Σάββατο 2 Ιουλίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

­ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(3 ΙΟΥΛΙΟΥ 2022)

 


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἀδελφοί, δι­και­ω­θέν­τες κ πί­στε­ως εἰ­ρή­νην ἔ­χο­μεν πρς τν Θε­ὸν δι­ὰ το Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, δι' ο κα τν προ­σα­γω­γὴν ἐ­σχή­κα­μεν τ πί­στει ες τν χά­ριν τα­ύ­την ν ἑ­στή­κα­μεν, κα καυ­χώ­με­θα ἐ­π' ἐλ­πί­δι τς δό­ξης το Θε­οῦ. ο μό­νον δ, ἀλ­λὰ κα καυ­χώ­με­θα ν τας θλί­ψε­σιν, εἰ­δό­τες ὅ­τι ἡ θλῖ­ψις ὑ­πο­μο­νὴν κα­τερ­γά­ζε­ται, δ ὑ­πο­μο­νὴ δο­κι­μήν, δ δο­κι­μὴ ἐλ­πί­δα, δ ἐλ­πὶς ο κα­ται­σχύ­νει, ὅ­τι ἡ ἀ­γά­πη το Θε­οῦ ἐκ­κέ­χυ­ται ἐν τας καρ­δί­αις ἡ­μῶν δι­ὰ Πνε­ύ­μα­τος ἁ­γί­ου το δο­θέν­τος ἡ­μῖν. ἔ­τι γρ Χρι­στὸς ὄν­των ἡ­μῶν ἀ­σθε­νῶν κα­τὰ και­ρὸν ὑ­πὲρ ἀ­σε­βῶν ἀ­πέ­θα­νε. μό­λις γρ ὑ­πὲρ δι­κα­ί­ου τις ἀ­πο­θα­νεῖ­ται· ὑ­πὲρ γρ το ἀ­γα­θοῦ τά­χα τις κα τολ­μᾷ ἀ­πο­θα­νεῖν. συ­νί­στη­σι δ τν ἑ­αυ­τοῦ ἀ­γά­πην ες ἡ­μᾶς ὁ Θε­ὸς, ὅ­τι ἔ­τι ἁ­μαρ­τω­λῶν ὄν­των ἡ­μῶν Χρι­στὸς ὑ­πὲρ ἡ­μῶν ἀ­πέ­θα­νε. πολ­λῷ ον μᾶλ­λον δι­και­ω­θέν­τες νν ν τ αἵ­μα­τι αὐ­τοῦ σω­θη­σό­με­θα δι' αὐ­τοῦ ἀ­πὸ τς ὀρ­γῆς. ε γρ ἐ­χθροὶ ὄν­τες κα­τηλ­λά­γη­μεν τ Θε­ῷ δι­ὰ το θα­νά­του το υἱ­οῦ αὐ­τοῦ, πολ­λῷ μᾶλ­λον κα­ταλ­λα­γέν­τες σω­θη­σό­με­θα ν τ ζω­ῇ αὐ­τοῦ.

                                                   (Ρωμ. ε΄[5] 1 – 10)

 

Ε­Ρ­Μ­Η­Ν­Ε­ΙΑ (Π.Ν.Τ­Ρ­Ε­Μ­Π­Ε­ΛΑ)

Ἀδελφοί, ἀφοῦ γίναμε δίκαιοι μέσω τῆς πίστεως, ἔχουμε εἰρήνη μὲ τὸν Θεὸ διαμέσου τῆς μεσιτείας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν πίστη μας πρὸς αὐτὸν μᾶς ἔχει ἤδη φέρει στὴν κατάσταση αὐτὴ τῆς χάριτος, στὴν ὁποία στεκόμαστε στερεά. Καὶ δὲν τρέμουμε τώρα τὴ θεία ὀργή, ἀλλά καυχόμαστε ἐλπίζοντας ὅτι θὰ ἀπολαύσουμε τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Καὶ δὲν καυχόμαστε μόνο γιὰ τὴ δόξα ποὺ ἐλπίζουμε, ἀλλά καυχόμαστε καὶ γιὰ τὶς θλίψεις  διότι γνωρίζουμε ὅτι ἡ θλίψη παράγει σιγά – σιγά ὡς μόνιμο καί τέλειο ἔργο τὴν ὑπομονή, ἡ ὑπομονὴ παράγει ἀρετὴ δοκιμασμένη καί τέλεια, καὶ ἡ δοκιμασμένη ἀρετὴ παράγει τὴν ἐλπίδα στό Θεό. Καὶ ἡ ἐλπίδα αὐτὴ δὲν ντροπιάζει καὶ δὲν διαψεύδει αὐτὸν ποὺ τὴν ἔχει, διότι ἡ ἀγάπη ποὺ ἔδειξε σέ μᾶς ὁ  Θεός, στὸν ὁποῖο ἐλπίζουμε, ἐκχύθηκε καὶ πλημμύρισε τὶς καρδιές μας μὲ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ποὺ μᾶς δόθηκε ὡς ἀρραβώνας τῆς ἐλπίδας μας. Καὶ εἶναι πραγματικὰ ἀξιοθαύμαστη καὶ μοναδική ἡ ἀγάπη ποὺ μᾶς ἔδειξε ὁ Θεός. Διότι ὅταν ἐμεῖς ἤμασταν ἀκόμη ἀσθενεῖς πνευματικά καί δέν μπορούσαμε νὰ ἐργασθοῦμε τὸ καλὸ καὶ νὰ ἀπαλλαγοῦμε μόνοι μας ἀπό τήν ὀργή, ὁ Χριστὸς στὸν κατάλληλο χρόνο πού εἶχε ὁρίσει ὁ Θεός, πέθανε γιὰ νὰ σώσει ἀνθρώπους ἀσεβεῖς. Κι αὐτὸ ἀποδεικνύει πράγματι τὴ μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ  διότι μόλις καὶ μετὰ βίας θὰ βρεθεῖ ἄνθρωπος  νά πεθάνει γιά κάποιον δίκαιο. Διότι γιὰ ἕναν καλὸ ἄνθρωπο ἴσως νὰ ἔκανε κανείς τὴν τόλμη νὰ πεθάνει. Ὁ Θεὸς ὅμως δείχνει περίτρανα τὴν ἀγάπη πού ἔχει ἀπό τὰ βάθη του γιά μᾶς, διότι ὁ Χριστὸς πέθανε γιά χάρη μας, ὅταν ἐμεῖς ἤμασταν ἀκόμη γεμάτοι ἁμαρτίες. Πολὺ περισσότερο λοιπὸν τώρα ποὺ δικαιωθήκαμε μὲ τὸ αἷμα καὶ τὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ, θὰ σωθοῦμε μέσω  αὐτοῦ ἀπό τὴ μέλλουσα ὀργή. Διότι, ἐάν συμφιλιωθήκαμε μὲ τὸν Θεὸ μὲ τὸ θάνατο τοῦ Υἱοῦ του ὅταν ἤμασταν ἐχθροί, πολὺ περισσότερο τώρα πού συμφιλιωθήκαμε θὰ σωθοῦμε διαμέσου τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν ὑπάρχει πλέον ἀνάγκη νά πεθάνει, ἀλλά ζεῖ ἔνδοξος στοὺς οὐρανοὺς ὡς μεσίτης δικός μας.

 

 ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Εἶπεν ὁ Κύριος. λύ­χνος το σώ­μα­τός ἐ­στιν ὁ ὀ­φθαλ­μός. ἐ­ὰν ον ὀ­φθαλ­μός σου ἁ­πλοῦς ᾖ, ὅ­λον τ σῶ­μά σου φω­τει­νὸν ἔ­σται· ἐ­ὰν δ ὀ­φθαλμός σου πο­νη­ρὸς , ὅ­λον τ σῶ­μά σου σκο­τει­νὸν ἔ­σται. ε ον τ φς τ ν σο σκό­τος ἐ­στί, τ σκό­τος πό­σον; Οὐ­δεὶς δύ­να­ται δυ­σὶ κυ­ρί­οις δου­λε­ύ­ειν· γρ τν ἕ­να μι­σή­σει κα τν ἕ­τε­ρον ἀ­γα­πή­σει, ἑ­νὸς ἀν­θέ­ξε­ται κα το ἑ­τέ­ρου κα­τα­φρο­νή­σει· ο δύ­να­σθε Θε­ῷ δου­λε­ύ­ειν κα μα­μω­νᾷ. Δι­ὰ τοῦ­το λέ­γω ὑ­μῖν, μ με­ρι­μνᾶ­τε τ ψυ­χῇ ὑ­μῶν τ φά­γη­τε κα τ πί­η­τε, μη­δὲ τ σώ­μα­τι ὑ­μῶν τ ἐν­δύ­ση­σθε· οὐ­χὶ ψυ­χὴ πλεῖ­όν ἐ­στιν τς τρο­φῆς κα τ σῶ­μα το ἐν­δύ­μα­τος; ἐμ­βλέ­ψα­τε ες τ πε­τει­νὰ το οὐ­ρα­νοῦ, ὅ­τι ο σπε­ί­ρου­σιν οὐ­δὲ θε­ρί­ζου­σιν οὐ­δὲ συ­νά­γου­σιν ες ἀ­πο­θή­κας, κα πα­τὴρ ὑ­μῶν ὁ οὐ­ρά­νι­ος τρέ­φει αὐ­τά· οχ ὑ­μεῖς μᾶλ­λον δι­α­φέ­ρε­τε αὐ­τῶν; τς δ ξ ὑ­μῶν με­ρι­μνῶν δύ­να­ται προ­σθεῖ­ναι ἐ­πὶ τν ἡ­λι­κί­αν αὐ­τοῦ πῆ­χυν ἕ­να; κα πε­ρὶ ἐν­δύ­μα­τος τ με­ρι­μνᾶ­τε; κα­τα­μά­θε­τε τ κρί­να το ἀ­γροῦ πς αὐ­ξά­νει· ο κο­πι­ᾷ οὐ­δὲ νή­θει· λέ­γω δ ὑ­μῖν ὅ­τι οὐ­δὲ Σο­λο­μὼν ν πά­σῃ τ δό­ξῃ αὐ­τοῦ πε­ρι­ε­βά­λε­το ς ν το­ύ­των. Ε δ τν χόρ­τον το ἀ­γροῦ, σή­με­ρον ὄν­τα κα αὔ­ρι­ον ες κλί­βα­νον βαλ­λό­με­νον, Θε­ὸς οὕ­τως ἀμ­φι­έν­νυ­σιν, ο πολ­λῷ μᾶλ­λον ὑ­μᾶς, ὀ­λι­γό­πι­στοι; μ ον με­ρι­μνή­ση­τε λέ­γον­τες, τ φά­γω­μεν τ πί­ω­μεν τ πε­ρι­βα­λώ­με­θα; πάν­τα γρ ταῦ­τα τ ἔ­θνη ἐ­πι­ζη­τεῖ· οἶ­δε γρ πα­τὴρ ὑ­μῶν ὁ οὐ­ρά­νι­ος ὅ­τι χρῄ­ζε­τε το­ύ­των ἁ­πάν­των. ζη­τεῖ­τε δ πρῶ­τον τν βα­σι­λε­ί­αν το Θε­οῦ κα τν δι­και­ο­σύ­νην αὐ­τοῦ, κα ταῦ­τα πάν­τα προ­στε­θή­σε­ται ὑ­μῖν.

                                             (Ματθ.στ΄[6] 22 – 33)

 

Η ΠΡΟ­ΝΟΙ­Α ΤΟΥ ΘΕ­ΟΥ

Ο­ΜΙ­ΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥ­ΑΓ­ΓΕ­ΛΙΟ

1. Ο ΣΚΟ­ΤΙ­ΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΟΥ

Ὅ­πως τὸ μά­τι εἶ­ναι τὸ ὄρ­γα­νο τοῦ σώ­μα­τος μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο ὁ ἄν­θρω­πος βλέ­πει καὶ ἐ­πι­κοι­νω­νεῖ μὲ τὸ πε­ρι­βάλ­λον του, ἔ­τσι καὶ ὁ νοῦς εἶ­ναι τὸ μά­τι τῆς ψυ­χῆς. Ὅ­ταν τὸ μά­τι εἶ­ναι ὑ­γι­ές, τό­τε καὶ ὅ­λο τὸ σῶ­μα κι­νεῖ­ται στὸ φῶς. Ἐ­ὰν ὅ­μως τὸ μά­τι εἶ­ναι ἄρ­ρω­στο καὶ δὲν βλέ­πει, τό­τε καὶ ὅ­λο τὸ σῶ­μα δυ­σκο­λεύ­ε­ται ζών­τας στὸ σκο­τά­δι. Τὸ ἴ­διο συμ­βαί­νει μὲ τὸ μά­τι τῆς ψυ­χῆς, μὲ τὸ νοῦ μας δη­λα­δή. Ἐ­ὰν ὁ νοῦς φω­τί­ζε­ται μὲ τὸν Νό­μο τοῦ Θε­οῦ, ὅ­λη ἡ ζω­ὴ τοῦ ἀν­θρώ­που εἶ­ναι φω­τει­νή. Ἐ­ὰν ὅ­μως ὁ νοῦς στρέ­φε­ται πρὸς τὰ ὑ­λι­κὰ καὶ ἁ­μαρ­τω­λὰ πράγ­μα­τα, τό­τε καὶ ἡ ψυ­χὴ θὰ εἶ­ναι σκο­τει­νή, θὰ μοιά­ζει μὲ τὸν ἄν­θρω­πο ἐ­κεῖ­νον ποὺ περ­πα­τᾶ μέ­σα στὸ ἀ­δι­α­πέ­ρα­στο σκο­τά­δι καὶ κιν­δυ­νεύ­ει νὰ χα­θεῖ. Ἀ­λή­θεια σὲ ποι­ὸ ἠ­θι­κὸ σκο­τά­δι βυ­θί­ζε­ται ἡ ψυ­χὴ τοῦ ἀν­θρώ­που, ὅ­ταν ὁ νοῦς του σκο­τι­σθεῖ!

ΣΚΟ­ΤΙ­ΖΕ­ΤΑΙ λοι­πὸν καὶ ὁ νοῦς μας. Καὶ αὐ­τὸ συμ­βαί­νει ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος ζεῖ μα­κριὰ ἀ­πὸ τὸν Χρι­στὸ καὶ τὸ φῶς Του, ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος γί­νει σκλά­βος στὰ πά­θη καὶ τὶς ἀ­δυ­να­μί­ες του. Τό­τε ὁ νοῦς τυ­φλώ­νε­ται, πο­ρεύ­ε­ται χω­ρὶς στό­χο καὶ σκο­πό. Κι ἀν­τὶ νὰ ζη­τεῖ τὰ οὐ­ρά­νια καὶ τὰ αἰ­ώ­νια, χά­νε­ται μέ­σα στὰ σκο­τει­νὰ καὶ μά­ται­α. Τό­τε ὁ ἄν­θρω­πος χά­νει κά­θε λο­γι­κὴ καὶ σύ­νε­ση, κά­θε δι­ά­θε­ση γιὰ με­τά­νοι­α καὶ ἐ­πι­στρο­φή. Ξε­χνᾶ τὸν Θε­ὸ καὶ τὸν οὐ­ρά­νιο προ­ο­ρι­σμό του. Καὶ ἀν­τὶ νὰ λα­τρεύ­ει τὸν Θε­ό, λα­τρεύ­ει τὰ κτί­σμα­τα. Θε­ο­ποι­εῖ τὰ ὑ­λι­κὰ ἀ­γα­θὰ καὶ τὰ πά­θη του. Καὶ ἀ­φοῦ γί­νει ἕρ­μαι­ο τῶν πα­θῶν του, δὲν ἔ­χει πλέ­ον κα­νέ­να φραγ­μό. Ὅ­λα εἶ­ναι ἱ­κα­νὸς νὰ τὰ κά­νει, νὰ ἐμ­πλα­κεῖ καὶ σὲ αἱ­ρέ­σεις καὶ δει­σι­δαι­μο­νί­ες, νὰ φθά­σει μέ­χρι καὶ τὸ ἔγ­κλη­μα.

Μα­κριὰ ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ λοι­πὸν σκο­τί­ζε­ται ὁ νοῦς μας, καὶ ἡ ψυ­χή μας ὁ­δη­γεῖ­ται στὸν πνευ­μα­τι­κὸ θά­να­το. Γι᾿ αὐ­τὸ ἂς ἀ­κο­λου­θοῦ­με στα­θε­ρὰ τὸν Κύ­ριο καὶ ὅ­σα Ἐ­κεῖ­νος μᾶς ζη­τᾶ. Αὐ­τὸ ἄλ­λω­στε το­νί­ζει καὶ ὁ Ἴ­διος στὴ συ­νέ­χεια τοῦ ἱ­ε­ροῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου.

2. ΧΩ­ΡΙΣ Α­ΓΩ­ΝΙΑ

Κα­νείς, μᾶς λέ­γει ὁ Κύ­ριος, δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἀ­νή­κει σὲ δύ­ο δι­α­φο­ρε­τι­κοὺς κυ­ρί­ους, ποὺ ζη­τοῦν ἀν­τί­θε­τα πράγ­μα­τα. Θὰ προ­τι­μή­σει τὸν ἕ­να ἀ­πὸ τοὺς δύ­ο καὶ θὰ ἀρ­νη­θεῖ τὸν ἄλ­λο. Θὰ ἀ­γα­πή­σει τὸν ἕ­να καὶ αὐ­τὸν θὰ ὑ­πη­ρε­τεῖ, ἐ­νῶ θὰ μι­σή­σει καὶ θὰ ἀ­πο­στρα­φεῖ τὸν ἄλ­λο. Αὐ­τοὶ οἱ δύ­ο κύ­ριοι εἶ­ναι ὁ Θε­ὸς καὶ ὁ πλοῦ­τος.

Γιὰ νὰ μᾶς προ­φυ­λά­ξει λοι­πὸν ὁ Κύ­ριος ἀ­πὸ τὸν κίν­δυ­νο νὰ προ­σκολ­λη­θοῦ­με στὸν πλοῦ­το, μᾶς λέ­γει: Μὴ φρον­τί­ζε­τε μὲ ἀ­γω­νί­α γιὰ τὴ ζω­ή σας. Μὴ σκέ­πτε­σθε συ­νε­χῶς τί θὰ φᾶ­τε, τί θὰ πι­εῖ­τε καὶ τί θὰ ντυ­θεῖ­τε. Ἡ ζω­ὴ ἀ­ξί­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ τὴν τρο­φή, καὶ τὸ σῶ­μα σας πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ τὰ ἐν­δύ­μα­τα. Ὁ Θε­ὸς λοι­πὸν ποὺ σᾶς ἔ­δω­σε τὰ ἀ­νώ­τε­ρα, τὴ ζω­ὴ δη­λα­δὴ καὶ τὸ σῶ­μα, θὰ σᾶς δώ­σει καὶ τὰ κα­τώ­τε­ρα, τὴν τρο­φὴ καὶ τὸ ἔν­δυ­μα. Πα­ρα­τη­ρεῖ­στε μὲ προ­σο­χὴ τὰ που­λιὰ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ. Οὔ­τε σπεί­ρουν, οὔ­τε θε­ρί­ζουν, οὔ­τε μα­ζεύ­ουν τρο­φὲς σὲ ἀ­πο­θῆ­κες γιὰ τὸν χει­μώ­να. Ὅ­μως δὲν στε­ροῦν­ται τί­πο­τε, δι­ό­τι τὰ τρέ­φει ὁ οὐ­ρά­νιος Πα­τέ­ρας σας. Ἐ­σεῖς ὅ­μως οἱ ἄν­θρω­ποι εἶ­σθε πο­λὺ ἀ­νώ­τε­ροι ἀ­πὸ τὰ που­λιά. Ἀ­φοῦ λοι­πὸν ὁ Θε­ὸς τρέ­φει τὰ που­λιά, δὲν θὰ ἐν­δι­α­φερ­θεῖ γιὰ τὴ δι­κή σας συν­τή­ρη­ση;

Ἔ­πει­τα μὴν ξε­χνᾶ­τε καὶ τοῦ­το: Ποι­ὸς ἄν­θρω­πος, ὁ­σο­δή­πο­τε κι ἂν προ­σπα­θή­σει, μπο­ρεῖ νὰ αὐ­ξή­σει τὸ ἀ­νά­στη­μά του κα­τὰ ἕ­ναν πῆ­χυ; Κα­νεὶς ἀ­πο­λύ­τως. Για­τί λοι­πὸν νὰ τυ­ραν­νεῖ­τε τὸν ἑ­αυ­τό σας μὲ ἀ­γω­νι­ώ­δεις φροντί­δες; Ἀλ­λὰ καὶ γιὰ τὰ ροῦ­χα σας για­τί νὰ δεί­χνε­τε τό­ση ἀ­γω­νί­α; Κοι­τά­ξε­τε μὲ προ­σο­χὴ καὶ δι­δα­χθεῖ­τε ἀ­πὸ τὰ ἄν­θη τοῦ ἀ­γροῦ, ποὺ φυ­τρώ­νουν μό­να τους καὶ με­γα­λώ­νουν χω­ρὶς νὰ κο­πιά­ζουν ἢ νὰ γνέ­θουν. Καὶ ὅ­μως, σᾶς βε­βαι­ώ­νω πὼς οὔ­τε ὁ πάμ­πλου­τος βα­σι­λιὰς Σο­λο­μὼν δὲν φό­ρε­σε τό­σο ὄ­μορ­φο ἔν­δυ­μα, σὰν αὐ­τὸ ποὺ ἔ­χει κι ἕ­να μό­νο ἀ­γρι­ο­λού­λου­δο. Ἐ­ὰν λοι­πὸν ὁ Θε­ὸς αὐ­τὰ τὰ ἀ­γρι­ο­λού­λου­δα, τὰ ὁ­ποῖ­α σή­με­ρα ὑ­πάρ­χουν καὶ αὔ­ριο ρί­χνον­ται στὴ φω­τιά, τὰ ντύ­νει μὲ τό­ση λαμ­πρό­τη­τα, δὲν θὰ δώ­σει σὲ σᾶς, ὀ­λι­γό­πι­στοι, τὸ ἔν­δυ­μα ποὺ σᾶς χρει­ά­ζε­ται ;

Μὴν ἀ­γω­νιᾶ­τε λοι­πὸν ἀρ­ρω­στη­μέ­να γιὰ τὴ ζω­ὴ καὶ τὴ συν­τή­ρη­σή σας. Μὴ λέ­τε τί θὰ φᾶ­με, τί θὰ πι­οῦ­με καὶ τί θὰ φο­ρέ­σου­με. Μό­νον οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες, ποὺ δὲν πι­στεύ­ουν στὴν Πρό­νοι­α τοῦ Θε­οῦ καὶ σὲ ἄλ­λη ζω­ή, τὰ ἐ­πι­δι­ώ­κουν αὐ­τὰ μὲ τέ­τοι­α ἀ­γω­νί­α καὶ προ­σκόλ­ληση. Ἐ­σεῖς ὅ­μως οἱ πι­στοί μου μὴν   ἀ­νη­συ­χεῖ­τε γι᾿ αὐ­τά. Ὁ οὐ­ρά­νιος Πα­τέ­ρας σας γνω­ρί­ζει ὅ­σα σᾶς χρει­ά­ζον­ται, καὶ θὰ σᾶς τὰ δώ­σει. Ἐ­σεῖς λοι­πὸν νὰ ἐ­πι­δι­ώ­κε­τε πρῶ­τα ἀπ᾿ ὅ­λα νὰ ἐ­πι­κρα­τή­σει ἡ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ καὶ νὰ φρον­τί­ζε­τε νὰ ἀ­πο­κτή­σε­τε τὶς ἀ­ρε­τές, καὶ ὅ­λα τὰ ἀ­πα­ραί­τη­τα ἀ­γα­θὰ θὰ σᾶς δο­θοῦν.

ΔΥ­ΣΤΥ­ΧΩΣ ὅ­μως ἀρ­κε­τοὶ ἀ­πὸ μᾶς, ἐ­νῶ γνω­ρί­ζου­με αὐ­τὴ τὴ με­γά­λη ἀ­λή­θεια, στὴν πρά­ξη κα­θη­με­ρι­νὰ τὴν ξε­χνοῦ­με. Καὶ πε­λα­γο­δρο­μοῦ­με μὲ ἀ­γω­νί­α στὰ προ­βλή­μα­τά μας: Πῶς θὰ τὰ βγά­λω πέ­ρα; Πῶς θὰ με­γα­λώ­σω τό­σα παι­διά, πῶς θὰ τὰ σπου­δά­σω, πῶς θὰ τοὺς ἐ­ξα­σφα­λί­σω τὰ ἀ­πα­ραί­τη­τα γιὰ τὴ ζω­ή τους; Πῶς θὰ τα­κτο­ποι­ή­σω τὶς οἰ­κο­νο­μι­κές μου ὑ­πο­χρε­ώ­σεις, πῶς θὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σω ἐ­κεῖ­νο τὸ πρό­βλη­μα; Καὶ ζα­λι­ζό­μα­στε μέ­σα στὸ ἄγ­χος καὶ τὴν ἀ­γω­νι­ώ­δη φρον­τί­δα μας γιὰ ὅ­λα αὐ­τά. Κά­πο­τε μά­λι­στα ἀ­πελ­πι­ζό­μα­στε μέ­σα στὶς βι­ο­τι­κές μας μέ­ρι­μνες.

Για­τί τὰ πα­θαί­νου­με ὅ­λα αὐ­τά; Δι­ό­τι ἱ­ε­ραρ­χοῦ­με μὲ λά­θος τρό­πο τὶς ἀ­ξί­ες τῆς ζω­ῆς. Βά­ζου­με πρῶ­τα τὰ ὑ­λι­κὰ ἀ­γα­θὰ καὶ ἔ­πει­τα τὰ πνευ­μα­τι­κά. Δὲν ἐμ­πι­στευ­ό­μα­στε τὴ ζω­ή μας στὸν Θε­ό. Νο­μί­ζου­με ὅ­τι μό­νοι μας θὰ κα­τα­φέ­ρου­με τὰ πάν­τα. Κά­νου­με σχέ­δια χω­ρὶς νὰ ἀ­φή­νου­με τὴ ζω­ή μας στὰ χέ­ρια τοῦ Θε­οῦ. Καὶ χρει­ά­ζε­ται κά­ποι­ες φο­ρὲς νὰ βρε­θοῦ­με μπρο­στὰ σὲ φο­βε­ρὰ ἀ­δι­έ­ξο­δα, σὲ δυ­σε­πί­λυ­τα προ­βλή­μα­τα ὑ­γεί­ας ἢ ἀ­κό­μη καὶ κον­τὰ στὸν θά­να­το, γιὰ νὰ κα­τα­λά­βου­με ὅ­τι πρῶ­τα ἀπ᾿ ὅ­λα στὴ ζω­ή μας εἶ­ναι ὁ Θε­ὸς καὶ ἡ Βα­σι­λεί­α Του.

Ἂς μά­θου­με λοι­πὸν νὰ ἐ­πι­ζη­τοῦ­με πρῶ­τα τὴ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ, δη­λα­δὴ νὰ ἐ­πι­κρα­τή­σει στὴν ψυ­χή μας τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, καὶ ὅ­λα τὰ ἄλ­λα νὰ τὰ ἐ­πι­τε­λοῦ­με χω­ρὶς ἄγ­χος καὶ ἀ­γω­νί­α. Νὰ κά­νου­με μὲ εἰ­ρή­νη ὅ,τι ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πὸ ἐ­μᾶς. Καὶ ὁ Θε­ὸς θὰ λύ­νει τὰ ἄ­λυ­τα προ­βλή­μα­τά μας, θὰ μᾶς στη­ρί­ζει, θὰ δι­ώ­χνει τὶς ἀ­γω­νί­ες μας, θὰ μᾶς εἰ­ρη­νεύ­ει καὶ θὰ μᾶς εὐ­λο­γεῖ.

     (Δ­ι­α­σ­κ­ε­υὴ ἀ­πὸ π­α­λ­α­ιὸ τ­ό­μο τ­οῦ Π­ε­ρ­ι­ο­δ­ι­κ­οῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου