Παρασκευή 10 Ιουνίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

(12 ΙΟΥΝΙΟΥ 2022)


 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἐν τ συμ­πλη­ροῦ­σθαι τν ἡ­μέ­ραν τς πεν­τη­κο­στῆς ἦ­σαν ἅ­παν­τες οἱ ἀπόστολοι ὁ­μο­θυ­μα­δὸν ἐ­πὶ τ αὐ­τό. κα ἐ­γέ­νε­το ἄφ­νω ἐκ το οὐ­ρα­νοῦ ἦ­χος ὥ­σπερ φε­ρο­μέ­νης πνο­ῆς βι­α­ί­ας, κα ἐ­πλή­ρω­σεν ὅ­λον τν οἶ­κον ο ἦ­σαν κα­θή­με­νοι· κα ὤ­φθη­σαν αὐ­τοῖς δι­α­με­ρι­ζό­με­ναι γλῶσ­σαι ὡ­σεὶ πυ­ρός, ἐ­κά­θι­σέ τε ἐ­φ' ἕ­να ἕ­κα­στον αὐ­τῶν, κα ἐ­πλή­σθη­σαν ἅ­παν­τες Πνε­ύ­μα­τος ἁ­γί­ου, κα ἤρ­ξαν­το λα­λεῖν ἑ­τέ­ραις γλώσ­σαις κα­θὼς τ Πνεῦ­μα ἐ­δί­δου αὐ­τοῖς ἀ­πο­φθέγ­γε­σθαι. Ἦ­σαν δ ν Ἱ­ε­ρου­σα­λὴμ κα­τοι­κοῦν­τες Ἰ­ου­δαῖ­οι, ἄν­δρες εὐ­λα­βεῖς ἀ­πὸ παν­τὸς ἔ­θνους τν ὑ­πὸ τν οὐ­ρα­νόν· γε­νο­μέ­νης δ τς φω­νῆς τα­ύ­της συ­νῆλ­θε τ πλῆ­θος κα συ­νε­χύ­θη, ὅ­τι ἤ­κου­ον ες ἕ­κα­στος τ ἰ­δί­ᾳ δι­α­λέ­κτῳ λα­λο­ύν­των αὐ­τῶν. ἐ­ξί­σταν­το δ πάν­τες κα ἐ­θα­ύ­μα­ζον λέ­γον­τες πρς ἀλ­λή­λους· Οκ ἰ­δοὺ πάν­τες οὗ­τοί εἰ­σιν ο λα­λοῦν­τες Γα­λι­λαῖ­οι; κα πς ἡ­μεῖς ἀ­κο­ύ­ο­μεν ἕ­κα­στος τ ἰ­δί­ᾳ δι­α­λέ­κτῳ ἡ­μῶν ἐν ἐ­γεν­νή­θη­μεν, Πρθοι κα Μῆ­δοι κα Ἐ­λα­μῖ­ται, κα ο κα­τοι­κοῦν­τες τν Με­σο­πο­τα­μί­αν, Ἰ­ου­δα­ί­αν τε κα Καπ­πα­δο­κί­αν, Πντον κα τν Ἀ­σί­αν, Φρυ­γί­αν τε κα Παμ­φυ­λί­αν, Αἴ­γυ­πτον κα τ μέ­ρη τς Λι­βύ­ης τς κα­τὰ Κυ­ρή­νην, κα ο ἐ­πι­δη­μοῦν­τες Ρω­μαῖ­οι, Ἰ­ου­δαῖ­οί τε κα προ­σή­λυ­τοι, Κρῆ­τες κα Ἄ­ρα­βες, ἀ­κο­ύ­ο­μεν λα­λο­ύν­των αὐ­τῶν τας ἡ­με­τέ­ραις γλώσ­σαις τ με­γα­λεῖ­α το Θε­οῦ;                  

                      (Πράξ. Ἀποστ. β΄[2]1 – 11)                                                               

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Τό πρωΐ τῆς ἡμέρας τῆς Πεντηκοστῆς (καθώς ὁλοκληρωνόταν ἡ ἡμέρα αὐτή ἡ ὁποία ἄρχισε ἀπό τό ἀπόγευμα τῆς παραμονῆς της) ὅλοι οἱ πιστοί μέ μιά καρδιά ἦταν συναγμένοι στό ἴδιο μέρος. Καί ξαφνικά, χωρίς νά τό περιμένει κανείς, ἦλθε ἀπό τόν οὐρανό μιά βοή σάν φύσημα σφοδροῦ ἀνέμου, πού κι­νεῖ­ται μὲ ὀρμή καὶ βι­αι­ό­τη­τα. Καὶ ἡ βο­ὴ αὐ­τὴ γέμισε ὅ­λο τὸ σπί­τι ὅ­που κά­θον­ταν οἱ ἀ­πό­στο­λοι καὶ ὅ­λοι οἱ μαθητές. Καὶ εἶδαν μέ τά μάτια τους νὰ δι­α­μοι­ρά­ζον­ται σ’ αὐ­τοὺς γλῶσ­σες σὰν τὶς φλό­γες τῆς φω­τιᾶς, καὶ στὸν κα­θέ­να ἀ­π' αὐ­τοὺς κά­θι­σε ἀ­πὸ μί­α γλώσ­σα. Ὅ­λοι τους τό­τε πλημ­μύ­ρι­σαν ἐ­σω­τε­ρι­κὰ μὲ Πνεῦ­μα Ἅ­γιον, κι ἄρ­χι­σαν νὰ μι­λοῦν ξέ­νες γλῶσ­σες, ὅ­πως τὸ Πνεῦ­μα τοὺς ἐ­νέ­πνε­ε καὶ τοὺς ἔ­δι­νε τὴν ἱ­κα­νό­τη­τα νὰ μι­λοῦν καὶ νὰ λέ­νε θε­ϊ­κὰ καὶ οὐ­ρά­νια λό­για καὶ δι­δα­σκα­λί­ες ὑ­ψη­λὲς καὶ θε­ό­πνευ­στες. Στὴν Ἱ­ε­ρου­σα­λὴμ ὑ­πῆρ­χαν τό­τε Ἰ­ου­δαῖ­οι ἀ­π' ὅ­λα τὰ μέ­ρη τοῦ κό­σμου καὶ ἀ­π' ὅ­λα τὰ ἔ­θνη πού βρί­σκον­ται κά­τω ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νό. Αὐ­τοὶ εἶ­χαν ἐγ­κα­τα­στα­θεῖ ἐκεῖ μό­νι­μα, ἦ­ταν εὐ­λα­βεῖς καὶ σέ­βον­ταν τὸν Θε­ό. Ὅ­ταν λοι­πὸν ἔ­γι­νε ἡ βο­ὴ αὐ­τὴ τοῦ ἀνέμου, συγ­κεν­τρώ­θη­κε πλῆ­θος ἀ­π' αὐ­τοὺς κι ὅ­λοι κυ­ρι­εύ­θη­καν ἀ­πὸ σύγ­χυ­ση καὶ κα­τά­πλη­ξη· δι­ό­τι ὁ κα­θέ­νας τους ἄ­κου­γε τοὺς μα­θη­τὲς τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ νὰ μι­λοῦν στὴ δι­κή του γλώσ­σα. Ἔ­με­ναν ὅ­λοι ἐκ­στα­τι­κοὶ καὶ μὲ θαυ­μα­σμὸ ἔ­λε­γαν ὁ ἕ­νας στὸν ἄλ­λο: Μά, ὅ­λοι αὐτοί πού μι­λοῦν δὲν εἶ­ναι Γα­λι­λαῖ­οι; Πῶς λοι­πὸν ἐμεῖς τούς ἀ­κοῦ­με ὁ κα­θέ­νας μας νὰ μι­λοῦν στὴ δι­κή μας μη­τρι­κὴ γλώσ­σα, τὴν ὁ­ποί­α μά­θα­με καὶ μι­λοῦ­με ἀ­πὸ τό­τε πού γεν­νη­θή­κα­με; Ὅ­σοι εἴ­μα­στε Πάρ­θοι καὶ Μῆ­δοι καὶ Ἐλαμίτες, κι ὅ­σοι κα­τοι­κοῦ­με στὴ Με­σο­πο­τα­μί­α καὶ στὴν Ἰ­ου­δαί­α καὶ στὴν Καπ­πα­δο­κί­α, στὸν Πόν­το καὶ στὴ Μι­κρὰ Ἀ­σί­α, στὴ Φρυ­γί­α καὶ στὴν Παμ­φυ­λί­α, στὴν Αἴ­γυ­πτο καὶ στὰ μέ­ρη τῆς Λι­βύ­ης πού εἶ­ναι κον­τὰ στὴν Κυ­ρή­νη, καὶ οἱ Ρω­μαῖ­οι πού δι­α­μέ­νου­με ἐ­δῶ, τό­σο αὐτοί πού λόγῳ τῆς κα­τα­γω­γῆς μας εἴ­μα­στε Ἰ­ου­δαῖ­οι, ὅ­σο καὶ οἱ ἐ­θνι­κοὶ πού προ­σελ­κυ­σθή­κα­με στὴν ἰ­ου­δα­ϊ­κὴ πί­στη καὶ γί­να­με προ­σή­λυ­τοι, κα­θὼς καὶ ὅ­σοι κα­τα­γό­μα­στε ἀ­πὸ τὴν Κρή­τη καὶ οἱ Ἄ­ρα­βες, ὅ­λοι ἐμεῖς πού κα­τα­γό­μα­στε ἀ­πὸ τὰ δι­ά­φο­ρα αὐ­τὰ μέ­ρη πῶς συμ­βαί­νει νὰ ἀ­κοῦ­με αὐ­τοὺς νὰ μιλοῦν καί νά δι­α­κη­ρύτ­τουν στὶς γλῶσ­σες μας τὰ μεγάλα καί θαυ­μα­στὰ ἔρ­γα τοῦ Θε­οῦ;

 

 ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῇ ἐ­σχά­τῃ ἡ­μέ­ρᾳ τ με­γά­λῃ τς ἑ­ορ­τῆς εἱ­στή­κει Ἰ­η­σοῦς κα ἔ­κρα­ξε λέ­γων· Ἐάν τις δι­ψᾷ, ἐρ­χέ­σθω πρς με κα πι­νέ­τω. πι­στε­ύ­ων ες ἐ­μέ, κα­θὼς εἶ­πεν γρα­φή, πο­τα­μοὶ κ τς κοι­λί­ας αὐ­τοῦ ῥε­ύ­σου­σιν ὕ­δα­τος ζῶν­τος. τοῦ­το δ εἶ­πε πε­ρὶ το Πνε­ύ­μα­τος ο ἔ­μελ­λον λαμ­βά­νειν ο πι­στε­ύ­ον­τες ες αὐ­τόν· οὔ­πω γρ ν Πνεῦ­μα Ἅ­γι­ον, ὅ­τι Ἰ­η­σοῦς οὐ­δέ­πω ἐ­δο­ξά­σθη. πολ­λοὶ ον κ το ὄ­χλου ἀ­κο­ύ­σαν­τες τν λό­γον ἔ­λε­γον· Οὗ­τός ἐ­στιν ἀ­λη­θῶς ὁ προ­φή­της· ἄλ­λοι ἔ­λε­γον· Οὗ­τός ἐ­στιν ὁ Χρι­στός· ο δ ἔ­λε­γον· Μ γρ κ τς Γα­λι­λα­ί­ας Χρι­στὸς ἔρ­χε­ται; οὐ­χὶ γρα­φὴ εἶ­πεν ὅ­τι ἐκ το σπέρ­μα­τος Δαυ­ῒδ κα ἀ­πὸ Βη­θλέ­εμ τς κώ­μης, ὅ­που ἦν Δαυ­ῒδ, Χρι­στὸς ἔρ­χε­ται; σχί­σμα ον ν τ ὄ­χλῳ ἐ­γέ­νε­το δι' αὐ­τόν. τι­νὲς δ ἤ­θε­λον ἐξ αὐ­τῶν πι­ά­σαι αὐ­τόν, ἀλ­λ' οὐ­δεὶς ἐ­πέ­βα­λεν ἐ­π' αὐ­τὸν τς χεῖ­ρας. Ἦλ­θον ον ο ὑ­πη­ρέ­ται πρς τος ἀρ­χι­ε­ρεῖς κα Φα­ρι­σα­ί­ους, κα εἶ­πον αὐ­τοῖς ἐ­κεῖ­νοι· Δι­α­τί οκ ἠ­γά­γε­τε αὐ­τόν;  ἀ­πε­κρί­θη­σαν ο ὑ­πη­ρέ­ται· Οὐ­δέ­πο­τε οὕ­τως ἐ­λά­λη­σεν ἄν­θρω­πος, ς οὗ­τος ἄν­θρω­πος. ἀ­πε­κρί­θη­σαν ον αὐ­τοῖς ο Φα­ρι­σαῖ­οι· Μ κα ὑ­μεῖς πε­πλά­νη­σθε; μ τις κ τν ἀρ­χόν­των ἐ­πί­στευ­σεν ες αὐ­τὸν κ τν Φα­ρι­σα­ί­ων; ἀλ­λ’ ὁ ὄ­χλος οὗ­τος μ γι­νώ­σκων τν νό­μον ἐ­πι­κα­τά­ρα­τοί εἰ­σι! λέ­γει Νι­κό­δη­μος πρς αὐ­το­ύς, ἐλ­θὼν νυ­κτὸς πρς αὐ­τὸν, ες ν ξ αὐ­τῶν· Μ νό­μος ἡ­μῶν κρί­νει τν ἄν­θρω­πον, ἐ­ὰν μ ἀ­κο­ύ­σῃ πα­ρ' αὐ­τοῦ πρό­τε­ρον κα γν τ ποι­εῖ; ἀ­πε­κρί­θη­σαν κα εἶ­πον αὐ­τῷ· Μ κα σ κ τς Γα­λι­λα­ί­ας ε; ἐ­ρε­ύ­νη­σον κα ἴ­δε ὅ­τι προ­φή­της κ τς Γα­λι­λα­ί­ας οκ ἐ­γή­γερ­ται. Πλιν ον αὐ­τοῖς Ἰ­η­σοῦς ἐ­λά­λη­σε λέ­γων· Ἐ­γώ εἰ­μι τ φς το κό­σμου· ἀ­κο­λου­θῶν ἐ­μοὶ ο μ πε­ρι­πα­τή­σῃ ν τ σκο­τί­ᾳ, ἀλ­λ' ἕ­ξει τ φς τς ζω­ῆς.                                        

    (Ἰωάν. ζ΄[7] 37 – 52, η΄[8] 12)

 

ΠΝΕΥ­ΜΑ­ΤΟΣ Ε­ΠΙ­ΔΗ­ΜΙΑ

Ο­ΜΙ­ΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥ­ΑΓ­ΓΕ­ΛΙΟ

Ἡ ἑ­ορ­τὴ τῆς Σκη­νο­πη­γί­ας ἦ­ταν ἡ τρί­τη με­γά­λη ἑ­ορ­τὴ τῶν Ἑ­βραί­ων με­τὰ τὸ Πά­σχα καὶ τὴν Πεν­τη­κο­στή τους καὶ ἀ­να­φε­ρό­ταν στὴν πο­ρεί­α τῶν προ­γό­νων τους ἀ­πὸ τὴν Αἴ­γυ­πτο πρὸς τὴν γῆ τῆς Ἐ­παγ­γε­λί­ας. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ἐ­πὶ ἑ­πτὰ ἡ­μέ­ρες οἱ Ἑ­βραῖ­οι ἔ­με­ναν κά­τω ἀ­πὸ σκη­νές, γιὰ νὰ θυ­μοῦν­ται τὶς τα­λαι­πω­ρί­ες ποὺ πέ­ρα­σαν οἱ πρό­γο­νοί τους στὴν ἔ­ρη­μο. Τὴν τε­λευ­ταί­α καὶ ἐ­πι­ση­μό­τε­ρη ἡ­μέ­ρα τῆς ἑ­ορ­τῆς γι­νό­ταν ἀ­να­πα­ρά­στα­ση τῆς εἰ­σό­δου στὴ γῆ τῆς Ἐ­παγ­γε­λί­ας. Οἱ ἱ­ε­ρεῖς ἔ­παιρ­ναν νε­ρὸ ἀ­πὸ τὴν κο­λυμ­βή­θρα τοῦ Σι­λω­ὰμ καὶ προ­χω­ροῦ­σαν μὲ σαλ­πί­σμα­τα καὶ πα­νη­γυ­ρι­σμοὺς πρὸς τὸν Να­ὸ ραν­τί­ζον­τας μ᾿ αὐ­τὸ τὸ νε­ρὸ τὸ Θυ­σι­α­στή­ριο καὶ τὰ πλή­θη.

1. ΠΟ­ΤΑ­ΜΙΑ Α­ΣΤΕΙ­ΡΕΥ­ΤΑ

Αὐ­τὴν λοι­πὸν τὴν τε­λευ­ταί­α ἡ­μέ­ρα τῆς ἑ­ορ­τῆς ὁ Κύ­ριος, παίρ­νον­τας ἀ­φορ­μὴ ἀ­πὸ τὶς τε­λε­τὲς τῆς ἑ­ορ­τῆς, ἄρ­χι­σε νὰ δι­δά­σκει μὲ ζω­η­ρὴ φω­νὴ τὰ πλή­θη λέ­γον­τας: «Ὅ­ποι­ος δι­ψᾶ ἂς ἔρ­χε­ται σὲ μέ­να καὶ ἂς πί­νει. Κον­τά μου θὰ ἱ­κα­νο­ποι­ή­σει ὅ­λες τὶς ἀ­να­ζη­τή­σεις τῆς ψυ­χῆς του. Ἀ­πὸ τὰ βά­θη τῆς καρ­διᾶς του θὰ ἀ­να­βλύ­σουν πο­τά­μια ὕ­δα­τος». Μ᾿ αὐ­τὰ ποὺ ἔ­λε­γε ὁ Κύ­ριος ἐν­νο­οῦ­σε τὴν Χά­ρη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ἡ ὁ­ποί­α θὰ ἐρ­χό­ταν στοὺς πι­στοὺς με­τὰ τὴν ἔν­δο­ξη Ἀ­νά­λη­ψή Του στοὺς οὐ­ρα­νούς. Δι­ό­τι ἡ πλού­σια αὐ­τὴ Χά­ρις τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος δὲν εἶ­χε δο­θεῖ ἀ­κό­μη σὲ κα­νέ­ναν ἄν­θρω­πο, ἀ­φοῦ ὁ Κύ­ριος δὲν εἶ­χε ἀ­κό­μη δο­ξα­σθεῖ μὲ τὸ Πά­θος, τὴν Ἀ­νά­στα­ση καὶ τὴν Ἀ­νά­λη­ψή Του. 

ΜΕ­ΤΑ Ο­ΜΩΣ τὴν Ἀ­νά­λη­ψη καὶ τὴν κά­θο­δο τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος κα­τὰ τὴν ἡ­μέ­ρα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς, οἱ πι­στοὶ δε­χό­μα­στε πλού­σια τὴν Χά­ρη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα τώ­ρα κα­τοι­κεῖ στὶς καρ­δι­ές μας. Καὶ τὰ πο­τά­μια ποὺ ἀ­να­βλύ­ζουν ἀ­πὸ τὰ βά­θη τῆς ψυ­χῆς μας εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς αὐ­τὴ ἡ πλού­σια Χά­ρις τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος ποὺ ἐ­νερ­γεῖ μέ­σα μας. Κά­θε τι κα­λὸ ποὺ γεν­νι­έ­ται μέ­σα μας, ἀ­πὸ τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα προ­έρ­χε­ται. Τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα μᾶς προ­τρέ­πει σὲ με­τά­νοι­α, μᾶς στη­ρί­ζει στὶς δύ­σκο­λί­ες μας, πα­ρη­γο­ρεῖ τὴ θλιμ­μέ­νη ψυ­χή μας, μᾶς ἐν­θαρ­ρύ­νει στὸν ἀ­γώ­να καὶ τὴν ἀ­γω­νί­α μας. Μᾶς ἐν­θου­σιά­ζει μὲ ἅ­γι­ες ἐ­πι­θυ­μί­ες, μᾶς με­τα­δί­δει οὐ­ρά­νια χα­ρί­σμα­τα, με­τα­μορ­φώ­νει τὴ ζω­ή μας. Μᾶς ἐμ­πνέ­ει δι­ά­θε­ση γιὰ προ­σευ­χή, μᾶς φω­τί­ζει νὰ ἐρ­γα­ζό­μα­στε ἔρ­γα ἀ­γά­πης καὶ δι­α­κο­νί­ας. Ἂς ἀ­φή­νου­με λοι­πὸν τὸν ἑ­αυ­τό μας στὴν ἁ­γι­α­στι­κὴ καὶ ζω­ο­γό­νο Χά­ρη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος καὶ θὰ αἰ­σθα­νό­μα­στε κι ἐ­μεῖς μέ­σα μας νὰ ἀ­να­βλύ­ζουν καὶ ἀ­πὸ τὴ δι­κή μας καρ­διὰ ἀ­νε­ξάν­τλη­τα πο­τά­μια θεί­ας Χά­ρι­τος.

2. Η ΕΜ­ΠΑ­ΘΕΙΑ ΤΥ­ΦΛΩ­ΝΕΙ

Τὰ λό­για του Κυ­ρί­ου ποὺ ἀ­να­φέ­ρα­με προ­η­γου­μέ­νως προ­κά­λε­σαν ἀ­να­στά­τω­ση καὶ δι­α­φο­ρε­τι­κὲς ἀν­τι­δρά­σεις στὰ πλή­θη. Ἄλ­λοι πα­ρα­δέ­χον­ταν ὅ­τι πραγ­μα­τι­κὰ αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ ἀ­να­με­νό­με­νος Μεσ­σί­ας, ὁ Χρι­στὸς. Ἄλ­λοι τὸ ἀρ­νοῦν­ταν, ἐ­πει­δὴ νό­μι­ζαν ὅ­τι ὁ Κύ­ριος εἶ­χε γεν­νη­θεῖ στὴ Να­ζα­ρὲτ τῆς Γα­λι­λαί­ας, καὶ ἔ­λε­γαν ὅ­τι ὁ Χρι­στὸς σύμ­φω­να μὲ τὶς προ­φη­τεῖ­ες ἔ­πρε­πε νὰ γεν­νη­θῆ στὴ Βη­θλε­ὲμ καὶ ὄ­χι στὴ Γα­λι­λαί­α· καὶ νὰ κα­τά­γε­ται ἀ­πὸ τὸν Δα­βίδ.

Τό­σο ἔν­το­νες ἦ­ταν οἱ δι­α­φω­νί­ες τοῦ πλή­θους, ὥ­στε με­ρι­κοὶ ἤ­θε­λαν νὰ τὸν συλ­λά­βουν. Κα­νεὶς ὅ­μως δὲν τολ­μοῦ­σε νὰ τὸ κά­νει, ἐ­πει­δὴ κά­ποι­α μυ­στι­κὴ δύ­να­μη τοὺς ἐμ­πό­δι­ζε. Οἱ Ἀρ­χι­ε­ρεῖς μά­λι­στα καὶ οἱ Φα­ρι­σαῖ­οι εἶ­χαν στεί­λει τοὺς ὑ­πη­ρέ­τες τους γιὰ νὰ συλ­λά­βουν τὸν Κύ­ριο, ἀλ­λὰ καὶ οἱ ὑ­πη­ρέ­τες αὐ­τοὶ ἐ­πέ­στρε­ψαν ἄ­πρα­κτοι. Κι ὅ­ταν τοὺς ἐ­ρώ­τη­σαν για­τί δὲν τὸν συ­νέ­λα­βαν, αὐ­τοὶ ἀ­πο­κρί­θη­καν: «Πο­τὲ κα­νεὶς ἄν­θρω­πος δὲν μί­λη­σε μὲ τό­ση δύ­να­μη καὶ σο­φί­α καὶ χά­ρη ὅ­πως αὐ­τὸς ὁ ἄν­θρω­πος». Ἀ­γα­νά­κτησαν οἱ Φα­ρι­σαῖ­οι ἀ­πὸ τὴν ἀ­πρό­σμε­νη αὐ­τὴ ἀ­πάν­τη­ση καὶ ὠρ­γι­σμέ­νοι εἶ­παν στοὺς ὑ­πη­ρέ­τες: «Μή­πως ἔ­χε­τε πλα­νη­θεῖ καὶ σεῖς; Δὲν βλέ­πε­τε; Ἐ­πί­στευ­σε σ᾿ Αὐ­τὸν κα­νεὶς ἀ­πὸ τοὺς ἄρ­χον­τες ἢ ἀ­πὸ τοὺς Φα­ρι­σαί­ους ποὺ γνω­ρί­ζουν κα­λὰ τὸν Νό­μο τοῦ Θε­οῦ; Μό­νον αὐ­τὸς ὁ ἐ­πι­πό­λαι­ος καὶ κα­τα­ρα­μέ­νος ὄ­χλος πα­ρα­σύρ­θη­κε».

Τό­τε ὅ­μως πα­ρε­νέ­βη στὴ συ­ζή­τη­ση ὁ Νι­κό­δη­μος, ποὺ ἦ­ταν μέ­λος τοῦ Συ­νε­δρί­ου, εἶ­χε δὲ πα­λαι­ό­τε­ρα ἐ­πι­σκε­φθεῖ τὸν Κύ­ριο καὶ εἶ­χε συ­νο­μι­λή­σει μα­ζί Του μέ­σα στὴ νύ­κτα. Αὐ­τὸς λοι­πὸν εἶ­πε πρὸς τὰ ἄλ­λα μέ­λη τοῦ Συ­νε­δρί­ου: «Μή­πως κά­θε δι­κα­στὴς κατα­δι­κά­ζει τὸν ἄν­θρω­πο, ἐ­ὰν προ­η­γου­μέ­νως δὲν τὸν ἀ­κού­σει καὶ δὲν μά­θει τί ἀ­ξι­ό­ποι­νο ἔ­κα­νε;» Αὐ­τοὶ ὅ­μως μό­λις τὸν ἄ­κου­σαν ἐ­ξωρ­γί­στη­καν καὶ τοῦ ἀ­πάν­τη­σαν μὲ ἐμ­πά­θεια: «Μή­πως καὶ σὺ εἶ­σαι ἀ­πὸ τὴ Γα­λιλαί­α; Ἐ­ξέ­τα­σε καὶ θὰ πει­σθεῖς ὅ­τι ἀ­πὸ τὴ Γα­λι­λαί­α ἕ­ως τώ­ρα δὲν προ­ῆλ­θε κα­νεὶς προ­φή­της». Καὶ ἔ­τσι τα­ραγ­μέ­νοι δι­έ­λυ­σαν τὴ συ­νε­δρί­α­ση καὶ ἔ­φυ­γαν στὰ σπί­τια τους.

Ὁ Κύ­ριος ὅ­μως συ­νέ­χι­σε νὰ κη­ρύτ­τει στὸν λα­ὸ λέ­γον­τας: «Ἐ­γὼ εἶ­μαι τὸ φῶς τοῦ κό­σμου. Ἐ­κεῖ­νος ποὺ μὲ ἀ­κο­λου­θεῖ δὲν θὰ περ­πα­τή­σει πο­τὲ στὸ σκο­τά­δι τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, ἀλ­λὰ θὰ ἔ­χει μέ­σα του τὸ φῶς τῆς ζω­ῆς».

ΟΙ ΦΑ­ΡΙ­ΣΑΙ­ΟΙ ὅ­μως δὲν μπό­ρε­σαν νὰ δοῦν αὐ­τὸ τὸ φῶς τῆς ζω­ῆς, δι­ό­τι τοὺς εἶ­χε τυ­φλώ­σει ἡ ἐμ­πά­θεια! Κι ὅ­ταν ὁ Νι­κό­δη­μος τοὺς ὑ­πέ­δει­ξε τὸ στοι­χει­ῶ­δες δι­καί­ω­μα κά­θε ἀν­θρώ­που νὰ ἀ­πο­λο­γεῖ­ται ἐ­νώ­πιον τῶν κα­τη­γό­ρων του, αὐ­τοὶ δὲν μπό­ρε­σαν νὰ κα­τα­λά­βουν τὸ αὐ­το­νό­η­το. Ἡ ἐμ­πά­θειά τους πρὸς τὸ πρό­σω­πο τοῦ Κυ­ρί­ου ὄ­χι μό­νο τοὺς εἶ­χε τυ­φλώ­σει, ἀλ­λὰ καὶ τοὺς εἶ­χε πα­ρα­σύ­ρει μέ­χρι τοῦ θλι­βε­ροῦ ση­μεί­ου νὰ ἐ­πι­δι­ώ­κουν τὴ σύλ­λη­ψη καὶ τὴ θα­νά­τω­σή Του.

Αὐ­τὴ ἡ τρα­γι­κὴ κα­τά­στα­ση τῆς ἐμ­πά­θειας θὰ πρέ­πει ἀ­σφα­λῶς νὰ μᾶς προ­βλη­μα­τί­σει. Δι­ό­τι κι ἐ­μεῖς κά­ποι­ες φο­ρὲς ἀν­τι­με­τω­πί­ζου­με γύ­ρω μας ἐμ­πα­θεῖς ἀν­θρώ­πους, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἐκ­φέ­ρουν κα­κό­βου­λες κρί­σεις γιὰ ἂλ­λους καὶ μά­λι­στα κά­πο­τε μὲ μί­α πει­στι­κό­τη­τα ἐκ­πλη­κτι­κή. Ἀ­πέ­ναν­τι σ᾿ αὐ­τοὺς λοι­πὸν θὰ πρέ­πει νὰ εἴ­μα­στε πο­λὺ προ­σε­κτι­κοί. Ἀ­κό­μη κι ὅ­ταν τὰ λό­για τους μᾶς φαί­νον­ται ἀ­λη­θι­νά, νὰ μὴν τὰ δε­χό­μα­στε, οὔ­τε νὰ παίρ­νου­με θέ­ση. Ἀλ­λὰ καὶ οἱ ἴ­διοι νὰ μὴν ἐκ­φέ­ρου­με ἐμ­πα­θεῖς καὶ βι­α­στι­κὲς κρί­σεις γιὰ τοὺς ἄλ­λους. Δι­ό­τι μπο­ρεῖ ἔ­τσι νὰ σπι­λώ­σου­με ὑ­πο­λή­ψεις ἀ­θώ­ων· κι ὅ­ταν ἀρ­γό­τε­ρα δι­α­πι­στώ­σου­με τὴν ἀ­θω­ό­τη­τά τους, νὰ εἶ­ναι πο­λὺ ἀρ­γά. Θὰ ἔ­χει σκορ­πί­σει ὁ ἄ­νε­μος τὰ λό­γιά μας καὶ μά­λι­στα σ᾿ ἐ­κεί­νους καὶ ἐ­κεῖ ποὺ δὲν τὸ πε­ρι­μέ­νου­με. Προ­σο­χὴ λοι­πόν. 

(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου