Σάββατο 4 Ιουνίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (Α΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (Α΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ)

(5 ΙΟΥΝΙΟΥ 2022)


 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἐν ταῖς ἡ­μέ­ραις ἐ­κεί­ναις, ἔ­κρι­νε ὁ Παῦ­λος πα­ρα­πλεῦ­σαι τὴν ῎Ε­φε­σον, ὅ­πως μὴ γέ­νη­ται αὐ­τῷ χρο­νο­τρι­βῆ­σαι ἐν τῇ ᾿Α­σί­ᾳ· ἔ­σπευ­δε γάρ, εἰ δυ­να­τὸν ἦν αὐ­τῷ, τὴν ἡ­μέ­ραν τῆς πεν­τη­κο­στῆς γε­νέ­σθαι εἰς ῾Ι­ε­ρο­σό­λυ­μα. ᾿Α­πὸ δὲ τῆς Μι­λή­του πέμ­ψας εἰς ῎Ε­φε­σον με­τε­κα­λέ­σα­το τοὺς πρε­σβυ­τέ­ρους τῆς ἐκ­κλη­σί­ας. Ὡς δὲ πα­ρε­γέ­νον­το πρὸς αὐ­τόν, εἶ­πεν αὐ­τοῖς·  Προ­σέ­χε­τε οὖν ἑ­αυ­τοῖς καὶ παν­τὶ τῷ ποι­μνί­ῳ ἐν ᾧ ὑ­μᾶς τὸ Πνεῦ­μα τὸ ῞Α­γι­ον ἔ­θε­το ἐ­πι­σκό­πους, ποι­μα­ί­νειν τὴν ἐκ­κλη­σί­αν τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ Θε­οῦ, ἣν πε­ρι­ε­ποι­ή­σα­το δι­ὰ τοῦ ἰ­δί­ου αἵ­μα­τος. Ἐ­γὼ γὰρ οἶ­δα τοῦ­το, ὅ­τι εἰ­σε­λε­ύ­σον­ται με­τὰ τὴν ἄ­φι­ξίν μου λύ­κοι βα­ρεῖς εἰς ὑ­μᾶς μὴ φει­δό­με­νοι τοῦ ποι­μνί­ου· καὶ ἐξ ὑ­μῶν αὐ­τῶν ἀ­να­στή­σον­ται ἄν­δρες λα­λοῦν­τες δι­ε­στραμ­μέ­να τοῦ ἀ­πο­σπᾶν τοὺς μα­θη­τὰς ὀ­πί­σω αὐ­τῶν. Δι­ὸ γρη­γο­ρεῖ­τε, μνη­μο­νεύ­ον­τες ὅ­τι τρι­ε­τί­αν νύ­κτα καὶ ἡ­μέ­ραν οὐκ ἐ­παυ­σά­μην με­τὰ δα­κρύ­ων νου­θε­τῶν ἕ­να ἕ­κα­στον. Καὶ τὰ νῦν πα­ρα­τί­θε­μαι ὑ­μᾶς, ἀ­δελ­φοί, τῷ Θε­ῷ καὶ τῷ λό­γῳ τῆς χά­ρι­τος αὐ­τοῦ τῷ δυ­να­μέ­νῳ ἐ­ποι­κο­δο­μῆ­σαι καὶ δοῦ­ναι ὑ­μῖν κλη­ρο­νο­μί­αν ἐν τοῖς ἡ­γι­α­σμέ­νοις πᾶ­σιν. Ἀρ­γυ­ρί­ου ἢ χρυ­σί­ου ἢ ἱ­μα­τι­σμοῦ οὐ­δε­νὸς ἐ­πε­θύ­μη­σα· αὐ­τοὶ γι­νώ­σκε­τε ὅ­τι ταῖς χρε­ί­αις μου καὶ τοῖς οὖ­σι μετ᾿ ἐ­μοῦ ὑ­πη­ρέ­τη­σαν αἱ χεῖ­ρες αὗ­ται. πάν­τα ὑ­πέ­δει­ξα ὑ­μῖν ὅ­τι οὕ­τω κο­πι­ῶν­τας δεῖ ἀν­τι­λαμ­βά­νε­σθαι τῶν ἀ­σθε­νο­ύν­των, μνη­μο­νε­ύ­ειν τε τῶν λό­γων τοῦ Κυ­ρί­ου ᾿Ι­η­σοῦ, ὅ­τι αὐ­τὸς εἶ­πε· μα­κά­ρι­όν ἐ­στι μᾶλ­λον δι­δό­ναι ἢ λαμ­βά­νειν. Καὶ ταῦ­τα εἰ­πών, θεὶς τὰ γό­να­τα αὐ­τοῦ σὺν πᾶ­σιν αὐ­τοῖς προ­σηύ­ξα­το.

                          (Πράξ. Ἀποστ. κ΄[20] 16-18, 28-36)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

     Ἐκεῖνο τόν καιρό ὁ Παῦλος ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ πα­ρα­κάμ­ψει μὲ τὸ πλοῖ­ο τήν Ἔ­φε­σο καὶ νὰ μὴν ἀ­πο­βι­βα­σθεῖ σ' αὐ­τήν, γιὰ νὰ μὴν το­ῦ συμ­βεῖ ν' ἀρ­γο­πο­ρή­σει στὴν Ἀ­σί­α. Δι­ό­τι βι­α­ζό­ταν νὰ εἶ­ναι στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, ἐ­ὰν τοῦ ἦ­ταν δυ­να­τό, τὴν ἡμέρα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς. Ἀ­πὸ τὴ Μί­λη­το λοι­πὸν ἔ­στει­λε ἀν­θρώ­πους στὴν Ἔφεσο καὶ κά­λε­σε τοὺς πρε­σβυ­τέ­ρους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας νὰ ἔλ­θουν νὰ τὸν συ­ναντή­σουν. Κι ὅ­ταν ἦλ­θαν κον­τά του, τοὺς εἶ­πε:

Ἐ­σεῖς γνω­ρί­ζε­τε κα­λὰ πῶς συμ­πε­ρι­φέρ­θη­κα ἀ­πέ­ναν­τί σας ὅ­λο τὸ χρο­νι­κὸ δι­ά­στη­μα τῆς ἐ­δῶ πα­ρα­μο­νῆς μου ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη μέ­ρα πού πά­τη­σα τὸ πό­δι μου στὴν Ἀ­σί­α. Προ­σέ­χε­τε λοι­πὸν τὸν ἑ­αυ­τό σας, πῶς θὰ συμπερι­φέ­ρε­σθε καὶ τί θὰ δι­δά­σκε­τε. Προ­σέ­χε­τε καὶ ὅ­λο τὸ πνευ­μα­τι­κό σας ποί­μνιο, στὸ ὁ­ποῖ­ο τὸ Ἅ­γιον Πνεῦμα σᾶς το­πο­θέ­τη­σε ἐ­πι­σκό­πους γιὰ νὰ ποι­μαί­νε­τε τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θε­οῦ, τὴν ὁποία ὁ Κύ­ριος ἔ­σω­σε καὶ κατέστησε κτῆ­μα του μὲ τὸ δι­κό του αἷ­μα. Προ­σέ­χε­τε, δι­ό­τι ἐγώ τὸ γνω­ρί­ζω, με­τὰ τὴν ἀ­ναχώρησή μου θὰ εἰ­σβά­λουν ἀ­νά­με­σά σας ψευδοδιδάσκαλοι καὶ πλά­νοι σὰν ἄ­γριοι καὶ σκλη­ροὶ λύ­κοι πού θά δι­αρ­πά­ζουν ἀ­λύ­πη­τα τὸ ποί­μνιο βλά­πτον­τας καὶ ἀφανίζοντας τὶς ψυ­χὲς τῶν λο­γι­κῶν προ­βά­των. Ἀ­κό­μη κι ἀ­πό σᾶς τοὺς ἴ­διους θὰ ἐμ­φα­νι­στοῦν ἄνθρω­ποι πού θὰ δι­δά­σκουν δι­δα­σκα­λί­ες οἱ ὁ­ποῖ­ες θὰ δι­α­στρέ­φουν τὴν ἀ­λή­θεια, γιὰ νὰ ἀ­πο­σποῦν τοὺς μα­θη­τὲς ἀ­πὸ τὸν εὐ­θὺ δρό­μο τῆς ἀ­λή­θειας, νὰ τοὺς πα­ρα­σύ­ρουν πί­σω τους καὶ νὰ τοὺς κά­νουν ὀ­πα­δούς τους. Γι' αὐ­τὸ νὰ προ­σέ­χε­τε καὶ νὰ εἶ­στε ἄ­γρυ­πνοι, ἔ­χον­τας ὡς πα­ρά­δειγ­μα ἐ­μέ­να· καὶ νὰ θυ­μᾶ­στε ὅ­τι γιὰ μιὰ τρι­ε­τί­α συ­νε­χῶς νύ­χτα καὶ μέ­ρα δὲν στα­μά­τη­σα νὰ νου­θε­τῶ μὲ δά­κρυ­α τὸν κα­θέ­να σας ξε­χω­ρι­στά. Καὶ τώ­ρα σᾶς ἐμ­πι­στεύ­ο­μαι, ἀ­δελ­φοί, στὸ Θε­ὸ καὶ στὸ λό­γο πού ἡ χά­ρη Του μᾶς ἀ­πο­κά­λυ­ψε. Αὐ­τὸς ὁ λό­γος του θὰ σᾶς προ­φυ­λά­ξει ἀ­πὸ κά­θε πλά­νη καὶ δι­α­στρο­φή. Σᾶς ἐμ­πι­στεύ­ο­μαι στὸ Θε­ό, ὁ ὁποῖος μπο­ρεῖ νὰ συ­νε­χί­σει τὴν οἰ­κο­δο­μή σας καὶ νὰ σᾶς δώ­σει κλη­ρο­νο­μιὰ τὸν οὐ­ρα­νὸ μα­ζὶ μὲ ὅ­λους αὐ­τοὺς πού προ­ό­δευ­σαν στὸν ἁ­για­σμὸ πού τοὺς χά­ρι­σε ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός. Ἀ­σή­μι ἢ χρυ­σά­φι ἢ ρου­χι­σμό, τί­πο­τε ἀ­πὸ αὐ­τὰ δὲν ἐ­πι­θύ­μη­σα. ­Ἐ­σεῖς οἱ ἴδιοι γνω­ρί­ζε­τε ὅ­τι γιὰ τὶς ἀ­νάγ­κες τὶς δι­κές μου καὶ γιὰ τὶς ἀ­νάγ­κες ἐ­κεί­νων πού ἦ­ταν μα­ζί μου ὑ­πη­ρέ­τη­σαν τὰ ρο­ζι­α­σμέ­να αὐ­τὰ χέ­ρια. Μὲ κά­θε τρό­πο σᾶς ἔ­δω­σα τὸ πα­ρά­δειγ­μα ὅ­τι πρέ­πει νὰ ἐρ­γά­ζε­σθε ἔ­τσι σκλη­ρὰ γιὰ νὰ προ­λα­βαί­νε­τε κά­θε σκαν­δα­λι­σμὸ τῶν ἀ­δύ­να­μων ἀ­δελ­φῶν, καὶ νὰ τοὺς βο­η­θᾶ­τε νὰ γί­νουν δυ­να­τοὶ πνευ­μα­τι­κά. Ἀλλά καὶ νὰ θυ­μᾶστε τὰ λό­για τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰησοῦ, πού εἶ­χε πεῖ: Εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρο νὰ δί­νει κα­νεὶς πα­ρὰ νὰ παίρ­νει, ἀ­κό­μη καὶ ὅ­ταν δι­και­οῦ­ται νὰ πά­ρει. Αὐ­τὸ κα­θι­στᾶ τὸν ἄν­θρω­πο πε­ρισ­σό­τε­ρο εὐ­τυ­χῆ.  Κι ἀφοῦ τὰ εἶ­πε αὐ­τά, γο­νά­τι­σε καὶ προ­σευ­χή­θη­κε μα­ζὶ μὲ ὅ­λους αὐ­τούς.

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

            Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἐ­πά­ρας ὁ ᾿Ι­η­σοῦς τοὺς ὀ­φθαλ­μοὺς αὐ­τοῦ εἰς τὸν οὐ­ρα­νὸν εἶ­πε· Πάτερ, ἐ­λή­λυ­θεν ἡ ὥ­ρα· δό­ξα­σόν σου τὸν Υἱ­όν, ἵ­να καὶ ὁ Υἱ­ός σου δο­ξά­σῃ σε, κα­θὼς ἔ­δω­κας αὐ­τῷ ἐ­ξου­σί­αν πά­σης σαρ­κός, ἵ­να πᾶν ὃ δέ­δω­κας αὐ­τῷ δώ­σῃ αὐ­τοῖς ζω­ὴν αἰ­ώ­νι­ον. Αὕ­τη δέ ἐ­στιν ἡ αἰ­ώ­νι­ος ζωή, ἵ­να γι­νώ­σκω­σί σε τὸν μό­νον ἀ­λη­θι­νὸν Θε­ὸν καὶ ὃν ἀ­πέ­στει­λας ᾿Ι­η­σοῦν Χρι­στόν. Ἐ­γώ σε ἐ­δό­ξα­σα ἐ­πί τῆς γῆς· τὸ ἔρ­γον ἐ­τε­λε­ί­ω­σα, ὃ δέ­δω­κάς μοι ἵ­να ποι­ή­σω· καὶ νῦν δό­ξα­σόν με σύ, Πάτερ, πα­ρὰ σε­αυ­τῷ τῇ δό­ξη ᾗ εἶ­χον πρὸ τοῦ τὸν κό­σμον εἶ­ναι, πα­ρὰ σοί. ᾿Ε­φα­νέ­ρω­σά σου τὸ ὄ­νο­μα τοῖς ἀν­θρώ­ποις οὓς δέ­δω­κάς μοι ἐκ τοῦ κό­σμου· σοὶ ἦ­σαν καὶ ἐ­μοὶ αὐ­τοὺς δέ­δω­κας, καὶ τὸν λό­γον σου τε­τη­ρή­κα­σι. Νῦν ἔ­γνω­καν ὅ­τι πάν­τα ὅ­σα δέ­δω­κάς μοι πα­ρὰ σοῦ ἐ­στιν· ὅ­τι τὰ ῥή­μα­τα ἃ δέ­δω­κάς μοι δέ­δω­κα αὐ­τοῖς, καὶ αὐ­τοὶ ἔ­λα­βον, καὶ ἔ­γνω­σαν ἀ­λη­θῶς ὅ­τι πα­ρὰ σοῦ ἐ­ξῆλ­θον, καὶ ἐ­πί­στευ­σαν ὅ­τι σύ με ἀ­πέ­στει­λας. ᾿Ε­γὼ πε­ρὶ αὐ­τῶν ἐ­ρω­τῶ· οὐ πε­ρί τοῦ κό­σμου ἐ­ρω­τῶ, ἀλ­λὰ πε­ρὶ ὧν δέ­δω­κάς μοι, ὅ­τι σοί εἰ­σι. Καὶ τὰ ἐ­μὰ πάν­τα σά ἐ­στι καὶ τὰ σὰ ἐ­μά, καὶ δε­δό­ξα­σμαι ἐν αὐ­τοῖς. Καὶ οὐκέ­τι εἰ­μὶ ἐν τῷ κό­σμῳ, καὶ οὗ­τοι ἐν τῷ κό­σμῳ εἰ­σί, καὶ ἐ­γὼ πρὸς σὲ ἔρ­χο­μαι. Πάτερ ἅ­γι­ε, τή­ρη­σον αὐ­τοὺς ἐν τῷ ὀ­νό­μα­τί σου ᾧ δέ­δω­κάς μοι, ἵ­να ὦ­σιν ἓν κα­θὼς ἡ­μεῖς. Ὅ­τε ἤ­μην μετ᾿ αὐ­τῶν ἐν τῷ κό­σμῳ, ἐ­γὼ ἐ­τή­ρουν αὐ­τοὺς ἐν τῷ ὀ­νό­μα­τί σου· οὓς δέ­δω­κάς μοι ἐ­φύ­λα­ξα, καὶ οὐ­δεὶς ἐξ αὐ­τῶν ἀ­πώ­λε­το, εἰ μὴ ὁ υἱ­ὸς τῆς ἀ­πω­λε­ί­ας, ἵ­να ἡ Γρα­φὴ πλη­ρω­θῇ. Νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρ­χο­μαι, καὶ ταῦ­τα λα­λῶ ἐν τῷ κό­σμῳ, ἵ­να ἔ­χω­σι τὴν χα­ρὰν τὴν ἐ­μὴν πε­πλη­ρω­μέ­νην ἐν αὐ­τοῖς.

                           (Ἰωάν. ιζ΄ [17] 1 – 13)

 

ΑΡ­ΧΙ­Ε­ΡΑ­ΤΙ­ΚΗ ΠΡΟ­ΣΕΥ­ΧΗ

Ο­ΜΙ­ΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥ­ΑΓ­ΓΕ­ΛΙΟ

Ἡ ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α τι­μᾶ σή­με­ρα τοὺς ἱ­ε­ροὺς Πα­τέ­ρες τῆς Α΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου, τοὺς με­γά­λους αὐ­τοὺς ἥ­ρω­ες τῆς πί­στε­ως, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀν­τι­στά­θη­καν στὴν φο­βε­ρὴ αἵ­ρε­ση τοῦ Ἀ­ρει­α­νι­σμοῦ. Πολ­λοὶ μά­λι­στα ἀ­πὸ αὐ­τοὺς εἶ­χαν ἐ­πά­νω τους νω­πὲς ἀ­κό­μη τὶς πλη­γὲς τῶν μαρ­τυ­ρί­ων τους ἀ­πὸ τοὺς τε­λευ­ταί­ους δι­ωγ­μούς. Τὸ ση­με­ρι­νὸ εὐ­αγ­γέ­λιο, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­να τμῆ­μα τῆς ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κῆς προ­σευ­χῆς τοῦ Κυ­ρί­ου μας, ἔ­χει ἐ­πι­λε­γεῖ ἀ­κρι­βῶς γιὰ νὰ το­νί­σει τὸ πνευ­μα­τι­κὸ ὑ­πό­βα­θρο τοῦ ἀ­γῶ­νος τῶν Πα­τέ­ρων αὐ­τῶν γιὰ τὴν ἀ­λη­θι­νὴ πί­στη.

1. ΑΙ­Ω­ΝΙΟΣ ΖΩ­Η

Τὴ Με­γά­λη Πέμ­πτη, με­τὰ τὸν Μυ­στι­κὸ Δεῖ­πνο, ὁ Κύ­ριος ὕ­ψω­σε τὰ μά­τια Του πρὸς τὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ εἶ­πε: «Πά­τερ, ἦλ­θε πλέ­ον ἡ ὥ­ρα γιὰ τὴν σταυ­ρι­κή μου θυ­σί­α. Δό­ξα­σε τὸν Υἱ­ό Σου μ᾿ αὐ­τήν, ὥ­στε νὰ σὲ δο­ξά­σει καὶ ὁ Υἱ­ός Σου διὰ τῆς θυ­σί­ας Του, ἡ ὁ­ποί­α θὰ φέ­ρει τὴ σω­τη­ρί­α τῶν ἀν­θρώ­πων. Ἐ­σὺ ἄλ­λω­στε μοῦ ἔ­δω­σες αὐ­τὴ τὴν ἐ­ξου­σί­α πρὸς τοὺς ἀν­θρώ­πους, νὰ τοὺς προ­σφέ­ρω δη­λα­δὴ τὴν αἰ­ώ­νιο ζω­ή. Καὶ αὐ­τὴ ἡ αἰ­ώ­νιος ζω­ὴ δὲν εἶ­ναι τί­πο­τε ἄλ­λο πα­ρὰ τὸ νὰ γνω­ρί­ζουν οἱ ἄν­θρω­ποι Ἐ­σέ­να, τὸν μό­νον ἀ­λη­θι­νὸ Θε­ό, καὶ Ἐ­μέ­να, τὸν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, ποὺ Ἐ­σὺ ἀ­πέ­στει­λες στὸν κό­σμο. Ἐ­γὼ μὲ ὅ­λα ὅ­σα ἔ­κα­να Σὲ ἐ­δό­ξα­σα ἐ­πά­νω στὴ γῆ καὶ τε­λεί­ω­σα τὸ ἔρ­γο ποὺ μοῦ ἀ­νέ­θε­σες νὰ πραγ­μα­το­ποι­ή­σω. Τώ­ρα λοι­πὸν δό­ξα­σέ με, Πα­τέ­ρα μου, καὶ ὡς ἄν­θρω­πο μὲ τὴ δό­ξα τὴν ὁ­ποί­α εἶ­χα κον­τά Σου ὡς προ­αι­ώ­νιος Υἱ­ός Σου πρὶν δη­μι­ουρ­γη­θεῖ ὁ κό­σμος».

Η ΑΡ­ΧΙ­Ε­ΡΑ­ΤΙ­ΚΗ αὐ­τὴ προ­σευ­χὴ τοῦ Κυ­ρί­ου μας πε­ρι­έ­χει με­γά­λα θε­ο­λο­γι­κὰ νο­ή­μα­τα, ποὺ τὸ κα­θέ­να μπο­ρεῖ νὰ ἀ­να­λυ­θεῖ σὲ βι­βλί­α ὁ­λό­κλη­ρα. Ἐ­μεῖς ἂς ἐ­πι­μεί­νου­με ἐ­δῶ σὲ μί­α μό­νο ἀ­λή­θεια σχε­τι­κὰ μὲ τὸ πραγ­μα­τι­κὸ νό­η­μα τῆς αἰ­ω­νί­ου ζω­ῆς. Μᾶς λέ­γει λοι­πὸν ὁ Κύ­ριος ὅ­τι ἡ αἰ­ώ­νιος ζω­ὴ δὲν εἶ­ναι τί­πο­τε ἄλ­λο πα­ρὰ τὸ νὰ γνω­ρί­ζου­με οἱ ἄν­θρω­ποι δια­ρκῶς τὸν Ἅ­γιο Θε­ό· νὰ ἐμ­βα­θύ­νου­με στὸ μυ­στή­ριο τῆς ἀ­γά­πης Του, νὰ ἑ­νω­νώ­μα­στε ἀ­κα­τά­παυ­στα μα­ζί Του. Ἡ αἰ­ώ­νιος ζω­ὴ λοι­πὸν δὲν εἶ­ναι ἁ­πλῶς μί­α ζω­ὴ χω­ρὶς τέ­λος, δι­ό­τι ζω­ὴ χω­ρὶς τέ­λος θὰ εἶ­ναι καὶ ἡ κα­τά­στα­ση τῶν κο­λα­σμέ­νων οὔ­τε ἀρ­χί­ζει με­τὰ τὴν Δευ­τέ­ρα Πα­ρου­σί­α· ἀλ­λὰ ξε­κι­νᾶ ἀ­πὸ αὐ­τὴ τὴ ζω­ὴ καὶ ἀ­πο­τε­λεῖ μί­α ἀ­δι­ά­κο­πη ἐμ­πει­ρί­α καὶ γνῶ­σι το­ϋ Θε­οῦ. Εἶ­ναι μί­α κα­τά­στα­σι ὅ­που οἱ ἄν­θρω­ποι ποὺ ἀ­γα­ποῦν τὸν Θε­ὸ γνω­ρί­ζουν ὁ­λο­νὲν καὶ κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ τὸν ἀ­πέ­ραν­το ὠ­κε­α­νὸ τῆς θε­ϊ­κῆς ὡ­ραι­ό­τη­τος, ζοῦν μέ­σα σὲ δια­ρκεῖς ἀ­πο­κα­λύ­ψεις τοῦ θε­ϊ­κοῦ με­γα­λεί­ου, ἐμ­βα­θύ­νουν ὅ­λο καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο στὰ με­γά­λα καὶ φο­βε­ρὰ μυ­στή­ρια τοῦ Θε­οῦ.

Οἱ Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, ἐ­πει­δὴ εἶ­χαν τέ­τοι­ες ἐμ­πει­ρί­ες τοῦ Θε­οῦ, γνώ­ρι­ζαν τὸν Θε­ὸ ὄ­χι τό­σο μὲ θε­ω­ρη­τι­κὲς προ­σεγ­γί­σεις ἀλ­λὰ μὲ πνευ­μα­τι­κὲς ἐμ­πει­ρί­ες. Γι' αὐ­τὸ καὶ θε­ο­λο­γοῦ­σαν ὄ­χι νο­η­σι­αρ­χι­κὰ ἀλ­λὰ βι­ω­μα­τι­κά. Καὶ δι­ε­ξῆ­γαν σκλη­ροὺς ἀ­γῶ­νες ἐ­ναν­τί­ον τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν, τῶν με­γα­λυ­τέ­ρων ἐ­χθρῶν τῆς πί­στε­ώς μας, οἱ ὁ­ποῖ­οι, ἐ­πει­δὴ ἀ­κρι­βῶς δὲν εἶ­χαν ἐμ­πει­ρί­ες ζω­ῆς αἰ­ω­νί­ου, δι­ε­στρέ­βλω­ναν τὴν ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη. Ἀ­πέ­ναν­τι σ᾿ αὐ­τοὺς οἱ ἱ­ε­ροὶ Πα­τέ­ρες πα­ρέ­με­ναν ἀ­νυ­πο­χώ­ρη­τοι, δι­ό­τι κα­τα­λά­βαι­ναν ὅ­τι ὅ­ταν χά­σει κα­νεὶς τὴν ἀ­λη­θι­νὴ πί­στη, χά­νει καὶ τὴν ἐμ­πει­ρί­α τῆς αἰ­ω­νί­ου ζω­ῆς. Καὶ δὲν μπο­ρεῖ πλέ­ον νὰ γνω­ρί­ζει τὶς τε­λει­ό­τη­τες τοῦ Θε­οῦ, γιὰ τὶς ὁ­ποῖ­ες ὁ­μι­λεῖ ὁ Κύ­ριος στὴν συ­νέ­χεια.

2. Α­ΛΗ­ΘΙ­ΝΟΣ ΘΕ­ΟΣ

Ὁ Κύ­ριος συ­νέ­χι­σε τὴ με­γα­λει­ώ­δη αὐ­τὴ προ­σευ­χή Του λέ­γον­τας: «Πα­τέ­ρα μου, ἐ­φα­νέ­ρω­σα τὸ ὄ­νο­μά Σου στοὺς ἀν­θρώ­πους, ἀ­πε­κά­λυ­ψα τὶς ἄ­πει­ρες τε­λει­ό­τη­τές Σου σ᾿ αὐ­τοὺς ποὺ μοῦ χά­ρι­σες, ἀ­φοῦ τοὺς ἀ­πέ­σπα­σες ἀ­πὸ τὸν κό­σμο τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Δι­κοί Σου ἦ­ταν αὐ­τοί, δι­ό­τι εἶ­χαν κα­λὴ δι­ά­θε­ση, καὶ τοὺς ἔ­δω­σες σὲ μέ­να καὶ ἐ­τή­ρη­σαν τὸν λό­γο Σου, τὸν ὁ­ποῖ­ο μὲ τὴ δι­δα­σκα­λί­α μου τοὺς ἐ­φα­νέ­ρω­σα. Τώ­ρα ἔ­μα­θαν κα­λύ­τε­ρα ὅ­τι ἡ δι­δα­σκα­λί­α μου καὶ τὰ ἔρ­γα μου, τὰ πάν­τα προ­έρ­χον­ται ἀ­πὸ Σέ­να. Ὅ­λα αὐ­τὰ τοὺς τὰ ἐ­χά­ρι­σα καὶ αὐ­τοὶ τὰ δέ­χθη­καν καὶ κα­τά­λα­βαν ὅ­τι εἶ­μαι ὁ προ­αι­ώ­νιος Υἱ­ός Σου καὶ ὅ­τι Ἐ­σὺ μὲ ἀ­πέ­στει­λες στὸν κό­σμο. Γι᾿ αὐ­τοὺς λοι­πὸν Σὲ πα­ρα­κα­λῶ τώ­ρα, ποὺ ἦ­ταν δι­κοί Σου καὶ τοὺς χά­ρι­σες σὲ μέ­να, ἀλ­λὰ ἐ­ξα­κο­λου­θοῦν νὰ εἶ­ναι δι­κοί Σου, ἀ­φοῦ ὅ­λα τὰ δι­κά μου δι­κά Σου εἶ­ναι καὶ ὅ­λα τὰ δι­κά Σου δι­κά μου. Καὶ μά­λι­στα ἔ­χω δο­ξα­σθεῖ ἀ­πὸ αὐ­τοὺς ποὺ μοῦ ἔ­δω­σες, δι­ό­τι αὐ­τοὶ ἀ­νε­γνώ­ρι­σαν τὴν θε­ό­τη­τά μου καὶ πί­στευ­σαν σὲ μέ­να.

Ἀλ­λὰ τώ­ρα ποὺ φεύ­γω σω­μα­τι­κῶς ἀ­πὸ τὸν κό­σμο καὶ ἔρ­χο­μαι κον­τά Σου, αὐ­τοὶ θὰ πα­ρα­μεί­νουν στὸν κό­σμο μέ­σα σὲ πει­ρα­σμοὺς καὶ κιν­δύ­νους. Γι᾿ αὐ­τὸ Σὲ πα­ρα­κα­λῶ, Πα­τέ­ρα μου ἅ­γι­ε, φύ­λα­ξέ τους μὲ τὴν παν­το­δύ­να­μη προ­στα­σί­α Σου, ὥ­στε νὰ πα­ρα­μέ­νουν ἑ­νω­μέ­νοι με­τα­ξύ τους τό­σο δυ­να­τὰ καὶ ἀ­δι­ά­σπα­στα, ὅ­πως εἴ­μα­στε ἑ­νω­μέ­νοι καὶ ἐ­μεῖς ποῦ ἔ­χου­με τὴν ἴ­δια οὐ­σί­α καὶ φύ­ση.

Ὅ­σον και­ρὸ ἤ­μουν μα­ζί τους στὸν κό­σμο τοὺς προ­στά­τευ­α μὲ τὴν πα­τρι­κὴ προ­στα­σί­α Σου καὶ δὲν χά­θη­κε κα­νεὶς ἀ­πὸ αὐ­τοὺς πα­ρὰ μό­νο ὁ «υἱ­ὸς τῆς ἀ­πω­λεί­ας», ὁ Ἰ­ού­δας, σύμ­φω­να μὲ τὶς προ­φη­τεῖ­ες. Τώ­ρα ὅ­μως ἔρ­χο­μαι σὲ Σέ­να καὶ Σοῦ ἀ­πευ­θύ­νω με­γα­λο­φώ­νως τὴν προ­σευ­χὴ αὐ­τή, ὥ­στε νὰ κα­τα­λά­βουν κι αὐ­τοὶ ὅ­τι Ἐ­σὺ πλέ­ον θὰ τοὺς προ­στα­τεύ­εις, καὶ νὰ εἶ­ναι ἔ­τσι γε­μά­τοι μὲ πλή­ρη καὶ τέ­λεια χα­ρά, σὰν αὐ­τὴ ποὺ αἰ­σθά­νο­μαι ἐ­γώ τώ­ρα ποὺ ἔρ­χο­μαι καὶ πά­λι κον­τά Σου. 

ΜΕ­ΓΑ­ΛΕΣ καὶ συγ­κλο­νι­στι­κὲς ἀ­λή­θει­ες μᾶς ἀ­πο­κα­λύ­πτει καὶ πά­λι ὁ Κύ­ριος. Ἰ­δι­αι­τέ­ρως ἂς ὑ­πο­γραμ­μί­σου­με τώ­ρα αὐ­τὸ ποὺ λέ­γει γιὰ τὴν ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος καὶ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας Του: Προ­σεύ­χε­ται ὁ Κύ­ριος γιὰ τοὺς πι­στούς Του «ἵ­να ὧ­σιν ἓν κα­θὼς ἡ­μεῖς». Ζη­τεῖ ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ Πα­τέ­ρα νὰ εἶ­ναι οἱ πι­στοί Του ἑ­νω­μέ­νοι με­τα­ξύ τους, ὅ­πως κι ἐ­κεῖ­νος εἶ­ναι ἀ­δι­ά­σπα­στα ἑ­νω­μέ­νος μὲ τὸν Πα­τέ­ρα Του. Ἡ ἑ­νό­τη­τα λοι­πὸν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας δὲν εἶ­ναι ἀν­θρώ­πι­νο ἔρ­γο, ἀλ­λὰ ἀ­πο­τε­λεῖ προ­έ­κτα­ση τῆς ἑ­νό­τη­τος τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος. Αὐ­τὴν ὅ­μως τὴν θε­ο­σύ­στα­τη ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας προ­σπά­θη­σαν νὰ κα­τα­λύ­σουν οἱ αἱρε­τι­κοὶ τοῦ Ἀ­ρει­α­νι­σμοῦ, ἐ­νῶ ἀν­τί­θε­τα ἀ­γω­νί­σθη­καν νὰ δι­α­φυ­λά­ξουν οἱ Πα­τέ­ρες τῆς Α΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου. Αὐ­τὴν ἀ­κρι­βῶς τὴν θε­ο­ΐ­δρυ­τη ἑ­νό­τη­τα ἔ­χου­με χρέ­ος νὰ δι­α­φυ­λάτ­του­με κι ἐ­μεῖς, τὰ μέ­λη τῆς Ὀρ­θό­δο­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας μὲ τὴ ζω­ή μας καὶ τὴν ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη μας, μὲ ἀ­γῶ­νες καὶ μὲ θυ­σί­ες. 

     (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τ­οῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου