Παρασκευή 18 Μαρτίου 2022

Β΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

Β΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

(20 ΜΑΡΤΙΟΥ 2022)

(ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ)

 


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Κα­τ' ἀρ­χάς σύ, Κριε, τν γν ἐ­θε­με­λί­ω­σας, κα ἔρ­γα τν χει­ρῶν σο εἰ­σιν ο οὐ­ρα­νοί· αὐ­τοὶ ἀ­πο­λοῦν­ται, σ δ δι­α­μέ­νεις· κα πάν­τες ς ἱ­μά­τιον πα­λαι­ω­θή­σον­ται, κα ὡ­σεὶ πε­ρι­βό­λαι­ον ἑ­λί­ξεις αὐ­το­ύς, κα ἀλ­λα­γή­σον­ται· σ δ αὐ­τὸς ε, κα τ ἔ­τη σου οκ ἐκλεί­ψου­σι. πρς τί­να δ τν ἀγ­γέ­λων εἴ­ρη­κέ πο­τε· κά­θου κ δε­ξι­ῶν μου ἕ­ως ἂν θ τος ἐχ­θρο­ύς σου ὑ­πο­πό­διον τν πο­δῶν σου; Οὐ­χὶ πάν­τες εἰ­σὶ λει­τουρ­γι­κὰ πνε­ύ­μα­τα ες δι­α­κο­νί­αν ἀ­πο­στελ­λό­με­να δι τος μέλ­λον­τας κλη­ρο­νο­μεῖν σω­τη­ρί­αν; Δι τοῦ­το δε πε­ρισ­σο­τέ­ρως ἡ­μᾶς προ­σέ­χειν τος ἀ­κου­σθεῖ­σι, μή­πο­τε πα­ραρ­ρυ­ῶ­μεν. Εγρ δι' ἀγ­γέ­λων λα­λη­θεὶς λό­γος ἐ­γέ­νε­το βέ­βαι­ος, κα πᾶ­σα πα­ρά­βα­σις κα πα­ρα­κο­ὴ ἔ­λα­βεν ἔν­δι­κον μι­σθα­πο­δο­σί­αν, πς ἡ­μεῖς ἐκ­φευ­ξό­με­θα τη­λι­κα­ύ­της ἀ­με­λή­σαν­τες σω­τη­ρί­ας; ἥ­τις ἀρ­χὴν λα­βοῦ­σα λα­λεῖ­σθαι δι το Κυ­ρί­ου, ὑ­πὸ τν ἀ­κου­σάν­των ες ἡ­μᾶς ἐ­βε­βαι­ώ­θη.        

         (Ἑβρ. α΄[1]10 – β΄[2] 3)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

   Ἐ­σύ, Κύ­ρι­ε, στὴν ἀρ­χή τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας στή­ρι­ξες τὴ γῆ καὶ τὴν ἑ­δραί­ω­σες μέ­σα στὸ οὐ­ρά­νιο στε­ρέ­ω­μα, καὶ ἔρ­γα τῶν χει­ρῶν σου εἶ­ναι οἱ οὐ­ρα­νοί. Αὐ­τοὶ θὰ χά­σουν τὸ ση­με­ρι­νό τους σχῆ­μα καὶ θὰ ἐ­ξα­φα­νι­σθοῦν. Ἐ­σὺ ὅ­μως πα­ρα­μέ­νεις ἀ­ναλ­λοί­ω­τος καὶ ἀ­με­τά­βλη­τος. Κι ὅ­λος ὁ κό­σμος θὰ πα­λι­ώ­σει σὰν ἕ­να ἔν­δυ­μα, κι ἐ­σύ θὰ τὸν πε­ρι­στρέ­ψεις καὶ θὰ τὸν πε­ρι­τυ­λί­ξεις σὰν ἐ­ξω­τε­ρι­κὸ ροῦ­χο πού φο­ροῦν οἱ ἄν­θρω­ποι· θὰ ἀλ­λά­ξει λοι­πὸν καὶ θὰ γί­νει και­νούρ­γιος. Ἐ­σύ ὅ­μως εἶ­σαι πάν­το­τε ὁ ἴ­διος, καὶ τὰ ἔ­τη σου θὰ εἶ­ναι ἀ­τε­λεί­ω­τα. Σὲ ποι­ὸν ἄλ­λω­στε ἀ­πό τους ἀγ­γέ­λους ἔ­χει πεῖ πο­τὲ ὁ ἐ­που­ρά­νιος Πα­τέ­ρας· κά­θι­σε τώ­ρα με­τά τὴν Ἀ­νά­λη­ψή σου στὰ δε­ξιά μου, ὡ­σό­του ὑ­πο­τά­ξω τους ἐ­χθρούς σου βά­ζον­τάς τους κά­τω ἀ­πὸ τὰ πό­δια σου ὡς ὑ­πο­πό­διο πά­νω στὸ ὁ­ποῖ­ο θὰ πα­τᾶς, γιὰ νὰ ἔ­χεις αἰ­ω­νί­ως ἀ­δι­α­φι­λο­νί­κη­τη τὴν ἐ­ξου­σί­α; Σὲ κα­νέ­ναν. Δὲν εἶ­ναι ὅ­λοι οἱ ἄγ­γε­λοι ὑ­πη­ρε­τι­κὰ πνεύ­μα­τα, πού ἐ­νερ­γοῦν ὄ­χι ἀ­πὸ δι­κή τους πρω­το­βου­λί­α, ἀλ­λά ἀ­πο­στέλ­λον­ται ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ γιὰ νὰ ὑ­πη­ρε­τοῦν ἐ­κεί­νους πού πρό­κει­ται νὰ κλη­ρο­νο­μή­σουν τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή; Ὁ Υἱ­ός λοι­πὸν εἶ­ναι ἀ­συγ­κρί­τως ἀ­νώ­τε­ρος ἀ­πό τοὺς ἀγ­γέ­λους. Γι' αὐ­τὸ κι ἐ­μεῖς πρέ­πει νὰ προ­σέ­χου­με πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο σ' ἐ­κεῖ­να πού ἀ­κού­σα­με μέ τὸ κή­ρυγ­μα, δι­ό­τι ὅ­λα αὐ­τὰ εἶ­ναι λό­γοι τοῦ Υἱ­οῦ καί τῶν Ἀ­πο­στό­λων του. Εἶ­ναι ἐ­πεί­γου­σα ἀ­νάγ­κη νὰ προ­σέ­χου­με, μή­πως ἀ­πὸ ἀ­προ­σε­ξί­α μᾶς συμ­βεῖ νὰ πα­ρα­συρ­θοῦ­με καὶ πέ­σου­με ἔ­ξω. Κι ἀ­λί­μο­νό μας ἂν πέ­σου­με ἔ­ξω. Δι­ό­τι, ἐ­ὰν ὁ νό­μος πού ἀ­νήγ­γει­λε ὁ Θε­ὸς στὸ Μω­υ­σῆ δι­α­μέ­σου ἀγ­γέ­λων ἀ­πο­δεί­χθη­κε ἔγ­κυ­ρος καὶ ἰ­σχυ­ρός, καὶ κά­θε πα­ρά­βα­σή του καί πα­ρα­κο­ή τι­μω­ρή­θη­κε δί­και­α μὲ τὴν ἀ­νά­λο­γη τι­μω­ρί­α, πῶς ἐ­μεῖς θὰ ξε­φύ­γου­με τὴν τι­μω­ρί­α, ἐ­ὰν ἀ­με­λή­σου­με μιὰ τό­σο με­γά­λη καὶ σπου­δαί­α σω­τη­ρί­α; Τὴ σω­τη­ρί­α αὐ­τὴ δὲν μᾶς τὴν γνω­στο­ποί­η­σαν κά­ποι­οι ἄγ­γε­λοι, ὅ­πως ἔ­γι­νε στὸ νό­μο, ἀλ­λά ἀ­φοῦ ἄρ­χι­σε νὰ τὴν κη­ρύτ­τει ὁ ἴ­διος ὁ Κύ­ριος, μᾶς τὴν πα­ρέ­δω­σαν ὡς ἀ­λη­θι­νή καὶ ἀ­ξι­ό­πι­στη οἱ ἅ­γιοι Ἀ­πό­στο­λοι πού τὴν ἄ­κου­σαν κα­τευ­θεί­αν ἀ­πὸ τὸ στό­μα τοῦ Κυ­ρί­ου.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ   

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ εἰ­σῆλ­θεν ὁ Ἰ­η­σοῦς ες Κα­περ­να­οὺμ κα ἠ­κο­ύ­σθη ὅ­τι ες οἶ­κόν ἐ­στι. Κα εὐ­θέ­ως συ­νή­χθη­σαν πολ­λοὶ, ὥ­στε μη­κέ­τι χω­ρεῖν μη­δὲ τ πρς τν θύ­ραν· κα ἐ­λά­λει αὐ­τοῖς τν λό­γον. κα ἔρ­χον­ται πρς αὐ­τὸν πα­ρα­λυ­τι­κὸν φέ­ρον­τες, αἰ­ρό­με­νον ὑ­πὸ τεσ­σά­ρων. Κα μ δυ­νά­με­νοι προ­σεγ­γί­σαι αὐ­τῷ δι τν ὄ­χλον, ἀ­πε­στέ­γα­σαν τν στέ­γην ὅ­που ἦν, κα ἐ­ξο­ρύ­ξαν­τες χα­λῶ­σι τν κρά­βατ­τον ἐφ' ᾧ πα­ρα­λυ­τι­κὸς κα­τέ­κει­το. Ἰ­δὼν δ Ἰ­η­σοῦς τν πί­στιν αὐ­τῶν λέ­γει τ πα­ρα­λυ­τι­κῷ· Τκνον, ἀ­φέ­ων­ταί σοι α ἁ­μαρ­τί­αι σου. Ἦ­σαν δ τι­νες τν γραμ­μα­τέ­ων ἐ­κεῖ κα­θή­με­νοι κα δι­α­λο­γι­ζό­με­νοι ν τας καρ­δί­αις αὐ­τῶν· Τ οὗ­τος οὕ­τως λα­λεῖ βλα­σφη­μί­ας; τς δύ­να­ται ἀ­φι­έ­ναι ἁ­μαρ­τί­ας ε μ ες Θε­ός; Κα εὐ­θέ­ως ἐ­πι­γνοὺς ὁ Ἰ­η­σοῦς τ πνε­ύ­μα­τι αὐ­τοῦ ὅ­τι οὕ­τως αὐ­τοὶ δι­α­λο­γί­ζον­ται ν ἑ­αυ­τοῖς εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Τ ταῦ­τα δι­α­λο­γί­ζε­σθε ν τας καρ­δί­αις ὑ­μῶν; Τ ἐ­στιν εὐ­κο­πώ­τε­ρον, εἰ­πεῖν τ πα­ρα­λυ­τι­κῷ, ἀ­φέ­ων­ταί σου α ἁ­μαρ­τί­αι, εἰ­πεῖν, ἔ­γει­ρε κα ἆ­ρον τν κρά­ββατόν σου κα πε­ρι­πά­τει; Ἵ­να δ εἰ­δῆ­τε ὅ­τι ἐ­ξου­σί­αν ἔ­χει ὁ υἱ­ὸς το ἀν­θρώ­που ἀ­φι­έ­ναι ἐ­πὶ τς γς ἁ­μαρ­τί­ας (λέ­γει τ πα­ρα­λυ­τι­κῷ). Σο λέ­γω, ἔ­γει­ρε κα ἆ­ρον τν κρά­βατ­τόν σου κα ὕ­πα­γε ες τν οἶ­κόν σου. Κα ἠ­γέρ­θη εὐ­θέ­ως, κα ἄ­ρας τν κρά­βατ­τον ἐ­ξῆλ­θεν ἐ­ναν­τί­ον πάν­των, ὥ­στε ἐ­ξί­στα­σθαι πάν­τας κα δο­ξά­ζειν τν Θε­ὸν λέ­γον­τας ὅ­τι οὐ­δέ­πο­τε οὕ­τως εἴ­δο­μεν.                             

  (Μάρκ. β΄[2] 1 - 12)

 

ΘΑΥΜΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΤΕΓΗ

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

1. ΥΓΕΙΑ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΟΛΑ;

Στὴν Κα­περ­να­οὺμ τὰ πλή­θη ἔ­χουν ξε­ση­κω­θεῖ. Μό­λις ἔ­μα­θαν ὅ­τι ὁ Κύ­ριος δι­δά­σκει σὲ κά­ποι­ο σπί­τι, μα­ζεύ­τη­καν τό­σοι πολ­λοὶ γιὰ νὰ ἀ­κού­σουν τὴ δι­δα­σκα­λί­α Του, ὥ­στε τὸ σπί­τι δὲν χω­ρᾶ πλέ­ον ἄλ­λους, οὔ­τε κἂν στὴν ἐ­ξω­τε­ρι­κὴ θύ­ρα του.

Ἔ­ξω ὅ­μως κά­τι πα­ρά­δο­ξο συμ­βαί­νει. Τέσ­σε­ρις ἄν­θρω­ποι πλη­σιά­ζουν με­τα­φέ­ρον­τας κά­ποι­ον πα­ρά­λυ­το ἐ­πά­νω σ᾿ ἕ­να κρεβ­βά­τι. Θέ­λουν νὰ τὸν φέ­ρουν στὸν Κύ­ριο γιὰ νὰ τὸν θε­ρα­πεύ­σει. Ἀλ­λὰ εἶ­ναι τέ­τοι­ος ὁ συ­νω­στι­σμός, ποὺ φαί­νε­ται ὅ­τι θὰ μα­ται­ώ­σει τὸν σκο­πό τους. Τό­τε ὅ­μως συμ­βαί­νει κά­τι τὸ πρω­το­φα­νές. Ἀ­νε­βαί­νουν οἱ τέσ­σε­ρις στὴ στέ­γη καὶ τὴν ξη­λώ­νουν στὸ ση­μεῖ­ο τοῦ σπι­τιοῦ ποὺ εἶ­ναι ὁ Κύ­ριος. Κα­θὼς τὸ φῶς τοῦ οὐ­ρα­νοῦ ξε­χύ­νε­ται σι­γὰ – σι­γὰ μέ­σα στὸ σπί­τι, αὐ­τοὶ κα­τε­βά­ζουν προ­σε­κτι­κὰ μὲ σχοι­νιὰ τὸ κρε­βά­τι μὲ τὸν πα­ρά­λυ­το. Ὁ Κύ­ριος τώ­ρα· ἀν­τι­κρί­ζει ἐμ­πρός του ἕ­ναν πα­ρά­λυ­το νὰ τὸν κοι­τᾶ ἱ­κε­τευ­τι­κά, προ­σμέ­νον­τας μὲ πί­στη τὸ θαῦ­μα. Ὅ­λοι κρα­τοῦν τὴν ἀ­να­πνο­ή τους καὶ πε­ρι­μέ­νουν ν᾿ ἀ­κού­σουν τὴ θαυ­μα­στὴ προ­στα­γὴ τοῦ Κυ­ρί­ου. Ὅ­μως ὁ Κύ­ριος κά­τι ἄλ­λο θέ­λει πρῶ­τα νὰ φα­νε­ρώ­σει. Λέ­ει λοι­πὸν στὸν πα­ρά­λυ­το:

—Παι­δί μου, συγ­χω­ρή­θη­καν οἱ ἁ­μαρ­τί­ες σου, οἱ ὁ­ποῖ­ες εἶ­ναι καὶ ἡ αἰ­τί­α τῆς σω­μα­τι­κῆς πα­ρα­λύ­σε­ώς σου.

Η ΑΙΤΙΑ λοι­πὸν τῆς ἀ­σθε­νεί­ας τοῦ πα­ρα­λύ­του δὲν ἦ­ταν κά­ποι­ο μι­κρό­βιο, ἀλ­λὰ ἡ ἄ­σω­τη ζω­ή του, ἡ ὁ­ποί­α τοῦ πα­ρέ­λυ­σε καὶ τὸ σῶ­μα. Καὶ ὁ Κύ­ριος χα­ρί­ζει στὸν πα­ρά­λυ­το πρῶ­τα αὐ­τὸ ποὺ πραγ­μα­τι­κὰ εἶ­χε ἀ­νάγ­κη, τὴν συγ­χώ­ρη­ση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν του, δη­λα­δὴ τὴν ὑ­γεί­α τῆς ψυ­χῆς του. Δι­α­φο­ρε­τι­κὰ λοι­πὸν βλέ­πει τὰ πράγ­μα­τα ὁ πάν­σο­φος Κύ­ριος καὶ δι­α­φο­ρε­τι­κὰ τὰ προσ­δο­κοῦν οἱ ἄν­θρω­ποι. Ἐ­μεῖς συ­νή­θως λέ­με "ὑ­γεί­α πρῶ­τα ἀπ᾿ ὅ­λα". Ὁ Κύ­ριος ὅ­μως σή­με­ρα μᾶς δι­δά­σκει ἀ­κρι­βῶς τὸ ἀν­τί­θε­το: Πρῶ­τα ἀπ᾿ ὅ­λα ἡ ὑ­γεί­α τῆς ψυ­χῆς μας.

Ἐ­φαρ­μό­ζου­με ἐ­μεῖς ἄ­ρα­γε τὴν ἀ­λή­θεια αὐ­τὴ στὴν κα­θη­με­ρι­νή μας ζω­ή; Πό­σα χρή­μα­τα καὶ χρό­νο δι­α­θέ­του­με γιὰ τὴν ὑ­γεί­α τοῦ σώ­μα­τός μας καὶ πό­σο ἐν­δι­α­φέ­ρον δεί­χνου­με ἀν­τι­στοί­χως γιὰ τὴν ὑ­γεί­α τῆς ψυ­χῆς; Πό­σο συ­χνὰ ἐ­πι­σκε­πτό­μα­στε τὸν για­τρό μας καὶ πό­σο τὸν πνευ­μα­τι­κὸ ἰα­τρό; Τί φρον­τί­δες κά­νου­με γιὰ τὴν δι­α­τρο­φὴ τοῦ σώ­μα­τός μας καὶ πό­ση ἐ­πι­μέ­λεια δεί­χνου­με γιὰ τὴν τρο­φὴ τῆς ψυ­χῆς μας; Πό­σα φάρ­μα­κα παίρ­νου­με ὅ­ταν ἀρ­ρω­σταί­νου­με, καὶ πό­ση με­τά­νοι­α δεί­χνου­με ὅ­ταν ἀ­νε­βαί­νει ὁ πυ­ρε­τὸς τῆς ψυ­χῆς μας;

Θὰ πρέ­πει λοι­πὸν νὰ ἀλ­λά­ξου­με τὴν ἱ­ε­ράρ­χη­ση τῶν πραγ­μά­των. "Πρῶ­τα ἀπ᾿ ὅ­λα ἡ ὑ­γεί­α τῆς ψυ­χῆς μας". Καὶ ὁ Κύ­ριος θὰ μᾶς χα­ρί­ζει καὶ τὴν ὑ­γεί­α τοῦ σώ­μα­τος, ὅ­πως τὴν χά­ρι­σε κα­τό­πιν καὶ στὸν πα­ρά­λυ­το τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Βέ­βαι­α ἡ ἔκ­βα­ση τῶν πραγ­μά­των στὴ συ­νέ­χεια εἶ­ναι ἀ­προσ­δό­κη­τη. Ἂς τὴν πα­ρα­κο­λου­θή­σου­με.

2. ΛΟΓΙΣΜΟΙ ΠΟΝΗΡΟΙ

Ἀ­νά­με­σα στὰ πλή­θη λοι­πὸν κά­ποι­οι γραμ­μα­τεῖς, μό­λις ἀ­κοῦν τὸν Κύ­ριο νὰ λέ­ει ὅ­τι συγ­χω­ρεῖ ἁ­μαρ­τί­ες, ἀ­να­στα­τώ­νον­ται. Δὲν μπο­ροῦν νὰ πι­στέ­ψουν ὅ­τι ἔ­χουν μπρο­στά τους τὸν θε­άν­θρω­πο Μεσ­σί­α, καὶ ἀ­πο­ροῦν μέ­σα τους: "Ποι­ὸς ἄλ­λος ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ μπο­ρεῖ νὰ συγ­χω­ρεῖ ἁ­μαρ­τί­ες;" Ἡ σκέ­ψη τους βέ­βαι­α αὐ­τὴ ἦ­ταν σω­στή, ἀλ­λὰ ἀν­τὶ νὰ ὁδηγηθοῦν στὴν ἀ­λή­θεια ὅ­τι ὁ Κύ­ριος εἶ­ναι Θε­ός, αὐ­τοί, τυ­φλω­μέ­νοι ἀ­πὸ τὸν ἐ­γω­ι­σμό τους, βυ­θί­ζον­ται στὶς βλά­σφη­μες σκέ­ψεις τους. Καὶ ὁ καρ­δι­ο­γνώ­στης Κύ­ριος, ὁ Ὁ­ποῖ­ος ἀν­τι­λή­φθη­κε ἀ­μέ­σως τοὺς λο­γι­σμούς τους, τοὺς λέ­ει:

—Για­τί ἔ­χε­τε τέ­τοι­ες σκέ­ψεις μέ­σα σας; Νο­μί­ζε­τε ὅ­τι εἶ­ναι εὐ­κο­λό­τε­ρο νὰ πῶ στὸν πα­ρά­λυ­το ὅ­τι συγ­χω­ρή­θη­καν οἱ ἁ­μαρ­τί­ες του, ἐ­πει­δὴ ἡ συγ­χώ­ρη­ση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν δὲν φαί­νε­ται ἐ­ξω­τε­ρι­κά; Θε­ω­ρεῖ­τε δυ­σκο­λό­τε­ρη τὴ σω­μα­τι­κὴ θε­ρα­πεί­α, νὰ πῶ δη­λα­δὴ στὸν πα­ρά­λυ­το πά­ρε τὸ κρε­βά­τι σου στὸν ὦ­μο καὶ περ­πά­τη­σε; Γιὰ νὰ μά­θε­τε λοι­πὸν ὅ­τι ἔ­χω ἐ­ξου­σί­α νὰ συγ­χω­ρῶ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες τῶν ἀν­θρώ­πων, λέ­ει στὸν πα­ρά­λυ­το:

—Σὲ σέ­να μι­λῶ, σή­κω ἐ­πά­νω, πά­ρε τὸ κρε­βά­τι στὸν ὦ­μο σου καὶ πή­γαι­νε στὸ σπί­τι σου.

Καὶ τό­τε μπρο­στὰ στὰ ἔκ­πλη­κτα μά­τια ὅ­λων ὁ πα­ρά­λυ­τος πε­τά­γε­ται ἀ­μέ­σως ἐ­πά­νω, παίρ­νει τὸ κρε­βά­τι του καὶ φεύ­γει ὑ­γι­ής. Ὅ­λοι τώ­ρα τρί­βουν τὰ μά­τια τους γε­μά­τοι θαυ­μα­σμὸ καὶ δο­ξά­ζουν τὸν Θε­ὸ λέ­γον­τας ὅ­τι πο­τὲ μέ­χρι τώ­ρα δὲν εἴ­δα­με πα­ρά­λυ­το μὲ μί­α προ­στα­γὴ νὰ ση­κώ­νε­ται καὶ νὰ περ­πα­τᾶ.

ΠΟΝΗΡΟΙ πράγ­μα­τι οἱ γραμ­μα­τεῖς. Τὸ μυα­λό τους πη­γαί­νει πάν­τα στὸ κα­κό. Ἀ­φή­νουν τὴ σκέ­ψη τους νὰ ἀ­να­στα­τώ­νε­ται ἀ­πὸ λο­γι­σμούς, κα­χυ­πο­ψί­ες, ἐ­χθρό­τη­τες καὶ τό­σα ἄλ­λα. Μή­πως ὅ­μως κά­τι πα­ρό­μοι­ο συμ­βαί­νει κά­πο­τε καὶ σὲ ἀρ­κε­τοὺς ἀ­πὸ ἐ­μᾶς; Μή­πως κά­πο­τε καὶ ὁ δι­κός μας νοῦς γί­νε­ται σπή­λαι­ο κα­κῶν καὶ πο­νη­ρῶν λο­γι­σμῶν; Μή­πως ἀ­φή­νου­με τὸν δι­ά­βο­λο νὰ σπέρ­νει στὸ πε­ρι­βό­λι τοῦ νοῦ μας πο­νη­ρί­ες, ζή­λει­ες, ἀν­τι­πά­θει­ες, κα­τα­κρί­σεις ἢ ἄλ­λες κα­κί­ες;

Βέ­βαι­α τὰ πε­πυ­ρω­μέ­να βέ­λη τῶν κα­κῶν λο­γι­σμῶν ποὺ μᾶς στέλ­νει ὁ δι­ά­βο­λος δὲν ἀ­πο­τε­λοῦν ἁ­μαρ­τί­α, ὅ­ταν ἐ­μεῖς ἀ­μέ­σως τὰ ἀ­πο­δι­ώ­κου­με. Δὲν μπο­ροῦ­με ἀ­σφα­λῶς νὰ ἀ­πα­γο­ρεύ­σου­με στὸν δι­ά­βο­λο νὰ μᾶς πο­λε­μᾶ. Αὐ­τὸ ὅ­μως ποὺ μπο­ροῦ­με νὰ κά­νου­με εἶ­ναι νὰ ἀν­τι­στε­κό­μα­στε στὴν πο­λε­μι­κή του, νὰ μὴν κά­νου­με τὸ νοῦ μας ξε­νο­δο­χεῖ­ο κα­κῶν λο­γι­σμῶν. Καὶ πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο νὰ μὴν καλ­λι­ερ­γοῦ­με μέ­σα μας μὲ εὐ­χα­ρί­στη­ση πο­νη­ροὺς λο­γι­σμούς. Δι­ό­τι ἔ­τσι ἁ­μαρ­τά­νου­με φο­βε­ρά, συμ­μα­χοῦ­με μὲ τὸν δι­ά­βο­λο, ὁ ὁ­ποῖ­ος, χω­ρὶς νὰ τὸ παίρ­νου­με εἴ­δη­ση, κα­τα­λαμ­βά­νει σι­γὰ - σι­γὰ τὸ κά­στρο τῆς ψυ­χῆς μας καὶ τὸ αἰχ­μα­λω­τί­ζει. Τό­τε ζοῦ­με μιὰ κό­λα­ση στὴ σκέ­ψη μας καὶ στὴ συ­νέ­χεια εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το ὁ νοῦς μας νὰ σκέ­φτε­ται καὶ νὰ ζεῖ τὸν Θε­ό.

Λοι­πὸν ἀ­δελ­φοί, ἂς κλεί­σου­με κά­θε κερ­κό­πορ­τα, κά­θε δί­ο­δο στὸ κά­στρο τῆς ψυ­χῆς μας. Δι­α­φο­ρε­τι­κὰ ἡ ἅ­λω­ση τῶν λο­γι­σμῶν θὰ ὁ­δη­γή­σει στὴν πνευ­μα­τι­κὴ κα­τα­στρο­φή.

(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου