Σάββατο 5 Μαρτίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

­ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ

(6 ΜΑΡΤΙΟΥ 2022)

 


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (Τῆς Τυρινῆς)

Ἀδελφοί, νν ἐγ­γύ­τε­ρον ἡ­μῶν ἡ σω­τη­ρί­α ὅ­τε ἐ­πι­στε­ύ­σα­μεν.  νξ προ­έ­κο­ψεν, δ ἡ­μέ­ρα ἤγ­γι­κεν. ἀ­πο­θώ­με­θα ον τ ἔρ­γα το σκό­τους κα ἐν­δυ­σώ­με­θα τ ὅ­πλα το φω­τός. ὡς ν ἡ­μέ­ρᾳ εὐ­σχη­μό­νως πε­ρι­πα­τή­σω­μεν, μ κώ­μοις κα μέ­θαις, μ κο­ί­ταις κα ἀ­σελ­γε­ί­αις, μ ἔ­ρι­δι κα ζή­λῳ, ἀλ­λ' ἐν­δύ­σα­σθε τν Κριον Ἰ­η­σοῦν Χρι­στόν, κα τς σαρ­κὸς πρό­νοι­αν μ ποι­εῖ­σθε ες ἐ­πι­θυ­μί­ας. Τν δ ἀ­σθε­νοῦν­τα τ πί­στει προσ­λαμ­βά­νε­σθε, μ ες δι­α­κρί­σεις δι­α­λο­γι­σμῶν. ς μν πι­στε­ύ­ει φα­γεῖν πάν­τα, δ ἀ­σθε­νῶν λά­χα­να ἐ­σθί­ει. ἐ­σθί­ων τν μ ἐ­σθί­ον­τα  μ ἐ­ξου­θε­νε­ί­τω, κα μ ἐ­σθί­ων τν ἐ­σθί­ον­τα μ κρι­νέ­τω· Θε­ὸς γρ αὐ­τὸν προ­σε­λά­βε­το. σ τς ε κρί­νων ἀλ­λό­τριον οἰ­κέ­την; τ ἰ­δί­ῳ Κυ­ρί­ῳ στή­κει πί­πτει· στα­θή­σε­ται δ· δυ­να­τὸς γρ ἐ­στιν ὁ Θε­ὸς στῆ­σαι αὐ­τόν.

 (Ρωμ. ιγ΄[13] 11 – ιδ΄[14] 4)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἀ­δελ­φοί, τώ­ρα ἡ ἡ­μέ­ρα τῆς δευ­τέ­ρας πα­ρου­σί­ας, πού θά ση­μά­νει τήν πλή­ρη ἀ­πο­λύ­τρω­ση τῶν πι­στῶν, εἶ­ναι πλη­σι­έ­στε­ρη σέ μᾶς πα­ρά τό­τε πού πι­στέ­ψα­με. Ἐ­άν λοι­πόν τό­τε δεί­ξα­με ζῆ­λο καί δρα­στη­ρι­ό­τη­τα, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο πρέ­πει νά τά δεί­ξου­με καί τώ­ρα. Ἡ ζω­ή αὐ­τή, πού μοιά­ζει μέ νύ­χτα σκο­τει­νή, προ­χώ­ρη­σε, ἐ­νῷ ἡ ἡ­μέ­ρα τῆς ἄλ­λης ζω­ῆς πλη­σί­α­σε. Κι ἄν ἀ­κό­μη δέν ἔλ­θει ὁ Κύ­ριος σύν­το­μα μέ τήν ἔν­δο­ξη δευ­τέ­ρα Του πα­ρου­σί­α, ἔρ­χε­ται ὅ­μως γιά τόν κα­θέ­να μας μέ τόν θά­να­το. Πλη­σιά­ζει λοι­πόν γιά τόν κα­θέ­να μας ἡ ἡ­μέ­ρα τῆς ἄλ­λης ζω­ής. Ἄς ἀ­πο­θέ­σου­με λοι­πόν σάν νυ­κτε­ρι­νά ἐν­δύ­μα­τα τά ἔρ­γα τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, πού γί­νον­ται στό σκο­τά­δι, καί ἄς ντυ­θοῦ­με σάν ἄλ­λα ὅ­πλα τά φω­τεινά ἔρ­γα τῆς ἀ­ρε­τῆς. Ὅ­πως συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται κα­νεὶς τὴν ἡ­μέ­ρα, πού τὰ βλέμ­μα­τα πολ­λῶν τὸν πα­ρα­κο­λου­θοῦν, ἔ­τσι κι ἐ­μεῖς ἄς συμ­πε­ρι­φερ­θοῦ­με μὲ εὐ­πρέ­πεια καὶ σε­μνό­τη­τα· ὄ­χι μὲ ἄ­σε­μνα φα­γο­πό­τια καὶ με­θύ­σια, οὔ­τε μὲ πρά­ξεις αἰ­σχρό­τη­τας καὶ ἀ­σέλ­γειας, οὔ­τε μὲ φι­λο­νι­κί­ες καὶ ζη­λο­τυ­πί­ες. Ἀλ­λά φο­ρέ­στε σὰν ἔν­δυ­μα τῆς ψυ­χῆς σας τὸν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, ὥ­στε στὴν ὅ­λη ζω­ή σας νὰ μοι­ά­σε­τε μ’ αὐ­τόν. Καὶ μὴ φρον­τί­ζε­τε γιὰ τὴ σάρ­κα, πῶς νὰ ἱ­κα­νο­ποι­εῖ­τε τὶς πα­ρά­νο­μες ἐ­πι­θυ­μί­ες της. Τέ­τοι­α πρέ­πει νὰ εἶ­ναι ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρὰ σας μέ­σα στὴν κοι­νω­νί­α πού ζεῖ­τε. Ὑ­παρ­χουν ὅ­μως καὶ με­ρι­κοὶ Χρι­στια­νοὶ ἀ­δύ­να­τοι στὴν πί­στη. Νὰ λοι­πὸν ποι­ὰ πρέ­πει νὰ εἶ­ναι καὶ πρὸς αὐ­τούς ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρά σας: Νὰ δέ­χε­στε μὲ κα­λο­σύ­νη ἐ­κεῖ­νον πού εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τος στὴν πί­στη καὶ ἐ­ξαρ­τᾶ τὴ σω­τη­ρί­α του καὶ ἀ­πὸ τὴ δι­ά­κρι­ση τῶν φα­γη­τῶν καὶ τῶν ἡ­με­ρῶν, χω­ρὶς νὰ συ­ζη­τᾶ­τε καὶ νὰ ἐ­πι­κρίνετε τὶς ἰ­δέ­ες του. Ἄλ­λος βέ­βαι­α πι­στεύ­ει ὅ­τι δὲν ἀ­πα­γο­ρεύ­ε­ται νὰ φά­ει ὅ­λα τὰ φα­γη­τά. Ἐ­νῶ ὁ ἀ­δύ­να­τος στὴν πί­στη τρώ­ει λα­χα­νι­κὰ καὶ ἀ­πο­φεύ­γει τὰ ἄλ­λα φα­γη­τὰ ἀ­πὸ τὸν φό­βο μή­πως μο­λυν­θεῖ ἀ­π’ αὐ­τά. Ἐ­κεῖ­νος πού λό­γῳ τῆς ἰ­σχυ­ρό­τε­ρης πί­στης του τρώ­ει ἀ­π’ ὅ­λα τὰ φα­γη­τά, ἂς μὴν πε­ρι­φρο­νεῖ ὡς στε­νο­κέ­φα­λο ἐ­κεῖ­νον πού δὲν τρώ­ει ἀ­π’ ὅ­λα. Κι αὐ­τός πού δὲν τρώ­ει ἀ­π’ ὅ­λα, ἂς μὴν κα­τα­κρί­νει ἐ­κεῖ­νον πού τρώ­ει. Δι­ό­τι κι αὐ­τόν πού τρώ­ει ἀ­π’ ὅ­λα ὁ Θε­ὸς τὸν προ­σέ­λα­βε στὴν Ἐκ­κλη­σί­α του. Ποι­ὸς εἶ­σαι ἐ­σύ πού κα­τα­κρί­νεις ξέ­νο δοῦ­λο; Αὐ­τός δὲν ἔ­χει ἐ­σέ­να Κύ­ριο, ἀλ­λά τὸν Θε­ό. Σὲ σχέ­ση μὲ τὸν Κύ­ριό του στέ­κε­ται ἢ πέ­φτει πνευ­μα­τι­κά. Μά­θε λοι­πὸν ὅ­τι ἐ­νῶ ἐ­σύ τὸν κα­τα­κρί­νεις, αὐ­τός θὰ στα­θεῖ στε­ρε­ὸς στὴν πί­στη. Δι­ό­τι ὁ Θε­ὸς ἔ­χει τὴ δύ­να­μη νὰ τὸν ἀ­νορ­θώ­σει καὶ νὰ τὸν στε­ρε­ώ­σει.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Εἶπεν Κύριος· ­ν ­φ­τε τος ν­θρ­ποις τ πα­ρα­πτ­μα­τα α­τν, ­φ­σει κα ­μν πα­τρ ­μν ο­ρ­νι­ος· ­ν δ μ ­φ­τε τος ν­θρ­ποις τ πα­ρα­πτ­μα­τα α­τν, ο­δ πα­τρ ­μν ­φ­σει τ πα­ρα­πτ­μα­τα ­μν. ­ταν δ νη­στε­­η­τε, μ γ­νε­σθε ­σπερ ο ­πο­κρι­τα σκυ­θρω­πο, ­φα­ν­ζου­σι γρ τ πρ­σω­πα α­τν ­πως φα­ν­σι τος ν­θρ­ποις νη­στε­­ον­τες· ­μν λ­γω ­μν, ­τι ­π­χου­σιν τν μι­σθν α­τν.  σ δ νη­στε­­ων ­λει­ψα σου τν κε­φα­λν κα τ πρ­σω­πν σου ν­ψαι,  ­πως μ φα­νς τος ν­θρ­ποις νη­στε­ων λ­λ τ πα­τρ σου τ ν τ κρυ­πτ· κα πα­τρ σου βλ­πων ν τ κρυ­πτ ­πο­δώ­σει σοι ν τ φα­νε­ρ.  Μ θη­σαυ­ρ­ζε­τε ­μν θη­σαυ­ρος ­π τς γς, ­που σς κα βρ­σις ­φα­ν­ζει, κα ­που κλ­πται δι­ο­ρσ­σου­σιν κα κλ­πτου­σιν·  θη­σαυ­ρ­ζε­τε δ ­μν θη­σαυ­ρος ν ο­ρα­ν, ­που ο­τε σς ο­τε βρ­σις ἀ­φα­νί­ζει, κα ὅ­που κλέ­πται ο δι­ο­ρύσ­σου­σιν οὐ­δὲ κλέ­πτου­σιν· ὅ­που γρ ἐ­στιν ὁ θη­σαυ­ρός ὑ­μῶν, ἐ­κεῖ ἔ­σται κα καρ­δί­α ὑ­μῶν.  

   (Ματθ. στ΄[6] 14 -21)

 

ΔΥΟ ΦΤΕΡΑ ΓΙΑ ΝΑ ΠΕΤΑΞΟΥΜΕ

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Κα­θὼς εἰ­σερ­χό­μα­στε στὴν πε­ρί­ο­δο τῆς Ἁ­γί­ας καὶ Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς, ἡ Ὀρ­θό­δο­ξος Ἐκ­κλη­σί­α μᾶς κα­λεῖ σὲ ἐν­το­νό­τε­ρους πνευ­μα­τι­κοὺς ἀ­γῶ­νες. Μέ­σα σ᾿ αὐ­τὸ τὸ πνεῦ­μα τῶν ἡ­με­ρῶν τὸ ση­με­ρι­νὸ εὐ­αγ­γε­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα μᾶς προ­τρέ­πει νὰ ἀ­πο­κτή­σου­με δύ­ο βα­σι­κὰ στοι­χεῖ­α τῆς ἀ­λη­θι­νῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς. Ἂς τὰ προ­σέ­ξου­με.

1. ΣΥΓΧΩΡΗΣΗ ΓΝΗΣΙΑ ΚΑΙ ΑΛΗΘΙΝΗ

Τὸ κεί­με­νο τοῦ Ἱ­ε­ροῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου εἶ­ναι ἕ­να τμῆ­μα ἀ­πὸ τοὺς λό­γους ποὺ ἀ­πηύ­θυ­νε ὁ Κύ­ριος στὴν ἐ­πὶ τοῦ ὄ­ρους ὁ­μι­λί­α Του. Εἶ­πε λοι­πὸν ὁ Κύ­ριος: «Ἐ­ὰν συγ­χω­ρεῖ­τε τοὺς ἀν­θρώ­πους γιὰ τὰ λά­θη ποὺ ἔ­κα­ναν ἀ­πέ­ναν­τί σας, θὰ συγ­χω­ρή­σει καὶ ὁ ἐ­που­ρά­νιος Πα­τέ­ρας τὶς δι­κές σας ἁ­μαρ­τί­ες. Ἐ­ὰν ὅ­μως ἐ­σεῖς δὲν μπο­ρεῖ­τε νὰ ξε­χά­σε­τε τὸ κα­κὸ ποὺ σᾶς ἔ­κα­ναν οἱ ἄλ­λοι, καὶ δὲν τοὺς συγ­χω­ρεῖ­τε, τό­τε μὴν πε­ρι­μέ­νε­τε νὰ συγ­χω­ρή­σει καὶ τὶς δι­κές σας ἁ­μαρ­τί­ες ὁ οὐ­ρά­νιος πα­τέ­ρας σας».

ΑΠΛΑ καὶ ξε­κά­θα­ρα τὰ λό­για τοῦ Κυ­ρί­ου μας. Μᾶς ζη­τά­ει νὰ συγ­χω­ροῦ­με, γιὰ νὰ συγ­χω­ρεῖ κι Αὐ­τὸς τὶς δι­κές μας ἁ­μαρ­τί­ες. Δυ­στυ­χῶς ὅ­μως ἐ­μεῖς δυ­σκο­λευ­ό­μα­στε πο­λὺ στὸ θέ­μα αὐ­τό. Κά­πο­τε μά­λι­στα, ἐ­νῶ στὰ λό­για συγ­χω­ρε­θή­κα­με μὲ τοὺς ἀ­δελ­φούς μας, στὴ συ­νέ­χεια ὅ­μως δὲν μπο­ροῦ­με νὰ ξε­χά­σου­με ὅ,τι ἔ­γι­νε. Δὲν μπο­ροῦ­με νὰ ἀ­μνη­στεύ­σου­με ἀ­κό­μη καὶ τὰ πιὸ ἀ­σή­μαν­τα, ἕ­να ἄ­στο­χο λό­γο, μί­α ἀ­δέ­ξια συμ­πε­ρι­φο­ρά, μιὰ πα­ρε­ξή­γη­ση. Καὶ κρα­τοῦ­με ἐ­γω­ι­στι­κὲς ἀ­πο­στά­σεις, ἀ­φή­νου­με τὶς κα­χυ­πο­ψί­ες νὰ μᾶς βα­σα­νί­ζουν, σὲ ση­μεῖ­ο κά­πο­τε νὰ μᾶς ἐ­νο­χλεῖ ἀ­κό­μη καὶ ἡ πα­ρου­σί­α τῶν ἄλ­λων. Ἀλ­λὰ γνή­σια συγ­χώ­ρη­ση ση­μαί­νει νὰ δι­α­γρά­ψου­με δι­α­παν­τὸς ἀ­πὸ τὴ σκέ­ψη καὶ τὴν καρ­διά μας κά­θε δυ­σα­ρέ­σκεια, κά­θε ψυ­χρό­τη­τα. Ἐ­κεῖ μά­λι­στα φαί­νε­ται ἂν πραγ­μα­τι­κὰ συγ­χω­ροῦ­με, ὅ­ταν μπο­ρέ­σου­με νὰ συγ­χω­ρή­σου­με ἀν­θρώ­πους δύ­στρο­πους, ἰ­δι­όρ­ρυθ­μους, ἀ­κό­μη καὶ ἐ­χθρι­κοὺς ἀ­πέ­ναν­τί μας. Καὶ ὄ­χι μό­νο νὰ τοὺς συγ­χω­ρή­σου­με, ἀλ­λὰ καὶ νὰ τοὺς χω­ρέ­σου­με στὴν καρ­διά μας, νὰ προ­σευ­χό­μα­στε γι᾿ αὐ­τούς, νὰ τοὺς ἀ­γα­πή­σου­με.

Ἄλ­λω­στε κι ἐ­μεῖς πό­σες ἁ­μαρ­τί­ες ἀ­μέ­τρη­τες ἔ­χου­με; Καὶ ὁ Κύ­ριος ὡς πο­λυ­εύ­σπλαγ­χνος δια­ρκῶς μᾶς τὶς συγ­χω­ρεῖ. Ζη­τεῖ ὅ­μως καὶ ἀ­πὸ ἐ­μᾶς νὰ κά­νου­με τὸ ἴ­διο στοὺς ἀ­δελ­φούς μας. Πῶς ἀλ­λι­ῶς θὰ τολ­μή­σου­με νὰ ση­κώ­σου­με τὰ μά­τια μας πρὸς τὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ θὰ ζη­τή­σου­με τὴν ἄ­φε­ση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν μας; Μό­νον ὅ­ταν μά­θου­με νὰ συγ­χω­ροῦ­με θὰ γί­νου­με ἐ­πι­δε­κτι­κοὶ τοῦ θεί­ου ἐ­λέ­ους καὶ θὰ λά­βου­με τὴν ἄ­φε­ση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν μας, ὅ­πως ὁ Κύ­ριος μᾶς τὸ ὑ­πο­σχέ­θη­κε.

2. ΝΗΣΤΕΙΑ ΤΡΟΦΩΝ ΚΑΙ ΠΑΘΩΝ

Τὸ δεύ­τε­ρο θέ­μα, τὸ ὁ­ποῖ­ο το­νί­ζει στὸ ση­με­ρι­νὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο ὁ Κύ­ριος, εἶ­ναι τὸ θέ­μα τῆς νη­στεί­ας. Μᾶς λέ­γει λοι­πόν: «Ὅ­ταν νη­στεύ­ε­τε, μὴν τὸ κά­νε­τε ὅ­πως οἱ ὑ­πο­κρι­ταὶ Φα­ρι­σαῖ­οι, οἱ ὁ­ποῖ­οι πα­ρι­στά­νουν τοὺς λυ­πη­μέ­νους καὶ τα­λαι­πω­ρη­μέ­νους, γιὰ νὰ δεί­ξουν στοὺς ἀν­θρώ­πους ὅ­τι νη­στεύ­ουν. Ἀ­λή­θεια σᾶς λέ­ω πὼς ὅ­ποι­ον ἔ­παι­νο εἶ­χαν νὰ πά­ρουν, τὸν πῆ­ραν ἀ­πὸ τοὺς ἀν­θρώ­πους, πλη­ρώ­θη­καν ἀ­πὸ αὐ­τούς». Καὶ στὴ συ­νέ­χεια ὁ Κύ­ριος μᾶς λέ­γει: «Ὅ­ταν νη­στεύ­εις, πε­ρι­ποι­ή­σου τὸ κε­φά­λι σου καὶ νί­ψε τὸ πρό­σω­πό σου, γιὰ νὰ φαί­νε­σαι χα­ρού­με­νος καὶ νὰ μὴ γί­νει ἀν­τι­λη­πτὸ στοὺς ἀν­θρώ­πους ὅ­τι νη­στεύ­εις. Ἀλ­λὰ ἂς ξέ­ρει τὴ νη­στεί­α σου μό­νον ὁ οὐ­ρά­νιος Πα­τέ­ρας σου, ὁ ὁ­ποῖ­ος θὰ σὲ ἀ­μεί­ψει κά­πο­τε ἐ­πί­ση­μα καὶ φα­νε­ρά».

ΔΥΣΤΥΧΩΣ τὸ κεί­με­νο αὐ­τὸ τοῦ ἱ­ε­ροῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου κά­ποι­οι στὶς μέ­ρες μας τὸ παίρ­νουν ὡς ἀ­φορ­μὴ γιὰ νὰ δι­και­ο­λο­γή­σουν τὰ ἀ­δικαι­ο­λό­γη­τα λέ­γον­τας μὲ πε­ρισ­σὴ ἐ­πι­πο­λαι­ό­τη­τα: Προ­κει­μέ­νου νὰ  κα­ταν­τή­σου­με ὑ­πο­κρι­τές, κα­λύ­τε­ρα νὰ μὴ νη­στεύ­ου­με κα­θό­λου. Ὅ­μως ἔ­τσι δι­α­στρέ­φουν τὸ πνεῦ­μα τῶν λό­γων τοῦ Κυ­ρί­ου μας. Ὁ Κύ­ριος δὲν ἀ­πορ­ρί­πτει τὴν νη­στεί­α, ἀλ­λὰ ἀν­τι­θέ­τως τὴ συ­νι­στᾶ, καὶ μά­λι­στα μᾶς δεί­χνει καὶ τὸν τρό­πο μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο πρέ­πει νὰ γί­νε­ται. Τὸ ὅ­τι κά­ποι­οι κά­νουν τὴν νη­στεί­α ἀ­φορ­μὴ γιὰ ἐ­πί­δει­ξη δὲν ση­μαί­νει ὅ­τι πρέ­πει νὰ τὴν κα­ταρ­γή­σου­με. Με­ρι­κοὶ μά­λι­στα πα­ρα­ποι­οῦν καὶ ἄλ­λα χω­ρί­α τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς λέ­γον­τας πὼς δὲν βλά­πτουν τὰ «εἰ­σερ­χό­με­να», ἀλ­λὰ τὰ «ἐ­ξερ­χό­με­να». Καὶ ἄλ­λοι δη­μι­ουρ­γοῦν δι­κά τους ρη­τὰ λέ­γον­τας πὼς «ἀ­σθε­νεῖς καὶ ὁ­δοι­πό­ροι ἁ­μαρ­τί­αν οὐκ ἔ­χου­σι»!

Μὴν εἴ­μα­στε λοι­πὸν τό­σο εὔ­κο­λοι νὰ βρί­σκου­με δι­και­ο­λο­γί­ες γιὰ νὰ ἀ­πο­φύ­γου­με τὴν θε­σμο­θε­τη­μέ­νη νη­στεί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Βε­βαί­ως ὅ­ταν ἔ­χου­με σο­βα­ροὺς λό­γους ὑ­γεί­ας, θὰ πρέ­πει νὰ θέ­σου­με τὸ πρό­βλη­μά μας στὸν Πνευ­μα­τι­κό μας καὶ νὰ μᾶς δώ­σει αὐ­τὸς κα­τάλ­λη­λες ὁ­δη­γί­ες. Ὄ­χι ὅ­μως νὰ ἀ­θε­τοῦ­με μό­νοι μας τὴν νη­στεί­α, προ­φα­σι­ζό­με­νοι μά­λι­στα λό­γους ἀ­νύ­παρ­κτους, πὼς τά­χα εἴ­μα­στε κου­ρα­σμέ­νοι ἢ ἀ­δι­ά­θε­τοι. Ἀ­κό­μη καὶ ὅ­ταν εἴ­μα­στε προ­σκε­κλη­μέ­νοι σὲ τρα­πέ­ζι, νὰ μὴ ντρε­πό­μα­στε νὰ ποῦ­με ὅ­τι νη­στεύ­ου­με, φο­βού­με­νοι μή­πως μᾶς εἰ­ρω­νευ­θοῦν καὶ νὰ δι­και­ο­λο­γοῦ­με μά­λι­στα τὸν ἑ­αυ­τό μας λέ­γον­τας πὼς τά­χα δὲν πρέ­πει νὰ στε­νο­χω­ρή­σου­με τοὺς οἰ­κο­δε­σπό­τες. Κα­λύ­τε­ρα νὰ τοὺς στε­νο­χω­ρή­σου­με, κα­λύ­τε­ρα ἀ­κό­μη νὰ μεί­νου­με νη­στι­κοὶ καὶ νὰ δώ­σου­με ἔ­τσι ἕ­να σι­ω­πη­λὸ πα­ρά­δειγ­μα, πα­ρὰ νὰ ἀ­θε­τή­σου­με τὴν κα­θι­ε­ρω­μέ­νη ἀ­πὸ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α καὶ εὐ­λο­γη­μέ­νη ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ νη­στεί­α.

Ἐ­πὶ πλέ­ον ὅ­μως θὰ πρέ­πει νὰ μά­θου­με, ταυ­τό­χρο­να μὲ τὴν νη­στεί­α τῶν τρο­φῶν νὰ νη­στεύ­ου­με καὶ μί­α ἄλ­λη νη­στεί­α οὐ­σι­α­στι­κό­τε­ρη, τὴν νη­στεί­α τῶν πα­θῶν. Αὐ­τὸ ἄλ­λω­στε εἶ­ναι τὸ βα­θύ­τε­ρο νό­η­μα τῆς νη­στεί­ας. Δι­ό­τι μα­θαί­νον­τας νὰ κυ­ρι­αρ­χοῦ­με στὶς τρο­φές, μα­θαί­νου­με νὰ κυ­ρι­αρ­χοῦ­με καὶ στὸν δυ­σκο­λο­κυ­βέρ­νη­το κό­σμο τῶν λο­γι­σμῶν, τῶν ἐ­πι­θυ­μι­ῶν καὶ τῶν πα­ρορ­μή­σε­ών μας.

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ἀ­νά­γνω­σμα, ἀ­δελ­φοί, τε­λει­ώ­νει μὲ ἔν­το­νη προ­τρο­πὴ τοῦ Κυ­ρί­ου μας νὰ μὴ θη­σαυ­ρί­ζου­με θη­σαυ­ροὺς ἐ­πί­γει­ους, τοὺς ὁ­ποί­ους κα­τα­τρώ­γει ἡ φθο­ρὰ καὶ τοὺς ἁρ­πά­ζουν οἱ κλέ­φτες. Ἀλ­λὰ νὰ θη­σαυ­ρί­ζου­με οὐ­ρά­νιους θη­σαυ­ρούς, ποὺ δὲν χά­νον­ται πο­τέ. Δι­ό­τι ὅ­ταν θη­σαυ­ρί­ζου­με τέ­τοι­ους θη­σαυ­ροὺς πνευ­μα­τι­κούς, ἐ­κεῖ ὅ­που θὰ εἶ­ναι ὁ θη­σαυ­ρός μας, δη­λα­δὴ στοὺς οὐ­ρα­νοὺς καὶ στὸν Κύ­ριο, ἐ­κεῖ θὰ εἶ­ναι καὶ ἡ καρ­διά μας καὶ ἡ ἀ­γά­πη μας. Ἀ­μήν.

     (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου