Σάββατο 16 Ιουλίου 2022

ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ Δ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

­ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ  

ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ Δ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ

(17 ΙΟΥλΙΟΥ 2022)

 


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ  

Τέκνον Τίτε, πιστός λό­γος· κα πε­ρὶ το­ύ­των βο­ύ­λο­μαί σε δι­α­βε­βαι­οῦ­σθαι, ἵ­να φρον­τί­ζω­σι κα­λῶν ἔρ­γων προ­ΐ­στα­σθαι ο πε­πι­στευ­κό­τες τ Θε­ῷ. ταῦ­τά ἐ­στι τ κα­λὰ κα ὠ­φέ­λι­μα τος ἀν­θρώ­ποις· μω­ρὰς δ ζη­τή­σεις κα γε­νε­α­λο­γί­ας κα ἔ­ρεις κα μά­χας νο­μι­κὰς πε­ρι­ί­στα­σο· εἰ­σὶ γρ ἀ­νω­φε­λεῖς κα μά­ται­οι. αἱ­ρε­τι­κὸν ἄν­θρω­πον με­τὰ μί­αν κα δευ­τέ­ραν νου­θε­σί­αν πα­ραι­τοῦ, εἰ­δὼς ὅ­τι ἐ­ξέ­στρα­πται ὁ τοι­οῦ­τος κα ἁ­μαρ­τά­νει ὢν αὐ­το­κα­τά­κρι­τος. Ὅ­ταν πέμ­ψω Ἀρ­τε­μᾶν πρς σε Τυ­χι­κόν, σπο­ύ­δα­σον ἐλ­θεῖν πρς με ες Νι­κό­πο­λιν· ἐ­κεῖ γρ κέ­κρι­κα πα­ρα­χει­μά­σαι. Ζη­νᾶν τν νο­μι­κὸν κα Ἀ­πολ­λὼ σπου­δα­ί­ως πρό­πεμ­ψον, ἵ­να μη­δὲν αὐ­τοῖς λε­ί­πῃ. Μαν­θα­νέ­τω­σαν δ κα ο ἡ­μέ­τε­ροι κα­λῶν ἔρ­γων προ­ΐ­στα­σθαι ες τς ἀ­ναγ­κα­ί­ας χρε­ί­ας, ἵ­να μ ὦ­σιν ἄ­καρ­ποι. Ἀ­σπά­ζον­ταί σε ο με­τ' ἐ­μοῦ πάν­τες. ἄ­σπα­σαι τος φι­λοῦν­τας ἡ­μᾶς ἐν πί­στει. χά­ρις με­τὰ πάν­των ὑ­μῶν· μν.                                                                     

   (Τίτ. γ΄[3] 8 – 15)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Τέκνον Τίτε, τό ὅ­τι δι­και­ω­θή­κα­με καὶ ἀ­να­γεν­νη­θή­κα­με καὶ θὰ κλη­ρο­νο­μή­σου­με τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ὴ εἶ­ναι λό­γος καὶ ἀ­λή­θεια ἀ­ξι­ό­πι­στη. Καὶ γι' αὐ­τὰ τὰ θέ­μα­τα θέ­λω νὰ μι­λᾶς μὲ βε­βαι­ό­τη­τα καὶ μὲ κύ­ρος, γιὰ νὰ φρον­τί­ζουν ὅ­σοι ἔ­χουν πι­στέ­ψει στὸ Θε­ὸ νὰ πρω­το­στα­τοῦν ἀ­κού­ρα­στα σὲ κα­λὰ ἔρ­γα. Αὐ­τὰ εἶ­ναι τὰ κα­λὰ ἔρ­γα καὶ τὰ ὠ­φέ­λι­μα στοὺς ἀν­θρώ­πους· αὐ­τὰ γιὰ τὰ ὁποῖα σᾶς μί­λη­σα. Ἀ­πό­φευ­γε τὶς ἀ­νό­η­τες συ­ζη­τή­σεις καὶ τὶς γε­νε­α­λο­γί­ες γιὰ τοὺς μυ­θι­κοὺς θε­οὺς ἢ τοὺς εὐ­γε­νεῖς προ­γό­νους, ὅ­πως καὶ τὶς φι­λο­νι­κί­ες καὶ δι­α­μά­χες γιὰ τὸν ἰ­ου­δα­ϊ­κὸ νό­μο, δι­ό­τι δὲν φέρ­νουν κα­μί­α ὠ­φέ­λεια καὶ εἶ­ναι μά­ται­ες. Αἱ­ρε­τι­κὸ ἄν­θρω­πο πού ἐ­πι­μέ­νει νὰ δη­μι­ουρ­γεῖ σκάν­δα­λα καὶ δι­αι­ρέ­σεις στὴν Ἐκ­κλη­σί­α, μο­λο­νό­τι τὸν συμ­βού­λευ­σες γιὰ πρώ­τη καὶ δεύ­τε­ρη φο­ρά, πα­ρά­τη­σέ τον καί ἀπόφευγέ τον. Γνώ­ρι­ζε ὅ­τι ἕ­νας τέ­τοι­ος ἄν­θρω­πος ἔ­χει δι­α­στραφεῖ καὶ ἁ­μαρ­τά­νει· καὶ γιὰ τὴν ἁ­μαρ­τί­α του αὐ­τὴ ἐ­λέγ­χε­ται καὶ κα­τα­κρί­νε­ται ἀ­πὸ τὴ συ­νεί­δη­σή του καὶ ἀ­πὸ τὸν ἴ­διό του τὸν ἑ­αυ­τό. Ὅ­ταν σοῦ στεί­λω τὸν Ἀρτεμᾶ ἢ τὸν Τυ­χι­κό, φρόν­τι­σε γρή­γο­ρα νὰ ἔλ­θεις στὴ Νι­κό­πο­λη, δι­ό­τι ἐ­κεῖ ἀ­πο­φά­σι­σα νὰ πε­ρά­σω τὸ χει­μώ­να. Τὸν Ζη­νᾶ τὸ νο­μο­δι­δά­σκα­λο καὶ τὸν Ἀ­πολ­λὼ κα­τευόδωσέ τους μὲ ἐ­πι­με­λη­μέ­νη προ­ε­τοι­μα­σί­α, γιὰ νὰ μὴν τοὺς λεί­πει τί­πο­τε στὸ τα­ξί­δι τους. Μὲ τὴν εὐ­και­ρί­α μά­λι­στα τῆς προ­ε­τοι­μα­σί­ας αὐ­τῆς ἂς παίρ­νουν μά­θη­μα καὶ οἱ δι­κοί μας νὰ πρω­το­στα­τοῦν καὶ νὰ ἐρ­γά­ζον­ται κα­λὰ ἔρ­γα καὶ νὰ συν­τρέ­χουν τοὺς ἀ­δελ­φοὺς στὶς ἀ­πα­ραί­τη­τες ὑ­λι­κές τους ἀ­νάγ­κες, γιὰ νὰ μὴ στε­ροῦν­ται ἀ­πὸ πνευ­μα­τι­κοὺς καρ­πούς. Σὲ χαι­ρε­τοῦν ἐγ­κάρ­δια ὅ­λοι ὅ­σοι εἶ­ναι μα­ζί μου. Χαι­ρέ­τη­σε ὅ­σους μᾶς ἀ­γα­ποῦν, ἐ­πει­δὴ ἔ­χουν κοι­νὴ πί­στη μέ μᾶς. Σᾶς εὔ­χο­μαι ἡ χά­ρις τοῦ Θε­οῦ νὰ εἶ­ναι μὲ ὅ­λους σας. Ἀ­μήν.

 

 ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ μαθηταῖς.  ὑ­μεῖς ἐ­στε τ φς το κό­σμου. ο δύ­να­ται πό­λις κρυ­βῆ­ναι ἐ­πά­νω ὄ­ρους κει­μέ­νη· οὐ­δὲ κα­ί­ου­σι λύ­χνον κα τι­θέ­α­σιν αὐ­τὸν ὑ­πὸ τν μό­δι­ον, ἀλ­λ' ἐ­πὶ τν λυ­χνί­αν, κα λάμ­πει πᾶ­σι τος ν τ οἰ­κί­ᾳ. Οὕ­τω λαμ­ψά­τω τ φς ὑ­μῶν ἔμ­προ­σθεν τν ἀν­θρώ­πων, ὅ­πως ἴ­δω­σιν ὑ­μῶν τ κα­λὰ ἔρ­γα κα δο­ξά­σω­σι τν πα­τέ­ρα ὑ­μῶν τν ν τος οὐ­ρα­νοῖς. Μ νο­μί­ση­τε ὅ­τι ἦλ­θον κα­τα­λῦ­σαι τν νό­μον τος προ­φή­τας· οκ ἦλ­θον κα­τα­λῦ­σαι, ἀλ­λὰ πλη­ρῶ­σαι. ἀ­μὴν γρ λέ­γω ὑ­μῖν, ἕ­ως ἂν πα­ρέλ­θῃ οὐ­ρα­νὸς κα γ, ἰ­ῶ­τα ἓν μί­α κε­ρα­ί­α ο μ πα­ρέλ­θῃ ἀ­πὸ το νό­μου ἕ­ως ἂν πάν­τα γέ­νη­ται. ς ἐ­ὰν ον λύ­σῃ μί­αν τν ἐν­το­λῶν το­ύ­των τν ἐ­λα­χί­στων κα δι­δά­ξῃ οὕ­τω τος ἀν­θρώ­πους, ἐ­λά­χι­στος κλη­θή­σε­ται ν τ βα­σι­λε­ί­ᾳ τν οὐ­ρα­νῶν· ς δ' ν ποι­ή­σῃ κα δι­δά­ξῃ, οὗ­τος μέ­γας κλη­θή­σε­ται ν τ βα­σι­λε­ί­ᾳ τν οὐ­ρα­νῶν.

    (Ματθ. ε΄[5] 14 – 19)

 

ΠΙ­ΣΤΗ ΚΑΙ ΖΩ­Η

Ο­ΜΙ­ΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥ­ΑΓ­ΓΕ­ΛΙΟ

Ἡ ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α τι­μᾶ τοὺς ἁ­γί­ους Πα­τέ­ρες τῆς Δ' Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου, τοὺς ἀ­συν­θη­κο­λό­γη­τους ἀ­γω­νι­στὲς τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας μας, ποὺ δι­α­κή­ρυ­ξαν ἀ­νυ­πο­χώ­ρη­τα τὸ δόγ­μα τῆς πί­στε­ως: Ὁ Κύ­ριός μας Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς ἔ­χει δύ­ο φύ­σεις, τὴν θεί­α καὶ τὴν ἀν­θρώ­πι­νη, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἑ­νώ­θη­καν «ἀ­τρέ­πτως, ἀ­συγ­χύ­τως, ἀ­χω­ρί­στως καὶ ἀ­δι­αι­ρέ­τως» στὸ ἕ­να πρό­σω­πο τοῦ Θε­οῦ Λό­γου. Τὸ Εὐ­αγ­γε­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα τῆς ἑ­ορ­τῆς τους ἀ­πο­τε­λεῖ θαυ­μά­σια πε­ρι­γρα­φὴ τῆς ἀ­νό­θευ­της πί­στε­ώς τους ἀλ­λὰ καὶ τῆς ἀ­κτι­νο­βό­λου ζω­ῆς τους.

1. ΦΩ­ΤΕΙ­ΝΟ ΠΑ­ΡΑ­ΔΕΙΓ­ΜΑ

Εἶ­πε ὁ Κύ­ριος στοὺς μα­θη­τές του: Ἐ­σεῖς εἶ­σθε τὸ φῶς τοῦ κό­σμου. Δι­ό­τι ὅ­πως δὲν μπο­ρεῖ νὰ κρυ­φθεῖ μιὰ πό­λη ποὺ εἶ­ναι κτι­σμέ­νη ἐ­πά­νω στὸ βου­νό, ἔ­τσι δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ μεί­νει ἀ­πα­ρα­τή­ρη­τη καὶ ἡ δι­κή σας ζω­ή.

Οἱ ἄν­θρω­ποι ὅ­ταν ἀ­νά­βουν τὸν λὺ­χνο, δὲν τὸν κρύ­βουν κά­τω ἀ­πὸ ἕ­να δο­χεῖ­ο, ἀλ­λὰ τὸν βά­ζουν πά­νω στὸν λυ­χνο­στά­τη, καὶ φω­τί­ζει ἔ­τσι ὅ­λους ὅ­σους εἶ­ναι μέ­σα στὸ σπί­τι. Ἔ­τσι λοι­πὸν νὰ λάμ­πει καὶ τὸ πα­ρά­δειγ­μά σας στοὺς ἀν­θρώ­πους, γιὰ νὰ βλέ­πουν τὰ κα­λά σας ἔρ­γα καὶ νὰ δο­ξά­ζουν τὸν οὐ­ρά­νιο Πα­τέ­ρα σας.

ΠΑ­ΡΑ­ΔΕΙΓ­ΜΑ λοι­πὸν ζη­τεῖ ὁ Κύ­ριος ἀ­πό τοὺς πι­στούς Του. Τὸ πα­ρά­δειγ­μά μας ἀ­πο­δει­κνύ­ει τὸ ποι­οὶ εἴ­μα­στε. Αὐ­τὸ βλέ­πει καὶ ζη­τεῖ ὁ κό­σμος, ἐ­νῶ ἀ­πὸ λό­για ἔ­χει κου­ρα­σθεῖ. Λό­για χω­ρὶς ἀν­τί­κρι­σμα εἶ­ναι ὅ,τι χει­ρό­τε­ρο γιὰ ἕ­να Χρι­στια­νό.

Δι­ό­τι πῶς μπο­ρεῖς νὰ μι­λή­σης στὸν ἄλ­λο γιὰ τὸν Χρι­στό, ὅ­ταν ἐ­σὺ ὁ ἴ­διος δὲν ζεῖς τὴν χρι­στι­α­νι­κὴ ζω­ή; Τί νὰ πεῖς γιὰ χρι­στι­α­νι­κὴ χα­ρά, ὅ­ταν ἐ­σὺ ἀ­πελ­πί­ζε­σαι στὴν πρώ­τη σου δο­κι­μα­σί­α; Τί νὰ πεῖς γιὰ πρα­ό­τη­τα, ὅ­ταν θυ­μώ­νεις; Πῶς νὰ πεί­σεις γιὰ φι­λαν­θρω­πί­α, ὅ­ταν ἐ­σὺ ζεῖς μέ­σα στὴν πο­λυ­τέ­λεια;

Ὁ κό­σμος δὲν θέ­λει νὰ τοῦ ζω­γρα­φί­σου­με τὸν Χρι­στό, οὔ­τε τό­σο νὰ μι­λοῦ­με γι᾿ Αὐ­τὸν μὲ ὡ­ραῖ­α λό­για, ἀλ­λὰ νὰ τὸν ἐ­ξει­κο­νί­ζου­με μὲ τὴ ζω­ή μας. Οἱ πρῶ­τοι Χρι­στια­νοὶ ἄλ­λα­ξαν τὸν κό­σμο ὄ­χι τό­σο μὲ τὸν λό­γο τους, ἀλ­λὰ κυ­ρί­ως μὲ τὴ ζω­ή τους. Ἦ­ταν τό­σο φω­τει­νὸ τὸ πα­ρά­δειγ­μά τους, ὥ­στε οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες νὰ δι­α­κρί­νουν τοὺς Χρι­στια­νοὺς ἀ­πὸ τὴν ὄ­ψη τους καὶ τὴ συμ­πε­ρι­φο­ρά τους. Ἔ­βλε­παν τὴν ἀ­γά­πη τους, τὴν αὐ­το­θυ­σί­α τους, τὴν κα­θα­ρό­τη­τά τους. Ἔ­βλε­παν στὴ ζω­ἠ τους τὸ με­γα­λεῖ­ο της πί­στε­ως. Καὶ ἔ­τρε­χαν μὲ πό­θο νὰ μά­θουν ποῦ κρύ­βε­ται αὐ­τὸ τὸ με­γα­λεῖ­ο, πῶς μέ­σα σ᾿ ἕ­ναν εἰ­δω­λο­λα­τρι­κὸ καὶ ἀ­νή­θι­κο κό­σμο οἱ Χρι­στια­νοὶ ζοῦν ὡς ἐ­πί­γει­οι ἄγ­γε­λοι.

Ἔ­χου­με ἐ­μεῖς τέ­τοι­ο πα­ρά­δειγ­μα; Νὰ βλέ­πουν οἱ ἄλ­λοι στὴ ζω­ή μας τὸ φῶς τοῦ Χρι­στοῦ; Αὐ­τὸ μᾶς ζη­τεῖ ὁ Κύ­ριος. Πῶς ὅ­μως θὰ γί­νει αὐ­τό; Θὰ τὸ δοῦ­με στὴ συ­νέ­χεια.

2. Ε­ΛΑ­ΧΙ­ΣΤΕΣ ΕΝ­ΤΟ­ΛΕΣ

Μὴ νο­μί­σε­τε, συ­νέ­χι­σε ὁ Κύ­ριος, ὅ­τι ἦλ­θα γιὰ νὰ κα­ταρ­γή­σω τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Μω­ϋ­σέ­ως καὶ τὴ δι­δα­σκα­λί­α τῶν Προ­φη­τῶν. Δὲν ἦλθα γιὰ νὰ κα­ταρ­γή­σω, ἀλ­λὰ γιὰ νὰ τὰ συμ­πλη­ρώ­σω καὶ τε­λει­ο­ποι­ή­σω. Σᾶς βε­βαι­ώ­νω ὅ­τι ὅ­σο θὰ ὑ­πάρ­χει ὁ οὐ­ρα­νὸς καὶ ἡ γῆ καὶ ὁ κό­σμος αὐ­τός, δὲν πρό­κει­ται νὰ χα­θεῖ οὔ­τε ἕ­να γι­ώ­τα ἢ ἕ­να κόμ­μα, δη­λα­δὴ νὰ χά­σει τὸ κύ­ρος της ἡ πα­ρα­μι­κρὴ ἐν­το­λὴ τοῦ Θε­οῦ.

Ἑ­πο­μέ­νως, ἐ­κεῖ­νος ποὺ θὰ πα­ρα­βεῖ ἔ­στω καὶ μί­α ἀ­πὸ τὶς ἐν­το­λές μου ἐ­κεῖ­νες ποὺ θὰ τὶς θε­ω­ρή­σει πὼς εἶ­ναι μι­κρές, καὶ θὰ δι­δά­ξει τοὺς ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους νὰ τὶς πε­ρι­φρο­νοῦν, θὰ εἶ­ναι ἀ­νά­ξιος νὰ κλη­ρο­νο­μή­σει τὴ Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν. Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως ποὺ θὰ ἐ­φαρ­μό­σει ὅ­λες τὶς ἐν­το­λές μου καὶ θὰ δι­δά­ξει στοὺς ἀν­θρώ­πους νὰ τὶς ἐ­φαρ­μό­ζουν, αὐ­τὸς θὰ ἀ­να­κη­ρυ­χθεῖ με­γά­λος καὶ ἔν­δο­ξος στὴ Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν.

ΔΕΝ Υ­ΠΑΡ­ΧΟΥΝ λοι­πὸν μι­κρὲς ἐν­το­λές. Ὅ­λες εἶ­ναι ἱ­ε­ρὲς καὶ πρέ­πει νὰ τὶς ἐ­φαρ­μό­ζου­με, δι­ό­τι εἶ­ναι ἐν­το­λὲς Θε­οῦ. Θὰ πρέ­πει νὰ τὸ προ­σέ­ξου­με αὐ­τό, δι­ό­τι ἐ­δῶ κρύ­βε­ται μιὰ με­γά­λη πα­γί­δα: Νὰ ἀ­μνη­στεύ­ου­με τὸν ἑ­αυ­τό μας καὶ νὰ πε­ρι­φρο­νοῦ­με με­ρι­κὲς ἐν­το­λές, καὶ ἔ­τσι νὰ κά­νου­με ἀ­βα­ρί­ες στὴ ζω­ή μας. Δι­ό­τι ἄλ­λο εἶ­ναι νὰ πα­ρου­σι­ά­ζου­με πτώ­σεις ἀ­πὸ ἀ­δυ­να­μί­α καὶ νὰ με­τα­νο­οῦ­με γι᾿ αὐ­τές, καὶ ἄλ­λο νὰ πε­ρι­φρο­νοῦ­με κά­ποι­ες ἐν­το­λές.

Λέ­νε πολ­λοί: «Τὰ βα­σι­κὰ νὰ προ­σέ­χου­με· μὴ κοι­τᾶ­με τὶς λε­πτο­μέ­ρει­ες». Ἔ­τσι ὅ­μως ἡ μί­α ὑ­πο­χώ­ρη­ση φέρ­νει τὴν ἄλ­λη καὶ ἡ με­γά­λη πτώ­ση δὲν θὰ ἀρ­γή­σει. Δι­ό­τι ὁ δι­ά­βο­λος πα­ρου­σιά­ζει ὅ­λες τὶς ἁ­μαρ­τί­ες ὡς ἀ­σή­μαν­τες μέ­χρι νὰ τὶς δι­α­πρά­ξου­με. Στὴ συ­νέ­χεια ὁ­μως τὶς με­γε­θύ­νει, γιὰ νὰ μᾶς ὁ­δη­γή­σει στὴν ἀ­πελ­πι­σί­α.

Καμ­μί­α πε­ρι­φρό­νη­ση λοι­πὸν στὶς ἀ­λή­θει­ες τῆς πί­στε­ως. Δι­ό­τι ὁ Κύ­ριος μᾶς τὸ εἶ­πε ξε­κά­θα­ρα: Ὅ­ποι­ος ἀ­πο­τολ­μή­σει κά­τι τέ­τοι­ο, ἐ­λά­χι­στος θὰ εἶ­ναι στὴ Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν. Αὐ­τὴ ἀ­κρι­βῶς τὴν ἀ­λή­θεια ἐ­γνώ­ρι­ζαν πο­λὺ κα­λὰ οἱ ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες τῆς Δ' Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου καὶ γι᾿ αὐ­τὸ ἔ­μει­ναν ἀ­νυ­πο­χώ­ρη­τοι ἀ­πέ­ναν­τι στοὺς δι­α­στρε­βλω­τὲς τῆς πί­στε­ως αἱ­ρε­τι­κοὺς μο­νο­φυ­σί­τες. Μᾶς πα­ρέ­δω­σαν ἀ­νό­θευ­τη τὴν ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη μας καὶ μᾶς κα­λοῦν νὰ τοὺς ἀ­κο­λου­θή­σου­με: στὸ φω­τει­νό τους πα­ρά­δειγ­μα καὶ στὴν ἀ­κλό­νη­τη πί­στι τους. Καὶ ἂς μὴ λη­σμο­νοῦ­με ὅ­τι πί­στη, δόγ­μα καὶ ἠ­θι­κὴ ζω­ὴ συμ­πο­ρεύ­ον­ται ἀ­χώ­ρι­στα.

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου