ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΑΓΙΟΥ
ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ
ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ
(12 ΙΟΥΝΙΟΥ 2022)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς ἦσαν ἅπαντες οἱ ἀπόστολοι ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό. καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας, καὶ ἐπλήρωσεν
ὅλον τὸν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι·
καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι
γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ' ἕνα
ἕκαστον αὐτῶν, καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος ἁγίου, καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς
τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι. Ἦσαν δὲ ἐν Ἱερουσαλὴμ
κατοικοῦντες
Ἰουδαῖοι, ἄνδρες εὐλαβεῖς ἀπὸ παντὸς ἔθνους τῶν ὑπὸ τὸν οὐρανόν· γενομένης δὲ τῆς φωνῆς ταύτης
συνῆλθε τὸ πλῆθος καὶ συνεχύθη, ὅτι ἤκουον
εἷς ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ λαλούντων
αὐτῶν. ἐξίσταντο δὲ πάντες καὶ ἐθαύμαζον λέγοντες πρὸς ἀλλήλους· Οὐκ ἰδοὺ πάντες οὗτοί εἰσιν οἱ λαλοῦντες Γαλιλαῖοι; καὶ πῶς ἡμεῖς ἀκούομεν ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ ἡμῶν ἐν ᾗ ἐγεννήθημεν, Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμῖται, καὶ οἱ κατοικοῦντες
τὴν Μεσοποταμίαν, Ἰουδαίαν τε καὶ Καππαδοκίαν,
Πόντον καὶ τὴν Ἀσίαν, Φρυγίαν τε καὶ Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύης τῆς κατὰ Κυρήνην,
καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες Ρωμαῖοι, Ἰουδαῖοί
τε
καὶ προσήλυτοι, Κρῆτες καὶ Ἄραβες, ἀκούομεν λαλούντων αὐτῶν ταῖς ἡμετέραις
γλώσσαις
τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ;
(Πράξ. Ἀποστ. β΄[2]1 – 11)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Τό
πρωΐ τῆς ἡμέρας τῆς Πεντηκοστῆς (καθώς ὁλοκληρωνόταν ἡ ἡμέρα αὐτή ἡ ὁποία
ἄρχισε ἀπό τό ἀπόγευμα τῆς παραμονῆς της) ὅλοι οἱ πιστοί μέ μιά καρδιά ἦταν
συναγμένοι στό ἴδιο μέρος. Καί ξαφνικά, χωρίς νά τό περιμένει κανείς, ἦλθε ἀπό
τόν οὐρανό μιά βοή σάν φύσημα σφοδροῦ ἀνέμου, πού κινεῖται μὲ ὀρμή καὶ βιαιότητα.
Καὶ ἡ βοὴ αὐτὴ γέμισε ὅλο τὸ σπίτι ὅπου κάθονταν οἱ ἀπόστολοι καὶ ὅλοι
οἱ μαθητές. Καὶ εἶδαν μέ τά μάτια τους νὰ διαμοιράζονται σ’ αὐτοὺς γλῶσσες
σὰν τὶς φλόγες τῆς φωτιᾶς, καὶ στὸν καθένα ἀπ' αὐτοὺς κάθισε ἀπὸ μία
γλώσσα. Ὅλοι τους τότε πλημμύρισαν ἐσωτερικὰ μὲ Πνεῦμα Ἅγιον, κι ἄρχισαν
νὰ μιλοῦν ξένες γλῶσσες, ὅπως τὸ Πνεῦμα τοὺς ἐνέπνεε καὶ τοὺς ἔδινε
τὴν ἱκανότητα νὰ μιλοῦν καὶ νὰ λένε θεϊκὰ καὶ οὐράνια λόγια καὶ διδασκαλίες
ὑψηλὲς καὶ θεόπνευστες. Στὴν Ἱερουσαλὴμ ὑπῆρχαν τότε Ἰουδαῖοι ἀπ'
ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου καὶ ἀπ' ὅλα τὰ ἔθνη πού βρίσκονται κάτω ἀπὸ
τὸν οὐρανό. Αὐτοὶ εἶχαν ἐγκατασταθεῖ ἐκεῖ μόνιμα, ἦταν εὐλαβεῖς
καὶ σέβονταν τὸν Θεό. Ὅταν λοιπὸν ἔγινε ἡ βοὴ αὐτὴ τοῦ ἀνέμου, συγκεντρώθηκε
πλῆθος ἀπ' αὐτοὺς κι ὅλοι κυριεύθηκαν ἀπὸ σύγχυση καὶ κατάπληξη·
διότι ὁ καθένας τους ἄκουγε τοὺς μαθητὲς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ μιλοῦν
στὴ δική του γλώσσα. Ἔμεναν ὅλοι ἐκστατικοὶ καὶ μὲ θαυμασμὸ ἔλεγαν
ὁ ἕνας στὸν ἄλλο: Μά, ὅλοι αὐτοί πού μιλοῦν δὲν εἶναι Γαλιλαῖοι; Πῶς
λοιπὸν ἐμεῖς τούς ἀκοῦμε ὁ καθένας μας νὰ μιλοῦν στὴ δική μας μητρικὴ
γλώσσα, τὴν ὁποία μάθαμε καὶ μιλοῦμε ἀπὸ τότε πού γεννηθήκαμε; Ὅσοι
εἴμαστε Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμίτες, κι ὅσοι κατοικοῦμε στὴ Μεσοποταμία
καὶ στὴν Ἰουδαία καὶ στὴν Καππαδοκία, στὸν Πόντο καὶ στὴ Μικρὰ Ἀσία,
στὴ Φρυγία καὶ στὴν Παμφυλία, στὴν Αἴγυπτο καὶ στὰ μέρη τῆς Λιβύης
πού εἶναι κοντὰ στὴν Κυρήνη, καὶ οἱ Ρωμαῖοι πού διαμένουμε ἐδῶ, τόσο
αὐτοί πού λόγῳ τῆς καταγωγῆς μας εἴμαστε Ἰουδαῖοι, ὅσο καὶ οἱ ἐθνικοὶ
πού προσελκυσθήκαμε στὴν ἰουδαϊκὴ πίστη καὶ γίναμε προσήλυτοι,
καθὼς καὶ ὅσοι καταγόμαστε ἀπὸ τὴν Κρήτη καὶ οἱ Ἄραβες, ὅλοι ἐμεῖς
πού καταγόμαστε ἀπὸ τὰ διάφορα αὐτὰ μέρη πῶς συμβαίνει νὰ ἀκοῦμε
αὐτοὺς νὰ μιλοῦν καί νά διακηρύττουν στὶς γλῶσσες μας τὰ μεγάλα καί θαυμαστὰ
ἔργα τοῦ Θεοῦ;
ΤΟ ΙΕΡΟ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ
τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν
ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ
ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. τοῦτο
δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες
εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς
οὐδέπω
ἐδοξάσθη. πολλοὶ οὖν ἐκ τοῦ ὄχλου ἀκούσαντες
τὸν λόγον ἔλεγον· Οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης· ἄλλοι ἔλεγον· Οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· οἱ δὲ ἔλεγον· Μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας
ὁ Χριστὸς ἔρχεται; οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν
ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυῒδ καὶ ἀπὸ Βηθλέεμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυῒδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται; σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο
δι'
αὐτόν. τινὲς δὲ ἤθελον ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν, ἀλλ' οὐδεὶς ἐπέβαλεν
ἐπ' αὐτὸν
τὰς χεῖρας. Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται
πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους,
καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· Διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν; ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος. ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι· Μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλάνησθε; μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων
ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; ἀλλ’ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί
εἰσι!
λέγει Νικόδημος πρὸς αὐτούς, ὁ ἐλθὼν νυκτὸς πρὸς αὐτὸν, εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν· Μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μὴ ἀκούσῃ παρ' αὐτοῦ
πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ; ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ·
Μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον
καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας
οὐκ ἐγήγερται. Πάλιν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε
λέγων·
Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς.
(Ἰωάν. ζ΄[7] 37 – 52, η΄[8] 12)
ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΕΠΙΔΗΜΙΑ
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Ἡ ἑορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας ἦταν ἡ τρίτη μεγάλη ἑορτὴ τῶν Ἑβραίων
μετὰ τὸ Πάσχα καὶ τὴν Πεντηκοστή τους καὶ ἀναφερόταν στὴν πορεία τῶν
προγόνων τους ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο πρὸς τὴν γῆ τῆς Ἐπαγγελίας. Γι᾿ αὐτὸ
καὶ ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρες οἱ Ἑβραῖοι ἔμεναν κάτω ἀπὸ σκηνές, γιὰ νὰ θυμοῦνται
τὶς ταλαιπωρίες ποὺ πέρασαν οἱ πρόγονοί τους στὴν ἔρημο. Τὴν τελευταία
καὶ ἐπισημότερη ἡμέρα τῆς ἑορτῆς γινόταν ἀναπαράσταση τῆς εἰσόδου
στὴ γῆ τῆς Ἐπαγγελίας. Οἱ ἱερεῖς ἔπαιρναν νερὸ ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωὰμ καὶ προχωροῦσαν μὲ σαλπίσματα καὶ
πανηγυρισμοὺς πρὸς τὸν Ναὸ ραντίζοντας μ᾿ αὐτὸ τὸ νερὸ τὸ Θυσιαστήριο
καὶ τὰ πλήθη.
1. ΠΟΤΑΜΙΑ ΑΣΤΕΙΡΕΥΤΑ
Αὐτὴν λοιπὸν τὴν τελευταία ἡμέρα τῆς ἑορτῆς ὁ Κύριος, παίρνοντας
ἀφορμὴ ἀπὸ τὶς τελετὲς τῆς ἑορτῆς, ἄρχισε νὰ διδάσκει μὲ ζωηρὴ φωνὴ
τὰ πλήθη λέγοντας: «Ὅποιος διψᾶ ἂς ἔρχεται σὲ μένα καὶ ἂς πίνει. Κοντά
μου θὰ ἱκανοποιήσει ὅλες τὶς ἀναζητήσεις τῆς ψυχῆς του. Ἀπὸ τὰ βάθη
τῆς καρδιᾶς του θὰ ἀναβλύσουν ποτάμια ὕδατος». Μ᾿ αὐτὰ ποὺ ἔλεγε ὁ
Κύριος ἐννοοῦσε τὴν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία θὰ ἐρχόταν
στοὺς πιστοὺς μετὰ τὴν ἔνδοξη Ἀνάληψή Του στοὺς οὐρανούς. Διότι ἡ
πλούσια αὐτὴ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δὲν εἶχε δοθεῖ ἀκόμη σὲ κανέναν
ἄνθρωπο, ἀφοῦ ὁ Κύριος δὲν εἶχε ἀκόμη δοξασθεῖ μὲ τὸ Πάθος, τὴν Ἀνάσταση
καὶ τὴν Ἀνάληψή Του.
ΜΕΤΑ ΟΜΩΣ τὴν Ἀνάληψη καὶ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατὰ
τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, οἱ πιστοὶ δεχόμαστε πλούσια τὴν Χάρη τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τώρα κατοικεῖ στὶς καρδιές μας. Καὶ
τὰ ποτάμια ποὺ ἀναβλύζουν ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας εἶναι ἀκριβῶς αὐτὴ
ἡ πλούσια Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ ἐνεργεῖ μέσα μας. Κάθε τι καλὸ
ποὺ γεννιέται μέσα μας, ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα προέρχεται. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα
μᾶς προτρέπει σὲ μετάνοια, μᾶς στηρίζει στὶς δύσκολίες μας, παρηγορεῖ
τὴ θλιμμένη ψυχή μας, μᾶς ἐνθαρρύνει στὸν ἀγώνα καὶ τὴν ἀγωνία μας.
Μᾶς ἐνθουσιάζει μὲ ἅγιες ἐπιθυμίες, μᾶς μεταδίδει οὐράνια χαρίσματα,
μεταμορφώνει τὴ ζωή μας. Μᾶς ἐμπνέει διάθεση γιὰ προσευχή, μᾶς φωτίζει
νὰ ἐργαζόμαστε ἔργα ἀγάπης καὶ διακονίας. Ἂς ἀφήνουμε λοιπὸν τὸν
ἑαυτό μας στὴν ἁγιαστικὴ καὶ ζωογόνο Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ
θὰ αἰσθανόμαστε κι ἐμεῖς μέσα μας νὰ ἀναβλύζουν καὶ ἀπὸ τὴ δική μας
καρδιὰ ἀνεξάντλητα ποτάμια θείας Χάριτος.
2. Η ΕΜΠΑΘΕΙΑ ΤΥΦΛΩΝΕΙ
Τὰ λόγια του Κυρίου ποὺ ἀναφέραμε προηγουμένως προκάλεσαν ἀναστάτωση
καὶ διαφορετικὲς ἀντιδράσεις στὰ πλήθη. Ἄλλοι παραδέχονταν ὅτι
πραγματικὰ αὐτὸς εἶναι ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας, ὁ Χριστὸς. Ἄλλοι
τὸ ἀρνοῦνταν, ἐπειδὴ νόμιζαν ὅτι ὁ Κύριος εἶχε γεννηθεῖ στὴ Ναζαρὲτ
τῆς Γαλιλαίας, καὶ ἔλεγαν ὅτι ὁ Χριστὸς σύμφωνα μὲ τὶς προφητεῖες ἔπρεπε
νὰ γεννηθῆ στὴ Βηθλεὲμ καὶ ὄχι στὴ Γαλιλαία· καὶ νὰ κατάγεται ἀπὸ
τὸν Δαβίδ.
Τόσο ἔντονες ἦταν οἱ διαφωνίες τοῦ πλήθους, ὥστε μερικοὶ ἤθελαν
νὰ τὸν συλλάβουν. Κανεὶς ὅμως δὲν τολμοῦσε νὰ τὸ κάνει, ἐπειδὴ κάποια
μυστικὴ δύναμη τοὺς ἐμπόδιζε. Οἱ Ἀρχιερεῖς μάλιστα καὶ οἱ Φαρισαῖοι
εἶχαν στείλει τοὺς ὑπηρέτες τους γιὰ νὰ συλλάβουν τὸν Κύριο, ἀλλὰ καὶ
οἱ ὑπηρέτες αὐτοὶ ἐπέστρεψαν ἄπρακτοι. Κι ὅταν τοὺς ἐρώτησαν γιατί
δὲν τὸν συνέλαβαν, αὐτοὶ ἀποκρίθηκαν: «Ποτὲ κανεὶς ἄνθρωπος δὲν μίλησε
μὲ τόση δύναμη καὶ σοφία καὶ χάρη ὅπως αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος». Ἀγανάκτησαν
οἱ Φαρισαῖοι ἀπὸ τὴν ἀπρόσμενη αὐτὴ ἀπάντηση καὶ ὠργισμένοι εἶπαν
στοὺς ὑπηρέτες: «Μήπως ἔχετε πλανηθεῖ καὶ σεῖς; Δὲν βλέπετε; Ἐπίστευσε
σ᾿ Αὐτὸν κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες ἢ ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους ποὺ γνωρίζουν
καλὰ τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ; Μόνον αὐτὸς ὁ ἐπιπόλαιος καὶ καταραμένος ὄχλος
παρασύρθηκε».
Τότε ὅμως παρενέβη στὴ συζήτηση ὁ Νικόδημος, ποὺ ἦταν μέλος
τοῦ Συνεδρίου, εἶχε δὲ παλαιότερα ἐπισκεφθεῖ τὸν Κύριο καὶ εἶχε συνομιλήσει
μαζί Του μέσα στὴ νύκτα. Αὐτὸς λοιπὸν εἶπε πρὸς τὰ ἄλλα μέλη τοῦ Συνεδρίου:
«Μήπως κάθε δικαστὴς καταδικάζει τὸν ἄνθρωπο, ἐὰν προηγουμένως
δὲν τὸν ἀκούσει καὶ δὲν μάθει τί ἀξιόποινο ἔκανε;» Αὐτοὶ ὅμως μόλις
τὸν ἄκουσαν ἐξωργίστηκαν καὶ τοῦ ἀπάντησαν μὲ ἐμπάθεια: «Μήπως καὶ
σὺ εἶσαι ἀπὸ τὴ Γαλιλαία; Ἐξέτασε καὶ θὰ πεισθεῖς ὅτι ἀπὸ τὴ Γαλιλαία
ἕως τώρα δὲν προῆλθε κανεὶς προφήτης». Καὶ ἔτσι ταραγμένοι διέλυσαν
τὴ συνεδρίαση καὶ ἔφυγαν στὰ σπίτια τους.
Ὁ Κύριος ὅμως συνέχισε νὰ κηρύττει στὸν λαὸ λέγοντας: «Ἐγὼ εἶμαι
τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Ἐκεῖνος ποὺ μὲ ἀκολουθεῖ δὲν θὰ περπατήσει ποτὲ
στὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ θὰ ἔχει μέσα του τὸ φῶς τῆς ζωῆς».
ΟΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΙ ὅμως δὲν μπόρεσαν νὰ δοῦν αὐτὸ τὸ φῶς τῆς ζωῆς, διότι
τοὺς εἶχε τυφλώσει ἡ ἐμπάθεια! Κι ὅταν ὁ Νικόδημος τοὺς ὑπέδειξε τὸ
στοιχειῶδες δικαίωμα κάθε ἀνθρώπου νὰ ἀπολογεῖται ἐνώπιον τῶν κατηγόρων
του, αὐτοὶ δὲν μπόρεσαν νὰ καταλάβουν τὸ αὐτονόητο. Ἡ ἐμπάθειά τους
πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου ὄχι μόνο τοὺς εἶχε τυφλώσει, ἀλλὰ καὶ τοὺς
εἶχε παρασύρει μέχρι τοῦ θλιβεροῦ σημείου νὰ ἐπιδιώκουν τὴ σύλληψη
καὶ τὴ θανάτωσή Του.
Αὐτὴ ἡ τραγικὴ κατάσταση τῆς ἐμπάθειας θὰ πρέπει ἀσφαλῶς νὰ μᾶς
προβληματίσει. Διότι κι ἐμεῖς κάποιες φορὲς ἀντιμετωπίζουμε γύρω
μας ἐμπαθεῖς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἐκφέρουν κακόβουλες κρίσεις γιὰ
ἂλλους καὶ μάλιστα κάποτε μὲ μία πειστικότητα ἐκπληκτική. Ἀπέναντι
σ᾿ αὐτοὺς λοιπὸν θὰ πρέπει νὰ εἴμαστε πολὺ προσεκτικοί. Ἀκόμη κι ὅταν
τὰ λόγια τους μᾶς φαίνονται ἀληθινά, νὰ μὴν τὰ δεχόμαστε, οὔτε νὰ
παίρνουμε θέση. Ἀλλὰ καὶ οἱ ἴδιοι νὰ μὴν ἐκφέρουμε ἐμπαθεῖς καὶ βιαστικὲς
κρίσεις γιὰ τοὺς ἄλλους. Διότι μπορεῖ ἔτσι νὰ σπιλώσουμε ὑπολήψεις
ἀθώων· κι ὅταν ἀργότερα διαπιστώσουμε τὴν ἀθωότητά τους, νὰ εἶναι
πολὺ ἀργά. Θὰ ἔχει σκορπίσει ὁ ἄνεμος τὰ λόγιά μας καὶ μάλιστα σ᾿ ἐκείνους
καὶ ἐκεῖ ποὺ δὲν τὸ περιμένουμε. Προσοχὴ λοιπόν.
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου