἶδε τὸν Πέτρο, ὅπως ἦταν ξαπλωμένη,
ἀνασηκώθηκε καθιστὴ στὸ κρεβάτι της. Τότε τῆς ἔδωσε ὁ Πέτρος τὸ χέρι
του καὶ τὴν σήκωσε ὄρθια. Ὕστερα φώναξε τοὺς Χριστιανοὺς καὶ ἰδιαιτέρως
τὶς χῆρες καὶ τοὺς τὴν παρουσίασε ζωντανή. Τὸ θαῦμα αὐτὸ ἔγινε γνωστὸ
σ' ὅλη τὴν πόλη τῆς Ἰόππης, καὶ πολλοὶ πίστεψαν στὸν Κύριο.
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα. ἔστι
δὲ ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις
ἐπὶ τῇ προβατικῇ κολυμβήθρα, ἡ ἐπιλεγομένη
Ἑβραϊστὶ Βηθεσδά, πέντε στοὰς ἔχουσα. ἐν ταύταις κατέκειτο πλῆθος
τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν, ἐκδεχομένων
τὴν τοῦ ὕδατος
κίνησιν. ἄγγελος
γὰρ κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἐταράσσε
τὸ ὕδωρ· ὁ οὖν πρῶτος ἐμβὰς
μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ ὕδατος
ὑγιὴς ἐγίνετο ᾧ δήποτε κατείχετο νοσήματι. ἦν δέ τις ἄνθρωπος
ἐκεῖ τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ
αὐτοῦ. τοῦτον
ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς κατακείμενον, καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει, λέγει αὐτῷ· Θέλεις ὑγιὴς
γενέσθαι; ἀπεκρίθη
αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν· Κύριε, ἄνθρωπον
οὐκ ἔχω, ἵνα
ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν· ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι
ἐγώ ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἔγειρε, ἆρον
τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. καὶ εὐθέως ἐγένετο
ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἦρε τὸν κράβαττον αὐτοῦ καὶ περιεπάτει. ἦν δὲ σάββατον ἐν ἐκείνῃ
τῇ ἡμέρᾳ. ἔλεγον
οὖν οἱ Ἰουδαῖοι
τῷ τεθεραπευμένῳ· Σάββατόν ἐστιν· οὐκ ἔξεστί
σοι ἆραι
τὸν κράβαττον. ἀπεκρίθη
αὐτοῖς· Ὁ ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός
μοι εἶπεν· ἆρον
τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. ἠρώτησαν
οὖν αὐτόν· Τίς ἐστιν
ὁ ἄνθρωπος
ὁ εἰπών σοι,
ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει; ὁ δὲ ἰαθεὶς οὐκ ᾔδει
τίς ἐστιν· ὁ γὰρ Ἰησοῦς
ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ. μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς
ἐν τῷ ἱερῷ
καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἴδε
ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται. ἀπῆλθεν
ὁ ἄνθρωπος
καὶ ἀνήγγειλε
τοῖς Ἰουδαίοις
ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ.
(Ἰωάν. ε΄[5] 1 – 15)
ΔΕΝ ΕΧΩ ΑΝΘΡΩΠΟ
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
1. ΕΙΜΑΙ ΜΟΝΟΣ;
Στὴ βόρεια
πλευρὰ τοῦ τείχους τῆς Ἱερουσαλήμ, δίπλα στὴν πύλη ποὺ περνοῦσαν τὰ
πρόβατα γιὰ τὶς θυσίες, ὑπῆρχε μία πολὺ μικρὴ θαυματουργικὴ λιμνούλα,
«κολυμβήθρα». Ἀπὸ τὸ ὄνομα τῆς πύλης τὴν ὀνόμαζαν «προβατικὴ κολυμβήθρα».
Τῆς εἶχαν δώσει ἐπιπλέον καὶ τὸ ὄνομα «Βηθεσδά», ποὺ σημαίνει οἶκος
ἐλέους. Ἐδῶ γινόταν κάτι τὸ θαυμαστό. Ἡ δεξαμενὴ αὐτὴ εἶχε γύρω
της πέντε στοές, στὶς ὁποῖες «κατέκειτο πλῆθος πολὺ τῶν ἀσθενούντων»,
τυφλῶν καὶ ἀναπήρων. Καὶ περίμεναν ὅλοι ἐκεῖ. Κάθε τόσο ἄγγελος Κυρίου
«κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ καὶ ἐτάρασσε τὸ ὕδωρ» καὶ ὅποιος ἄρρωστος
ἔπεφτε πρῶτος μέσα, γινόταν ἀμέσως καλὰ ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἀρρώστια
κι ἂν ἔπασχε.
Ὑπῆρχε ὅμως
κι ἕνας ἄνθρωπος 38 ὁλόκληρα χρόνια παράλυτος, μόνος καὶ ἀβοήθητος.
Ἀλλὰ σήμερα στέκεται μπροστά του ὁ Κύριος καὶ τὸν ρωτᾶ: «Θέλεις ὑγιὴς
γενέσθαι»; Καὶ ὁ παράλυτος τοῦ ἀποκρίνεται: «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω,
ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν». Κύριε, δὲν ἔχω
κανέναν ἐγὼ. Κι ἐνῶ προσπαθῶ νὰ προλάβω νὰ πέσω πρῶτος στὸ νερό,
μπαίνουν ἄλλοι πρὶν ἀπὸ μένα!...
ΗΤΑΝ ἀξιοσυμπάθητος
ὁ παράλυτος αὐτός! Ὁ πόνος του μεγάλος καὶ μακροχρόνιος. Καὶ ὅλοι
τὸν εἶχαν ἐγκαταλείψει! Ὅμως ἕνας δὲν τὸν εἶχε ξεχάσει, ὁ Κύριός
μας. Τὸν παρακολουθοῦσε τόσα χρόνια, καὶ σήμερα ὁδήγησε τὰ βήματά
Του πρὸς τὸ ἐγκαταλελειμμένο ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους παιδί Του.
Ἀλλὰ τὸ ἴδιο
δὲν κάνει ὁ Ἅγιος Θεὸς σὲ κάθε ἄνθρωπο; Πόσες φορὲς κι ἐμεῖς δοκιμάζουμε
μοναξιὰ καὶ πόνο! Πόσες φορὲς ἀντιμετωπίζουμε προβλήματα ὑγείας,
οἰκογενειακὰ, ἐργασιακά, οἰκονομικά, κοινωνικά! Καὶ στηρίζουμε
τὶς ἐλπίδες μας σὲ κάποιους ἀνθρώπους, περιμένουμε ἀπὸ αὐτοὺς νὰ
μᾶς βοηθήσουν. Δυστυχῶς ὅμως οἱ ἄνθρωποι συχνὰ μᾶς ἀπογοητεύουν
δὲν μποροῦν πάντοτε νὰ μᾶς καταλάβουν ἢ δὲν θέλουν νὰ μᾶς βοηθήσουν.
Ἀλλὰ καὶ δὲν μποροῦν πάντοτε νὰ μᾶς συνδράμουν, γιατί οἱ δυνατότητές
τους εἶναι περιορισμένες. Καὶ μεῖς, κλεισμένοι στὴ μοναξιά μας, σὰν
τὸν παράλυτο τοῦ Εὐαγγελίου κραυγάζουμε: «Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω»!
Σ᾿ ὅλες αὐτὲς
τὶς περιπτώσεις δυστυχῶς τὰ χάνουμε. Πελαγοδρομοῦμε μόνοι μας, ἐπειδὴ
ξεχνοῦμε πὼς ἔχουμε κοντά μας ὄχι ἕναν ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸν θεάνθρωπο
Κύριο. Εἶναι δίπλα μας ὁ Χριστός, ὁ μόνος ποὺ μᾶς γνωρίζει στὴν ἐντέλεια
καὶ θέλει καὶ μπορεῖ νὰ μᾶς βοηθήσει. Δὲν περιμένει νὰ τὸν βροῦμε ἐμεῖς.
Ἔρχεται πρῶτος αὐτὸς νὰ μᾶς βοηθήσει, νὰ μᾶς εὐεργετήσει. Ἐπιπλέον
στέλνει καὶ δικούς Του ἀνθρώπους δίπλα μας γιὰ νὰ μᾶς συντροφεύουν στὴ
μοναξιά μας, νὰ μᾶς ἐνισχύουν στὸν ἀγώνα μας. Δὲν εἴμαστε λοιπὸν μόνοι.
Ἔχουμε βοηθὸ τὸν παντοδύναμο καὶ πανάγαθο Κύριό μας, ὁ Ὁποῖος ἀντιστρέφει
τὶς ἀντίξοες περιστάσεις καὶ κάνει τὸ θαῦμα. Ὅπως τότε μὲ τὸν παράλυτο
τοῦ Εὐαγγελίου.
2. Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΑΣ
ΕΥΕΡΓΕΤΗΣ
Μετὰ ἀπὸ τὴν
ἐναγώνια κραυγὴ τοῦ παραλύτου ὁ Κύριος δίνει τὴν ἀπάντηση, κάνει
τὸ θαῦμα. Λέγει στὸν παράλυτο: «Ἔγειραι, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ
περιπάτει». Καὶ ἀμέσως ὁ παράλυτος θεραπεύεται. Πετάγεται ὀρθός,
στέκει στὰ πόδια του. Σηκώνει τὸ κρεβάτι του στοὺς ὤμους! Καὶ περπατᾶ
ἐλεύθερος στοὺς δρόμους τῆς πόλεως.
Κάποιοι ὅμως
κακόψυχοι Ἰουδαῖοι, καθὼς τὸν ἀντικρίζουν ὑγιῆ, τὸν ἐπιπλήττουν
καὶ τοῦ λένε: «Σάββατόν ἐστιν», ἀργία! Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ σηκώνεις
καὶ νὰ κουβαλᾶς τὸ κρεβάτι σου. Καὶ αὐτὸς ἔκπληκτος τοὺς ἀπαντᾶ: Ἐκεῖνος
ποὺ μὲ ἔκανε καλά, αὐτὸς μοῦ εἶπε «ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει».
Καὶ οἱ Ἰουδαῖοι τὸν ξαναρωτοῦν: Ποιὸς εἶναι λοιπὸν αὐτὸς ποὺ σοῦ εἶπε
νὰ σηκώσεις τὸ κρεβάτι σου; Ὁ παράλυτος ὅμως δὲν ἐγνώριζε τὸ ὄνομα
τοῦ εὐεργέτη του. Γιατί ὁ Κύριος ἀπομακρύνθηκε ἀθόρυβα καὶ χάθηκε
μέσα στὸ πλῆθος.
Πέρασαν μέρες
ἀπὸ τότε. Ὁ θόρυβος κόπασε. Καὶ ὁ Κύριος ξαναβρίσκει μπροστά του
στὴν αὐλὴ τοῦ Ναοῦ τὸν πρώην παράλυτο καὶ τοῦ λέγει: «Ἴδε ὑγιὴς γέγονας·
μηκέτι ἁμάρτανε», γιὰ νὰ μὴ σοῦ συμβεῖ τίποτε χειρότερο! Καὶ ὁ θεραπευθεὶς
παράλυτος, γεμάτος εὐγνωμοσύνη καὶ ἐνθουσιασμὸ ποὺ ἀντίκρισε τὸν
Σωτήρα του, βρίσκει ξανὰ ἐκείνους τοὺς Ἰουδαίους ποὺ τὸν εἶχαν ρωτήσει.
Καὶ ὁμολογεῖ: «Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας μὲ ὑγιῆ»!
ΑΥΤΗ ἡ ὁμολογία
τοῦ πρώην παραλύτου πρὸς τοὺς Ἰουδαίους ἀποκαλύπτει ὅλο τὸν πλοῦτο
καὶ τὴ διάθεση τῆς ψυχῆς του. Ἀναγνωρίζει ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς εἶναι
ὁ εὐεργέτης του καὶ μὲ αἰσθήματα εὐγνωμοσύνης τὸ ὁμολογεῖ στοὺς Ἰουδαίους,
στοὺς ἐχθρούς τοῦ Κυρίου. Μᾶς δίνει ἔτσι ἕνα θαυμαστὸ δίδαγμα.
Διότι κι ἐμεῖς
δεχόμαστε καθημερινὰ τὶς πολύπλευρες, μεγάλες καὶ θαυμαστὲς εὐεργεσίες
τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ τὴν παιδική μας ἡλικία μέχρι σήμερα. Μπροστὰ λοιπὸν
στὶς ἄπειρες αὐτὲς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ θὰ πρέπει νὰ ἀναγνωρίζουμε καὶ
νὰ ὁμολογοῦμε ὅτι ὁ Κύριός μας εἶναι ὁ εὐεργέτης τῆς ζωῆς μας. Νὰ
μὴν ἑρμηνεύουμε τὰ γεγονότα τῆς ζωῆς μας ὡς τυχαῖα καὶ συμπτώσεις,
ἀλλὰ ὡς θαυμαστὴ ἐπέμβαση τῆς ἀγάπης καὶ προστασίας τοῦ Θεοῦ.
Καὶ νὰ ὁμολογοῦμε
στοὺς γύρω μας ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς εἶναι ὁ Πατέρας μας, ὁ εὐεργέτης
μας, ὁ κυβερνήτης τῆς ζωῆς μας.
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ
«Ο ΣΩΤΗΡ»)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου