Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2022

«ΠΑΡΕΔΩΣΑ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΣΟΥ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ...». ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

 



Ἐργολάβος ἦταν στὸ ἐπάγγελμα ὁ Ἀποστόλης. Ἀναλάμβανε κυρίως τὴν οἰκοδόμηση ἱερῶν Ναῶν, Μονῶν, Παρεκκλησίων. Ἄριστος τεχνίτης, ἐργατικὸς καὶ συνεπὴς στὴ δουλειά του. Εἶχε κερδίσει τὴν ἐμπιστοσύνη ὅλων, ὅσοι συνεργάζονταν μαζί του. Ἔτσι βρέθηκε ξανὰ στὸ ὄμορφο χωριό, στὰ Φιλίσσια ἔξω ἀπ᾿ τὸ Ἡράκλειο τῆς Κρήτης, χωριὸ μὲ πολλοὺς πρόσφυγες ἀπὸ τὴν Ἰωνία καὶ τὸν Πόντο. Ἄνθρωποι μὲ πίστη καὶ εὐλάβεια οἱ κάτοικοί του. Εἶχε ξανὰ ἐργασθεῖ ἐκεῖ, τὸν γνώριζαν οἱ ντόπιοι καὶ ὁ εὐλαβὴς ἱερέας τῆς ἐνορίας τὸν ἐμπιστευόταν. Αὐτὴ τὴ φορὰ θὰ ἀναπαλαίωναν τὸ καμπαναριὸ τοῦ Ναοῦ, καθὼς ἡ φθορά του ἦταν ἐμφανὴς καὶ ἐπικίνδυνη. Τὴν ἐργασία αὐτὴ τὴν ἀνέλαβε μὲ πολλὴ ὄρεξη ὁ Ἀποστόλης.

Μὲ χαρὰ ξεκινοῦσε κάθε πρωὶ γιὰ τὴν ἐργασία του. Ἔμπαινε πρῶτα στὴν ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ, ἄναβε τὸ κερί του, προσευχόταν νὰ εὐλογήσει ὁ Θεὸς τὴν ἐργασία του, τοὺς συνεργάτες του, τὴν οἰκογένειά του καὶ ἔπειτα συνέχιζε τὸν δρόμο του.

-Ὅ,τι φτιάχνεις γιὰ τὸν Θεό, σὲ γεμίζει, σοῦ δίνει μιὰ χαρὰ ἀλλιώτικη καὶ πρέπει νὰ τὸ κάνεις τέλειο καὶ μὲ τὴν καρδιά σου, συμβούλευε συχνὰ τὰ μαστόρια, τοὺς βοηθούς του.

Ἕνα πρωινὸ ὁ Ἀποστόλης ἦλθε στὴ δουλειά, μὰ φαινόταν ἀδιάθετος, ἄκεφος. Τὸ κατάλαβε καὶ ὁ π. Παρθένιος, ὁ Ἱερομόναχος ἐφημέριος τοῦ χωριοῦ. Ρώτησε τοὺς ἐργάτες τί ἔχει, μὰ κανεὶς δὲν ἤξερε. Τότε ὁ π. Παρθένιος, ποὺ γνώριζε ἀπὸ χρόνια τὸν Ἀποστόλη καὶ εἶχε τὸ θάρρος, τὸν πλησίασε. Τὸν πῆρε παράμερα καὶ τὸν ρώτησε:

-Τί ἔχεις, Ἀπόστολε; Τί σοῦ συμβαίνει;

-Προβλήματα, πάτερ μου, προβλήματα στὸ σπίτι, καὶ ἄρχισαν νὰ βουρκώνουν τὰ μάτια του.

-Μποροῦμε νὰ βοηθήσουμε; ρώτησε μὲ ἐνδιαφέρον ὁ π. Παρθένιος.

-Τὸ κοπέλι μου, ὁ μικρός μου ὁ Στεφανῆς ποὺ πέρασε στὴ Στρατιωτικὴ Σχολὴ στὴν Ἀθήνα, σὲ δύο μέρες ἔχει τὴν πρώτη του ἔξοδο μετὰ τὴ βασική του ἐκπαίδευση καὶ βασανίζεται νὰ βρεῖ σπίτι γιὰ νὰ μένει τὰ Σαββατοκύριακα. Δὲν βρίσκει τίποτε κι ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ πάω νὰ τὸν βοηθήσω. Ἔχω τὶς δουλειές, ἔχω τὰ ζωντανά, τὰ κήπια, δὲν προλαβαίνω. Γύρισα χθὲς τὸ μεσημέρι στὸ σπίτι· βρῆκα τὴ γυναίκα μου νὰ κλαίει καὶ τρόμαξα. Μοῦ ᾿πε τὴ δυσκολία τοῦ μικροῦ... πάω νὰ σκάσω... τί νὰ κάνω, πάτερ μου;

Τὸν ἄκουσε ὁ ἱερέας μὲ προσοχὴ καὶ μὲ καρδιά. Θαύμασε γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ τὸν πατέρα ποὺ νοιαζόταν καὶ πονοῦσε γιὰ τὸ στερνοπούλι του. Ἔφυγε καὶ μπῆκε μέσα στὸν Ναό. Στάθηκε μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς ἁγίας Μακρίνας, τῆς προστάτιδας τοῦ χωριοῦ τους, τῆς Ἁγίας στὴν ὁποία ὅλοι οἱ πρόσφυγες κατέφευγαν σὲ κάθε ἀνάγκη τους. Ἔκανε θερμὴ προσευχὴ γιὰ τὸν Ἀποστόλη καὶ τὸν μικρὸ γιό του. Ἔπειτα βγῆκε στὸ προαύλιο τοΰ Ναοῦ, πλησίασε ξανὰ τὸν Ἀποστόλη καὶ μὲ πίστη ποὺ φανερωνόταν στὰ μάτια καὶ στὰ λόγια του εἶπε:

-Ἀπόστολε, ἐγὼ παρέδωσα τὸ παιδὶ στὴν Ἁγία. Θὰ τὸ τακτοποιήσει ἐκείνη. Θὰ τὸ δεῖς, τοῦ εἶπε, σφίγγοντάς του τὸ μπράτσο.

-Ἀμήν, πάτερ μου, σιγομουρούρισε ἐκεῖνος καὶ ἀλαφρωμένος λίγο συνέχισε τὴ δουλειά του.

Εἶχε μεσημεριάσει γιὰ τὰ καλά. Ὁ ἥλιος καὶ ἡ ζέστη δὲν ἄφηναν ἄλλο τὸ συνεργεῖο νὰ δουλέψει. Μάζεψαν τὰ ἐργαλεῖα τους καὶ μπῆκαν στὰ αὐτοκίνητα νὰ φύγουν.

-Αὔριο πάλι, νά ᾿μαστε καλά, ἔλεγαν μεταξύ τους οἱ ἐργάτες.

Ἔφθασε καὶ ὁ Ἀποστόλης στὸ σπίτι του. Πρὶν προλάβει νὰ μπεῖ μὲ τὸ ἁμάξι στὴν αὐλή του, βλέπει τὴ γυναίκα του νὰ τρέχει κατὰ πάνω του ἀλαφιασμένη.

-Ἀποστόλη μου, Ἀποστόλη... μόλις κλείσαμε τὸ τηλέφωνο μὲ τὸν Στεφανή. Ὁ γιός μας βρῆκε σπίτι στὴν Ἀθήνα.

-Τί ἔγινε; Πῶς ἔγινε αὐτό, γυναίκα;

-Δὲν κατάλαβα καὶ ᾿γώ καλά, ἄνδρα μου. Ἕνας τεταρτοετὴς φοιτητής, ἕνα καλὸ παιδί, τὸ εἶδε τὸ κοπέλι μας στενοχωρημένο πολύ. Τὸν ρώτησε τί τοῦ συμβαίνει. Καὶ κεῖνος χωρὶς νὰ φοβᾶται, τοῦ ᾿πε τὴ δυσκολία του. Τότε τὸ παλληκάρι, νὰ τό ᾿χει ὁ Θεὸς καλά, τοῦ πρότεινε νὰ πάει σὲ μιὰ ἑστία Φοιτητῶν, σ᾿ ἕνα Οἰκοτροφεῖο τοῦ «Μεγάλου Βασιλείου», ἂν ἄκουσα καλά· ἐκεῖ ζοῦν κι ἄλλοι φοιτητές, παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, σὰν τὸν Στεφανή μας, καὶ κεῖνος μὲ χαρὰ τὸ δέχθηκε. Μάλιστα θὰ πᾶνε τὴν Παρασκευὴ μαζί.

Τ᾿ ἄκουγε ὁ Ἀποστόλης καὶ στὰ μάτια του κυλοῦσαν δάκρυα. Θυμήθηκε τὰ λόγια τοῦ π. Παρθενίου: «Παρέδωσα τὸ παιδί σου στὴν ἁγία Μακρίνα· θὰ τὸ βολέψει ἐκείνη». Κι ἐκείνη πράγματι τὸ τακτοποίησε στὸ σπίτι τοῦ ἀδελφοῦ της, τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.

Σταυροκοπήθηκε ὁ Ἀποστόλης, κοίταξε τὸν οὐρανὸ καὶ τὸ μόνο ποὺ μπόρεσε νὰ πεῖ ἦταν: «Σ᾿ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, καὶ σένα, ἁγία μου Μακρίνα!»

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «Ο ΣΩΤΗΡ», Ἀριθ. 2256, 1 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2022, σελ. 23–24

  

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου