Σάββατο 18 Ιουνίου 2022

Τὰ δόν­τια τοῦ λι­ον­τα­ριοῦ

 

Τὰ δόν­τια τοῦ λι­ον­τα­ριοῦ



Πολ­λοὶ δὲν ἔ­χου­με δεῖ ζων­τα­νὸ λι­ον­τά­ρι· τὸ πο­λὺ-πο­λὺ κά­ποι­ο μα­ρα­ζω­μέ­νο στὸ κλου­βὶ ζω­ο­λο­γι­κοῦ κή­που. Ἴ­σως ἡ μό­νη ἐμ­πει­ρί­α ἀ­γρι­ό­τη­τας ζώ­ου ποὺ ἔ­χου­με δο­κι­μά­σει ὅ­σοι ζοῦ­με στὶς πό­λεις, εἶ­ναι τὰ ὀρ­γι­σμέ­να γαυ­γί­σμα­τα σκύ­λου ἀ­δέ­σπο­του ἢ κλει­σμέ­νου σὲ κά­ποι­α αὐ­λή, ἢ ὅ­σοι ζοῦ­με στὴν ὕ­παι­θρο, καὶ μά­λι­στα στὰ ὀ­ρει­νά, ἐν­δε­χο­μέ­νως νὰ ἔ­χου­με συ­ναν­τή­σει λύ­κο ἢ ἀρ­κού­δα.

Ἀλ­λὰ τί μπο­ρεῖ νὰ συγ­κρι­θεῖ μὲ τὸ Λι­ον­τά­ρι; Τὸ λι­ον­τά­ρι εἶ­ναι ὁ βα­σι­λιὰς τῶν ζώ­ων. Ὁ βρυ­χηθ­μός του εἶ­ναι βρον­τε­ρὸς καὶ προ­κα­λεῖ τρό­μο. Εἶ­ναι εὐ­κί­νη­το καὶ ἔ­χει τέ­τοι­α σω­μα­τι­κὴ δι­ά­πλα­ση, ὥ­στε μπο­ρεῖ νὰ κά­νει τε­ρά­στια ἅλ­μα­τα. Ἔ­χει φο­βε­ρὴ δύ­να­μη. Σκο­τώ­νει τὰ θύ­μα­τά του μ᾿ ἕ­να χτύ­πη­μα τοῦ πο­διοῦ του ἢ μ᾿ ἕ­να μό­νο δάγ­κω­μα στὸν αὐ­χέ­να. Για­τί ἔ­χει πο­λὺ δυ­να­τὰ δόν­τια, μὲ τὰ ὁ­ποῖ­α ξε­σχί­ζει τὶς σάρ­κες τους καὶ κα­τα­θρυμ­μα­τί­ζει τὰ κόκ­κα­λά τους. Μ᾿ αὐ­τὰ κα­τα­σπα­ρά­ζει τὴ λεί­α του, ἀ­φή­νον­τας ἐ­λά­χι­στα ὑ­πο­λείμ­μα­τα ἢ ἕ­να πα­ρα­μορ­φω­μέ­νο πτῶ­μα.

Στὴν Ἁ­γί­α Γρα­φὴ ὁ δι­ά­βο­λος με­τα­ξὺ τῶν ἄλ­λων πα­ρο­μοι­ά­ζε­ται μὲ λι­ον­τά­ρι ποὺ «πε­ρι­πα­τεῖ», γυ­ρί­ζει ἐ­δῶ καὶ ἐ­κεῖ, «ὠ­ρυ­ό­με­νος», βγά­ζον­τας φο­βε­ροὺς βρυ­χηθ­μούς, «ζη­τῶν τί­να κα­τα­πί­ῃ» (Α' Πέ­τρ. ε'[5] 8): γιὰ νὰ δη­λω­θεῖ μὲ αὐ­τὴν τὴν εἰ­κό­να ἡ μα­νί­α τοῦ δι­α­βό­λου, ἡ ἔν­το­νη ἐ­πι­θυ­μί­α του νὰ πα­ρα­σύ­ρει ψυ­χὲς στὴν ἀ­πώ­λεια, ἡ σφο­δρή ἐ­πι­θε­τι­κή του δι­ά­θε­ση.

Λι­γό­τε­ρο γνω­στὴ εἶ­ναι μί­α ἄλ­λη πα­ρό­μοι­α εἰ­κό­να ποὺ ἀ­παν­τᾶ­με ἐ­πα­νει­λημ­μέ­νως στὴν Ἁ­γί­α Γρα­φὴ (βλ. Ἰ­ω­ὴλ α΄ 6, Ἀ­ποκ. θ'[9] 8): ἡ εἰ­κό­να τῶν δον­τι­ώ­ν του λι­ον­τα­ριοῦ. Τὰ δόν­τια τοῦ λι­ον­τα­ριοῦ! Συμ­βο­λί­ζουν με­γά­λη δύ­να­μη ποὺ προ­κα­λεῖ φο­βε­ρὴ κα­τα­στρο­φή. Αὐ­τὴν τὴν εἰ­κό­να χρη­σι­μο­ποι­εῖ ὁ θε­ό­πνευ­στος συγ­γρα­φέ­ας τοῦ βι­βλί­ου «Σο­φί­α Σει­ρὰχ» γιὰ νὰ ὑ­πο­γραμ­μί­σει πό­σο με­γά­λη ζη­μιὰ προ­κα­λεῖ ἡ ἁ­μαρ­τί­α στὸν ἄν­θρω­πο. Ἂς τὸν προ­σέ­ξου­με μὲ ἰ­δι­αί­τε­ρο ἐν­δι­α­φέ­ρον: «Παι­δί μου, ἁ­μάρ­τη­σες; Μὴν προ­σθέ­σεις ἄλ­λες ἁ­μαρ­τί­ες καὶ γιὰ τὶς προ­η­γού­με­νές σου πα­ρα­κά­λε­σε τὸν Θε­ὸ νὰ σὲ συγ­χω­ρή­σει.­.. Σὰν δόν­τια λι­ον­τα­ριοῦ εἶ­ναι τὰ δόν­τια τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, ποὺ σκο­τώ­νουν ψυ­χὲς ἀν­θρώ­πων» (Σ. Σειρ. κα΄[21] 1-2). Ἡ ἁ­μαρ­τί­α! «Ὁ­δόν­τες λέ­ον­τος οἱ ὀ­δόν­τες αὐ­τῆς ἀ­ναι­ροῦν­τες ψυ­χὰς ἀν­θρώ­πων»­. 

Ὁ κό­σμος ποὺ ζεῖ μα­κριὰ ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, σκο­τι­σμέ­νος ἀ­πὸ τὸν ἀν­θρω­πο­κτό­νο δι­ά­βο­λο, τρα­γου­δᾶ τὴν ἁ­μαρ­τί­α. Τὴν θε­ω­ρεῖ χα­ρὰ καὶ ἀ­πό­λαυ­ση, ἐ­νῶ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εἶ­ναι ἡ δυ­στυ­χί­α του. Δι­ό­τι ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι πλα­σμέ­νος νὰ ζεῖ σὲ κοι­νω­νί­α μὲ τὸν Θε­ό, ὅ­πως τὸ ψά­ρι εἶ­ναι πλα­σμέ­νο νὰ ζεῖ μέ­σα στὸ νε­ρό, καὶ τὸ δέν­δρο ν᾿ ἁ­πλώ­νει τὶς ρί­ζες του στὸ χῶ­μα καὶ τὰ φύλ­λα του στὸν ἥ­λιο. Ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι εὐ­τυ­χι­σμέ­νος μό­νο ὅ­ταν ζεῖ μὲ τὸν Θε­ὸ καὶ ἔ­χει ζων­τα­νὴ σχέ­ση μα­ζί Του. 

Ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος ἁ­μαρ­τά­νει, προ­σβάλ­λει αὐ­τὴν τὴν ἐ­πι­κοι­νω­νί­α. Δι­ό­τι μὲ τὴν ἁ­μαρ­τί­α κα­τα­πα­τεῖ τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ. Ἡ ἁ­μαρ­τί­α ση­μαί­νει ἄρ­νη­ση τοῦ Θε­οῦ, ἀ­πο­μά­κρυν­ση ἀ­πὸ Ἐ­κεῖ­νον. Ὁ ἄν­θρω­πος ἁ­μαρ­τά­νον­τας χά­νει τὸν Θε­ό! Μά­λι­στα, ὅ­σο πιὸ πο­λὺ καὶ πιὸ βα­ριὰ ἁ­μαρ­τή­σει, τό­σο πιὸ πο­λὺ ἀ­δυ­να­τί­ζει ἡ κοι­νω­νί­α του μὲ τὸν Θε­ό, ἢ καὶ δι­α­κό­πτε­ται τε­λεί­ως. Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ πνευ­μα­τι­κὸς θά­να­τος, ὁ τέ­λει­ος χω­ρι­σμὸς τοῦ ἀν­θρώ­που ἀ­πὸ τὸν Θε­ό. Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ πιὸ με­γά­λη δυ­στυ­χί­α τοῦ ἀν­θρώ­που, τὸ τε­λευ­ταῖ­ο σκα­λο­πά­τι τῆς ἐ­ξα­θλι­ώ­σε­ώς του.

Γι᾿ αὐ­τὸ ἡ κα­τα­στρε­πτι­κὴ δύ­να­μη τῆς ἁ­μαρ­τί­ας πα­ρο­μοι­ά­ζε­ται μὲ τὰ δόν­τια τοῦ λι­ον­τα­ριοῦ. Τὰ δαγ­κώ­μα­τά της εἶ­ναι ὀ­λέ­θρια, τρο­με­ρά, θα­να­τη­φό­ρα. Δὲ­ν εἶ­ναι ἡ ἁ­μαρ­τί­α χα­ρά. Εἶ­ναι βά­ρος, εἶ­ναι πλη­γή. «Ἡ ἁ­μαρ­τί­α τα­λαι­πω­ρο­ποι­ό­ς ἐ­στι καὶ σα­θροῖ τὸν ἔ­χον­τα αὐ­τήν», ση­μει­ώ­νει ὁ πα­τε­ρι­κὸς λό­γος (ὁ­σί­ου Δω­ρο­θέ­ου, Δι­δα­σκα­λί­α Ζ΄­). Δη­λα­δὴ βά­ζει τον ἄν­θρω­πο σὲ τα­λαι­πω­ρί­α καὶ τσα­κί­ζει αὐ­τὸν ποὺ τὴν ἔ­χει. Τοῦ στε­ρεῖ τὴ θεί­α χά­ρη, τὴ θεί­α ἐ­νί­σχυ­ση, τὸν θεῖ­ο φω­τι­σμό, τὴ θεί­α πα­ρη­γο­ρί­α.  Τραυ­μα­τί­ζει καὶ ἀ­να­στα­τώ­νει τὸν ψυ­χι­κό του κό­σμο, συ­χνὰ δὲ καὶ τὸ σῶ­μα του. Δη­μι­ουρ­γεῖ τύ­ψεις ἐ­νο­χῆς. Κα­θι­στᾶ τὸν ἄν­θρω­πο ἄ­γριο, ἀ­κοι­νώ­νη­το, ἀ­νι­κα­νο­ποί­η­το, ἀ­νε­λεύ­θε­ρο. 

Γι᾿ αὐ­τὸ ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ φι­λό­στορ­γα μᾶς προ­ει­δο­ποι­εῖ: Παι­δί μου, στα­μά­τα νὰ ἁ­μαρ­τά­νεις, βλά­πτεις τὸν ἑ­αυ­τό σου. Καὶ με­ρί­μνη­σε γιὰ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες ποὺ ἤ­δη ἔ­χεις δι­α­πρά­ξει. Μὴν πεῖς πο­τέ: «Ἁ­μάρ­τη­σα καὶ τί ἔ­γι­νε;­». Δὲς τὶς πλη­γές σου. Κα­τά­λα­βε πό­σο σο­βα­ρὲς εἶ­ναι. Ἀλ­λὰ μὴν ἀ­πελ­πι­στεῖς. Με­τα­νό­η­σε. Τρέ­ξε στὸν μό­νο ἰα­τρὸ τῶν ψυ­χῶν καὶ τῶν σω­μά­των μας, τὸν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό. Ἐ­κεῖ­νος εἶ­ναι «ὁ ἰ­ώ­με­νος τοὺς συν­τε­τριμ­μέ­νους τὴν καρ­δί­αν καὶ δε­σμεύ­ων τὰ συν­τρίμ­μα­τα αὐ­τῶν». Θε­ρα­πεύ­ει αὐ­τοὺς ποὺ ἔ­χουν καρ­διὰ τσα­κι­σμέ­νη ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α, καὶ φρον­τί­ζει, καὶ δέ­νει μὲ ἐ­πι­δέ­σμους τὶς πλη­γές τους (Ψαλμ. ρμς' [146] 3). Ἐ­κεῖ­νος εἶ­ναι ὁ Ὁ­ποῖ­ος «συ­νέ­θλα­σε τὰς μύ­λας τῶν λε­όν­των» (Ψαλμ. νζ' [57] 7), ἔ­σπα­σε τὰ ἰ­σχυ­ρὰ δόν­τια, τοὺς τρα­πε­ζί­τες, τὰ σα­γό­νια τῶν λι­ον­τα­ρι­ῶν, δη­λα­δὴ τῶν δαι­μό­νων, μὲ τὸ ἀ­πο­λυ­τρω­τι­κό Του ἔρ­γο.

Λοι­πόν, ψυ­χή μου, μί­ση­σε τὴν ἁ­μαρ­τί­α καὶ ἀ­γά­πη­σε τὸν Χρι­στό. Μὲ ἐ­πι­με­λῆ με­τά­νοι­α πρό­στρε­ξε στὸν Σω­τή­ρα σου. Σὲ πε­ρι­μέ­νει γιὰ νὰ σὲ θε­ρα­πεύ­σει, νὰ σὲ εἰ­ρη­νεύ­σει καὶ νὰ σὲ ἀ­να­δεί­ξει νι­κη­τὴ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καὶ κληρονόμο τῆς Βασιλείας Του. 

ΠΕ­ΡΙ­Ο­ΔΙ­ΚΟ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ», Ἀ­ριθ. 2090, 1ΙΟΥΝΙΟΥ 2014

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου