Σάββατο 14 Μαΐου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑ         

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ

(15 ΜΑΪΟΥ 2022)

 


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐ­γέ­νε­το Πτρον δι­ερ­χό­με­νον δι­ὰ πάν­των κα­τελ­θεῖν κα πρς τος ἁ­γί­ους τος κα­τοι­κοῦν­τας Λδδαν. εὗ­ρε δ ἐ­κεῖ ἄν­θρω­πόν τι­να Αἰ­νέ­αν ὀ­νό­μα­τι, ξ ἐ­τῶν ὀ­κτὼ κα­τα­κε­ί­με­νον ἐ­πὶ κρα­βάτ­τῳ, ς ν πα­ρα­λε­λυ­μέ­νος. κα εἶ­πεν αὐ­τῷ Πτρος· Αἰ­νέ­α, ἰ­ᾶ­ταί σε Ἰ­η­σοῦς ὁ Χρι­στός· ἀ­νά­στη­θι κα στρῶ­σον σε­αυ­τῷ. κα εὐ­θέ­ως ἀ­νέ­στη. κα εἶ­δον αὐ­τὸν πάν­τες ο κα­τοι­κοῦν­τες Λδδαν κα τν Σρωνα, οἵ­τι­νες ἐ­πέ­στρε­ψαν ἐ­πὶ τν Κριον. ν Ἰόππ δ τις ν μα­θή­τρι­α ὀ­νό­μα­τι Τα­βι­θά, δι­ερ­μη­νευ­ο­μέ­νη λέ­γε­ται Δορ­κάς· αὕ­τη ν πλή­ρης ἀ­γα­θῶν ἔρ­γων κα ἐ­λε­η­μο­συ­νῶν ὧν ἐ­πο­ί­ει. ἐ­γέ­νε­το δ ν τας ἡ­μέ­ραις ἐ­κε­ί­ναις ἀ­σθε­νή­σα­σαν αὐ­τὴν ἀ­πο­θα­νεῖν· λού­σαν­τες δ αὐ­τὴν ἔ­θη­καν ἐν ὑ­πε­ρώ­ῳ. ἐγ­γὺς δ οὔ­σης Λδδης τ Ἰόππ ο μα­θη­ταὶ ἀ­κο­ύ­σαν­τες ὅ­τι Πτρος ἐ­στὶν ἐν αὐ­τῇ, ἀ­πέ­στει­λαν δύ­ο ἄν­δρας πρς αὐ­τὸν πα­ρα­κα­λοῦν­τες μ ὀ­κνῆ­σαι δι­ελ­θεῖν ἕ­ως αὐ­τῶν. ἀ­να­στὰς δ Πτρος συ­νῆλ­θεν αὐ­τοῖς· ν πα­ρα­γε­νό­με­νον ἀ­νή­γα­γον ες τ ὑ­πε­ρῷ­ον, κα πα­ρέ­στη­σαν αὐ­τῷ πᾶ­σαι α χῆ­ραι κλα­ί­ου­σαι κα ἐ­πι­δει­κνύ­με­ναι χι­τῶ­νας κα ἱ­μά­τι­α ὅ­σα ἐ­πο­ί­ει με­τ' αὐ­τῶν οὖ­σα Δορ­κάς. ἐκ­βα­λὼν δ ἔ­ξω πάν­τας Πτρος κα θες τ γό­να­τα προ­ση­ύ­ξα­το, κα ἐ­πι­στρέ­ψας πρς τ σῶ­μα εἶ­πε· Τα­βι­θά, ἀ­νά­στη­θι. δ ἤ­νοι­ξε τος ὀ­φθαλ­μοὺς αὐ­τῆς, κα ἰ­δοῦ­σα τν Πτρον ἀ­νε­κά­θι­σε. δος δ αὐ­τῇ χεῖ­ρα ἀ­νέ­στη­σεν αὐ­τήν, φω­νή­σας δ τος ἁ­γί­ους κα τς χή­ρας πα­ρέ­στη­σεν αὐ­τὴν ζῶ­σαν. γνω­στὸν δ ἐ­γέ­νε­το κα­θ' ὅ­λης τς Ἰόππης, κα πολ­λοὶ ἐ­πί­στευ­σαν ἐ­πὶ τν Κριον. 

                                                                                        (Πράξ. θ΄ [9] 32 – 42)

 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

Κα­θὼς ὁ Πέ­τρος πε­ρι­ό­δευ­ε σ' ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ μέ­ρη, κά­ποι­α μέ­ρα κα­τέ­βη­κε καὶ στοὺς Χρι­στια­νοὺς πού κατοικοῦσαν στὴ Λύδ­δα. Ἐ­κεῖ συ­νάν­τη­σε κά­ποι­ον ἄν­θρω­πο πού λε­γό­ταν Αἰνέας καὶ ἦ­ταν ὀ­κτὼ χρό­νια κα­τά­κοι­τος πά­νω σ' ἕ­να κρεβάτι, δι­ό­τι ἦ­ταν πα­ρά­λυ­τος. Κι ὁ Πέ­τρος τοῦ εἶ­πε: Αἰνέα, ὁ Ἰ­η­σοῦς, πού εἶ­ναι ὁ χρι­σμέ­νος ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ Μεσ­σί­ας, σὲ γι­α­τρεύ­ει ἀ­πὸ τὴν πα­ρα­λυ­σί­α σου. Σή­κω καὶ στρῶ­σε μό­νος σου τὸ κρε­βά­τι σου. Κι αὐ­τὸς ἀ­μέ­σως ση­κώ­θη­κε. Καὶ τὸν εἶ­δαν ὅ­λοι ὅ­σοι κα­τοι­κοῦ­σαν στὴ Λύδ­δα καὶ στὴν πε­διά­δα τοῦ Σά­ρω­να. Κι ἔ­τσι, κα­θο­δη­γη­μέ­νοι ἀ­πὸ τὸ θαῦμα αὐ­τό, ἐ­πέ­στρε­ψαν στὸν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ, ἀφοῦ τὸν πί­στε­ψαν καὶ τὸν ἀ­να­γνώ­ρι­σαν Θε­ὸ καὶ Σω­τή­ρα τους.

Στὴν Ἰόππη πά­λι ὑ­πῆρ­χε κά­ποι­α μα­θή­τρια τοῦ Κυρίου πού λε­γό­ταν Τα­βι­θά. Τὸ ὄ­νο­μα αὐ­τὸ με­τα­φρά­ζεται μὲ τὴ λέ­ξη Δορ­κά­δα, δη­λα­δὴ ζαρ­κά­δι. Αὐ­τὴ ἦ­ταν γε­μά­τη ἀ­πὸ ἀ­γα­θο­ερ­γί­ες καὶ ἐ­λε­η­μο­σύ­νες πού ἔ­κα­νε συ­νε­χῶς. Τὶς ἡμέρες ἐ­κεῖ­νες ὅ­μως συ­νέ­βη νὰ ἀρ­ρω­στή­σει καὶ νὰ πε­θά­νει. Κι ἀ­φοῦ τὴν ἔ­λου­σαν καὶ τὴν ἑ­τοί­μα­σαν, τὴν ἔ­βα­λαν στὸ πά­νω δι­α­μέ­ρι­σμα τῆς οἰ­κί­ας. Κα­θὼς λοι­πὸν ἡ πό­λη Λύδ­δα ἦ­ταν κον­τὰ στὴν Ἰόππη, σὰν ἄ­κου­σαν οἱ μα­θη­τὲς ὅ­τι ὁ Πέ­τρος εἶ­ναι στὴν πό­λη αὐ­τή, τοῦ ἔ­στει­λαν δύ­ο ἄν­δρες καὶ τὸν πα­ρα­κα­λοῦ­σαν νὰ πά­ει σ' αὐ­τοὺς ὅ­σο γί­νε­ται πιὸ γρή­γο­ρα. Πράγ­μα­τι ὁ Πέ­τρος ση­κώ­θη­κε καὶ πῆ­γε μα­ζὶ μὲ τοὺς δύ­ο αὐ­τοὺς ἀ­πε­σταλ­μέ­νους. Μό­λις ἔ­φτα­σε στὴν Ἰόππη, τὸν ἀ­νέ­βα­σαν στὸ ἀ­νώ­γει­ο. Κι ἐκεῖ πα­ρου­σι­ά­στη­καν μπρο­στά του ὅ­λες οἱ χῆ­ρες κλαί­γον­τας γιὰ τὸ θά­να­το αὐ­τῆς πού τὶς προ­στά­τευ­ε. Καὶ ὡς δείγ­μα­τα τῆς προ­στα­σί­ας της ἔ­δει­χναν στὸν Πέ­τρο τοὺς χι­τῶ­νες καὶ τὰ πα­νω­φό­ρια πού εἶχε φτιά­ξει γι' αὐ­τοὺς ἡ Δορ­κά­δα ὅ­σο ζοῦ­σε μα­ζί τους. Ἀ­φοῦ λοι­πὸν ὁ Πέ­τρος τοὺς ἔ­βγα­λε ὅ­λους ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ ἀ­νώ­γει­ο πού ἦ­ταν ἡ νε­κρή, γο­νά­τι­σε καὶ προ­σευ­χή­θη­κε. Κα­τό­πιν στρά­φη­κε στὸ νε­κρὸ σῶ­μα καὶ εἶπε: Τα­βιθά, σή­κω ἐ­πά­νω. Κι αὐ­τὴ ἄ­νοι­ξε τὰ μά­τια της, κι ὅ­ταν εἶ­δε τὸν Πέ­τρο, ὅ­πως ἦ­ταν ξα­πλω­μέ­νη, ἀ­να­ση­κώ­θη­κε κα­θι­στὴ στὸ κρε­βά­τι της. Τό­τε τῆς ἔ­δω­σε ὁ Πέ­τρος τὸ χέ­ρι του καὶ τὴν σή­κω­σε ὄρ­θια. Ὕ­στε­ρα φώ­να­ξε τοὺς Χρι­στια­νοὺς καὶ ἰ­δι­αι­τέ­ρως τὶς χῆ­ρες καὶ τοὺς τὴν πα­ρου­σί­α­σε ζων­τα­νή. Τὸ θαῦ­μα αὐ­τὸ ἔ­γι­νε γνω­στὸ σ' ὅ­λη τὴν πό­λη τῆς Ἰόππης, καὶ πολ­λοὶ πί­στε­ψαν στὸν Κύ­ριο.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς ες Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα. ἔ­στι δ ν τος Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μοις ἐ­πὶ τ προ­βα­τι­κῇ κο­λυμ­βή­θρα, ἐ­πι­λε­γο­μέ­νη Ἑ­βρα­ϊ­στὶ Βη­θεσδά, πέν­τε στο­ὰς ἔ­χου­σα. ν τα­ύ­ταις κα­τέ­κει­το πλῆ­θος τν ἀ­σθε­νο­ύν­των, τυ­φλῶν, χω­λῶν, ξη­ρῶν, ἐκ­δε­χο­μέ­νων τν το ὕ­δα­τος κί­νη­σιν. ἄγ­γε­λος γρ κα­τὰ και­ρὸν κα­τέ­βαι­νεν ν τ κο­λυμ­βή­θρᾳ, κα ἐ­τα­ράσ­σε­ τ ὕ­δωρ· ον πρῶ­τος ἐμ­βὰς με­τὰ τν τα­ρα­χὴν το ὕ­δα­τος ὑ­γι­ὴς ἐ­γί­νε­το ᾧ δή­πο­τε κα­τε­ί­χε­το νο­σή­μα­τι. ν δ τις ἄν­θρω­πος ἐ­κεῖ τρι­ά­κον­τα κα ὀ­κτὼ ἔ­τη ἔ­χων ἐν τ ἀ­σθε­νε­ί­ᾳ αὐ­τοῦ. τοῦ­τον ἰ­δὼν ὁ Ἰ­η­σοῦς κα­τα­κε­ί­με­νον, κα γνος ὅ­τι πο­λὺν ἤ­δη χρό­νον ἔ­χει, λέ­γει αὐ­τῷ· Θλεις ὑ­γι­ὴς γε­νέ­σθαι; ἀ­πε­κρί­θη αὐ­τῷ ἀ­σθε­νῶν· Κριε, ἄν­θρω­πον οκ ἔ­χω, ἵ­να ὅ­ταν τα­ρα­χθῇ τ ὕ­δωρ, βά­λῃ με ες τν κο­λυμ­βή­θραν· ν δ ἔρ­χο­μαι ἐγώ ἄλ­λος πρ ἐ­μοῦ κα­τα­βα­ί­νει. λέ­γει αὐ­τῷ Ἰ­η­σοῦς· Ἔ­γει­ρε, ἆ­ρον τν κρά­βατ­τόν σου κα πε­ρι­πά­τει. κα εὐ­θέ­ως ἐ­γέ­νε­το ὑ­γι­ὴς ὁ ἄν­θρω­πος, κα ἦ­ρε τν κρά­βατ­τον αὐ­τοῦ κα πε­ρι­ε­πά­τει. ν δ σάβ­βα­τον ν ἐ­κε­ί­νῃ τ ἡ­μέ­ρᾳ. ἔ­λε­γον ον ο Ἰ­ου­δαῖ­οι τ τε­θε­ρα­πευ­μέ­νῳ· Σββατν ἐ­στιν· οκ ἔ­ξε­στί σοι ἆ­ραι τν κρά­βατ­τον. ἀ­πε­κρί­θη αὐ­τοῖς· ποι­ή­σας με ὑ­γι­ῆ, ἐ­κεῖ­νός μοι εἶ­πεν· ἆ­ρον τν κρά­βατ­τόν σου κα πε­ρι­πά­τει. ἠ­ρώ­τη­σαν ον αὐ­τόν· Τς ἐ­στιν ὁ ἄν­θρω­πος ὁ εἰ­πών σοι, ἆ­ρον τν κρά­βατ­τόν σου κα πε­ρι­πά­τει; δ ἰ­α­θεὶς οκ ᾔ­δει τς ἐ­στιν· γρ Ἰ­η­σοῦς ἐ­ξέ­νευ­σεν ὄ­χλου ὄν­τος ἐν τ τό­πῳ. με­τὰ ταῦ­τα εὑ­ρί­σκει αὐ­τὸν Ἰ­η­σοῦς ἐν τ ἱ­ε­ρῷ κα εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἴ­δε ὑ­γι­ὴς γέ­γο­νας· μη­κέ­τι ἁ­μάρ­τα­νε, ἵ­να μ χεῖ­ρόν σο τι γέ­νη­ται. ἀ­πῆλ­θεν ὁ ἄν­θρω­πος κα ἀ­νήγ­γει­λε τος Ἰ­ου­δα­ί­οις ὅ­τι Ἰ­η­σοῦς ἐ­στιν ὁ ποι­ή­σας αὐ­τὸν ὑ­γι­ῆ.    

  (Ἰωάν. ε΄[5] 1 – 15)

 

ΔΕΝ Ε­ΧΩ ΑΝ­ΘΡΩ­ΠΟ

Ο­ΜΙ­ΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥ­ΑΓ­ΓΕ­ΛΙΟ

1. ΕΙ­ΜΑΙ ΜΟ­ΝΟΣ;

Στὴ βό­ρεια πλευ­ρὰ τοῦ τεί­χους τῆς Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, δί­πλα στὴν πύ­λη ποὺ περ­νοῦ­σαν τὰ πρό­βα­τα γιὰ τὶς θυ­σί­ες, ὑ­πῆρ­χε μί­α πο­λὺ μι­κρὴ θαυ­μα­τουρ­γι­κὴ λι­μνού­λα, «κο­λυμ­βή­θρα». Ἀ­πὸ τὸ ὄ­νο­μα τῆς πύ­λης τὴν ὀ­νό­μα­ζαν «προ­βα­τι­κὴ κο­λυμ­βή­θρα». Τῆς εἶ­χαν δώ­σει ἐ­πι­πλέ­ον καὶ τὸ ὄ­νο­μα «Βη­θεσ­δά», ποὺ ση­μαί­νει οἶ­κος ἐ­λέ­ους. Ἐ­δῶ γι­νό­ταν κά­τι τὸ θαυ­μα­στό. Ἡ δε­ξα­με­νὴ αὐ­τὴ εἶ­χε γύ­ρω της πέν­τε στο­ές, στὶς ὁ­ποῖ­ες «κα­τέ­κει­το πλῆ­θος πο­λὺ τῶν ἀ­σθε­νούν­των», τυ­φλῶν καὶ ἀ­να­πή­ρων. Καὶ πε­ρί­με­ναν ὅ­λοι ἐ­κεῖ. Κά­θε τό­σο ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου «κα­τέ­βαι­νεν ἐν τῇ κο­λυμ­βή­θρᾳ καὶ ἐ­τά­ρασ­σε τὸ ὕ­δωρ» καὶ ὅ­ποι­ος ἄρ­ρω­στος ἔ­πε­φτε πρῶ­τος μέ­σα, γι­νό­ταν ἀ­μέ­σως κα­λὰ ἀ­πὸ ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ἀρ­ρώ­στια κι ἂν ἔ­πα­σχε.

Ὑ­πῆρ­χε ὅ­μως κι ἕ­νας ἄν­θρω­πος 38 ὁ­λό­κλη­ρα χρό­νια πα­ρά­λυ­τος, μό­νος καὶ ἀ­βο­ή­θη­τος. Ἀλ­λὰ σή­με­ρα στέ­κε­ται μπρο­στά του ὁ Κύ­ριος καὶ τὸν ρω­τᾶ: «Θέ­λεις ὑ­γι­ὴς γε­νέ­σθαι»; Καὶ ὁ πα­ρά­λυ­τος τοῦ ἀ­πο­κρί­νε­ται: «Κύ­ρι­ε, ἄν­θρω­πον οὐκ ἔ­χω, ἵ­να ὅ­ταν τα­ρα­χθῇ τὸ ὕ­δωρ, βά­λῃ με εἰς τὴν κο­λυμ­βή­θραν». Κύ­ρι­ε, δὲν ἔ­χω κα­νέ­ναν ἐ­γὼ. Κι ἐ­νῶ προ­σπα­θῶ νὰ προ­λά­βω νὰ πέ­σω πρῶ­τος στὸ νε­ρό, μπαί­νουν ἄλ­λοι πρὶν ἀ­πὸ μέ­να!­.­..

Η­ΤΑΝ ἀ­ξι­ο­συμ­πά­θη­τος ὁ πα­ρά­λυ­τος αὐ­τός! Ὁ πό­νος του με­γά­λος καὶ μα­κρο­χρό­νιος. Καὶ ὅ­λοι τὸν εἶ­χαν ἐγ­κα­τα­λεί­ψει! Ὅ­μως ἕ­νας δὲν τὸν εἶ­χε ξε­χά­σει, ὁ Κύ­ριός μας. Τὸν πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε τό­σα χρό­νια, καὶ σή­με­ρα ὁ­δή­γη­σε τὰ βή­μα­τά Του πρὸς τὸ ἐγ­κα­τα­λε­λειμ­μέ­νο ἀ­πὸ τοὺς ἀν­θρώ­πους παι­δί Του.

Ἀλ­λὰ τὸ ἴ­διο δὲν κά­νει ὁ Ἅ­γιος Θε­ὸς σὲ κά­θε ἄν­θρω­πο; Πό­σες φο­ρὲς κι ἐ­μεῖς δο­κι­μά­ζου­με μο­να­ξιὰ καὶ πό­νο! Πό­σες φο­ρὲς ἀν­τι­με­τω­πί­ζου­με προ­βλή­μα­τα ὑ­γεί­ας, οἰ­κο­γε­νεια­κὰ, ἐρ­γα­σια­κά, οἰ­κο­νο­μι­κά, κοι­νω­νι­κά! Καὶ στη­ρί­ζου­με τὶς ἐλ­πί­δες μας σὲ κά­ποι­ους ἀν­θρώ­πους, πε­ρι­μέ­νου­με ἀ­πὸ αὐ­τοὺς νὰ μᾶς βο­η­θή­σουν. Δυ­στυ­χῶς ὅ­μως οἱ ἄν­θρω­ποι συ­χνὰ μᾶς ἀ­πο­γο­η­τεύ­ουν δὲν μπο­ροῦν πάν­το­τε νὰ μᾶς κα­τα­λά­βουν ἢ δὲν θέ­λουν νὰ μᾶς βο­η­θή­σουν. Ἀλ­λὰ καὶ δὲν μπο­ροῦν πάν­το­τε νὰ μᾶς συν­δρά­μουν, για­τί οἱ δυ­να­τό­τη­τές τους εἶ­ναι πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νες. Καὶ μεῖς, κλει­σμέ­νοι στὴ μο­να­ξιά μας, σὰν τὸν πα­ρά­λυ­το τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου κραυ­γά­ζου­με: «Ἄν­θρω­πον οὐκ ἔ­χω»!

Σ᾿ ὅ­λες αὐ­τὲς τὶς πε­ρι­πτώ­σεις δυ­στυ­χῶς τὰ χά­νου­με. Πε­λα­γο­δρο­μοῦ­με μό­νοι μας, ἐ­πει­δὴ ξε­χνοῦ­με πὼς ἔ­χου­με κον­τά μας ὄ­χι ἕ­ναν ἄν­θρω­πο, ἀλ­λὰ τὸν θε­άν­θρω­πο Κύ­ριο. Εἶ­ναι δί­πλα μας ὁ Χρι­στός, ὁ μό­νος ποὺ μᾶς γνω­ρί­ζει στὴν ἐν­τέ­λεια καὶ θέ­λει καὶ μπο­ρεῖ νὰ μᾶς βο­η­θή­σει. Δὲν πε­ρι­μέ­νει νὰ τὸν βροῦ­με ἐ­μεῖς. Ἔρ­χε­ται πρῶ­τος αὐ­τὸς νὰ μᾶς βο­η­θή­σει, νὰ μᾶς εὐ­ερ­γε­τή­σει. Ἐ­πι­πλέ­ον στέλ­νει καὶ δι­κούς Του ἀν­θρώ­πους δί­πλα μας γιὰ νὰ μᾶς συν­τρο­φεύ­ουν στὴ μο­να­ξιά μας, νὰ μᾶς ἐ­νι­σχύ­ουν στὸν ἀ­γώ­να μας. Δὲν εἴ­μα­στε λοι­πὸν μό­νοι. Ἔ­χου­με βο­η­θὸ τὸν παν­το­δύ­να­μο καὶ πα­νά­γα­θο Κύ­ριό μας, ὁ Ὁ­ποῖ­ος ἀν­τι­στρέ­φει τὶς ἀν­τί­ξο­ες πε­ρι­στά­σεις καὶ κά­νει τὸ θαῦ­μα. Ὅ­πως τό­τε μὲ τὸν πα­ρά­λυ­το τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου.

2. Ο ΜΕ­ΓΑ­ΛΟΣ ΜΑΣ ΕΥ­ΕΡ­ΓΕ­ΤΗΣ

Με­τὰ ἀ­πὸ τὴν ἐ­να­γώ­νια κραυ­γὴ τοῦ πα­ρα­λύ­του ὁ Κύ­ριος δί­νει τὴν ἀ­πάν­τη­ση, κά­νει τὸ θαῦ­μα. Λέ­γει στὸν πα­ρά­λυ­το: «Ἔ­γει­ραι, ἆ­ρον τὸν κρά­βατ­τόν σου καὶ πε­ρι­πά­τει». Καὶ ἀ­μέ­σως ὁ πα­ρά­λυ­τος θε­ρα­πεύ­ε­ται. Πε­τά­γε­ται ὀρ­θός, στέ­κει στὰ πό­δια του. Ση­κώ­νει τὸ κρε­βά­τι του στοὺς ὤ­μους! Καὶ περ­πα­τᾶ ἐ­λεύ­θε­ρος στοὺς δρό­μους τῆς πό­λε­ως.

Κά­ποι­οι ὅ­μως κα­κό­ψυ­χοι Ἰ­ου­δαῖ­οι, κα­θὼς τὸν ἀν­τι­κρί­ζουν ὑ­γι­ῆ, τὸν ἐ­πι­πλήτ­τουν καὶ τοῦ λέ­νε: «Σάβ­βα­τόν ἐ­στιν», ἀρ­γί­α! Δὲν ἐ­πι­τρέ­πε­ται νὰ ση­κώ­νεις καὶ νὰ κου­βα­λᾶς τὸ κρε­βά­τι σου. Καὶ αὐ­τὸς ἔκ­πλη­κτος τοὺς ἀ­παν­τᾶ: Ἐ­κεῖ­νος ποὺ μὲ ἔ­κα­νε κα­λά, αὐ­τὸς μοῦ εἶ­πε «ἆ­ρον τὸν κρά­βατ­τόν σου καὶ πε­ρι­πά­τει». Καὶ οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι τὸν ξα­να­ρω­τοῦν: Ποι­ὸς εἶ­ναι λοι­πὸν αὐ­τὸς ποὺ σοῦ εἶ­πε νὰ ση­κώ­σεις τὸ κρε­βά­τι σου; Ὁ πα­ρά­λυ­τος ὅ­μως δὲν ἐ­γνώ­ρι­ζε τὸ ὄ­νο­μα τοῦ εὐ­ερ­γέ­τη του. Για­τί ὁ Κύ­ριος ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κε ἀ­θό­ρυ­βα καὶ χά­θη­κε μέ­σα στὸ πλῆ­θος.

Πέ­ρα­σαν μέ­ρες ἀ­πὸ τό­τε. Ὁ θό­ρυ­βος κό­πα­σε. Καὶ ὁ Κύ­ριος ξα­να­βρί­σκει μπρο­στά του στὴν αὐ­λὴ τοῦ Να­οῦ τὸν πρώ­ην πα­ρά­λυ­το καὶ τοῦ λέ­γει: «Ἴ­δε ὑ­γι­ὴς γέ­γο­νας· μη­κέ­τι ἁ­μάρ­τα­νε», γιὰ νὰ μὴ σοῦ συμ­βεῖ τί­πο­τε χει­ρό­τε­ρο! Καὶ ὁ θε­ρα­πευ­θεὶς πα­ρά­λυ­τος, γε­μά­τος εὐ­γνω­μο­σύ­νη καὶ ἐν­θου­σια­σμὸ ποὺ ἀν­τί­κρι­σε τὸν Σω­τή­ρα του, βρί­σκει ξα­νὰ ἐ­κεί­νους τοὺς Ἰ­ου­δαί­ους ποὺ τὸν εἶ­χαν ρω­τή­σει. Καὶ ὁ­μο­λο­γεῖ: «Ἰ­η­σοῦς ἐ­στιν ὁ ποι­ή­σας μὲ ὑ­γι­ῆ»!

ΑΥ­ΤΗ ἡ ὁ­μο­λο­γί­α τοῦ πρώ­ην πα­ρα­λύ­του πρὸς τοὺς Ἰ­ου­δαί­ους ἀ­πο­κα­λύ­πτει ὅ­λο τὸν πλοῦ­το καὶ τὴ δι­ά­θε­ση τῆς ψυ­χῆς του. Ἀ­να­γνω­ρί­ζει ὅ­τι ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς εἶ­ναι ὁ εὐ­ερ­γέ­της του καὶ μὲ αἰ­σθή­μα­τα εὐ­γνω­μο­σύ­νης τὸ ὁ­μο­λο­γεῖ στοὺς Ἰ­ου­δαί­ους, στοὺς ἐ­χθρούς τοῦ Κυ­ρί­ου. Μᾶς δί­νει ἔ­τσι ἕ­να θαυ­μα­στὸ δί­δαγ­μα.

Δι­ό­τι κι ἐ­μεῖς δε­χό­μα­στε κα­θη­με­ρι­νὰ τὶς πο­λύ­πλευ­ρες, με­γά­λες καὶ θαυ­μα­στὲς εὐ­ερ­γε­σί­ες τοῦ Θε­οῦ. Ἀ­πὸ τὴν παι­δι­κή μας ἡ­λι­κί­α μέ­χρι σή­με­ρα. Μπρο­στὰ λοι­πὸν στὶς ἄ­πει­ρες αὐ­τὲς δω­ρε­ὲς τοῦ Θε­οῦ θὰ πρέ­πει νὰ ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με καὶ νὰ ὁ­μο­λο­γοῦ­με ὅ­τι ὁ Κύ­ριός μας εἶ­ναι ὁ εὐ­ερ­γέ­της τῆς ζω­ῆς μας. Νὰ μὴν ἑρ­μη­νεύ­ου­με τὰ γε­γο­νό­τα τῆς ζω­ῆς μας ὡς τυ­χαῖ­α καὶ συμ­πτώ­σεις, ἀλ­λὰ ὡς θαυ­μα­στὴ ἐ­πέμ­βα­ση τῆς ἀ­γά­πης καὶ προ­στα­σί­ας τοῦ Θε­οῦ.

Καὶ νὰ ὁ­μο­λο­γοῦ­με στοὺς γύ­ρω μας ὅ­τι ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς εἶ­ναι ὁ Πα­τέ­ρας μας, ὁ εὐ­ερ­γέ­της μας, ὁ κυ­βερ­νή­της τῆς ζωῆς μας.

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου